τῶν θεῶν τυγχάνουσα , τά τε ἄλλα εἰλικρινὴς καὶ καθαρὰ ἄτρεπτος ἀληθής , καὶ δὴ καὶ ὑπὸ τῶν ἐναντίων πνευμάτων | ||
ὥστε μονὰς ἤτοι ἀπὸ τοῦ ἑστάναι καὶ κατὰ ταυτὰ ὡσαύτως ἄτρεπτος μένειν , ἢ ἀπὸ τοῦ διακεκρίσθαι καὶ παντελῶς μεμονῶσθαι |
ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Α προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται : λιθακός μαλθακός ψιττακός ἀστακός φυλακός φαρμακός . σεσημείωται τὸ θύλακος ὕσσακος | ||
ἅπαν γλυκύ , ὅταν ἡ δίψα πορίσῃ , καὶ ὕπνος μαλθακός , ὅταν ἡγήσηται κόπος , ἐσθής τε ἡ παρέχουσα |
δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές , | ||
γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν |
: ὅθεν καὶ βασιλεῦσι σπάνιον ἦν τότε καὶ περισπούδαστον . ἰσοστάσιος γὰρ ἦν ἡ πορφύρα πρὸς ἄργυρον ἐξεταζομένη . ὅθεν | ||
Ἰδού σοι γυμνός , ὡς ὁρᾷς , ἀληθῶς εἰμι καὶ ἰσοστάσιος τοῖς ἄλλοις νεκροῖς . Οὕτως ἄμεινον ἀβαρῆ εἶναι : |
, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο . ὁ δ ' εἷρπ ' ἄναυδος , μέγα φρονῶν : πῶλοι δέ νιν χηλαῖς τένοντας | ||
φωνῶ γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα αὖος καὶ ἄναυος , ὡς αὐδῶ ἄναυδος , καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ υ ἄναος καὶ Ἀττικῶς |
τελεία , ποτὲ δὲ τούτων | [ ποτὲ ] καὶ ἄτακτος ἀπόκρισις καὶ παραποδισμὸς πρὸς τοὺς περιπάτους ὡς ἀλλοτρίου τινὸς | ||
, ὅπερ μᾶλλον λέγεσθαι δοκεῖ ὑπ ' αὐτοῦ , ἡ ἄτακτος κίνησις τῶν ὄντων ἐστὶν ἡ ὕλη , πρῶτον μὲν |
εὑρεθέντων σιτίων ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ : σὺν παντὶ δηλονότι . μανιώδης . . . : σημείωσαι μανιώδης ὑπόσχεσις ʃ ἀντὶ | ||
αὐτούς . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἦν οἶστρος ἄλογός τε καὶ μανιώδης , οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας |
πολλάκις ἐκκρούει ἔκπληξις , φαντασίαν δὲ οὐδέν , χωρεῖ γὰρ ἀνέκπληκτος πρὸς ὃ αὐτὴ ὑπέθετο . δεῖ δέ που Διὸς | ||
δὲ ἧττον : ἀλλ ' ὅμως ὁ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος , ἀνέκπληκτος δ ' ὡς ἄνθρωπος . φοβηθήσεται μὲν γὰρ ἐπὶ |
: οἱ γὰρ τυφλώττοντες ἀλῶνται . ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λάειν , ὅ ἐστι βλέπειν . Ἀλωή , τὸ σύνδενδρον | ||
, τὸ μὴ βλέπον , ἢ τὸ μὴ βλεπόμενον . λάειν γὰρ τὸ μὴ βλέπειν . ὅθεν ὁ λαὸς ὁ |
χρὴ εἰδέναι , ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερέων θερμότατός ἐστιν αὐτὸς ἑωυτοῦ , τῇ δὲ ὑστάτῃ ψυχρότατος : | ||
κιρρὸς θερμό - τερος τοῦ μέλανος : ὁ δὲ ξανθὸς θερμότατός ἐστιν ἄκρως , εἶθ ' ὁ κιρρός , εἶθ |
ΡΟΣ δισύλλαβα τριγενῆ ἔχοντα δασὺ πρὸ τοῦ Ρ ὀξύνεται : νωθρός σαθρός ψυχρός ἐχθρός αἰσχρός στιφρός . σεσημείωται τὸ γλίσχρος | ||
νω στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ θορῶ τὸ πηδῶ νωθορὸς καὶ νωθρός . Εἰλεῦνται : δωρικῶς καὶ αἰολικῶς , καὶ κινοῦνται |
ἀπάρχομαι μέν , ἀλλὰ τῆς ἀτολμίας τὰ κέντρα κεντεῖ καὶ βιάζει τὸν λόγον . σὺ δὸς τὸ τολμᾶν , ἐξάνοιγε | ||
] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει ] βιάζει . ἐπισπέρχει ] ἐπισπεύδει . θ θεὸς ] ἡ |
ἐξοχῇ κλίνας . ὁ δ ' Ἥλιος τὸ πρῶτον ἡδὺς ἐκκύψας ἀνῆκεν αὐτὸν τοῦ δυσηνέμου ψύχους , ἔπειτα δ ' | ||
πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας ψαύειν ἔμελλεν ἰσχάδος Καμειραίης : ἕτερος δ ' ἐπῆλθεν |
εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος , | ||
, φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι |
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος | ||
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία |
αὐτοῦ . . τὸ πρᾶγμα ] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . ἐπισπέρχει θεὸς ] ἐπισπεύδει ἡ τύχη , ἢ ὁ Ἀπόλλων | ||
] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . θ ἐπισπέρχει ] σπουδάζει . ἐπισπέρχει ] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει |
. πλὴν ἀλλὰ ὅσῳπερ ἂν πρὸς τὸ ἐπαινεῖσθαι αὐτὸ οὕτω διακειμένη τυγχάνῃς , τοσούτῳ ἀξιωτέραν ὑπερεπαινεῖσθαι ἀποφαίνεις σεαυτήν , καὶ | ||
ὁρίζει νόμος , καὶ γίνεται σύμψηφος θεῷ ἡ κατὰ θεὸν διακειμένη ψυχὴ καὶ πρὸς τὸ θεῖον καὶ τὸ λαμπρὸν ἀποβλέπουσα |
τις αὐτὸν δονοίη ταῖς χερσί , καθάπερ κρότον ἀποτελῶν . τρανὸς οὖν ἔσῃ , φησί , καὶ τὴν φωνὴν διηρθρωμένος | ||
πρῶτον μὲν διάκτορος κέκληται ἤτοι ἀπὸ τοῦ διάτορος εἶναι καὶ τρανὸς ἢ ἀπὸ τοῦ διάγειν τὰ νοήματα ἡμῶν εἰς τὰς |
, εἴτε νοῦς τοῦτ ' ἔστι τὸ κυβερνῶν ἅπαντα καὶ στρέφον καὶ σῷζον , ἡ πρόνοια δ ' ἡ θνητὴ | ||
τῶν δ ' οὔ . Ὁκόταν ἔῃ κάτωθεν ὀμφαλοῦ τὸ στρέφον , βραδὺς , μαλθακὸς ὁ στρόφος , ἔμπαλιν δὲ |
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι | ||
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς |
στόμα : ὁ γὰρ σιωπῶν ἔνδον ἐγκρύπτει δόλον . } Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν : ἄλλον γὰρ ἕξει : | ||
κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη . Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς |
ᾧ δὲ δικαίως ἂν ἴσχυον , ὅσον οὐκ ἄλλος , ἀσθενέστερος ἁπάντων εἰμί . καὶ οἶδα μὲν ὡς δοκῶ δύνασθαι | ||
Ἑσπερίσι γενέσθαι . πέρας δέ , ἐπεὶ βραδύτερος ἐγίγνετο καὶ ἀσθενέστερος αὑτοῦ , φοβούμενος μὴ οὐ δύνηται ζῆν ὁμοίως , |
αὐτοῦ λόγος , πεπηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων καὶ τὴν ἐν κύκλῳ τοῦ σπέρματος γῆν συλλέγων | ||
γάρ , ὥσπερ ἐν τοῖς σώμασιν ἡμῶν : ὅταν μὲν ἐρρωμένος ἦι τις , οὐδὲν ἐπαισθάνεται τῶν καθ ' ἕκαστα |
δ ' ὄντως τῶν θεῶν τυγχάνουσα , τά τε ἄλλα εἰλικρινὴς καὶ καθαρὰ ἄτρεπτος ἀληθής , καὶ δὴ καὶ ὑπὸ | ||
καὶ σφόδρα εὐώδης καὶ τῇ γεύσει πυρροτέρα τήν τε ὀσμὴν εἰλικρινὴς καὶ μὴ νοτίζουσα πταρμούς τε ἐν τῷ κόπτεσθαι κινοῦσα |
, τούτοις δέδοται ἔργα ἄνομα , ἅπερ αὐτῶν ἡ ψυχὴ μαινομένη ποιήσει κακαῖς βουλαῖς ὥσπερ ἐλαυνομένη δαίμονι οὐκ ἀγαθῷ , | ||
ἡ δὲ γυνὴ ἐκείνη τίς ἐστιν ἡ ὥσπερ τυφλὴ καὶ μαινομένη τις εἶναι δοκοῦσα καὶ ἑστηκυῖα ἐπὶ λίθου τινὸς στρογγύλου |
καὶ ἐπὶ τῶν πτερῶν ὁμοίως , ὅτι ἀναπαυόμενος ἵπτατο καὶ ἱπτάμενος ἀνεπαύετο . Τοῖς δὲ λοιποῖς θεοῖς δύο ἑκάστῳ πτερώματα | ||
ποιεῖ ἄκρως . Λαμπυρὶς σκώληξ ἐστὶ πτερωτός , τῷ θέρει ἱπτάμενος : καὶ λάμπει ὥσπερ ἀστὴρ τὴν νύκτα . ἔχει |
τοξεύειν : ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν , πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω : ὃς δέ κε μηρίνθοιο | ||
νόον , ἤ μ ' ἀποειπών ἔχθαιρ ' ἐμφανέως νεῖκος ἀειράμενος . οὕτω χρὴ τόν γ ' ἐσθλὸν ἐπιστρέψαντα νόημα |
: ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ φάρος εἶναι τοῦ βλέπους , ἤτοι τοῦ ὀφθαλμοῦ : βλὲψ γὰρ ὁ ὀφθαλμός | ||
πατήρ ; ἔξειπ ' : ἐπεί νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα βλέπους ' , ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη . Τί |
, ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι . εἰ γάμος ἦν ὁ σῴζων τὴν ἄλλου νόσον νόσον σῴζων αὐτὸς ἀποθνῄσκει νοσῶν . | ||
ἐσχατιῆς , ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι , σπέρμα πυρὸς σῴζων , ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὕοι , ὣς Ὀδυσεὺς |
θήκας ] τάφους . ῥόθος ] ἦχος . ὑπηντίαζε ] συνήντα , ἐξ ἐναντίας ἐφέρετο . μέλλειν ] βραδύνειν . | ||
πῶς γὰρ φίλῳ σοι μὴ μένοντι πιστεύσω ; ” Λύκῳ συνήντα πιμελὴς κύων λίην . ὁ δ ' αὐτὸν ἐξήταζε |
καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λευκὰ πελιδνὰ , καὶ ἐξορᾷ ὡς ἀγχόμενος : ἐνίοτε καὶ τὴν χροιὴν μεταβάλλει , καὶ ἐκ | ||
αἰὲν ὀρούων , ὁπποῖος περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ |
ἐξ ἀριστεροῦ : ἦν γὰρ καὶ ὁ σπλὴν κυρτὸς καὶ σκληρὸς , καὶ ἄνω : περιεγένετο : ὑποστροφή . Ἦν | ||
ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος καὶ ὁ |
. , . ἀγοραῖος νοῦς : ὁ πάνυ εὐτελὴς καὶ συρφετώδης καὶ οὐκ ἀπόρρητος οὐδὲ πεφροντισμένος . οἱ γὰρ ἀγοραῖοι | ||
ἔκχυσις . συμβάλλεται : συνάγεται , μίγνυται . ἰλυόεντα : συρφετώδης , βορβορώδης : ἰλὺς λέγεται ὁ πηλώδης καὶ κάθυγρος |
ὁ ἐν Δελφοῖς ποιητής . Φέρε καὶ τὴν Ὁμήρου τοῦ ὀλβίου ἴδωμεν ἐρώτησιν , ἣν τὸν θεὸν ἐρωτᾷ : ἦ | ||
ἔμολέν τε θεῶν μέγαρον . Τόθι κλυτὰς ἰδὼν ἔδεισε Νηρέος ὀλβίου κόρας : ἀπὸ γὰρ ἀγλαῶν λάμπε γυίων σέλας ὧτε |
ἀπολύουσιν ἀπαγορεύοντες . Αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει . | ||
ἀπολλύουσιν ἀπαγορεύοντες . αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει . |
πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , εὐήνιος , χειροήθης , τιθασός : φιλῶν τὸν ἀναβάτην , εὔνους τῷ ἱππεῖ , | ||
. οὐχ ἡμεροῦται δὲ κατὰ τὸν ἄλλον , οὐδὲ γίνεται τιθασός , ἀλλ ' ἄγριος ἐς τὸ ἀεὶ διαμένει . |
ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . . | ||
: κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ |
οὐκ ἄλλο τῶν εἰς κοινωνίαν οὐδὲν διασῴζεται , ἀλλ ' ἀνίδρυτος ὢν σπείρεται , πάντῃ φορούμενος καὶ μετανιστάμενος ἀεὶ καὶ | ||
Μωυσέα ὁ μὲν φαῦλος , ὥσπερ ἄοικος καὶ ἄπολις καὶ ἀνίδρυτος καὶ φυγάς , οὕτως καὶ αὐτόμολος , ὁ δὲ |
δ ' ἐπήχησε στρατός , ἄελπτον εἰσιδόντες ἐκ θεῶν τινος φάσμ ' , οὗ γε μηδ ' ὁρωμένου πίστις παρῆν | ||
τί γὰρ ἄν τις πάθοι ; τὸ δ ' οὐχὶ φάσμ ' ] ἔστ ' , ἀλλὰ παῖς ἀληθινή , |
ἄγαλμα Ἀθηνᾶς πεποίηται . Γυθίου δὲ τρεῖς μάλιστα ἀπέχει σταδίους ἀργὸς λίθος : Ὀρέστην λέγουσι καθεσθέντα ἐπ ' αὐτοῦ παύσασθαι | ||
τοῦ κατηνάλισκε , κατήσθιε , καὶ διὰ . . . ἀργὸς ἦν . : Ἀττικοὶ δὲ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν ἀρσενικῶν |
τυγχάνει δορυξένων : ἄγγελλε δ ' , ὅρκον προστιθείς , ὁθούνεκα τέθνηκ ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης , ἄθλοισι Πυθικοῖσιν | ||
ἐναντίαν ὁδὸν δήμους τ ' ἔσῳσα καὶ τύραννος ἱζόμην . ὁθούνεκα ἐν αὐτὸς αὑτῷ πάντα συλλαβὼν ἔχει ἥκει δ ' |
τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι ὀστράκινος , εὐτελής . Χρυσὸς Κολοφώνιος : | ||
: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς θεός . καί : Χυτρεοῦς ἄνθρωπος : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μυσῶν |
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
με : ὑπερβαλλόντως ἀπώλεσέ με . ὑπερβάλλει πάντα λόγον ἡ ἀτυχία : ἑαυτὸν λέγει δεικτικῶς : ὁ χρόνος με θεραπεύσει | ||
ἀδίκως καὶ ἀθέως διαφθαρέντα ὑπ ' αὐτῶν . Ἥ τε ἀτυχία ἀδικεῖται ὑπ ' αὐτοῦ , ἣν προϊστάμενος τῆς κακουργίας |
ἄλλην οἶσθα καιριωτέραν βουλὴν ἑτοίμαζ ' , ὡς ἔγωγ ' ἀμήχανος χρησμῶν ἀκούσας εἰμὶ καὶ φόβου πλέως . ξένοι , | ||
πρῶτον μὲν ἔνδοθεν ἐγείρεται καὶ περὶ τὰ χείλη τοῦ πιόντος ἀμήχανος κνησμός , καὶ οἷος δὴ τοὺς χριομένους τῷ ὀπῷ |
τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν | ||
δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ ' |
τῆς ἄγαν πιμελῆς ἀλλότριον , τηνικαῦτα καὶ ἐκεῖνος ᾐσθάνετο καὶ ἠγείρετο ἐκ τοῦ ὕπνου . Τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς | ||
ἐν ἠπείρῳ μέσῃ τοὺς ἐχθροὺς κατείληφε ναυαγία : κῦμα δεδιδαγμένον ἠγείρετο καὶ ῥοῦς κεκελευσμένος ἐγίνετο καὶ ποταμὸς ἀπὸ συνθήματος ῥεῖν |
μιασμοῖς τῆς γῆς συνεχόμενος μᾶλλον οἰκοδομεῖ , αὐτὸς δὲ οὐ μιαίνεται . Ὑπονοῶ δὲ καὶ πράξεις ἐν ὑμῖν οὐ καλὰς | ||
τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται . θ πόλισμ ' ἅπαν |
τὸ ἀρι ἐπιτατικὸν καὶ τὸ ὀδούς γίνεται ἀριόδους , ὡς ἀρίζηλος , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀργιόδους , ὡς ἄνοια | ||
λόγος τοιοῦτος : ὁ μετὰ τῆς ἀρετῆς πλοῦτος ἀστήρ ἐστιν ἀρίζηλος καὶ ἀληθινώτατον ἀνδρὶ φέγγος , εἰ δή τις αὐτῷ |
πλέουσαν . δύσφραστα : δυσνόητα . κέλευθα : πορείας . Εἱλεῖται : συστρέφεται . πολιοῖο : λευκοῦ . ἑρπύζουσα : | ||
τοῦ βοὸς , ὄνυξ δ ' ἡ τοῦ ἀνθρώπου . Εἱλεῖται : στρέφεται . δριμεῖα : βιαία . θύελλα : |
οἵων ἐγώ ποθ ' ἁ ταλαίφρων ἔφυν : πρὸς οὓς ἀραῖος , ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . | ||
εἰς γῆν , καὶ ταῖς ἡνίαις ἐμπλακεὶς ἑλκόμενος θνήσκει . ἀραῖος . βλαβερός . ἐν εὐχαῖς . ἀλλαχοῦ : δίχα |
, ὁ μέλλων θώσω , θώνη ἔδει : καὶ λέγεται θοίνη . . . : υἱέα : ἐν ἐπιστολῇ ποτε | ||
καὶ ἐνεργεῖν κατὰ τὴν ἐμὴν καθαρτικὴν δύναμιν ; Καὶ ἡ θοίνη δὲ τὴν πολλὴν αὐτοῦ πρόνοιαν καὶ προθυμίαν ἐνδείκνυται τοῦ |
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ | ||
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ |
καὶ αὐτῆς τῆς ἀληθείας ὁρᾶται τὰ θεάματα , ἀκριβῶς τε διαλάμπει καὶ διηρθρωμένα λαμπρῶς ἐκφαίνεται : τὰ δὲ τῶν ἀρχαγγέλων | ||
ἄλλων διαφέρομεν ζῴων , ἐν μόνῳ δὴ τούτῳ τῷ βίῳ διαλάμπει , ᾧ οὐκ ἦν τι τυχὸν καὶ οὐ μεγάλην |
θηλυκοῦ ἀλλὰ τὴν εὐθεῖαν , χάρις γάρ , δηλονότι τὸ χαριτόεις ἀναλογώτερόν ἐστι τοῦ χαρίεις . Παραφυλαττόμεθα δὲ παρὰ τῷ | ||
γὰρ ἄνεμος ἀρσενικόν ἐστιν : εἰ ἄρα οὖν τὸ μὲν χαριτόεις ἀποβολῇ τῆς ει διφθόγγου τὴν γενικὴν τοῦ θηλυκοῦ ποιεῖ |
πάντα τῷ αὐτῷ παρεῖναι κἂν καθ ' ὑπόθεσιν παρῇ , ἀφόρητος ἔσται ἡ κακία . καλεῖται μὲν οὖν ἡ κακία | ||
οὐ δυνάμενα κατασχεθῆναι . Αἰσχύλος Σεμέληι . ‖ ἄστεκτος : ἀφόρητος , ἀβάστακτος . ‖ ἀστέκτως : ἀνυπομονήτως , ἀνυποστάτως |
ἤως μία καὶ ἡ αὐτή . κέλευθος : ὁδὸς , ὁδοιπορία . Πομπή : πρόοδος , κίνησις . ῥιπή : | ||
τοῦ βίου , ὡς περίπατος , ὡς πλοῦς , ὡς ὁδοιπορία , οὕτως καὶ πυρετός . μή τι περιπατῶν ἀναγιγνώσκεις |
τοῦ θεοῦ καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ „ , παρελθὼν ὁ δοκησίσοφος Ἰοθόρ , τῶν μὲν θείων ἀμύητος ἀγαθῶν , τοῖς | ||
, Ἀντιφῶν δὲ καὶ εἴσοπτοι . . . . . δοκησίσοφος , ὡς Ἀ . ἔφη . . . δυσάνιος |
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
περισπᾶται . ] οὗτος αὐτὸς : [ Ἀντὶ τοῦ ὁ ἔποψ ] ἐρεῖ ἡμῖν . καλός γε καὶ φοινικιοῦς : | ||
κεῖσθαι ἄγαλμα Ἕλληνι χαλινὸν καὶ κόσμον ἵππου , ὁ δὲ ἔποψ οὗτος Ἰνδῶν βασιλεῖ ἄθυρμά ἐστι , καὶ διὰ χειρῶν |
ἔδαφος : εἰ δὲ παρὰ τὸ δάπεδον , ὁμοίως τῷ εὔτεκνος , εὔμετρος , εὐπρόσωποςἀλλ . ' εἰ καὶ τὰ | ||
ἄνδρα χρὴ κτᾶσθαι φίλον . ἡ γὰρ τεκοῦσα τόνδε πατρὶς εὔτεκνος . Θησεῦ , πάλιν με στρέψον ὡς ἴδω τέκνα |
ποτὲ [ δὲ ] γνόφος : καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , | ||
' ὕδωρ , ποτὲ γνόφος : καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , |
λείου ἐν ἡλίῳ , δοίδυκι μολυβδίνῳ χρώμενος , μέχρις ἂν παχύτερος γένηται , καὶ οὕτως ἐπιβαλὼν τὸν τροχίσκον καὶ συλλεά | ||
ἐστὶ πυκνότερος . καὶ πάλιν ὁ μεῖζον εἰ τύχοι καὶ παχύτερος χαλκὸς τοῦ ἐλάττονος καὶ λεπτοτέρου ποιεῖ ψόφον ὀξύτερον , |
Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ | ||
ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης |
τὴν ἀθλίαν ἐνέρων ] τῶν νεκρῶν περῶν ] ἐρχόμενος . ἀνιχνεύει καὶ πανταχῆ φοιτώσῃ παρίσταται καὶ πλανᾶσθαι ποιεῖ νῆστιν ἤγουν | ||
Κνωσίου εὐρίνοιο κυνὸς μένος , ὅστ ' ἐν ὄρεσσι θηρὸς ἀνιχνεύει σκολιὴν βάσιν ἐξερεείνων ῥινὸς ὑπ ' ἀγγελίῃ νημερτέϊ καί |
φησί , φήμη ἀνεγειρομένη λάμπει , καὶ οὕτως ὡς ὁ ἑωσφόρος συγκρινόμενος τοῖς ἄλλοις ἄστροις , διὰ τὴν τοῦ Μελίσσου | ||
εἰς ως θηλυκὰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάττει τὸ ω : ἑωσφόρος , ἡωσφόρος : οἷς , ἀκόλουθον καὶ τὸ φωσφόρος |
, καταβολή , ἐκβολή . βίαιος ὄμβρος , πολύς , ῥόθιος , ἐλαυνόμενος , ἐπειγόμενος , πυκνός , συνεχής , | ||
τοῖς ὀδοῦσιν , ἀνοίγων , ἀναρρηγνύς , ῥύμῃ ἐπιών , ῥόθιος συμπροσχωρῶν , βίαιος τὴν ὁρμήν , δυσνίκητος , δυσκαταγώνιστος |
, πολυαρμόνιον , ἀνάρμοστον , ἀναρμοστία , ἀναρμοστεῖν . ῥυθμὸς ἄρρυθμος , ἀρρυθμεῖν : Πλάτων γάρ ἐστιν ὁ ὀνομάζειν οὕτω | ||
: λεία γὰρ οὖσα καὶ ὁμαλὴς ἐμμελής , τραχυνθεῖσα δὲ ἄρρυθμος : καὶ στενωτέρα μὲν ὀξύν , εὐρυτέρα δὲ βαρὺν |
. στροφὴ ἑτέρα κώλων εʹ . πόποι ] φεῦ . μήδεται ] βουλεύεται , ἤγουν μελετᾶται . νέον ] ἀντὶ | ||
ἁλὸς ἔλθῃ δῖα Θέτις : μάλα γάρ οἱ ἐνὶ φρεσὶ μήδεται ἦτορ υἱέος ἀμφὶ τάφῳ περικαλλέα θεῖναι ἄεθλα : ὣς |
: ὅθεν καὶ ἐνιαυτὸς ὁ ἐνιαυτός ὁ ἑνὸς ὁ ἀεῖ νεάζων . οὕτως Ἡρακλείδης . Σωφροσύνη : διὰ τὸ σῶα | ||
ἔχειν : ὅθεν καὶ ἐνιαυτὸς ὁ ἔνος , ὁ ἀεὶ νεάζων . οὕτως Ἡρακλείδης . Σκότος : ἀπὸ τοῦ σκιάζειν |
ἡ αὐτὴ ἐκνεφίας ποιεῖ . κεραυνὸς δὲ καὶ πρηστὴρ καὶ τυφὼς κατασκήψας σκηπτὸς λέγεται . τοσαῦτα μὲν ἀρκέσει ὡς ἐν | ||
. ] : ἐξετύφην μὲν οὖν κλαί - ουσα . τυφὼς οὖν ἡ ἐκ τῆς ἀναθυμιάσεως συστροφὴ πρὶν ἐκπυρωθῆναι τὸν |
ὁ Αἰγύπτιος ἦν μὲν συνεῖναι δεινότατος , ἀγωνιστὴς δὲ οὐκ ἰσχυρὸς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας , οὐδὲ τὰς ἔξω φερούσας ἀπὸ | ||
. Ὁ δὲ Ξιφίας τῷ τοῦ Ἑρμοῦ προσήκων φαίνεται δὲ ἰσχυρὸς καὶ χλωρότερος , παραμήκεις μᾶλλον ἀκτῖνας ἔχων περὶ αὑτόν |
Ψυχρὸς σφυγμός ἐστιν ἐν ᾧ ἡ ἀρτηρία ψυχροτέρα καταλαμβάνεται . Μέσος ἐστὶν ὃς τὴν τοῦ ψυχροῦ τε καὶ θερμοῦ συμμετρίαν | ||
ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : ἐξήπλωται , διαχεῖται , καθά περ |
πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν | ||
ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις |
τὸ β ἀμορβός καὶ ἀμορβής , . . . . ἀμόργινος : χιτῶνα σημαίνειν ἐκδέχονται , καθὼς καὶ Θηραῖον τὸν | ||
δ ' οὖν καὶ ταύτας εἶναι λέγουσιν . ὁ δὲ ἀμόργινος χιτὼν καὶ ἀμοργὶς ἐκαλεῖτο . καὶ μὴν καὶ τὰ |
ποδιστῆρας πέπλους . τοιοῦτον ἂν κτήσαιτο φιλήτης ἀνήρ , ξένων ἀπαιόλημα κἀργυροστερῆ βίον νομίζων , τῷδέ τ ' ἂν δολώματι | ||
λέγεται δὲ πρὸς ὠδίνουσαν γυναῖκα . . . ἀπαιόλη καὶ ἀπαιόλημα : στέρησις . Ἀριστοφάνης : ὦ παμβασίλει ' Ἀπαιόλη |
φρεσὶν ἄχθος ἀλύει μήτηρ , τηλυγέτοιο θοὴν ὠδῖνα θυγατρὸς πρωτολεχοῦς φρίσσουσα : τὸ γὰρ μέγα δεῖμα γυναικῶν : αὐτὴν δ | ||
, ψυχρὸν φυσιόωσα χαλαζήεντι χιτῶνι : καὶ χλοεροῖς πέπλοισι δέμας φρίσσουσα καλύπτει Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον |
ποιῆσαι . ἀλλὰ νὴ Δία , ἴσως ἂν εἴποι , κερδαίνων τι ἰδίᾳ ὁ πατὴρ ἀπὸ τοῦ ἀργυρίου ἐκείνῳ μᾶλλον | ||
. ἢ τί καὶ βουλόμενος ὁ Ἀλέξανδρος τοῦτο ἂν ἐτερατεύσατο κερδαίνων μηδὲ ἕν ; ἄλλως τε οὐδ ' ἂν ἔπρεπεν |
γε ” φαίνεται “ αἰσθάνεσθαί ἐστιν ; Ἔστιν γάρ . Φαντασία ἄρα καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι | ||
τόπου τῆς μάχης . Προτροπὴ εἰς ἀνδρείαν καὶ πειθανάγκην . Φαντασία πλήθους . Φαντασία ὀλιγότητος . Τακτικά . Περὶ τῆς |
ὀρθογωνίου τριγώνου τὸ σχῆμα , ὡς ἄν τις ἐν ἐπιπέδῳ νοήσειε , βάσιν μὲν ἔχον τὴν καθ ' ἡμᾶς παραλίαν | ||
ὁρώμενον φωτοειδῆ ὄντα τοῦτο τὸ φῶς τὸ ἐξ αὐτοῦ φῦναι νοήσειε τὰ ἄστρα . Ἐνταῦθα μὲν οὖν οὐκ ἐκ μέρους |
τὸν χρυσὸν , πυρρὸν ὡς τὸ αἷμα . Αὕτη ἐστὶν κιννάβαρις τῶν φιλοσόφων καὶ χαλκὸς ἄσκιος ξανθός . Ὧδε μνήσθητι | ||
: πᾶσα οὖν ὑδράργυρος ἀπὸ σωμάτων γίνεται . Οὗτος δὲ κιννάβαρις εἶπεν , ὡς δῆλον αὐτὴν ἀπὸ κινναβάρεως οὖσαν ; |
Φρυγίαν ξέναν Ταντάλου Σιπύλῳ πρὸς ἄκρῳ , τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς πετραία βλάστα δάμασεν , καί νιν ὄμβρῳ τακομέναν , | ||
πλάττειν μύθοις ἐπὶ τῷ κατέχειν τὸν υἱόν . Ὡς δὲ ἀτενὴς ἦν καὶ κατὰ πάντων ὤμνυε θεῶν καὶ ἐδίδου βασανίζειν |
ἐγνωκότων , αὐτός , εἴτε συμφέρειν Ῥωμαίοις ἡγούμενος , εἴτε ἄκρος ὢν ὀργὴν καὶ φιλόνεικος ἐς τὰ λαμβανόμενα , εἴθ | ||
: ” δι ' ἄκριας ἠνεμοέσσας ” . καὶ ἔστιν ἄκρος ἀκρόεις καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι * * * ὀκριόεις |
δεῖν εἶναι ; Τιθῶμεν , ἔφη . Φιλόσοφος δὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ταχὺς καὶ ἰσχυρὸς ἡμῖν τὴν φύσιν ἔσται ὁ | ||
ἑαυτῆς ζητοῦσα καὶ ἑαυτὴν γινώσκουσα : ἡ μέντοι αἰσθητικὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ἐπιθυμητικὴ οὐ κινεῖται κύκλῳ , ἀλλ ' εὐθεῖαί |
ἀπ ' αὐτῶν , ἐπειδὰν κινῆται , βαρὺς ὢν καὶ πληκτικὸς τὴν κεφαλὴν ἐνοχλεῖ : διὰ τοῦτο καὶ τὰς ἐμβάσεις | ||
τῆς μήτρας . ὁ δὲ | οἶνος διὰ τὴν ἀποφορὰν πληκτικὸς καὶ καρώδης οὐ μόνον ἐπὶ τῶν οὕτω τρυφερῶν παίδων |
καὶ ἀνώλεθρον ἂν εἴη : ἀσώματος γάρ ἐστιν οὐσία , ἀμετάβλητος κατὰ τὴν ὑπόστασιν καὶ νοητὴ καὶ ἀειδὴς καὶ μονοειδής | ||
ταῦτα ὁ νοῦς ὁ πρακτικὸς γινώσκει , ἀδιαίρετός τε καὶ ἀμετάβλητος . ὅταν δὲ αὐτὸς πρὸς ἑαυτὸν ἐπιστρεφόμενος καὶ κατὰ |
. κατ ' ἔνδειαν τοῦ γ : ἀμίσγαλλος , ὁ δυσάρεστος , ὁ μὴ ἄλλῳ μισγόμενος . . . . | ||
καθόλου τῆς τιμωρίας ἀπαλλάξαντες . ταῦτα μέν τις εἶπεν ἀνὴρ δυσάρεστος , ὡς ἐγὼ δοκῶ , καὶ πολλὰ λελυπημένος κατὰ |
τῶν ἀϲθενῆ ἐχόντων τὸν ϲτόμαχον καὶ ἐπὶ τῶν πυρεττόντων . κουφοτάτη γὰρ οὖϲα ῥᾳδίωϲ ἀναρπάζεται εἰϲ τὸ ϲῶμα καὶ ϲυγκινεῖ | ||
γὰρ ἡ τερμινθίνη : καὶ γὰρ συνεστηκυῖα καὶ εὐωδεστάτη καὶ κουφοτάτη τῇ ὀσμῇ ἀλλ ' ὀλίγη . δευτέρα δὲ ἡ |
ὅ γε πρὶν θανέειν ἀναδύεται , ἀλλ ' ἐπὶ παισὶν ἡμιθανὴς προβέβηκε , μέλει δέ οἱ οὔτι μόροιο τόσσον , | ||
: χάριν παίδων . παίδων : παισίν . Ἡμιδαμής : ἡμιθανὴς , ἡμίκοπος . ἡμιδαής : ἡμίτμητος , ἡμιμέριστος , |
τὸ ἵημι τὸ σημαῖνον τὸ πέμπω ἑτός καὶ ἄφετος καὶ ἄνετος . . . . ἀνέγναμψαν : αὐτὰρ ἐμοὶ δεσμὸν | ||
ἄνω . τὰ δὲ ἔχοντα Α ὁμοίως : ἄργετος ἄρετος ἄνετος πάγετος , ὅπερ ὀξύνει ἡ συνήθεια . ἔτι ὀξύνεται |
, ἐπεὶ διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν , πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον : λιτᾶν δ ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν : | ||
] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας . σπαρνὰς ] σπανίους . ἄφερτον ] βαρύν . οὐκ ἀναίνομαι ] ἀλλὰ χαίρω ἐν |
ἐμποιεῖ οὐδὲ ἔρχεται ἐφ ' ἡμᾶς , ἀλλὰ τὰ μὲν ἀτρεμεῖ , ἡμεῖς δέ ἐσμεν οἱ τὰς περὶ αὐτῶν κρίσεις | ||
πάσχεις ; ἔφη : καὶ τί δή ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὖς ; καὶ ὁ ἐλέφας , κατὰ |
: ὁ δέ , καιρία γὰρ ἦν ἡ πληγὴ καὶ ἀνύποιστος , αὐτίκα ὕπτιος ἐπεπτώκει , καὶ μόλις φοράδην ἐς | ||
ᾧ δὴ καὶ ἡ Μακεδονικὴ φάλαγξ χρωμένη ἐν καταπύκνῳ στάσει ἀνύποιστος εἶναι ἐδόκει τοῖς πολεμίοις . εὔδηλον γάρ , ὅτι |
: ἔνθεν περιβλήμασι χρῆσθαι τοῖς προσισταμένοις . ιεʹ . Ὕπνος ἑδραῖος , ὀρθῷ νυσταγμός . Θαυμαστὸς ὁ λόγος . οὐκ | ||
, ἀδίκαστος ἀδέκαστος , γέγονε βέ - βαιος , ὁ ἑδραῖος καὶ βεβηκὼς πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν ἀστηρίκτων . γράφεται δὲ |
πρώτη μὲν αὐτῷ δεξιωσομένη προσῆλθεν ἡ μήτηρ πένθιμά τ ' ἠμφιεσμένη τρύχη καὶ τὰς ὁράσεις ἐκτετηκυῖα ὑπὸ τῶν δακρύων , | ||
χαίρω πρός γε τοῖς σοῖς παιδικοῖς . Γυνὴ μέλαιναν δέρριν ἠμφιεσμένη . Εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς ᾔθεος . |
θυμὸς ἐφορμήσει μενεαίνειν , οὐδ ' εἰ χάλκεα γυῖα καὶ ἄγναμπτον σθένος ἀνὴρ ἄντικρυ στεφάνοιο πόθῳ κομίσας ἐριδαίνοι . ναί | ||
κύων * ἀζήνῃ : ξηραίνῃ * τεύξῃ : ποιήσῃ * ἄγναμπτον : ἄτρωτον ἀκαμπτῆ * ὀδόντι : τῆς ἀσπίδος ὑπὸ |
κακοσπλάγχναις ἤτοι ὀργίλαις πλάναις , ἃς Ἰοῖ περιέβαλλε . . ὁμαλὸς ] ἥσυχος , κακῶν ἄπειρος . . ἄφοβος ] | ||
. ἔστι δ ' ὁ προειρημένος † λειμὼν ἄνωθεν μὲν ὁμαλὸς καὶ παντελῶς εὔυδρος , κύκλωι δὲ ὑψηλὸς καὶ πανταχόθεν |
μὴ ἐλεούμενοι ὑπ ' αὐτῶν τετυφλωμένων ὄντων καὶ ἀσυνέτων . Ἄνθρωπος δέ τις δεῖπνον παρετοιμάζει εἰς τὸ καλέσαι φίλον αὐτοῦ | ||
ἠρώτα τὸν Δημώνακτα , τίς ὢν χλευάζοι τὰ αὐτοῦ : Ἄνθρωπος , ἔφη , οὐκ εὐαπάτητα ἔχων τὰ ὦτα . |
ἀλλ ' ὑπὲρ τοῦ προτρέψαι τε πρὸς τὰς ἐνεργείας καὶ συστρέψαι τὸν τόνον καὶ τὴν ἐκ τῆς μαλακῆς τρίψεως ἀραιότητα | ||
καὶ δυσχερεῖ χρώμενος . στείλασθαι τὸ πρόσωπον : ἀντὶ τοῦ συστρέψαι καὶ σκυθρωπάσαι . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἱστίων τῶν |
ἐδήλου τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν κακίαν : διὰ μὲν τῆς ἀμόρφου τὴν κακίαν , διὰ δὲ τῆς εὐμόρφου τὴν ἀρετὴν | ||
καλά : ἤγουν σὺ μὴ καλὸς ὢν καλὸς φαίνῃ . ἀμόρφου σου ὄντος ἐρᾷ ἡ Γαλάτεια . τῷ δ ' |
ἐν οὐσίᾳ γεώδει , ὃ τρόπον ἕξεως πνευματικῆς πεφώλευκε καὶ ἐλλοχᾷ δι ' ὅλης ἄχρι περάτων τεταμένον : φλὸξ δέ | ||
κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον δὲ αὐτόν ποτε ἐλλοχᾷ καὶ καθεύδοντα : ἦν δὲ ἄρα ἐμβαλὼν τὸ πρόσωπον |