δὲ θᾶττον ἡ βλάστησις : διαφέρει δὲ ταῦτα κατὰ τοὺς ἀρότους ἑκάστων : πρωϊαίτατον γὰρ ἐν τοῖς εὐείλοις καὶ εὐκρᾶσιν
χρησμούς , Ἡσίοδος δὲ γῆς ἐργασίας , καρπῶν ὥρας , ἀρότους : ὁ δὲ θεῖος Ὅμηρος ἀπὸ τοῦ τιμὴν καὶ
5714551 βλαστους
τὰ μέσα : μαλακώτατα δὲ ἴσχειν ζεύγη τὰ πρὸς τοὺς βλαστούς , σκληρότατα δὲ τὰ πρὸς τῇ ῥίζῃ : συμφωνεῖν
τὴν τροφὴν ἅπασαν αὗται λαμβάνουσιν καὶ οὐ διδόασιν εἰς τοὺς βλαστούς : μὴ μεριζομένης δὲ πλείων ἡ αὔξησις . Ὅσα
5651997 καρπους
καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ὅταν ἅπαντας τοὺς ἐκ γῆς συγκομίσωσι καρπούς , καὶ τὸν τῶν Σαλίων καλουμένων διπλασιάσειν ἀριθμόν .
' ἄχρηστα , ἀλλὰ νομὰς παρέχει δαψιλεῖς ἢ ὕλην ἢ καρπούς τινας ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες
5603326 οἰνους
πολλὴ ἔσται , οὔτε γενομένη ξηρανθήσεται , ὃ μάλιστα τοὺς οἴνους βλάπτει . Τῷ Ἰουνίῳ μηνὶ τὰς ἐγκεντρισθείσας ἀμπέλους δεῖ
ἐπιπολὺ διαμένει . καὶ μονίμους καὶ τρέπεσθαι οὐ ποιεῖ τοὺς οἴνους καὶ τίλις ἡλίῳ φρυγεῖσα , εἰ κοπείη καὶ μιχθῇ
5599577 γεννωμενους
καὶ ἰσχιάδας . οὕτω μὲν , εἰ διὰ γλίσχρους χυμοὺς γεννωμένους ἐν τῷ στομάχῳ ὀδύνη γένοιτο , ἰᾶσθαι δεῖ .
: τὰς γὰρ σεληνίτιδας γυναῖκας ᾠοτοκεῖν , καὶ τοὺς ἐκεῖ γεννωμένους πεντεκαιδεκαπλασίονας ἡμῶν εἶναι , ὡς Ἡρόδωρος ὁ Ἡρακλεώτης ἱστορεῖ
5438863 ἐμπιπλαμενους
, τοὺς στρατιώτας δὲ τὰ κράνη τῷ ὄμβρῳ ὑποτιθέντας καὶ ἐμπιπλαμένους τοῦ νάματος τοῦ θεοσδότου . τοσοῦτόν ἐστιν ἀγαθὸν τοῖς
μετὰ κρόκων τε καὶ ἀρωμάτων ἐκχέοντας , τοὺς μέσου χειμῶνος ἐμπιπλαμένους ῥόδων καὶ τὸ σπάνιον αὐτῶν καὶ παράκαιρον ἀγαπῶντας ,
5415317 οἰκοδεσποτας
καὶ Σελήνης καὶ τῶν κλήρων . ζήτει δὲ καὶ τοὺς οἰκοδεσπότας αὐτῶν καὶ τριγωνοκράτορας , καὶ ἀπὸ τούτων τῶν κεφαλαίων
, τὸ ὑπόγειον τὸ ἀποτέλεσμα . καὶ δεῖ σκοπεῖν τοὺς οἰκοδεσπότας τοῦ ὡροσκόπου καὶ τοῦ δύνοντος καὶ τοῦ μεσουρανήματος καὶ
5294806 ἐσθιοντας
κατὰ Πάχυνον , ὃς λέγεται τιθασσοὺς ἰχθῦς ἔχειν ἀπὸ χειρὸς ἐσθίοντας , ὡς Ἀπολλόδωρος ἐν Χρονικῶν πρώτῃ . : Μυοῦς
. ἐσθιόμενος δὲ πυκνῶς εὐστόμαχός ἐστι καὶ εἰς ἀφροδίσια τοὺς ἐσθίοντας παρορμᾷ . Περὶ βουγλώσσου . Βούγλωσσος θαλάσσιος , τὸ
5261595 λεγομενους
ἀθετοῦνται ἀμφότεροι , καὶ ἀστερίσκοι παράκεινται , ὅτι τοὺς ὕστερον λεγομένους ὑπὸ τῆς Ἴριδος δι ' ἐπιείκειαν ἐνθάδε τις μετενήνοχεν
τοὺς σοφιζομένους τὴν ἀλήθειαν , ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ συνηθείᾳ λεγομένους , τοὺς διδασκάλους τῶν ῥητορικῶν προβλημάτων : θεατὰς δὲ
5257574 Χαλδαιους
ἀποδείκνυσθαι βασιλέας , τούς θ ' ἱερέας τῶν Αἰγυπτίων καὶ Χαλδαίους καὶ Μάγους σοφίᾳ τινὶ διαφέροντας τῶν ἄλλων ἡγεμονίας καὶ
, τὰ δὲ περὶ ἀριθμούς τε καὶ λογισμοὺς Φοίνικας , Χαλδαίους δὲ τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν θεωρήματα : περὶ τὰς
5231712 χειμωνας
. . . : ἐκπεσεῖσθαι τὸν καιρὸν τοῦ πλοῦ εἰς χειμῶνας τοῦ ἐμπειροτάτου : τὸν Νικίαν λέγει ἀξιόχρεων : ἀξιόμαχον
τῷ μεγέθει σύμμετρον , τούς τ ' ἐν τῇ θαλάττῃ χειμῶνας ἀναφέρειν ἰσχῦον καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ δυοῖν ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον
5212220 δημιουργους
ὅλου πλήθους διῃρημένου Ἀθήνησιν εἴς τε τοὺς γεωργοὺς καὶ τοὺς δημιουργούς , φυλὰς αὐτῶν εἶναι δʹ , τῶν δὲ φυλῶν
προσυφῆναί φησι τοὺς δευτέρους θεούς , τοὺς τῶν θνητῶν ζώων δημιουργούς . ἀλλ ' ὅτι γε καὶ αὐτὸς προσεδεήθη τῶν
5187986 ὑποτιθεμενους
πολυπραγμονοίη , συνεικάζοιτο ἂν καὶ ἐνταῦθα πάλιν τοὺς διδόντας ἀστέρας ὑποτιθεμένους κατὰ τὸν ὡροσκοπικὸν λόγον καὶ τῶν λοιπῶν ὡς ἐπὶ
* * δημιουργικὸν ὁ Ἀριστοτέλης , μάχεται δὲ πρὸς τοὺς ὑποτιθεμένους ἀτόμους εἶναι οὐσίας ἀφθάρτους τῶν τῇδε , καὶ ἐξ
5171903 ἐμπορους
[ ἢ ἐν τοῖς ] Διδύμοις οὔσης καπήλους δούλους καὶ ἐμπόρους ἀγόραζε . Σελήνης ἐν τοῖς ἀνθρωποειδέσιν οὔσης ζῳδίοις μετὰ
Ῥοδίους πολέμῳ . οὗτος δὲ κατὰ τὰς ἐντολὰς τοὺς μὲν ἐμπόρους ἐλῄστευε , τὰς δὲ νήσους λεηλατῶν ἀργύριον εἰσεπράττετο .
5168674 καθαρους
: τὸν δὲ σῖτον , ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέν - των
: τὸν δὲ σῖτον , ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέντων δεῦρο τῶν
5158530 Καλχηδων
κόγχας κἀν Ἐφέσῳ λήψει τὰς λείας οὔτι πονηράς . τήθεα Καλχηδών , τοὺς κήρυκας δ ' ἐπιτρίψαι ὁ Ζεὺς τούς
τὸ ω εἰς ο ἐπὶ γενικῆς , Ἰσσηδών Ἰσσηδόνος , Καλχηδών Καλχηδόνος , Ἀνθηδών Ἀνθηδόνος . † Δεῖ προσθεῖναι χωρὶς
5148920 παραγινομενους
ὧν συνοικίσαντα τὸν Αἰακὸν τοὺς ἐκ Πελοποννήσου μεθ ' ἑαυτοῦ παραγινομένους ἐξημερῶσαί τε καὶ νόμους δοῦναι καὶ σύνταξιν πολιτικὴν ,
Βαβυλών . ὥσπερ δὲ ἐν Ὀλυμπίοις τοὺς ἀθλητὰς ἔστι θεάσασθαι παραγινομένους ἐπὶ τὸ στάδιον μετὰ παραπομπῆς , οὕτω δὴ κἀκείνους
5121097 τεκτονας
ἐν τῇ στρατιωτικῇ ἡλικίᾳ σὺν τοῖς ὀργάνοις χαλκέας τε καὶ τέκτονας καὶ σκυτοτόμους , ὅπως ἄν τι δέῃ καὶ τοιούτων
τάχος ὑπὸ τῶν προγεγενημένων ὠφεληθῆναι δυνηθείς . Ἔπεμψα δὲ καὶ τέκτονας ἐγχωρίους καὶ τοὺς ἄλλως ἐργάσασθαι καὶ ποιῆσαι δυναμένους .
5111387 φυομενους
τὰς κάμπας . καὶ μύκητας δὲ τοὺς ὑπὸ ταῖς καρύαις φυομένους θυμιῶν , ἀποκτενεῖς αὐτάς . ἢ νυκτερίδος κόπρον καὶ
ποιήσας ξηρίον ἐπίπασον . [ Πρὸς οὖλα παιδὸς καὶ ὀδόντας φυομένους . ] Ῥόδων ἄνθη λεάνας μετὰ μέλιτος ἔγχριε ,
5085270 σπορους
παρὰ τὴν ἔκφυσιν , φυροὺς καὶ πυρούς : οἱ δὲ σποροὺς , σπυροὺς καὶ πυροὺς , ὅτι πανταχοῦ καὶ παρὰ
παρὰ τὴν ἔκφυσιν , φυροὺς καὶ πυρούς : οἱ δὲ σποροὺς , σπυροὺς καὶ πυροὺς , ὅτι πανταχοῦ καὶ παρὰ
5071613 λουομενους
ὀδυνᾶσθαι καὶ καταψύχεσθαι καὶ θερμαίνεσθαι τὸ μόριον : ἀλλὰ καὶ λουομένους σμήχειν τοῖς δι ' ἀδάρκης καὶ ἁλκυονίου καὶ πεπέρεως
: κατελάμβανον δὲ τοὺς ἐν τῷ τείχει πολεμίους τοὺς μὲν λουομένους , τοὺς δ ' ὀψοποιουμένους , τοὺς δὲ φυρῶντας
5070507 πρεσβυτερους
οὕτω δέ , φησί , καὶ πατέρας μὲν διαρρήδην τοὺς πρεσβυτέρους καλοῦσι , κἂν ὦσιν ἀλλότριοι , μητέρας δὲ τὰς
τούτων φροντίσιν ἐσχολακότων καὶ τῆς ἐκείνων πρός τε τοὺς ἑαυτῶν πρεσβυτέρους καὶ τοὺς ὁμοχρόνους γενομένης διαφορᾶς , οὐχ ἥκιστα δὲ
5051858 καυλους
θαυμάσεις . [ Πρὸς πόνον πλευροῦ . ] Κράμβης χλωρᾶς καυλοὺς σὺν ταῖς ῥίζαις κατακαύσας ἀναλάμβανε στέατι χοιρείῳ καὶ χρῶ
τἆλλα τὸ φυτόν : ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους , τὸ δὲ φύλλον ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες
5045761 ἀγριωτερους
ἀκαταστασίαν καθ ' ὅλην τὴν γῆν , τούς τε κροκοδείλους ἀγριωτέρους ἔσεσθαι καὶ θανάτους πολλούς , ξηρῶν δὲ καρπῶν δαψίλειαν
τῶν ὄντων λέγειν ὥστε φησὶν ὡς Περικλῆς παραλαβὼν Ἀθηναίους ἡμερωτέρους ἀγριωτέρους καὶ χαλεπωτέρους ἀπέδειξε , καὶ ταῦτα εἰς αὐτὸν ὃν
5038407 τραγωδια
χαρὰν καταντᾷ . διαφέρει δὲ κατὰ τοῦτο καὶ κωμωδία καὶ τραγωδία , ὅτι ἡ μὲν τραγωδία λύει τὸν βίον ,
ἢ ἀπὸ τοῦ τραχείας ὠδὰς ἔχειν τοὺς θρήνους τραχωδία καὶ τραγωδία . ἡ σατυρικὴ δὲ ἀπὸ τῶν σατύρων ἐκλήθη τῶν
5036507 ἐρυθρους
γάρ τις θυμῷ κατέχεται , ἴδοις ἂν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐρυθρούς , ὁμοίως δὲ καὶ εἴ τις ἐρᾷ , ἴδοις
τῆς ῥίζης σπιθαμιαίους , τέσσαρας ἢ πέντε , λεπτούς , ἐρυθρούς , ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστούς : κεφαλὴν δ '
5016122 παλαιους
καὶ ὁ ἄκρατος οἶνος . ὅθεν καὶ χαλιμὰς γυνὴκατὰ τοὺς παλαιούς ἡ ὑπὸ μέθης χαλωμένη τὸ σῶμα . . .
. ἔστω τὸν Κριὸν ἀνατέλλειν μοίραις κα μ κατὰ τοὺς παλαιούς , οἳ γίγνονται ἐνιαυτοὶ κα καὶ μῆνες ὀκτώ .
4989348 δεκανους
κζʹ , λʹ . Διεῖλον δ ' ἔτι καὶ εἰς δεκανοὺς ἤτοι δεκαμοιρίας γ ὡς καὶ τῶν λοιπῶν δωδεκατημορίων ἕκαστον
ζῴδια : περὶ πλανήτας , περὶ ἀπλανεῖς ἀστέρας , περὶ δεκανοὺς , περὶ τὰ ὅρια , περὶ μορφώσεις , περὶ
4979763 πανουργους
ζῳδίων τὰ ἑξῆς ἀπαρτίσας οἷον ζῷα , οἷς καὶ τὰς πανούργους ἐχαρίσατο δυνάμεις καὶ πάντεχνον πνεῦμα γεννητικὸν τῶν εἰς ἀεὶ
Ἄρην ὁ Ἑρμῆς ἐπιδεκατεύει , δεινοὺς ἐξετέλε - σεν , πανούργους , ἀλλοτρίων ἅρπαγας : οἱ τοιοῦτοι γὰρ ἀπὸ ἄλλου
4955372 ἐτησιας
αὐτοῦ λεγομένοις οὐ δοτέον . παρίημι γὰρ καὶ διότι τοὺς ἐτησίας ἰδεῖν ἔστιν οὐδέν τι μᾶλλον ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνέοντας
ἔστιν ἀληθῆ ταῦτα , ὅπερ λέγουσιν , ἀναγκαῖον καὶ τοὺς ἐτησίας εἶναι πλείους . Εἰ δέ ποτ ' ἐξέλιπον καὶ
4943928 ὑπερβαλλοντας
. τὰς δὲ στεατοκήλας καὶ πωροκήλας τέμνειν χρὴ , ὁμοίως ὑπερβάλλοντας τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ τὸ ὄσχεον , ἔπειτα διαιρεῖν ἐξ
τὸ πολλοὺς μὲν εἶναι τοὺς ἐλάττονας , ἐξαιρέτους δὲ καὶ ὑπερβάλλοντας δʹ . ὧν τὸν μὲν πρῶτον ἐκ δύσεως ὁρμῶντα
4928120 σφοδροτερους
διαδεῖν . εἶναι δὲ χρὴ πλείονας τοὺς δεσμοὺς μὲν καὶ σφοδροτέρους , ἄνω μὲν ἐπὶ τοῖς κάτω , κάτω δ
θερμὰ μέν , μεγάλους καὶ ταχεῖς καὶ πυκνοὺς καὶ βραχὺ σφοδροτέρους , ἔστ ' ἂν ᾖ σύμμετρα . τὰ δ
4927604 ὑδεριωντας
μὴ τῇ τῶν πολλῶν ἕπεσθαι δόξῃ , ὡς δεῖ τοὺς ὑδεριῶντας παντὶ τρόπῳ θερμαίνειν : οὐδὲ γάρ ἐστι τοῦτο ἀληθές
ἐπιλήπτους καὶ μαινομένους , τῇ δ ' ἀγρίᾳ πρὸς τοὺς ὑδεριῶντας . θύμον δὲ καὶ ἐπίθυμον καὶ ἀμάρακος καὶ ὀρίγανος
4925166 ἡνιοχους
” καὶ τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι τῷ
δὲ ὡς σκιᾶς δεόμενος ὑπὸ τὰ δένδρα ἀνεχώρησε καὶ τοὺς ἡνιόχους ἔπεισεν ἐπιθέσθαι τοῖς δεσπόταις . οἱ δὲ ἐπιβάντες τῶν
4917949 ὑγροτερους
καὶ τὰ μὲν ὅλως οὐκ ἐκφέρει καρποὺς τὰ δ ' ὑγροτέρους καὶ χείρους , τὰ δὲ καὶ αὐτὰ ὑδαρέστερα γίνεται
ὑγραινούσαις δὲ διαίταις ἀναληπτέον τοὺς ἐξηραμμένους , ὥσπερ αὖ τοὺς ὑγροτέρους διὰ τῶν ἐναντίων ἀκτέον . Καὶ τῶν μὲν ἐν
4887534 καλουμενους
κώλων κατασκευαζόμενον αὐλόν . ὁ δὲ Τρύφων φησὶ καὶ τοὺς καλουμένους ἐλεφαντίνους αὐλοὺς παρὰ Φοίνιξιν ἀνατρηθῆναι . οἶδα δὲ ὅτι
ἐν τῇ Φωκίδι . ἱστοροῦσι δὲ τοὺς ἐν τῷ Πόντῳ καλουμένους Ἀχαιοὺς ἀποίκους Ὀρχομενίων εἶναι τῶν μετὰ Ἰαλμένου πλανηθέντων ἐκεῖσε
4860157 ἀποτελουμενους
σύνθεσιν εἴρηται ἡ ἑτέρα πλάσις , ὅτι δυνατὸν λύεσθαι τοὺς ἀποτελουμένους εἰς τοὺς ἐξ ὧν συνετέθησαν , οἷον τὸν Ϛʹ
τοὺς ἁπλοῦς λόγους τοὺς ἐκ τῆς συμπλοκῆς τῶν ἁπλῶν φωνῶν ἀποτελουμένους καὶ ὡς προτεινομένους ὑπὸ τῶν συλλογίσασθαί τι βουλομένων τοῖς
4853996 πενητας
τὰς τροφὰς χωροῦσι τὰς τῶν πλουσίων . } Ὁ πλούσιος πένητας οὐκ ἀσπάζεται : ἀλλὰ παραπέμπει μηδὲν ἠδικηκότας . }
' ἐστὶ τῶνδε θᾶσσον ἢ χρεών , πάτερ ; πολλοὺς πένητας , ὀλβίους δὲ τῶι λόγωι δοκοῦντας εἶναι συμμάχους ἄναξ
4850837 βαπτοντας
. τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τοὺς τὴν πορφύραν τὴν θαλαττίαν βάπτοντας καὶ τοὺς εἰσάγοντας ἀτελεῖς ἐποίησαν . πάνυ οὖν ἐξοκείλαντες
κατασκευάζοντας ὡς διαφθείροντας τοὔλαιον : καὶ τοὺς τὰ ἔρια δὲ βάπτοντας ὡς ἀφανίζοντας τὴν λευκότητα τῶν ἐρίων . Σόλων δὲ
4840192 ἐδωδιμους
δὲ χρόνους τούτῳ τῷ βίῳ διεξαγαγόντας τὸ τελευταῖον ἐπὶ τοὺς ἐδωδίμους μεταβῆναι καρπούς , ὧν εἶναι καὶ τὸν ἐκ τοῦ
' οὐ φέρουσιν οἷον αἱ τοὺς λευκοὺς ὀλύνθους φέρουσαι τοὺς ἐδωδίμους . Ἕτεραι δὲ φέρουσι καὶ σῦκα καὶ ὀλύν -
4825002 ἀρχαιους
καὶ εὐσύνοπτα καὶ πολλῆς φλυαρίας ἐκτὸς ὄντα . Ἐνταῦθα τοὺς ἀρχαίους αἰνίττεται ὥς τινας αὐτῶν φλαυρήσαντας καὶ εἰς ἄπειρον χρόνον
τοῦτο ἦρας ; πῶς δὲ οὐ τηρεῖς τοὺς θεσμοὺς τοὺς ἀρχαίους , τοῦ μὴ τυραννεῖν χειρὶ δυνατωτάτῃ , ἀλλὰ πάντοτε
4824703 ἐπιτριψαι
οὔτι πονηράς . τήθεα Καλχηδών , τοὺς κήρυκας δ ' ἐπιτρίψαι ὁ Ζεὺς τούς τε θαλασσογενεῖς καὶ τοὺς ἀγοραίους ,
οὔτι πονηράς . τήθεα Καλχηδών : τοὺς κήρυκας δ ' ἐπιτρίψαι ὁ Ζεύς , τούς τε θαλασσογενεῖς καὶ τοὺς ἀγοραίους
4815700 εὐδοκιμουντας
γε ἰτέον πρῶτον τοὺς μετὰ τὸν Πλάτωνα κατὰ τὸ πανηγυρικὸν εὐδοκιμοῦντας , ἄλλως τε ἐπειδὴ τινὲς αὐτῶν καὶ ἀμφοῖν μετέχουσιν
καὶ ἵππον εἰς πεδίον προσκαλῇ : ὅπερ ἐστί : τοὺς εὐδοκιμοῦντας εἰς ἅπερ εὐδοκιμοῦσιν . Ἴσος πόλεμον οὐ ποιεῖ .
4810173 μετεχοντας
δὲ καὶ εὐεπιτεύκτους εἰς τὰς ἐπιβολὰς τῶν πράξεων καὶ δόξης μετέχοντας , στρατιωτικοὺς ἡγεμονικούς , δημοσίων πραγμάτων προεστῶτας , ἐπισφαλεῖς
ὁδοῦ ὡς ἐπὶ τὰ ὄρη ἰέναι κατὰ σφᾶς , οὐ μετέχοντας τοῖς ἀμφὶ Βῆσσον τοῦ ἔργου . γνώμην δὲ πεποιῆσθαι
4802913 κομητας
μὴ καταλαμπομένων [ τῶν , ] ἄστρων . τοὺς δὲ κομήτας σύνοδον πλανητῶν φλόγας ἀφιέντων : τούς τε διάιττοντας οἷον
οὕτως ξυνήνεγκόν τε εἰς τὰ ὅλα : καὶ | τούτους κομήτας καλεῖν φίλον τοῖς οὐ γιγνώσκουσιν , ὅτι καὶ αὐτοὶ
4796843 ἀποκηρυκτους
μὲν γὰρ διώκων ἐρεῖ , ὅτι διὰ τοῦτο ἐλαύνει τοὺς ἀποκηρύκτους τῶν πατρῴων ὁ νόμος , καθάπαξ ἡγησάμενος ἀναξίους εἶναι
παρασχέσθαι τὸν ἀντίδικον ἀξιώσομεν λέγοντες , ὅτι ἐξῆν τρέφειν τοὺς ἀποκηρύκτους καὶ οὐδεὶς κωλύει νόμος : ἐπειδὴ γὰρ οὐκ ἔχει
4791391 γεραιτερους
ὦ παῖδες , οὕτως ἐξ ἀρχῆς ἐπαίδευον , τοὺς μὲν γεραιτέρους προτιμᾶν , τῶν δὲ νεωτέρων προτετιμῆσθαι : ὡς οὖν
πεντήκοντα ἔτη ἀπὸ γενεᾶς : ἐξέρχονται δὲ τηνικαῦτα εἰς τοὺς γεραιτέρους ὄντας τε καὶ καλουμένους . οἱ δ ' αὖ
4784155 δασμους
, οἳ ἔλεγον ὅτι χρυσίον εἴη παρὰ σφίσιν ἐπίσημον , δασμούς τινας λέγοντες . καὶ ταῦτα οὖν κηρύττετε πάντα ἀποφέρειν
ἡμέρου παιδείας ἄγευστοι , δεσποτικοῖς πειθαρχοῦντες ἐπιτάγμασι τοὺς ἐτησίους ἀναπράττουσι δασμούς , οὐ μόνον ἐκ τῶν οὐσιῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ
4783261 εὐδαιμονας
ἐξουσίας ἦθος καὶ νομίζων μὲν ἔργον αὑτοῦ δεικνύναι τὰς πόλεις εὐδαίμονας , χαίρων δέ , εἰ τὸ ξίφος ἀργοῖ ,
τέχνην μάθοιμεν , ἆρά ἐστιν αὕτη ἣν ἔδει κεκτημένους ἡμᾶς εὐδαίμονας εἶναι ; Οὐκ οἶμαι , ἔφη , ἐγώ ,
4782165 γειτνιωντας
αὐτῆς λέγει , ὅτι ἐπειδὴ Ἀθηναῖοι τοὺς περιοικοῦντας αὐτοῖς καὶ γειτνιῶντας ἐξέβαλον , ἡ παροιμία ἐκράτησε . Κρατερὸς δὲ ἀπὸ
ὑφ ' ἑαυτὸν τεταγμένους περὶ διακοσίους ὄντας , ἔπειτα τοὺς γειτνιῶντας , ὥστε ἐν πέντε ἡμέραις συναχθῆναι πλείους τῶν χιλίων
4771486 μυας
Ἀπόλλωνος : τούτῳ ὀργισθεὶς ὁ θεὸς ἔπεμψεν αὐτοῦ τοῖς ἀγροῖς μύας , οἵτινες τοὺς καρποὺς ἐλυμαίνοντο . Βουληθεὶς δέ ποτε
δὲ ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλάζης πεσούσης ἐπὶ τῆς γῆς ὁρᾶσθαι μύας , ὧν τὸ μὲν πηλός ἐστιν ἔτι , τὸ
4765349 κομωντας
ἀρετά τε καὶ αἰδώς , τοῖσιν ἐπαγγέλλεν καὶ πομπεύεν σφε κομῶντας Φοίβωι ἄνακτι υἱῶι τ ' Ἀσκλαπιῶι ἰατῆρι εἵμασιν ἐν
οὐδὲ γὰρ τοὺς ἀπ ' Εὐβοίας ἥκοντας ἐτώθαζον καίτοι γελοίως κομῶντας . διαλεχθῆναι δὲ αὐτὸν ῥᾷστα ἀνθρώπων φησὶ καὶ βραχυλογώτατα
4756859 ὁμιλητας
Προαιρεσίῳ δὲ ὁ Πόντος ὅλος καὶ τὰ ἐκείνῃ πρόσοικα τοὺς ὁμιλητὰς ἀνέπεμπεν , ὥσπερ οἰκεῖον ἀγαθὸν τὸν ἄνδρα θαυμάζοντες :
ἐκείνῃ Ἑλληνικὸν ἐξελαύνων ὁ Ἡρώδης ἐς Πέργαμον ἔπεμψε τοὺς ἑαυτοῦ ὁμιλητὰς πάντας καὶ τὸν Ἀριστοκλέα ἦρεν , ὥσπερ τις Ἀθηνᾶς
4755797 νοτους
δὲ αὐτοὺς ἴσως καὶ τὸ ὄνομα : τινὲς γὰρ οὐ νότους αὐτοὺς ἀλλ ' ὀρνιθίας προσαγορεύουσι , τῶν ἀμφιβίων ὀρνίθων
τὴν πῆξιν τῶν πεπηγότων ὑδάτων ποιῶν , ἐλάττους δὲ τοὺς νότους διὰ τὸ πλείονα τῇ ἐπικαύσει φορὰν τῆς λιγνύος ἐργάζεσθαι
4754836 ὑμενας
ὃ καλοῦσι καὶ φρένας , ὥσπερ τοὺς ἐν ταῖς πλευραῖς ὑμένας ὑπεζωκότας : τῇ δὲ τοῦ θώρακος εὐρυχωρίᾳ , ἣ
αὐτὰ χρὴ θλίβεσθαι λέγειν , ἀλλὰ τοὺς ἐπικειμένους μῦς ἢ ὑμένας αὐτοῖς , καί τινας ἀπονευρώσεις καὶ τὸ δέρμα .
4753462 καλλιστους
. οὐχ οὕτως δ ' ἡγεῖται μακάριον ὅτι ἔξεστι κεκτῆσθαι καλλίστους μὲν ἵππους , κάλλιστα δὲ ὅπλα , καλλίστην δὲ
πᾶσιν ἀνελπίστῳ . τῶν γὰρ Καρχηδονίων μετὰ τὴν νίκην τοὺς καλλίστους τῶν αἰχμαλώτων θυόντων χαριστήρια νυκτὸς τοῖς θεοῖς καὶ πολλοῦ
4749820 γεωμετρας
ὁ κύκλος , ἀλλ ' ὥσπερ Πρωταγόρας ἔλεγεν ἐλέγχων τοὺς γεωμέτρας , οὔτε . . . . τά γε μὴν
ὁ γεωμέτρης , ἀλλ ' ὡς Πρωταγόρας ἔλεγεν ἐλέγχων τοὺς γεωμέτρας . ἔφερε γὰρ κανόνα καὶ προσῆπτε τῷ κύκλῳ καὶ
4748574 φυλετας
τὰ πρὸς γονεῖς πρὸς τέκνα , τὰ πρὸς φίλους συγγενεῖς φυλέτας . ἐχθροὶ γεγόνατε μήτε Ἅλυν διαβάντες , μήτε δεξάμενοί
καὶ μητρὸς ἔλαχε τῶν καθ ' ἑαυτοὺς ἀρίστων , οὓς φυλέτας ὄντας ἡ ὁμοφροσύνη μᾶλλον ᾠκείωσεν ἢ τὸ γένος .
4741703 ἀσταχυας
ὕπνον καὶ θερίζειν μᾶλλον ἐν ὅσῳ δρόσος ἐστὶ περὶ τοὺς ἀστάχυας : ἐν γὰρ τῷ καύματι διαθρυπτόμενοι καταρρέουσι καὶ ἀφανίζονται
ἐξειλεῖς : οὐ μάλα χαίρων εἰς ὀλίγον τόπον ἀνασπάσεις τοὺς ἀστάχυας , ἀλλ ' ἐκείνων τὰ ἀραιὰ καὶ ἀναυξῆ ἔσται
4737547 ἐρισταφυλον
πλὴν ἑνὸς ἀνθρώπου : κεῖνος δέ μοί ἐστιν ἑταῖρος Λέσβον ἐριστάφυλον ναίων , Ἀγάθων δὲ καλεῖται . καὶ Φιλύλλιος δὲ
κριθαὶ ἠδ ' ἄμπελοι , αἵ τε φέρουσιν / οἶνον ἐριστάφυλον , καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει : ἔν τε
4733861 ταπεινους
δίχα καὶ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν ἁπάντων ἀπολαυέτωσαν μόνοι , τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀδόξους δημότας ἐκβαλόντες ἐκ τῆς πατρίδος : ἀπαλλαττώμεθα
ἄλλους παρεκάλουν , οὐκ ἐφ ' ἡμᾶς ἠναγκάσθητε καταφυγεῖν τοὺς ταπεινοὺς καὶ φαύλους οἱ σεμνοὶ καὶ βαρεῖς , πάντα ὑπισχνούμενοι
4731991 συναντωντας
οὐ τοὺς σωματικῶς μόνον ἢ κατὰ διάμετρον ἢ τετράγωνον στάσιν συναντῶντας , ἀλλὰ καὶ τοὺς κατὰ τρίγωνον καὶ ἑξάγωνον σχηματισμόν
συνήθη , καὶ γνώριμον τοῦ φορτικὰ σκώπτοντος καὶ ψυχρὰ τοὺς συναντῶντας . . , . Ἀντισθένης δ ' ὁ Σωκρατικὸς
4730517 κἀγαθους
γίγνεσθαι , καὶ τοιοῦτος γενόμενος θηρᾶν ἐπιχείρει τοὺς καλούς τε κἀγαθούς . ἴσως δ ' ἄν τί σοι κἀγὼ συλλαβεῖν
τῆς πόλεως ἀμοιβαὶ πρὸς τοὺς ἑκάστοτ ' εἰς αὐτὴν καλοὺς κἀγαθούς . οὕτως Ἐρεχθεὺς ὁ τῆς Ἀθηνᾶς , οὕτως Ἁρμόδιος
4727807 στρατηγικους
ὕπατοι προελθόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐν τῷ παρακειμένῳ πεδίῳ τοὺς στρατηγικοὺς δίφρους ἔθηκαν : ἐνταῦθα καὶ τὸν στρατιωτικὸν ἐποιοῦντο κατάλογον
καὶ Μαρκελ - λῖνον Λέντλον ἐπὶ τῷ Φιλίππῳ , ἄμφω στρατηγικοὺς κατ ' ἀξίωσιν . ἀλλὰ τῶνδε μὲν ἑκατέρῳ διετὴς
4726788 θους
παλαιοῦ καὶ ἐλαίου παλαιοτάτου λειανθεῖσα καὶ καταπλασσομένη , στή - θους ὀδύνας παύει , καὶ δυσλύτους ὄγκους . τὸ δὲ
ἱστορίας συμπεφωνήκασιν , ὀλίγοι δέ τινες περὶ τοῦ πλή - θους τῶν προσκαταγραφέντων βουλευτῶν διαφέρονται . οὐ γὰρ ἑκατὸν ἀλλὰ
4722105 διαβολους
ἀλλοπροσάλλους , κακογνώμονας , ἐξαπατητάς , κυκητάς , ψεύστας , διαβόλους , ἐπιόρκους , βαθυπονήρους , ἐπιβουλευτικούς , ἀσυνθέτους ,
ὠμούς , ἀνεξιλάστους , στασιαστάς , ἐριστικούς , μονοπόνους , διαβόλους , οἰηματίας , πλεονέκτας , ἅρπαγας , ταχυμεταβόλους ,
4719861 ἑκατονταρχας
εἰς κοντουβέρνια . Χρὴ πρότερον ἀπὸ παντὸς τοῦ τάγματος τοὺς ἑκατοντάρχας ἐπιλέγεσθαι , φρονίμους καὶ γενναίους καὶ κατ ' ἐξαίρησιν
πρόθυμόν τε ἐς τὸν ὑπὲρ ἑαυτοῦ κίνδυνον , παραδοὺς αὐτῷ ἑκατοντάρχας καὶ στρατιώτας τινάς , οἷς ἔδωκε κατασεσημασμένα γράμματα ἐν
4714301 θρυπτομενους
καὶ τρυφεροὺς μύρῳ χρᾶσθι ἀκολουθεῖν : ἀπὸ τοῦ δηλαδὴ τοὺς θρυπτομένους ἐπὶ παντί . Βέλτερος , οὐκ ἀπὸ τοῦ βάλλω
τρυφεροὺς μύρῳ χρίεσθαι ἀκολουθεῖ . καὶ ἀπὸ τούτου δηλαδὴ τοὺς θρυπτομένους ἐπὶ παντὶ τὸ ἁπαξαπλῶς βρενθυομένους λέγουσιν . οὕτως εὖρον
4710148 Πυθαγορειους
τῶν τριάκοντα ἀνῃρέθη , πιεῖν κώνειον κατακριθείς . Λέγουσι τοὺς Πυθαγορείους πάνυ σφόδρα περὶ τὴν ἰατρικὴν σπουδάσαι τέχνην . καὶ
. μετὰ οὖν τὴν πρὸς Σωκράτη φοίτησιν ἀπῆλθεν πρὸς τοὺς Πυθαγορείους , τὸ δι ' ἀριθμῶν τὰ πράγματα σημαίνειν παρ
4709265 ξηρους
διδόμενον . δεῖ δὲ τοὺς μὲν ἄρτους , καὶ τοὺς ξηροὺς καὶ τοὺς προσφάτους , καὶ τὰ πόπανα βρέξαντας τρίβειν
χεῦσον φοίνικος ] τοῦ δένδρου φησί ψαφαρόν : αὐχμηρόν : ξηροὺς δὲ φοίνικας κελεύει εἰς τὸ γάλα μιγνύναι ψαφαρόν ]
4707301 ἐπιτηδειους
τούτων τοὺς πλείους μήθ ' ὅπλα κεκτημένους μήτε πρὸς μάχην ἐπιτηδείους καὶ πόλεμον : τοῖς γὰρ συνεχέσι κακοῖς καὶ τῇ
ἥκιστα ἱππάσιμα , ἢ φυγομαχείτω κατὰ δύναμιν , ἕως ἂν ἐπιτηδείους εὕρῃ τόπους καὶ τοῖς οἰκείοις ἁρμόζοντας πράγμασιν . ἀπολελείφθων
4699674 ἀσθενεστερους
, βιάζουσι , μάχονται , ἤως ῥῶσιν . Χειροτέρους : ἀσθενεστέρους , μικροτέρους . ἰόν : φάρμακον . Τύμμασι :
καὶ ὁ πυρὸς ἀμφοτέρως καὶ ὅσα μήτρην ἁπλῆν ἐλάττους καὶ ἀσθενεστέρους φέρει τοὺς στάχυς . Τοῦτο μὲν οὖν ὡς καθόλου
4692540 ὀλυνθους
. ἐρινεοῦ γὰρ ἑστώσης Κάλχας τῷ Μόψῳ εἶπε , πόσους ὀλύνθους ἔχει : ὁ δὲ , ὥσπερ τὸ ἀληθὲς εἶχεν
, ἢν ἐκ τόκου ἑλ - κωθέωσιν ἢ φλεγμασίης : ὀλύνθους χειμερινοὺς , ὕδωρ ἐπιχέας καὶ ζέσας , ἀφεῖναι ,
4689285 ἀγοραιους
, τοῦ στόματος τῷ στρογγύλῳ , τοὺς νοῦς δ ' ἀγοραίους ἧττον ἢ κεῖνος ποιῶ . Ἀριστώνυμος δ ' ἐν
μὲν ποιητικὴν μουσικὴν ἀστρονομίαν σοφιστὰς καὶ τῶν ῥητόρων τοὺς μὴ ἀγοραίους , ὑποσόφους δὲ ζωγραφίαν πλαστικὴν ἀγαλματοποιοὺς κυβερνήτας γεωργούς ,
4688925 καταιροντας
, μᾶλλον δὲ τοὺς πλέοντας ὑπὸ τῆς βίας τῶν πνευμάτων καταίροντας δέχονται καὶ διαρπάζουσιν , εἶτα δικάζουσιν αὐτούς , ὡς
τὸ ἥκιστα ἐπὶ τοὺς πέλας ἐκπλέοντας μάλιστα τοὺς ἄλλους ἀνάγκῃ καταίροντας δέχεσθαι . καὶ τοῦτο τὸ εὐπρεπὲς ἄσπονδον οὐχ ἵνα
4688077 πληρουμενους
τοὺς δ ' ἀναισθησίᾳ παντελεῖ κατεσχημένους , τοὺς δὲ μηδέποτε πληρουμένους , αἰεὶ δὲ τῶν ἀνηνύτων διψῶντας διὰ χηρείαν ἐπιστήμης
ἀρκτούρου : ἔκ τε δὴ τῶν χιόνων καὶ τῶν ὑετῶν πληρουμένους [ ποταμοὺς ] ποτίζειν τὰ πεδία . κατανοηθῆναι δὲ
4686457 νοερους
εἰς ἴσην αὐτὸ πίστιν ἀνάγοντας τῷ ἀληθεῖ δυνατούς τε καὶ νοεροὺς εἶναί φαμεν , τοὺς δὲ μὴ τοιούτους ἀνάπαλιν βραδεῖς
ἔτι δὲ πληροῖ πάντας τούς τε θείους διακόσμους καὶ τοὺς νοεροὺς καὶ τοὺς ψυχικούς τε καὶ φυσικοὺς καὶ αἰσθητοὺς τῶν
4684310 μετιοντας
πρόεδροι τῆς βουλῆς ἡμῶν . οὗτοι γὰρ ἀγανακτοῦντες , ὅτι μετιόντας αὐτοὺς τὴν τῶν δέκα ἀρχήν , ἧς αὐτοὶ νῦν
χρύσειον ὀπάσσαι , ἦε καὶ οὔ , πίσυνος δὲ βίῃ μετιόντας ἀτίσσει . ὧδε γὰρ ἐξ αὐτοῖο πάρος κακότητα δαέντες
4683642 κληρους
πολεμικὴν πρὸς πύλας , πάλῳ καὶ κλήρῳ τοῦτο λαχών . κλήρους γὰρ ποιησαμένων τῶν ἑπτὰ λοχαγῶν μία πύλη ἑκάστῳ ἐδόθη
γὰρ Ἐτέοκλος Ἀργεῖος ἦν . . ἔθος γὰρ τοῖς μέλλουσι κλήρους ποιεῖν κράνος λαμβάνειν , καὶ ἐντὸς καθιέναι σημεῖα αὐτῶν
4678436 κατεσκευασμενους
τύχῃ , καὶ πλεῖστοι μὲν ὡς τοὺς ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένους , ἐλάχιστοι δὲ ὡς τοὺς πλεῖστον ἀπέχοντας αὐτῆς :
εἶπε Περιβόλους αἱμασιώδεις τινάς ἢ τοὺς ἐκ λίθων ἄνευ πηλῶν κατεσκευασμένους ἢ τοὺς ἀπὸ ἀκανθῶν πεφραγμένους . Αἱμύλος , ὁ
4678321 ὑμνουμεν
ἐκείνοις εἰσί , καὶ τὰ μὲν αἴτια τὰ δὲ αἰτιατὰ ὑμνοῦμεν . εἰ δέ τις ἄλλως ἀκούων τοῦ πάσχειν καὶ
προοίμιον . πᾶν , φησί , ποίημα ὅταν γράφωμεν , ὑμνοῦμεν τὸν Δία ἐν πρώτοις καὶ πυμάτοις καὶ μέσοις :
4675104 φωστηρας
σελ . : ἔχει καὶ ὁ ἄνθρ . τοὺς δύο φωστῆρας , τοὺς ὀφθ . , τὸν μὲν δεξιὸν ὀφθ
ἑξῆς . Ἔχει ὁ μ . κ . τοὺς δύο φωστῆρας , τὸν ἥλιον κ . τ . σελ .
4674444 ἀναπεμποντος
στομάχου ἢ ἄλλου τινὸς μορίου πάσχοντος καὶ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἀναπέμποντος τὴν οὖσαν ἐν αὐτῷ κακίαν . Σημεῖα δὲ τοῦ
ἢ βαράθρου τινὸς περικειμένου , καὶ ἀναθυμίασιν δηλητηριώδη καὶ πονηρὰν ἀναπέμποντος ὥρᾳ θέρους : τὸ δὲ εἶναι καὶ τοὺς κατὰ
4672876 μυστας
καταπτωτικοὺς ἢ θεῶν ἢ νεκρῶν εἰδωλοποιητὰς καὶ ἀποκρύφων ἢ ἀπορρήτων μύστας : τὸ δ ' ὅμοιον , κἂν τὴν σύνοδον
Μυστηρίων πάτριόν ἐστι ταῖς θεαῖς ἀνιεροῦν καὶ τὰς στολὰς τοὺς μύστας , ἐν αἷς τύχοιεν μυηθέντες . μυστήρια δὲ δύο
4668141 τρυφερωτερους
καὶ ἐν συμποσίοις , καὶ ἐν ἐπιπλήξεσιν δὲ πρὸς τοὺς τρυφερωτέρους , ὡς ὁ † τηλαυγὴς θύλακος , καὶ ἡ
καὶ ἁβρότατα γίνεται , δίκην γυναικὸς ἡμᾶς καταθέλγοντα , καὶ τρυφερωτέρους ἀπεργαζόμενα , ὃ καλεῖ πλάσιν γυναικὸς ὁ ποιητής .
4666827 περιβολους
θησαυρούς , οἷ θέμενοι ἂν αὐτὰ κρύψειαν , καὶ αὖ περιβόλους οἰκήσεων , ἀτεχνῶς νεοττιὰς ἰδίας , ἐν αἷς ἀναλίσκοντες
τὴν πόλιν κατασκευάζειν , ὑπερεβάλετο τρεῖς μὲν τῆς ἔνδον πόλεως περιβόλους , τρεῖς δὲ τῆς ἔξω , τοῦτο δὲ τοὺς
4664337 Φαιακας
μοι τοὺς Κυζικηνοὺς ἐπιὼν παραπλήσια τοῖς τῆς Ἀθηνᾶς πρὸς τοὺς Φαίακας λέγειν , μέγαν τε ἄγων ἐμὲ καὶ προμνώμενος συνουσίας
σταγόνας , κατὰ τῆς γῆς , ἐξ ὧν γεννηθῆναι τοὺς Φαίακας : οἱ δὲ τοὺς Γίγαντας . καὶ Ἀλκαῖος δὲ
4662418 ἀγνωμονας
τοῖς Ἀθηναίοις οἱ πρώην ναύκραροι καλούμενοι οἱ ἐνεχυριάζοντες Θ τοὺς ἀγνώμονας τῶν χρεωστῶν . Θ καταδαρθεῖν Θ : Ἀττικοὶ παροξυτόνως
ἐνδεχόμενον ἀγνωμόνως χρῆσθαι τούτοις , οὓς ἐπηνόρθωσαν , οὐδ ' ἀγνώμονας καὶ καὶ τινὰς ὄντας καὶ πόλει καὶ χρησίμους .
4662106 πονουντας
, εἰ ἔτι δεήσει καρτερεῖν καὶ πεινῶντας καὶ διψῶντας καὶ πονοῦντας καὶ ἐπιμελουμένους , ἐκεῖνο δεῖ καταμαθεῖν ὅτι τοσούτῳ τἀγαθὰ
δ ' οὐδὲν προνοῶν . οἱ δὲ πολέμιοι ὡς ἑώρων πονοῦντας τοὺς σφετέρους , προυκίνησαν τὸ στῖφος , ὡς παυσομένους
4656743 φρονιμωτατους
εὐψυχοτάτους πρώτους τάττειν , οὕτως ἐν ταῖς πολιτείαις λυσιτελεῖ τοὺς φρονιμωτάτους καὶ δικαιοτάτους προεστάναι τοῦ πλήθους : καὶ καθάπερ τοῖς
μνήμης δῆλον καὶ ἐκ τοῦ λόγου . οἱ γοῦν ποιηταὶ φρονιμωτάτους τῶν ἡρώων ἀποφαίνουσι τοὺς ἀποδημήσαντας πολλαχοῦ καὶ πλανηθέντας :
4654980 τετελευτηκοτας
σάλπιγγι τοὺς Μακεδόνας καὶ στήσας τρόπαιον ἔθαψεν τῶν ἰδίων τοὺς τετελευτηκότας , οἱ δ ' Ἰλλυριοὶ διαπρεσβευσάμενοι καὶ τῶν Μακεδονικῶν
ἀλλὰ τὸν ἕτερον , καὶ περὶ γονέας καὶ ζῶντας καὶ τετελευτηκότας καὶ περὶ θεούς : ἃ δὴ προστέτακται τῇ μαντικῇ
4653665 διαιτωμενους
ἀποριῶν οὐδὲν ἄτοπόν φησι φωνὴν ἀφιέναι τοὺς δαίμονας ἐν ἀέρι διαιτωμένους : ἡ τοιάδε γὰρ πληγὴ τοῦ ἀέρος ἐστὶ φωνή
τὸν ἄλλον ὅμιλον τῶν νεκρῶν κατὰ ἔθνη καὶ κατὰ φῦλα διαιτωμένους , τοὺς μὲν παλαιούς τινας καὶ εὐρωτιῶντας καὶ ὥς
4653476 κατακλυσμους
ἐπί τινων γίνεσθαι λοιμούς , ἐμπρησμούς , ἀφορίας καρπῶν , κατακλυσμούς , σεισμοὺς κατὰ τὴν ἑκάστου κακοποιοῦ σχηματογραφίαν . ὅθεν
αὐχμοὺς ἐπισημαίνουσι τῇ χώρᾳ , εἰ δὲ ἱδρῶτος πλέοι , κατακλυσμούς τε καὶ ὄμβρους , εἰ δὲ αἷμα περὶ αὐτοῖς
4641594 ἀνεμους
μέλας . . τυφὼς γὰρ ἐκβαίνει : τοὺς δὲ καταιγιδώδεις ἀνέμους τυφὼς καλοῦσι . τούτῳ ἐνόμιζον μέλανα ἄρνα σφάζειν ,
καὶ οἱ ἐτησίαι πνέουσιν ἄνεμοι : τούτους γάρ φησι τοὺς ἀνέμους μάλιστα τὰ νέφη φέρειν πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν : ὧν
4640819 ἀπαντλειν
οὕτω τι ἐδουλώθην ὑπὸ τοῦ περὶ αὐτὸν δέους , ὡς ἀπαντλεῖν τῆς οὐσίας τὸ μὲν ἐς τοὺς συκοφάντας , οὓς
παρέχειν τὸ ὕδωρ . ἀπὸ τοῦ ἀρύεσθαι , ὅ ἐστιν ἀπαντλεῖν . ἄωρα πράττειν : τὸ παρ ' ὥραν καὶ
4634996 ἐσχατους
Ὡς Εὐμενὴς ὑπὸ Σελεύκου περὶ τὴν Βαβυλῶνα συγκλεισθεὶς εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους ἐσώθη διὰ τὴν ἰδίαν ἀγχίνοιαν . μʹ .
καὶ φεύγειν δίκας καὶ μὴ οὔσας διώκειν καὶ ὑπομεῖναι τοὺς ἐσχάτους κινδύνους μᾶλλον ἢ τὰ δίκαια ποιήσας ἀπηλλάχθαι τῶν πρὸς
4634237 φθονουντας
ἀριθμὸς οὐδεὶς οὐδὲ λόγος : ἅ φησιν ἐκεῖνος ἐξιέναι τοὺς φθονοῦντας , οὔτ ' αἰσθήσεως ἄμοιρα παντάπασιν οὔθ ' ὁρμῆς
Τοῦτο λέγει , ὅτι ὁ ἐμὸς ἔπαινος πρὸς Ἱέρωνα τοὺς φθονοῦντας αὐτῷ τρώσει . Εἰ γὰρ ] * Τινὲς τὸ
4630934 κωμητας
⌈ : διὸ ἐπισημειοῦται τὴν λέξιν συνήθως τῷ χ . κωμήτας ] ⌈ τοὺς πολίτας . γυμνοὺς ] ἀπερίττους .
. κωμήτας ] χ . ⌈ τὸ χ , ὅτι κωμήτας τοὺς ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἀμφόδου καὶ τόπου ἔλεγον ⌈
4626512 βιους
τύχης γενναίως ἐπίστασο φέρειν . Ἐτελεύτησε δὲ γηραιός , ἔτη βιοὺς ἑβδομήκοντα : καὶ αὐτῷ ἐπεγράφη : ἄνδρα σοφὸν Κλεόβουλον
τοὺς ἑαυτοῦ ὑπὸ τὴν μάχην Σκριβωνίῳ προστιθεμένους ἀποσχόμενος σιτίων ἐτελεύτησεν βιοὺς ἔτη τρία καὶ ἐνενήκοντα : Γοαισὸς δέ , ὥς
4625174 κτωμενους
ἧκε μὲν ὡς οὐχ ἁψόμενος λόγων , ὁρῶν δὲ ἄλλους κτωμένους ἐπεθύμησε τοῦ κτήματος καὶ μέρος λαβὼν πένθος ποιεῖται τὸ
εἶναι . χρῶνται δὲ τῷ νόμῳ τούτῳ διαλαμβάνοντες τοὺς ταῦτα κτωμένους ἀναγκασθήσεσθαι ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν δυνατῶν ἕνεκα τῆς τούτων χρείας
4622123 Σινας
τὴν τῆς ἀνατολῆς ἄγνωστον γῆν , ᾗπερ εἰρήκαμεν παροικεῖν τοὺς Σίνας . Ἀπὸ δὲ τοῦ ἀκρωτηρίου τοίνυν τῶν Σατύρων ἐπὶ
. . ροα ∠ ʹ ιζ γʹ τὸ πρὸς τοὺς Σίνας τοῦ Μεγάλου κόλπου ὅριον . . . . .

Back