σοὶ δὲ χρὴ τάδε πάντα μέλειν νύκτάς τε καὶ ἦμαρ ἀρχοὺς λισσομένῳ τηλεκλειτῶν ἐπικούρων νωλεμέως ἐχέμεν , κρατερὴν δ '
Παραπλήρωμά ἐστι φράσις ἢ λέξις ἐκ περισσοῦ παραλαμβανομένη , οἶον ἀρχοὺς αὖ νηῶν ἐρέω νῆάς τε προπάσας . ἡ γὰρ
6748925 προπασας
πρὸς τοὺς περιγράφοντας τούτους τοὺς στίχους . . νῆάς τε προπάσας : ὅτι περισσὴ ἡ πρό πρόθεσις . . .
πλεονάζει : καὶ ἀρχοὺς αὖ νηῶν ἐρέω , νῆάς τε προπάσας , πλεονάζει ἡ πρό . Ἔλλειψίς ἐστι λέξις οὐ
6556652 σφωϊν
βʹ προσώπου οὐδέποτε ἐγκλίνονται διὰ τὴν βραχεῖαν τάσιν : νῶϊν σφῶϊν : προπερισπῶνται γάρ . αἱ δὲ τοῦ τρίτου ὀξυνόμεναι
Ἕκτωρ , ὃς Διὸς εὔχετ ' ἐρισθενέος πάϊς εἶναι . σφῶϊν δ ' ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν αὐτώ
6315108 προϊαψεν
τὰ σώματα εἰπὼν “ πολλὰς δ ' ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων , αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν ” .
ὡς Πάρις , “ πολλὰς δ ' ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν : ” ἀπὸ δὲ τῆς Ἀΐδης “ ἰφθίμῳ τ
6296548 ἀρχετ
καὶ πόρτιες ὠδύραντο . ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . ἦνθ ' Ἑρμᾶς πράτιστος ἀπ '
' ἄλσεα ποσσὶ φορεῖται ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς ζάτεις ' : ἆ δύσερώς τις ἄγαν
6255510 ἀρχε
διὰ νυκτὸς ἀοιδή , ὀρχείσθω τις , ἑκὼν δ ' ἄρχε φιλοφροσύνης . ὅντινα δ ' εὐειδὴς μίμνει θήλεια πάρευνος
κτῶ : οὓς δ ' ἂν κτήσῃ μὴ ἀποδοκίμαζε . ἄρχε πρῶτον μαθὼν ἄρχεσθαι . συμβούλευε μὴ τὰ ἥδιστα ,
6253045 πτυχων
σκεπάσματα . ἀναπτύξαντα : ἀναπετάσαντα , ἀνοίξαντα . θυρέτρων : πτυχῶν . Ἰλύν : βόρβορον . λιχμάζοντα : ἐσθίοντα ,
, ὡς εἰπεῖν γραμματείδιον δίθυρον ἢ τρίπτυχον ἢ καὶ πλειόνων πτυχῶν , ἢ καθ ' Ὅμηρον πίνακα πτυκτόν : καὶ
6241931 ἐνεπει
καὶ τέσσαρας ἀρετάς ὁ θνατὸς αἰών , φρονεῖν δ ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον . τῶν οὐκ ἄπεσσι : χαῖρε ,
θεοῖς βροτείωι τε γένει , Ζεὺς μειλίσσων στυγίους Ματρὸς ὀργὰς ἐνέπει : Βᾶτε , σεμναὶ Χάριτες , ἴτε , τὰν
6241404 ὀλεσσεν
ἀπέληγεν ἀνίης , καί νύ κε θυμὸν ἑῇσιν ὑπαὶ παλάμῃσιν ὄλεσσεν ἐσθλοῦ ἀδελφειοῖο νεοκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ , εἰ μὴ Νηλέος
: καί νύ κεν ἔνθ ' ὁ γέρων ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσεν εἰ μὴ ἄρ ' ὀξὺ νόησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης
6205457 μελαιναων
, οὐ νηῒ περήσας : οὐ γάρ μοι βίος ἐστὶ μελαινάων ἐπὶ νηῶν , οὐδέ μοι ἐμπορίη πατρώϊος , οὐδ
. τὸ δ ' οὔ ποτε δῖος Ὀδυσσεὺς ἐρχόμενος πόλεμόνδε μελαινάων ἐπὶ νηῶν ᾑρεῖτ ' , ἀλλ ' αὐτοῦ μνῆμα
6149750 μολπης
θεὸν ἱλάσκοντο . . μέλπειν , . . . δ μολπῆς : ὅτι οὐ τὴν ᾠδὴν ἀλλὰ τὴν παιγνίαν λέγει
οὔ μοι ἔτ ' εὐκελάδων ὕμνων μέλει οὐδ ' ἔτι μολπῆς , ἐσθλὸς ἐὼν ἄλλου κρείττονος ἀντέτυχεν : κοῦραι ἐλαφρὰ
6141516 λειβειν
κελέβη καλεῖται ἀπὸ τοῦ χέειν εἰς αὐτὸ τὴν λοιβὴν ἤτοι λείβειν : τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ συνήθως ἔταττον ,
κυρίως : “ Δηΐφοβον δ ' ἐκάλει λευκάσπιδα . ” λείβειν ἐπὶ μὲν τοῦ ῥεῖν “ ὠδύρετο δάκρυα λείβων ,
6115938 γεγωνως
' ἀπίθησε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος , ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες οἵ τε
: ὃ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη . ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Τρώεσσι γεγωνώς : Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ παρμένετ '
6112794 ἀρχεσθ
καὶ ἔργον ἐπ ' ἔργῳ ἐργάζεσθαι . Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀρότοιο δὲ δυσομενάων . αἳ δή
. Ὅθεν καὶ ὁ Ἡσίοδός φησι : Πληϊάδων Ἀτλαγενάων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀροτοῖο δὲ δυσομενάων , οὐ διὰ
6105767 ἐπιτελλομεναων
δὲ Ἀτλαγενέων φασὶ γελοῖον : ἔδει γὰρ εἰπεῖν Ἀτλαντογενέων . ἐπιτελλομενάων : τοῦτο κοινόν ἐστι πανταχοῦ τῶν ἀπλανῶν ἄστρων οὐκ
, καὶ περαιτέρω τούτων . Ἡσίοδος δὲ τῶν Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἀπάρχεται καὶ ὁμοίως Ὁμήρῳ προβαίνει μέχρι πολλοῦ τῶν ἐπῶν
6104646 ὑμε
Δωριεῖς ὑμέ : ἐμὲ δ ' Ἀρχωνίδας ἴαλλε παρ ' ὑμέ , Ἀνδρείοις Σώφρων . ὔμμε Αἰολεῖς : τὸ γὰρ
παρῆχθαι τὰς ἀντωνυμίας : παρὰ γὰρ Δώριον τὴν ἁμέ καὶ ὑμέ καὶ ἔτι σφέ τὸ ἁμέτερος καὶ ὑμέτερος καὶ σφέτερος
6104483 Ἀνασσα
: τοῦτο γὰρ λόγου πολλοῦ καλῶς λεχθέντος ἥδιστον κλύειν . Ἄνασσα , νῦν σοι τέρψις ἐμφανὴς κυρεῖ , τῶν μὲν
πρὶν ἂν τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων . Ἄνασσα πράγους τοῦδε καὶ βουλεύματος , τί μοι σκυθρωπὸς ἐξελήλυθας
6095977 βουκολικας
τί πᾳ εἰς Ἀίδαν γε τὸν ἐκλελάθοντα φυλαξεῖς . Ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . Θύρσις
ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . χὢ
6082780 ἀναριθμοι
Ἀριόμαρδος , καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ πλῆθός τ ' ἀνάριθμοι . ἁβροδιαίτων δ ' ἕπεται Λυδῶν ὄχλος , οἵτ
γὰρ τόπος ἐν Αἰγυπτίοις . ἐρέται ] κωπηλάται . . ἀνάριθμοι ] τοῦτο πρὸς τὸ πλῆθος ἔδει ἐπενεγκεῖν καὶ εἰπεῖν
6072559 διαπρυσιον
τὸ τρύγην ἔχειν : τρύγη δὲ ὁ πύρινος καρπός . διαπρύσιον διάτονον . διακριδόν ἐξ ἐπικρίσεως , διακεκριμένον . δι
' ἰσχανέτην , ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς , ὅς τε καὶ ἰφθίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεθρα
6053817 βραχειων
: ἔπειτα τῷ ἡμίσει πλείους εἰσὶν αἱ μακραὶ συλλαβαὶ τῶν βραχειῶν ἐν ἑκατέρῳ τῶν στίχων : ἔπειτα πᾶσαι διαβεβήκασιν αἱ
τοῦ γὰρ ἰωνικοῦ ἀπὸ μείζονος ἐκ μακρῶν δύο καὶ δύο βραχειῶν ὄντος , ἔξεστι μεταθεῖναι καὶ ποιῆσαι διτρόχαιον ἐκ μακρᾶς
6047807 ἀγειρω
ἀντὶ τοῦ γάρ . γένος ] τὸ τῶν Λημνιάδων . ἀγείρω . . . σοῦται ] συνάξασα κατηγορῶ : νύσσει
ἀερῶ : οἰκτείρω , οἰκτερῶ : ἐγείρω , ἐγερῶ : ἀγείρω , ἀγερῶ . Τὰ διὰ τοῦ ενω δισύλλαβα βαρύτονα
6043295 πελασω
ς ' ὄψομαι . οὐδ ' ἐγὼ ἐς σὸν βλέφαρον πελάσω . τάδε λοίσθιά μοι προσφθέγματά σου . ὦ χαῖρε
: πέλας : παρὰ τὸ πελάζω ῥῆμα , ὁ μέλλων πελάσω καὶ ἀποβολῇ τοῦ ω πέλας τὸ ἐπίρρημα , ὡς
6029096 ἀπτερεως
τὰ μὲν μετόπιν γένετ ' Εὐφήμοιο : κεῖθεν δ ' ἀπτερέως διὰ μυρίον οἶδμα ταμόντες Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα
ἀολλέας ὁρμηθῆναι ? [ ποινὴν τεισομένους . τοὶ δ ' ἀπτερέως ἐπίθοντο ? ? ? ? [ ἐλπόμενοι τελέειν πάντες
6027940 φορεεσκον
ὃ γὰρ πολὺ φέρτατος ἦεν , ἵπποι θ ' οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεΐωνα . ἀλλ ' ὃ μὲν ἐν νήεσσι
δῆσε δ ' ὀπίσσω χεῖρας ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι , τοὺς αὐτοὶ φορέεσκον ἐπὶ στρεπτοῖσι χιτῶσι , δῶκε δ ' ἑταίροισιν κατάγειν
6021994 μοθος
. Γάμμα δ ' ἄρ ' ἀμφ ' Ἑλένης οἴοις μόθος ἐστὶν ἀκοίταις . Δέλτα θεῶν ἀγορή , ὅρκων χύσις
. μόθος Η . . . . . , : μόθος : ὁ Ἀπίων πόνος , μάχη , φρύαγμα .
6014572 καλλιτριχας
ἀνίσχοντες μεγάλ ' εὐχετόωντο ἕκαστος : Ἕκτωρ δ ' ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους Γοργοῦς ὄμματ ' ἔχων ἠδὲ βροτολοιγοῦ Ἄρηος .
φεύγων ἀρήσῃ Διὶ πατρὶ καὶ ἄλλις ἀθανάτοισι θάσσονας ἰρήκων ἔμεναι καλλίτριχας ἵππους , οἵ σε πόλιν δ ' οἴσουσι κονίοντες
6005676 παραλληλως
καὶ οὐ τῆς σπείρας . ἀντεστραμμένων γὰρ αὐτῶν καὶ ὡσανεὶ παραλλήλως κειμένων ἡ οὐρὰ τοῦ Δράκοντος μεταξὺ αὐτῶν διὰ μήκους
Ζηνόδοτος μετέθηκεν ὡς ταυτολογοῦντος πρωτοπαγεῖς νεοτευχέες , ἀγνοῶν ὅτι ἐνίοτε παραλλήλως τάσσει τὰς ἰσοδυναμούσας λέξεις . . . Ν .
5985067 ἐριζω
ὥσπερ παρὰ τὸ σκαίρω σκαρῶ γίνεται σκαρίζω καὶ εἴρω ἐρῶ ἐρίζω , οὕτως καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω
[ ! ! ! ] κυανοκόμοιο [ ] ἀόριστος τοῦ ἐρίζω Ἀριστοφάνης ὅσσα Αἰγινήταις [ ] Ζηνόδοτος Πυθιᾶν Ζηνόδοτος κτανεμεν
5979578 μετεφωνεεν
ἐπαρτέα δαῖτα πάσαντο , δὴ τότ ' ἄρ ' Αἰσονίδης μετεφώνεεν , ἦρχέ τε μύθων : “ Ζεὺς ἐτεὸν τὰ
καὶ ἄγγελον ὀτρύναιμι . ” Ἦ ῥα , καὶ ἀμφίπολον μετεφώνεεν ἆσσον ἐοῦσαν : “ Ὄρσο μοι , Ἰφινόη ,
5972857 Ἀτρεϊδῃς
: ἠῶθεν δ ' Ἰδαῖος ἴτω κοίλας ἐπὶ νῆας εἰπέμεν Ἀτρεΐδῃς Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ μῦθον Ἀλεξάνδροιο , τοῦ εἵνεκα νεῖκος
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες οἵ τε παρ ' Ἀτρεΐδῃς Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος λαοῖς
5969921 διδη
ὡς τὸ ἐφίλη , ἐνόη : οὕτω καὶ Ὅμηρος ἐποίησε δίδη μόσχοισι λύγοισιν ἀντὶ τοῦ ἔδει , ὅ ἐστιν ἐδέσμει
, ἀπὸ τῶν λύγων : λύγος δὲ φυτὸν ἱμαντῶδες : δίδη μόσχοισι λύγοισιν : ἐν Γοργίᾳ : „ πάσας στροφὰς
5963215 ἐελδομενοι
ἐπὶ χρόνον , εἰς ὅ κ ' ἔμοιγε λοιβὰς ἀμφιχέωνται ἐελδόμενοι μέγα νόστου : αὐτὴν δ ' , εἴ κ
, στέρνον δέ οἱ ἀφριόωντος δεύεται , οὐδ ' ἵστανται ἐελδόμενοι πόδες οἴμης , πουλὺς δ ' ἀμφ ' ἕνα
5961602 ἠῳος
. ψυχρὴ γάρ τ ' ἠὼς πέλεται Βορέαο πεσόντος , ἠῷος δ ' ἐπὶ γαῖαν ἀπ ' οὐρανοῦ ἀστερόεντος ἀὴρ
βοάασκεν ἀυτῇ . Αὐτίκα δ ' ἀκροτάτας ὑπερέσχεθεν ἄκριας ἀστήρ ἠῷος , πνοιαὶ δὲ κατήλυθον : ὦκα δὲ Τῖφυς ἐσβαίνειν
5958106 προστακτικου
ἀπαλλάσσου καὶ ἀναχώρει : ἀπὸ τοῦ στείχω , δευτέρου ἀορίστου προστακτικοῦ , . , . . . . Ἀπόερσε :
πουσαν . διώκοι : διωκέτω : τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ προστακτικοῦ . Κραδίης : ἀπὸ τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας .
5957943 σελματα
στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ . οἱ δ ' ἀνὰ σέλματα βάντες ἐπισχερὼ ἀλλήλοισιν , ὡς ἐδάσαντο πάροιθεν ἐρεσσέμεν ,
ποτηρίου οὕτως : ἀλλ ' ἄγε σὺν κώθωνι θοῆς διὰ σέλματα νηὸς φοίτα καὶ κοίλων πώματ ' ἄφελκε κάδων ,
5949212 περθε
. , † : . , ἰαμβικὸν τρίμετρον μονόμετρον τρίμετρον πέρθε ] † οἱ γράφοντες ὕπερθεν ἀμαθεῖς τῷ μέτρῳ ἰαμβικὸν
σοῦ γενείου , δι ' ἐμὴν χάριν . Ἄλλως . πέρθε : οἱ δὲ γράφοντες ὕπερθε ἀμαθεῖς τοῦ μέτρου .
5949165 πληθυντικος
ἀριθμοὶ πόσοι ; [ γ . ἑνικός , δυϊκός , πληθυντικός ] [ ] . ἑνικὸς τί [ ἐστιν ]
τρεῖς [ ἑνικός ] , [ δυϊκός ] , [ πληθυντικός ] ? . [ πτώσεις ] ? πέντε ὀρθή
5948639 στιξ
. κατὰ στίχας : κατὰ τάγματα , κατὰ τάξεις , στὶξ ἡ τάξις , στιχὸς , στίχας . Δεκάδεσσιν :
ἑκατὸν , λεγεὼν ἐκ μυρίων . λόχοισιν : ἀλλαγίοις : στὶξ ἐκ πεντακοσίων , λόχος δ ' ἐκ πεντήκοντα ,
5941408 σφωε
. Σφωέ . Αὕτη αἰτιατικὴν μόνην σημαίνει , τίς τάρ σφωε θεῶν καὶ ἐπεὶ σύνηθες Ὁμήρῳ τὸ δισυλλαβοῦν , σαφὲς
τοῦ τονικοῦ οὐκ ἐμποδίζοντος , ἀνθρώποις μοι , τίς τάρ σφωε . Πρὸ τῆς οὖν κατὰ μέρος αὐτῶν ἐξετάσεως διαληπτέον
5939065 παλλω
τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ
αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον
5933135 ἐνυω
ἰχθυηρά . μετά σφισιν : ἐν αὐτοῖς τοῖς τρισίν . ἐνυώ : μάχη , ἡ πολεμικὴ θεά . Μόθος :
αὐτοῖς . Ὑπέρβιος : δυνατός . ἐνιπή : γράφεται ἐνυώ ἐνυώ : τῇ μάχῃ . Ἀντίπρωρον : ἐξεναντίον . Ἄγρια
5929506 Μοισαι
τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω : μελίφθογγοι δ ' ἐπιτˈρέψοντι Μοῖσαι . ὦ Φίντις , ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος
οὕτως ἐργαξῇ . καὶ μὰν πρότερόν ποκα μουσικὸς ἦσθα . Μοῖσαι Πιερίδες , συναείσατε τὰν ῥαδινάν μοι παῖδ ' :
5924287 κλωπας
δεῦρο πᾶς . τούσδ ' ἔχω , τούσδ ' ἔμαρψα κλῶπας οἵτινες κατ ' ὄρφνην τόνδε κινοῦσι στρατόν . τίς
ἡ Γόργοιο φύλαξ κτεάνων τε καὶ ἀγροῦ , τόξῳ μὲν κλῶπας βάλλε , σάου δὲ φίλους : καί σοι ἐπιρρέξει
5907891 Ἐπιρρημα
τυχόντος αὔξεται . . : ἆ ἆ ἔα ἔα ] Ἐπίρρημα ἐκπληκτικὸν Ἀττικόν : ἰδιοπεποιημένη ἡ φωνή . . :
. . βοᾷν : Κράζειν . ἰοὺ , ἰοὺ : Ἐπίρρημα θρηνητικόν . . τί δῆτά σοι τίμημα : Ἐπέβαλλον
5905065 ἰχθυβολων
παλάμῃσιν ἀγρευτὴρ ἀνέδυ τε καὶ ἀφραίνουσαν ἔφηνε . Τόσσα μὲν ἰχθυβόλων ἐδάην ἁλιεργέα τέχνης δήνεα , καὶ τόσσοισιν ἐπ '
ποιεῖ . Ἰχθυβόλων : τῶν ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τοῦ κήτους ἰχθυβόλων . ἐρέσσων : κωπηλατῶν . Κατάγοιτο : φέροιτο .
5892262 λαεσσι
. εὗρον δ ' ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκης ξεστοῖσιν λάεσσι , περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ . ἀμφὶ δέ μιν λύκοι
πονέοντο νωλεμέως : ἰοὶ δὲ πολυκμήτων ἀπὸ χειρῶν θρῷσκον ὁμῶς λάεσσι καὶ αἰγανέῃσι θοῇσι δυσμενέων ἐς ὅμιλον , ἐπεί σφισι
5889694 ὑψιβρεμετης
θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον , ἐν δ ' ἄρα τοῖσι Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , οὗ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον . τοῖσι δ
ταῦτά γ ' ἑτοῖμα τετεύχαται , οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς ὑψιβρεμέτης αὐτὸς παρατεκτήναιτο . τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν ,
5882888 ἰφθιμους
ἰφθίμους κεφαλάς , ἵνα περιφραστικῶς τοὺς ἀνδρείους καὶ ἀγαθοὺς λέγῃ ἰφθίμους κεφαλάς . . ἰφθίμους . Λ , , αὐτούς
τὰς ψυχὰς πρὸς τὰ σώματα εἰπὼν “ πολλὰς δ ' ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων , αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε
5880143 ἀσταχυεσσιν
ἀνάσχου . ἀσπουδεί χωρὶς πάσης σπουδῆς , ἄνευ κακοπαθείας . ἀσταχύεσσιν στάχυσιν . ἄσβεστος μεταφορικῶς ἀκατάπαυστος , ἀκατάληκτος . ἀσπιστάων
λήιον ἐλθών , λάβρος ἐπαιγίζων , ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν : ἡ διπλῆ ὅτι χωρὶς προθέσεως εἴρηκεν ἀντὶ τοῦ
5876678 λυσαν
: οὗτος γὰρ πένης ἦν λίαν . Λύσιοι τελεταὶ καὶ λύσαν ἀλλήλους : ἐπὶ τῶν διὰ μέθην ἐλευθερωθέντων : οἱ
: γενόμενοι δ ' ἔξω τῶν πυλῶν οἱ ? θηρευταὶ λύσαν - τες τοὺς σκύλακας προαφῆκαν ? , αὐτοὶ [
5875981 Ἰρι
Ἶριν δὲ προτέρην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα , Ποσειδάωνι ἄνακτι πάντα τάδ ' ἀγγεῖλαι ,
. . . Ε , . . βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα : ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἔστι κοινὸν νῦν
5860314 ἀτερθε
, τὸ πᾶν δ ' ἄφαντος ἀμπετὴς ἀιδνὸς ὡς κόνις ἄτερθε πτερύγων ὀλοίμαν . ἄφρικτον δ ' οὐκέτ ' ἂν
[ [ ] μιν ἀντιάσ ? [ [ Μελέαγˈρον ] ἄτερθε [ [ ] νας λευ . . . .
5849252 ῥησω
νοήμονος , στήσω στήμων στήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , ῥήσω μεγαλορρήμων μεγαλορρήμονος . Τὰ εἰς ων ἰαμβικά , εἴτε
ἀπὸ τοῦ ῥῶ δηλοῦντος τὸ λέγω , οὗ ὁ μέλλων ῥήσω , ἔνθεν ῥῆσις καὶ ῥήτωρ καὶ ἐπίρρημα ῥήδην καὶ
5849018 στευται
δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη , φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι . στεῦται δ ' ἱεροῦ Τμώλου πελάτης ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι
τοῦ δυσχεραίνων καὶ μεμφόμενος ἐπὶ τοιοῦτον αὐτοὺς στόλον στέλλεσθαι . στεῦται : διαβεβαιοῦται . Καυκάσου ἐν κνημοῖσι : περὶ τὸν
5845563 βλοσυροισι
. τοῖος ἄρ ' Αἴας ὦρτο πελώριος ἕρκος Ἀχαιῶν μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς ,
' : οἳ δ ' αὐχένας ἐξεριπόντες κείατο τεθνηῶτες ὑπὸ βλοσυροῖσι λέουσιν : τοὶ δ ' ἔτι μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε
5839081 περιφρασις
μανιάσιν λυσσήμασιν : ταῖς μανιώδεσι λύσσαις . σχῆμα δέ ἐστι περίφρασις : μανιάσιν λυσσήμασιν : ὡς τὸ φοίνικι λίνῳ ,
δὲ διὰ πλειόνων λέξεων τὸ σημαινόμενον ἀποδίδωσιν , ὃ καλεῖται περίφρασις , ὡς ὅταν λέγῃ υἷας Ἀχαιῶν τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ
5835171 πληθυντικου
' ἐγένοντο στρατός : ἡ φράσις κατὰ σχῆμα : ἀπὸ πληθυντικοῦ γὰρ ἑνικὸν ἐπήγαγε . καὶ ἔστι τὸ ἐναντίον παρ
οὐ γὰρ ἐν ὑποκορισμῷ εἴρηκεν . παρήγαγε δὲ ἀπὸ τοῦ πληθυντικοῦ τοῦ οἱ νοῖ τὸ νοΐδιον ὑποκοριστικόν : τινὲς δέ
5834778 γλαφυρας
ὑπερμαχεῖς , κατὰ μεταφορὰν τῶν τετραπόδων . . νῆας ἔπι γλαφυρὰς φερέτην βαρέα στενάχοντε : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι
ἑταῖροι Μηκιστεὺς Ἐχίοιο πάϊς καὶ δῖος Ἀλάστωρ , νῆας ἔπι γλαφυρὰς φερέτην βαρέα στενάχοντα . Ἰδομενεὺς δ ' οὐ λῆγε
5831444 ἠπεδανος
δὲ βίη λέλυται , καὶ χαλεπὸν γῆρας κατείληφέ σε , ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι
δασύνεται τὸ πρὸ αὐτοῦ , ἐγένετο τοῦ β πλεονασμός . ἠπεδανὸς παρὰ τὸ πέδον , ὃ σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς
5828274 ὀτοτοτοτοι
ἀμφὶ Λοξίου ; οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν . ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ . ὦπολλον ὦπολλον . ἥδ ' αὖτε
δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς . ἴυζε μέλος ὁμοῦ τιθείς . ὀτοτοτοτοῖ . βαρεῖά γ ' ἅδε συμφορά . οἴ ,
5827097 ἀγεν
Μεγαρεῖς ἀντιπαρῳδῆσαι οὕτως ” Αἴας „ δ ' ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν νέας , ἔκ τε Πολίχνης , ἔκ τ '
ἐμοὶ πατέρες , οὐ θεῶν ἄτερ , ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν : πολύθυτον ἔρανον ἔνθεν ἀναδεξάμενοι , Ἄπολλον , τεᾷ
5821861 τετραχρονος
, τροχαῖος : ἐκ βραχείας καὶ μακρᾶς , ἴαμβος . τετράχρονος δὲ εἷς , ἐκ δύο μακρῶν , σπονδεῖος .
δισύλλαβοι μὲν τρεῖς οἵδε : σπονδεῖος ἐκ δύο μακρῶν , τετράχρονος , οἷον ἥρως : ἴαμβος ἐκ ˘ καὶ –
5820989 ἐπιρρηδην
ἐοῦσαι ἐπόψιαι ὀφθαλμοῖσιν , ἑπτὰ δ ' ἐκεῖναί γ ' ἐπιρρήδην καλέονται Ἀλκυόνη Μερόπη τε Κελαινώ τ ' Ἠλέκτρη τε
μάλ ' αὕτως εἴρητ ' . ἑπτὰ δ ' ἐκεῖναι ἐπιρρήδην καλέονται . . . [ ἓξ οἶαί περ ἐοῦσαι
5818851 ἐνεργητικος
ἔθησεν , ἀλλὰ ὁ κανών φησιν : Ὁ ἀόριστος πρῶτος ἐνεργητικός , εἴτε ἀπὸ βαρυτόνων ῥημάτων παράγεται , εἴτε ἀπὸ
γέγονε τοῦ βέλεα τείχεα . Ἑνικά . Τετυφώς : ὁ ἐνεργητικός τε καὶ μέσος παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ως
5802446 ὀτρυνον
μενέαινε κῦδος ἀρέσθαι . ἢ ἐθυμοῦτο . . πρῶτα μὲν ὄτρυνον Λυκίων ἡγήτορας ἄνδρας πάντῃ ἐποιχόμενος , Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι :
προγόνοις τὸν ποικίλον καὶ πολύφθογγον ὕμνον διαπλέκων καὶ συντιθείς . ὄτρυνον νῦν ἑταίρους , Αἰνέα : ἀποστρέφει τὸν λόγον πρὸς
5800455 μιγδην
παρὰ τὸ αἴρω ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω
] ἐπιζητεῖ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος πόσιν ] τὸ ποτόν μίγδην ] μεμιγμένως ῥεῖα ] εὐκόλως γλυκύν ] οἶνον γλυκύν
5794127 σφωι
Ἀριστόνικος δηλοῦν λέγων τὸν ἀδηλοποιόν . . . . . σφῶι δ ' ἀποστρέψαντε . † ) ὑμεῖς οἱ δύο
τι ὀρθοτονεῖται , τοῦτο καὶ πρός τι . τὸ ὃς σφῶι προΐει κατ ' ὀρθὸν τόνον , καὶ τὸ νοούμενον
5793393 μελω
: εἴμ ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης , ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω , καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει . οἱ δ
σαφὲς ὅτι ἐκ πρώτου καὶ δευτέρου γεγενημένον , λέγω τοῦ μέλω , μέλεις . καὶ εἰ δίδοται τὰ τῆς συντάξεως
5790606 Θοαντες
βαρύνουσι τὰς ἰδίας γενικὰς : Αἴαντες Αἰάν - των , Θόαντες Θοάντων , Λάχητες Λαχήτων , χωρὶς τοῦ γυναῖκες γυναικῶν
Αἴαντες Αἰάντων Αἴασιν Αἴαντας Αἴαντες , Θόαντες Θοάντων Θόασι Θόαντας Θόαντες : ἐπὶ τούτων γὰρ ἡ μὲν παραλήγουσα τῆς δοτικῆς
5790293 ἐξακοντιζουσιν
τούτοιν καὶ τῆς πάσης τάξεως ἐκθέοντες ἐς τὸν αὐτὸν τρόπον ἐξακοντίζουσιν ἐς τοὺς παριππεύοντας . ἔνθα δὴ ὅ τι περ
ὁμοίως καὶ οἱ εὐνουχώδεις οὐκ ἀποκρίνουσι σπέρμα οὐδὲ οἱ στενόποροι ἐξακοντίζουσιν . Εἰ τοίνυν τὰ ἄλλα εὖ ἔχει ἥ τε
5789880 βαιονας
βλέννος λέγεται : ἔστιν ἰχθὺς παραπλήσιος κωβίῳ . Ἐπίχαρμος δὲ βαίονας , εἴρηται . . . . βεμβράς : εἶδος
βλέννος λέγεται : ἔστιν ἰχθὺς παραπλήσιος κωβίῳ . Ἐπίχαρμος δὲ βαίονας , εἴρηται . . . . βεμβράς : εἶδος
5789439 Χαροποιο
αὖ Σύμηθεν ἄγε τρεῖς νῆας ἐίσας , Νιρεὺς Ἀγλαΐης υἱὸς Χαρόποιό τ ' ἄνακτος , Νιρεύς , ὃς κάλλιστος ἀνὴρ
μάρτυρ μάρτυρος ὁ μάρτυρος , Χάροψ Χάροπος ὁ Χάροπος ‚ Χαρόποιό τ ' ἄνακτος ‚ , Τροίζην Τροίζηνος ὁ Τροίζηνος
5789278 μοναδικαι
γὰρ τῶν σφαιρῶν ἀφέλῃς τὸ συνεχὲς τοῦ μεγέθους , στιγμαὶ μοναδικαὶ ἔσονται , εἴτε αἱ στιγμικαὶ μονάδες προσλάβωσι μέγεθος ,
συνεξηγούμενον γὰρ ἔχει τὸ γένος ἡ δεῖξις . ὅθεν καὶ μοναδικαὶ καλοῦνται , ἐπεὶ διὰ μιᾶς φωνῆς ἡ τριγένεια παρίσταται
5787827 ἀμερδεν
πάσης νήσου . ἄμερδεν ἠμαύρου : “ ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη . ” ἀμφιπολεύεις περιέπεις : “ κεῖνός
ἐγχείῃσι μακρῇς , ἃς εἶχον ταμεσίχροας : ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων
5786469 ἡσω
δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον , ζαπαθέα τε σέβων ἁλίτυπά τε
. . ἀφῆκα : ἐκ τοῦ ἵημι , ὁ μέλλων ἥσω , ὁ ἀόριστος ἦκα καὶ ἀφῆκα ' . .
5782053 οἰχω
, οἷον τρύχω , σμύχω , βρύχω , πλὴν τοῦ οἴχω . Τὰ διὰ τοῦ ειος ὀνόματα ὑπερδισύλλαβα προπερισπώμενα ἔχοντα
ἀνθρώποις ὁ νοῦς . * : εἰσοιχνεῦσι ] Ἀπὸ τοῦ οἴχω , οἰχνῶ : ὥσπερ καὶ ἵκω , ἱκνῶ .
5779492 ἀερω
ἀέξει , . , . * . Ἄερθεν : ἀείρω ἀερῶ ἄερκα ἄερμαι ἀέρθην ἀέρθησαν καὶ ἄερθεν , ὡς τὸ
αὐτὰ πάλιν φυλάσσουσιν οἷον ψαλῶ , νεμῶ , κρινῶ , ἀερῶ . Καὶ πάλιν τελικὸν ὂν τὸ Ν ἐπὶ τῆς
5779056 ἑξασημον
παρ ' Ἀλκμᾶνι , ὃ τὴν μὲν πρώτην ἔχει ἰαμβικὴν ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὰς δὲ ἑξῆς δύο ἰωνικὰς ἑξασήμους
Ἀφρόδιτα : τοῦτο δὲ τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει τροχαϊκὴν ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὴν δὲ δευτέραν χοριαμβικήν , τὴν
5772599 ἠνυτο
ἑλισσόμενος περὶ δίνῃς δύσετ ' ἐς Ὠκεανοῖο βαθὺν ῥόον , ἤνυτο δ ' ἠώς . Καί ῥ ' ὅτε δὴ
ὑπὸ ποσσὶν ὀρώρει ἄχρις ἐς οὐρανὸν εὐρύν , ἐπεὶ μέγα ἤνυτο ἔργον . Εὖτ ' ὀμίχλη κατ ' ὄρεσφιν ὀρινομένου
5772007 λελακυια
σπέος εἰσαφίκοιτο . ἔνθα δ ' ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα . τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλλῆς
ἐπάγει οὕτω : μεσημβρία μεσαμβρία , πήρη πάρη , λεληκυῖα λελακυῖα , μεμηκυῖα μεμακυῖα , συλλαλῶν οὕτω καὶ αὐτὸς τῷ
5771714 ἀρχεο
Ἥρη : “ Αὐτὴ νῦν προτέρη , θύγατερ Διός , ἄρχεο βουλῆς . τί χρέος ; ἠὲ δόλον τινὰ μήσεαι
κέρδιστον ἐν ἀθανάτοισι νόημα , φαῖνέ τε καὶ σήμαινε καὶ ἄρχεο , νύσσαν ἀοιδῆς ἰθύνων : βουλὰς δὲ περισσονόων ἁλιήων
5771510 τυφογερων
τῶν λόγων ταραχθεὶς ἀηδίᾳ . ἐμέσω ] ἰδιωτικῶς ξεράσω . τυφογέρων ] ματαιογέρων , ἀλαζὼν γέρων : ἢ κατάξηρος ,
[ ἵνα ] ἐμέσω ⌈ δηλονότι : βλασφημεῖ γάρ . τυφογέρων ] μάταιος ⌈ γέρων / . κἀνάρμοστος ] ἀηδής
5766296 λαοσσοος
εἰς ἑτάρους ἀλέεινε . Τοὺς δ ' ὁπότ ' Εὐρύπυλος λαοσσόος εἰσενόησε χαζομένους ἅμα πάντας ἀπὸ στυγεροῖο κυδοιμοῦ , αὐτίκα
καὶ ὄλβιος ὅς κ ' ἐφίκηται . τὰς ἐμὲ κηρύσσειν λαοσσόος Ἀργειφόντης ἀνθρώποισιν ὄρινε , μελιγλώσσοιο κελεύσας φθόγγον ἀπὸ στήθεσφιν
5766260 ἠεπερ
' αὑτοῦ λαμπρῶν Ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέπερ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα . καὶ ἑξῆς ἀπαριθμεῖ πολλούς τινας
Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν . ἠέπερ : παρό . ἱδρώς : κόπος . Ὅσσοι :
5760641 δυσομεναων
Πληιάδων Ἀτλαιγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμητοῖ ' , ἀρότοιο δὲ δυσομενάων . καὶ Ἄρατος : αἳ μὲν ὁμῶς ὀλίγαι καὶ
. Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀρότοιο δὲ δυσομενάων . αἳ δή τοι νύκτας τε καὶ ἤματα τεσσαράκοντα
5760139 βηταρμονες
οὓς καὶ βητάρμονας λέγει ὁ ποιητής δεῦτ ' ἄγε Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι . τῶν δὲ Κορυβάντων ὀρχηστικῶν καὶ ἐνθουσιαστικῶν
τε θερμὰ καὶ εὐναί . ἀλλ ' ἄγε , Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι , παίσατε , ὥς χ ' ὁ
5760072 λευκιππος
εἰ μέσον ἆμαρ ὄροιτο , οὔθ ' ὁπόχ ' ἁ λεύκιππος ἀνατρέχοι ἐς Διὸς Ἀώς , οὔθ ' ὁπόκ '
ἀκεσταλίων ἀνίψαλον παίδα , ἀρχεσίμολπον ἐρίσφηλον ἠλίβατον ἀπειρεσίοιο κυνυλαγμοῖο . λεύκιππος : μάτας μεσόνυξ , μεσόνυχος : ὀρείχαλκος : πέποσχα
5758387 προβαδην
ἔασιν . μήτ ' ἐν ὁδῷ μήτ ' ἐκτὸς ὁδοῦ προβάδην οὐρήσῃς : ἑζόμενος δ ' ὅ γε θεῖος ἀνήρ
καὶ ἠρέμα , καὶ ἠπειγμένος περίπατος , καὶ τὸ Ἡσιόδου προβάδην . ἄλλης δὲ χρείας βαίνειν , ἀναβαίνειν , καὶ
5757188 ἐξελεξαντο
διὰ τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης . ἔπειτα φωνὴν πᾶσαν ἀκούοντες ἐξελέξαντο τοῦτο μὲν ἐκ τῆς , τοῦτο δὲ ἐκ τῆς
ἀρχαῖς ἐγένοντο καὶ ἐξέτασιν ὅπλων ἐποιήσαντο , διαστήσαντες τοὺς λόχους ἐξελέξαντο τῶν τε ἐχθρῶν καὶ οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾶξαι τὰ
5750200 λυγοισιν
ἐφίλη , ἐνόη : οὕτω καὶ Ὅμηρος ἐποίησε δίδη μόσχοισι λύγοισιν ἀντὶ τοῦ ἔδει , ὅ ἐστιν ἐδέσμει , καὶ
μόσχευμα γὰρ πᾶν τὸ ἁπαλόν , ὡς Ὅμηρος : μόσχοισι λύγοισιν ἀμέλγοι ] ἀμελγέτω , θηλαζέτω οἵη τ ' ἐξ
5745675 ἐφηπται
ὃς μάλα νήπιός ἐστιν ὡς ἤδη Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ ' ἐφῆπται . Ὣς ἔφαθ ' , οἳ δ ' ἄρα
Ὀλύμπου φανεῖται παντὸς ἐπαχθέστερος : δήλη . Ὀλέθρου πείρατ ' ἐφῆπται : ἐπιδέδεται καὶ ηὐτρέπισται τοῦτο ὀλέθρου ἡμῶν πέρας .
5745247 εἰσβαινον
κλύον ἠδ ' ἐπίθοντο , αἶψα δ ' ἄρ ' εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον . ἦ τοι ὁ μὲν
ῥηγμῖνι πέρην καὶ ἐφ ' ἱερὰ θέντες , νῆα θοὴν εἴσβαινον ἐρεσσέμεν : οὐδὲ πελείης τρήρωνος λήθοντο μετὰ φρεσίν ,
5744062 ἐγχεσιν
Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός , τύπτον δὲ ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι . καί νύ κε δὴ πάντας ὄλεσαν καὶ
τέρας . ἵππους δ ' εἰσελάσαντες , ἐπὶ πρύμνῃσι μάχοντο ἔγχεσιν ἀμφιγύοις αὐτοσχεδόν , οἱ μὲν ἀφ ' ἵππων ,
5743139 κριτοι
ἀγῶνος προεστῶτες νεανίαι , οἱονεὶ βραβευταί : “ αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν . ” αἰγίοχος αἰγιοῦχος : αἰγὶς
φοινικάσπιδες ] ἡμίθεοι πρώτιστον [ - ] [ ] Ἀργείων κριτοὶ ἄθλησαν ἐπ ' Ἀρχεμόρῳ , τὸν ξανθοδερκὴς πέφν '
5741752 βηταρμονας
, ἠὲ πολυτρήτοις λιγέως μέλποντας ἐν αὐλοῖς : ἄλλους ὀρχηθμοῦ βητάρμονας ἴδριας ἔρδει : παιδευτὰς δ ' ἄλλων τοίων ἔργων
, αὐλῶν ἢ κιθάρης ἢ ἀοιδῆς εὐρύθμοιο ἠὲ καὶ ὀρχηθμοῦ βητάρμονας ἴδριας ὄντας θήκαντ ' ἢ χλεύῃσι λάλοις μάχλοις τ
5741542 ἡσθ
: “ Ξεῖνε , τίη μίμνοντες ἐπὶ χρόνον ἔκτοθι πύργων ἧσθ ' αὔτως ; ἐπεὶ οὐ μὲν ὑπ ' ἀνδράσι
καλῶ εἰς τὴν ἕδραν θ ' , ἵν ' ἐκεῖνος ἧσθ ' ὁ φαρμακός . Ἕπου δὲ ταυτηνὶ λαβὼν τὴν
5739532 ἐννεακαιδεκατος
# , ἡ δὲ χειμερινὴ ση γʹ . ιθʹ . ἐννεακαιδέκατός ἐστιν παράλληλος , καθ ' ὃν ἂν γένοιτο ἡ
κλιμακτῆρες κάκιστοι ἐν ἔτεσι τοῦ βίου ἕβδομος , ὁ δωδέκατος ἐννεακαιδέκατός τε ὁ πρῶτός τε καὶ εἰκοστὸς , τούτων δὲ
5738887 ἀγρευτηρας
: φεύγειν . Στέλλοιντο : σφίγγοιντο . Τοίους : τοιούτους ἀγρευτῆρας , ἰοχέαιρα : ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς βέλεσιν .
καὶ μῆτις ἐπίκλοπος , ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς πολλάκις ἐξεπάφησαν ἐπίφρονας ἀγρευτῆρας καὶ φύγον ἀγκίστρων τε βίας λαγόνας τε πανάγρων ,
5737013 παιωνικην
τοῖς κώλοις περιτιθέναι τοὺς παίωνας ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἀμφοτέρους , παιωνικήν γε πάντως ποιησόμεθα τὴν σύνθεσιν , οἷον ἐκ μακρῶν
ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὴν δὲ δευτέραν ἰωνικὴν ἢ δευτέραν παιωνικήν , τὴν δὲ τρίτην τροχαϊκὴν ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον ,
5735567 κλισιαων
. . . . ἀμυνόμενοι σφῶν τ ' αὐτῶν καὶ κλισιάων : ἡ διπλῆ ὅτι λείπει ἡ ὑπέρ πρόθεσις .
τε λειμών , ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων ἐς πεδίον προχέοντο Σκαμάνδριον : αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμερδαλέον

Back