ἐπηργυρωμένα , μέτρια δέ : πῶς μέτρια ; πῶς ; σύντεμνε καὶ ἐξαπάτα με : τοὺς μὲν ἰχθῦς μοι κάλει
. πῶς ἔτι μετριώτερ ' ὦ δαιμόνιε ; πῶς ; σύντεμνε καὶ ἐπεξαπάτα με . τοὺς μὲν ἰχθῦς μοι κάλει
7519653 ἰχθυδι
σύντεμνε καὶ ἐξαπάτα με : τοὺς μὲν ἰχθῦς μοι κάλει ἰχθύδι ' : ὄψον δὲ ἐὰν λέγῃς , κάλει ὀψάριον
Ἀναξίλας Μαγείροις : τῶν Αἰσχύλου πολὺ μᾶλλον εἶναί μοι δοκεῖ ἰχθύδι ' ὀπτᾶν . τί σὺ λέγεις ; ἰχθύδια ;
7471557 κλαυσον
τλάμονα , μή με παρένθῃς , στᾶθι δὲ καὶ βραχὺ κλαῦσον , ἐπισπείσας δὲ τὸ δάκρυ λῦσον τᾶς σχοίνω με
. καὶ νῦν ἄπελθε καὶ ἱκέτευσον ὑπὲρ τοῦ πατρός . κλαῦσον , καταφίλησον , εἰπὲ “ μῆτερ , ὁ πατήρ
7361647 σαργους
ἀνὴρ ὑπὸ κεύθεα πόντου ἐσσυμένως δύοιτο , περιφράζοιτο δὲ πάντῃ σαργούς , ἔνθα κάρη τε καὶ οὐραίη κλίσις αὐτῶν :
εἶναι τὰς σάρκας φησὶ σκορπίους , κόκκυγας , ψήττας , σαργούς , τραχούρους , τὰς δὲ τρίγλας ἧττον τούτων ξηροσάρκους
7333633 μαστιγια
, τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν
ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι
7201099 Μελητε
εἰσάγεις . Ἔτι δὲ ἡμῖν εἰπέ , ὦ πρὸς Διὸς Μέλητε , πότερόν ἐστιν οἰκεῖν ἄμεινον ἐν πολίταις χρηστοῖς ἢ
οὐδ ' ὁπωστιοῦν . Ἄπιστός γ ' εἶ , ὦ Μέλητε , καὶ ταῦτα μέντοι , ὡς ἐμοὶ δοκεῖς ,
7135840 παραφρονας
ὡσανεὶ κιννάβαρι , τοὺς δ ' ἀπ ' αὐτῆς πιόντας παράφρονας γίνεσθαι . τοῦτο δ ' ἱστορεῖ καὶ Φίλων ὁ
] γίνωσκε ἤνυσε δὲ σφαλερούς : ἐποίησε δὲ τρομεροὺς καὶ παράφρονας καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ πολλάκις πρὸς θάνατον ἤγαγεν ἄφρονας
7132332 κωνωπας
ἔτι δὲ καὶ πρὸς ψύλλας , καὶ κόρεις , καὶ κώνωπας , καὶ πρὸς ἕτερα τοιαῦτα λυμαινόμενα θηρία θεραπείαν .
. τὰς ἐμπίδας ] τὰ κανάρια . , διὰ τοὺς κώνωπας . κατὰ τὸ στόμ ' ] ἀπὸ τοῦ στόματος
7116065 τριχιδια
εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλῶ : ἀπελευθέρων ὀψάρια θηρεύουσί μοι , τριχίδια καὶ σηπίδια καὶ φρυκτούς τινας . οὗτος πρότερον κεφαλὴν
ἐθνικαῖς ὀνομασίαις γράφει οὕτως : ἐγκρασίχολος , ἐρίτιμος Χαλκηδόνιοι . τριχίδια , χαλκίς , ἴκταρ , ἀθερίνη . ἐν ἄλλῳ
7115725 ὑποπαρθενους
πρεσβῦτα , πότερα φιλεῖς τὰς δρυπετεῖς ἑταίρας ἢ σὺ τὰς ὑποπαρθένους , ἁλμάδας ὡς ἐλάας , στιφράς ; ἀποπλευστέ '
Ὦ πρεσβῦτα πότερα φιλεῖς τὰς δρυπετεῖς ἑταίρας ἢ σὺ τὰς ὑποπαρθένους , ἁλμάδας ὡς ἐλάας , στιφράς ; Λόρδου κιγκλοβάταν
7102071 ἀρυστιχους
δ ' ἐν Σφηξίν : ἐγὼ γὰρ εἶχον τούσδε τοὺς ἀρυστίχους . Φρύνιχος Ποαστρίαις : κύλικ ' ἀρύστιχον . ἔνθεν
” ἀρυστίχους “ δέ , οὓς ἐνίοτε κοτυλίσκους . Γ ἀρυστίχους τὰς οἰνοχόας ⌈ εἴρηκεν Γ [ φασίν ] ,
7095250 ἀμπισχων
μὲν οὔτι τόσον τελέθει κακὸν ἔνδοθι μίμνον ἰλλοί τε πόδες ἀμπίσχων κεφαλήν ναρκίσσου τερενώτερος ὑπώρορε βοώμενος χειρῶν ἠδὲ ποδῶν ἀκινάγματα
ἀνάπαυσις . ἀλλ ' ὅτι τοῦ ζῆν φίλτερον ἄλλο σκότος ἀμπίσχων κρύπτει νεφέλαις . δυσέρωτες δὴ φαινόμεθ ' ὄντες τοῦδ
7092973 Πατανιων
. . . πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
Πατανίων προσελθέτω . Πλείους Στρατονίκου τοὺς μαθητάς μοι δοκεῖ ἕξειν Πατανίων . Πεπωκέναι δοκεῖ τὸν κατὰ δύο καὶ τρεῖς ἀκράτου
7091148 μαμμας
, ὡς τῷ αὐτῷ ἡ Λήδα . [ ταύτας δὲ μάμμας τινές φασι καὶ μαίας . ] θεῖος δέ ,
Αὐτολύκῳ ἀτὰρ ἤγαγες καινὸν φίτυ τῶν βοῶν . τηθάς . μάμμας . ἀδελφοὺς δέ κτλ . σημείωσαι ὅτι καὶ ἀδελφογαμεῖν
7091118 κεκρυφαλους
ἀπόρθητοί ποτε ; νῦν δ ' ὁμηρεύους ' ἔχοντες πορφυροῦς κεκρυφάλους . . Λευκηπατίας : Κλέαρχος ἐν τῷ περὶ βίων
παιδίων οὐ μάλα νηπίων πατὴρ παραγκωνίσασθαι τοὺς ἀντεραστὰς βουλόμενος , κεκρυφάλους Μιλησίους καὶ Σικελικὸν ἱμάτιον καὶ ἐπ ' αὐτῷ χρυσίον
7085584 παραφρονω
. παραφρονῶ ] μαίνομαι . παραφρονῶ ] παράνους γίνομαι . παραφρονῶ ] τῶν φρενῶν ἐξίσταμαι : εἰπὼν γὰρ ταῦτα εἰς
φησιν αὐτὸν εἰπεῖν , Εἰ μὲν εἰμὶ Σοφοκλῆς , οὐ παραφρονῶ : εἰ δὲ παραφρονῶ , οὐκ εἰμὶ Σοφοκλῆς ,
7062626 ψεγεις
σοι τοὺς πέλας , καὶ σὺ χρῶ αὐτοῖς . ἃ ψέγεις , μηδὲ ποίει . μηδείς σε πειθέτω ποιεῖν τι
ὥστ ' , εἰ παρῆσθα , τὸν θεὸν τὸν νῦν ψέγεις εὐχαῖσιν ἂν μετῆλθες εἰσιδὼν τάδε . ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι
7061159 ἐπιτρεψῃς
γέλως σημεῖον ἀπροσεξίας . σεαυτῷ διαχεῖσθαι πέρα τοῦ μειδιᾶν μὴ ἐπιτρέψῃς . σπουδῇ πλείονι ἢ διαχύσει χρῶ . ἀγὼν ὁ
τὸ πᾶν ἢ καὶ συνεπωθεῖν αὐτόν . ὅταν δ ' ἐπιτρέψῃς τοῖς μυσί , μὴ καταλίπῃς τὴν κάτω χώραν ἀφρούρητον
7051027 Σωσια
ἐν ταῖς τέχναις . ἐλλέβορον ἤδη πώποτ ' ἔπιες , Σωσία ; ἅπαξ . πάλιν νῦν πῖθι : μαίνει γὰρ
ταῖς τέχναις . } ἑλλέβορον ἤδη πώποτ ' ἔπιες , Σωσία ; } ἅπαξ . πάλιν νῦν πῖθι : μαίνει
7023765 ἐπινοησειε
καὶ ὁρᾶν ἀεὶ τὸ ὂν τί ἂν ὠφελιμώτερον ἢ σεμνότερον ἐπινοήσειέ τις ; Ἐπαυγασώμεθα δ ' αὐτῶν ἕκαστον ἀκριβέστερον ,
οἷον ἐπὶ τῆς χαλκῆς σφαίρας , καὶ οὐδ ' ἂν ἐπινοήσειέ τις τὸ διακείμενον μὴ καὶ τὴν διάθεσιν συνεπινοήσας .
7016848 χορηγεις
τοὺς Ἀριστάρχου πάλαι ” . καὶ ” τοὺς Ἴβηρας οὓς χορηγεῖς μοι βοηθῆσαι δρόμῳ „ . καὶ Ἀρτεμίδωρος ἐν δευτέρῳ
γεγένηται ; σὺ δὲ πλουτεῖς καὶ ταῖς ἡδοναῖς ταῖς σαυτοῦ χορηγεῖς . Καὶ τὸ κεφάλαιον , τὸ μὲν βασιλικὸν χρυσίον
7015166 κηπουροι
; Πῶς δ ' οὔ ; Ἐπίστανται δ ' οἱ κηπουροί . Ναί . Τίνων δὲ τὰ περὶ ὄψου σκευασίας
πρὸς δὲ τούτοις ἔτι γεωργοί , φυτουργοί , ἀμπελουργοί , κηπουροί κηπεῖς , ἀλσοκόμοι , ἐλαιοκόμοι , θριασταί , συκωροί
7013969 τετιμηκως
ἔσῃ τετιμηκώς , μᾶλλον δέ , κἀμὲ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ τετιμηκὼς ὡς ἂν ἐπιστάμενον , οἷς χρὴ πιστεύειν . εἰ
τούτῳ τὸ καὶ εὖ παθεῖν τὸν μανέντα , λαμπρότατα ἔσῃ τετιμηκὼς τὸν Μειλίχιον Δία καὶ τῶν αὐτοχθόνων Ἀθηναίων ἀτεχνῶς μιμητὴς
7008516 ἐπηρας
, σεμνός τις ἐγένου καὶ τὰς ὀφρῦς ὑπὲρ τοὺς κροτάφους ἐπῆρας . εἶτα σχῆμα ἔχων καὶ βιβλίδιον μετὰ χεῖρας εἰς
κἀξ οἴνου βότρυς , καὶ μυελόν . Εἰκῆ μ ' ἐπῆρας ὄντα τηλικουτονί πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν . ἐγὼ γὰρ
7007815 κουρευς
κεφαλὴν καὶ εὑρὼν αὐτὴν ψιλὴν ἔφη : Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν .
γοῦν Φιλύλλιος ἐν Πόλεσιν ἀνθρακοπώλης , κοσκινοποιός , κηπεύς , κουρεύς . φῷδες δὲ αἱ ἀπὸ τῆς φλογὸς φλύκταιναι ,
7000974 πολυπραγμονες
Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες πολυπράγμονες εἰσίν . Γνῶθι σαυτόν : ἐπὶ τῶν ὑπὲρ δύναμιν
τέταρται ζʹ Ἄρεως πολύμοχθοι ἀνάδελφοι σπανότεκνοι ἐπιδημητικαὶ εὔποροι φθαρτικαὶ ὠμαὶ πολυπράγμονες . αἱ δὲ ἑξῆς Ϛʹ ἐπὶ πᾶσι Κρόνου εὔκρατοι
6998052 εὐστομειν
ταῦτα ταῖς ἑορταῖς ἀποδώσομεν : καὶ τοὺς μὲν παῖδας κελεύομεν εὐστομεῖν , κἀν τοῖς διδασκαλείοις καὶ κατ ' οἰκίαν προδιδάσκοντες
. τὰ δὲ τῆς γλυκύτητος ὑφειμένα , προσλαμβάνοντα δ ' εὐστομεῖν διὰ τὴν ποσὴν στῦψιν εὐστομαχώτερα . εἶναι δὲ αὐτῶν
6991526 φιλοπονει
ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ . χρῶ τοῖϲ ὀπωδεϲτάτοιϲ καὶ δριμέϲιν καὶ φιλοπόνει καὶ ϲυνουϲίαζε . εἰϲὶ δὲ ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ ἡμέραι
δεϲπότου ἄκρατον | ἀποδίδωϲι | τὴν χάριν διπλῆν . = φιλοπόνει = ὅταν ποιῶν πονηρὰ | χρηϲτά τιϲ λαλῆι καὶ
6989977 φιλονεικεις
εἰδῶν , ὡς καὶ ἤδη λέλεκται . εἰ δὲ καὶ φιλονεικεῖς λέγων ὅτι πάντως ἔχει , λέξομεν ὅτι εἰ καὶ
. σὺ δὲ τὸ πρῶτον ἡμῶν ἀνατρέπεις ἐπίταγμα καὶ δεῖξαι φιλονεικεῖς ἀχαρίστους τῷ καθελόντι τοὺς ἐπαναστάντας ἡμῖν . ταύτην ἐγὼ
6988849 κατανοω
; ” . κτύπον δέδορκα ] κατανοῶ . ὃ γὰρ κατανοῶ , τοῦτο δέδορκα τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . πάταγος
γίνεται . ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον ποιῶν , οὐ κατανοῶ τὰ τρίγλυφ ' οὐδὲ τὰς στέγας , οὐδὲ δοκιμάζω
6969593 ἀπολωλας
δὲ τοῦ ; σόν , φησιν ? [ ] . ἀπόλωλας : φενακίζεις με . ἐγώ ; εἰδότα γ '
καὶ πολλῶν ἐπαίνων ἀξία τῆς εὐγενοῦς προαιρέσεως , οἴχῃ καὶ ἀπόλωλας οὐχ ὑπομείνασα τυραννικὴν ὕβριν , ἁπάσας ὑπεριδοῦσα τὰς ἐν
6949039 λεκανας
. τὰς πυέλους : τὰς ἐμβάσεις . ΓΘ πυέλους ] λεκάνας . ἀποδοθήσεται : ὡς τοῦ Κλέωνος ἀποστεροῦντος . ΓΓΘ
εἰσελθεῖν εἰς τὸ λουτρόν , καὶ περιχύσασθαι δύο ἢ τρεῖς λεκάνας , εἶτα ἐξελθεῖν καὶ ἀποσπογγίσασθαι καλῶς , καὶ οὕτω
6935725 γραυ
κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . ζωμὸν ποιῶ θερμὸν ἰχθὺν ἐπαναπλάττων ,
Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν .
6925334 ἑλειους
τῷ ἀέρι τοῦ ἦρος τοὺς δὲ ῥοώδεις καὶ ἐπόμβρους καὶ ἑλείους θέρους ὑπὸ τὸ ἄστρον ὥσπερ καὶ ἐν Λακωνικῇ πολλὰ
φασὶ καὶ λοφιὰν ἔχειν , ὅπερ οὐκ ἂν περὶ τοὺς ἑλείους εὕροιμεν . οἱ δὲ ὑπὸ τὰς ὑπωρείας τε καὶ
6924575 σιδηριοισι
στῇ , καῦσαι : καίειν δὲ χρὴ τὰ μὲν σαρκώδεα σιδηρίοισι , τὰ δὲ ὀστώδεα καὶ νευρώδεα μύκησι . Πλὴν
ὦτα , ἔστ ' ἂν παύσωνται σφύζουσαι : τοῖσι δὲ σιδηρίοισι σφηνίσκους ποιησάμενος , διακαίειν πλαγίας τὰς φλέβας . Ταῦτα
6915187 ἐλεεινους
γυναῖκας . Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν εἰωθότων τοιαύτας μελετᾶν ὑποθέσεις ἐλεεινοὺς ᾄδουσι λόγους καὶ τοῖς ὀδυρμοῖς οἴονται τῶν ἀκουόντων εὐδοκιμεῖν
τοὺς στρατιώτας μὴ φονευθῆναι , εἰς τὸ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ἐλεεινοὺς εἶναι νομίζεσθαι παρὰ τῶν στρατιωτῶν . Χρὴ ἐχθρῶν ἐγγιζόντων
6906047 βεκκεσεληνε
Κρόνια ἑορτὴ παρ ' Ἕλλησι , τὰ καλούμενα Ἀπατούρια . βεκκεσέληνε ] ἀφρονέστατε , ἀρχαιότατε , ἀρχαϊκέ , ἀρχαῖε ,
, παρὰ Ἡροδότῳ φανερά ἐστιν ἐν βʹ . . , βεκκεσέληνε : οἷον σεληνόβλητε καὶ ἀπόπληκτε καὶ σαλέ . βεκκεσέληνε
6891414 κημον
. ὁ δὲ σιτοποιὸς χειρῖδας ἔχων καὶ περὶ τῶι στόματι κημὸν ἔτριβε τὸ σταῖς , ἵνα μήτε ἵδρως ἐπιρρέοι μήτε
εἴρηκε διὰ τούτων “ καὶ τούσδε κημοὺς στομάτων ” . κημὸν ] φιμόν . καταμηλῶν ] εἰσάγων ἐν τῷ στόματι
6887145 ἐξαπατησαντας
μὲν ἀποψηφιεῖσθε τούτων , οὐδὲν δεινὸν δόξει αὐτοῖς εἶναι ὑμᾶς ἐξαπατήσαντας ἐκ τῶν ὑμετέρων ὠφελεῖσθαι : ἐὰν δὲ καταψηφισάμενοι θανάτου
, ἀφήσουσί με οἱ δικασταί , ὑμεῖς δὲ εἰς τοὺς ἐξαπατήσαντας ὑμᾶς καὶ παροξύναντας καθ ' ἡμῶν τὴν ὀργὴν τρέψετε
6880290 Εἰθε
τίς ἐμὸν οὐκ ἐπόψεται πάθος ἀμέγαρτον ἐπὶ κακῶν παρουσίᾳ ; Εἴθε με πυρφόρος αἰθέρος ἀστὴρ τὸν δύσμορον ἐξολέσειεν . Οὐ
, καὶ κωφοῦ ξυνιείς , καὶ μὴ λαλέοντος ἀκούων . Εἴθε ὤφελες τὰ μὲν τοιαῦτα πάντα ἀγνοεῖν , ἐκεῖνο δὲ
6878188 δυσουριωντας
καὶ ἐπάνω ἔρια . Κεφ . κεʹ . [ Πρὸς δυσουριῶντας καὶ λιθιῶντας ] Σκορπίοι ὠπτημένοι τρωγόμενοι : πρὸς δὲ
. ταύτης ἡ ῥίζα σὺν οἴνῳ πινομένη οὖρα κινεῖ καὶ δυσουριῶντας ἰᾶται , καὶ λίθους θρύπτει καὶ στροφοὺς παύει καὶ
6868248 πατουντας
βαβάκτης καὶ Ἰόβακχος καλεῖται διὰ τὸ πολλὰς τοιαύτας φωνὰς τοὺς πατοῦντας αὐτὸν πρῶτον , εἶτα τοὺς ἕως μέθης μετὰ ταῦτα
, ἢ ξηρὸς βότρυς εὑρεθείη . χρὴ δὲ καὶ τοὺς πατοῦντας , εἴ τι παρέλαθε τοὺς ἐπὶ τοῖς κοφίνοις ἐφεστῶτας
6865373 διαμαρτοις
κατὰ μέρος καὶ ἁπλοῦς εἰδώς , οὐδέ τινος τῶν συμπεπλεγμένων διαμάρτοις ἄν . εἴ τινας δὲ ἀκούεις καύσους πυρετοὺς καὶ
τοιαύτης γὰρ ἀναγόμενος τῆς μεθόδου βραχύ τι ἢ οὐδὲν ἂν διαμάρτοις τοῦ ἀσφαλοῦς . ἵνα δ ' ἀκραιφνεστέραν τε καὶ
6850996 Ξανθια
τήμερον ἡμῖν . Οὗτος , τί πάσχεις , ὦ κακόδαιμον Ξανθία ; φυλακὴν καταλύειν νυκτερινὴν διδάσκομαι . κακὸν ἄρα ταῖς
λέγει , ὅτι οὐκ ἂν ἄλλος ᾔτησέ σε , ὦ Ξανθία , σπόγγον , ἀλλ ' ἐσιώπησεν ἄν . 〚
6850454 λεγητε
, καὶ οἱ ἄλλοι δὲ οἱ παρόντες , ἢν ἐμοὶ λέγητε , ὅταν τις ὑμῶν γαμεῖν ἐπιχειρήσῃ , γνώσεσθε ὁποῖός
ὑμῖν τούτου οὕτως ἔχοντος γελοῖον τὸν λόγον γίγνεσθαι , ὅταν λέγητε ὅτι πολλάκις γιγνώσκων τὰ κακὰ ἄνθρωπος ὅτι κακά ἐστιν
6849874 καρτ
οὐκοῦν προθύμως ⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ]
' αὐτῷ τὰν σύριγγ ' ὤρεξα , καλόν τί με κάρτ ' ἐφίλησεν . οὐ θεμιτόν , Λάκων , ποτ
6840604 γραφῃς
καὶ τὸ τροπαῖον μὴ τρόπαιόν μοι γράφε : ἂν Ἀττικῶς γράφῃς δέ , ταῦτά σοι λέγω . ἄλλῃ δὲ γλωσσῶν
ἐπὶ τοὺς βαρβάρους διέβησαν οἱ στρατηγοί , καὶ τὰ τοιαῦτα γράφῃς , τρέμοντας καὶ ἀγρυπνοῦντας εἰς ἑορτὰς καὶ θυμηδίαν ἄγεις
6839551 ἐπῳαζειν
ἀπόρων μηχανὰς δεινότατος . ἑαυτῷ μὲν γὰρ συν - επίσταται ἐπῳάζειν οὐ δυναμένῳ καὶ ἐκλέπειν διὰ ψυχρότητα τῆς ἐν τῷ
ἔξω συνωθεῖν τε καὶ συνελαύνειν , καὶ ὅταν τέκωσιν , ἐπῳάζειν ἐκβιάζεσθαι . θάλπειν δὲ καὶ τοὺς ἄρρενας τὰ νεόττια
6837291 Ὡστ
αὐτῶν ἐναντίως διατιθεμένων ὥσπερ εἴπομεν οὐκ ἄλογος ἡ τεραμότης . Ὥστ ' εἰ ὁ ἀὴρ καὶ τὰ ὕδατα καὶ τὰ
. . εἰσίν τινες νῦν οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει . Ὥστ ' ἐνίοτ ' ἂν τούτοισι ποιῶν ματτύην σπεύδων ἅμ
6821593 ἀποκτεινον
πρότερον τὴν μητέρα τὴν σὴν καὶ πάσας τὰς Ῥωμαίων μητέρας ἀπόκτεινον . Κοριολανὸς ἔπαθεν , ἐδάκρυσεν , ἀνέζευξεν . ἡ
ἡδονῆς . τούτους οὖν νίκησον πρῶτον , Ἀλέξανδρε , τούτους ἀπόκτεινον : τούτους γὰρ ἐὰν νικήσηις , οὐκ ἔστι σοι
6816928 ἀναγιγνωσκε
κληρονόμους τῶν Εὐκτήμονος . Ταῦτα τοίνυν ὡς ἀληθῆ λέγω , ἀναγίγνωσκε τὰς μαρτυρίας . Μετὰ ταῦτα τοίνυν ὁ Φιλοκτήμων τριηραρχῶν
' ὡς ἀληθῆ λέγω , λαβέ μοι τὰς μαρτυρίας καὶ ἀναγίγνωσκε . Ὅτι τοίνυν οὐκ ἄπορος ἦν ὁ Μοιριάδης ,
6814451 ἀπονυχιζειν
πηλὸν ὀργάζειν . κουρεύς , κουρίς , κείρειν ἀποκείρειν , ἀπονυχίζειν . κεροπλάστης . κομμωτής κομμώτρια , κομμωτική , κομμοῦν
καὶ ἐξονυχίζειν ἐπὶ τοῦ ἀκριβολογεῖσθαι τίθεται : τὸ δ ' ἀπονυχίζειν τὸ τὰς ὑπεραυξήσεις τῶν ὀνύχων ἀφαιρεῖν . Φλέϊνα τὰ
6814026 πατουντι
οὓς ἐπινέμονται αἱ αἶγες . πατέοντι : ἢ ἐσθίοντι ἢ πατοῦντι . κέοντι : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου
γὰρ ἐξέρχεται τῶν οἴκων . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι . τῶι πατοῦντι ] τῶι παραβαίνοντι τοὺς νόμους . δυσμενεῖς ] ἐχθράς
6813449 φαρμακια
λοχεύειν ἐκλοχεύειν : λοχεία ἡ τοῦ τεκεῖν ἐπιμέλεια . διδοῦσαι φαρμάκια αἱ μαῖαι ταῖς δυστοκούσαις ὁ Πλάτων λέγει : δυστοκεῖν
Πάνυ γε . Καὶ μὴν καὶ διδοῦσαί γε αἱ μαῖαι φαρμάκια καὶ ἐπᾴδουσαι δύνανται ἐγείρειν τε τὰς ὠδῖνας καὶ μαλθακω
6812230 μαρτυρησον
, ζώνης ; ἀπεύχῃ μητρὸς αἷμα φίλτατον ; ἤδη σὺ μαρτύρησον , ἐξηγοῦ δέ μοι , Ἄπολλον , εἴ σφε
ὅτι περιφανῶς ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι . Ἀνάβηθι δέ μοι καὶ μαρτύρησον . Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας οὐκ οἶδ
6811947 Τεταχθωσαν
τοὺς δὲ ἀπὸ τοῦ δου τρεῖς ποιεῖν Μο κζ . Τετάχθωσαν οἱ τέσσαρες ʂ α . καὶ ἐὰν ἄρα ἀπὸ
ἀριθμοῦ λόγον ἔχει ὃν ⃞ος ἀριθμὸς πρὸς ⃞ον ἀριθμόν . Τετάχθωσαν οἱ ζητούμενοι ⃞οι , ὃς μὲν ΔΥ α ,
6809941 Δορυλαειον
Ἀζανοί τέ εἰσι καὶ Νακολία καὶ Κοτιάειον καὶ Μιδάειον καὶ Δορυλάειον πόλεις καὶ Κάδοι : τοὺς δὲ Κάδους ἔνιοι τῆς
. Κάδοι , πόλις Μυσίας . Στράβων ιβʹ „ καὶ Δορυλάειον πόλις καὶ Κάδοι ” . τὸ ἐθνικὸν Καδηνός .
6809780 ἐκκοβαλικευεται
μάσθλης . Εἶδες οἷ ' ὑπέρχεται : ὡσπερεὶ γέροντας ἡμᾶς ἐκκοβαλικεύεται . Ὦ πόλις καὶ δῆμ ' , ὑφ '
ἐπιχειρεῖ ἀπατᾶν . κόβαλα γὰρ καλοῦσι τὰ πανουργήματα . ΓΘ ἐκκοβαλικεύεται : λῃστεύει : κόβαλοι γὰρ οἱ μετὰ ξύλου λῃσταί
6809719 ὀκνησαιμι
οὐδὲ εἰ φύσει ἰσχυρότατος ὑπῆρχεν . καὶ ἔγωγε οὐκ ἂν ὀκνήσαιμι εἰπεῖν ὅτι καὶ τῶν παλαιῶν ἡρώων , οὓς ἅπαντες
φοβερὸς δοκεῖν εἶναι τοῖς ἐπιβουλεύουσιν ἀναδεχόμενος ὑπὲρ τῶν ἰδίων κινδύνων ὀκνήσαιμι . πέπαυσο δὴ καὶ σεαυτῷ κἀμοὶ πράγματα παρέχων .
6805882 ἀμβλισκειν
] Καὶ ἐὰν νέον ὂν ? [ δόξηι - ] ἀμβλίσκειν ? [ ἀμβλίσκουσιν - ] ; Τὸ νέον ἀντὶ
. Ἐκτρῶσαι : τοῦτο φεῦγε , λέγε δὲ ἐξαμβλῶσαι καὶ ἀμβλίσκειν . Δυσὶ μὴ λέγε , ἀλλὰ δυοῖν . Δυεῖν
6802350 παρανοησαντος
. συγγνώμην ] συγχώρησιν , συμπάθειαν . , ἄφεσιν . παρανοήσαντος ] γρ . παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα
παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα διδασκάλου τοῦ Σωκράτους . παρανοήσαντος ] μωροῦ φανέντος . ἀδολεσχίᾳ ] ὀλιγωρίᾳ . ,
6798196 πορνους
εὐθὺς ἐξελεύσομαι . „ ἀπὸ τούτου καὶ συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι . τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις
πρὸς τὸν χορὸν ἀνάπαιστον , ἐν ᾧ ἦν εἶναί τινας πόρνους μεγάλους Τιμαρχώδεις , οὐδεὶς ὑπελάμβανεν εἰς τὸ μειράκιον ,
6795623 πεισθητι
κήδῃ σαυτοῦ τε καὶ ἡμῶν καὶ τῆς ὅλης ἀρχῆς , πείσθητι τὰ βέλτιστα συμβουλεύουσι ἡμῖν καὶ κοινώνει τῶν τε πραγμάτων
προξενεῖ . μισεῖ δὲ ὁ θεὸς τοὺς ἀλαζόνας . φέρε πείσθητι τῷ Σατύρῳ καὶ χάρισαι τῷ θεῷ . ” κἀγὼ
6793653 συμμαθητας
δ ' ἂν ἐκ τούτων καὶ συντυχία . Πλάτων δὲ συμμαθητὰς ἔφη καὶ σύνοψιν οἰκειότητος . Εὔπολις δὲ συμβίοτοι συμπάροικοι
παιδεύεται . . ) . εἴσιθ ' ] πρὸς τοὺς συμμαθητὰς λέγει . εἴσιθ ' ] εἴσελθε . . .
6793564 πραγματευσαμενοι
οὔτε ταῖς χρονικαῖς παραπλήσιον , ἃς ἐξέδωκαν οἱ τὰς Ἀτθίδας πραγματευσάμενοι : μονοειδεῖς γὰρ ἐκεῖναί τε καὶ ταχὺ προσιστάμεναι τοῖς
, μηδὲν ἢ ὅτι πεζὸν ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ δεῖξαι πραγματευσάμενοι πρὸς τῷ καὶ τὸ γένος ἐκ τοῦ αἰτεῖσθαι λαβεῖν
6793227 Λαοθοη
με σοὶ αὖτις δῶκε : μινυνθάδιον δέ με μήτηρ γείνατο Λαοθόη θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει
ἀδελφὸς ὢν Ἕκτορος „ μινυνθάδιον δέ με ” μήτηρ γείνατο Λαοθόη , θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος , „ Ἄλτεω , ὃς
6792794 αἱνειν
αὐτοῦ , ἀφ ' οὗ καὶ ἡ αἱμασιὰ κέκληται . αἵνειν : τὸ ἀναδεύειν καὶ ἀνακινεῖν τὰς κριθὰς ὕδατι φύροντα
α . . Αἵνειν : . , ; . , αἵνειν : τὸ ἀναβράττειν ἀληλεσμένον σῖτον . . . οἱ
6792736 κεκλησαι
καὶ ὁ Ἰσχόμαχος γελάσας ἐπὶ τῷ τί ποιῶν καλὸς κἀγαθὸς κέκλησαι , καὶ ἡσθείς , ὥς γ ' ἐμοὶ ἔδοξεν
πρόσθεν ἡγοῦνται δίκης . διαβάλλω ἄξιος δ ' ἐμὸς γαμβρὸς κέκλησαι παῖδά μοι ξυνοικίσας . οὐ γὰρ θέμις βέβηλον ἅπτεσθαι
6787206 τἀρ
τὴν λοιδορίαν , τὸν κωλακρέτην , τὰ τριώβολα . Ἅπαντα τἄρ ' αὐτῷ ταμιεύει ; Φήμ ' ἐγώ . Ἥν
μὲν αὑτὴν χὤστις Αἴγισθον στυγεῖ . ἐμοί τε καὶ σοί τἄρ ' ἐπεύξομαι τάδε . αὐτὴ σὺ ταῦτα μανθάνους '
6786737 ἀναστω
. Σχολαστικῷ τις ἰατρῷ προσελθὼν εἶπεν : Ἰατρέ , ὅταν ἀναστῶ ἐκ τοῦ ὕπνου , ἡμιώριον ἐσκότωμαι καὶ εἶθ '
αἰτιολογικὴν σύνταξιν , ἡνίκα φαμὲν ἵνα ἀναγνῶ ἐτιμήθην , ἵνα ἀναστῶ ἠνιάθη Τρύφων . ὑγιῶς ἄρα ἀπὸ ἑνὸς τοῦ παρακολουθοῦντος
6786289 δανεισηται
πλεῖν ἢ τούτῳ συμβάλλειν : πολὺ γὰρ μᾶλλον ἃ ἂν δανείσηται αὑτοῦ νομίζει εἶναι ἢ ἃ ὁ πατὴρ αὐτῷ κατέλιπεν
πᾶσι προσήκει δίκας , ἐν ταῖς μεταλλικαῖς δικάσεται , ἐὰν δανείσηται παρά του ; τί δ ' , ἂν κακῶς
6783812 πιστευσωσιν
φησί τις προφητεία δυστυχήσειν τὰ τῇδε πράγματα , ὅταν ἀνδριᾶσι πιστεύσωσιν . λέγει δὲ καὶ ἕτερος προφήτης : συνάξει πᾶσαν
συγγραφάς , τούτου ἕνεκα σημηνάμενοι τίθενται παρ ' οἷς ἂν πιστεύσωσιν , ἵνα , ἐάν τι ἀντιλέγωσιν , ᾖ αὐτοῖς
6783758 παραδω
ἰατρικὸς εἶναι καὶ ἄλλον ποιεῖν ᾧ ἂν τὴν τούτων ἐπιστήμην παραδῶ , “ τί ἂν οἴει ἀκούσαντας εἰπεῖν ; Τί
καθίσταμαι . Φήσεις γ ' , ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας σπονδὰς παραδῶ σοι . Δεῦρ ' ἴθ ' , αἱ Σπονδαί
6783627 Φρασον
τι ὁ παῖς Ἁγνίᾳ προσήκει , τὸ γένος εἰπεῖν . Φράσον οὖν τουτοισί . Αἰσθάνεσθε ὅτι οὐκ ἔχει τὴν συγγένειαν
. Τὸ δ ' αἴτιον οἶσθα ἢ ἐγὼ φράσω ; Φράσον . Ὅτι , ὦ φίλε , οὐκ οἴει αὐτὸ
6783014 ἐφηδομενους
, ἃ πόρρωθεν ἔξεστι φυλάξασθαι , καὶ τοὺς νῦν περιοφθέντας ἐφηδομένους ὕστερον ἕξεθ ' οἷς ἂν πάσχητε . Περὶ μὲν
, αὐτὸς μετὰ τῶν δορυφόρων ἐπεξελθὼν ἅπασιν ἐφάνη καὶ τοὺς ἐφηδομένους ἀπαχθῆναι προσέταξεν . Διονύσιος Καρχηδονίους ἐπὶ μεγάλοις λύτροις ἀπεδίδου
6777238 ὀτρυνει
γὰρ Πίνδαρος ἄντικρυς Νεμεακὸν εἶναί φησιν : ἅρμα δ ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ' ἔργμασι νικαφόροις . ζητεῖται δὲ
ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα δύῃ ἀρημένον : ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός , ἵνα πληγῇσι δαμείω . ἀλλ ' ἄγε
6771049 Χυτραις
Ἰταλίᾳ καὶ Σικελίᾳ Δωριέων : Ἐπίχαρμός τε γὰρ ἐν ταῖς Χύτραις φησὶν ἀλλ ' ὅμως ὁκαιαι καὶ ποιάρνες , εὑρήσουσι
δὲ ἱστορία δήλη . Κρονικαὶ λῆμαι : ὁμοία τῇ , Χύτραις λημᾷς καὶ κολοκύνταις . Κρόνου πυγή : τὸ ἀρχαῖον
6764586 βακχευουσιν
? ? καὶ μαίνεσθαι ? [ - ] , καὶ βακχεύουσιν αὐτοὺς [ εἰκάζει ] [ , κελεύσας - ]
[ - ] καὶ [ μαίνεσθαι - ] , καὶ βακχεύουσιν αὐτοὺς [ εἰκάζει ] [ . ] . π
6764511 θελησητε
θλίψεως τῆς ἐρχομένης με - γάλης . ἐὰν δὲ ὑμεῖς θελήσητε , οὐδὲν ἔσται . μνημονεύετε τὰ προγεγραμμένα . ταῦτα
' ἐκεῖν ' εἰδώς , ὅτι ἂν μὲν μὴ ' θελήσητε τῶν ἀντιλεγόντων ἀκοῦσαι , ἐξηπατῆσθαι φήσουσιν ὑμᾶς , ἂν
6762471 Ἡδυοσμον
. [ θʹ . Αἷμα ἀπὸ μυκτήρων ἀποσπᾶσαι . ] Ἡδύοσμον ἀναλαβὼν μέλιτι καὶ κολλύρια ποιήσας θὲς εἰς τοὺς μυκτῆρας
μεθ ' ὕδατος πότισον . [ Ἐμετικὰ φλέγματος . ] Ἡδύοσμον χλωρὸν , ἢ ξηρὸν μετὰ εὐκράτου πινέτω . πρὸς
6760122 γιεʹ
ιβʹ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις μιᾶς ὥρας τὸ γιεʹ . Ἡ δὲ Προκόννησος [ ] ἔχει τὴν μεγίστην
∠ ʹγ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς ἀνατολὰς ὥρᾳ μιᾷ γιεʹ . Τῶν δὲ τῆς Καρμανίας διασήμων πόλεων : ἡ
6759316 δακοι
' ὧν ἐδόξαζον φρενί , μή μοι νεῶρες προσπεσὸν μᾶλλον δάκοι . ὅστις δ ' ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν βροτῶν , σοφὸς
τῶν εὖ παθόντων εἶναι . καὶ τοῦτο δ ' ἂν δάκοι καρδίαν : φίλοι τε ἡμῖν ἀδελφῶν τεθνᾶσι κρείττονες τῶν
6759040 ἐπανασταντας
, ὡς φάναι κατὰ τὸν Σιμωνίδην . ὥστε μηδὲ τοὺς ἐπαναστάντας αὐτῷ συκοφάντας τούτους ἀρνεῖσθαι , τὸ μὴ οὐ πάντῃ
ἀπήγαγε . , . . εὐλόφως ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάντας εὐλόφως ἀγωνισάμενος ἐπέδειξεν ἀληθῆ ὄντα τὸν λόγον , ὃν
6758977 Δικαιος
τῆι περὶ Σαλαμῖνα καὶ οἱ θεοὶ συνεμάχησαν τοῖς Ἕλλησιν . Δίκαιος γὰρ ὁ Θεοκύδους , ἀνὴρ Ἀθηναῖος , ἔφη θεάσασθαι
καλοῦ . Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίνεται . Δίκαιος ἂν ᾖς , τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ . Δίκαιος
6758886 πιστευσον
† } Πράξας κακῶς τι κἂν δοκῇς θεὸν λαθεῖν , πίστευσον ὅτι σεαυτὸν οὐ δύνῃ λαθεῖν . } Ἐὰν φονεύῃς
ποιμὴν ἐνετείλατο , ὁ ἄγγελος τῆς μετανοίας . Πρῶτον πάντων πίστευσον ὅτι εἷς ἐστιν ὁ θεός , ὁ τὰ πάντα
6755165 ἐπιχειρητεα
καὶ δικαιῶ πάντας ἀναπειθομένους κοινωνεῖν τῆς γνώμης ἐμοί : καὶ ἐπιχειρητέα εἶναί φημι καὶ πολεμητέα ἐν τάχει καὶ τὴν πόλιν
Πλαταιῶν οὐ βουλομένῳ ἦν τῶν Ἀθηναίων ἀφίστασθαι . ἐδόκει οὖν ἐπιχειρητέα εἶναι , καὶ ξυνελέγοντο διορύσσοντες τοὺς κοινοὺς τοίχους παρ
6752236 ἀπεσθιειν
φιλῶ , χαίρω λαγώοις ἐπ ' ἀμύλῳ καθημένοις . ὅτι ἀπεσθίειν τὸ μὴ ἐσθίειν ὁ κωμικός που Θεόπομπός φησιν .
, καλὲ ὀνοματοθήρα , ἀλλὰ μὴ ἐσθίειν : τὸ γὰρ ἀπεσθίειν οὕτως εἴρηκεν ἐν Φινεῖ ὁ κωμῳδιοποιὸς Θεόπομπος : παῦσαι
6751461 λεπρᾳ
λέπας τὸ ἄκρον τοῦ ὄρους φασίν . ἢ λευκὴ καὶ λέπρᾳ ἐοικυῖα . λεπράς : ἡ λευκή . τινὲς δὲ
Εἶναι δέ τινας ἐν αὐτοῖς καὶ τῶν λογίων ἱερέων φησὶ λέπρᾳ συγκεχυμένους . Τὸν δὲ Ἀμένωφιν ἐκεῖνον , τὸν σοφὸν
6751251 παρεδιδουν
πᾶσιν ἡγοῦμαι ὅτι , εἰ Νικομάχου ἐξαιτοῦντος τοὺς ἀνθρώπους μὴ παρεδίδουν , ἐδόκουν ἂν ἐμαυτῷ συνειδέναι : ἐπειδὴ τοίνυν ἐμοῦ
τοίνυν ὑμῖν ἐδυνάμην τὰς μαρτυρίας παρασχέσθαι τῶν παραγενομένων , ὡς παρεδίδουν τὴν ναῦν Πολυκλεῖ πολλάκις , οὗτος δὲ οὐκ ἤθελεν
6750434 πηλινους
τάχιστα ἐπελάμβανεν ἀναθεὶς τοὺς τρίποδας τῷ θεῷ τούτους δὴ τοὺς πηλίνους αὖθις ἐς Σπάρτην ἀπαγγελῶν Λακεδαιμονίοις ᾤχετο . Μεσσηνίους δέ
λάλον τι καὶ πυριρραγές . περὶ ὃ δὲ οἱ τοὺς πηλίνους πλάττοντες τὸν πηλὸν περιθέντες πλάττουσι , τοῦτο τὸ ξυλήφιον
6749714 φλυαρεις
τρυφαίνειν ἀλλοτρίοις πόνοις δοκεῖ , συλλεξάμενον δ ' αὐτόν . φλυαρεῖς , Γοργία . οὐκ ἄξιον κρίνεις σεαυτὸν τοῦ γάμου
δεῖνα , Μοσχίων : ἐγὼ τότε μικρὸν ἔτι μεῖνον . φλυαρεῖς πρός με . μὰ τὸν Ἀσκληπιόν , οὐκ ἔγωγ
6748287 ἐποπας
: ὥστε τὰς ἀηδόνας οὐδέν τι δεῖ οἰκτίρειν οὐδὲ τοὺς ἔποπας , ὅτι ὄρνιθες ἐγένοντο ἐξ ἀνθρώπων , ὡς ὑπὸ
διὰ τιμῆς . οἱ αὐτοὶ δὲ Αἰγύπτιοι καὶ χηναλώπεκας καὶ ἔποπας τιμῶσιν , ἐπεὶ οἳ μὲν φιλότεκνοι αὐτῶν , οἳ
6748022 φρενωλεις
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν
6746390 Παγκρατιον
[ Δόλιχον , ] Δίαυλον , Ὁπλίτην , Πυγμὴν , Παγκράτιον καὶ τὰ λοιπά : ἀφ ' ὧν εἰρῆσθαι πάντα
καὶ σοὶ φίλτατον καὶ ᾧ μὴ χαριζόμενος αἰσχυνοίμην ἄν , Παγκράτιον τὸν ἄρχειν ἐπιστάμενον καὶ λέγειν καὶ ᾧ τὸ τιμᾶσθαι
6742433 ἀναζωπυρειν
ἀϊστωθῆναι καὶ ἀποσβῆναι καὶ συναποσβέσαι τὰς ψυχὰς τὰς ἐγκειμένας , ἀναζωπυρεῖν παραγγέλλει , καὶ τάττει μὲν ἄρχοντα ἐπὶ τῷ ἔργῳ
νεφῶν μὲν πεπυρωμένων : σβεννυμένους δὲ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἀναζωπυρεῖν νύκτωρ καθάπερ τοὺς ἄνθρακας . τὰς γὰρ ἀνατολὰς καὶ
6740344 καταφρονω
παραϲύνθετον : ἁπλοῦν μὲν οἷον φρονῶ , ϲύνθετον δὲ οἷον καταφρονῶ , παραϲύνθετον δὲ οἷον ἀντιγονίζω φιλιππίζω . Ἀριθμοὶ τρεῖϲ
, στεφάνους ἔχειν οὐκ ἀγωνίζομαι , δοξομανίας ἀπήλλαγμαι , θανάτου καταφρονῶ , νόσου παντοδαπῆς ἀνώτερος γίνομαι , λύπη μου τὴν
6740256 μυριαμφορον
, φράσω ξύλλαβε : βοήθει ἀνῶμεν : ἐνδῶμεν , ἐάσωμεν μυριάμφορον : πολύτιμον ἰπνόν : ἀρτοκόπιον , μαγειρεῖον ἄσμεναι :
! ! ! [ χαίρων ] ? χορείῃς εἰς [ μυριάμφορον ] ? ? χρόνον ? ? ? ? ?
6738259 ἀμελγεις
γὰρ ἰδοῦσα καὶ εἶπεν : ὦ τάλαν , πάσας μόνος ἀμέλγεις ; τὸ φεῦ φεῦ ἐπὶ θαύματι κεῖται . φεῦ
μ ' ἁ παῖς ποθορεῦσα τάλαν , λέγει , αὐτὸς ἀμέλγεις ; φεῦ φεῦ , Λάκων τοι ταλάρως σχεδὸν εἴκατι
6736849 τραυλους
εἰ δὲ Ἑρμῆς , κωφοὺς ἢ ἀλάλους ἢ βραγχοὺς ἢ τραυλοὺς ἢ ψελλοὺς ποιεῖ . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μετὰ
χαρίτων εἰσίν . ὁ Κρόνος τὸν Ἑρμῆν διαμετρῶν δυσγλώττους ἢ τραυλοὺς σημαίνει , καὶ μάλιστα τοῦ Ἑρμοῦ ἐν ἀφώνῳ ζῳδίῳ
6735213 πιεζομαι
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν ,
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . .
6734131 νουθετεις
λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ;
ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ

Back