ἐγκυμονήσεως . τὸν μὲν κνιζομένη , ἀντὶ τοῦ λυπουμένη , ἀλγοῦσα , κατελίμπανεν ἐν γῇ : δύο δὲ δράκοντες γλαυκῶπες | ||
καὶ ἡ ψυχὴ εὐθέως ἐπέβαλε τὸ εἶδος τῶν πραγμάτων αὐτῇ ἀλγοῦσα τῷ ἀορίστῳ , οἷον φόβῳ τοῦ ἔξω τῶν ὄντων |
] ? [ Ἀρετῆς ἁπάσης σεμνὸς ] ἡγεῖται τρόπος . Βέβαιόν ἐστι κτῆμα παιδεία ] μόνη . Γέροντα τίμα τοῦ | ||
] ? [ Ἀρετῆς ἁπάσης σεμνὸς ] ἡγεῖται τρόπος . Βέβαιόν ἐστι κτῆμα παιδεία ] μόνη . Γέροντα τίμα τοῦ |
τὴν Σελήνην ἴδῃ ἢ συναφὴν αὐτῆς ἐπέχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν | ||
Σελήνην ἴδῃ ἢ πρὸς αὐτὴν συναφὴν ἔχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν |
θαρρεῖν . τὰ δ ' ἐπιρρήματα τολμηρῶς τολμηρότατα , θρασέως θρασύτατα , φιλοκινδύνως , ῥιψοκινδύνως , παρακεκινδυνευμένως , παρακινδυνευτικῶς , | ||
τῶν τε δημάρχων Μᾶρκον Καίλιον πριάμενος ἐς τὴν πόλιν κατῄει θρασύτατα . καὶ αὐτὸν ὁ Καίλιος εὐθὺς ἐσιόντα εἷλκεν ἐς |
ΘΗΧ πρὸς τὸ ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ ΘΗΧ τῷ ὑπὸ ΧΕΖ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ ὑπὸ | ||
Σ , ΗΧ πρὸς τὸ ἀπὸ ΕΧ , τὸ ὑπὸ ΘΗΧ πρὸς τὸ ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ |
στίλβω στιλπνός , ὡς τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς | ||
στρεβλός : ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς , ἀλλ ' οὐχὶ στραβός . σφαιρομαχεῖν : τὸ τὰς σφαῖρας περιδονούμενον διαμάχεσθαι . |
αὐτὴν ἐτίμησαν . Σοφοκλῆς δὲ ἐν Κωμικοῖς ὑπὸ Δαιδάλου ἀναιρεθέντα Πέρδικα εἶναι τοὔνομα φησί . Περιαγειρόμενος φύλλοις βάλλεται καὶ ἄνθεσιν | ||
κακῶν , ὅπως τῆς ῥίζης κοπείσης οἱ κλάδοι ξηρανθῶσιν . Πέρδικα δέ τις κυνηγέτης ἀγρεύσας ἔμελλεν αὐτὸς τοῦ καταθῦσαι ταύτην |
ὑπὸ ΕΖΗ γωνία δοθεῖσα : ὥστε καὶ λοιπὴ ἡ ὑπὸ ΖΕΒ γωνία δοθεῖσά ἐστιν . εἰ δὲ οὔ , συμπιπτέτωσαν | ||
ὑπὸ ΔΖΚ ἴση τῇ ὑπὸ ΖΕΒ , αἱ δὲ ὑπὸ ΖΕΒ , ΘΕΒ δύο ὀρθαῖς ἴσαι , καὶ αἱ ὑπὸ |
θυγατέρα , ταύτην μνηστευθεὶς ἐβούλετο πρὸς γάμον . Ἐπέκειτο γοῦν βιάζων καθ ' ἑκάστην γονεῖς τῆς κόρης δοῦναι τὴν θυγατέρα | ||
καὶ γέγονεν ὕστερον . διαβληθεὶς γὰρ παρ ' Ἱπποδαμείας ὡς βιάζων αὐτὴν ἢ , ὡς οἱ πολλοί φασι , πειράζων |
λείπει τὸ ἕλκει . ἐπὶ τῶν ἀντεστραμμένως τι ποιούντων . Ἡδὺ χελώνης κρέα φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν : τῆς χελώνης | ||
ἡ δὲ φρὴν οὐ μανθάνει : ἐπὶ τῶν ἀμαθῶν . Ἡδὺ τἀπόῤῥητα λιχνεύειν : ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων . Ἢ δέος |
. Σαρπίς : ὁ σάρπος . Ῥιπίς : ῥιπίδιον . Καρίς : ἢ καριδάριον . Ψάρ : ὄνομα ἔθνους . | ||
τερπνός . Καρκίνος . παρὰ τὸ κάρη κινεῖν συνεχῶς . Καρίς . παρὰ τὸ σκαίρειν , σκαρίς τις οὖσα . |
τοῦ κανθάρου , ὁ δὲ τὰ ᾠὰ τοῦ ἀετοῦ ἐκκυλίων συνέτριβεν . ὁρῶν οὖν εἰς φθορὰν αὐτοῦ τὸ γένος ἐρχόμενον | ||
Ἀσκληπιῷ ἀνέθηκε πλήκτην , ὃς τοὺς ἐπὶ στόμα πίπτοντας ἐπιτρέχων συνέτριβεν . Εἰώθει δὲ λέγειν τὰς τραγικὰς ἀρὰς αὐτῷ συνηντηκέναι |
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ | ||
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν |
δόλῳ ἀνέλῃ τοὺς μνηστῆρας . Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν | ||
. χαλκοῦ : τοῦ ἀγκίστρου . Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα . |
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ | ||
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ * |
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας | ||
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων |
καὶ χορταρίοις . ἔοικε δὲ τῇ χρόᾳ τῷ ἄνθει τοῦ Ἀσσίου λίθου , τῷ δ ' ὅλῳ τύπῳ ἀλκυονίῳ τῷ | ||
μορίων , καὶ ἀνώδυνοι ταχέως ἐγένοντο . Πευκεδάνου ῥίζης , Ἀσσίου λίθου ἄνθους , προπόλεως λιπαρᾶς ἀνὰ # β , |
, οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ | ||
: Οὐκοῦν , πραγματευτά , μέλαινα οἶνόν μοι κέρνα . Μέθυσος ὀνειδιζόμενος ὑπό τινος , ὅτι πολλὰ πίνων οὐ φρονεῖ |
ἀριθμὸν πολλαπλασιάσας ποιῇ τινα , ὁ γενόμενος περισσὸς ἔσται . Περισσὸς γὰρ ἀριθμὸς ὁ Α περισσὸν τὸν Β πολλαπλασιάσας τὸν | ||
ἄρτιον πολλαπλασιάσας ποιῇ τινα , ὁ γενόμενος ἄρτιος ἔσται . Περισσὸς γὰρ ἀριθμὸς ὁ Α ἄρτιον τὸν Β πολλαπλασιάσας τὸν |
ἀγῶνας αὐτὸς ὁ πατὴρ τῶν ὅλων ἀπεδέξατο καὶ τοὺς ἀνελόντας δικάσας παρ ' αὑτῷ καθαροὺς εἶναι παντὸς ἄγους | καὶ | ||
πρὸς εὐεργεσίας καὶ τῶν ἀναξίων χρῆται , καὶ οὐ μόνον δικάσας ἐλεεῖ , ἀλλὰ καὶ ἐλεήσας δικάζει : πρεσβύτερος γὰρ |
λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον | ||
κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις |
ὅλη μοιρῶν Ϙ # : ὀρθὴ ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΘΒΛ γωνία . ὥστε ἐπεί , οἵων ἐστὶν ἡ μὲν | ||
τὸ ἄρα πρίσμα τὸ περιεχόμενον ὑπὸ δύο μὲν τριγώνων τῶν ΘΒΛ , ΕΖΗ , τριῶν δὲ παραλληλογράμμων τοῦ ΕΒΖΘ καὶ |
ἕνεκα , ὅταν τῶν αἰδοίων , ὅταν εἰκῇ , ὅταν ῥυπαρῶς , ὅταν ἀνεπιστρέπτως , ποῦ ἀπεκλίναμεν ; ἐπὶ τὰ | ||
. . . καὶ θεραπαινὶς ἦν μία : αὕτη συνύφαινεν ῥυπαρῶς διακειμένη . ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται . πᾶς |
τοῦ καιροῦ πέμψαι . προιάψαι ] πέμψαι , δοῦναι . προιάψαι ] δοῦναι . θ προιάψαι ] παραπέμψαι . δορὸς | ||
] πέμψαι , δοῦναι . προιάψαι ] δοῦναι . θ προιάψαι ] παραπέμψαι . δορὸς ἄγραν ] διὰ δόρατος ἀγρευθεῖσαν |
οἰκτείροντος . ὀρνιθευτὴς ὀρνιθοσκόπου διαφέρει . ὀρνιθευτὴς ὁ θηρεύων , ὀρνιθοσκόπος ὁ μάντις . οὗτος καὶ οὑτοσὶ διαφέρει . οὑτοσὶ | ||
τὸ „ σκοπῶ „ σύνθετα μὴ ἐκ προθέσεως παροξύνεται : ὀρνιθοσκόπος οἰωνοσκόπος . τὸ δὲ ἐπίσκοπος κατάσκοπος ἀπὸ προθέσεων . |
μάσθλης . Εἶδες οἷ ' ὑπέρχεται : ὡσπερεὶ γέροντας ἡμᾶς ἐκκοβαλικεύεται . Ὦ πόλις καὶ δῆμ ' , ὑφ ' | ||
ἐπιχειρεῖ ἀπατᾶν . κόβαλα γὰρ καλοῦσι τὰ πανουργήματα . ΓΘ ἐκκοβαλικεύεται : λῃστεύει : κόβαλοι γὰρ οἱ μετὰ ξύλου λῃσταί |
πήδημ ' ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων δύσιν : ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ . θεοῖς μὲν ἐξέτεινα | ||
] ὑπεραναβὰς ὁ λαός . πύργον ] τὴν πόλιν . ὠμηστὴς ] ὠμοφάγος . λέων ] ἤγουν ὥσπερ . ἄδην |
νόμον ἀναφύεται στοχαστικὴ ζήτησις , πότερα φθόνῳ τοῦ κατορθώματος οὐκ ἤνοιξεν , τῇ ἀληθείᾳ δὲ δέει τοῦ νόμου : ἔστι | ||
τοιοῦτο ζῷον φωνὴν οὐκ ἔχει . πλανηθεὶς οὖν ὁ κόραξ ἤνοιξεν τὸ στόμα καὶ τὸν τυρὸν πεσόντα ἀλώπηξ ἁρπάσασα κατέφαγεν |
κεφαλὴν καὶ εὑρὼν αὐτὴν ψιλὴν ἔφη : Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν . | ||
γοῦν Φιλύλλιος ἐν Πόλεσιν ἀνθρακοπώλης , κοσκινοποιός , κηπεύς , κουρεύς . φῷδες δὲ αἱ ἀπὸ τῆς φλογὸς φλύκταιναι , |
μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . . | ||
] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην . |
δὲ μητέρα [ ἣν ὑπερήνορα ] νηλέι [ χαλκῶι . Τιμάνδρην δ ' Ἔχεμος ⌊ θαλερὴν ⌋ ποιήσατ ' ἄκοιτιν | ||
εἰς Πελοπόννησον κατιόντα . ἐγάμησε δὲ τὴν Τιμάνδραν : Ἡσίοδος Τιμάνδρην , φησὶν , Ἔχεμος θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν . |
καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντὰ καὶ σαράπεις μηλίνους καὶ λευκοὺς καὶ καλασίρεις κορινθιουργεῖς πορφυρᾶς τε καὶ ἰοβαφεῖς καὶ ὑακινθίνας καὶ φλογίνας | ||
τις καὶ φλογίνας καὶ θαλασσοειδεῖς . ὑπάρχουσιν δὲ καὶ Περσικαὶ καλασίρεις , αἵπερ εἰσὶ κάλλισται πασῶν . ἴδοι δ ' |
καὶ μνῆμα τῷ Πύρρωνι οὐ πόρρω τοῦ Ἠλείων ἄστεως : Πέτρα μὲν τῷ χωρίῳ τὸ ὄνομα , λέγεται δὲ ὡς | ||
γʹ καὶ ιεʹ : Τῆς δὲ Πετραίας Ἀραβίας ἡ μὲν Πέτρα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ , καὶ διέστηκεν |
ἦν , ἀλλ ' ὅμως αὐτὸν δι ' ἐμὲ Φίλιππος ἐθεράπευεν . ὁ δὲ Σωκράτης καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῇ Ἑρμογλυφικῇ | ||
εὐμαθὴς εἶναι καὶ ἀτενὲς ὁρᾶν εἰς ἐμέὑπέπτησσε γὰρ τότε καὶ ἐθεράπευεν καὶ μόνην ἐθαύμαζενἀπολιποῦσα τοὺς ἄλλους ὁπόσοι ἐμνήστευόν με πλούσιοι |
οἱ ἐν ταῖς στάσεσι διάγοντες φιλοπόλιδες ὄντες : τὸν οὖν Ψαῦμιν φιλόπολίν φησιν εἶναι πρὸς τῷ καὶ ἥσυχον ὑπάρχειν . | ||
αὐλοὶ γλυκύτεροι καὶ ποικιλώτεροι τῶν ἄλλων εἰσίν . ᾄδων τὸν Ψαῦμιν : * * διὰ τὸ μέτρον . σέ . |
, καὶ ταύτῃ μηδὲ τὰς πύλας ἔχειν παρεγγυησάμενος κεκλεισμένας , μεθύσας τε τὸν δῆμον , ἐκ συνθήματος κατὰ τὴν αὐτὴν | ||
αὖθις δὲ ἐλθὼν εἰς Χίον Μερόπην τὴν Οἰνοπίωνος ἐμνηστεύσατο . μεθύσας δὲ Οἰνοπίων αὐτὸν κοιμώμενον ἐτύφλωσε καὶ παρὰ τοῖς αἰγιαλοῖς |
τὰ μὲν ἔχοντες , εἰς δὲ τὰ βλέποντες μάχονται . Μόλις ἥψω τῶν σαυτοῦ καὶ γέγονας ἐπιστάτης τῶν τῇ σῇ | ||
εἰσδέξασθαί τινας : οἷον καὶ καθ ' ἡμᾶς ἐγεγόνει . Μόλις γὰρ ἀνόπλους ὄντας ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι |
πυκνοτέραις . λιπαίνων : πιαίνων , τρέφων . Ἐπιψαύει : κολακεύει , ἅπτεται αὐτῶν . τιταίνων : ἐξαπλῶν . Πρηΰνει | ||
. ἄλλοι τε χρῶνται καὶ Ἀριστοφάνης : „ εἴ τις κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κρωκύδας ἀφαιρῶν „ . Ἄφθονος ἄγρα |
καί σύνδεσμος . . οὗτοι αἰσχροί . . Ἀρίστυλλος : αἰσχροποιὸς οὗτος . . καλαμίνθης : Δυσώδης βοτάνη καὶ ὄφεις | ||
εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων . Σμοιός : Κύριον ὄνομα . αἰσχροποιὸς εἰς γυναῖκας , καὶ ἱππεύσας πρότερον , καὶ τοῖς |
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος . | ||
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων |
' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα | ||
ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα |
παιδὸς βοῶντος : „ δεῦτε , λύκος „ οὐκέτι τις πεπίστευκε προσδραμεῖν αὐτῷ καὶ βοηθῆσαι . ὁ δὲ λύκος εὑρηκὼς | ||
ἐκείνοις πεπιστευκὼς ἀπιστεῖ θεῷ , ὁ δ ' ἀπιστῶν ἐκείνοις πεπίστευκε θεῷ . ἀλλ ' οὐ μόνον τὴν πρὸς τὸ |
ἀτρεκέως καταλέξω . Ἐπείτε γὰρ τάχιστά σε ἐπυθόμην ἐπὶ θάλασσαν καταβαίνοντα τὴν Ἑλληνίδα , βουλόμενός τοι δοῦναι ἐς τὸν πόλεμον | ||
συμβέβηκεν ἅπαντας ἐκ λεπτῶν νημάτων . ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ἐφ ' ἕκαστον ἀπὸ τῶν ἀτράκτων ; Ὁρῶ πάνυ |
ἀπόρθητοί ποτε ; νῦν δ ' ὁμηρεύους ' ἔχοντες πορφυροῦς κεκρυφάλους . . Λευκηπατίας : Κλέαρχος ἐν τῷ περὶ βίων | ||
παιδίων οὐ μάλα νηπίων πατὴρ παραγκωνίσασθαι τοὺς ἀντεραστὰς βουλόμενος , κεκρυφάλους Μιλησίους καὶ Σικελικὸν ἱμάτιον καὶ ἐπ ' αὐτῷ χρυσίον |
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν | ||
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας |
τι κωλυθείημεν κενῶϲαι διὰ φλεβοτόμου , τοῖϲ ἄλλοιϲ δεῖ χρῆϲθαι βοηθήμαϲι τοῖϲ ἐκφράττουϲι καὶ τὸ πλῆθοϲ κενοῦϲι καὶ πραΰνουϲι τὸ | ||
ϲυνουϲία ἐμποδίζεται . χρὴ μὲν οὖν τοῖϲ ἐπὶ τῆϲ κύϲτεωϲ βοηθήμαϲι χρῆϲθαι , ἐξαιρέτωϲ δὲ νῦν καὶ κατὰ τῶν ἰϲχίων |
ἰαυθμοὺς ἠθάδας διζήμενοι , καὶ κρίμνα χειρῶν κἀπιδόρπιον τρύφος μάζης σπάσονται προσφιλὲς κνυζούμενοι , τῆς πρὶν διαίτης τλήμονες μεμνημένοι . | ||
] φάγωσι . σπάσονται ] λάβωσι , φάγωσι . θ σπάσονται ] γεύσονται . σπάσονται ] πάσσονται , ἤγουν γεύσονται |
Γ ἑξμέδιμνον Γ κυψέλην Γ : ἓξ μεδίμνους χωροῦσαν Γ κυψέλην . Γ ἑξμέδιμνον κυψέλην : κυψέλη ἐστὶν εἶδος δεκτικὸν | ||
ἢ ἵνα φαίνηται ἀγανακτῶν ἐν λόγοις . Γ ἑξμέδιμνον Γ κυψέλην Γ : ἓξ μεδίμνους χωροῦσαν Γ κυψέλην . Γ |
Ῥωμαίων ποτὲ βουλευτὴν γενόμενον , ἔκτεινε , τοὺς δὲ συναμαρτόντας ᾐκίσατο δεινῶς . ἀπελεύθεροι δ ' , ὅσοι τῷ Ἀττιδίῳ | ||
, προπετῶς . ὕβρισεν ἐξύβρισεν , ἠσέλγησεν , ἐπαρῴνησεν , ᾐκίσατο , ἐτύπτησε , πληγαῖς ἔκοψε , κατηλόησε , πληγὰς |
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν , | ||
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . . |
νεμέθω , φλέγω φλεγέθω , φθίνω φθινύθω , οὕτω καὶ βαρῶ βαρύθω . ἀπολείπεται : στερίσκονται . Οὐκ ἀπολείπεται ἅλμης | ||
, οἷον : κούρην Βρισῆος : παρὰ τὸ βρίθω τὸ βαρῶ : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ |
τούτοις συζῆν ἄχρι παντὸς καὶ πολλάκις ὑβριζομένην ὕβρεις δεινὰς παραμένειν ἀνδραπόδῳ μηδενὸς ἀξίῳ . παρὰ γὰρ τῶν πλουσίων εἰς μὲν | ||
εὖ χρῆσθαι καὶ κακῶς χρῆσθαι ἀργυρίῳ : ὁμοίως δὲ καὶ ἀνδραπόδῳ οἰκίᾳ ἐπίπλῳ , πᾶσι τοῖς τοιούτοις . τάχα δ |
Τετυφότες , τετυφυῖαι , τετυφότα . Ἑνικά . Τετυπώς , τετυπυῖα , τετυπός . Δυϊκά . Τετυπότε , τετυπυία . | ||
τέτυπα τροπῇ τοῦ α εἰς ως , τὸ θηλυκὸν ἡ τετυπυῖα , τὸ οὐδετέρον τὸ τετυπός . Ὁ τύψας μετοχὴ |
. Γ τὴν μητέρα ] λείπει ⌈ τὸ Γ ⌈ ἐτύπτησεν Γ [ ἔτυψεν ] . Γ μῦς καὶ γαλῆ | ||
, ὡς ἵνα λέγῃ τις , ὁ δεῖνα τὸν δεῖνα ἐτύπτησεν ἑταῖρόν μου . ἐν λόγῳ δέ , ὡς ἵνα |
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν | ||
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε . |
φεύγειν ἐστὶν οὐκ αὐθαίρετον . ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον . ὃ δ ' ἀποκρινεῖται , κἂν ἐγὼ λέγοιμί | ||
. Μένανδρος Κανηφόρῳ : „ ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον . „ Χήρᾳ : ” ἑκοῦσα ἡ ἀδελφὴ ποιήσει |
. Εὔβουλος δέ φησι Κνίδια κεράμια , Σικελικὰ βατάνια , Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ἀντιφάνης δέ : καὶ νᾶπυ Κύπριον καὶ | ||
. σημαίνει δὲ καὶ τὸ κακέμφατον . οἱ δὲ τὰ Μεγαρικὰ τείχη . ὦ μαινόμενε . ἀπαλλαγεὶς τοῦ πολέμου γυμνὸς |
ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ χώραν . Μαθὼν δὲ ὁ Νυκτεὺς βασιλεὺς , ὁ ταύτης πατὴρ , ὅτι ἐφθάρη , | ||
κἀκεῖθεν ἐλέγετο βάκχη . Ὁ δὲ αὐτῆς πατὴρ , ὁ Νυκτεὺς , εἶχεν ἀδελφὸν ὀνόματι Λύκον , βασιλέα τοῦ Ἄργους |
ἐμὸς δὲ Σωφρονίσκος . Πατὴρ δὲ ἦν , ἔφη , Σωφρονίσκος καὶ Χαιρέδημος ; Πάνυ γ ' , ἔφην : | ||
: εἰ τοῦτο , Σωφρονίσκῳ πεπλησίακεν : εἰ τοῦτο , Σωφρονίσκος ὑπῆρξεν . εἰ Σωκράτης ἄρα ἐστί , Σωφρονίσκος ὑπῆρξε |
Νὺξ μὲν ἀναπαύει , ἡμέρα δ ' ἔργον ποιεῖ . Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις . Νόμιζε πάντα κοινὰ | ||
βροτοῖσι περίοδον τ ' ἔχει Χρόνος διοικῶν ἀστέρων γνωρίσματα . Νικᾷ δὲ τούτων οὐθεὶς ἕτερον , ἀλλ ' ἀεί Ἥκει |
. Μύες μέντοι καὶ γαλαῖ τρύζοντες χειμῶνα ἰσχυρὸν σημαίνουσι . Δειλὸν δὲ ὁ μῦς , καὶ κτύπον φοβεῖται , καὶ | ||
εἶ αὐτῆς τῆς δειλίας : ἐπὶ τῶν σφόδρα δειλῶν . Δειλὸν ὁ Πλοῦτος : παρόσον οἱ πλούσιοι τὰς οἰκίας ἀσφαλίζονται |
καὶ περὶ αὐτὴν κοιμίζεται τὰ φλεγμήναντα τοῦ ὕδατος . “ Ἀτυχὴς ἐγώ , ὅτι τοῦτό μοι συνέβη . ” οὐμενοῦν | ||
, πυρσῶν δᾳδουχία . ἐρεῖ τις ἰδὼν τοσοῦτον κυδοιμόν : Ἀτυχὴς ὁ μέλλων γαμεῖν : ἐπὶ πόλεμον , δοκῶ μοι |
: ἔθος γὰρ ἦν τοὺς βασιλεῖς οὕτως θάπτεσθαι : γράφεται κλαύσῃ : ἢ τὰς ταφάς : τὸν Ἅιδην περιφραστικῶς : | ||
, ταράττεσθαι , μαινόμενον γενέσθαι , ὥστε μωρὸν εἶναι . κλαύσῃ ] θρηνήσῃ , θρηνήσεις , μέλλεις κλαῦσαι . ἐπιβάλλῃς |
οὓς ἐπινέμονται αἱ αἶγες . πατέοντι : ἢ ἐσθίοντι ἢ πατοῦντι . κέοντι : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου | ||
γὰρ ἐξέρχεται τῶν οἴκων . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι . τῶι πατοῦντι ] τῶι παραβαίνοντι τοὺς νόμους . δυσμενεῖς ] ἐχθράς |
. τί τὸ κακόν ; ἀλλ ' ἦ κοκκύμηλ ' ἠκρατίσω ; τὸν Πειραιᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν . ἥ | ||
. τί τὸ κακόν ; ἀλλ ' ἦ κοκκύμηλ ' ἠκρατίσω ; τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς |
ἤδη τήνδε καὶ Φιλαινέτην . οὔκουν ἐπείξεσθ ' ; ὡς Γλύκη κατώμοσεν τὴν ὑστάτην ἥκουσαν οἴνου τρεῖς χοᾶς ἡμῶν ἀποτείσειν | ||
, τάδε τέρα θεάσασθε . Τὸν ἀλεκτρυόνα μου ξυναρπάσασα φρούδη Γλύκη . Νύμφαι ὀρεσσίγονοι , ὦ Μανία , ξύλλαβε . |
. εἴ ς ' ὄψεταί τις θῆλυν ὄντ ' οὐκ αἰνέσει . ζῶ σοι ταπεινός ; ἀλλὰ πρόσθεν οὐ δοκῶ | ||
ὅτ ' οὐδὲν ἔσται μῆχος ὠφελεῖν πάτραν , τὴν φοιβόληπτον αἰνέσει χελιδόνα . Τόσς ' ἠγόρευε καὶ παλίσσυτος ποσὶν ἔβαινεν |
προεστῶτας αὐτῶν τῇ ἐμβολῇ τοῦ ἵππου : τῷ ξίφει δὲ κατενεγκὼν διέτεμον τῶν λοχαγῶν ἑνὸς ἐς δύο τὴν κεφαλὴν αὐτῷ | ||
ἐσπείσω τοῖς πολεμίοις , δι ' ἣν ἐδεήθης τῶν Τρώων κατενεγκὼν τὸν Πρίαμον . Καὶ μὴν ἐν Σκύρῳ , φησί |
δὲ νεκρῶν ἄγγελός τε καὶ κῆρυξ . σίφωνι λεπτῶι τοὐπίθημα τετρήνας . στάζουσιν ὥσπερ ἐκτροπήϊον σάκκος . κἄλειφα ῥόδινον ἡδὺ | ||
ὅτῳ ἐγεύοντο , Ἱππῶναξ εἴρηκεν , σίφωνι λεπτῷ τὸ ἐπίθημα τετρήνας , σιφωνίζειν δ ' Ἀριστοφάνης . καὶ ἀπὸ μὲν |
ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι . | ||
. Ξ ὑπερκόμπῳ ] ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ . |
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν | ||
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ |
νηπίους δὲ ἔτι ὄντας ἐπικατέσφαξε τοῖς γονεῦσιν Αἴγισθοςκαὶ Ἠλέκτρας : Πυλάδηι γὰρ συνώικησεν Ὀρέστου δόντος . Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε | ||
Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε ἔγραψε : Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδηι παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . . . . . π |
αἰδεσθῆναι μὲν οὖν ἄνθρωπον ὄντα φανῆναι κακὸν οὔπω θαυμαστόν : πέρδικι δὲ μετεῖναι αἰδοῦς ὑπέρσεμνον τοῦτο ἐκ τῆς φύσεως τὸ | ||
σύνθετα ὁμοίως τοῖς ἁπλοῖς κλίνεται , καλλίτριχος ὁμήλικος . τῷ πέρδικι , τὸν πέρδικα , ὦ πέρδιξ . Δυϊκά . |
γίνονται ιθʹ : τοσούτων ἔσται ποδῶν στερεῶν τὸ μάρμαρον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν Ϛʹ , πλάτος ποδῶν εʹ , πάχος | ||
μετρήσεως τῶν μαρμάρων καὶ ξύλων καὶ λοιπῶν ἐλθεῖν ἀναγκαῖον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν ιγʹ , πλάτος ποδῶν δʹ , πάχος |
κυνὸς πίνει . Τίγρις νοσοῦσα κόπρον ἀνθρωπείαν ἐσθίει . Κάμηλος νοσοῦσα δρυὸς φύλλα χλωρὰ ἐσθίει καὶ ἐμεῖ χολὴν μέλαιναν . | ||
ἐσθίουσι . Αἶγες νοσοῦντες σκαμμωνίαν ἢ τιθύμαλλον ἐσθίουσι . Κορώνη νοσοῦσα ἀνθρωπείαν ἐσθίει κόπρον . Κορυδαλλὸς νοσῶν ἄγρωστιν ἐσθίει καὶ |
κράτει . τί τοῦδε σοὶ μέτεστι πράγματος λέγε . καὶ μαρτυρήσων ἦλθονἔστι γὰρ νόμῳ ἱκέτης ὅδ ' ἁνὴρ καὶ δόμων | ||
ἐπιθύσας . ὡς μὲν ἀναίτιος εἶ τοῦδε φόνου τίς ὁ μαρτυρήσων ; πῶ πῶ ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ' |
. αὕτως : οὕτως , ὡς εἴπομεν . Ἀσπασίως : περιχαρῶς . ἤλυξε : ἔφυγεν . ἕρκιον ὄλεθρον : τοῦ | ||
βραδύνοντος ἐποίησεν αὐτῷ χιτῶνα ἔξοδον μὴ ἔχοντα καὶ ἐλθόντος Ἀγαμέμνονος περιχαρῶς ὑποδεξαμένη τοῦτον καὶ τὸν χιτῶνα ἐνδύσασα τοῦτον ἀπέκτεινεν ὥσπερ |
, σεμνός τις ἐγένου καὶ τὰς ὀφρῦς ὑπὲρ τοὺς κροτάφους ἐπῆρας . εἶτα σχῆμα ἔχων καὶ βιβλίδιον μετὰ χεῖρας εἰς | ||
κἀξ οἴνου βότρυς , καὶ μυελόν . Εἰκῆ μ ' ἐπῆρας ὄντα τηλικουτονί πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν . ἐγὼ γὰρ |
, οἷον εἰ πορνοβοσκὸς ὤν τις πάσας ἔχοι θηλείας ἢ φιλογέωργος ὢν πάντας ἄρρενας : ἐπὶ γὰρ τούτων οἱ μὲν | ||
Ἀριστοτέλης φησὶ τιθεὶς ἐπὶ Ἀγκαίου τὴν παροιμίαν , ὅτι γέγονε φιλογέωργος Ἀγκαῖος καὶ πολλὰς ἐφύτευσεν ἀμπέλους . εἰπόντος δὲ αὐτῷ |
θέαν , Ζύμῃ τε καὶ στέατι καὶ ταύτην φυρῶν , Ποιῶν τε κολλούρια τὰς μύας τρέφε , Καὶ γίνεται κώνειον | ||
Δυστυχῶν . . κακῶς : Ἤγουν δυστυχῶς . πράττων : Ποιῶν . . εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματος : εἶδος φαύλου |
, δόντων δ ' ἐνόμιζεν ἐξαναλώσειν αὐτῶν τὸν σῖτον καὶ προσκαθίσας τὴν πόλιν διὰ τὴν σπάνιν ταχὺ κυριεύσειν αὐτῆς . | ||
τοῦ παιδὸς ἔν τινι τεμένει , πρὸς ἣν μελισσῶν ἑσμὸς προσκαθίσας ἐκηροπλάστησεν ἐπὶ τῶν ἰσχίων . τοῦ δὲ σημείου προσενεχθέντος |
πάσχοντας : ἔχει δὲ ἡ γραφὴ αὐτοῦ . οὕτως : Ὀπίου . . . . . . . . . | ||
ἄρτῳ κατάπλασσε . Πρὸς τοὺς ἐν τοῖς βλεφάροις ἄνθρακας . Ὀπίου , μίσυος ὀπτοῦ , ἀκακίας , λεπίδος χαλκῆς ἀνὰ |
αʹ . πεπέρεως κοκ - κία μʹ . συντρίψας καὶ ζυμώσας μέλιτι δίδου νήστει καὶ εἰς κοίτην . [ Κάπνισμα | ||
γλήχωνα μετ ' ὀξυκράτου προεψήσας δὸς πιεῖν , ἢ βερονίκην ζυμώσας μετὰ μέλιτος δίδου φαγεῖν , ἢ ῥαφανὴν ὀπτὴν ἐσθιομένην |
πάνυ , οἶνός τε Θάσιος καὶ μύρον καὶ στέμματα . Στεφάνους ἐνεγκεῖν δεῦρο τῶν χρηστῶν δύο , καὶ δᾷδα χρηστὴν | ||
ὦ Οὐλπιανέ . Φησὶ γὰρ οὕτως ὁ μελιχρὸς ποιητής : Στεφάνους ὁ δ ' ἀνὴρ τρεῖς ἕκαστος εἶχεν , τοὺς |
οὐδαμινὸν λεπτὸν ἄστατον . πυρφόρῳ ἴυγγι τόξων νῦν ἀντὶ τοῦ πυρφόρῳ βέλει : λέγει δὲ τῷ ἔρωτι . ἴυγξ δὲ | ||
. ἐγὼ γὰρ οὐκ ἂν ἀποσταίην τῆς ἀνθρώπου θεῷ μυσταγωγοῦντι πυρφόρῳ καὶ τοξοφόρῳ πειθόμενος . καὶ ἄλλως ἡμῖν τὸ ἐρᾶν |
αὐτῷ καταμαθεῖν . Τοῦτ ' αὐτὸ δὴ νῦν , ὡς ἔοιχ ' , ἡμῖν ἤδη πειρατέον φράζειν . καί μοι | ||
πάρεργον ἐπεκράτης ' ἢ τοὔνομα . Ἐδόκει δὲ λιθιᾶν ὡς ἔοιχ ' ἡ Μανία , Γνάθαινα δ ' εἰς τὰ |
μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται . ποῦ δ ' ὅ | ||
εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τρώκτης σφόδρ ' ἐστίν , ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν . ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία καὶ σκαλμίδια . |
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ | ||
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη : |
τῶν Ἑλλήνων φυγεῖν διὰ τὸ πλῆθος τῶν Περσῶν , Θεμιστοκλῆς Σίκιννον τὸν παιδαγωγὸν ἔπεμψε πρὸς τὸν Ξέρξην ὡς αὐτομολήσαντα , | ||
γενέσθαι , ἄλλοι δὲ Κρῆτα λέγουσι τὸ γένος εἶναι τὸν Σίκιννον . ὀρχησταὶ δ ' οἱ Κρῆτες , ὥς φησιν |
καὶ τὸ λαψῇ . ἀποισῇ : κομίσῃ , ὡς τὸ λαψῇ ἀντὶ τοῦ λήψῃ : τοὺς γὰρ μέλλοντας περισπῶσιν οἱ | ||
Διδύμαρχος δέ φησι γηγενῆ αὐτὸν εἶναι . ἀποισῇ [ καὶ λαψῇ ] περισπαστέον , ἐπεὶ τοὺς μέλλοντας τῶν ὁριστικῶν περισπῶσιν |
, καὶ ἀτιμίαις . ἐγκατέδησε : συνέκλεισεν , ἐδέσμησεν . Γαστήρ : γνώμη . ἀνάσσει : βασιλεύει . Ἠερίῃς : | ||
γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν . Γλουτοί |
κἀγὼ , τὸν αὐτὸν ἄρ ' , ἔφην , ἐμοὶ βουκολεῖς , ὥστ ' εἰ νικῴη μ ' , οὐκ | ||
ἐγώ . πῶς λέγεις ; ὥσπερ πέπρακται . μή με βουκολεῖς ὅρα . οὗ λαβεῖν ἔλεγχόν ἐστι ; καὶ τί |
πέλας . κἄπειτα θυγάτηρ βασιλέως ἅβραις ὁμοῦ κατῆλθε λουτροῖς χρῶτα φαιδρῦναι νέον : ἰδοῦσα δ ' εὐθὺς καὶ λαβοῦς ' | ||
τῆς Σαπφοῦς ἠκροάσω κιθάρας , πάλιν αὖ τοῦ ποιητοῦ δεηθῶμεν φαιδρῦναι τὴν κόρην : δέμας τε ἠδὲ φυὴν ἀτὰρ φρένας |
ἐχρήσαντο τοῖς εὐτυχήμασιν . Ὅτι ὁ Εὐμένης ξενολογήσας τά τε ὀψώνια ἅπασιν ἀπέδωκε καὶ δωρεαῖς ἐτίμησε καὶ ἐπαγγελίαις ἐψυχαγώγει πάντας | ||
συστάσεις , γνώσεις , φιλίας μεγάλων ἀνδρῶν , εὐπορίας , ὀψώνια , δωρεὰς μεγάλας , καρπῶν εὐφορίας , δικαιοσύνην , |
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ | ||
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς : |
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα | ||
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . . |
οἰκοδομεόμενος . Ἔχοντι δέ οἱ τοῦτον τὸν πόνον πέμψασα ἡ Τόμυρις κήρυκα ἔλεγε τάδε : Ὦ βασιλεῦ Μήδων , παῦσαι | ||
δὲ μετὰ πολὺν οἶνον καὶ τρυφὴν ἔκειντο καθεύδοντες , ἐπελθοῦσα Τόμυρις δυσκινήτως ἔχοντας Πέρσας αὐτῷ Κύρῳ διέφθειρεν . Ὅτι Ἕλληνες |
, Ἄσιος δὲ Νυκτέως , Φερεκύδης δὲ Κητέως . αὕτη σύνθηρος Ἀρτέμιδος οὖσα , τὴν αὐτὴν ἐκείνῃ στολὴν φοροῦσα , | ||
ἀγρευτὴς καὶ κυνηγέτης : ὁ δὲ τούτῳ συμπράττων συγκυνηγέτης , σύνθηρος , ὁμόθηρος . ἐρεῖς δ ' ἐπὶ τοῦ κυνηγέτου |
τέλος εἰς κάθαρσιν τῶν συγκομισθέντων πρὸς ἑτοιμοτέραν τροφῆς χρῆσιν . Κλέπτης δέ τίς ἐστι καὶ ὁ ἀνδραποδιστής , ἀλλὰ τοῦ | ||
Μισοῦντ ' ἐμίσει , καὶ σὺ τοῦτ ' ἠπίστασο . Κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης . Ἐν τοῖς δικασταῖς , |
λέοντα ] τὸν Ἀλέξανδρον λέγει . σίνιν ] βλαπτικόν , φθορέα . ἀγάλακτον ] μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ | ||
τὸν ἐπιόντα . καὶ αὐτὴν ὁ πατὴρ ὑπολαβὼν εἶναι τὸν φθορέα πατάξας μαχαίρᾳ καταβάλλει . τῆς δὲ περιωδύνου γενομένης καὶ |
πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς | ||
. . . τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια . πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . . ἀλλ ' ἀλαζὼν |