ὡς τὸ ἐφίλη , ἐνόη : οὕτω καὶ Ὅμηρος ἐποίησε δίδη μόσχοισι λύγοισιν ἀντὶ τοῦ ἔδει , ὅ ἐστιν ἐδέσμει | ||
, ἀπὸ τῶν λύγων : λύγος δὲ φυτὸν ἱμαντῶδες : δίδη μόσχοισι λύγοισιν : ἐν Γοργίᾳ : „ πάσας στροφὰς |
ἀπὸ τῶν λύγων : λύγος δὲ φυτὸν ἱμαντῶδες : δίδη μόσχοισι λύγοισιν : ἐν Γοργίᾳ : „ πάσας στροφὰς στρέφεσθαι | ||
καὶ ἀναδύεσθαι . Ὅμηρος [ . Λ , ] δίδη μόσχοισι λύγοισι . Δίδυμος δὲ , λυγισμῶν , [ ἀπὸ |
ἐφίλη , ἐνόη : οὕτω καὶ Ὅμηρος ἐποίησε δίδη μόσχοισι λύγοισιν ἀντὶ τοῦ ἔδει , ὅ ἐστιν ἐδέσμει , καὶ | ||
μόσχευμα γὰρ πᾶν τὸ ἁπαλόν , ὡς Ὅμηρος : μόσχοισι λύγοισιν ἀμέλγοι ] ἀμελγέτω , θηλαζέτω οἵη τ ' ἐξ |
ἔχε ποιμένι λαῶν . Πείσανδρος δ ' ἰθὺς Μενελάου κυδαλίμοιο ἤϊε : τὸν δ ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλος | ||
παράγωγον βῆμι καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βίβημι , ἔνθεν τὸ „ ἤϊε μακρὰ βιβάς „ , βάτρον τι γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα |
ὁ λάλος . Ἀρχίλοχος „ κατ ' οἶκον ἐστρωφᾶτο δυσμενὴς βάβαξ „ . ἐκ τοῦ βάζω βάξω βὰξ ὄνομα καὶ | ||
γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ , τῷ πᾶσαν ἅλμῃ πηλοποιοῦντι χθόνα , ὅταν κλύδωνας |
ὥσπερ ἀπὸ τῆς ὑσμίνῃ δοτικῆς κατὰ μεταπλασμὸν ὑσμῖνι καὶ λιτῷ λιτί . τὸ δὲ ἀϊδής τὸ ἐπίθετον ὀξύνεται , τὸ | ||
τοῦ τὸ λιτὸν τοῦ λιτοῦ τῷ λιτῷ καὶ κατὰ μεταπλασμὸν λιτί , ὡς ἀπὸ τοῦ ὁ κλάδος τοῦ κλάδου τῷ |
. ψυχρὴ γάρ τ ' ἠὼς πέλεται Βορέαο πεσόντος , ἠῷος δ ' ἐπὶ γαῖαν ἀπ ' οὐρανοῦ ἀστερόεντος ἀὴρ | ||
βοάασκεν ἀυτῇ . Αὐτίκα δ ' ἀκροτάτας ὑπερέσχεθεν ἄκριας ἀστήρ ἠῷος , πνοιαὶ δὲ κατήλυθον : ὦκα δὲ Τῖφυς ἐσβαίνειν |
οὓς τέκετο Ῥέα Ζεὺς καὶ ἐγώ , τρίτατος δ ' Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων . τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται , ἕκαστος | ||
ὑπο παρνεθιηισιν [ ] περὶ θνητῶν ἀνθρώπων : [ ] Ἀΐδης καὶ Φερσεφόνεια [ ] νον ? : περὶ γὰρ |
αὐτὴν ταύτην πανοπλίαν ἀνειληφέναι τὴν Ἀθηνᾶν . καὶ ὅτι τὸ γέντο ἐκ τῶν συμφραζομένων νοεῖται τεταγμένον ἀντὶ τοῦ ἔλαβεν . | ||
κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ , γέντο δ ' ἱμάσθλην χρυσείην εὔτυκτον , ἑοῦ δ ' |
τε πουλύποδος ἔχειν κατάχωλε θᾶττον ἢ κεραυνοπλὴξ ἔσει . ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα . βασίλισσα κακοτεχνίζων κρεμάσω ποτικόν ὁτιὴ | ||
. αἰγίθαλλος : ὄρνεον κωλυτικὸν πράξεως . Ἀλκαῖος Γανυμήδῃ ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα . τῷ δὲ τόνῳ ὡς ἀρύβαλλος |
τι σεῖο χατίζει . τὴν δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις : ἦ ῥά νύ μοι δεινή τε καὶ | ||
κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς . Ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις , τῷ ἴκελον οἷόν ποτ ' ἐνὶ Κνωσῷ |
καὶ πώμασιν ἄρσον , ἀντὶ τοῦ ἐφάρμοσον , ὁ παρακείμενος ἦρκα , ὁ παθητικὸς ἦρμαι , ὁ ὑπερσυντέλικος ἤρμην ἦρσο | ||
τὸ ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ὁ παρακείμενος ἦρκα ἦρμαι ἤρμην ἦρσο ἦρτο , Ἰωνικῶς ἄρτο καὶ πλεονασμῷ |
, τὸ χωρῶ . . . . . . : λάζετο : . . . δύναται δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ | ||
φίλον ἦτορ , πὰρ δέ οἱ Ἶρις ἔβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί , μάστιξεν δ ' ἐλάαν , τὼ δ |
' ἔπειτα Διὸς κούρῃ μεγάλοιο , αἶψα μάλ ' ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος καὶ βάλεν Εὐπείθεα κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου . | ||
ἐν οἴδμασιν : ἡ δ ' ἐσιδοῦσα ἔσσυτο καὶ γενύων προΐει μένος , αἶψα δὲ σειρῇ ἐνσχόμενοι μίμνουσιν ἅτ ' |
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται | ||
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ |
' οἶκον ἐστρωφᾶτο μισητὸς βάβαξ . παρὰ τὸ βάζω βάξω βάξ , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βάβαξ . ἔστι δὲ καὶ | ||
κῦφος κύβος , παράγωγον βάζω βάξω , ἀφαιρέσει τοῦ ω βάξ , ὡς ἄλκω ἄλξω ἄλξ , καὶ ἐν διπλασιασμῷ |
δισύλλαβα ἔχοντα τὸ Α ἐν τῇ πρὸ τέλους βαρύνεται : ἄχω μάχω ἄρχω πάσχω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ | ||
ὁ μὴ χωρούμενος διὰ τὴν λύπην , γίνεται δ ' ἄχω ἀχύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνύω καὶ ἄχνυμι |
, μάστιξεν δ ' ἐλάαν , τὼ δ ' οὐκ ἀέκοντε πετέσθην ἐς πεδίον , λιπέτην δὲ Πύλου αἰπὺ πτολίεθρον | ||
, . + . . Βάτην : τὼ δ ' ἀέκοντε βάτην . ἔστι τὸ θέμα βῆμι , ὁ παρατατικὸς |
, μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων | ||
' οὑτωσὶ λέγει : – ˘ ˘ – τότε δὴ χρυσέωι ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . καὶ Αἰσχύλος |
ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ ' | ||
κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας |
τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . θ πάταγος ] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον | ||
. “ οἱ δέ φασι τὸν Διογένην εἰπεῖν , ” πατῶ τὸν Πλάτωνος τῦφον “ : τὸν δὲ φάναι , |
πλώω σώω , χωρὶς τοῦ κολῳῶ , ὅπερ ἀπὸ τοῦ κολῳός γέγονε , καὶ ἔχει τὸ Ι προσγεγραμμένον . Τὰ | ||
. ἐν δέ σφιν κρατερὸν νεῖκος πέσεν , ἐν δὲ κολῳός ἄσπετος , εἰ τὸν ἄριστον ἀποπρολιπόντες ἔβησαν σφωιτέρων ἑτάρων |
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . | ||
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . |
φωνῶ , αὐδή αὐδῶ , σιγή σιγῶ , οὕτως ἅρπη ἁρπῶ . οὕτως Φιλόξενος Περὶ Ῥωμαίων διαλέκτου , . , | ||
φωνή φωνῶ , αὐδή αὐδῶ , σιγή σιγῶ , ἅρπη ἁρπῶ . . . . Ἅρπυιαι : αἱ ἁρπακτικαὶ θεαί |
ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ | ||
, τὸ δὲ αἰτοῦμαι ἐπὶ τοῦ χρήσασθαι εἰς ἀπόδοσιν . ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μὲν γάρ ἐστιν ἄνεμος |
παραληγόμενα Υ μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται | ||
ω καθαρὸν λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε |
ἵπποι μετὰ ἀνάγκης ἕλκονται . καὶ Ὁμηρός φησιν ” ἄκοντε πετέσθην . “ . ἢ ὑπὸ ἵππων σύρεσθαι τῶν πλοκάμων | ||
μάστιξεν δ ' ἐλάαν : τὼ δ ' οὐκ ἀέκοντε πετέσθην μεσσηγὺς γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος . Ἴδην δ |
οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ῥωμαίων διαλέκτου . Ὄτριχας . οἰετέας . οἷον ὁμότριχας καὶ τὸ οἰετέας ἐπλεόνασε τὸ ι | ||
διαλέκτου . Ὄτριχας . οἰετέας . οἷον ὁμότριχας καὶ τὸ οἰετέας ἐπλεόνασε τὸ ι ὀμοετέας . Ὁλκός . παρὰ τὸ |
κατὰ παραγωγὴν οἰζυρὸς καὶ κατὰ διάλυσιν ὀϊζυρός . ὀζυρὸς καὶ ὀϊζυρὸς ὁ ταλαίπωρος καὶ ἄθλιος , καὶ ὀϊζὺς ἡ ταλαιπωρία | ||
δήν : νῦν δ ' ἅμα τ ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο : τώ σε κακῇ αἴσῃ τέκον |
. βώτορες : νομεῖς : πραὰ τὸ βῶ βόσω βέβοται βότης καὶ βοτήρ , ὡς † ἐλάστης ἐλαστήρ † , | ||
μέλλων βόσω βέβοκα βέβομαι βέβοται βοτήρ , καὶ ἀπὸ καὶ βότης , † ὥσπερ καὶ βούτης λέγεται κατὰ πλεονασμὸν τοῦ |
' , ὦναξ , καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν | ||
, ἐναλλάσσω , γεραίρω ἑορτάζω , συναγελάζω , ταχύνω , κηρῶ , τρέφω , πολλάκις ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω |
ἡ δ ' ἄλλους μὲν ἔασε , Θέμιστι δὲ καλλιπαρῄῳ δέκτο δέπας : ἐμπεριεκτικὸν γάρ ἐστιν ἁπάντων τῶν συνευωχουμένων θεῶν | ||
ὕδωρ προΐησιν ἐνυάλιος Θερμώδων , ὅς ποτ ' ἀλωομένην Ἀσωπίδα δέκτο Σινώπην καί μιν ἀκηχεμένην σφετέρῃ παρενάσσατο χώρῃ Ζηνὸς ἐφημοσύνῃσιν |
ἔβαινον , [ ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου : ] μάστιξεν δ ' ἐλάαν , τὼ δ | ||
' ἔβαινον , ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . τοὺς δὲ μετ ' Ἀτρεΐδης ἔκιε ξανθὸς Μενέλαος |
. καὶ βαρύνεται μὲν Αἴας Θόας : περισπᾶται δὲ ἀρκᾶς πελεκᾶς . οὐδέποτε δὲ ὀξύνεται , χωρὶς εἰ μὴ ὦσιν | ||
εἴη ” διὰ τὸ ἑλκόω ἑλκῶ ἕλκος , καὶ πελεκῶ πελεκᾶς : καὶ „ μὴ ἄρχοιτο ἀπὸ τριῶν συμφώνων „ |
. ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα : | ||
ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε |
τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , . | ||
Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια . |
κόρσῃ μάλ ' ἐοικότα φημὶ βροτείῃ παύειν ὀξυτάτῳ τετριμμένον ἄμμιγα Βάκχῳ ἀμφίπολον θανάτοιο κελαινῆς ἀσπίδος ἰόν . μέτρῳ δ ' | ||
τῷ Σαβαζίῳ , τουτέστι τῷ Διονύσῳ , καθάπερ τοὺς τῷ Βάκχῳ Βάκχους . τὸν αὐτὸν δὲ εἶναι Σαβάζιον καὶ Διόνυσόν |
θῆμα , ἐπίθημα καὶ ἀνάθημα . Ἐπίμιξ . παρὰ τὸ μίγω ῥῆμα , μίξω , μίξ , ἐπίμιξ : ὡς | ||
, παρὰ τὸ αἴρω ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , |
ἀναθείη , ἀλλ ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο . ἀμφὶ δὲ πόρκης χρύσεος ἀστράπτει καὶ ἐπ ' αὐτῶι δίκροος αἰχμή . | ||
δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη , περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης . Πράξεως δὲ διηγήσεις εἶεν ἄλλαι τε καὶ αἱ |
τίνα φησί : ἐν πόλει Τροιζηνίᾳ : ἐν Τροιζῆνι γὰρ ἠρίον Ἱππολύτου ἐν ᾧ ἀποκείρονται αἱ μελλόνυμφοι : διὰ τοῦ | ||
τάφου φοιτῶσι . λέγουσι δὲ οἱ τὴν Τρωάδα ἔτι οἰκοῦντες ἠρίον εἶναί τι τῷ τῆς Ἠοῦς Μέμνονι ἄνετον : καὶ |
ᾠδή . ἀπὸ τούτου τὸ ἀοιδῶ , εἶτα ὡς τὸ κνήθω κνηθιῶ , ἀτῶ ἀτιῶ , μείδω μειδιῶ , οὕτως | ||
τῶν ἀφροδισίων ἢ παρὰ τὸ ψῶ , τὸ ἅπτομαι καὶ κνήθω : κνησμός ἐστι τὰ τῆς ἡδονῆς . σηραγγῶδες νεῦρον |
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν | ||
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες . |
ἦεν ἐπ ' αὐτῷ . ἓξ δὲ διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής , ἐν τῇ δ ' ἑβδομάτῃ ῥινῷ | ||
γόον εἶναι χωρὶς δακρύων . θ δαΐφρων ] τὰς φρένας δαΐζων ὁ γόος . δαΐφρων ] διακόπτων τὰς φρένας . |
τοῦ α εἰς ο ὅσιος . . . , : ὄτριχας οἰέτεας : οἷον ὁμότριχας . καὶ ἐν τῷ οἰέτεας | ||
' ὀπισθίδια . ἐνθάδε ὦν κἠγὼ παρ ' ὑμὲ τοὺς ὄτριχας ἐξορμίζομαι πλόον δοκάζων : ποντίναι γὰρ ἤδη τοῖς ταλικοῖσδε |
ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν . ὦρτο δ ' ἐπὶ λιγὺς οὖρος ἀήμεναι : αἱ δὲ μάλ ' ὦκα ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον | ||
φιλῶ φιλεῖν φιλήμεναι καὶ νοήμεναι καὶ φρονήμεναι , καὶ τὸ ἀήμεναι δὲ μαρτυρεῖ τῷ ἀῶ περισπωμένῳ . δῆλον οὖν , |
μὲν ἀπὸ ἕο χειρὶ παχείῃ ἔσχετο ταρβήσας : φάτο γὰρ δολιχόσκιον ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι μεγαλήτορος Αἰνείαο νήπιος , οὐδ ' | ||
' ἔσχετο μείλινον ἔγχος . Δεύτερος αὖτ ' Ἀχιλεὺς προΐει δολιχόσκιον ἔγχος , καὶ βάλεν Αἰνείαο κατ ' ἀσπίδα πάντος |
ὀνόματος τὸ α καὶ συστέλλουσι , ὡς παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σαλαμινίαις : εἴ μοι γένοιτο φᾶρος ἴσον ἐν οὐρανῶι . | ||
Σαλαμινίαις . , : κανθύλας : τὰς ἀνοιδήσεις . Αἰσχύλος Σαλαμινίαις . , : κονθηλαί : αἱ ἀνοιδήσεις . Κατάλογ |
, ὡς Ἀτρείδεω Αἰνείεω , καὶ κατὰ κρᾶσιν ἢ συγκοπὴν Ἀσίω , ὡς εὐμελίας : † εὐμελίω Πριάμοιο , καὶ | ||
, κνήσω κνήμη , . , . . . . Ἀσίω : Ἀσίω ἐν λειμῶνι . οὐκ ἔχει τὸ ι |
μέσα τοῦ Κήτους καὶ ἡ Γοργὼ καὶ τοῦ Περσέως ἡ ἅρπη καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ τὸ μέσον τοῦ | ||
ζῷον . . . . ἁρπῶ : ἐξ οὗ τοῦ ἅρπη παρηγμένον , τοῦ σημαίνοντος τὸ ὄρνεον , ὡς φωνή |
” , ὀφείλω ὄφλω , ἵνα εἴη οὕτω καὶ δαγκάνω δάκνω . αὐτὸς μέντοι ἐκ τοῦ δήκω πεποιῆσθαί φησι τοῦτο | ||
: ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν |
φησιν Ὅμηρος : ἐϋκτίμενον πτολίεθρον , καὶ ἐϋκτιμένην κατ ' ἀλωήν . ἔστιν οὖν οἰκίζω οἰκίσω οἰκιών καὶ οἰκτιών , | ||
ἐν τῷ „ ὃς κακὰ πόλλ ' ἕρδεσκεν ἔθων Οἰνῆος ἀλωήν „ . ἀμαιμάκετον βʹ : τὸ μέγα . καὶ |
τὸ ἵστημι ἐστὶ τὸ ἱστάς καὶ παρὰ τὸ βίβημι τὸ βιβάς , κίχρημι κιχράς , τίθημι τιθείς . ἔδει οὖν | ||
ὁ μὲν Ἀπίων προβαίνοντες : καὶ γὰρ „ ἤιε μακρὰ βιβάς „ . ἢ φωνοῦντες , οἷον προεγκελευόμενοι μετὰ βοῆς |
διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφεται : σφέλας καθαρὸν ὑποπόδιον : σφεδανὸν δριμὺ , ἰσχυρόν : σφέτερον : σφετερίζω : σφεοβδὸν | ||
ῥυμῷ λίπον ἅρματ ' ἀνάκτων , Πάτροκλος δ ' ἕπετο σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων Τρωσὶ κακὰ φρονέων : οἳ δὲ ἰαχῇ |
Ποσειδάων ἐνοσίχθων δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ εἴκελον ἀστεροπῇ : τῷ δ ' οὐ θέμις ἐστὶ μιγῆναι ἐν | ||
συνωχαδόν , οἱ δὲ κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο χειρὸς ἄπο στιβαρῆς , ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες , |
ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω . ἔγρεο τυτθόν , Ἄδωνι , τὸ δ ' | ||
ἐπιτάξω μέλλοντα ἀποβολῇ τοῦ ω ἐπιτάξ , ὡς παρὰ τὸν μίξω μὶξ καὶ ἐπιμίξ . . . . . . |
καὶ κονίῃσιν . Ὣς φάτο , καί ῥ ' ἵππους κέλετο Δεῖμόν τε Φόβον τε ζευγνύμεν , αὐτὸς δ ' | ||
Φίντις παρὰ Πινδάρῳ , ἕλετο ἕντο καὶ Αἰολικῶς γέντο , κέλετο κέντο παρ ' Ἀλκμᾶνι . τούτων οὕτως ἐχόντων οἱ |
μετὰ χερσὶν ἔχοντα , . . . ἂψ δ ' ἑλόμην χάρμῃ , λαιμὸν δ ' ἄπληστον ἄμυξα . ἦλθε | ||
ἐν νήεσσι κατακτάμεν Ἄρτεμις ἰῷ ἤματι τῷ ὅτ ' ἐγὼν ἑλόμην Λυρνησσὸν ὀλέσσας : τώ κ ' οὐ τόσσοι Ἀχαιοὶ |
' αὐλείου : παλάμῃ δ ' ἔχε χάλκεον ἔγχος , εἰδομένη ξείνῳ , Ταφίων ἡγήτορι , Μέντῃ . εὗρε δ | ||
. . ὁπλότερος . Δ Ξ , . . . εἰδομένη γαλόῳ : ἡ διπλῆ διὰ τὸ γαλόῳ . . |
ζωὴ διὰ τοῦ ω μεγάλου : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥέω ῥοὴ , καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ | ||
βριθὺς , οὕτω παρὰ τὸ ἔω ἐΰς . Ἐϋῤῥεῖος . ῥέω ῥεεὺς καὶ εὐρεύς ἐϋῤῥεέος , καὶ κράσει τῶν δύο |
ὅτε κατὰ τῶν Ἀθηναίων ἐστράτευε τὸν μὲν Ἑλλήσποντον ἔχωσε ἤτοι βατὴν γῆν ἐποίησε τὸν δὲ Ἄθω τὸ ὄρος διακόψας ἐποίησε | ||
. Ἡ μέντοι θήλεια δεῆσαν τεκεῖν φεύγει μὲν ὁδὸν ἀνθρώποις βατὴν , ὑποτρέχει δὲ δρυμὸν τὸ ἀσφαλὲς αὐτῇ παρεχόμενον . |
Ἀγαμέμνων τὸν μὲν ὑπὲρ μαζοῖο κατὰ στῆθος βάλε δουρί , Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει , ἐκ δ ' | ||
πείθειν . αὖθις δὲ παῖδας ἐγέννησε Δηίφοβον Ἕλενον Πάμμονα Πολίτην Ἄντιφον Ἱππόνοον Πολύδωρον Τρωίλον : τοῦτον ἐξ Ἀπόλλωνος λέγεται γεγεννηκέναι |
ἄμυδις δὲ ψιλοῦται . ἱδρὼς δασύνεται * * * οὕτως ἵκω ἵξω ἴξαλος . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ ἀναδιπλασιασμοῦ | ||
, ἵνα καὶ αὐτὰ λείπωνται τρισὶ γράμμασι τοῦ κίχω καὶ ἵκω . . . , : Ἡρακλείδης δὲ ἐν οἷς |
ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς | ||
καὶ ἐνοσίφυλλος . ἤνοκα καὶ ἤνοθα ὁ μέσος , καὶ διπλασιασμῷ Ἀττικῷ ἐνήνοθα . . . . , , : |
τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν αἴσθων [ . οὕτως καὶ ] | ||
ὄντως . λιλαίεται : ἐπιθυμεῖ . Πείθεται : ὑπακούει . ἀΐσθων : ἀναπνέων . Θαλάσσης : ἀπό . Τραφερήν : |
τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ | ||
αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον |
γίνεται , δῆλον : καὶ Ὅμηρος γὰρ λέγει δίδει μόσχοισι λύγοισι καὶ πάλιν δεῦρο νῦν τρίποδα περιδώμεθα . ἐς κόρακας | ||
πλέξαιο περίδρομον ὅττι μέγιστον , τεύχων ἢ σπάρτοισιν Ἰβηρίσιν ἠὲ λύγοισι , ῥάβδους ἀμφιβαλών : λευρὴ δέ οἱ εἴσοδος ἔστω |
τ ' ἐρόεσσα Πασιθέη τ ' Ἐρατώ τε καὶ Εὐνίκη ῥοδόπηχυς καὶ Μελίτη χαρίεσσα καὶ Εὐλιμένη καὶ Ἀγαυὴ Δωτώ τε | ||
Πανόπη καὶ εὐειδὴς Γαλάτεια Ἱπποθόη τ ' ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς Κυμοδόκη θ ' , ἣ κύματ ' ἐν ἠεροειδέι |
γενέσθαι . . . . , : Οἱ μὲν ὁ Δελφύνης κλίνουσι ἀρσενικῶς , οἱ δὲ ἡ Δελφύνη θηλυκῶς . | ||
κελαρύζει . τῷ πάρα Πυθῶνος θυόεν πέδον , ἧχι δράκοντος Δελφύνης τριπόδεσσι θεοῦ παρακέκλιται ὁλκός , ὁλκός , ἀπειρεσίῃσιν ἐπιφρίσσων |
ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς | ||
: γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης |
σὺν ἀγλαΐαι . νικᾶι στεφαναφόρα κρείσσω τῶν παρ ' Ἀλφειοῦ ῥεέθροις τελέσας κασίγνητος σέθεν : ἀλλ ' ὑπάειδε καλλίνικον ὠιδὰν | ||
οὐ νεμεσίζομαι ὕλῃ . μὴ διεροῖς στονόεντος ἐπ ' Εὐρώταο ῥεέθροις νηχομένην ἐκάλυψεν ὑποβρυχίην σε γαλήνη ; ἀλλὰ καὶ ἐν |
. [ βῆ δ ' ἴμεναι πρὸς δῶμα , φίλον τετιημένος ἦτορ : ] ἔστη δ ' ἐν προθύροισι , | ||
πελάσῃ μεμογηότι θυμῷ , στῆ ῥα μέγ ' ἀφριόων , τετιημένος : ὡς δέ τις ἵππος ἱδρῶτ ' ἐξανύσας καματώδεα |
ὑποστῶ , Ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρω , Καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχω κατὰ πάντα λογισμόν . | ||
: οὐ γὰρ ποιοῦσιν ὅτε φωνῆεν ἐπιφέρεται , ὡς ἑορτάζω ἀείρω ἀερτάζω . Ἰστέον δὲ ὅτι ὁ Ἀττικὸς παρακείμενος ἀποφεύγει |
ἀττικὸν ἄρηρα , ἡ μετοχὴ ἀρηρὼς ἀρηρότος , τὸ οὐδέτερον ἀρηρὸς , ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν ἀρηρότα . γυῖα : | ||
τὴν στιβάδα τῶν φύλλων . λαρόν : παρὰ τὸ λίαν ἀρηρὸς ἢ παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω πεποίηται . Ἡσίοδος |
οὐ Δωρικὴ διάλεκτος : τὸ γὰρ Λακωνικόν ἐστιν ἀείδην ἢ ἀείδεν : μηδέ μ ' ἀείδην ἀπέρυκε : κατὰ δὲ | ||
δ ' αἰπόλος ἦνθ ' ὑπακούσας : χοἰ μὲν παῖδες ἀείδεν , ὁ δ ' αἰπόλος ἤθελε κρίνειν . πρᾶτος |
χείρεσς ' Ὀδυσῆϊ τίθει , ἐπεβήσετο δ ' ἵππων : μάστιξεν δ ' ἵππους , τὼ δ ' οὐκ ἀέκοντε | ||
ὦ ξένε , τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο : καὶ ἄλλοτε , μάστιξεν δ ' ἐλάαν . ἐρωτηθεὶς ποταπὸς εἴη κύων , |
τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα , στῆ δ ' Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ ἐπὶ προθύροις | ||
θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα : καρπαλίμως δ ' ἵκανε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν |
ἐν οἰοπόλοισιν ὄρεσσι , χερσὶν ἔχων ῥόπαλον παγχάλκεον , αἰὲν ἀαγές . καὶ Τιτυὸν εἶδον , Γαίης ἐρικυδέος υἱόν , | ||
. . ἀαγές : ἄθραυστον , ἀαγής καὶ τὸ οὐδέτερον ἀαγές : ἢ τὸ ἄθραυστον κατὰ στέρησιν ἢ τὸ πολύθραυστον |
δ ' αἰνῶς ἡδὺ ποτὸν πίνων . ἀπὸ οὖν τοῦ ἥδω ἥσω ἥσασθαι , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α | ||
Ὦρον καὶ Σωκράτην πτωχὸν ἀδολέσχην ἔφη . ἢ παρὰ τὸ ἥδω , τὸ εὐφραίνομαι , οὗ ὁ βʹ ἀόριστος ἄδον |
παρὰ τὸ μύω μυῖα , οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἄγω ἀγυιά . λέγοι δ ' ἂν οὖν τὸν Ἅιδην , | ||
. . , : Ἔστιν τὸ μὲν ἀγυιεύς ἀπὸ τοῦ ἀγυιά , ὡς Τρύφων φησὶν ἐν παρωνύμοις πᾶν εἰς α |
Ἑλλάδι φῶς Θέτιδος εἰναλίας γόνον ταχύπορον πόδ ' Ἀτρείδαις . Ἰλιόθεν δ ' ἔκλυόν τινος ἐν λιμέσιν Ναυπλίοις βεβῶτος τᾶς | ||
τῷ ποιητῇ ι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν , καὶ πάλιν ι Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν : ἔτι δεῖ προσθεῖναι |
αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς ” δὲ Δύμαντος , ὃς Φρυγίην ναίεσκε ῥοῇς ἐπὶ Σαγγαρίοιο „ . „ Ἄβυδος δὲ Μιλησίων | ||
. . . . , : κρείων Αἰήτης σὺν ἑῆι ναίεσκε δάμαρτι ] ὁ τὰ Ναυπακτικὰ πεποιηκὼς Εὐρυλύτην αὐτὴν λέγει |
. τοῖος ἄρ ' Αἴας ὦρτο πελώριος ἕρκος Ἀχαιῶν μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς , | ||
' : οἳ δ ' αὐχένας ἐξεριπόντες κείατο τεθνηῶτες ὑπὸ βλοσυροῖσι λέουσιν : τοὶ δ ' ἔτι μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε |
τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιτρώσκω . . . . . τροφαλίς , . . | ||
ἀπὸ τοῦ ταίνω καὶ τιταίνω . . . . . τιτρώσκω : τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ |
δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις : εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ | ||
ἵκοντο θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον : ἔνθ ' ἵππους ἔστησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις λύσας ' ἐξ ὀχέων , παρὰ δ |
διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω , | ||
καλύψω Καλυψώ : καὶ εἰς ων : τέρπω τερπών , χέω χεών καὶ χιών . οὕτως οὖν καὶ ἀρήγω ἀρηγών |
ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός σάγη | ||
χωρῶ καὶ λαμβάνω , γύω καὶ γύον , ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' |
φονεύω , κτείνω , φθείρω , καίω , φλέγω , καθίζω , θερίζω , ζημιῶ , βλάπτω . καὶ σωματικῶς | ||
εἶναι καὶ ἔθω ἴσθω Σικελικῶς κατὰ τὸ ἕζω ἵζω καὶ καθίζω . . . , : χρῆσις δὲ τοῦ μαδοῦ |
; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν | ||
ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν |
τοῖσδε μετ ' ἀνθρώποισιν ἀνάσσει ; καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος ἐνθάδ ' ἱκάνω τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης : τῶ | ||
Ρ . . . . . καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος . † ) Ἀρίσταρχος μὲν ἀντὶ τοῦ ταλαίπωρος , |
ἐθείρας ἀκροχάλιξ οἴνῳ , πλεκτοὺς δ ' ἀνεδήσατο θύρσους , μειδιόων , καὶ πολλὸν ἐπ ' ἀνδράσιν ὄλβον ἔχευεν . | ||
ἔρχεται Ἄρης , τοῖος ἄτερ θώρηκος , ἄτερ θηκτοῖο σιδήρου μειδιόων ἐχόρευεν . Ἔριν δ ' ἀγέραστον ἐάσας οὐ Χείρων |
Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή | ||
, κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω |
ὅς ῥ ' εὖ εἰδὼς κῆρ ' ὀλοὴν ἐπὶ νηὸς ἔβαινε : πολλάκι γάρ οἱ ἔειπε γέρων ἀγαθὸς Πολύϊδος νούσῳ | ||
Ἕλλας πόρον ἱερόν ἁ Μειδύλου δ ' αὐτῷ γενεά Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων Δελφοὶ θεμίστων μάντιες Ἀπολλωνίδαι πενταετηρὶς ἑορτά |
δὲ ἀπὸ ταύτης τῆς παλαίστρας ἀπαγχέσθω . ὁ δὲ Μόλων ὀνομαστικῶς εἴρηται . τὴν δὲ προσκαρτέρησιν παλαίστραν εἶπεν . ἀλλ | ||
: ἔχοι , δυνηθῇ , κατ ' ὄνομα εἴπῃ , ὀνομαστικῶς εἴποι , ὀνομάσῃ , εἴποι ἂν κατ ' ὄνομα |
τεύχω , τὸ κατασκευάζω , γέγονεν , οἷον τεύχω τεύξω τεύξ καὶ τύξ : καὶ ἐν συνθέσει ἄντυξ καὶ καταίτυξ | ||
τοὺς ἀστραγάλους μεί , θρεύ , μόρ , φόρ , τεύξ , ζά , ζών , θέ , λού , |
. . . . . πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεί καὶ φάλαρ ' εὐποίηθ ' . | ||
δεινὴν δὲ περὶ κροτάφοισι φαεινὴ πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεὶ κὰπ φάλαρ ' εὐποίηθ ' : |
πρὸ τοῦ γ οὐχ εὑρίσκεται πλὴν τῶν γεγονότων παρὰ τὸ ἀΐσσω , ὡς ἔχει τὸ αἰγίς : αἴγειρος : Αἴγυπτος | ||
φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω : κατὰ συναίρεσιν αἴξω , ὄνομα αἴγλη |
καὶ τῆς Εὐβοίας Ἀθῆναι αἱ Διάδες , ὧν μέμνηται ἐν Γλαύκωι Ποντίωι Αἰσχύλος : κἄπειτ ' Ἀθήνας Διάδας παρεκπερσῶν . | ||
ἀναμένει . . . . . . Αἰσχύλος δέ φησιν Γλαύκωι Ποτνιεῖ : ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελειμμένους , |
, καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ , | ||
οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος |
Ι προσγεγραμμένου διφθόγγῳ καταχρηστικῇ παραληγόμενα προπερισπᾶται : πατρῷος ἡρῷος Ἀχελῷος αἰδῷος : τὸ δὲ κολῳός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ κολοιός . | ||
εἰώθασι γὰρ τὴν ω δίφθογγον εἰς οι τρέπειν , οἷον αἰδῷος αἰδοῖος , ἠῷος ἠοῖος , οὕτως Ἀχελῷος Ἀχελοῖος . |
, οἷον τρύχω , σμύχω , βρύχω , πλὴν τοῦ οἴχω . Τὰ διὰ τοῦ ειος ὀνόματα ὑπερδισύλλαβα προπερισπώμενα ἔχοντα | ||
ἀνθρώποις ὁ νοῦς . * : εἰσοιχνεῦσι ] Ἀπὸ τοῦ οἴχω , οἰχνῶ : ὥσπερ καὶ ἵκω , ἱκνῶ . |
μισῶ παρ ' ἐχθρῶν θῶπας εὐειδεῖς λόγους . πρὸς σὲ πελάζω τὸν ὀπισθοβάτην πόδα γηροκομῶν . καὶ γὰρ τὸν ἄλλον | ||
γίνεται δ ' ἀπὸ τοῦ εἱλῶ τὸ συστρέφω καὶ τοῦ πελάζω . Χοροτυπίῃς : χοροστασίαις , χορεύσεσι ταῖς τυπτούσαις τὸ |