ἐπί τινων γίνεσθαι λοιμούς , ἐμπρησμούς , ἀφορίας καρπῶν , κατακλυσμούς , σεισμοὺς κατὰ τὴν ἑκάστου κακοποιοῦ σχηματογραφίαν . ὅθεν
αὐχμοὺς ἐπισημαίνουσι τῇ χώρᾳ , εἰ δὲ ἱδρῶτος πλέοι , κατακλυσμούς τε καὶ ὄμβρους , εἰ δὲ αἷμα περὶ αὐτοῖς
7235168 χειμωνας
. . . : ἐκπεσεῖσθαι τὸν καιρὸν τοῦ πλοῦ εἰς χειμῶνας τοῦ ἐμπειροτάτου : τὸν Νικίαν λέγει ἀξιόχρεων : ἀξιόμαχον
τῷ μεγέθει σύμμετρον , τούς τ ' ἐν τῇ θαλάττῃ χειμῶνας ἀναφέρειν ἰσχῦον καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ δυοῖν ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον
6541702 σεισμους
: Μιμνήσκεται δὲ πρὸς ταῦτα τῶν ὑπὸ Δημοκλέους λεγομένων , σεισμούς τινας μεγάλους , τοὺς μὲν πάλαι περὶ Λυδίαν γενομένους
χρησμολόγους , ταῖς πόλεσι προλέγων λοιμοὺς καὶ πυρκαϊὰς φυλάσσεσθαι καὶ σεισμούς : καὶ ἀσφαλῶς βοηθήσειν , ὡς μὴ γένοιτό τι
6514314 ὀμβρους
ὑδρεῖα , χειμῶνος δ ' ἐπιλείπειν : πίπτειν δὲ τοὺς ὄμβρους ἐν τοῖς ἄνω μέρεσι τοῖς προσαρκτίοις καὶ ἐγγὺς τῶν
διὰ τὴν λεπτομέρειαν διακρινόμενον νέφη τε συνιστάνειν ὁμιχλούμενον καὶ καταστάζειν ὄμβρους ὑπὸ πιλήσεως καὶ διατμίζειν τὰ πνεύματα . γράφει γὰρ
6169336 ποταμους
προσαγορεύουσι , τῶν ἀμφιβίων ὀρνίθων τότε μάλιστα φαινομένων κατὰ λίμνας ποταμούς τε καὶ θάλατταν , ὅταν οὗτοι δυναστεύοντες ἐπιπνέωσιν .
σελήνην ] : εἶναι δὲ ἐπ ' αὐτῆς οἴκησιν ἄλλην ποταμούς τε καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς , καὶ τὸν λέοντα
6115265 ἀερας
ἐμαυτὸν ἀνθρώπων γῆν πλείστην ἐπλανησάμην ἱστορέων τὰ μήκιστα , καὶ ἀέρας τε καὶ γέας πλείστας εἶδον , καὶ λογίων ἀνθρώπων
. : ἀνθρωποειδεῖς [ ] γὰρ ἐκεῖνοι οὐ νομίζουσιν ἀλλὰ ἀέρας [ ] καὶ πνεύματα [ ] [ καὶ ]
6078403 καρπους
καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ὅταν ἅπαντας τοὺς ἐκ γῆς συγκομίσωσι καρπούς , καὶ τὸν τῶν Σαλίων καλουμένων διπλασιάσειν ἀριθμόν .
' ἄχρηστα , ἀλλὰ νομὰς παρέχει δαψιλεῖς ἢ ὕλην ἢ καρπούς τινας ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες
6044032 τροπικους
τοὺς μαθηματικοὺς ἅπαντας τοὺς εἰρημένους κύκλους ἀπλατεῖς ὑποτίθεσθαι , τοὺς τροπικοὺς καὶ τὸν ἰσημερινὸν καὶ τὸν ἀεὶ φανερὸν καὶ τὸν
Λέγω , ὅτι καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν ἐπὶ τοὺς τροπικοὺς παρέσται ὁ ἥλιος . Εἰ μὲν οὖν ὁ ἥλιος
5901061 τοπους
ἢ βιαίου θανάτου , ὁ δὲ τεχθεὶς ἐπὶ ἱεροὺς καταφεύγει τόπους καὶ ὑπὸ φαντασμάτων καὶ εἰδώλων ἐνοχλεῖται , καὶ μᾶλλον
Ἡρώων λήξεως ὁ λόγος , καὶ ὅτι καὶ βίον καὶ τόπους οἰκείους , οὓς ἐκάλεσεν ἤθη , χωρὶς τῶν ἀνθρώπων
5898634 ἐτησιας
αὐτοῦ λεγομένοις οὐ δοτέον . παρίημι γὰρ καὶ διότι τοὺς ἐτησίας ἰδεῖν ἔστιν οὐδέν τι μᾶλλον ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνέοντας
ἔστιν ἀληθῆ ταῦτα , ὅπερ λέγουσιν , ἀναγκαῖον καὶ τοὺς ἐτησίας εἶναι πλείους . Εἰ δέ ποτ ' ἐξέλιπον καὶ
5885148 ἐτησιους
τε τὸ ἑξῆς καλῶς διετήρησε τὴν τούτων φυλακὴν τούς τε ἐτησίους φόρους εἰς μεγίστην ἐπίδοσιν ἤγαγε πολλούς τε τῶν φορολόγων
ἀέρος εὐκρασίας δι ' ἀνέμων τε καὶ πνευμάτων εἰς τὰς ἐτησίους ὥρας , φυτῶν τε καὶ ζῴων ἔτι δὲ καρπῶν
5879373 ἀτακτους
τὰς χρόας , ἀλλὰ τὰς μὲν τεταγμένας , τὰς δὲ ἀτάκτους . εἷς μὲν οὖν τῆς τῶν χρωμάτων γενέσεως τρόπος
πρώτους τοὺς ὑπάρχοντας ἱππέας καὶ κούφους ἐξιέναι , μηδὲ τούτους ἀτάκτους , προεξερευνῶντάς τε καὶ προκαταλαμβάνοντας τὰ ὑψηλὰ τῶν χωρίων
5802590 κακοποιους
θανάτου φόβους . καὶ τὸ μεῖζον κακὸν τὸ εἶναι πάντας κακοποιούς . Τὸ δὲ εἶδος τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν κακῶν
εὐδαίμονες , πολυχρήματοι . ἐπὰν δὲ ἀγαθοποιοῖς συνοδεύσασα φέρηται ἐπὶ κακοποιούς , ποιήσει εὐγενεῖς τοὺς γεννηθέντας καὶ τὰς ἀρχὰς τῶν
5771550 χερσαιους
Ἀρκαδίας φησὶν Ἀριστοτέλης κρήνην τινὰ εἶναι , ἐν ᾗ μῦς χερσαίους γίνεσθαι , καὶ τούτους κολυμβᾶν ἐν ἐκείνῃ τὴν δίαιταν
δὲ . . . , Καρκίνος δ ' ἐνύδρους καὶ χερσαίους καὶ ὑψηλούς , Λέων δὲ προσάντεις καὶ τραχεῖς καὶ
5662389 βλαπτοντας
” πυρετοῖσιν “ ἐπήνεγκεν ἀπὸ τοῦ πάθους . Γ τοὺς βλάπτοντας τὴν πόλιν λέγει ἠπιάλους καὶ πυρετούς : ταῦτα γὰρ
καὶ κοινότητι , οὐδ ' ἂν αὐτὸς συνεβούλευον τὰ οἴκοι βλάπτοντας τὰ τῶν πλησίον κοσμεῖν . ὅτε δέ ἐστι τοσαῦτα
5633197 κροκοδειλους
ἡ χώρα μικρὸν ὑπὲρ τῆς θαλάττης κρήνην Ἀζαριτίαν , τρέφουσαν κροκοδείλους μικρούς . . . . Ζάρητα : κρήνη ὑπὲρ
τὸν ποταμόν , ἀλλὰ καὶ πολὺ μᾶλλον τοὺς ἐν αὐτῶι κροκοδείλους : διὸ καὶ τοὺς ληιστὰς τούς τε ἀπὸ τῆς
5626078 ἀνεμους
μέλας . . τυφὼς γὰρ ἐκβαίνει : τοὺς δὲ καταιγιδώδεις ἀνέμους τυφὼς καλοῦσι . τούτῳ ἐνόμιζον μέλανα ἄρνα σφάζειν ,
καὶ οἱ ἐτησίαι πνέουσιν ἄνεμοι : τούτους γάρ φησι τοὺς ἀνέμους μάλιστα τὰ νέφη φέρειν πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν : ὧν
5594839 κομητων
τὰς συνισταμένας ἤτοι κατὰ τοὺς ἐκλειπτικοὺς καιροὺς ἢ καὶ ὁτεδήποτε κομητῶν ἐπιφανείας πρὸς τὰς καθόλου περιστάσεις , οἷον τῶν καλουμένων
. . [ . ] . , περὶ δὲ τῶν κομητῶν Ἀναξαγόρας μὲν καὶ Δ . λέγουσι τὸν κομήτην λεγόμενον
5579908 αἰγιαλους
πετρῶν , καθάπερ ναῦς τὰ σχοινία ἀναψαμένη ἐν ταῖς πρὸς αἰγιαλοὺς πέτραις . θύει : ὁρμᾷ . Ἀντέχεται : ἀντιλαμβάνεται
τοῦ αἰγιαλοῦ ἵδρυται . ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα
5567713 γινομενους
γὰρ αὐτοὶ τῶν ἔργων ἐκείνου τοῦ ἔτους ἀνέχουσι , τοὺς γινομένους καρποὺς οὐκ οἴονται δεῖν συλλέγειν οὐδ ' ἀποτίθεσθαι μὴ
ἐναντιωθῇ τῷ τόπῳ , ἐπὶ ξένης ἀναστρεφομένους καὶ ἐν ταραχαῖς γινομένους προδηλοῖ . πολλάκις δὲ οἱ τοιοῦτοι ὑπὸ μὲν ἰδίων
5536329 ἑλωδεις
καὶ ἧσσον κεχυμένην τε καὶ διακεκριμένην . οἱ δ ' ἑλώδεις τῶν πυρῶν ἄτροφοί τέ εἰσι καὶ κουφότεροι καὶ τὸ
παρὰ τὰς τῶν ποταμῶν εἰσβολὰς καὶ παρὰ τοὺς ἰλυώδεις καὶ ἑλώδεις τόπους καὶ ἔνθα ἐκδιδόασιν ὀχετοὶ διαιτώμενοι , λιπώδεις μὲν
5521411 ὀμβροι
δεσπότης οὗτός ἐστιν . ἢ ὅτι ἐκ τῆς θαλάσσης οἱ ὄμβροι ἀναδίδονται , εἶθ ' οὕτως ῥήγνυνται , ἐκ δὲ
δὲ τῆς πρὸ θʹ καλανδῶν Σεπτεμβρίων ἀλοήσομεν , οὐ γὰρ ὄμβροι οὐδὲ δρόσοι οὐδ ' ἐν ταύταις γίνονται ταῖς ἡμέραις
5508963 συνεχεις
τῶν πρακτέων , ἀλλ ' οἷα τυφλὸς ἀπροοράτως πᾶσιν ἐμπίπτων συνεχεῖς ὀλίσθους καὶ πτώματα ἐπάλληλα καὶ ἀκούσια ὑπομένῃ . τούτῳ
τὸν ὀξύτατον δρόμον καὶ τὰς ἐγγινομένας αὐτῷ διὰ τοὺς ἀγκῶνας συνεχεῖς δίνας καὶ παλιρροίας καὶ ἴλιγγας καὶ ὅσα ἄλλα δυσέκπλωτόν
5493883 περιβολους
θησαυρούς , οἷ θέμενοι ἂν αὐτὰ κρύψειαν , καὶ αὖ περιβόλους οἰκήσεων , ἀτεχνῶς νεοττιὰς ἰδίας , ἐν αἷς ἀναλίσκοντες
τὴν πόλιν κατασκευάζειν , ὑπερεβάλετο τρεῖς μὲν τῆς ἔνδον πόλεως περιβόλους , τρεῖς δὲ τῆς ἔξω , τοῦτο δὲ τοὺς
5478006 ἐπικινδυνους
οὐ δύνατοί εἰσι τὴν ναῦν δέχεσθαι , τοὺς δὲ καὶ ἐπικινδύνους ὑπάρχειν , διέγνω δῶρον αὐτὴν ἀποστεῖλαι Πτολεμαίῳ τῷ βασιλεῖ
σπουδῇ . σπεύδει γὰρ καταλαβεῖν ἔτι ἐμπνέοντας : θανασίμους ἐπικαιρίους ἐπικινδύνους : βοηδρόμος : βοηθὸς καθ ' ὃν οὐκ ἔδει
5451413 αὐχμηροις
' ἔχει λεπτήν , ἄχρηστον . φύεται ἐν πετρώδεσι καὶ αὐχμηροῖς τόποις . Χολὴ πᾶσα ἀποτίθεται τρόπῳ τούτῳ : λαβὼν
τίνας μὲν δεῖ προσάγειν πόας ὑγροῖς ἕλκεσι , τίνας δὲ αὐχμηροῖς καὶ ξηροῖς ξυμμετρίας τε ποτίμων φαρμάκων , ὑφ '
5448221 πλεοντας
τοῦτο δὲ εἶπε λιμένα πλούτου , ἢ διὰ τὸ τοὺς πλέοντας ἐν λιμένι καταφεύγειν καὶ σώζεσθαι , οὕτω δὲ καὶ
σιγᾶτε , ” ἔφη , “ μὴ αἴσθωνται ὑμᾶς ἐνθάδε πλέοντας . ” ἐρωτηθεὶς ὑπὸ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου τί ποτέ ἐστιν
5442377 ἀγαθοποιους
πότερον ἀπὸ πρακτικῶν εἰς ἀπράκτους καταντῶσιν ἢ ἀπὸ κακοποιῶν εἰς ἀγαθοποιούς . πολλάκις γὰρ ἐπίδικόν τις τὸν καιρὸν ἔχων ἢ
γὰρ γενομένης τῆς συζυγίας μετὰ τῶν ἀγαθοποιῶν καὶ ἐπειγούσης πρὸς ἀγαθοποιούς , μεγίστας καὶ εὐδαιμονεστάτας δηλώσει πράξεις ἄχρι τέλους :
5436604 ἀσθενεστερους
, βιάζουσι , μάχονται , ἤως ῥῶσιν . Χειροτέρους : ἀσθενεστέρους , μικροτέρους . ἰόν : φάρμακον . Τύμμασι :
καὶ ὁ πυρὸς ἀμφοτέρως καὶ ὅσα μήτρην ἁπλῆν ἐλάττους καὶ ἀσθενεστέρους φέρει τοὺς στάχυς . Τοῦτο μὲν οὖν ὡς καθόλου
5416760 προεστωτας
προβιβάζει , ποιεῖ δὲ καὶ ἐπιτρόπους γυναικῶν ἢ θηλυκοῦ ἱεροῦ προεστῶτας , ἐξ ὧν καὶ χάριτας ἕξουσι καὶ βίον :
θανατικῶν εὐεργετουμένους , θεμελίων σωμάτων κυρίους , ἐπιτρόπους ἀλλοτρίων πραγμάτων προεστῶτας . νυκτὸς δὲ καλῶς σχηματι - σθεὶς καὶ λόγον
5416719 νιφετων
ἢ ἀστική , δυσχείμερος δύσθερος , δυσχερὴς χειμῶνος ὑπὸ τῶν νιφετῶν , θέρους ἄσκιος . καὶ ἄλλως δ ' ἐπαινῶν
φησί , τὰ πεδία δὲ καὶ ὄμβρων ὁμοίως ἀπηλλάχθαι καὶ νιφετῶν , ἐπικλύζεσθαι δὲ μόνον κατὰ τὰς ἀναβάσεις τῶν ποταμῶν
5415671 ἐργαζομενους
Φίλιππος μεθ ' ἡμέραν μὲν ἐπὶ τὴν διωρυχὴν καταβαίνειν ὡς ἐργαζομένους δὴ καὶ προκαλύμματα ὑπερέτεινεν ὡς βουλόμενος λανθάνειν : τὰ
προσουρεῖν καὶ πλησίον ἀφοδεύειν τοῦ περιφράγματος , ὥστε διοχλεῖσθαι τοὺς ἐργαζομένους . Ἔγραψε γοῦν ὁ Πεισίστρατος , ὡς ἐάν τις
5414721 νομεας
δὲ αἰξὶ ταῖς ἐπιχωρίοις ἔνδον ἐν τοῖς σηκοῖς παραβάλλειν τοὺς νομέας ἰχθῦς ξηροὺς χιλόν . Ὅτι δέδοικεν ὗν ἐλέφας ἀνωτέρω
ἑλκοῦσθαι ἂν αὐτὰς πάντως παρατριβομένας πρὸς τὸ δάπεδον . τοὺς νομέας δὲ εἶναι ἀγαθοὺς χειρουργεῖν οὐ πέρα τῶν ἁμαξίδων ,
5399604 δρομους
ὀρείους ἐπεξῄει δρυμούς , ὡς μῦθον εἶναι τοὺς λεγομένους Ἰοῦς δρόμους . ὥστε μὴ μόνον τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἀστοργίᾳ διαφέροντας
καὶ ἅμα νικώντων . νίκας . δυωδεκαδρόμων : ὅτι δώδεκα δρόμους ἔτρεχον τὰ τέλεια ἅρματα , τουτέστιν ιʹ καὶ βʹ
5394871 τεταρταιους
ἁπλῶς εὑρίσκεσθαι χρησιμώτατος , ἐξαιρετῶς δὲ πρός τε τριταίους καὶ τεταρταίους καὶ πᾶν τοιόνδε γένος νοσημάτων . Σημεῖον δὲ τῆς
καὶ τὰ πρὸ τῶν πυρετῶν ῥίγη , ὑστερικὰς πνίγας , τεταρταίους , ὑποχονδρίων πόνους καὶ εἰς ὄμματα ῥευματιζομένους . Σελίνου
5393498 αὐχμους
, παραιτούμενοι τὰς θεὰς ἀπείργειν τὰ περισκελῆ καύματα καὶ τοὺς αὐχμούς , μετὰ δὲ τῆς συμμέτρου θερμασίας καὶ ὑδάτων ὡραίων
διὰ τὰς ἑλκώσεις τῶν περισκαπτομένων ἢ ὅταν ἐκδιψήσῃ διὰ τοὺς αὐχμούς : ἐκ μὲν γὰρ τῆς πληγῆς σήπεται , ἀλλοιούμενα
5392803 πυρετους
. Τοῦτό φησι διὰ τοὺς ἐπὶ πυκνώσει τοῦ δέρματος γινομένους πυρετούς : ἐπὶ τούτων γὰρ ἀποκλειόμενα τὰ εἰωθότα διαφορεῖσθαι τὴν
ὑδερικῶν ἐπὶ πλεόνων φάσκοντος αὐτοῦ πεπειρᾶσθαι τῆς ἀθρόας κενώσεως , πυρετούς τε φερούσης καὶ θάνατον . ὁρῶμεν δ ' ἐπὶ
5390668 βιαιους
προθώμεθα : πράττοντας , φαμέν , ἀνθρώπους μιμεῖται ἡ μιμητικὴ βιαίους ἢ ἑκουσίας πράξεις , καὶ ἐκ τοῦ πράττειν ἢ
γένοιτο χρεία τοῦ ἐπιδῆσαι , φεύγειν δεῖ ἐπὶ τούτων τοὺς βιαίους δεσμοὺς καὶ τὸ σπουδάζειν ἀλλάσσειν τὰ ἐπιτιθέμενα : βλάπτει
5379724 πνειν
τερπνῷ , ψυχαγωγίας γέμοντι καὶ ῥᾳστώνης , ἔνθα μετρίας τε πνεῖν αὔρας εἰκὸς καὶ πηγὰς καθαρὰς καὶ διαφανῆ νάματα ῥεῖν
. . Αἰγυπτίοις καὶ Εὐδόξῳ ἔαρος ἀρχή : ζέφυρος ἄρχεται πνεῖν καὶ ἐνίοτε χειμών . . ιδ : Αἰγυπτίοις καὶ
5377572 ἀμητου
“ μεταφορικῶς τὴν καλάμην εἴρηκεν . καὶ γὰρ ἐπὶ τοῦ ἀμητοῦ τὸ πλῆθος ἰδόντα τῆς καλάμης καὶ τὴν εὐγένειαν ἔστιν
τῆς πεύσεως : αἱδὶ μέν σοι Πληιάδες σπόρου τε καὶ ἀμητοῦ ξύμβολα δυόμεναι ἢ αὖ πάλιν ἐκφανῶς ἔχουσαι , ὡς
5344173 κεραυνους
δύνασθαι φέρειν καὶ ὑπομένειν τὰς τοῦ Διὸς ἀστραπὰς καὶ τοὺς κεραυνοὺς ὥσπερ τὰς μεσημβρινὰς τοῦ ἡλίου φοράς , ἤτοι τὰ
' ᾧ Ποσειδῶνος ἱερόν ἐστιν : αἴτιον δὲ τὸ πολλοὺς κεραυνοὺς πίπτειν περὶ τὸν τόπον . Ἄλλα δὲ τῶν ὑδάτων
5339476 ὑπαντρου
τούτων ὀρυττομένην γῆν ἐπὶ τὰ γεώργια ἀναφέρειν , οὔσης ἐπιεικῶς ὑπάντρου καὶ ὑποπέτρου τῆς νήσου , μάλιστα δὲ τῶν πεδινῶν
τούτων ὀρυττομένην γῆν ἐπὶ τὰ γεώργια ἀναφέρειν , οὔσης ἐπιεικῶς ὑπάντρου τε καὶ ὑποπέτρου τῆς νήσου , μάλιστα δὲ τῶν
5326945 δυσωδεις
καὶ τῇ γεύσει τὴν διάγνωσιν αὐτῶν ποιεῖσθαι : καὶ γὰρ δυσώδεις καὶ ἀηδεῖς καὶ βλενώδεις εἰσὶν ὅσοι τὴν δίαιταν ἔχουσιν
χείλους τε τοῦ κάτω τρόμοι καὶ ἀφωνία καὶ λήθη καὶ δυσώδεις δοκήσεις καὶ ὕπνοι βαθεῖς παρὰ τὸ εἰωθὸς ἢ ἐπιπόλαιοι
5307962 νηνεμιας
ἀλλὰ παρέχει τινὰ καὶ ταῦτα χρείαν ἀναγκαίαν τοῖς φρονιμωτέροις : νηνεμίας γὰρ καὶ πνεύματα , εὐδίας τε καὶ χειμῶνας ἀπὸ
, στασίμῳ , λείᾳ θαλάττῃ , ἀκύμονι , ἀπράγμονι , νηνεμίας οὔσης , πεσόντος τοῦ πνεύματος , εὐαερίας οὔσης ,
5300613 χυλους
τῶν ὑδάτων κακίας ἐνοχλοῖτο , ὅταν αὐτῷ τῷ ὕδατι μιγνύῃ χυλοὺς συνήθεις τε καὶ πλείους ἐναντιουμένους τῇ τοῦ ὕδατος κακίᾳ
Ἔνια δὲ ὅλως ἀσύμβλητα τοῖς ἡμέροις ἐστὶ κατά γε τοὺς χυλοὺς καὶ τὰς δυνάμεις , ὥσπερ σίκυος ὅ τε ἄγριος
5297537 ἐμετους
αὕτη ἐσθιομένη καθ ' ἑαυτὴν καὶ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πινόμενον ἐμέτους κινεῖ . Βότρυς πόα ἐστὶν ὅλη μηλίνη , πολλὰς
εἴωθε τοῦ μηνὸς δὶς ἐξεμέειν , ἄμεινον ἐφεξῆς ποιέεσθαι τοὺς ἐμέτους ἐν δυσὶν ἡμέρῃσι μᾶλλον , ἢ διὰ πεντεκαίδεκα :
5296525 ἐξαισιοι
βραχέων ὅρμων καὶ ἀγκυροβολίων . ὑπέρκεινται δὲ οἱ τῶν ὀρῶν ἐξαίσιοι κρημνοὶ στενὴν ἀπολείποντες πρὸς θαλάττῃ πάροδον . κατοικοῦσι δὲ
μυρμήκων : καὶ ἐν μὲν ταῖς Αἰγυπτίαις Θήβαις ὄμβροι ποτὲ ἐξαίσιοι καὶ χιόνες ἂν ἐγίνοντο , τὰ δὲ νότια ὄμβρων
5294798 πιαινεσθαι
γὰρ δεῦρο ἀφῖγμαι ἐς τράπεζαν κεκυφέναι καὶ θρέμματος ἀλόγου δίκην πιαίνεσθαι καὶ ἀρχῶν τε καὶ τιμῶν κρέμασθαι καὶ θαυμάζειν αὐλὰς
ἢ βορέου : τὸν γὰρ κόκκον ἐνδοτέρω ὄντα οὕτω συμβαίνει πιαίνεσθαι ἐμπνεόμενον . κόρθυος : τοῦ ἐκ τῶν ἀμαλῶν συγκειμένου
5294469 βοθρους
. Ἀποδιώξεις τὰς ἀκρίδας , ἐὰν γάρον ἐξ αὐτῶν σκευάσας βόθρους ὀρύξῃς , καὶ τούτους ἐγκαταβρέξῃς τῷ γάρῳ . πρὸ
βοτάνην , ἥ ἐστι κενωτικὴ γαστρός . καὶ Δημόκριτος τοὺς βόθρους τοὺς παρὰ τῶν κυνηγετῶν γενομένους † πάθους καλεῖ διὰ
5288772 πεπαινειν
, ἀλλὰ καὶ τὰ σκληρὰ μαλάττειν δύνασθαι καὶ τὰ λοιπὰ πεπαίνειν . ἔτι δὲ εὐμενέστερον καὶ ἀκινδυνότερον πεπαίνει τὴν τροφήν
ἤδη γλυκαίνεσθαι τὰς σταφυλάς , φυλλορροοῦσα διδάσκει ἑαυτὴν ψιλοῦν καὶ πεπαίνειν τὴν ὀπώραν , διὰ πολυφορίαν δὲ τοὺς μὲν πέπονας
5285035 πλανητας
ἂν μὴ λάβωσιν ; ἐχέτωσαν οὗτοι τὴν εἱμαρμένην : τοὺς πλανήτας προσκυνεῖν οὐ βούλομαι . τίς ἐστιν ὁ Βερενίκης πλόκαμος
* περίσημον : ἐμφανές * ἀπλανές : πολυπλανές διαστεῖλαν τοὺς πλανήτας * ἀστράσιν : ζῳδίοις * ἄστροις : γράφεται ἀστράσιν
5282777 ναυκληρους
. ἀγαθὸν δὲ καὶ καλὸν καὶ προεδρίαις τιμᾶσθαι ἐμπόρους καὶ ναυκλήρους , καὶ ἐπὶ ξένιά γ ' ἔστιν ὅτε καλεῖσθαι
σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῦ [ ; ὁρᾶτε ] τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν , ὑπὸ τοῦ κλύδωνος [
5277784 στηριγμους
ὁ ἐπίκυκλος ἀπέχῃ τοῦ ἀπογείου τοῦ ἐκκέντρου , ποιεῖται τοὺς στηριγμοὺς ὁ ἀστὴρ ἀπέχων τοῦ φαινομένου περιγείου τοῦ ἐπικύκλου μοίρας
κα θ μοίρας περιοδικὰς ἀπέχῃ τοῦ ἀπογείου , ποιεῖται τοὺς στηριγμοὺς ὁ ἀστὴρ ἀπέχων τοῦ φαινομένου περιγείου τοῦ ἐπικύκλου μοίρας
5275541 φθισεις
τέχνῃ , τὰς δὲ προαιρέσει . φύσει μὲν αὐξήσεις , φθίσεις , τέχνῃ δὲ οἰκοδομεῖν , ναυπηγεῖν , προαιρέσει δὲ
δὲ περὶ μὲν ἀνθρώπους γινομένου τοῦ συμπτώματος νόσους μακρὰς καὶ φθίσεις καὶ συντήξεις καὶ ὑγρῶν ὀχλήσεις καὶ τεταρταίους , φυγαδείας
5270137 στενωπους
ἐξ οὐρανοῦ ῥεῦσαι καὶ διαπλῆσαι σφῶν τὰς οἰκίας καὶ τοὺς στενωποὺς νεφέλην εἰς αὐτοὺς ῥήξαντος τοῦ Διός , ὅτι κἀκεῖνοι
εἰπεῖν Ἀθηναίοις ὅτι παύσονται τῷ λοιμῷ ἐχόμενοι , ἢν τοὺς στενωποὺς οἴνῳ πολλῷ ῥαίνωσι . τοῦτο συχνάκις γενόμενονοὐ γὰρ ἠμέλησαν
5267864 βιαις
εὐεργεσίαις πειρᾶσθαι κατέχειν , ἀλλὰ μὴ ταῖς ἀνάγκαις μηδὲ ταῖς βίαις . τῶν δὲ προγόνων μιμεῖσθαι μὴ τοὺς πρὸ τῶν
δυσεπινόητον ἔχει τὴν ἀναγωγήν , ἑκάστου διαπο - ροῦντος τίσι βίαις τὰ τηλικαῦτα βάρη τῶν ἔργων ἐμοχλεύθη . τετραγώνου δὲ
5264013 θερη
λήια πολλὰς μυῶν μυριάδας ἐπελθούσας ἄωρα ὑποκείρειν καὶ ἀτελῆ τὰ θέρη τοῖς σπείρασιν ἀποφαίνειν . οὐκοῦν τὸν ἐν Δελφοῖς θεὸν
κατὰ θέρη δὲ καὶ χειμῶνας . . . : κατὰ θέρη , φησί , καὶ χειμῶνας τὰ δέκα ἔτη σκοπείσθω
5250325 ξηρους
διδόμενον . δεῖ δὲ τοὺς μὲν ἄρτους , καὶ τοὺς ξηροὺς καὶ τοὺς προσφάτους , καὶ τὰ πόπανα βρέξαντας τρίβειν
χεῦσον φοίνικος ] τοῦ δένδρου φησί ψαφαρόν : αὐχμηρόν : ξηροὺς δὲ φοίνικας κελεύει εἰς τὸ γάλα μιγνύναι ψαφαρόν ]
5246243 ψυχρους
πλείονα περίτασιν ἐργαζομένων . Πῶς οὖν χρὴ τὰς διὰ τοὺς ψυχροὺς χυμοὺς ἐν τοῖς ἐντέροις ὀδύνας ἰᾶσθαι ; Οὐ θερμαίνοντας
ἤδη τοῦ θερμοῦ ἀνακλήσεσιν ὥσπερ διαμαχομένης τῆς φύσεως καὶ τοὺς ψυχροὺς διαλύειν τε καὶ πέττειν χυμοὺς πειρωμένης , ἀπογεννᾶται πνεύματα
5233260 συνδεσμους
ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει ; Τρύφων μέντοι φησὶν ἐπὶ τοῦ τοιούτου συνδέσμους ἀντιπαρειλῆφθαι , τὸν γάρ ἀντὶ τοῦ δέ καὶ τὸν
καὶ λιθώδεις συστάσεις πήγνυσθαί τε τὰ προαιρετικὰ νεῦρα καὶ τοὺς συνδέσμους καὶ τοὺς τένοντας , ἐπιτηδείως ἔχοντας εἰς τοῦτο διὰ
5231815 Χαλδαιους
ἀποδείκνυσθαι βασιλέας , τούς θ ' ἱερέας τῶν Αἰγυπτίων καὶ Χαλδαίους καὶ Μάγους σοφίᾳ τινὶ διαφέροντας τῶν ἄλλων ἡγεμονίας καὶ
, τὰ δὲ περὶ ἀριθμούς τε καὶ λογισμοὺς Φοίνικας , Χαλδαίους δὲ τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν θεωρήματα : περὶ τὰς
5227490 κολπους
τοῦ αἰδοίου : καὶ τὰ πουλύγονα τῶν ζώων πλείους ἔχει κόλπους τῶν ὀλίγα κυεόντων : ὁμοίως δὲ καὶ τὰ πρόβατα
παρὰ τὸν Μέγαν κόλπον Ἀμβάσται , καὶ περὶ τοὺς ἐφεξῆς κόλπους Ἰχθυοφάγοι Σῖναι . Πόλεις δὲ τῶν Σινῶν ὀνομάζονται μεσόγειοι
5224921 σωματικους
προσώπων θορύβους καὶ ἐγκλήματα καὶ ἐναντιώσεις φίλων καὶ δούλων καὶ σωματικοὺς κινδύνους ποιεῖ εἰ μή πως Ζεὺς ἐπιθεωρήσας ποιήσει πράξεις
Σκορπίῳ : ζητῶ δὲ ἔτος οʹ . ἀπέλυσα τοὺς μὲν σωματικοὺς χρόνους ἀπὸ Λέοντος , δοὺς αὐτῷ πρώτῳ Λέοντι ἔτη
5213188 κολυμβητας
φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπάνους , ὀργίλους ,
φαλακρούς , ὀξυγενείους , ἐρυθρόχροας , προγάστορας , ὠκύποδας , κολυμβητάς , φιλοπροβάτους , εὐπορίστους , δαπάνους , ὀργίλους ,
5213087 σωρους
ὁ Ἀχιλλεὺς , φασὶ , καὶ ἡ Νιόβη . 〛 σωρούς . . καί με τοῦτ ' ἔτερπε : Μᾶλλον
καὶ ὄγχνας ἐπ ' ὄγχναις ὅρα καὶ μῆλα ἐπὶ μήλοις σωρούς τε αὐτῶν καὶ δεκάδας , εὐώδη πάντα καὶ ὑπόχρυσα
5208202 ὑπερβαλλοντας
. τὰς δὲ στεατοκήλας καὶ πωροκήλας τέμνειν χρὴ , ὁμοίως ὑπερβάλλοντας τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ τὸ ὄσχεον , ἔπειτα διαιρεῖν ἐξ
τὸ πολλοὺς μὲν εἶναι τοὺς ἐλάττονας , ἐξαιρέτους δὲ καὶ ὑπερβάλλοντας δʹ . ὧν τὸν μὲν πρῶτον ἐκ δύσεως ὁρμῶντα
5206669 πληρεις
φρενὸς νοσεῖ πόλις : βωμοὶ γὰρ ἡμῖν ἐσχάραι τε παντελεῖς πλήρεις ὑπ ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς τοῦ δυσμόρου
τῆς ἀνωτάτω τιμωρίας δίκαιοι τυγχάνειν ἐσμὲν μὴ παρέχοντες ἀρτίους καὶ πλήρεις τὰς ἀμοιβάς . εἰ δ ' οὐκ ἐξὸν τοῖς
5202078 φωστηρας
σελ . : ἔχει καὶ ὁ ἄνθρ . τοὺς δύο φωστῆρας , τοὺς ὀφθ . , τὸν μὲν δεξιὸν ὀφθ
ἑξῆς . Ἔχει ὁ μ . κ . τοὺς δύο φωστῆρας , τὸν ἥλιον κ . τ . σελ .
5193987 Ἰνδικους
καὶ ἄγρωστιν πολλὴν καὶ εὔτροφον , καλάμους τε τοὺς καλουμένους Ἰνδικούς , ὑπό τινων δὲ μεστοκαλάμους , ὑπ ' ἐνίων
εὐμεγέθεις , οἷς θηρεύουσι τοὺς ἐπερχομένους ἐκ τῆς πλησιοχώρου βόας Ἰνδικούς , εἴθ ' ὑπὸ θηρίων ἐξελαυνομένους εἴτε σπάνει νομῆς
5191049 παραδεισους
καὶ τῶν πεδίων ἀφωρισμένον ἔχουσιν ἑαυτοῖς . ἄλση γὰρ καὶ παραδείσους καὶ πεδία λιπαρόγεα οἱ πολῖται ἐκτέμνοντες τῶν ἰδίων κτημάτων
οἰκοδομῶν καὶ ἀγορὰς πανταχοῦ ταύτης καὶ καταγωγάς , ἔτι τε παραδείσους φυτεύων καὶ ὑδάτων ἀφθονίαν εἰσάγων καί , ὅσα ἄλλα
5190866 φυομενους
τὰς κάμπας . καὶ μύκητας δὲ τοὺς ὑπὸ ταῖς καρύαις φυομένους θυμιῶν , ἀποκτενεῖς αὐτάς . ἢ νυκτερίδος κόπρον καὶ
ποιήσας ξηρίον ἐπίπασον . [ Πρὸς οὖλα παιδὸς καὶ ὀδόντας φυομένους . ] Ῥόδων ἄνθη λεάνας μετὰ μέλιτος ἔγχριε ,
5189202 πορους
μέρεσι καὶ μορίοις καὶ ταῖς αἰσθήσεσιν ἄρτιον ὑπάρχειν καὶ τοὺς πόρους ἔχειν ἀπαρεμποδίστους , οἷον ὤτων , ῥινῶν , φάρυγγος
γένοιτο δ ' ἂν δυστοκία καὶ παρὰ τὸ στενοῦσθαι τοὺς πόρους καὶ τὰ ὑγρὰ ἐπέχεσθαι : βαρυνόμενα γὰρ φύσει τὰ
5188985 ἀερων
τῆς ψυχῆς . φασὶ γὰρ οἱ φιλόσοφοι κατὰ περικράτησιν τῶν ἀέρων τὸ ὀξύτερον ἢ ἀριστερὸν ἐπιβάλλειν τοῖς θείοις . διαπαίζει
φίλτρον πᾶσα συνήθης χώρα , καὶ περιγίνεται τῆς ἐκ τῶν ἀέρων κακοπαθείας ὁ χρόνος ὁ τὴν ἐκ νηπίου παραλαβὼν ἡλικίαν
5188407 ἀτριβεις
κατὰ τὴν φανερὰν ὁδόν : ἄλλοι δὲ τῶν στρατηγῶν κατὰ ἀτριβεῖς ὁδοὺς ἐπορεύοντο ᾗ ἔτυχον ἕκαστοι ὄντες , καὶ ἀναβάντες
οὐδεὶς πώποτε . εἰσὶ δὲ οἵτινες ἀνεψιὸν αὐτὸν Ἡσιόδου παρέδοσαν ἀτριβεῖς ὄντες ποιήσεως : τοσοῦτον γὰρ ἀπέχουσι τοῦ γένει προσήκειν
5187642 ἀφοριας
δὲ πολλάκις καὶ ἐπί τινων γίνεσθαι λοιμούς , ἐμπρησμούς , ἀφορίας καρπῶν , κατακλυσμούς , σεισμοὺς κατὰ τὴν ἑκάστου κακοποιοῦ
, μία τῶν ἐν ἀξιώματι Γαλατῶν , καταπονουμένων ὑπ ' ἀφορίας τῶν ὁμοφύλων καὶ ζητούντων φυγεῖν ἐκ τῆς χώρας ,
5183846 ὑετους
γῆς ἐμπίπτουσαν : τὴν ψυχὴν καὶ ἐπιδιαμένειν καὶ μετεμβαίνειν : ὑετοὺς κατὰ ἀέρος τροπὴν ἀποτελεῖσθαι : τά τε ἄλλα φυσιολογεῖν
ἡ πλεονάζουσα ὑγρὰ καὶ συνισταμένη νέφη ποιεῖ καὶ κατὰ μεταβολὴν ὑετοὺς καὶ ὄμβρους καὶ πνεύματα ὅσα ἐκ τούτων γίνεται .
5179104 ὀγκους
καὶ ἡ διὰ χαμαιμήλων . Πρὸς δὲ τοὺς ἄνευ πυρετῶν ὄγκους καὶ μάλιστα χρονίους καὶ σκιρρώδεις καλῶς ποιεῖ καὶ ἡ
μένει , μετὰ τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν εἰς πυοποίησιν μεταβάλλει τοὺς ὄγκους : εἰ δὲ ἀσθενής ἐστιν ἡ δύναμις καὶ ὁ
5170501 διαμενοντας
ποτὲ κατεασσόμενα ὑπὸ τῶν ἀνέμων ὡς ἑώρα τοὺς καλάμους ἀβλαβεῖς διαμένοντας , ἐπυνθάνετο αὐτῶν , πῶς αὐτὰ μὲν ἰσχυρὰ καὶ
πολλοὶ τοὺς μὲν καρποὺς δι ' ὅλου θάλλειν καὶ αὔξεσθαι διαμένοντας ἐπὶ τὸ πλεῖστον , σφᾶς δὲ αὐτοὺς ὀλίγον εἰληχέναι
5169914 Τυρσηνους
ὁπότε Ξέρξης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα στρατεύειν ἔμελλε , Φοίνικας καὶ Τυρσηνούς , ὑπηκόους ὄντας αὐτῷ , ἐκέλευσε μετὰ τοῦ αὐτῶν
ὁμόρους σφίσιν Ἀκαρνᾶνας . παραλογώτατον δὲ ἐπυνθανόμην ὑπάρξαν Λιπαραίοις ἐς Τυρσηνούς . τοὺς γὰρ δὴ Λιπαραίους ἐναντία ναυμαχῆσαι τῶν Τυρσηνῶν
5168615 ἐνοικουντας
εὐδαιμονούσας τηλικούτους ἔσχε σεισμοὺς ὥστε καὶ τὰς πόλεις καὶ τοὺς ἐνοικοῦντας ἅπαντας ἀφανισθῆναι , καθόλου δὲ τὴν χώραν ἀλλοιωθῆναι καὶ
αὐτὴν συμπεριστρέφεσθαι τῶι παντί φασιν , ἀναισθήτως δὲ ἡμᾶς τοὺς ἐνοικοῦντας ἔχειν διὰ τὸ ἐν μικρῶι μορίωι τῆς γῆς κατοικεῖν
5158469 ἐσθιοντας
κατὰ Πάχυνον , ὃς λέγεται τιθασσοὺς ἰχθῦς ἔχειν ἀπὸ χειρὸς ἐσθίοντας , ὡς Ἀπολλόδωρος ἐν Χρονικῶν πρώτῃ . : Μυοῦς
. ἐσθιόμενος δὲ πυκνῶς εὐστόμαχός ἐστι καὶ εἰς ἀφροδίσια τοὺς ἐσθίοντας παρορμᾷ . Περὶ βουγλώσσου . Βούγλωσσος θαλάσσιος , τὸ
5157077 σκηπτους
κατῄεσαν : ἔζευξεν ὁ Ἀρχίδαμος καὶ κρίνεται : ἐπὶ τοὺς σκηπτοὺς τὴν αἰτίαν ἀνατίθησιν : εἰ δὲ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
πρὶν ἀγγελθῆναι παρών , πρὶν ἀκουσθῆναι φαινόμενος , κατὰ τοὺς σκηπτοὺς ἢ τὰς βροντάς , αἳ πολλάκις φθάνουσι τὴν προσδοκίαν
5156231 σφυγμους
ποτε μεγάλως ὁ ἐγκέφαλος ἀντιπράξειεν . ἡ δὲ ψυχροτέρα καρδία σφυγμοὺς ἔχει σμικροτέρους τῶν συμμέτρων , δειλοί τέ εἰσι τὴν
ἢ ψυχροὺς ἢ περὶ κεφαλὴν ἢ στέρνον ἐπιφέροιτο καὶ τοὺς σφυγμοὺς ἀμυδροὺς καὶ μικροὺς ἐργάζοιτο καὶ τὰ τούτοις ἐοικότερα ,
5150867 ἱδρωτας
. πεφυλάχθαι δὲ δεῖ καὶ τὰς δυσπνοίας καὶ τοὺς ἐπιφαινομένους ἱδρῶτας ἀτάκτως περὶ ὅλῳ τῷ σώματι ἢ περὶ τῷ προσώπῳ
λουτροῦ . καὶ τὴν ῥᾶχιν κέλευσον ἀνατρίβεσθαι : κινεῖ γὰρ ἱδρῶτας καὶ ὠφελεῖ . Ἀρτεμισίας κροκοδειλιάδος . . . οὐγγ
5149531 ἀναστρεφομενους
Κρόνου αὐτῷ συμπαρῇ ἀλλοτρίων οἰκονόμους , ὀνειροκρίτας ἢ ἐν ἱεροῖς ἀναστρεφομένους προφάσει μαντειῶν καὶ ἐνθουσιασμῶν , ὁ δὲ τοῦ Διὸς
τὸ αὐτὸ περιακολουθοῦσιν , οἱ τοιοῦτοι πεπλανημένοι . ὅσοι δὲ ἀναστρεφομένους περὶ τὴν κόρην τοὺς κύκλους ἔχουσι συνδεδεμένης μεταξὺ τῆς
5144082 χειμαζομενους
καὶ τοῖς ἐπιγινομένοις παραδοσίμου γεγενημένης τῆς περιπετείας , ἀεὶ τοὺς χειμαζομένους τῶν πλεόντων εὐχὰς μὲν τίθεσθαι τοῖς Σαμόθραιξι , τὰς
] , ἀφ ' ὧν συμ - βαίνει διὰ βίου χειμαζομένους ἢ καθεστηκότας γε ἐν ὑποψίαις μηδέποτε τοῦ ζῆν ὄνησιν
5141447 κομηται
ἄνεμοι , νεφέλαι , ὄμβροι , ἀστραπαί , βρονταί , κομῆται , δοκίδες , πώγωνες , λαμπάδες , ἴριδες ,
κάτω τὸ φῶς ἔχοντες καὶ τὰς μαρμαρυγὰς κάτω νευούσας καλοῦνται κομῆται , οἱ δὲ ἄνω τὸ φῶς νενευκὸς ἔχοντες καλοῦνται
5134703 ἐπικειμενους
που καὶ ἐντευξόμεθα ἑπομένοις τῷ ἴχνει , πρὸς δὲ τοὺς ἐπικειμένους δεῖ τὰ κατὰ νώτου πεφράχθαι μᾶλλον , ὥσπερ ἐν
δὲ καὶ ἕκαστος ἀστὴρ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν καὶ τοὺς ἐπικειμένους ἢ ἀκτινοβολοῦντας ἐνεργήσει : καὶ ἐν μὲν τοῖς χρηματιστικοῖς
5133968 ἀγωγους
ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι , ἐπείτε ὁρμηθέντες ἐκ τῶν Θηβέων ἐπορεύοντο ἔχοντες ἀγωγούς , ἀπικόμενοι μὲν φανεροί εἰσι ἐς Ὄασιν πόλιν ,
ἀκούσαντες αὐτοῦ ἃ ἔλεγεν πρεσβεύεσθαι : τὸ ἐκέλευον ἀπὸ κοινοῦ ἀγωγούς : ἀγωγοὶ οἱ διάγοντες καὶ κομίζοντες τοὺς διωκομένους ἔξω
5132781 βαθυτατα
ἐστιν Ἀμφικτυόνων Σκιωναῖος Σκύλλις , ὃς καταδῦναι καὶ ἐς τὰ βαθύτατα θαλάσσης πάσης ἔχει φήμην : ἐδιδάξατο δὲ καὶ Ὕδναν
, καθὼς ὁ ποιητής φησιν , οἵτινες κατὰ τοῦ πόντου βαθύτατα μέρη διὰ παντὸς , καὶ οὐκ ἄλλο τι μέρος
5124980 ἐλαιωνας
ἑβδόμῳ ἔτει μηδὲν συγκλείειν χωρίον , ἀλλὰ πάντας ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας ἀναπεπταμένους ἐᾶν καὶ τὰς ἄλλας κτήσεις ὅσαι σπαρτῶν εἰσιν
γένοιτο μὴ σκεπτόμενοι , ὥστε ἐπανατρυγῶσι μὲν τοὺς ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας , τὴν δὲ κριθοφόρον καὶ σιτοφόρον γῆν ἀναθερίζουσι ,
5123804 κληρους
πολεμικὴν πρὸς πύλας , πάλῳ καὶ κλήρῳ τοῦτο λαχών . κλήρους γὰρ ποιησαμένων τῶν ἑπτὰ λοχαγῶν μία πύλη ἑκάστῳ ἐδόθη
γὰρ Ἐτέοκλος Ἀργεῖος ἦν . . ἔθος γὰρ τοῖς μέλλουσι κλήρους ποιεῖν κράνος λαμβάνειν , καὶ ἐντὸς καθιέναι σημεῖα αὐτῶν
5119336 λαμβανομενους
, ὁπλίτας ὑβριστάς , ἐν Σικελίᾳ ἡττωμένους , ἐν Ἑλλησπόντῳ λαμβανομένους . Τὰ δὲ Περσικὰ εἰ λέγοις , στρατιωτικόν μοι
δὲ ῥᾴδιον παρακολουθήσωμεν τοῖς ῥηθησομένοις , λέγομεν ὡς ἐπεὶ τοὺς λαμβανομένους ἐν ταῖς προτάσεσιν ὅρους καὶ φωνάς τινας εἶναι ἀναγκαῖον
5116013 καθαρους
: τὸν δὲ σῖτον , ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέν - των
: τὸν δὲ σῖτον , ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέντων δεῦρο τῶν
5113794 ἀμφιβολους
, ὀστώδεις , κάτω νενευκότας , αἰγοφθάλμους , ὀξυγενείους , ἀμφιβόλους , ἀβεβαίους , γελωτοποιούς , ὑπομώρους , ὁ δὲ
τῶν λειπομένων ἕτερόν τι νόημα συντιθέναι . πολλάκις δὲ καὶ ἀμφιβόλους λέξεις διαστέλλουσι , πρόσφορον ἑαυτοῖς κατασκευάζοντες τὸ σημαινόμενον :
5112538 ὑπερεχοντας
ἀλλὰ ἐν δόλῳ , παρὸ , ἀλλὰ κολακείᾳ . . ὑπερέχοντας ] τοὺς μεγάλους . κρατεῖν ] ἄρχειν . .
. ὁ γὰρ στρατηγὸς τῶν Ἑλλήνων Παυσανίας ὁρῶν τοῖς πλήθεσιν ὑπερέχοντας τοὺς βαρβάρους , εὐλαβεῖτο μή τι παράλογον γένηται ,
5105616 προλεγοντες
διάστασιν , μέτρων ὁρισμοὺς ἀκριβῶς καὶ ἀνατολὰς κρύψεις τε δείξει προλέγοντες καὶ δύσεις οὐ σφαλλόμεθα , μακρὰν ὄντων τὴν θέαν
πέμψαντες κήρυκα ἀπηγόρευον Σκύθῃσι μὴ ἐπιβαίνειν τῶν σφετέρων οὔρων , προλέγοντες ὡς εἰ πειρήσονται ἐσβαλλόντες , σφίσι πρῶτα διαμαχήσονται .
5105217 ἐμπορους
[ ἢ ἐν τοῖς ] Διδύμοις οὔσης καπήλους δούλους καὶ ἐμπόρους ἀγόραζε . Σελήνης ἐν τοῖς ἀνθρωποειδέσιν οὔσης ζῳδίοις μετὰ
Ῥοδίους πολέμῳ . οὗτος δὲ κατὰ τὰς ἐντολὰς τοὺς μὲν ἐμπόρους ἐλῄστευε , τὰς δὲ νήσους λεηλατῶν ἀργύριον εἰσεπράττετο .
5105105 καπρους
καὶ τοὺς ταύρους αὐτῷ φέροντες ἀνῆκαν ὡς ὁρμητικοὺς καὶ τοὺς κάπρους : ἄμφω γὰρ διὰ θυμὸν ἀκάθεκτοι γίνονται , πραΰνονται
καὶ τὰ μικρὰ ὀρνίθια . Ἀναξανδρίδης : ὀχευομένους δὲ τοὺς κάπρους καὶ τὰς ἀλεκτρυόνας θεωροῦς ' ἄσμενοι . Θεόπομπος :
5103647 ἀνωμαλως
τὰ γενόμενα ἕξομεν , ἃ τότε ἡ σελήνη κατὰ μῆκος ἀνωμάλως κινηθήσεται ἐν τῇ μιᾷ ὥρᾳ ἰσημερινῇ . ὁ μὲν
, ὁ τραχυσμὸς ἀποτελεῖται ; ἢ διὰ τὸ τὰ ἔνδον ἀνωμάλως καταπλέκοντα τὸ βλέφαρον ἀγγεῖα κυρτοῦσθαι , καὶ οὕτω τὴν
5096483 μετεωρους
ψυχὰς δύ ' ἢ τρεῖς Γ : διαβάλλει αὐτοὺς ὡς μετεώρους , ἐπεὶ περὶ τῶν νεφελῶν λέγουσι πολλά . Γ
ἄνδρας οὐ νωθροὺς οὐδὲ σχολὴν ἄγοντας ἀκροᾶσθαι λόγων , ἀλλὰ μετεώρους καὶ ἀγωνιῶντας καθάπερ ἵππους ἀγωνιστὰς ἐπὶ τῶν ὑσπλήγων ,

Back