ἐλαίῳ καὶ ποιῶ φλόγα . παρὰ τούτῳ κεῖται καὶ τὸ ἐλᾳδίου κοτύλη . ὅτι Θίμβρων ἔνδοξος μάγειρος παρὰ Φιλοστεφάνῳ .
ἅλμης ἀκμήν , εἰς ἣν ἂν ἐμβάψαιτο πᾶς ἐλεύθερος : ἐλᾳδίου κοτύλη τε παραναλωμένη σέσωκέ μοι τρίκλινα πεντήκοντ ' ἴσως
6733622 μεδιμνος
ἀποκρίνασθαι ” μύριοί εἰσιν ἀριθμόν , ἀτὰρ μέτρον „ γε μέδιμνος : εἷς δὲ περισσεύει , τὸν ἐπενθέμεν οὔ κε
ἀπομάκτρα , σκυτάλη , περιστροφίς , μαγίς , χοῖνιξ , μέδιμνος ἡμιμέδιμνος , ἑκτεύς , καὶ παρ ' Ἀλκαίῳ τῷ
6416946 λινοζωστις
οἷόν ἐστι τὸ πολυπόδιον καὶ τὸ ἀλύπιον , ἥ τε λινοζῶστις . ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἁπλᾶ , ἔστι δέ τινα
, καρύων ἔλαιον , οὖρον βοός , χολὴ ταύρου , λινοζῶστις , σεύτλου χυλός , καππάρεως τῶν ῥιζῶν , ἀγρίου
6267922 ἰχθυδι
σύντεμνε καὶ ἐξαπάτα με : τοὺς μὲν ἰχθῦς μοι κάλει ἰχθύδι ' : ὄψον δὲ ἐὰν λέγῃς , κάλει ὀψάριον
Ἀναξίλας Μαγείροις : τῶν Αἰσχύλου πολὺ μᾶλλον εἶναί μοι δοκεῖ ἰχθύδι ' ὀπτᾶν . τί σὺ λέγεις ; ἰχθύδια ;
6232882 μιλιον
: λογιζομένῳ δέ , ὡς μὲν οἱ πολλοί , τὸ μίλιον ὀκταστάδιον τετρακισχίλιοι ἂν εἶεν στάδιοι καὶ ἐπ ' αὐτοῖς
, καὶ τρέχοντας ἐπ ' εὐθείας ὡς ἓν ἢ δεύτερον μίλιον ὑποστρέφειν ἄχρι τοῦ ἡμίσεως διαστήματος καὶ ἐκκλίνοντας ὅτε δεξιά
6150715 τρικλινα
οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι . Καὶ δώδεκα τρίκλινα διαστρώσασα , ἐκάλεσε τὸν Ἀντώνιον , μεθ ' ὧν
ἐμβάψαιτο πᾶς ἐλεύθερος : ἐλᾳδίου κοτύλη τε παραναλωμένη σέσωκέ μοι τρίκλινα πεντήκοντ ' ἴσως . δραχμῶν τριῶν γλαυκίσκον . .
6133464 ναστος
, νῦν δὲ ἐπὶ τοῦ ἄρτου × καταχρηστικῶς τέθεικεν . ναστός κυρίως ἄρτος ὁ ζυμωθεὶς μετὰ μέλιτος καὶ σταφίδων καὶ
ἅπερ ἐλάττω ἐκάλουν . σφυρήλατος . δι ' ὅλου βάθους ναστός . εἰς τὰς ὁμοίας λαβάς . ἀπὸ μεταφορᾶς εἴρηται
6122281 ἐρωτησῃς
ὥστε οὖν ἡ ἀπόκρισις δηλοῖ τὴν κατηγορίαν . ὅταν δὲ ἐρωτήσῃς τί ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ; ἀκούεις ζῷον : τὸ
ἔχοντας ἐπάνω τῆς κορυφῆς , ἀποπνίγομαι . ἐὰν δ ' ἐρωτήσῃς πόσου τοὺς κεστρέας πωλεῖς δύ ' ὄντας , δέκ
6061498 κυαθος
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή :
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι
6058316 οἰνοχοη
τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : ὅτι δὲ
σειρὴν ἀργυρᾶ , καρχήσια βʹ ἀργυρᾶ , κύλιξ ἀργυρᾶ , οἰνοχόη χρυσῆ , κέρατα δύο . ἐν δὲ τῷ ναῷ
6035530 Δος
, τί ἄρ ' ἔνεστιν αὐτόθι ; Ὦ λόγια . Δός μοι , δὸς τὸ ποτήριον ταχύ . Ἰδού .
: Ἥκεις εὐνομίην διζήμενος , αὐτὰρ ἐγώ τοι δώσω . Δός , εἴποιμι ἂν ἐγώ : οὐδεμίαν γάρ πω δόσιν
5979950 Φησεις
: ὅταν δὲ χρῆσθαι , ἡ ἀμπελουργική ; Φαίνεται . Φήσεις δὲ καὶ ἀσπίδα καὶ λύραν ὅταν δέῃ φυλάττειν καὶ
τοῦτον ὀκλαδίαν πόει . Μακάριος εἰς τἀρχαῖα δὴ καθίσταμαι . Φήσεις γ ' , ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας σπονδὰς παραδῶ σοι
5970792 ἰητε
ταῦτα λέγει : Σεύθης δέ φησιν , ἂν πρὸς ἐκεῖνον ἴητε , εὖ ποιήσειν ὑμᾶς . νῦν οὖν σκέψασθε πότερον
σεσῶσθαι ἀπὸ τῆς τοσαύτης πολεμίας γῆς . εἰ δὲ μὴ ἴητε , ἡμῖν μὲν ἦν ἀναγκαῖον γράφειν ὑμῖν . πεποίημαι
5958450 παρατιθῃς
. καὶ παρατίθει γ ' αὐτά , παῖ , ὅταν παρατιθῇς , μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ
σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σπόδησον ἅττ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα κἀσκοροδισμένα . διὰ γὰρ τὸ
5951001 δεδεσθω
αὐτὸν ἢ ἀποτεῖσαι . ἐὰν δ ' ἀργυρίου τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ . Ὅμοιός γ ' , οὐ
μὲν τὰ ὀθόνιά νυν ἐπ ' ἀριστερὰ ἢ ἐπὶ δεξιὰ δεδέσθω Ὀθόνας τοὺς ἐπιδέσμους καλεῖ . “ ἐπ ' ἀριστερὰ
5949215 κασσιτερινον
τῆς τετάρτης ἀντὶ τοῦ ἰπωτηρίου σωληνάριον ἐντίθεται εἰς τὴν οὐρήθραν κασσιτέρινον ἢ μολυβδοῦν , ἀσπιδίσκην ἔχον προκειμένην , ἵνα τῷ
ἕψε , ἕως ἀποτεταρτωθῇ , εἶτ ' ἀπόθου εἰς ἄγγος κασσιτέρινον : χρῶ δὲ ἐπὶ τῶν χρειῶν : ἐὰν δὲ
5938051 λειφθῃ
οἴνῳ αὐστηρῷ Ἰταλικῷ ἢ Ἀμιναίῳ # γ , ἕως ἥμισυ λειφθῇ . λείου τὰ ξηρὰ οἴνῳ . ἐπὶ πάντων δὲ
φλοιὸν τῆϲ ῥίζηϲ ἕψε ϲὺν γάλακτι ὀνείῳ μέχρι τὸ τρίτον λειφθῇ , καὶ λεάναϲ κατάπλαττε εἰϲ νύκτα , προαποϲμήχων τὰϲ
5911086 λεγεσθωσαν
προσώπων τῶν ῥημάτων τῶν προστακτικῶν λεγέσθω καὶ νοείσθων ἀντὶ τοῦ λεγέσθωσαν καὶ νοείσθωσαν . Καὶ τὴν γενικὴν τῶν πληθυντικῶν τῆς
τῆς παχυτέρας καὶ μορφωτικῆς τῶν ἐνύλων συντάξεως . ὅμως δὲ λεγέσθωσαν ταύτῃ διαφέρειν . τί οὖν ; οὐχ ἕψεται τὸ
5909389 τριπτον
συνκατάμισγε : ὅταν δὲ ψυγῇ , εὑρήσεις αὐτὸν θραυστὸν καὶ τριπτόν . Τοῦτον λειώσας , ἐπίβαλε αὐτῷ χαλκίτεως # #
φαρμάκου # γʹ κατὰ μικρὸν , ἕως ἂν γένηται ὑπόλευκον τριπτόν . Καὶ λαβὼν ἀπὸ τῆς χώνης , μίξον αὐτῷ
5883078 ὀβολου
, “ τὴν Ἀναξιμένους , ” ἔφη , “ διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . ” Ὀνειδιζόμενός ποτε ὅτι ἐν ἀγορᾷ
μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν ; ὅπου τέτταρα λήψει κρέα μίκρ ' ὀβολοῦ . παρὰ δ ' ἡμετέροις προγόνοισιν ὅλους βοῦς ὤπτων
5882978 γναφευς
θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ γναφεὺς δ ' : ἄν γ ' ἐλᾳδίου τεταρτημόριά μοι
θαλάσσῃ κατακείμενον , καὶ οὐρέειν ἐν τῇ θαλάσσῃ . Ὁ γναφεὺς ὁ ἐν Σύρῳ , ὁ φρενιτικός : μετὰ δὲ
5860875 ληκυθος
εἶναι , τὸ δὲ δαπάνημα μικρόν , οἷον σφαῖρα ἢ λήκυθος ἡ καλλίστη ἔχει μεγαλοπρέπειαν παιδικοῦ δώρου : τοῦτο δὲ
; ψάγδαν φιλεῖς ; οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος . οὐδ ' ἀργύριον ἔστιν κεκερματισμένον . ὁ δ
5849532 ὀβολοι
ἐν Λαμίᾳ Κράτης ἡμίεκτόν ἐστι χρυσοῦ , μανθάνεις , ὀκτὼ ὀβολοί , ἦν δὲ καὶ τριώβολον καὶ διώβολον εἴδη νομισμάτων
εὐτελής . τριώβολον : μισθὸς δικαστικὸς καὶ οἱ ἁπλῶς τρεῖς ὀβολοί . τρυγόνα ψάλλειν : παροιμία ἐπὶ τῶν φαύλως πραττόντων
5847867 ἑψηθῃ
Πρὸς κοιλιακούς . ] Βάλλε καρδαμοσπόρον εἰς καινὸν τζουκάλιον ἕως ἑψηθῇ , καὶ λαβὼν ὠὸν ἔκζεσον χωρὶς καὶ ἐκλέπισον καὶ
ἑψηθέντι καὶ ἀποθεμένῳ τὸ φυσῶδες : ἐὰν γὰρ μὴ καλῶς ἑψηθῇ , φυσᾷ τὰ ὑποχόνδρια καὶ αὐτὴ , καθάπερ καὶ
5826179 πιοις
. Ἔφιππος δέ φησι : τρεῖς πρὸς τέτταρας . οἶνον πίοις ἄν ; ὑδαρῆ μὰ τὴν γῆν , ἀλλὰ τρία
ἦσαν μεγάλαι . Ἀριστοφάνης Εἰρήνῃ τί δῆτ ' ἂν εἰ πίοις οἴνου κύλικα λεπαστήν ; ἀφ ' ἧς ἔστι λάψαι
5814810 φρυγευς
γοῦν ἐν Σειρῆσι φρυγεύς φησι θυΐα λήκυθος . ὁ δὲ φρυγεὺς καὶ σείσων καλεῖται : ὀνομαστέον δὲ καὶ τὸν ἄνδρα
γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου . ἦ που δὲ καὶ φρυγεὺς καὶ φρύγετρον , τὸ μὲν φρύγετρον Πολυζήλου εἰρηκότος ἐν
5814409 Ἱππωναξ
φήσαιμι διὰ τὸ παίζειν ἀμφιδεξίως . εὑρετὴς δὲ τοῦ γένους Ἱππῶναξ ὁ ἰαμβοποιὸς λέγων : Μοῦσά μοι Εὐρυμεδοντία δῖα τὴν
. . + . . Βολίνη . βόλιτον : βόλβιτον Ἱππῶναξ : βολβίτου κασιγνήτην . εἶτα : νὴ τὸν Ποσειδῶ
5813772 ψυκτηριδιον
, τἀκπώματα ἦγεν δύο δραχμάς , κυμβίον δὲ τέτταρας , ψυκτηρίδιον δὲ δέκ ' ὀβολούς , Φιλιππίδου λεπτότερον . Ὁ
' ἀνὰ χοίνικα μάττει . Ἄλεξις δ ' ἐν Ἱππίσκῳ ψυκτηρίδιον καλεῖ διὰ τούτων : ἀπήντων τῷ ξένῳ εἰς τὴν
5808614 ὑελουν
καὶ ἐπιβάλλειν τὰ ξηρὰ καὶ ἀναλαβόντα μέλιτι καλλίϲτῳ ἀποτίθεϲθαι εἰϲ ὑελοῦν ἢ μολιβοῦν ἀγγεῖον . Οὗτοϲ ὁ τρόποϲ κοινόϲ ἐϲτι
τῶν ἀρχαίων , ἵνα μὴ κολληθῇ ὁ ἀρσένικος εἰς τὸ ὑελοῦν κυθρίδιον , ὅπερ ὑελοῦν κυθρίδιον ἀσύμποτον Ἀφρικανὸς ἐκάλεσεν .
5805485 λελυμενον
καὶ λευκὸν ἢ ὑπέρυθρον , οὐ πεπιεσμένον ἢ συμπεπλεγμένον , λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις ,
κατεσκευασμένος : πεποίηται γὰρ αὐτοῦ τὸ ἀποίητον καὶ δέδεται τὸ λελυμένον καὶ ἐν αὐτῷ τῷ μὴ δοκεῖν δεινῶς κατεσκευάσθαι τὸ
5804087 μεϲωϲ
τῶν μύρων ταῖϲ ψυχροτέραιϲ τῶν κεφαλῶν μᾶλλον ἁρμόδια ἢ ταῖϲ μέϲωϲ θερμαῖϲ ἐν χειμῶνι , ταῖϲ γὰρ θερμοτέραιϲ οὐκ ἐπιτήδεια
μέρη τοῦ νάπυοϲ πρὸϲ ἓν τῶν ἰϲχάδων , εἰ δὲ μέϲωϲ , ἴϲον ἑκατέρου , εἰ δὲ πραοτέρωϲ , τρίτον
5803537 ἀττικας
. Μετὰ δὲ ταῦτα , βοείου γάλακτος ὡς τέσσαρας κοτύλας ἀττικὰς ὠμοῦ ἔπινεν , κατὰ δύο κυάθους δι ' ἡμέρης
: ὀρύξαι χρὴ βόθρον , καὶ φῶξαι ὅσον δύο χοίνικας ἀττικὰς γιγάρτων , τῆς σποδιῆς ἐπιβαλὼν ἐπὶ τὸν βόθρον ,
5790122 ἐντυχῃς
σὺ δὲ πῶς ἀξιοῖς ; αὖθις γὰρ ἐρήσομαιὅτῳ ἂν πρώτῳ ἐντύχῃς , τούτῳ ἕψῃ καὶ συμφιλοσοφήσεις κἀκεῖνος ἕρμαιον ποιήσεταί σε
, μοχθηροί εἰσιν : ἱκανὸν δὲ κἂν ἐνίοις τισὶν χρηστοῖς ἐντύχῃς . ἀλλ ' ἄπιτε ἤδη , ὡς κἂν ὀλίγαι
5781259 τεμαχος
ὥς τινα πραγματείαν βιωφελῆ καταβαλλόμενος . ὀρφώς . Κρατῖνος : τέμαχος ὀρφὼ χλιαρόν . καλεῖται δὲ καὶ ὀρφός . Πλάτων
ἀφίκῃ κλεινοῦ Βυζαντίου εἰς πόλιν ἁγνήν , ὡραίου φάγε μοι τέμαχος πάλιν : ἔστι γὰρ ἐσθλὸν καὶ μαλακόν . .
5779045 ἡδυκωμος
ἦν δὲ καὶ κωμαστικὴ μάχην καὶ πληγὰς ἔχουσα , καὶ ἡδύκωμος ἡδίων , καὶ κνισμὸς καὶ ὄκλασμα : οὕτω γὰρ
τετράκωμος , ἐπίφαλλος , χορεῖος , καλλίνικος , πολεμικόν , ἡδύκωμος , σικιννοτύρβη , θυροκοπικόν , κνισμός , μόθων .
5775557 Φθιωτις
Κροκίῳ Θῆβαι εἰσὶν αἱ Φθιώτιδες , καὶ ἡ Ἅλος δὲ Φθιῶτις καλεῖται καὶ Ἀχαϊκή , συνάπτουσα τοῖς Μαλιεῦσιν , ὥσπερ
Θετταλιῶτις τὸ δὲ Πελασγιῶτις . ἔχει δ ' ἡ μὲν Φθιῶτις τὰ νότια τὰ παρὰ τὴν Οἴτην ἀπὸ τοῦ Μαλιακοῦ
5773252 σκαφιον
τῇ πρὸς τὴν Δημοσθένους γραφὴν ἀπολογίᾳ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον εἶδος κουρᾶς καὶ Ἀριστοφάνης Γήρᾳ . Σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα
φησι Πάμφιλος . εἶναι δ ' αὐτὸ οἷόν ἐστι τὸ σκαφίον . ΚΕΛΕΒΗ . τούτου τοῦ ἐκπώματος Ἀνακρέων μνημονεύει :
5771769 χοινικες
: ἑξάκις γὰρ ὀκτὼ σαρανταοκτώ . τὸ γὰρ ἡμίεκτον τέσσαρες χοίνικες . ⌈ ἡμιεκτέον φησὶν ὁ Στρεψιάδης τὸ ἡμίεκτον ,
τὸ δὲ ἡμιεκτέον , τουτέστι τὸ δωδέκατον τῶν μηʹ , χοίνικες τέσσαρες . ἡμιεκτέου : τοῦ τετραχοινίκου . ὁ γὰρ
5768040 ὀβολοϲ
κάρυον κεράτια ιηʹ . Τὸ γράμμα κεράτια ἕξ . Ὁ ὀβολὸϲ κεράτια τρία . Ἡ θέρμη κεράτιον ἓν ἥμιϲυ .
# Ϛʹ . Ἡ δραχμὴ ποιεῖ # γʹ . Ὁ ὀβολὸϲ ποιεῖ γράμμα ʂ . Τὸ ϲίκλον ἔχει # τὸ
5757021 τριφθεν
ἡμέρου σικύου τὸ σπέρμα : προβραχὲν δὲ λεπίζεται , εἶτα τριφθὲν δίδοται μετὰ ὕδατος κυάθων τριῶν , ὅσον κοχλιάρια βʹ
. Ῥόου ἐρυθροῦ προσθετά : σμύρνα καὶ βολβίον ξὺν μέλιτι τριφθὲν προσθετὸν ἄριστον . Ἢ ῥόδα ἑψήσας ἐν ὕδατι ,
5754345 ἐκτεισῃ
εἰ δ ' ἔτ ' ἔστι καὶ ἔσται τέωσπερ ἂν ἐκτείσῃ κείμενα , οὗτος οὐδὲν ἀληθὲς λέγει , ἀλλ '
. Ἐὰν δ ' ἀργυρίου τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ . Πέπαυσο . ἔστιν οὖν ὅπως ἂν ἐναντιώτερά τις
5753608 ἀγνοηται
διελθεῖν , ἵνα μηδὲν τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν ὑποκειμένην ἱστορίαν ἀγνοῆται . Φρίξον τὸν Ἀθάμαντος μυθολογοῦσι διὰ τὰς ἀπὸ τῆς
τοῦ θεοῦ : διὸ οὐδὲ ἐπιστρέφεται κἂν ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων ἀγνοῆται . σεαυτοῦ μὴ κρατῶν ἄλλων μὴ θέλε κρατεῖν .
5746065 Δυ
εἴητε , εἴηϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τυφθείην τυφθείηϲ τυφθείη Δυ . τυφθείητον τυφθειήτην Πληθ . τυφθείημεν τυφθείητε τυφθείηϲαν Μέϲου
. τύπτετε τυπτέτωϲαν Παρακειμένου καὶ ὑπερϲυντελίκου Ἑν . τέτυφε τετυφέτω Δυ . τετύφετον τετυφέτων Πληθ . τετύφετε τετυφέτωϲαν Μέϲου παρακειμένου
5740950 τρυγοιπος
. τρύγιπος : Τρὺξ τρυγὸς ἡ τοῦ οἴνου ὕλη : τρύγοιπος δὲ λέγοιτ ' ἂν κυρίως , δι ' οὗ
συνεργήσων λαβεῖν με τῷ μειρακίσκῳ διεσπεκλωμένῃ ] γεγηρακυίᾳ καὶ συνουσιωμένῃ τρύγοιπος ] σάκκινος ὑλιστήρ . ὑλιστήρ , σακελιστήριον οὐ γὰρ
5734347 κερατιον
κεράτια ἕξ . Ὁ ὀβολὸϲ κεράτια τρία . Ἡ θέρμη κεράτιον ἓν ἥμιϲυ . Ἡ παροξὶϲ κεράτιον ἓν ἥμιϲυ .
καὶ λοξὴν εὐθεῖαν γραμμὴν τέμνουϲαν τὴν κάτω κεραίαν αὐτοῦ , κεράτιον δηλοῖ , # ε . εἰ δὲ υ ,
5730905 ἐνδεχοιτο
γὰρ ἐνδέχεται κινεῖσθαι ἐν τῷ νῦν , καὶ θᾶττον ἂν ἐνδέχοιτο κινεῖσθαί τι καὶ βραδύτερον . κινείσθω τοίνυν τὸ βραδύτερον
δῶμεν , ὅτι καταλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος , μήποτε οὐκ ἂν ἐνδέχοιτο δεῖξαι , ὅτι ὑπ ' αὐτοῦ κρίνεσθαι δεῖ τὰ
5727978 ἐξελε
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ
5723503 ἐκρυῃ
τὰ κλήματα πρὸς χάρακας ἀναδεσμοῦσιν , ἵνα μὴ ὁ ὀπὸς ἐκρυῇ . κατὰ δὲ ὀκτὼ ἡμέρας τῷ ὀπῷ ἐγχυματίζουσι τὸ
κοῦφοι καὶ ἐλαφρότεροι . ἢν δὲ ἐϲ τὴν περίοδον μηδὲν ἐκρυῇ , κεφαλαλγέεϲ , ἀμαυροὶ τὰϲ ὄψιαϲ , ϲκοτώδεεϲ ,
5720221 συντεμνε
ἐπηργυρωμένα , μέτρια δέ : πῶς μέτρια ; πῶς ; σύντεμνε καὶ ἐξαπάτα με : τοὺς μὲν ἰχθῦς μοι κάλει
. πῶς ἔτι μετριώτερ ' ὦ δαιμόνιε ; πῶς ; σύντεμνε καὶ ἐπεξαπάτα με . τοὺς μὲν ἰχθῦς μοι κάλει
5718442 φαγε
Ἀττικοὶ καὶ τὸ ἰδέ ὀξύνουσι καὶ τὸ λαβέ καὶ τὸ φαγέ , ὁμοίως τῷ ἐλθέ , εὑρέ , εἰπέ .
ἰδέ ὀξυνόμενα Ἀττικά , Ἀθηναῖοι γὰρ αὐτὰ ὀξύνουσιν , οἷον φαγέ πιέ καὶ ὅσα τοῦ δευτέρου ἀορίστου . Τύπτου :
5717241 ἐκκλυζε
ὕδατι πεφυρμένην , κάθες εἰς λεκάνην ὕδωρ ἔχουσαν ὄμβριον καὶ ἔκκλυζε ὧδε κἀκεῖσε διαφέρων τὸν ἔνδεσμον : οὕτω γὰρ τὸ
- ψήματι στόμα διάκλυζε . ἄλλο . ὄξει σκιλλιτικῷ οὔλη ἔκκλυζε . ἄλλο . ἰὸν σιδήρου καὶ βαλαύστια ξηρὰ προσθές
5707748 χοιριδιον
χοιροκτόνος , ἢ ἐπεὶ οἱ μυούμενοι χοῖρον ἔθυον . ἐς χοιρίδιον : ὅτι ἡ Δημήτηρ χοιροκτόνος ἦν , ἢ ὅτι
' Ἑρμῆ , μηδαμῶς , μηδαμῶς , εἴ τι κεχαρισμένον χοιρίδιον οἶσθα παρ ' ἐμοῦ γε κατεδηδοκώς , τοῦτο μὴ
5706959 Ζηνας
Ἴδας Βρασίδας . τὸ μέντοι Θευδᾶς περισπᾶται , ὡς Μητρᾶς Ζηνᾶς Πυθᾶς : τὸ δὲ Κερκιδᾶς ἀπὸ συναλοιφῆς . Τὰ
” ἐλθὲ πρὸς τὰ παρακείμενα κτήματα . “ ὁ δὲ Ζηνᾶς ἤνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸν ἀγρὸν καί φησιν ” ἀπελθέτω
5704380 ὠφελοι
. χρὴ δ ' ἄνδρα τάσσειν οὗ μάλιστ ' ἂν ὠφελοῖ . καὶ μὴν καθ ' ἡμᾶς τόνδ ' Ἀλέξανδρον
, εἰ μηδὲν ἡμᾶς ὠφελοῖ ἢ εἰ ὠφελοῖ ; Εἰ ὠφελοῖ , ἔφη . Ἆρ ' οὖν ἄν τι ὠφελοῖ
5701854 προβαινε
δ ' ἑτέρως ἔχοιεν , ἀνάγκη ταύτας διαφθείρεσθαι . καὶ πρόβαινε ἐπὶ τὸ προκείμενον τούτων οὕτως ἐχόντων οὗτος τί ἐτόλμησε
βδέειν , διὰ τὸ τότε τὰς πέψεις γίνεσθαι . Γ πρόβαινε κἀν τῷ ὄχλῳ : ὡς ἐπὶ ὄχλου πομπευόντων αὐτῶν
5698417 πενταπλασιος
τῆς μονάδος ὂν λεπτῶν τριῶν . ἐπεὶ πάλιν ὁ μ πενταπλάσιός ἐστι τοῦ η , πολλαπλασιάζω τὸν τρία τὸ εἰκοστὸν
τῆς μονάδος ὂν λεπτῶν τριῶν . ἐπεὶ πάλιν ὁ μ πενταπλάσιός ἐστι τοῦ η , πολλαπλασιάζω τὸν τρία τὸ εἰκοστὸν
5697417 ἡμικοτυλιῳ
σικύης ἐντε - ριώνην , τέσσαρας δραχμὰς ἀποβρέξας ἐν ὕδατος ἡμικοτυλίῳ , τουτέῳ κλύσαι , καὶ ἐὰν ἐξελθὼν δάκνῃ ,
, ὀπὸν σιλφίου ὁκόσον ὄροβον διεὶς , ἐν οἴνῳ λευκῷ ἡμικοτυλίῳ πίνειν , καὶ γάλα αἰγὸς , τρίτον μέρος μελικρήτου
5694824 κολοκυνται
' ὅλου τοῦ μήκους πληρώσει τὸν κάλαμον . Αἱ δὲ κολόκυνται γαστρός εἰσι μαλακτικαί . θεραπεύουσιν ὤτων ὀδύνας , τοῦ
' ὅλου τοῦ μήκους πληρώσει τὸν κάλαμον . Αἱ δὲ κολόκυνται γαστρός εἰσι μαλακτικαί . θεραπεύουσιν ὤτων ὀδύνας , τοῦ
5694306 σμαραγδος
τῆς Ψεφὼ καλουμένης χώρας . καὶ ἐν Κύπρῳ ἥ τε σμάραγδος καὶ ἡ ἴασπις . οἷς δὲ εἰς τὰ λιθοκόλλητα
μὴ ὀπτηθέντος : ἐπεὶ εἰς τὰ χρυσοχοϊκὰ χωνεῖα συλλιπαίνεται ὁ σμάραγδος καὶ ἔρχεται εἰς τὸ χωρῆσαι αὐτὸν ἐκεῖθεν , καὶ
5690011 ὀνειδισῃς
“ μῆτερ , ὁ πατήρ μου φιλεῖ σε , ” ὀνειδίσῃς δὲ μηδέν . τί λέγεις , παιδαγωγέ ; οὐδεὶς
πλευσείω ⌈ ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῶ πλεῦσαι ) . σκώψῃς ] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς
5685978 ψευσαιμην
. φήσαιμι δ ' ἄν , καὶ φήσας οὐκ ἂν ψευσαίμην οὐδ ' ἂν ἐλεγχθείην , οὐ μόνον ἀναμάρτητος ἀλλὰ
ἀπὸ τἀληθοῦς ὡς μάλιστα ἔνεστι . τοὐναντίον γὰρ ἂν ποιῶν ψευσαίμην τοὺς ἐμαυτοῦ πολίτας καὶ φίλους ὧν ἐξ ἐμοῦ ἤλπισαν
5684047 ἐνεγκε
, γάμησον , παιδοποίησον , πολίτευσαι : ἀνάσχου λοιδορίας , ἔνεγκε ἀδελφὸν ἀγνώμονα , ἔνεγκε πατέρα , ἔνεγκε υἱόν ,
. . . φησὶν ὁ αὐτὸς ⌈ οὗτος Ἀριστοφάνης : ἔνεγκε . . . χοᾶ . εἴρηκε δὲ τοῦτο ἐν
5680149 πινοις
τῶν ἐγγύθεν συνεφέλκεται . εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα κεράσας οἴνῳ πίνοις , τοῦτο ἰσχυρότερον . ἁρμόζει δὲ τῷ τε ἐφ
μελικράτῳ πιεῖν : ἄμεινον δ ' εἰ μετ ' οἴνου πίνοις . ἐπὶ δὲ τῇ πόσει βραχὺ ἐλαίου ἐπιρροφῆσαι ,
5676299 λοπαδιον
τὸ δ ' ὑπερῷον ἰσχάδων . ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς
σκευῶν ὀνόματα ἐν Ἀξιονίκου Χαλκιδικῷ , τρύβλια , χύτρα , λοπάδιον , ὀξίς , χοῦς , ἁμίς , λεκάνη ,
5672317 καραβους
ἄνω σπεύδοντα πρὸς τὸ τελώνιον ὥρα περαίνειν : ἐγχέλεια , καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια , πίνας
Ποσείδιππος ἐν Λοκρίσιν οὕτως : ὥρα περαίνειν : ἐγχέλεια , καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια , πίνας
5669284 μυστιλη
γαστρὸς ἡ ὑδατώδης φορά : μαρίλη ἡ θερμὴ σποδός : μυστίλη ὁ κοῖλος ἄρτος : πραδίλη : βασίλη ἡ βασιλὶς
τὸν ἄρτον τὸν τοῖς κυσὶ παραβαλλόμενον . ΓΘ ἄλλως : μυστίλη ὁ κοῖλος ἄρτος , ᾧ δύναταί τις καὶ ζωμὸν
5668353 ἀπεθανες
οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα
Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ
5666529 ὀναιτ
⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ] μ '
. ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς .
5658393 χρυσολιθον
μελάνωσις , καὶ τότε παρακολουθήσει ἡ ἐξίωσις . Λαβὼν τοίνυν χρυσόλιθον μέρος ἓν , μαγνησίαν μέρη γʹ , λείωσον χωρὶς
ξηράνας , λαβὼν , ἔχε . Τοῦτό ἐστιν τὸ καλούμενον χρυσόλιθον . Λαβὼν λίθον τὸν χρυσίζοντα , καὶ γῆν σαμίαν
5658328 χημη
Ὁ δὲ κύαθοϲ ἔχει # βʹ ʂ . Ἡ δὲ χήμη , ὅπερ ἐϲτὶ κυάθου τέταρτον , ἄγει ⋖ εʹ
παραλήγεται : οἷον , μνήμη : φήμη : κνήμη : χήμη : τούτοις ἀκόλουθον καὶ τὸ τιμὴ ὀξυνόμενον τὸ προσηγορικόν
5653321 ἐπιχει
κυάμων ὅσον χοίνικα Ἀττικήν , βαλών τε εἰς καινὴν χύτραν ἐπίχει ὕδωρ προσεμβάλλων πυρῶν λευκῶν χοίνικα καὶ ἰδίᾳ ἐν ὀθονίῳ
ἐπίβαλλε κηρὸν καὶ ῥητίνην καὶ ἐπάραϲ ἀπὸ τοῦ πυρὸϲ ἡμιψυγὲϲ ἐπίχει ταῖϲ ϲταφῖϲι λείαιϲ καὶ τοῖϲ ἀλεύροιϲ . Ἄλλο .
5648931 ἐπιτριμερης
, πενταπλάσιος δὲ ὁ τῶν ἄκρων . κἂν τετραπλάσιος , ἐπιτριμερὴς τετάρτων , ἑπταπλάσιος δὲ ὁ τῶν ἄκρων καὶ ἑξῆς
μετὰ δὲ τοῦτον ὁ τρία πρὸς τῷ ὅλῳ ἔχων κληθήσεται ἐπιτριμερὴς εἰδικῶς , καὶ μετὰ τοῦτον ἐπιτετραμερής , εἶτα ἐπιπενταμερής
5648098 Θεωρος
' Ἀλκιβιάδης ἐτραύλισεν . οὔκουν ἐκεῖν ' ἀλλόκοτον , ὁ Θέωρος κόραξ γιγνόμενος ; ἥκιστ ' , ἀλλ ' ἄριστον
πρόσει τούτοισιν ἐσκοροδισμένοις : 〚 οὐ καταβαλεῖτε 〛 . ὁ Θέωρος δὲ ἐπιπλήττει τοῖς βαρβάροις ἁρπάσασι τὰ σκόροδα καὶ τῷ
5647327 τιμηθῃ
' αὐτοῖς αὐτὸ τοῦτο πάλιν . Ἐὰν δ ' ἀργυρίου τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ . Πέπαυσο . ἔστιν
ἐκόψατο . διὰ τοῦτο καὶ ὁ κῆρυξ , ἵνα μὴ τιμηθῇ ὁ Πολυνείκης , ἐντέλλεται μήτε διὰ θυσιῶν μήτε δι
5646568 ἑβδομηντα
τρίτος καὶ δεύτερος πεντηκοστὸς , τέταρτος τῶν ἑξήντα , οἱ ἑβδομήντα τέσσαρες σὺν πῖ καὶ τῷ πισήμῳ , ὁ πάντων
τριακοστὸν τὸ πρῶτον , πεντηκοστὸν τὸ ἕβδομον , ὀκτὼ τῶν ἑβδομήντα , καὶ τῶν ὀγδοήντα τέσσαρα , τῶν ἐνενήντα ἐννέα
5639415 ἀποπεσῃ
ὀλίγον βλαστάνειν . Ἕκαστον δὲ τῶν σπερμάτων , ἐὰν ἁδρυνθέντα ἀποπέσῃ , διαμένει πρὸς τὴν ὥραν τὴν ἑαυτοῦ καὶ οὐ
δέ σοι φαίνηται τούτων γενομένων πεπαῦσθαι τὸ σηπόμενον , ὅπως ἀποπέσῃ θᾶττον ἡ ἐσχάρα , τῷ κεφαλικῷ καλουμένῳ φαρμάκῳ μετὰ
5635286 προσισχων
σπάθῃ κολούων φασγάνου μελανδέτου . ἢ κύαθον ἢ χαλκήλατον ἡθμὸν προσίσχων τοῖσδε τοῖς ὑπωπίοις πιστὸν μὲν οὖν εἶναι χρὴ τὸν
δάκνον : ὡς οἰσυπωδέστατα εἴρια ἐπ ' ὀστράκου κατακαῦσαι δαιδίῳ προσίσχων ἕως ἂν πάντα κατακαύσῃς : τοῦτο λεῖον τρίβων ,
5631196 βουληθειης
καὶ κοτυληδόνος . κάλλιον δὲ , εἰ καὶ ψυχρισθέντας ἐπιρρίπτειν βουληθείης τοὺς χυλοὺς καὶ μάλιστα ἐπὶ χιόνος . εἰ δέ
καὶ κακόχυμον . τὸ δὲ ἀρνῶν καὶ ἐρίφων ὁσάκις ἂν βουληθείης . ἀπὸ δὲ τῶν ἐνύδρων ζώων οἱ πετραῖοι καλούμενοι
5627286 συκεης
νομῆες . τῷ δὲ καὶ εὐκραδέος τριέτει ἐν νέκταρι μίξαις συκέης αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν ὀμφαλόεσσαν , ἢ ἔτι καὶ σφύρῃ
χειμῶνι , τῶν καλῶν δ ' ὄψων ἄριστον καρὶς ἐκ συκέης φύλλου . ἡδὺ δ ' ἐσθίειν χιμαίρης φθινοπωρισμῷ κρέας
5625569 σπιθαμων
ἑκάστην ἁψῖδα τῆς ἁμάξης οἷον [ τῶν τροχῶν ] τριῶν σπιθάμων τῆς ἐκ δέκα παλαιστῶν συγκειμένης . σύγκειται δὲ ἡ
ἑκάστην ἁψῖδα τῆς ἁμάξης οἷον [ τῶν τροχῶν ] τριῶν σπιθάμων τῆς ἐκ δέκα παλαιστῶν συγκειμένης . σύγκειται δὲ ἡ
5621834 ἰσχας
πεινῆν διδάσκει καὶ μαθητὰς λαμβάνει . εἷς ἄρτος , ὄψον ἰσχάς , ἐπιπιεῖν ὕδωρ . Ὦ Κλέων , παῦσαι φλυαρῶν
. παρὰ τὸ ἴσχω ἰσχνῶ ἰσχναίνω παραγώγως : ὅθεν καὶ ἰσχάς : γράφεται καὶ ἴσχανε , ἀντὶ τοῦ ἔπεχε πράυνε
5619909 πατανια
. πατάνιον δὲ διὰ τοῦ π Ἀντιφάνης ἐν Γάμῳ : πατάνια , σεῦτλον , σίλφιον , χύτρας , λύχνους ,
οἶδα . Εὔβουλος δ ' ἐν Ἴωνι καὶ βατάνια καὶ πατάνια λέγει ἐν τούτοις : τρυβλία δὲ καὶ βατάνια καὶ
5615803 στατηρ
πενταστάτηρον Σωσικράτης ἐν Παρακαταθήκῃ τὴν πεντάλιτρον . ὁ δὲ χρυσοῦς στατὴρ δύο ἦγε δραχμὰς Ἀττικάς , τὸ δὲ τάλαντον τρεῖς
τετύχηκε δέ μοι καὶ εἰκοσίμνως ἔρανος . ὁ δὲ χρυσοῦς στατὴρ μνᾶν ἠδύνατο : καὶ γὰρ ἐν τοῖς ἱσταμένοις τὴν
5614896 μνα
καὶ μέγεθος μεγέθει , οὕτω καὶ ῥοπὴ ῥοπῇ : οἷον μνᾶ πρὸς μνᾶν καὶ πρὸς τάλαντον ἴση ῥηθείη καὶ ἄνισος
νήσων μία Ἄνδρος . . . . μνῶν ] ἡ μνᾶ ἐστι μέγιστον τῶν τοῦ ταλάντου μερῶν , ὡς εἰς
5611084 Μερη
κρείττων ἢ δαιμόνιος , ἐπιβεβηκυῖα τῆς ἀνθρωπίνης ὡς ὑπερέχουσα . Μέρη δέ τινα τῆς ψυχῆς ἢ δύναμις διῃρημένως κυριωτέρα ἔσται
τοῖς τούτων πέρασιν , ἃ δὴ καὶ σημεῖα καλεῖται . Μέρη δὲ ῥυθμικῆς πέντε : διαλαμβάνομεν γὰρ περὶ πρώτων χρόνων
5609586 Ξανθια
τήμερον ἡμῖν . Οὗτος , τί πάσχεις , ὦ κακόδαιμον Ξανθία ; φυλακὴν καταλύειν νυκτερινὴν διδάσκομαι . κακὸν ἄρα ταῖς
λέγει , ὅτι οὐκ ἂν ἄλλος ᾔτησέ σε , ὦ Ξανθία , σπόγγον , ἀλλ ' ἐσιώπησεν ἄν . 〚
5605421 ὀξις
ἀναφανῆναι καθάπερ καὶ τὰ ἄλλα ἅπαντα , λέγων ὡδί : ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε :
λέγει , ἐνταῦθα δὲ ὡς κεραμέα κωμῳδεῖ ὀξίδας ποιοῦντα . ὀξὶς γὰρ τὸ ὀξύβαφον ἀγγεῖον , ἤγουν τὸ ὄξους δεκτικόν
5605408 καθαρω
τὰς τῶν σφαιρῶν τούτων ψυχάς . Οἳ δὲ ἔτι τούτων καθαρώ - τερον τοὺς νοῦς τοὺς ἐπιβεβηκότας ταύταις ταῖς ψυχαῖς
τὰς τῶν σφαιρῶν τούτων ψυχάς . Οἳ δὲ ἔτι τούτων καθαρώ - τερον τοὺς νοῦς τοὺς ἐπιβεβηκότας ταύταις ταῖς ψυχαῖς
5604384 λεγητε
, καὶ οἱ ἄλλοι δὲ οἱ παρόντες , ἢν ἐμοὶ λέγητε , ὅταν τις ὑμῶν γαμεῖν ἐπιχειρήσῃ , γνώσεσθε ὁποῖός
ὑμῖν τούτου οὕτως ἔχοντος γελοῖον τὸν λόγον γίγνεσθαι , ὅταν λέγητε ὅτι πολλάκις γιγνώσκων τὰ κακὰ ἄνθρωπος ὅτι κακά ἐστιν
5603662 σχολαστικος
ὡς πανοῦργον καὶ δυνατὸν ἐν πᾶσιν . ” ὁ δὲ σχολαστικὸς δραμὼν εἰς τὰ ἀπόρρητα λέγει “ εἰ δύναταί τις
μετῆς δὲ μητρὸς λεγούσης : Τέκνον , ἐτύφλωσάς με ὁ σχολαστικὸς πρὸς τοὺς ἑταίρους εἶπεν : Εἰ ταῦτα αὐτῷ πέπρακται
5599270 σκιμποδιον
τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . σκιμπόδιον ἓν καὶ κώδιον καὶ ψιάθιον ἴσως παλαστῆς χαλεπὸν τὸ
παχυτέραν . ὅταν οὖν ὁμονοῶμεν , καὶ τὸ τυχὸν ἡμᾶς σκιμπόδιον δέχεται : ἐὰν δὲ στασιάσωμεν , οὐδὲ ἡ σύμπασα
5596617 ποτισον
μέλιτος δίδου φαγεῖν καὶ θαυμάσεις : ἢ καλάμου ῥίζαν καύσας πότισον μετὰ οἴνου κύλικος ἑνός . [ Εἰς τὸ στῆσαι
δηλητήρια φάρμακα . ] Πήγανον καὶ σῦκον καὶ κάρυον τρίψας πότισον μετ ' οἴνου , ἢ τῆς νύσσης τὸ αἷμα
5595758 ἀναγγειλον
. ἀγωνίζεσθαι περὶ πράγματος καὶ ἀγωνίζεσθαι περὶ πρᾶγμα : † ἀνάγγειλον ἡμῖν : † περὶ τὸ πρᾶγμα ἠγωνίσω . .
πρὸς τὸν Ἁβραὰμ , τὸν ἠγαπημένον μου φίλον , καὶ ἀνάγγειλον αὐτῷ περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ , καὶ πληροφόρησον αὐτὸν
5593657 ὀπτηθῃ
ἥψατο , Πυθαγόρα ; ἀλλ ' ὅταν ἑψηθῇ τι καὶ ὀπτηθῇ καὶ ἁλισθῇ , δὴ τότε καὶ ψυχὴν οὐκ ἔχον
ἢ θύμον στέατι φυράσας εἰς τέφραν ἔγκρυψον , καὶ ὅταν ὀπτηθῇ , συντρίψας κέλευε τὴν ὀσμὴν ἀνασπᾶν τοῖς μυκτῆρσιν .
5590875 ἐκεις
ταῖς αἰσχραῖσι συνῶμεν , οὐκ ἐπιλείψει τὸ πέος πρότερον πρὶν ἐκεῖς ' οἷ φῂς ἀφικέσθαι ; οὐχὶ μαχοῦνται περὶ σοῦ
τοίνυν καὶ τὸ πρῶτον , οὗ πολεμεῖν ὑμῖν ᾤετο , ἐκεῖς ' ἐμίσθωσεν αὑτὸν πολλαχός ' ἄλλοσε μισθῶσαι παρόν ,
5589884 παρῳδων
, ᾧ καὶ τεθνειῶτι λαλεῖν πόρε Περσεφόνεια . πολλοὶ δὲ παρῳδῶν ποιηταὶ γεγόνασιν : ἐνδοξότατος δ ' ἦν Εὔβοιος ὁ
λεγομένῳ τούτῳ ἐχρήσατο Δημοσθένης . διόπερ καὶ ἐν τοῖς Φιλιππικοῖς παρῳδῶν τὴν παροιμίαν φησὶ διαφέρεσθαι τοὺς Ἀθηναίους περὶ τῆς ἐν
5586051 δεκακις
ὅτι αὐτῷ , καὶ φανερὸν πεποιήκατε ὅτι οὐδ ' ἂν δεκάκις ἀποθάνῃ , οὐδὲν μᾶλλον κινήσεσθε . τί οὖν πρεσβεύετε
τίκτουσι δὲ πᾶσαν ὥραν τοῦ ἔτους : διὸ δὴ καὶ δεκάκις τοῦ ἐνιαυτοῦ τιθέασιν , ἐν Αἰγύπτῳ δὲ δωδεκάκις .
5578298 κηφησι
, τὸ δ ' ἀνανδρότερον ἑπόμενον : οὓς δὴ ἀφομοιοῦμεν κηφῆσι , τοὺς μὲν κέντρα ἔχουσι , τοὺς δὲ ἀκέντροις
, ἀλλὰ διὰ τὴν εὔνοιαν ἀγάπα . Ἐοίκασιν οἱ κόλακες κηφῆσι : καὶ γὰρ ἀργοὶ καὶ ἄκεντροι καὶ τοὺς ἀλλοτρίους
5575319 ὑποθου
μέντοι τὰ ἴδια . Ταύτῃ καὶ γελοῖόν ἐστι τὸ λέγειν ὑπόθου μοι . τί σοι ὑποθῶμαι ; ἀλλὰ ποίησόν μου
ὃ ἔλαβε μεταβάλλει , οὐχ ὃ ἡ μήτηρ ἔτεκεν . ὑπόθου δ ' ὅτι ἐκεῖνό σε λίαν προσπλέκει τῷ ἰδίως
5573102 Σχολαστικῳ
νῦν ὀργίζῃ ἐπὶ τῇ μητρί σου ἅπαξ με εὑρών ; Σχολαστικῷ πραγματευτὴς ἀπήγγειλεν , ὅτι τὸ χωρίον αὐτοῦ ὁ ποταμὸς
Τοῦτο , εἶπε , ποιῶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν . Σχολαστικῷ υἱὸς ἐγεννήθη . πυνθανομένων δέ τινων αὐτοῦ , ποῖον
5570043 ψυξον
δοκεῖ ὥσπερ τὸν οἶνον τοῦ θέρους καθεικέναι . Δίφιλος : ψῦξον τὸν οἶνον , Δωρίων . Πρωταγορίδης περὶ ἐπιτεχνήσεως ψυχρῶν
δύο δραχμῶν καὶ λαγωοῦ πυτίας δύο δραχμῶν καὶ τοῦτο λειάνας ψῦξον καὶ ἀπ ' αὐτοῦ δραχμῆς τὸ βάρος κόψας δὸς

Back