τὰ πράσα , εὐθέως συμπατεῖν τὴν πρασιάν , καὶ μὴ ἄρδειν , ἀλλ ' ἐᾶν ἀνεπιμέλητον ἡμέρας τρεῖς , τῇ
' ᾖ ἡ ποτίζουσα . οὕτως Ἡρωδιανός . παρὰ τὸ ἄρδειν πάσας τὰς κρήνας καὶ τοὺς ποταμοὺς λέγεται , .
5874489 πληρουσθαι
καὶ ὠμὰ κενωθὲν τὸ σῶμα : τῷ γὰρ κενῷ ἑτοιμότατον πληροῦσθαι . διὰ ταῦτα ἐπὶ ταῖς κενώσεσι μετριάζειν συμφέρει ,
τῆς κατὰ γῆν ἀπαναλώσεως γινομένης ἐν τοῖς κατὰ βάθος τόποις πληροῦσθαι τὴν κατὰ φύσιν αὐτοῦ ῥύσιν ἀνεμποδίστως . . .
5425796 ἐαρινης
ψυχρῷ , τὸ δ ' ἀπὸ τῆς χειμερινῆς τροπῆς ἕως ἐαρινῆς ἰσημερίας μελανόχροας , συμμέτρους τοῖς μεγέθεσι , τετανότριχας ,
γʹ . ἐν ταύτῃ δὲ τῇ τριζῳδίᾳ ἀπαρτίζεται ἡ τῆς ἐαρινῆς ὥρας τροπή , ἥτις καλεῖται ἀήρ . Τέταρτον ζῴδιον
5360027 ὀπωρας
καὶ ἰχθύων λέπη καὶ καράβων ὄστρακα καὶ κρεῶν ὀστᾶ καὶ ὀπώρας μίσκους , ἃ καὶ κορήματα κλητέον . παῖς ἐκκορείτω
Πλάτων Πολιτικῷ . Ἀπήμονα , ἀβλαβῆ . Ἄπια , εἶδος ὀπώρας . Ἀπίους εἴρηκε Πλάτων ἐν Νόμοις . Ἀπιστεῖν ,
5331569 φυτειας
καὶ οἱ λόγοι καὶ περὶ ἑκάστης οἵπερ καὶ περὶ τῆς φυτείας . οἱ μὲν γὰρ τὴν ἐαρίνην ἐπαινοῦσιν ἐπ '
οὐκ αἰσχρὰς ἔστιν ἁπλῶς ἐκφράζειν , οἷον κάλλος χωρίου καὶ φυτείας διαφόρους καὶ ῥευμάτων ποικιλίας καὶ ὅσα τοιαῦτα : ταῦτα
5290070 πλημμυρας
τε τοῦ Ὠκεανοῦ κατά τε ἀνατολὰς καὶ δύσεις ὑποχωρήσεις , πλημμύρας τε καὶ ἀμπώτεις τοῦ τε Ἀτλαντικοῦ πελάγους καὶ τῆς
εὐετηρίας ἀφορίαν καὶ ἔμπαλιν ἐκ λιμοῦ φοράν , ἐνίοις δὲ πλημμύρας ποταμῶν καὶ κενώσεις καὶ θεραπείας λοιμικῶν νοσημάτων καὶ ἄλλων
5283751 λιμνας
ἦν ἀξίωμα τὸ διδόμενον . προσέταττε δῆτα τοῖς ὄρνεσιν ἐπὶ λίμνας καὶ πηγὰς ἀφικέσθαι καὶ τὸν ἑαυτῶν ἀποσμήξασθαι ῥύπον καὶ
, δυσάρεστος . ἐς στομάλιμνον : τὰς εἰς θάλασσαν ἐστομωμένας λίμνας οὕτως φασί . καὶ τὴν ἐν Τροίᾳ δὲ Στομαλίμνην
5267386 ἀμπελους
δὲ τὰ ἄχυρα καὶ τὴν ὀπώραν , καὶ μάλιστα τὰς ἀμπέλους . ὥσπερ γὰρ ἡ κόπρος , οὕτω καὶ τὰ
γεωργοῖς ἡμέρα , ἄσμενός ς ' ἰδὼν προσειπεῖν βούλομαι τὰς ἀμπέλους , τάς τε συκᾶς ἃς ἐγὼ ' φύτευον ὢν
5181263 κρηνας
ἡμέραν τρίτην μεθ ' ἑπτά . Μὰ γῆν , μὰ κρήνας , μὰ ποταμούς , μὰ νάματα . Περίνησα καὶ
μὴν χρῆσθαί γε πρὸς τοὺς καρπούς : ἀλλ ' εἶναι κρήνας ἐν τῇ νήσῳ πολλάς , ἀφ ' ὧν πάντα
5165424 θεριζειν
εἰς τὸ πεδίον ἐπὶ τὴν τοῦ καρποῦ συλλογὴν δρέπανα λαβόντας θερίζειν , αἰφνίδιον δὲ τὸ μὲν ἐμὸν δράγμα ὑπανίστασθαι καὶ
Περὶ παθῶν , . . . . Ἀμᾶν : τὸ θερίζειν : παρὰ τὸ ὁμοῦ ἐπισπᾶν , οἷον ἁμασπᾶν .
5149103 ταχειας
δυσώδης προσπίπτουσα καὶ τοῖς ἔτι ἐρρωμένοις ἡ τοῦ πνεύματος ἀποφορὰ ταχείας ἔφερε τοῖς σώμασι τὰς τροπάς , πίνεσθαί τε οὐκέτι
κινήσεων ἐν ταῖς ὁρμαῖς καὶ ἀπολαύσεσι καὶ ἐπιθυμίαις , καὶ ταχείας τῆς ἐπὶ τὴν φύσιν παρακμῆς ἐπιγινομένης ἐν βίῳ κατεσκληκότι
5142434 Ἰσιδος
: ἢ γὰρ τὸν οὐρανὸν προσαράξειν ἢ τὰ κρυπτὰ τῆς Ἴσιδος ἐκφανεῖν ἢ τὸ ἐν Ἀβύδῳ ἀπόρρητον δείξειν ἢ στήσειν
ζῴοις ὅμοιον : εἶτ ' ἄλλο ὄρος ἱερὸν ἔχον τῆς Ἴσιδος , Σεσώστριος ἀφίδρυμα : εἶτα νῆσος ἐλαίᾳ κατάφυτος ἐπικλυζομένη
5134027 ἰσημεριας
δένδρων ποιησόμεθα . Τούτῳ τῷ μηνὶ καλάμους φυτευτέον πρὸ τῆς ἰσημερίας . Τούτῳ τῷ μηνὶ θεραπεύσομεν τὰς ἰάσεως δεομένας ἐλαίας
πρὸς διάγνωσιν τροπῶν τε ἡλίου καὶ χρόνων καὶ ὡρῶν καὶ ἰσημερίας . . . . [ . ] , ,
5133343 καπνωδους
, ὡς τὰ Μετεωρολογικὰ αὐτοῦ , ἔνθα διαλέγεται περὶ τῆς καπνώδους ἀτμίδος καὶ αὐχμηρώδους , περὶ βροντῆς τε καὶ ἀστραπῆς
ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ἀπὸ τῆς ἀναθυμιάσεως ταῦτα τῆς ξηρᾶς καὶ καπνώδους . εὑρίσκεται δὴ πάντ ' ἐν τοῖς μετάλλοις τοῖς
5130840 ἐλαας
ἐπὶ τῶν τραπεζῶν τιθέναι τυρὸν καὶ φυστὴν δρυπεπεῖς τ ' ἐλάας καὶ πράσα , ὑπόμνησιν ποιουμένους τῆς ἀρχαίας ἀγωγῆς .
τὴν τομήν : ἀλλὰ τὸ τὸν κότινον μᾶλλον πονῆσαι τῆς ἐλάας ἄτοπον καὶ τὸ τὴν ῥόαν μηδὲν παθεῖν ἀσθενῆ πρὸς
5125193 περιτιθεμενα
ἔνιοι θηλύπρινον καλοῦσιν . οὕτως Ἐρατοσθένης . ἅρκυες : λίνα περιτιθέμενα θηρίοις , ἀπὸ τῶν ἑρκῶν . Ἀττικοὶ δασέως ,
κέκτηνται δύναμιν . ὅθεν καὶ αὐτὰ τὰ φύλλα τῆς κράμβης περιτιθέμενα τῇ κεφαλῇ καλῶς ποιεῖ . χρὴ δ ' αὐτὰ
5121147 φθινοπωρινης
ἐλάττονα τὰ ὑπὲρ γῆς τμήματα ἔχουσι : καὶ οὕτως ἀπὸ φθινοπωρινῆς ἰσημερίας μείζους αἱ νύκτες τῶν ἡμερῶν γίνονται . Καὶ
νοτίοις ἐν αἰγοκέρωτι . Ἀπὸ γὰρ ἰσημερίας ἐαρινῆς ἕως ἰσημερίας φθινοπωρινῆς ἓξ ὡρῶν ποιεῖται τὴν νύκτα , οὐ δύεται δέ
5075680 σεληνας
καί μοι , πολὺν γὰρ πέλανον ἐκπέμπεις δόμων , φράσον σελήνας τάσδε πυρίνου χλόης ὀλολύζετ ' , ὦ γυναῖκες ,
ψυχᾶς μέχρι σελήνας περαιοῦται , τὸ δὲ μεταβάλλον ἀπὸ τᾶς σελήνας μέχρι τᾶς γᾶς . ἐπεὶ δέ γε καὶ τὸ
5075431 ἐμπυρους
ἴγδις ἡ θυία . τὸ δὲ πύραυνον , ᾧ τοὺς ἐμπύρους ἄνθρακας κομίζουσιν , εἴποις ἂν ἐμῇ δόξῃ καὶ πυρφόρον
σὲ τὴν ὄρεγμα δεινὸν ἡμιλλημένην τύμβου ' πὶ κρηπῖδ ' ἐμπύρους τ ' ὀρθοστάτας , μεῖνον : τί φεύγεις ;
5075000 ἀμπωτιδας
σοφὸν οὐδὲν θαυμάζειν τῶν δοκούντων παραδόξων , οἷον Χαρώνεια καὶ ἀμπώτιδας καὶ πηγὰς θερμῶν ὑδάτων καὶ πυρὸς ἀναφυσήματα . ἀλλὰ
ταῖς ἐφόδοις καὶ πλήμμυραν ποιοῦντας ὑφέλκοντας δὲ ταῖς ἀναπαύλαις καὶ ἀμπώτιδας κατασκευάζοντας . Σέλευκος ὁ μαθηματικὸς κινῶν καὶ οὗτος τὴν
5074856 ἀτμιδος
τινος : ἀνάγκη γὰρ ἐκ τοῦ ἀέρος ἢ ἐκ τῆς ἀτμίδος τῆς ἀναφερομένης ἢ κατὰ τὰς ῥίζας ἑλκυσθὲν ἐξανθεῖν οἷον
παραλλακτοὺς δέ . τὰ νέφη συνίστασθαι τῆς ἀφ ' ἡλίου ἀτμίδος ἀναφερομένης καὶ αἰρούσης αὐτὰ εἰς τὸ περιέχον . οὐσίαν
5072843 ἀμπωτεις
. ἔνιαι μὲν οὖν τῶν τοιούτων κοιλάδων κενοῦνται κατὰ τὰς ἀμπώτεις , τινὰς δ ' οὐ παντάπασιν ἐπιλείπει τὸ ὕδωρ
τῆς Πρεττανικῆς , ὀνομαζομένην δὲ Ἴκτιν : κατὰ γὰρ τὰς ἀμπώτεις ἀναξηραινομένου τοῦ μεταξὺ τόπου ταῖς ἁμάξαις εἰς ταύτην κομίζουσι
5069437 Καλπην
, καὶ εὐρείας ποταμοῖο ἠιόνας πεδίον τε , βαθυρρείοντά τε Κάλπην δερκόμενοι παράμειβον , ὁμῶς ὅτ ' ἐπ ' ἤματι
χάριν , ἐπειδὴ κατὰ τὸν πορθμὸν ἐγένοντο τὸν κατὰ τὴν Κάλπην , νομίσαντας τέρμονας εἶναι τῆς οἰκουμένης καὶ τῆς Ἡρακλέους
5064042 ἀναγεγραφοτων
Ὀζόλαι . . , . τῶν γὰρ τὰς παλαιὰς μυθολογίας ἀναγεγραφότων Ἑ . καί τινες ἕτεροί φασιν ἐν τοῖς ἀντιπέρας
τῶν μάλιστα τὰς ἐμμέτρους μαντείας φιλοτιμηθέντων συναγαγεῖν ἄνευ μέτρου χρησμοὺς ἀναγεγραφότων . . . : ! , , , ,
5056426 ἱερας
μέμνηται καὶ ἐξήρτηται τοῦ δορυφορουμένου καὶ θεραπευομένου , ᾧ τὰς ἱερὰς καὶ ἀναφεῖς καθαγιάζων ἀρετὰς ἐκθυμιᾷ . ἐπειδὰν δὲ στῇ
μὴ χρηματίσωσι , ὀφείλειν τῶν μὲν πρυτάνεων ἕκαστον χιλίας δραχμὰς ἱερὰς τῇ Ἀθηνᾷ , τῶν δὲ προέδρων ἕκαστος ὀφειλέτω τετταράκοντα
5034702 ἐκζεματα
ἢ τὴν ἔκκρισιν . ἐνυδρέονται : καθυγραίνονται . ἐκθύματα : ἐκζέματα , ὥς φησι Βακχεῖος . καὶ ἐκθύσεις αἱ ἐξανθήσεις
τοῦ φθινοπώρου . Δημόκριτος δέ φησιν , ἐν τῷ φθινοπώρῳ ἐκζέματα γίνεσθαι περὶ τὰ στόματα , διὸ χρὴ πρὸς τὸ
5028750 παλαιγενεις
λοιπὸν δὲ , φησὶν , αἱ Μοῦσαι , αἱ τοὺς παλαιγενεῖς ἄνδρας τοὺς σοφοὺς παρορμήσασαι διασῦραι τὸ γυναικεῖον ἔθνος ,
Σελήνη ἐν τῇ ἐκτέξει ἐπὶ τοῦ ὡροσκόπου εἶναί φασιν οἱ παλαιγενεῖς Αἰγύπτιοι τὸ βρέφος τῆς μέσης ἀποκυήσεως , τουτέστιν ἡμερῶν
5027897 συνοδους
κίθαρος , βατίς , θυννίς , θύννος , γλαῦκος , συνόδους , κίχλη , ἔλλοψ , σάλπη , γαλεός ,
κακοποιῶν πρὸς τὸ λαχὸν ζῴδιον τὸν ἐνιαυτόν , καὶ τὰς συνόδους δὲ καὶ πανσελήνους ὁμοίως εἰ πρὸς ἀγαθοποιοὺς ἐγένοντο ἢ
5018516 συκαζειν
〚 φαίνειν δὲ ἔλεγον τὸ κατηγορεῖν 〛 ΓΘ ἄλλως : συκάζειν τὸ ἀποθλίβειν τὰ σῦκα , εἰ ὠμὰ ἢ πέπειρα
καὶ ῥᾳδίως διασεισθῆναι δυνάμενος . μεταφορικῶς δὲ εἶπεν ἀπὸ τοῦ συκάζειν . ὠμὰ γὰρ τὰ μηδέπω ὥριμα . ὥσπερ οὖν
5011974 φυομενης
τοῖς χείλεσι τοῦ ποταμοῦ , πολλῆς καὶ παντοίας ἐν αὐτοῖς φυομένης τροφῆς . διόπερ ὅταν γεύσωνται τοῦ θρύου καὶ τοῦ
Φρύνιχος τῆς Ἀτταλίδος . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τῆς ἐν αὐτῷ φυομένης ἄγνου . ἐπιπολάζει γὰρ καὶ τοῦτο τὸ εἶδος παρ
5007367 ὑγροτερας
διὰ τὸ εἶναι λιπαρώτεραι . χρὴ γὰρ τὰς μὲν φύσει ὑγροτέρας ἐν τοῖς αὐχμώδεσι καὶ ξηροτέροις τόποις φυτεύειν , τὰς
ἐπιπολάζοι τὸ περιττεῦον αὐτοῖς , ἐδέσμασί τε χαίροιεν ξηροτέροις : ὑγροτέρας δέ , εἰ μήτε διψώδεις γίνοιντο καὶ τὸ πλέον
5002551 οἰκησεις
παιδείᾳ ταύτῃ φαίη ἄν τις νοῦν ἔχων δεῖν καὶ τὰς οἰκήσεις καὶ τὴν ἄλλην οὐσίαν τοιαύτην αὐτοῖς παρεσκευάσθαι , ἥτις
τὸ ὀρούειν εἰς φῶς , τουτέστιν ὑψοῦσθαι : τὰς γὰρ οἰκήσεις πάλαι ἐκ καλάμων ἔσκεπον , ἔνθεν καὶ παραστέγη καὶ
5000887 χαλαζας
ἀπὸ τῆς λιπότητος τῶν ἰχθύων . καὶ εὑρήσεις αὐτὰς τελείας χαλάζας σφαιροειδεῖς , μηδὲν διενηνοχυίας τῶν κρειττόνων φυσικῶν . :
ἢ χώρας ἢ ὥρας ψυχρᾶς σημεῖον γίνεσθαι τὴν χιόνα : χαλάζας δὲ κατὰ τοὐναντίον ἐν ταῖς εὐδιεινοτέραις συμβαίνειν χώραις ἢ
4995808 τροπας
τοῖς ἀδύτοις ὑπάρχοντες ἄλλοι τὴν διάνοιάν εἰσι βέβηλοι , τῷ τροπὰς πρὸς τὸ χεῖρον καὶ τύπους αὐτὴν λαμβάνειν φαύλους :
ΕΖ δύνει ἤπερ ἡ ΗΘ . εʹ Ἡ μετὰ θερινὰς τροπὰς ἡμέρα καὶ νὺξ τὸ συναμφότερον τῆς μετὰ τροπὰς χειμερινὰς
4992742 ὡρας
κζʹ πρὸ τῆς τοῦ ἡλίου ἀνατολῆς , τουτέστιν μετὰ ε ὥρας ἔγγιστα ἰσημερινὰς τοῦ μεσονυκτίου , ἐπειδήπερ ἡ μὲν μέση
τῶν αὐτῶν νυκτερινῆς . Τῇ εἰκοστῇ καὶ τετάρτῃ , ἀπὸ ὥρας ἑβδόμης καὶ αςʹ μορίων ὥρας ἡμερινῆς , ἕως τῶν
4974583 φραξον
πάντα ὁμοῦ εἰς φιάλην ὑέλινον : καὶ τὸ στόμα αὐτῆς φράξον μετὰ πανίου καὶ γύψου καλῶς : καὶ χῶσον ἐν
σταχθέντος ὕδατος μέρη ἐννέα , ἑνώσας , ἔμβαλε . Καὶ φράξον ἀσφαλῶς ὡς τὸ πρότερον : καὶ ἀνάσπα τοῦτο ὡς
4952371 ἐαρινας
. μετὰ δὲ ταῦτα ἐκτίθεται καὶ τὰς ὁμοίως ἀκριβῶς τετηρημένας ἐαρινὰς ἰσημερίας : ἐν μὲν τῷ λβʹ ἔτει τῆς τρίτης
τοὺς προκειμένους λογισμοὺς τὰς ἐν τοῖς ἔτεσι τούτοις τετηρημένας ἀκριβῶς ἐαρινὰς ἰσημερίας , ἵνα διὰ μὲν τούτων λάβῃ τοὺς ἐν
4947095 χιονων
, ταμεῖά τε νότου καὶ θησαυροὺς ἀβύσσου καὶ ὄρια θαλασσῶν χιόνων τε καὶ χαλαζῶν θησαυρούς , συνάγων ὕδατα ἐν θησαυροῖς
: πλημμυρεῖν γὰρ ἔσθ ' ὅπου καὶ χωρὶς ὄμβρων καὶ χιόνων , ἐπειδὰν τὰ βόρεια πνεύματα πλεονάσῃ , αἰτίαν δ
4943814 ἀμπωτιν
τῆς Κελτικῆς εἴκοσι καὶ τριακόσιοι στάδιοι : ὑπὸ γὰρ τὴν ἄμπωτιν ἀφ ' ἑσπέρας ἀναχθέντες τῇ ὑστεραίᾳ περὶ ὀγδόην ὥραν
: λέγει γὰρ τὴν πρώτην πλημμύραν τοῦ ὕδατος Δευκαλίωνος . ἄμπωτιν ἐξαίφνας : ἄμπωτιν λέγει τὸ πεδίον τὸ γενόμενον ἐκ
4939804 χυτρας
ἢ πειραθῆναι . ἀτμίζον κρέας : οἷον θερμὸν ἐκ τῆς χύτρας ἀνῃρημένον , ἔτι τὴν ἀτμίδα ἀναβάλλον . ἀκοῦσαι ὀργῶ
καὶ ἱδρύσανθ ' ἱερείῳ . ἐν δὲ τῷ Πλούτῳ τὰς χύτρας , αἷς τὸν θεὸν ἱδρυσόμεθα , λαβοῦσα ἐπὶ τῆς
4937400 μετελθοντες
δύναμιν ἀπονέμουσι τοῖς ἀριθμοῖς οἱ ἀπὸ τῆς Ἰταλίας φυσικοί , μετελθόντες καὶ τὰς ἀκολούθους τῷ τόπῳ κομίζωμεν ἀπορίας . ὅταν
καταγίνεται , σκοπῶμεν ἀπὸ τῶν γεωμετρικῶν τε ἀρχῶν καὶ θεωρημάτων μετελθόντες καὶ τὰ περὶ ἀριθμοῦ τούτου γὰρ ἀναιρεθέντος οὐδ '
4927380 κουφας
δόξης ἠξίωσεν . τάς τε ὑποδέσεις τοῖς στρατιώταις εὐλύτους καὶ κούφας ἐποίησε , τὰς μέχρι τοῦ νῦν ἰφικρατίδας ἀπ '
εὔνουν νομίζει τὸν θεὸν καθιστάναι , πεπλάνηται ἐκεῖνος καὶ φρένας κούφας ἔχει . δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι ,
4918846 χειμαρρων
καὶ στρογγύλα λιθίδια , οἷα ἡμεῖς ἐπὶ ταῖς ὄχθαις τῶν χειμάρρων ἀνευρίσκομεν : ταῦτά ποτε μὲν ἓν κατὰ μίαν ἔσκεπε
καὶ πεδιάδα βρίθουσαν ζῴων καὶ φυτῶν καὶ ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φορὰς καὶ πελαγῶν ἀναχύσεις καὶ εὐκρασίας ἀέρος καὶ τῶν
4899324 θερη
λήια πολλὰς μυῶν μυριάδας ἐπελθούσας ἄωρα ὑποκείρειν καὶ ἀτελῆ τὰ θέρη τοῖς σπείρασιν ἀποφαίνειν . οὐκοῦν τὸν ἐν Δελφοῖς θεὸν
κατὰ θέρη δὲ καὶ χειμῶνας . . . : κατὰ θέρη , φησί , καὶ χειμῶνας τὰ δέκα ἔτη σκοπείσθω
4880003 κομιζομεθα
καὶ ἀποδέροντες τοῖς δακτύλοις , λύοντες τὴν πλοκὴν τῶν ἀγγείων κομιζόμεθα . τὰ δὲ γαγγλία ἐν τοῖς μετακαρπίοις μὲν ὡς
τοὺς ἐκ τῆς γῆς καρποὺς παραπλησίους καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν κομιζόμεθα , οὔτε τὸ πλῆθος οὔτε τὴν ἀρετὴν λέγω .
4878006 ἐλαιας
, καὶ μᾶλλον ἑφθὸν ἐν ὕδατι , κάρδαμον , δάκρυον ἐλαίας Αἰθιοπικῆς , χρυσοκόλλα , λευκὸς ἐλλέβορος , μέλας ,
αἰὲν ἐν φύλλοισι ] ἤτοι ἀεὶ θαλλούσης . . ξανθῆς ἐλαίας καρπὸς εὐώδης πάρα ] πάρεστι γοῦν ταῖς ἐμαῖς χερσὶ
4875892 θερινην
ἡγητέον . Οἰνοπίδης δὲ ὁ Χῖός φησι κατὰ μὲν τὴν θερινὴν ὥραν τὰ ὕδατα κατὰ τὴν γῆν εἶναι ψυχρά ,
χειμερινὴ δὲ ἡ ΛΕΜΝ , ὥστε καὶ τὴν μὲν ΓΚ θερινὴν γίνεσθαι σκιάν , τὴν δὲ ΓΖ ἰσημερινήν , τὴν
4875665 Αἰγυπτιας
Καὶ ὤρθριζον πρὸς Κύριον , καὶ ἔκλαιον περὶ Μεμφίας τῆς Αἰγυπτίας , ὅτι σφόδρα ἀδιαλείπτως ἐνόχλει μοι : καὶ ἐν
καὶ οἱ τὰ διάπυρα χώρια οἰκοῦντες καὶ μάλιστα περὶ τὰς Αἰγυπτίας θήβας . καὶ ἀνάγνωσις δὲ ἀτενεστέρα ἐπιτήδεια πρὸς τὸ
4858822 χλοης
μηνῶν οὐκ ἐατέον συννέμεσθαι ταῖς βουσί , πληρωτέον δὲ αὐτοὺς χλόης , καὶ εἰ μὴ ἀρκέσειε τὸ τῆς νομῆς ,
μοι καὶ νῦν πρὸς τὸ σαφέστερον δηλῶσαι συναγωνίσαιτο . Ἐπὶ χλόης εὐθαλοῦς ἡ Κένταυρος αὕτη πεποίηται ὅλῃ μὲν τῇ ἵππῳ
4844816 βαθειας
τοῦ βίου . λέγεται γοῦν ὁδοιπορῶν ποτε δι ' ὕλης βαθείας παραβῆναι τὴν ὁδὸν ἐπὶ πλέον , εἶθ ' εὑρὼν
Σάμον ἀπὸ τῆς Συρίας ὁ Μνήμαρχος μετὰ παμπόλλου κέρδους καὶ βαθείας περιουσίας , ἱερὸν ἐδείματο τῷ Ἀπόλλωνι , Πυθίου ἐπιγράψας
4843256 Πυρηναια
τὸ ἐθνικὸν Πυργῖται . Πυρήνη , ὄρος Εὐρώπης . καὶ Πυρηναία πόλις Λοκρίδος . Πύρινδος , πόλις Καρίας . τὰ
τὸ ἐθνικὸν Πυργῖται . Πυρήνη , ὄρος Εὐρώπης . καὶ Πυρηναία πόλις Λοκρίδος . Πύρινδος , πόλις Καρίας . τὰ
4839761 ἐκκεντροτητος
τούτων ὑποκειμένων ἔστω ἡ διὰ τοῦ ἀπογείου καὶ περιγείου τῆς ἐκκεντρότητος διάμετρος ἡ ΑΒΓ , καὶ ὑποκείσθω τὸ μὲν Α
Θὼθ αʹ τῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ μεσημβρίας τὸ μὲν ἀπογειότατον τῆς ἐκκεντρότητος ἀπεῖχεν τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας ὡς εἰς τὰ ἑπόμενα τοῦ
4838961 Θωθ
οὕτως ἐπιγνώσῃ : πάντοτε τῇ γενεθλιακῇ ἡμέρᾳ προστίθει ἀπὸ μὲν Θὼθ ἕως Φαμενὼθ μοίρας ηʹ , καὶ τοσούτων εὑρήσεις τὸν
γενέσεως καὶ τὸν Ἑρμῆν οὕτως ἐψήφισα : ἔλαβον τὰς ἀπὸ Θὼθ ἕως τῆς ιγʹ τοῦ Μεχὶρ ρξγʹ καὶ ἔξωθεν προσέθηκα
4830496 Ἠλεκτριδας
, ἣν ἠγάγετο Κάδμος , καὶ ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς Ἠλεκτρίδας πύλας τῆς Θήβης ὠνομάσθαι ἱστορεῖ καὶ Ἑλλάνικος ἐν αʹ
Ἀριστοτέλης . Παρὰ τὸν Ἠριδανὸν ποταμὸν ἔστι λίμνη κατὰ τὰς Ἠλεκτρίδας νήσους , ὕδωρ ἔχουσα θερμόν , ὀσμὴν δὲ βαρεῖαν
4830273 καταφερεσθαι
θλίβοντος ἢ καὶ ἀθρόως προϊόντος . καὶ παρὰ τὸ μὴ καταφέρεσθαι τὸ αἷμα διὰ τῆς μήτρας εἰς τὸ χόριον ,
! ! ! ! ! ! ] πάλιν ? ? καταφέρεσθαι , [ μὴ ] δυναμένην ? ? ? ?
4829356 Βαιτιν
ἴσχουσιν . „ Φασὶ δὲ καὶ τὸν ποταμὸν ἀναπλῶσαι τὸν Βαῖτιν , ὃς δηλοῖ μάλιστα τὴν τοῦ Ὠκεανοῦ φύσιν :
ὁμώνυμον ἑαυτοῖς . ἐοίκασι δ ' οἱ παλαιοὶ καλεῖν τὸν Βαῖτιν Ταρτησσόν , τὰ δὲ Γάδειρα καὶ τὰς πρὸς αὐτὴν
4826074 πνεουσιν
τοῖς ἀνεπιπλήκτοις ; λιπῶσιν , εὐρύνονται , πιαίνονται , λαμπρὸν πνέουσιν : εἶτα αἴρονται τὰ ἀσεβείας , οἱ πανάθλιοι καὶ
, Κύπρι , τὰ σὰ μὴ φέρουσα κέντρα . Γάμιαι πνέουσιν αὖραι , μέλος ὀργάνων δονεῖται , τάχα παστὸν Ἀφροδίτῃ
4823183 βαλανους
καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ
. . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ
4817608 περισκελη
' ἕψουσι τὰ κρέα , παραιτούμενοι τὰς θεὰς ἀπείργειν τὰ περισκελῆ καύματα καὶ τοὺς αὐχμούς , μετὰ δὲ τῆς συμμέτρου
τὸ ποτὸν ἀνίησιν : ἡ γὰρ ὑγρότης τὰ ὑπόντα σιτία περισκελῆ καὶ γλίσχρα βρέξασα καὶ διαχέασα , χυμῶν ἐγγενομένων καὶ
4793082 πρωτας
. Τούτων δὲ ταύτας ἀκριβεστάτας εἶναι τέχνας , ἃς νυνδὴ πρώτας εἴπομεν . Ἀριθμητικὴν φαίνῃ μοι λέγειν καὶ ὅσας μετὰ
ἐν τῇ φύσει φυλάττηται . τρίβειν δὲ κατὰ μὲν τὰς πρώτας ἐπιβολὰς ἀτρέμα , τοὐντεῦθεν δ ' ἤδη κατὰ βραχὺ
4793019 ἀποτιθενται
καὶ βελονίδες , ὡς Ἕρμιππος ἐν Μοίραις . ἵνα δὲ ἀποτίθενται αἱ ἐσθῆτες , χηλοί , κιβωτοί κιβώτια , κίσται
οἱ Στωικοὶ δὲ τοὺς κοινῶς ποιοὺς πρὸ τῶν ἰδίως ποιῶν ἀποτίθενται : τί δὲ ἄλλο ἐστὶ τὸ ὁριστὸν ἢ τὸ
4780545 ἀποτικτειν
τάχιστα ἐγκύμονας γίνεσθαι , καὶ οὖν καὶ καλοὺς τοὺς πώλους ἀποτίκτειν . καὶ ἐκεῖνο δὲ περὶ ἵππων ἤκουσα . τοὺς
ἔχω τὴν μαιευτικήν , καὶ διὰ ταύτης ποιῶ τοὺς νέους ἀποτίκτειν τὰ κυήματα ἐν τῇ ἑαυτῶν ψυχῇ . ἐξήμβλωκας ]
4772230 ἀτμιδας
ἐρίοις κακῶς ἐξαμμένοις : ἔτι δ ' οὐ δύνασθαι τὰς ἀτμίδας ἕλκειν οὐδὲ διαπέμπειν ἅτε θερμὸν οὐκ ἔχουσαν ἱκανὸν καὶ
τεθεῖσα ἐπάνω τινὸς ὄξους , καὶ προσδεχόμενος τὰς δριμείας αὐτοῦ ἀτμίδας , παραλειοῦται , δηλαδὴ λευκὸν γίνεται δίκην ψιμυθίου τὸ
4768888 παχειας
ἐὰν ᾖ ὁ δακτύλιος τηλία “ . τοῦτο δὲ ὡς παχείας αὐτῆς οὔσης καὶ μὴ δυναμένης διὰ δακτυλίου ἑλκυσθῆναι ,
καὶ ἠλιθίοις ὑπερόγκους τε εἶναι τὰς πέδας ταύτας καὶ σφόδρα παχείας , τοῖς δὲ κομψοτέροις κεχαλάσθαι τε καὶ λεπτὰς περικεῖσθαι
4753373 συλλεγουσιν
δ ' ὑπογράψαι καὶ τὸν τρόπον , ᾧ τὸν ὀπὸν συλλέγουσιν : οἱ μὲν οὖν τὰς κωδύας μετὰ τῶν φύλλων
μαθών . Πάντα δέ , οἶμαι , παιδεύματα καὶ μαθήματα συλλέγουσιν ἄνθρωποι χρησιμωτέρους αὑτοὺς ἀπὸ τούτων ταῖς πατρίσι παρασκευάζοντες :
4750132 ξηροτητας
ταῦτα κληρώσηται , πυρετοὺς καὶ θέρμας καὶ δίψας ἀποτελεῖ καὶ ξηρότητας . πολλάκις δὲ οὕτως τυχὼν ὁ Ἄρης αἱμορραγίαν ποιήσας
τὰς μικρὰς ἀρτηρίας τε καὶ φλέβας συνισταμένη . ταύτας τὰς ξηρότητας θεραπεύειν προσῆκεν ὑγραινούσῃ [ τε ] τροφῇ πληροῦντα τῆς
4746319 ἀμπωτεσι
παλιρροίαις χρωμένων : εὐρεῖς γὰρ ἔστιν ὅτε κόλποι θαλάττης ὑποσυρείσης ἀμπώτεσι βαθὺς ἐξαίφνης αἰγιαλός εἰσι καὶ μικρὸν ὕστερον ἀναχυθείσης πελάγη
μὲν ἐν τῇσι πλημμυρίῃσιν , ὑπέμενε δὲ καὶ ἐν τῇσιν ἀμπώτεσι τὸ ὕδωρ μεμιγμένον τῷ ποταμῷ : Καύμανα δὲ οὔνομα
4745071 ἀντιτυπους
ταῦτα λέγουσι πάθη , ὅταν ἐν μετανοίᾳ ᾖ , καὶ ἀντιτύπους , ὅταν οἷον εἰκόνας τῶν ὄντων , ἀλλὰ μὴ
ὀσμὰς ἢ χυλοὺς διὰ στόματος ἢ μαλακότητας εὐενδότους καὶ σκληρότητας ἀντιτύπους ἢ λειότητας καὶ τραχύτητας , ψυχρότητάς τε αὖ καὶ
4742512 αὐθιγενων
καὶ οὐκ ἠξίους ἄρχειν τῶν γνησίων τοὺς νόθους οὐδὲ τῶν αὐθιγενῶν τοὺς ἐπήλυδας , μάθε καὶ κατὰ τοῦτο ἁμαρτάνων μάλιστα
τὰ μητρῷα μέλη καὶ τύμπανα κροτοῦντες : Ῥωμαίων δὲ τῶν αὐθιγενῶν οὔτε μητραγυρτῶν τις οὔτε καταυλούμενος πορεύεται διὰ τῆς πόλεως
4726572 χαλκια
κἂν ὁποῖα ᾖ , καλὸν δὲ στρώματα , καλὸν δὲ χαλκία , καλὸν δὲ τὰ ἀμφὶ τραπέζας , καλὸν δὲ
ἵνα μὲν τὸ ὕδωρ θερμαίνεται , θερμαντῆρες θερμαστρίς θέρμαυστρις , χαλκία θερμαντήρια , ἐσχαρίδες , λέβητες λεβητάρια ἰπνολεβήτια : ἐκπώματα
4721966 Νοεμβριου
δεῖ σε λούεσθαι τὸν Ἀπρίλλον μῆνα μέχρι καὶ ὅλου τοῦ Νοεμβρίου μηνὸς καὶ τοὺς ἀπηγορευμένους μῆνας ἀπέχου τοῦ λούεσθαι :
ἐστὶν ὁ Ὠρίων . φεύγουσαι : τουτέστι δοκὰς φεύγουσι μηνὸς Νοεμβρίου . θύουσιν ἀῆται : ὁρμῶσι καὶ ταράσσονται : ὅθεν
4721084 ἐπικαιειν
ὡς τῶν τεμνομένων αὐτῆς κεφαλῶν ἀνεφύοντο πλείους , κελεῦσαι Ἰολάῳ ἐπικαίειν τὰς τεμνομένας . Ὑηνεῖς . ὑϊκόν τι καὶ ζωῶδες
' οὕτως τὴν ἀνθρακιὰν ἐπιβάλλειν ὡς πλείστην καὶ μάλιστα ἄνωθεν ἐπικαίειν καθ ' ὃν ὀπτᾶται τόπον . οὗτος ὁ ἄρτος
4719375 βροχης
καθαρὸν τῷ προσδοκωμένῳ τηρῆται φίλῳ . Κυμαῖος ἐν τῷ κολυμβᾶν βροχῆς γενομένης διὰ τὸ μὴ βραχῆναι εἰς τὸ βάθος κατέδυ
τὰς ἐννεακαίδεκα πάλιν ὁ ἀπαρκτίας , ὁ δὲ βορρᾶς μετὰ βροχῆς , ἄνεμοι χελιδόνες , καὶ Λέων ἐπιδύνει τε τοῦ
4718731 δενδρα
ἀκρίδας λάλους , ἐλάμβανον τέττιγας ἠχοῦντας , ἄνθη συνέλεγον , δένδρα ἔσειον , ὀπώραν ἤσθιον : ἤδη ποτὲ καὶ γυμνοὶ
δὲ καλεῖ ἡ παλαιὰ συνήθεια καὶ πόας καὶ θάμνους καὶ δένδρα . λοιπὸν ὁ Ἱπποκράτης ἐπιφέρει θαυμαστὸν λόγον , ὅτι
4717635 φθινοπωρινην
ἰσημερίαν τὴν ἐαρινήν , ἐν δὲ Ζυγῷ τὴν ἰσημερίαν τὴν φθινοπωρινήν . συγκινεῖται δὲ τῷ οὐρανῷ ὁ ζῳδιακὸς κύκλος ,
καὶ τὸν σκορπίον . Ἀμφότερα δὲ ταῦτα ἀνθεῖ μετὰ ἰσημερίαν φθινοπωρινήν . ὁ μὲν σκορπίος ἐν τῷ σαρκώδει τῷ ἐποιδοῦντι
4715621 σκληρας
τ ' ἄπο δῶκε σιδήρου , τοῖς δ ' ἔργοις σκληρὰς καὶ ἀπηνέας ὤπασε τέχνας : αἰεὶ δ ' ἔν
] πάλιν Εὐριπίδου ποιήσαντος ἐκ γὰρ πατρὸς καὶ μητρὸς ἐκπονουμένων σκληρὰς διαίτας οἱ γόνοι βελτίονες [ . , . ]
4699468 μαλακας
ὑπωροφίοισι χελιδών ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν : ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔπτετο τήνα ἰθὺ δι ' ἀμφιθύρω καὶ
ἢ ζητήσεως ἄξιον ἐκ τοῦ μῶ τὸ ζητῶφέρει δηλονότι . μαλακᾶς : παρόσον αἱ γυναῖκες μαλακῶς κάθηνται , καθὼς ἐν
4679539 φθισεις
τέχνῃ , τὰς δὲ προαιρέσει . φύσει μὲν αὐξήσεις , φθίσεις , τέχνῃ δὲ οἰκοδομεῖν , ναυπηγεῖν , προαιρέσει δὲ
δὲ περὶ μὲν ἀνθρώπους γινομένου τοῦ συμπτώματος νόσους μακρὰς καὶ φθίσεις καὶ συντήξεις καὶ ὑγρῶν ὀχλήσεις καὶ τεταρταίους , φυγαδείας
4672286 ἐτησιων
τὸ ῥεῦμα . Θαλῆς δὲ ὁ Μιλήσιός φησιν ὑπὸ τῶν ἐτησίων † συνελαυνόμενα τὰ νέφη κατὰ τὰ ὄρη τῆς Αἰθιοπίας
: ἵν ' ἐπιδείξηται ὅτι καὶ τῶν καιρῶν καὶ τῶν ἐτησίων ὡρῶν αἴτιος οὔτ ' οὐρανὸς οὔθ ' ἥλιος οὔθ
4664849 ὑγρας
διὰ τὴν ὀδύνην . Κηροῦ , πίσσης ὑγρᾶς , στυπτηρίας ὑγρᾶς ἴσα . τήξας τὰ τηκτὰ ἐπίχεε τῇ στυπτηρίᾳ λειωθείσῃ
κοινὴ μὲν οὖν ἐπιθυμία ἐστὶ τὸ ὀρέγεσθαι τροφῆς ξηρᾶς ἢ ὑγρᾶς , ὅταν ἐν χρείᾳ τούτων γενώμεθα , ἰδία δὲ
4663013 Νειλου
ἐνέπρησαν καὶ κατῄεσαν οὐ τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἀλλὰ διὰ τοῦ Νείλου : πάντα γὰρ τὰ ἐκ τῶν μεταξὺ κωμῶν σκάφη
πολλῶν πηγῶν εἰς ἕνα τόπον ἀθροιζομένων συνίσταται τὸ ῥεῦμα τοῦ Νείλου : διὸ καὶ πολυγονώτατον αὐτὸν ὑπάρχειν πάντων τῶν γνωριζομένων
4659713 ἀρωμασιν
κομισθέντα δῶρα προσενεγκεῖν ὀκτὼ οἰκέτας γυμνούς , ἐν περιζώμασι καταπεπασμένους ἀρώμασιν : εἶναι δὲ τὰ δῶρα τόν τε ἑρμᾶν ,
ἐνέτυχε καὶ λίνῳ καὶ ἐλέφαντι καὶ ῥίζαις καὶ μύρῳ καὶ ἀρώμασιν , ἔκειτο δὲ πάντα ἀφύλακτα ἐν ὁδῷ σχιστῇ :
4659312 ἀναβασεις
ἦν : ὥστ ' ἐκ τούτων εἰκάζειν ὅτι καὶ τὰς ἀναβάσεις ᾔδει καὶ τὰ στόματα τοῦ Νείλου . Ἡ δ
Μετὰ δὲ τὴν ἐν Νάξῳ ναυμαχίαν ἐπιβουλευόμενος ὁ φρούραρχος Νικοκλῆς ἀναβάσεις κλειστὰς ποιήσας κατέστησε φύλακας ἐπὶ τῷ τείχει , ἔξω
4656096 κριθας
τῶν μαγείρων καὶ τῶν ἰδιωτῶν ψηφίσματι περιβάλλοντας . τὰς δὲ κριθὰς δεῖ καὶ τοὺς πυροὺς φυλάσσειν ὡς βέλτιστα καθάραντας καὶ
Ἑκαταῖος ἀρτοφάγους φησὶν εἶναι , κυλλήστιας ἐσθίοντας , τὰς δὲ κριθὰς εἰς ποτὸν καταλέοντας . Διὰ ταῦτα καὶ Ἄλεξις ἐν
4638281 συκας
πονηρὸν ὡστ ' ᾐσχυνόμην . τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ τοξαλίους συκᾶς καὶ τὰ ἑξῆς . καὶ ἐν Πάρῳ δὲ καλὰ
καὶ Ἀμφίπολιν καὶ Γραστωνίαν τῆς Μακεδονίας ἔαρος μεσοῦντος τὰς μὲν συκᾶς σῦκα , τὰς δ ' ἀμπέλους βότρυς , τὰς
4631289 καλουμενας
δικαιοσύνην , καὶ ἀνδρείαν , καὶ τὰς ἄλλας τὰς ἠθικὰς καλουμένας ἀρετάς . Ταύτας δή φασιν ὑπ ' ἐνδείας καὶ
ἡμῖν διαλλάττοντας . διεξιὼν δὲ τὴν Ὑρκανίαν κατήντησε πρὸς τὰς καλουμένας Εὐδαίμονας καὶ πρὸς ἀλήθειαν οὔσας κώμας : πολὺ γὰρ
4613975 πεπονας
οἴναρα , ἀποφθινόντων τῶν φύλλων . βότρυς δὲ ὡραίους καὶ πέπονας καὶ γενναίους καὶ ἀκμάζοντας καὶ ὀργῶντας , ἢ τὸ
, οὓς ἠσθίομεν ἐν Αἰγύπτῳ δωρεάν , καὶ σικύας , πέπονας , πράσα , κρόμμυα , σκόρδα : νυνὶ δὲ
4613683 ῥηγνυσθαι
γὰρ εἶναι συνεστηκότα τε μάλιστα καὶ ἥκιστα τεμνόμενα δακρυρροεῖν καὶ ῥήγνυσθαι . Μεθ ' ἡλίου δὲ τροπὰς καὶ μετὰ ζεφύρου
ἔν τε γὰρ τοῖς αὐχμοῖς , ὥσπερ εἴρηται , ξηραινομένην ῥήγνυσθαι καὶ ὑπὸ τῶν ὑδάτων ὑπερυγραινομένην διαπίπτειν . . .
4612533 καλουμενης
κρηπῖδα κατεβάλετο Ῥωμύλος : ὃς ἐκ Ῥέας Σιλβίας , οὕτω καλουμένης Ἑστιακῆς παρθένου , τῷ Ἄρεϊ συνελθούσης , ὡς ὁ
καὶ τῶν γογγυλῶν , ἃς βουνιάδας ὀνομάζουσι , καὶ τῆς καλουμένης κάρους . ὤκιμον κακοχυμότατον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα ,
4604716 Σκοτουσσαν
εἰς Ἤπειρον μετενεχθῆναι . Δωδώνη . Ἦν δὲ πρότερον περὶ Σκοτοῦσσαν πόλιν τῆς Πελασγιώτιδος τὸ χρηστήριον : ἐμπρησθέντος δ '
ἐκεῖθέν τέ φησιν εἶναι τὸ ἱερὸν μετενηνεγμένον ἐκ τῆς περὶ Σκοτοῦσσαν Πελασγίας , συνακολουθῆσαί τε γυναῖκας τὰς πλείστας , ὧν
4597987 ἀποτιθεσθαι
χρόνους καὶ θεῶν χορείας καὶ μυστήρια κατοπτεύσαντας ἰσόθεον δόξαν ἐπαναιρουμένους ἀποτίθεσθαι μὲν τὰς πολλὰς τῶν αἱρέσεων καὶ βίβλων ἀγωγάς ,
βλέπον οὐδὲν ὑποπτεύει : δοκεῖ γὰρ τὸ τοῦ πόκου βάρος ἀποτίθεσθαι καὶ τὴν τοῦ γάλακτος ἄμελξιν . ὁ δὲ χοῖρος
4596565 διελθουσης
καὶ συναποδιδράσκειν τὸν χειμῶνα : τῆς ὥρας δὲ τῆς κρυμώδους διελθούσης , ὅταν ὑποστρέψωσιν ἐς τὰ ἴδια καὶ οἵδε καὶ
θάλατταν , ἐξάψας ποθὲν ὥστε ἀνιμήσασθαι δύνασθαι , νυκτὸς δὲ διελθούσης καὶ ἡμέρας ἀρύεται πεπλησμένον , γλυκέος τε καὶ ποτίμου
4587610 ζητουμενης
. Παραδόξου δὲ τοῦ πάθους ὥσπερ εἰκὸς ἅπασι φαινομένου καὶ ζητουμένης τῆς αἰτίας οἱ μὲν ἐπὶ τὴν θείαν πρόνοιαν ἁπάσας
ἐκάλεσε κατὰ πρόσωπα διπλοῦν : οὐ γὰρ ὡς ποιότητος προσώπων ζητουμένης , ἀλλ ' ἐπειδὴ δύο προσώπων ὄντων , ἑνὸς
4586777 καθαρας
ἀνὰ οὐγγίας δύο : τὸν χυλὸν ποιοῦμεν οὕτως : ταῦτα καθάρας ἀκριβῶς καὶ πλύνας , βρέχε ὕδατι συμμέτρῳ ἡμέρας δύο
τὸν Ὑπερβόρεον Θεσσαλόν φησιν εἶναι . . : Γρύλλος : καθάρας τοὺς Διοσκούρους , ὡς Φιλοστέφανος . . . β
4586620 ῥιζας
τὰ κεφαλόρριζα τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ ἀσθενῆ τὰς δὲ ῥίζας μεγάλας καὶ σαρκώδεις . Οἷς δ ' ἐνυπάρχει δριμύτης
τὰ δένδρα , οὔρῳ παλαιῷ ἀνδρῶν ἢ κτηνῶν περιορύξας τὰς ῥίζας βρέχε ἅμα καὶ τὰ στελέχη . ἐὰν δὲ ὄμβροι
4584846 θερινας
μοι προσωφελῆσαι κατὰ λόγον τὸ γενόμενον θέρος : τὰς γὰρ θερινὰς νούσους χειμὼν ἐπιγενόμενος λύει , καὶ τὰς χειμερινὰς θέρος
ἐναντίοις γίνεται . τοῦ χειμερινοῦ μὲν γὰρ ἀρχὴ μετὰ τροπὰς θερινὰς τοῦ Μεταγειτνιῶνος μηνός , ἐν ᾧ σπείρουσι ῥάφανον ῥαφανίδα
4583266 κογχας
δὲ κτένας ἡ Μιτυλήνη : πλείστους δ ' Ἀμβρακία παρέχει κόγχας : ἐν Ἐφέσῳ λήψῃ τὰς λείας οὔ τι πονηράς
τὰς διαφορὰς εἶναι κρατίστας . Ἡγήσανδρος δὲ τὰς τραχείας φησὶ κόγχας ὑπὸ Μακεδόνων μὲν κωρύκους καλεῖσθαι , ὑπὸ δ '
4581567 Ταυροπολου
Ἰφιγενείας κομίσαι δεῦρο ἀπὸ τῆς Ταυρικῆς Σκυθίας , τὰ τῆς Ταυροπόλου Ἀρτέμιδος , ἐνταῦθα δὲ καὶ τὴν πένθιμον κόμην ἀποθέσθαι
Ἴκαρον , καὶ ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἅγιον ἐν αὐτῇ καὶ μαντεῖον Ταυροπόλου . Παραπλεύσαντι δὲ τῆς Ἀραβίας εἰς δισχιλίους καὶ τετρακοσίους
4580867 σπειρουσι
δὲ Ἀλαζώνων οἰκέουσι Σκύθαι ἀροτῆρες , οἳ οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι [ τὸν ] σῖτον ἀλλ ' ἐπὶ πρήσι .
νοῦν οἴσει : Παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ἄλλοι σπείρουσι , ἄλλοι δὲ ἀμήσονται . Ἄρκτου παρούσης ἴχνη ζητεῖς
4573685 ὑδατα
ἀποδημίαϲ αὐτῇ χρῶνται , ὅταν ὑπονοῶϲι μοχθηρούϲ τιναϲ ἀέραϲ ἢ ὕδατα , ἔνθα πορεύονται . Λαβὼν ἐχίδναϲ νεοθηράτουϲ δ ,
δεξιὰν ἤπειρον ἐκπίπτει κατὰ πολλοὺς τόπους ἐκ πέτρας εἰς θάλατταν ὕδατα πολλά , πικρᾶς ἁλμυρίδος ἔχοντα γεῦσιν . παραδραμόντι δὲ
4573035 ὑετους
γῆς ἐμπίπτουσαν : τὴν ψυχὴν καὶ ἐπιδιαμένειν καὶ μετεμβαίνειν : ὑετοὺς κατὰ ἀέρος τροπὴν ἀποτελεῖσθαι : τά τε ἄλλα φυσιολογεῖν
ἡ πλεονάζουσα ὑγρὰ καὶ συνισταμένη νέφη ποιεῖ καὶ κατὰ μεταβολὴν ὑετοὺς καὶ ὄμβρους καὶ πνεύματα ὅσα ἐκ τούτων γίνεται .

Back