| μέσῳ γινόμενον , οἷον ὀπίσωθεν ὄπισθεν , ὁμόπατρος ὄπατρος , ἁρμόσαντες ἄρσαντες , ἐξαίρετος ἔξαιτος : ἀφαίρεσις δέ ἐστιν τὸ | ||
| καὶ ἡ μετοχὴ ἁρμόσας , καὶ ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν ἁρμόσαντες καὶ κατὰ συγκοπὴν ἄρσαντες , . , . . |
| καὶ ἀλλ ' εἰ μὲν δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοί , ἄρσαντες κατὰ θυμόν , ὅπως ἀντάξιον ἔσται . ἐλλείπει γὰρ | ||
| ὁ ἀόριστος ἦρσα , ἡ μετοχὴ ἄρσας , τὸ πληθυντικὸν ἄρσαντες . ἢ ἀπὸ τοῦ ἁρμόζω ἥρμοσα ἁρμόσας ἁρμόσαντες καὶ |
| λέγεται τὸ λευκοπέλιον ἀπὸ τῆς ἀφύης τοῦ ἰχθυδίου ὠνομασμένον . μετάρσιον δὲ κυρίως μὲν τὸ ὑψηλὸν λέγεται , καταχρηστικῶς δὲ | ||
| ἡμῖν ἀνοίξῃ ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ θησαυρὸν „ καὶ τὸν μετάρσιον καὶ ἐγκύμονα θείων φώτων λόγον , ὃν δὴ κέκληκεν |
| ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . Βακχικόν τι ἐπίφθεγμά ἐστι τὸ εὐοῖ . Ἀριγνώτη δέ φησιν ὅτι τινὲς ἔλεξαν εὐοῖ ἀντὶ | ||
| πάλλε πόδ ' αἰθέριον , ἄναγ ' ἄναγε χορόν εὐὰν εὐοῖ ὡς ἐπὶ πατρὸς ἐμοῦ μακαριωτάταις τύχαις . ὁ χορὸς |
| δίζετο μορφήν . Κύπρις μὲν δολόμητις ἀναπτύξασα καλύπτρην καὶ περόνην θυόεντα διαστήσασα κομάων χρυσῷ μὲν πλοκάμους , χρυσῷ δ ' | ||
| ἐπιφέρεται τρίτον κῶλον τουτί πολύβατον οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντα ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε . ἐνταῦθα τῷ τε |
| ὑπὸ τῶν γυναικῶν οὖσα καταπλὴξ τὴν τέχνην . τὸν δὲ Μύσιον Ἀκέστορ ' ἀναπέπεικεν ἀκολουθεῖν ἅμα . ὀλόλους παῦσαι κυβεύων | ||
| ἦλθον ἀμοιβοί . „ καὶ τῆς μὲν Φρύγιον τῆς δὲ Μύσιον . τὸ τοπικὸν Ἀσκάνιος ὁμοίως τῷ κυρίῳ . ἔστι |
| ' ἀντιλέγοντες τῷ τρόπῳ τῆς φράσεως παράγονται ὅταν φῇ ” Κουρῆτές τ ' ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ „ μενεχάρμαι ἀμφὶ πόλιν | ||
| οὔρειαι νύμφαι θεαὶ ἐξεγένοντο καὶ γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Κουρῆτές τε θεοὶ φιλοπαίγμονες ὀρχηστῆρες . . . . ἐκ |
| τείχεος , οὐδ ' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα στὰς ἤϋς ' , | ||
| ἐρέουσα ἀντὶ τοῦ σημαίνουσα . . τοὺς ὅ γε συγκαλέσας πυκινὴν ἠρτύνετο βουλήν : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει αὐτὰρ ἐπεί ῥ |
| ' ἄρα πάντες ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες πλησίοι ἔστησαν , σάκε ' ὤμοισι κλίναντες . Αἰνείας δ ' ἑτέρωθεν ἐκέκλετο | ||
| ἐς θαλάμους Ὀδυσῆος ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε ' ἔξελε , τόσσα δὲ δοῦρα καὶ τόσσας κυνέας |
| τοὶ δ ' αὖτ ' ἐγχείῃσι καὶ ἀσπίσι νῆ ' ἐκάλυψαν . ἄλλῳ δ ' ἔμπεδον ἄλλος ὁμῶς ἐπαμοιβὸς ἄρηρεν | ||
| καὶ ἔδειραν , μηρούς τ ' ἐξέταμον κατά τε κνίσσῃ ἐκάλυψαν , δίπτυχα ποιήσαντες , ἐπ ' αὐτῶν δ ' |
| γὰρ ὁ μέλλων : ὁμοίως μείνω , μενῶ γάρ : κτείνω , κτενῶ : θείνω τὸ τύπτω , θενῶ γάρ | ||
| , ἐπὶ γὰρ τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω τὸ ἁπλῶ , διὰ τῆς ει |
| ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός σάγη | ||
| χωρῶ καὶ λαμβάνω , γύω καὶ γύον , ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' |
| Μέναιχμον ἀναγράφειν ἐν τῷ Πυθικῷ . ἔχει δὲ οὕτως : Πιέρες αἰνοπαθεῖς , στυγνὴν ἀποτίσετε λώβην Ὀρφέ ' ἀποκτείναντες Ἀπόλλωνος | ||
| Μέναιχμον ἀναγράφειν ἐν τῷ Πυθικῷ . ἔχει δὲ οὕτως : Πιέρες αἰνοπαθεῖς , στυγνὴν ἀποτίσετε λώβην Ὀρφέ ' ἀποκτείναντες Ἀπόλλωνος |
| ! ! ! βρηνα ! ! [ ἔδρακες [ ] Αἰσήποιο [ ] ! ! [ ! ! ! ! | ||
| Πληιάδες μύροντο , περίαχε δ ' οὔρεα μακρὰ καὶ ῥόος Αἰσήποιο , γόος δ ' ἄλληκτος ὀρώρει . Ἣ δ |
| κεν ὔμμι διειρομένοισι πέλοιτο . φῆ δὲ δύω πεδίον τὸ Ἀρήιον ἀμφινέμεσθαι ταύρω χαλκόποδε , στόματι φλόγα φυσιόωντε , τετράγυον | ||
| Κικλήσκω χθονὸς ἀενάου βασιλῆα μέγιστον , Κύρβαντ ' ὀλβιόμοιρον , Ἀρήιον , ἀπροσόρατον , νυκτερινὸν Κουρῆτα , φόβων ἀποπαύστορα δεινῶν |
| φῦλα μένειν μονόφυλα , τὰ δ ' ἔξοχα τεκμήραντο ἄνδρες ἐπακτῆρες : τὰ δὲ μυρία φῦλα πέλονται , τῶν ἀμόθεν | ||
| τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸ ὁραθέν . ἄκτιον : τὸν κυνηγόν : ἐπακτῆρες γὰρ οἱ κυνηγοί , ὥς φησιν Ὀππιανός : πολλαὶ |
| : γυάλαον τὸ κοῖλον : Γυρα , Ἀθηνᾶ ἐγχώριος : γύη πᾶσα ἡ γῆ : γυήτης , χωλός : γύλινα | ||
| γύης καὶ τὸ γύον , γίνεται δὲ παρὰ τὸ γαῖα γύη , ἵν ' ᾖ ἡ γύη , τῆς γύης |
| μέσον ἤλυθε Λυγκεύς , σείων καρτερὸν ἔγχος ὑπ ' ἀσπίδος ἄντυγα πρώτην : ὣς δ ' αὔτως ἄκρας ἐτινάξατο δούρατος | ||
| ἑσπερίης πόμα λίμνης αἰθερίην κροτέοντες ὑπ ' ἴχνεσιν ἀτραπὸν ἵπποι ἄντυγα μυδαλέην λιποφεγγέος ἕλκον ἀπήνης . ἠέρι δ ' ἠγερέθοντο |
| αὕτη τὸ μὲν ἅπαν εἰς πόλιν οὐ κατῄει οὐδ ' ἀνε - μίσγετο ταῖς λοιπαῖς παρθένοις : παρασκευασαμένη δὲ πολλοὺς | ||
| . ] ἀλλα αρ [ ! ! ! ] πάντων ἀνε [ . ἀπολογίαν ] ? τ [ . ] |
| . Οἳ δ ' ἀμφ ' Ἀλκαθόῳ αὐτοσχεδὸν ὁρμήθησαν μακροῖσι ξυστοῖσι : περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε τιτυσκομένων καθ | ||
| , ἀντὶ τοῦ πληγεῖσαι . περὶ τὰ ἄρθρα : μακροῖσι ξυστοῖσι , τά ῥά σφ ' ἐπὶ νηυσὶν ἔκειτο . |
| τῶν πληθυντικῶν ἄεισι Αἰολικώτερον : ἐχρῆν γὰρ ἀεῖσι , ὥσπερ ἱεῖσι : ἄλλοτε δ ' ἄλλῃ ἄεισι , . , | ||
| ἀφίεμεν , τὸ δεύτερον ἵετε καὶ ἀφίετε καὶ τὸ τρίτον ἱεῖσι : ὁμοίως τῇ δοτικῇ τῶν πληθυντικῶν τῆς ἰδίας μετοχῆς |
| ' ἐπόρουσαν ἀολλέες , ἐκ δ ' ἑκάτερθεν ἀντία θηρὸς ἴασι φαλαγγηδὸν κλονέοντες . ἡ δ ' ὅμαδον προλιποῦσα καὶ | ||
| κενόν , καὶ κατ ' αὐτοῦ βαίνοντες ἐς τὸ ἀντιπέρας ἴασι καὶ ἀποδιδράσκουσι , πρότερον μέντοι καὶ ἐκεῖνον ἀνασώσαντες . |
| οὕτω δέ , φασί , καὶ ἄχω ἀχύω καὶ Δωρικῶς ἀχύνω καὶ μεταθέσει ἀχνύω , ἐξ οὗ τὸ ἄχνυμι . | ||
| ἄχω ἄχομαι παράγωγον ἀχύω ὡς ἄνω ἀνύω , Δωριεῖς δὲ ἀχύνω φασί : μεταθέσει δὲ ὁμοίᾳ γίνεται ἄχνυμαι , ὡς |
| ἄγετε καὶ καρτερεῖτε . Καὶ ἡμεῖς ἀκούσαντες ᾐσχύνθημέν τε καὶ ἐπέσχομεν τοῦ δακρύειν . ὁ δὲ περιελθών , ἐπειδή οἱ | ||
| καὶ στρατιώτην κατὰ τῶν πολεμίων ὠδίνοντα τῇ παρ ' αὐτῶν ἐπέσχομεν ἡμεῖς μόνῃ βραδυτῆτι : ὃ μὴ πάθοιτε νῦν , |
| ἄλλων † ὑπερέπλετο εἰν ἁλὶ νήσων : τοὺς δὲ Τάλως χάλκειος , ἀπὸ στιβαροῦ σκοπέλοιο ῥηγνύμενος πέτρας , εἶργε χθονὶ | ||
| Εὐηνίαν αὐτήν φησι καλεῖσθαι . . : Ἰοφῶσσα : ἡ χάλκειος , ὥς φησι Φερεκύδης . . . . , |
| . ὁ δὲ Σκήψιός φησι μήτε Ἐλεῶνα μηδένα τόπον τοῦ Παρνασσοῦ δείκνυσθαι , ἀλλὰ Νεῶνα , καὶ ταύτην οἰκισθεῖσαν μετὰ | ||
| Κῆρες ἀναπλάκητοι . Ἔλαμψε γὰρ τοῦ νιφόεντος ἀρτίως φανεῖσα φάμα Παρνασσοῦ τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ ' ἰχνεύειν : φοιτᾷ γὰρ |
| ' ἐλάτῃσι , καὶ οἱ ἀνατλῆναι καὶ ἀκαμπέα γούνατ ' ἐρεῖσαι ζῳόν τ ' ἐν φθιμένοισι μολεῖν ὑπὸ κεύθεα γαίης | ||
| οὖν αὐτὸν εἰπεῖν τί ἔστι τὸ προκείμενον , ἵνα ἔχωμεν ἐρεῖσαι τὴν διάνοιαν κατὰ τίνος φέρει τὰ λεγόμενα : οὐ |
| εἶπον , τὸν Ἀλέξανδρον μειλίσσωσί τε καὶ καταπραΰνωσι τὸν ἀστεργῆ Κράγον τὸν Δία ἔν τε δαιτὶ καὶ θαλυσίοις λοιβαῖς . | ||
| τρία μέρη διελεῖν , τούτων δὲ τοὺς μὲν ἐπὶ τὸν Κράγον ἐλθεῖν καὶ οἰκῆσαι ἐν τῷ ὄρει λόφον στρογγύλον κατοικίσαι |
| ἐπήνεγκεν . μέρη γὰρ τῆς Ἴδης ἄλλα τε καὶ τὸ Γάργαρον . . . . . οἱ δ ' ἄρα | ||
| , . , , Θ : Ἴδην δ ' ἵκανεν Γάργαρον , . . . η . ι . . |
| πρὸς αὐλὸν ᾄδοντες μέλος ἐπιλήνιον , ἐφειστήκει δ ' αὐτοῖς Σιληνός : καὶ δι ' ὅλης τῆς ὁδοῦ τὸ γλεῦκος | ||
| εἰπεῖν : ἐπειδὰν πίῃ ὁ γέρων καὶ κατάσχῃ αὐτὸν ὁ Σιληνός , αὐτίκα ἐπὶ πολὺ ἄφωνός ἐστι καὶ καρηβαροῦντι καὶ |
| Ἰδαῖον εἴρηκε σύριγγα διὰ τούτων : ῥοθεῖ δέ τοι σῦριγξ Ἰδαῖος ἀλέκτωρ . ἐν δὲ τῷ βʹ Φοίνικι ὁ αὐτὸς | ||
| ἐριδούπου . πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην , τὰς Ἰδαῖος ἔλαυνε δαΐφρων : αὐτὰρ ὄπισθεν ἵπποι , τοὺς ὃ |
| ἐκεῖνον ἔχοι τὸν νοῦν , ὁ παρακαθήμενος βάρβαρος συνιεὶς τῆς Αὐσονίων φωνῆς καὶ τῶν παρ ' αὐτοῦ μοι ῥηθησομένων μηδὲν | ||
| ἐπέτραπε γαῖαν ἀνάψας . ἀλλ ' ἔτι καὶ προτέροισιν ἐν Αὐσονίων βασιλεῦσι θῦνεν Ἄρης , Κελτούς τε καὶ αὐχήεντας Ἴβηρας |
| , ἐπειδὴ οἱ Αἰολεῖς ταῖς εἰς ω ληγούσαις δοτικαῖς οὐ προσγράφουσι τὸ ι , τῶ Ὁμήρω γάρ φασι καὶ τῶ | ||
| ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός , διὰ τοῦτο τὰ ἄλλα δεκαὲξ προσγράφουσι . Ψυχὴν δὲ ἐνταῦθα πολὺν χρόνον διατρίβουσαν βουλόμενοι γράψαι |
| ὀιστοῖς ἠδὲ καὶ ἐγχείῃσι δεδεγμένοι , εἰσόκε πάντας ἀντιβίην ἀσπερχὲς ὀρινομένους ἐδάιξαν . ὡς δ ' ὅτε δούρατα μακρὰ νέον | ||
| ' ἀναΐξας , ἴδε δὲ Τρῶας καὶ Ἀχαιοὺς τοὺς μὲν ὀρινομένους , τοὺς δὲ κλονέοντας ὄπισθεν Ἀργείους , μετὰ δέ |
| ὣς οἵγε σκοτόωσι κακῇ βεβαρηότες ἄτῃ . τὴν μέν τε κλείουσι μυοκτόνον , ἦ γὰρ ἀνιγρούς παμπήδην ὕρακας λιχμήμονας ἠρήμωσεν | ||
| σκεύη , αἱ μὲν ἄλλαι θεράπαιναι ὡς ἤκουσαν κραυγῆς , κλείουσι τὸν πύργον , καὶ ἐνταῦθα μὲν οὐκ εἰσῆλθον , |
| ' αὖ Δρύοπές [ ] τε καὶ [ λοι ? μενεχάρμαι [ . . . οὕνεκα Τυνδάρεος ῥέζων ποκὰ πᾶσι | ||
| [ Ι ] : Κουρῆτές τ ' ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι : σακεσφόροι : ἴσως ὅτι ἐξηλλαγμένοι οἱ Αἰτωλοὶ περὶ |
| ἐστιν ὅτι λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστὶν ἡ Ἴδη . ἀπέχει δὲ Ἀλεξανδρείας τῆς ἐν τῇ Τρῳάδι τεσσαράκοντα | ||
| νῆσος μεγάλη καὶ λιπαρὰ καὶ εὔτροφος : ἐν ᾗτινι ἡ Ἴδη ὄρος , Ἴδη δρυσὶ θάλλουσα καλλιφύλλοις , ἤτοι ὑψηλαῖς |
| καὶ ἀμῦναι ὑποσχόμενοι μέγα δῶρον : ὁππόθι πιότατον πεδίον Καλυδῶνος ἐραννῆς , ἔνθά μιν ἤνωγον τέμενος περικαλλὲς ἑλέσθαι πεντηκοντόγυον , | ||
| τ ' ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι Αἰτωλοὶ μὲν ἀμυνόμενοι Καλυδῶνος ἐραννῆς : ἡ διπλῆ , ὅτι πρὸς τὸ δεύτερον πρότερον |
| ] παφλα ? ? ! ! ! ! [ ] υσε νειόθεν ! ! ! ! [ περιμήκεος ] ἄκρης | ||
| ! ! ! ! ! ! ! ! ] ! υσε ? ? ? οὐ τούτοις ? ? ? ἀλκή |
| Αἰολικῶς μέρσω , ὡς φθείρω φθερῶ φθέρσω καὶ κείρω κερῶ κέρσω , καὶ ἀμέρσαι ἐξ αὐτοῦ , . , . | ||
| παρὰ τὸ κείρω τὸ κόπτω : ὁ μέλλων Αἰολικῶς , κέρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ κέρσιος : καὶ ἐγκάρσιος : |
| νομὸν τοῦτον ἀργυρίου μὲν προσήιε ἑκάστης ἡμέρης ἀρτάβη μεστή . Ἵπποι δέ οἱ αὐτοῦ ἦσαν ἰδίῃ , πάρεξ τῶν πολεμιστηρίων | ||
| ἦλθεν ἔχων πλοῖον , ἐπεγέγραπτο δὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ” Ἵπποι ὑπόπτεροι ” , ἁρπάσας δὲ τὴν κόρην ᾤχετο φεύγων |
| παραλογιστικόν : κλεπτικόν : τοῖς χρωμένοις . διάκτορον : τὸν διεξάγοντα καὶ ἀγγέλλοντα τὰ τῆς ψυχῆς ἐνθυμήματα . ἀμφὶ δέ | ||
| . καὶ καλὰ θρέμματα ἐχούσης . ἡγεμονεύειν . κυβερνητήριον . διεξάγοντα καλῶς . Μῆδος ] * ὁ . βασιλεὺς τῆς |
| βαιοτέροις ταύροις καὶ θηλυτέρῃσιν ἀνάσσει : πέφρικεν δ ' ἀγέλη κεραὸν μέγαν ἡγεμονῆα : αἱ δ ' αὖτε τρομέουσιν ἑὸν | ||
| ' ὡς εἴ τε δαφοινοὶ θῶες ὄρεσφιν ἀμφ ' ἔλαφον κεραὸν βεβλημένον , ὅν τ ' ἔβαλ ' ἀνὴρ ἰῷ |
| καὶ πάντας ἀπέκτανε λέγων : ἐρυόμενοι οὗτοι πρὸς παλαίστραν οὐκ ἔκιον καὶ διὰ τοῦτο πάντες φονευέσθωσαν . τὸ δὲ ἑξῆς | ||
| μετεκίαθον τοπικῶς , οἷον ὀλίγῳ τόπῳ διεστῶτες μετ ' αὐτοὺς ἔκιον . . αὐτῶν . ὀλίγον : ἡ διπλῆ ὅτι |
| φησὶ δὲ τῶν Ἀργοναυτῶν , ὅτι οἱ πλείους αὐτῶν εἰς Μινύαν τὸν Πο - σειδῶνος καὶ Τριτογενείας τῆς Αἰόλου τὸ | ||
| ἱστορία παρὰ Φερεκύδῃ . . . . , : Τὸν Μινύαν οἱ μὲν Ὀρχομενοῦ γενεαλογοῦσιν , ὡς Φερεκύδης , ἔνιοι |
| : μεταβολαὶ γίνονται ἀνέμων . ἐν χρόνῳ δὲ καὶ τὸ ἱστίον τῆς νεὼς εὐδιεινὴν ἔχει μεταβολὴν τοῦ χειμερινοῦ λωφήσαντος ἀνέμου | ||
| ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν . ἔμπρησεν δ ' ἄνεμος μέσον ἱστίον , ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρῃ πορφύρεον μεγάλ ' ἴαχε |
| οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν . † ) νῦν προφανῶς ζῶμα τὸν χιτῶνά φησιν , ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δῆλον | ||
| ζωή βʹ : τὸ σύνηθες . καὶ ἡ περιουσία . ζῶμα βʹ : τὸ περίζωμα . καὶ ὅλος ὁ θώραξ |
| δὲ σημαίνει καὶ ἔθνος ὀνοματικῶς οὕτω λεγόμενον : “ καὶ Ἀγαυῶν ἱππημολγῶν . ” καὶ ἐπὶ τοῦ ἄγαν καλοῦ “ | ||
| στόμα τῆς λίμνης . Ὑπεράνω δὲ τούτων ἐκτέταται τῶν πολυΐππων Ἀγαυῶν τὸ ἔθνος , ὅπου οἱ Μελάγχλαινοι καὶ οἱ τοὺς |
| οὕτω δὲ ἀναβάντες τοὺς κέλητας ἤλαυνον ἐφ ' οὗ οἱ ταῦροι ἦσαν , καὶ ἐπεισβαλόντες τῇ ἀγέλῃ , ἠκόντιζον : | ||
| ὑπ ' ἀμφοτέρων κόνις ὤρνυτο . Τοὶ δ ' ἑκάτερθε ταῦροι ὅπως συνόρουσαν ἀταρβέες , οἵ τ ' ἐν ὄρεσσι |
| οὐδέν , ἀτιμάσασα πανταχῇ πέτεται κατὰ Πίνδαρον τά τε γᾶς ὑπένερθε καὶ τὰ ἐπίπεδα γεωμετροῦσα , οὐρανοῦ τε ὕπερ ἀστρονομοῦσα | ||
| ἀνὰ σάρκα τιταίνει , ἥ ῥά οἱ ἐκ γένυος νεάτης ὑπένερθε πέφυκε λεπτή τ ' ἀργεννή τε , κακὴ δέ |
| ποτ ' ἐνὶ Κνωσσῷ εὐρείῃ Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ . Ἔνθα μὲν ἠίθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι Ὠρχεῦντ ' ἀλλήλων ἐπὶ | ||
| ἄρ ' ἀνθίσταντο , νεῶν δ ' ὑπόεικον ἀνάγκῃ . Ἔνθα δ ' ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα κεδασθείσης ὑσμίνης ἡγεμόνων . |
| κατ ' ἠερόεν δ ' ἁλὸς οἶδμα νηχομένοις εἴδοντο καὶ ἀργύρεοί περ ἐόντες . Ἄλλα δὲ μυρία κεῖτο κατ ' | ||
| κατ ' ἠερόεν δ ' ἁλὸς οἶδμα νηχομένοις εἴδοντο καὶ ἀργύρεοί περ ἐόντες . Ἄλλα δὲ μυρία κεῖτο κατ ' |
| πολιήτιδας , αὖθι δ ' ἕαδεν ναίοντας λιπαρὴν ἄροσιν Λήμνοιο ταμέσθαι ; οὐ μάλ ' ἐυκλειεῖς γε σὺν ὀθνείῃσι γυναιξίν | ||
| μαινόμενος θήρ : ἐκ δ ' ἔθορεν μεμαὼς παιδὸς γενύεσσι ταμέσθαι μήδεα , μὴ μετόπισθε νέον γένος ἡβήσειεν . ἡ |
| μὲν ἐξ αὐτῶν τῶν Γαδείρων , λήγουσαν δὲ παρὰ τὸ Ἡρακλεωτικὸν στόμα . Λιβύη δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ κατάξηρον , | ||
| δύο ἅμματα ἀπ ' ἀλλήλων διεστῶτα . ἐντεῦθεν παρανακύπτει τὸ Ἡρακλεωτικὸν ἅμμα , παρ ' ἑκάτερα ὅπου μὲν ἀγκύλη μία |
| . . ἁμαδρυάδες : νύμφαι : διὰ τὸ ἅμα ταῖς δρυσὶ γεννᾶσθαι , φθείρεσθαι . . . . ἁμαρτίνους : | ||
| καὶ οὐδὲν ἀνύτουσιν οἱ μιξάνθρωποι ἢ μιξόθηροι ἁλιζόμενοι καὶ παίοντες δρυσὶ καὶ ἐλάταις , ἀλλὰ ἀκέραιος διαμένει καὶ ἀκλινής . |
| οἳ μέν , ἅτε πλήθει προέχοντες πολύ , οὐ χαλεπῶς περιέβαλον τοὺς Μεσσηνίους , πλὴν ὅσον αἱ πύλαι τε ἀπεῖργον | ||
| γενόμενοι διὰ τὴν ἰδίαν πλεονεξίαν τήν τε πατρίδα μεγάλοις ἀτυχήμασι περιέβαλον καὶ αὐτοὶ ταχὺ τὴν δύναμιν ἀποβαλόντες ἀθάνατον ἑαυτῶν ὄνειδος |
| ἰκριόφιν τάνυσεν νεὸς ἀμφιελίσσης , ἂν δὲ καὶ αὐτὸς νηὸς ἐβήσετο ποντοπόροιο . ἐν πρύμνῃ δ ' ἄρ ' ἔπειτα | ||
| . ἀπεβήσετο : βῶ ἐνεστῶτα : ὁ παθητικὸς βήσομαι ἐβησόμην ἐβήσετο καὶ ἀπεβήσετο . . . . Ἀπέσας : κλίνεται |
| ἡ εἰς ὕψος ἀνήκουσα καὶ ὀξεῖα γινομένη ἐστὶν ἡ λεγομένη ἠλακάτη . ὠνομάσθη δὲ καρχήσιον διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ | ||
| βρώματα . ἠιόνες : αἰγιαλοί . καὶ πόλις Ἀχαϊκή . ἠλακάτη : ἐριουργικὸν ἐργαλεῖον . καὶ τὰ βέλη . ἤλασε |
| ἄν τις δυνηθείη ; εἰ δέ τις πᾶν ἐθέλοι τὸ ἐπανεστηκὸς ὀστοῦν ἐκκόπτειν , γυμνώσει τὴν μήνιγγα πᾶσαν καὶ σπασμῷ | ||
| . οὗ τὸ μὲν πρὸς τοὺς δακτύλους μετὰ τὸ κοῖλον ἐπανεστηκὸς , στῆθος ποδός . εἶτα οἱ δάκτυλοι , ἰσάριθμοι |
| εἰσὶ γενέθλης . τοὺς πάντας ] πέρι κύκλωι ? ? ἐθύνεον ἀΐσσοντες ! ! ! ! ! ! ! ἔθνεα | ||
| τοὶ δ ' αὖ προπάροιθε πόληος νῶθ ' ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον . οἱ δ ' ἀροτῆρες ἤρεικον χθόνα δῖαν , |
| ποταμοῦ : τῶν δὲ γίνεται Κάδμος . ἠέλιος μὲν ἄπωθεν ἐρεμνὴν δύετο γαῖαν : λέγει τὴν ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα δύσιν | ||
| . . . . Ζεὺς δέ σφι Κρονίδης αὐτὸς ἐπισσείῃσιν ἐρεμνὴν αἰγίδα πᾶσιν : ὅτι τοῦ Διὸς ὅπλον ἡ αἰγίς |
| Αἴας . τοῦτο δὲ λέγει , παρόσον οὐ διὰ τῶν Συμπληγάδων ὑποστρέψουσιν . ἀλλά , φίλοι , φράζεσθε : διὰ | ||
| θεοῦ καθεύδοντος ἡ γῆ ὑποδέξηται εἰς ἵππον . Βοσπόρου καὶ Συμπληγάδων ἡ Ἀργὼ διεκπλεύσασα μέσον ἤδη τέμνει τὸ ῥόθιον τοῦ |
| θύματα . ἀπὸ κοινοῦ δὲ τὸ ὑπῆρχεν ἀκουστέον : ὑπῆρχε βωμοῖο θέναρ , κατὰ περίφρασιν ὁ βωμὸς , καὶ ὑπῆρχεν | ||
| ὄνομα ἢ ἀπὸ τοῦ θένειν ἐν αὐτῷ . ἄλλως : βωμοῖο θέναρ , τὸ τοῦ βωμοῦ κοίλωμα τὸ ὑποδεχόμενον τὰ |
| . Δεξιτερῆς μὲν γὰρ λαγόνος περὶ χήραμα χόνδρων πολλὴ ἅδην βλύζει ψυχῆς λιβὰς ἀρχιγενέθλου ἄρδην ἐμψυχοῦσα φάος πῦρ αἰθέρα κόσμους | ||
| , οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη τε μένει ψαμάθοισί τε δύνει : ἔνθεν |
| ὀπτώμενον γὰρ ἐξυγραίνεται : ὅταν δὲ καλῶς ὀπτὸν ᾖ , φοινίκεον γίνεται . Ἔμπλαστρον : ψιμύθιον τὸν αὐτὸν τρόπον μισγόμενον | ||
| τρίτον κυάνεον καὶ πράσινον . μήποτ ' οὖν τὸ μὲν φοινίκεον , ὅτι ἡ λαμπρότης τοῦ ἡλίου προσπεσοῦσα καὶ ἡ |
| ἥψαντο . ὡς δὲ Μνασέας ἐν πρώτωι Περὶ Ἀσίας , Ἰδαῖοι Δάκτυλοι ἀπὸ τοῦ πατρὸς Δακτύλου καὶ τῆς μητρὸς Ἴδης | ||
| μνήμην παραδεδομένων ᾤκησαν τῆς Κρήτης περὶ τὴν Ἴδην οἱ προσαγορευθέντες Ἰδαῖοι Δάκτυλοι . τούτους δ ' οἱ μὲν ἑκατὸν τὸν |
| δῆλον οὕτως λέγονται , . , . . . . Ἁμαδρυάδες : Ἀπολλώνιος ὁ τὰ Ἀργοναυτικά , οἷον : ἀλλ | ||
| . Ἢ ἐπεὶ δοκοῦσιν ἅμα ταῖς δρυσὶ φθείρεσθαι , νύμφαι Ἁμαδρυάδες λέγονται . . . . , : Γεννᾶται δ |
| , καὶ προέκειτο τὸ ἀργύριον . ἡ δὲ προεστῶσα τοῦ καπηλείου τὸ κέρδος ὁρῶσα , πρὸς τὴν ὑπηρεσίαν παρεσκευάζετο , | ||
| λουτρὸν αὖ τὸ δεύτερον . βλέφαρα κέκλῃταί γ ' ὡς καπηλείου θύραι . ἥλῳ τὸν ἧλον , παττάλῳ τὸν πάτταλον |
| ἐν δευτέρᾳ περὶ Ἀττικῆς προσῳδίας . τοὺς μὲν γὰρ περιφερεῖς τροχούς ὁμοίως ἡμῖν προφέρονται ὀξυτονοῦντες : τρόχους δὲ βαρυτόνως λέγουσι | ||
| ἐπὶ τῇσι βαλὼν εὐεργέος ἄρτου ὅσσον τερσῆναι σάρκα δύναιτο , τροχούς πλάσσασθ ' , ὁππότε μίγδα κύτει περιηγέος ὅλμου θλασθῇ |
| αὐτούς , τάς τε σιαγόνας νύσσοντες καὶ τρίχας ἢ ὦτα ἀνατείνοντες . ἀνακτηθεῖσι δ ' ἄρτον ἐν κράματι ἢ ἄλλο | ||
| , πολὺ τούτων ἀφε - στῶτες καὶ πρὸς ἑσπέραν μᾶλλον ἀνατείνοντες , εἰσὶν οἳ ἐκ τῆς τῶν ἐλεφάντων θήρας τὸν |
| θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον | ||
| , κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς |
| δ ' ἐπὶ τῶν ἐξεχόντων , ὁποῖόν ἐστιν ἰσχίον καὶ πτέρνα : ἐπεὶ δ ' ἐν ταῖς τοιαύταις θέσεσιν καὶ | ||
| αὐτῷ τὸ μέγιστον ὀστοῦν τῶν ἐν ποδί , καλεῖται δὲ πτέρνα , τὰ μὲν περιφερῆ τοῦ ἀστραγάλου περιλαμβάνουσα , δύο |
| δὲ παῖς ἔνδον τὰς ἀλεκτρυόνας σοβεῖ . βούλει τήνδε σοι πλεκτὴν καθῶ κἄπειτ ' ἀνελκύσω σε δεῦρο ; εἴξασιν ἡμῖν | ||
| ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα , ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ ' , ὅ ῥά οἱ δῶκε |
| κόλπον , μέσον τοῦ Πάδου καὶ Πικεντικοῦ . λέγονται καὶ Ὄμβροι . ἔστι καὶ ποταμὸς Ἰταλίας Ὄμβρος . λέγονται Οὖμβροι | ||
| : ἄλλο δὲ τείνων ὀμβροτόκον κούφιζε μετάρσιον , ἧιχι φανέντες Ὄμβροι παῖδες ἔασι , περίπλοκον ἅμμα βαλόντες , ὑγρὸν δεσμὸν |
| ἀπόστασιν οἰκέτας , τετρακοσίους ὄντας . εἶτα ἀναλαβὼν διάδημα καὶ περιβόλαιον πορφυροῦν καὶ ῥαβδούχους καὶ τὰ ἄλλα σύσσημα τῆς ἀρχῆς | ||
| σφενδονητικῇ ἀντὶ σκοποῦ κείμενον ὑπὲρ σανίδος . σίσυρνα δὲ παχὺ περιβόλαιον ἢ δερμάτινον ἱμάτιον ἡ λεγομένη γούννα × ἥντινα Σιμωνίδης |
| κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν τινος ἐχομένων . Πρὸς λέοντα δορκὰς | ||
| ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . πορευτικὰ δὲ κῆρυξ , |
| ὅτε δὴ κλισίῃσιν ἐν Ἀτρεΐδαο γένοντο . τοὺς μὲν ἄρα χρυσέοισι κυπέλλοις υἷες Ἀχαιῶν δειδέχατ ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν , | ||
| πλῆμναι δ ' ἀργύρου εἰσὶ περίδρομοι ἀμφοτέρωθεν : δίφρος δὲ χρυσέοισι καὶ ἀργυρέοισιν ἱμᾶσιν ἐντέταται , δοιαὶ δὲ περίδρομοι ἄντυγές |
| δὴ κλισίῃσιν ἐν Ἀτρεΐδαο γένοντο . τοὺς μὲν ἄρα χρυσέοισι κυπέλλοις υἷες Ἀχαιῶν δειδέχατ ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν , ἔκ | ||
| . ὅτ ' ἐγὼ πίω τὸν οἶνον , ὑπὸ κυρτοῖσι κυπέλλοις τὸν ἐμὸν νόον ἁπλώσας θιάσωι τέρπομαι κούρων . ὅτ |
| : αἰχμὰς δὲ βραχέας εἶχον , τόξα δὲ μεγάλα , ὀϊστοὺς δὲ καλαμίνους , πρὸς δὲ ἐγχειρίδια παρὰ τὸν δεξιὸν | ||
| τόξον κατὰ τοῦ σκοποῦ , ἤγουν τὸν λόγον . Εὐκλέας ὀϊστοὺς ] Ἤγουν τοὺς ἐπαίνους . Εὐκλέας ὀϊστοὺς ] * |
| Θυννίζειν : ἀντὶ τοῦ κεντᾶν . τριαίναις γὰρ τοὺς θύννους κεντοῦσιν . ἐξ οὗ καὶ Λουκιανὸς , θυννῶδες τὸ ἐνθύμημα | ||
| , ὀδόντας . ἐπιπρίουσι : ἐπιβάλλουσιν : γράφεται ἐνιπείρουσι : κεντοῦσιν . τὸ δέ : τὸ λίνον . δύεται : |
| ἐκτροπάς . Ὧν πρὸς τὴν χρείαν ὑποκειμένων οἰκείως , ἀναθέμενοι πέτρους αὐτοπαγεῖς ἐπὶ τῆς κοιλίας οἱονεί τινας ἀραιοὺς * * | ||
| κορυφῆς τοῦ μαστοῦ ἀφ ' οὗ Ξενοφῶν κατέβαινεν , ἐκυλίνδουν πέτρους : καὶ ἑνὸς μὲν κατέαξαν τὸ σκέλος , Ξενοφῶντα |
| τὴν πόλιν καὶ τὰ πλεῖστα τῶν ὀρνέων αὐτοῦ κτείνουσιν : ἀνέσπασαν δὲ καὶ τὰ τρόπαια καὶ κατέδραμον ἅπαν τὸ ὑπὸ | ||
| οὓς Ῥωμαϊκοῖς ὅπλοις ἐσκεύασεν , τὰς μὲν πύλας ἐκ μηχανήματος ἀνέσπασαν ὡς δὴ Μαρκέλλου προσιόντος ἀσμενίζοντες , εἰσδεξάμενοι δ ' |
| κεν ἐπὶ στόμα κάππεσον ἐλθών : ἂψ δ ' αὖτις γαίηθεν ἀναΐξας ἐδίωκον . Ἀλλ ' ὅτε δὴ κορυφήνδε μετασπόμενος | ||
| ὁδεύει , σχιζόμενος προχοῇσι Μεσηνίου Εὐρώταο , οἵτ ' ἄμφω γαίηθεν ἀναφλύουσι ῥεέθρα : ἀλλ ' ὁ μὲν Ἠλείων , |
| καὶ τὴν γῆν σχίζει . ὃ δὲ κρατεῖ ὁ ἀρῶν ἐχέτλη καλεῖται . τὸ δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον | ||
| δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον , εἰς ὃ ἡ ἐχέτλη καθίεται , ἀλύη : τὸ δὲ ξύλον τὸ ἀπὸ |
| . ὁ πολίτης Ἁρπιναῖος , καὶ Ἁρπίνηθεν ἐκ τόπου . Ἅρπυια , πόλις ἐν Ἰλλυρίᾳ παρ ' Ἐγχελέαις , εἰς | ||
| Ἀκταίονος κυνῶν ὀνόματα , κατὰ τὴν Αἰσχύλου δόξαν , Κόραξ Ἅρπυια Χάρων Λυκόττας : οἱ δὲ καὶ Ξενοφῶντι τῷ Γρύλλου |
| ὅτ ' ἀφραδίῃσι θεοῦ ἀτίτησαν ἑορτήν . τοὔνεκα Νυσαίην μὲν ἐφημίξαντο κέλευθον , κόσμῳ δ ' ἐστήσαντο σὺν υἱάσιν ὄργια | ||
| νοτίην χθαμαλὴν κλίσιν ἄμμορον ἄστρων λαιήν , κρυπτὰ θέουσαν , ἐφημίξαντο γενέσθαι . τοὔνεκα νῦν ὁ μέγιστος , ὁ μυρίος |
| σφεας κρατερὸς Διομήδης ἐξενάριξε : βῆ δὲ μετὰ Ξάνθόν τε Θόωνά τε Φαίνοπος υἷε ἄμφω τηλυγέτω : ὃ δὲ τείρετο | ||
| ἀμφὶ ἄνακτα καὶ Ἰαμενὸν καὶ Ὀρέστην Ἀσιάδην τ ' Ἀδάμαντα Θόωνά τε Οἰνόμαόν τε . οἳ δ ' ἤτοι εἷος |
| τῶν ἑνικῶν , ἐπεὶ οὐκ ἔστι μετὰ μακρᾶς . Τοὺς ὄφιας καὶ ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες | ||
| Πρῶτα μὲν ἀγρεύσαιτο κακήθεας ἐμπέραμος φώς τολμηρῇ μάρπτων χειρὶ θοοὺς ὄφιας , τοὺς ἤδη κρυεροῦ ἀπὸ χείματος οὐκέτι γαίης κρύπτουσι |
| πόντῳ ὀρνυμένων ἀνέμων : τοῖς εἴκελοι υἷες Ἀχαιῶν πόρθεον Ἴλιον αἰπύ . Τὸ δ ' ἐν πυρὶ καίετο πολλῷ , | ||
| οὐκέτι κοιρανέοντος , πάντες ὅσοι Φοίνικος ἕδος περὶ πάγχυ νέμοντο αἰπύ τε Μασσικύτοιο ῥίον βωμόν τε Χιμαίρης . Ἄλλος δ |
| ἀσπίδας : αἵματι δ ' ἄξων νέρθεν ἅπας πεπάλακτο καὶ ἄντυγες αἳ περὶ δίφρον , ἃς ἄρ ' ἀφ ' | ||
| , εἰ ἔχοιμεν εἰπεῖν τροχοί , ἄξων , ὑπερτερία , ἄντυγες , ζυγόν . Πάνυ μὲν οὖν . Ὁ δέ |
| ἔφανα : τὸ προστακτικὸν κράνον , ὡς φάνον , καὶ Ἰωνικῶς τροπῇ τοῦ α εἰς η κρῆνον , καὶ ἐν | ||
| λέγει φʃ ἑστὸς μικρὸν γράφουσιν , ἀλλὰ καὶ μέγα : Ἰωνικῶς μικρὸν μέν , Ἀττικῶς μέγα τοὺς γὰρ ἀφισταμένους : |
| ἔχουσιν αὖτις ὑπεκδῦναι πλεκτὸν λόχον , ἀλλ ' ἑτέροισι πήματα πορσύνοντες ἐπί σφισιν εὗρον ὄλεθρον . ὡς δέ τις ἐν | ||
| ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας . τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοί καὶ νεόδˈματα στεφανώματα βωμῶν αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ |
| γὰρ τολμᾶν καὶ τῶν θρασυτέρων , ἀλλ ' ὁρᾷς τοὺς Ἀλωέως πρὸ τῆς εἰς τὸν οὐρανὸν ὁδοῦ τοξευομένους . χρῶ | ||
| καὶ ἄλλο οὐδὲν ἐλείπετο ἐς μνήμην , οἱ δὲ τοῦ Ἀλωέως παῖδες ἀριθμόν τε Μούσας ἐνόμισαν εἶναι τρεῖς καὶ ὀνόματα |
| κοσμικὸς ἔλεγχος , ἀκήρατος φλόξ , ἀδιάστατον φέγγος , κεχορηγημένη λαμπάς , οὐράνιος ὁδοιπόρος , ἡμέρας κόσμιον . Οὐρανοῦ πορφύρα | ||
| ψιὰς ἡ κατὰ λεπτὸν τοῦ ὕδατος ἔκδοσις , ὡς λάμπω λαμπάς , ἴλλω ἰλλάς : Ὅμηρος : ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα |
| ἕλεν δέος , ἀλλά μιν οὐδ ' ὧς ἐντροπαλιζόμενον πόδες ἔκφερον , ὄφρ ' ἑτάροισι μίκτο κιών . ἤδη δὲ | ||
| αι δίφθογγον : ὦκα δ ' ἔπειτα † Αἰφηρητιάδαο ποδώκεες ἔκφερον ἵπποι , . . * . . Αἶψα : |
| εἰς Θήβας ἔρχεται , οὗ Λάιον συναντήσας κτείνει ἐρχόμενον εἰς Πυθὼ περὶ τοῦ ἐκτεθέντος παιδός , ὅ τι γένοιτο , | ||
| τῷ Ἱπποκλέᾳ . ὁ δὲ νοῦς : ἀλλά με ἡ Πυθὼ καὶ τὸ Πελινναῖον καὶ τοῦ Ἀλεύα οἱ παῖδες ἀπύειν |
| , καὶ τομὰς ὡς ἀπὸ βέλους . ἀλλὰ ταῖς γε ἀσπίσιν ἐκδεχόμενοι τοὺς λίθους ὀλίγον τῶν βαλλόντων ἐφρόντιζον . ἐπεὶ | ||
| ὄρχησιν λέγει τὴν πυρρίχην . κτύπον γάρ τινα ἐν ταῖς ἀσπίσιν ἐποίουν οὗτοι πρὸς τὸ ὑπερηχεῖσθαι τὸν κλαυθμὸν τοῦ παιδίου |
| Οὐρανίοιο γένος Φαίηκες ἔασιν . τοὺς Ἀργὼ πολέεσσιν ἐνισχομένη καμάτοισιν Θρινακίης αὔρῃς ἵκετ ' ἐξ ἁλός . οἱ δ ' | ||
| πάροιθε Διὸς στονόεντι κεραυνῷ Ἐγκέλαδος δέδμητο κατ ' ἀκαμάτοιο θαλάσσης Θρινακίης ὑπένερθεν , ὅλη δ ' ὑπετύφετο νῆσος : ἢ |
| ὁ τύπος καὶ οὐχ ὥσπερ τὸ δέπας καὶ τὸ ἄλεισον ἀμφικύπελλον , οὕτω [ δὲ ] καὶ τοῦτο , κυφὸν | ||
| ” ἀπὸ μέρους τὴν ὅλην χαλκῆν . κύπελλον ποτὲ μὲν ἀμφικύπελλον τὸ ἐξ ἀμφοτέρων μερῶν περικεκυφωμένον ποτήριον . κύρμα ἔντευγμα |
| μάρνανται , σκύλακες δὲ συνέμποροι ἡγεμονῆες κνώδαλα σημαίνουσι καὶ ἰθύνουσιν ἄνακτας εὐνὴν εἰς αὐτὴν καὶ ἀρηγόνες ἐγγὺς ἕπονται . οὐδ | ||
| ἠΰτε σάρκας ἀλλοτρίας : οἱ δ ' αὖτις ἑοὺς κορέσαντες ἄνακτας φύονται : τόδε πού σφι Ποσειδάων ἐπένευσε . τοῖον |
| * κοῖλοι : ταπεινοί * ὑπένερθεν : κάτωθεν ὑποκάτωθεν * ἀγκύλοι : ἐπικαμπεῖς ἢ σκολιοί καμπύλοι , ἰσχυροί * γναθμοῖς | ||
| : κοῖλοι δέ πως εἰσίν , οἱ δὲ καὶ μᾶλλον ἀγκύλοι . Ὁ δὲ ἰὸς παράκειται τοῖς ὀδοῦσι ἐγγύς , |