τηνικαῦτα ἐπέλθῃ αὐτοῖς ὁ θάνατος , ἐγὼ δὲ αὐτὸν ποιήσας ἀπρόοπτον καὶ ἐλπίδας αὐτοῖς ἐνθεὶς τοῦ ζῆν , καὶ μὴ
, μὴ τηνικαῦτα ὑπέλθοι αὐτοῖς : ἐγὼ δὲ αὐτὸν ποιήσας ἀπρόοπτον , καὶ ἐλπίδας αὐτοῖς ἐνθεὶς τοῦ ζῆν , καὶ
6172034 θηραθεισαι
οὖν μέμνησθε ἅπερ προλέγω ὑμῖν , μηδὲ παρ ' ἄτης θηραθεῖσαι , ἤγουν εἰς βλάβην ἐμπεσοῦσαι , μέμψησθε τὴν δυστυχίαν
οὖν μέμνησθε ἅπερ προλέγω ὑμῖν : μηδὲ παρ ' ἄτης θηραθεῖσαι , ἤγουν εἰς βλάβην ἐμπεσοῦσαι , μέμψησθε τὴν δυστυχίαν
5566981 ἀφορητα
εἰς τὸ θανεῖν . θ βαρέα ] χαλεπὰ μὲν καὶ ἀφόρητα θέλεις εἰπεῖν : ὅμως δ ' οὖν εἰπέ .
ἐπάθομεν . παράμουσος ] ἐκτὸς τοῦ καθήκοντος . ἄφερτα ] ἀφόρητα . ἔμμοτον ] ἔνουλον ἢ βαθύτατον . ἔριν ]
5498735 μεμνησθ
πολιτευομένους ; οὐ ταπεινώσαντες ἀποπέμψετε τοὺς νῦν ἐπηρμένους ; οὐ μέμνησθ ' ὅτι οὐδεὶς πώποτε ἐπέθετο πρότερον δήμου καταλύσει ,
τούτου κραυγὴ καὶ ἀναίδει ' ἐξαπατήσῃ , ἀλλὰ φυλάττετε καὶ μέμνησθ ' ὅς ' ἡμῶν ἀκηκόατε . κἂν ταῦτα ποιῆτε
5360632 τυφλας
: οὐ γὰρ ἂν ἐπῆλθεν αὐτοῖς εἰς νοῦν βαλέσθαι τὰς τυφλὰς καὶ νωδὰς ἐκείνας ψηλαφήσεις καὶ ἐπιπηδήσεις τοῦ ἀκολάστου ,
προδέρκεσθαι ] προβλέπειν . . φάρμακον ] θεραπείαν . . τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα ] ἵνα τυχὸν ἐλπίζωσι ὅτι
5343260 τολμησῃς
τοῦ νομοθέτου : ἐν δὲ δὴ τούτῳ τῷ χρόνῳ μὴ τολμήσῃς περὶ θεοὺς μηδὲν ἀσεβῆσαι . πειρατέον γὰρ τῷ τοὺς
μὲν οὐχὶ χαιρήσεις , ἤν μοι προσέλθῃς καὶ γρύσαι τι τολμήσῃς . ἄλλους ἀλωπέκιζε τοὺς ἀπειρήτους , ἄλλους δὲ βασιλεῖς
5311308 κατεβημεν
ὁδοῦ τραχὺ καὶ τοῖς ὀχήμασιν ἐπιβαίνειν χαλεπόν . ὡς δὲ κατέβημεν ἐπὶ Θεσσαλονίκην , οὐκ ἦν ὅστις ἐπὶ θέαν οὐκ
, | ἤδη ἂν ὑπεστρέψαμεν δίς ” , οὔ φησι κατέβημεν εἰς Αἴγυπτον , ἀλλ ' ἐκεῖθεν ἐπανεσώθημεν . εἰκότως
5309611 φοβηθητε
καὶ λοιπὸν ἐπαναστάντες ἀποκτείνωσιν ἡμᾶς . καὶ εἶπεν αὐτοῖς Μὴ φοβηθῆτε ὅλως : τὰ πλείονα τῶν κτημάτων αὐτοῦ ἤδη ἀπώλεσα
ἐκείνων ἀδικουμένοις βοηθοῖτε ; ὅτι δὲ πολλῶν ἄρχουσι , μὴ φοβηθῆτε , ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον διὰ τοῦτο θαρρεῖτε , ἐνθυμούμενοι
5281180 ἀνελπιστον
, ἀλλὰ καὶ πάσης . τοῦτο δ ' οὐ παντάπασιν ἀνέλπιστον ἦν αὐτῷ , διὰ πλῆθος τῶν ἤδη δεδουλωμένων ἐθνῶν
τὰ γινόμενα ὑπ ' αὐτῶν ἦν ἐκ πολυχρονίου δουλείας εἰς ἀνέλπιστον ἀφιγμένοις ἐλευθερίαν , εὑρέθησαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ὅμως
5267312 ἐκφυγειν
ἀπαθοῦϲ μενούϲηϲ τῆϲ ἀρτηρίαϲ εὔλογον χρῆϲθαι τῇ φαρυγγοτομίᾳ πρὸϲ τὸ ἐκφυγεῖν τὸν τοῦ πνιγμοῦ κίνδυνον . ἔπειτα , ὅταν ἐνεργῶμεν
ἄλλων τὴν ἐπιστήμην διαφέροι , μὴ δυνάμενος κατὰ τὸ παντελὲς ἐκφυγεῖν τὴν συγγενῆ τῶν θνητῶν πλάνην , ἀπατῷτο ἂν ἴσως
5256407 ματευε
τὰ πόλλ ' ἔπεα φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν : ἕν τι μάτευε σοφόν , ἕν τι κεδνὸν αἱροῦ . κλείσεις γὰρ
ἢ πρὸς τὸν νικηφόρον ὡς εὐδαιμονοῦντα καὶ ἐγκωμιαζόμενον . μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι : ὅτι ἀκαταλλήλως ἐπέζευξεν . ἔμπροσθεν γὰρ
5237856 δυστυχη
' : “ ἐν μιᾶι γὰρ ἡμέραι τὸν εὐτυχῆ τίθησι δυστυχῆ θεός . ” εὖ πάντα ταῦτα , Σμικρίνη .
Λαΐου καταχέουσι καὶ τοῦ Τηλέφου τοῦ συνελθόντος τῇ μητρὶ τὴν δυστυχῆ σύνοδον , τοῦ μὴ πειραθέντος μὲν τῆς ὁμιλίας ,
5236233 ἐμβαλειτε
μὴ δῆτ ' ] μηδαμῶς εἴπητε τοῦτο ὑμᾶς αὐτὰς ] ἐμβαλεῖτε εἰδυῖαι ] † γινώσκουσαι ἐξαίφνης ] † ἀφανῶς ,
καὶ ἀλλαχοῦ ἄφθονον ὕδωρ ἀντὶ τοῦ πολύ . . . ἐμβαλεῖτε ] διότι ὁρῶσιν ἑαυτοὺς ἐξ ἴσου τοῖς πολλοῖς τιμωμένους
5234443 ναυτιλλεσθαι
εὔανδρόν τε : τουτέστιν ἀγαθοὺς ἄνδρας ἔχουσαν καὶ ἐν τῷ ναυτίλλεσθαι . ὁ δὲ νοῦς : ἥντινα Αἴγιναν ηὔξαντο ἀγαθῶν
νῆες , εὖτ ' ἂν ἄγῃ χρέος ἄνδρας ὑπεὶρ ἅλα ναυτίλλεσθαι , δὴ τότ ' ἴσαν μετὰ νῆα δι '
5231840 τεθρυληται
κάνναβιν καὶ κηρὸν καὶ πίτταν . ἡ δὲ λινουργία καὶ τεθρύληται : καὶ γὰρ εἰς τοὺς ἔξω τόπους ἐξεκόμιζον ,
Ἁλιεῖς λεγόμενοι θαλαττουργοί τινες ἄνδρες . παρ ' Ἑρμιονεῦσι δὲ τεθρύληται τὴν εἰς Ἅιδου κατάβασιν σύντομον εἶναι : διόπερ οὐκ
5229821 εἰδυιαι
τρέφεσθαι καὶ ἀγνοούμεναι οὐ φιλοῦνται : αὗται δὲ φιλοῦσι μὲν εἰδυῖαι , ἀντιφιλεῖσθαι δ ' οὐ ζητοῦσιν , ἐὰν ἀμφότερα
καὶ Λιβύην ἀπαίρουσι καὶ Αἰθιοπίαν , ὥσπερ οὖν γῆς περίοδον εἰδυῖαι καὶ φύσεις ἀέρων καὶ ὡρῶν διαφοράς . καὶ χειμῶνα
5178769 τρυχομενος
Ἰδαῖα μίμνων λειμώνι ' ἔπαυλα μηνῶν ἀνήριθμος αἰὲν εὐνῶμαι χρόνῳ τρυχόμενος , κακὰν ἐλπίδ ' ἔχων ἔτι μέ ποτ '
κινεῖσθαι δὲ λέγεται , οὐκ εὐμαρῶς ἀναφέρει τοῖς παρὰ φύσιν τρυχόμενος . ὥστε ἐπίπονον αὐτῷ καὶ τὸ μεμῖχθαι τῷ σώματι
5161747 ὀψομαι
πι συλλαβῆς : ὄπτω γάρ ἐστιν , ἀφ ' οὗ ὄψομαι , καὶ παράγωγον ὀπτεύω : ἀποβολῇ τοῦ τ ὀπεύω
βοᾶι : τὸ παιδίον φησὶν ἐμπρήσειν ἀπειλῶν . ὑιδοῦν ὀπτώμενον ὄψομαι . πάλιν πέπληχε τὴν θύραν . στρόβιλος ἢ σκηπτὸς
5122964 ἀποχωρει
, οὕτω καὶ κατασχίζεται πολυειδῶς . πρῶτον μὲν οὖν αὐτῶν ἀποχωρεῖ μόριον εἰς τὸ κάτω τῆς κεφαλῆς φερόμενον , ἀγνοηθὲν
Ἀριαράθης δὲ ὁ τοῦ προβεβασιλευκότος υἱὸς ἀπελπίσας κατὰ τὸ παρὸν ἀποχωρεῖ μετ ' ὀλίγων πρὸς τὴν Ἀρμενίαν . μετ '
5118082 παρασκευαζομενη
βουλή , καὶ τέως ἐς τὸν πόλεμον ὁρμῶσά τε καὶ παρασκευαζομένη , πόλεως ὀχυρᾶς οὕτως καὶ ἐπικαίρου προσγενομένης ἐξέφηνέ τε
ὕδατος ἀτμιζομένη δέχεται τὸν θεόν , ἐξ ἁπάντων τούτων ἐπιτηδεία παρασκευαζομένη πρὸς τὴν ὑποδοχὴν ἔξωθεν αὐτοῦ μεταλαμβάνει . Δηλοῖ δὲ
5104786 κορεσθηναι
παρώνυμον ἀριστεύς . Ἄδην , παρὰ τὸ ἥδω δηλοῦν τὸ κορεσθῆναι , ὡς τὸ τέρπομαι , ὅπερ τὸ αὐτὸ ἐδήλου
ἐσσύμενον πολεμίζειν . ἔστι δὲ τὸ ἄδην ἐλόωσιν ἀντὶ τοῦ κορεσθῆναι αὐτὸν ποιήσουσι τοῦ πολέμου , καίπερ προθυμίαν ἔχοντα .
5096321 ἐπεθυμησας
πότερον οὐκ ἐπεθύμησας αὐτὸν διαμηρίσαι ; καὶ μάλα . ἀλλὰ ἐπεθύμησας παρασχεῖν σοι αὐτόν , ἢ ἐφοβήθης κελεῦσαι ; μὰ
, ὡς καὶ ἐν Βατράχοις : “ ἤδη ποτ ' ἐπεθύμησας ἔτνους ; ” Γ ἐτνήρυσιν : τὴν ζωμάρυστρον ,
5082943 ὀναιμην
, τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν , ἄναξ , ἀλλ ' ὡς ὀναίμην . εἰ δὲ μὴ βούληι τάδε , στέργειν ἀνάγκη
ἀποδότω , ὅς με παρέδωκέ σοι . Νὴ Δί ' ὀναίμην γε , εἰ μέλλω καὶ ὑπερεκτίνειν τῶν νεκρῶν .
5064974 ὑπνωττοντα
νεών : Ἔδυσαν δηλ . διαβάλλει καὶ αὐτὸν ὡς λίαν ὑπνώττοντα . ἐγκατακείμενοι : Ἤτοι οἱ ἀσθενεῖς . . παρ
κατέχηται ὑπὸ τοῦ κατελθόντος αἵματος τὸ ἐπικρῖνον , ἀληθὲς εἰπεῖν ὑπνώττοντα , ὅτι τοῦτο οὐ Κορίσκος , ἀλλ ' οἷον
5046523 ἐξεστ
σύ : πῶς γάρ ; ᾗ γε μηδὲ πρὸς θεοὺς ἔξεστ ' ἀκλαύτῳ τῆσδ ' ἀποστῆναι στέγης : ἄλλ '
† ἀπωλόμην παλίμπους τύχη ἐν γῆς φίλης ὄχθοισι κρυφθῆναι καλόν ἔξεστ ' ἐρωτᾶν πότνιά ς ' ἢ σιγὴν ἔχω ;
5033011 σιδαρονομῳ
αὐτοὺς κατηράσατο . σιδαρονόμῳ ] τῇ διὰ σιδήρου γινομένῃ . σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ
ἤγουν πικράς . ἀρὰς ] + κατάρας . καί σφε σιδαρονόμῳ : καὶ κατηράσατο αὐτούς ποτε λαχεῖν καὶ διαμερίσαι τὴν
5030970 μετατιθησι
τὰ ῥήματα τὸ αὐτὸ σημαίνει ” : τοῦτο γὰρ εἰπὼν μετατίθησι τό τε ἄνθρωπος καὶ τὸ λευκός , ὡς ἂν
ὕπαρξιν ἀλλ ' ἀνυπαρξίαν ἀπεργάζεται . ἢ πῶς ἀνύπαρκτος οὖσα μετατίθησι τὸ ὑπαρκτὸν εἰς ἀνυπαρξίαν , ἀλλ ' οὐ κατὰ
5019192 εἰσιδειν
μηδ ' ἀφέντ ' ἐᾶν , εἰ ζῶντ ' ἐκεῖνον εἰσιδεῖν θέλοι ποτέ : ἐλᾷ γὰρ αὐτὸν τῇδε θἠμέρᾳ μόνῃ
Εὐριπίδῃ τὸ αὐτό : ὅστις ποτ ' εἶ σὺ δυστόπαστος εἰσιδεῖν Ζεύς , εἴτ ' ἀνάγκη φύσεος εἴτε νοῦς βροτῶν
5011699 παυστηρ
ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . Εὔβουλος δ ' ἐν Σφιγγοκαρίωνι τοιούτους γρίφους
ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . οὐδ ' ἐν Τριβαλλοῖς ταῦτά γ '
5008480 ἐτητυμως
Ϙγʹ , ὧν τελευταῖος : ἥξω διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ ' ἐτητύμως . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι
ἔργον ἄτρυτον λῆμα ἄφιμος ἵππος γνώσῃ δὲ τέχνην τὴν ἐμὴν ἐτητύμως ἀψευδόμαντιν οὖσαν τὸν πλησσόμενον ἐμβριθῆ νοῦν ? – ˘
4994122 ἀνεστιον
οὗτος καὶ μάντις . Θούμαντιν ] ἐς τόν . Γ ἀνέστιον ] ἄοικον . Γ αὖ ] πάλιν . Γ
τοῦ ἡγεμόνος οὔτε γῆς εἰλήφει μοῖραν οὔτε ὠφελείας . τοῦτο ἀνέστιον καὶ πτωχὸν ἀλώμενον ἐχθρὸν ἐκ τοῦ ἀναγκαίου τοῖς κρείττοσιν
4987409 ἀκουσατ
? ? [ ] ? μοι τ [ [ ] ἀκούσατ [ ] ? [ ' ] ἄκραν ? [
δικάζειν δίκας . ὦ ' γαθοί , τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσατ ' , ἀλλὰ μὴ κεκράγατε . νὴ Δί '
4984310 νιοι
ὕειν πολλῷ τὸν θεόν , καὶ ἐκλείπουσιν οἱ Μεσσή - νιοι τὴν φρουράν : τὸ γὰρ ὕδωρ ἐβιάζετο σφᾶς ἀθρόον
ἀπεδίδου , τοὺς δὲ Ἕλληνας ἄνευ λύτρων . Καρχηδό - νιοι τὴν τυράννου φιλανθρωπίαν ὑποπτεύσαντες , οὓς εἶχον μισθοφόρους Ἕλληνας
4974691 ἐπαμμενει
φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί : οὗ σφιν κακῶν ὕψιστ ' ἐπαμμένει παθεῖν , ὕβρεως ἄποινα κἀθέων φρονημάτων : οἳ γῆν
. τορῶς τέκμηρον ] ἀληθῶς , σαφῶς διασάφησον . . ἐπαμμένει ] ἀπόκειται . . χρὴ ] ἀπόκειται . φάρμακον
4969878 διαλυθησεται
καὶ ἄλλ ' ἄττα ὀνόματα λέγων , ὅθεν πάντα ταῦτα διαλυθήσεται [ ? ? ? ? ] [ ? ]
καὶ πᾶν δὲ τὸ εἰς τοῦτο τὸ μέρος ἔνστημα ῥᾳδίως διαλυθήσεται ἐάν τις τοῖς ἐναργήμασι προσέχῃ , ὅπερ ἐν τοῖς
4963767 ἀπωλλυμην
ὁ νομεύς , παιόμενός τε καὶ δακνόμενος ὑπὸ τῶν ἀρσένων ἀπωλλύμην : ἀεὶ γάρ με μοιχὸν ὑποπτεύοντες εἶναι τῶν ἵππων
προΐοιμι φυλαττόμενος τῶν ἀκανθῶν τὴν προσβολήν , ὑπὸ τῶν ξύλων ἀπωλλύμην , εἰ δὲ φεύγοιμι τὸ ξύλον , τότ '
4959817 προσευχην
. μαθὼν δὲ πάντα καὶ κροτήσας τὰς χέρας , οἵαν προσευχὴν οὐκ ἔχει λέγειν φύσις , πρὸς τὸν θεὸν δέδωκας
τίνες δέ εἰσιν οἱ δύο αἰθίοπες οἱ παριστάμενοι ἐπὶ τὴν προσευχὴν τοῦ πατρός σου ; Λέγει δὲ Σὴθ τῇ μητρὶ
4941502 θανειν
, πρός τι χωρίον Λίβυσσαν καλούμενον τῇ κλήσει , δοκῶν θανεῖν εἰς Λίβυσσαν πατρίδα τὴν οἰκείαν . ἦν γὰρ Ἀννίβᾳ
μέγας γὰρ ἁγὼν καὶ βλέπω δύο ῥοπάς : ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ ' , ἢν ἁλῶ τεχνωμένη , ἢ
4938964 κοὐποτ
' οὐκ ἐφίλασεν , ἀλλ ' ὅτι βουκόλος ἐμμὶ παρέδραμε κοὔποτ ' ἀκούει [ χὠ καλὸς Διόνυσος ἐν ἄγκεσι πόρτιν
νεάταν ὁδὸν στείχουσαν , νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου , κοὔποτ ' αὖθις , ἀλλά μ ' ὁ παγκοίτας Ἅιδας
4928069 εἰληφατε
τοὺς οἴκτους καὶ τοὺς φενακισμοὺς τοὺς τούτου : ἱκανὴν γὰρ εἰλήφατε πεῖραν αὐτοῦ καὶ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων καὶ
. μαθεῖν γὰρ ἔγνωκα , εἴ τι παρ ' ἀλλήλων εἰλήφατε ἐς εὐωδίαν αὐτὴ καὶ ὑμεῖς ἐς χρόνον . ξδʹ
4923366 κνεφαια
: μῶν ὑστερόπους βοηθῶ ; Νυνδὴ γὰρ ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν κνεφαία μόλις ἀπὸ κρήνης ὑπ ' ὄχλου καὶ θορύβου καὶ
καιροῦ ἦλθον εἰς τὸ βοηθῆσαι . νῦν : Ἀρτίως . κνεφαία : Ὀρθρία . ἢ ἀόρατος . ἢ ἑσπερία .
4922802 μαινει
μερικόν . τὸ γὰρ ἄτομον πολλὰ σημαίνει : ση - μαίνει γὰρ καὶ αὐτὸ τὸ καθ ' ἕκαστον , οἷον
ἔξω περιπατεῖς ; μαίνει ; τί οὖν οὐκ ἔνδον ἐγκεκλειμένη μαίνει ; ” φλυαρεῖς . τοῦτό γ ' αὐτό ,
4919655 τινοντες
, καὶ μηδ ' ἑκάτερον συνιέντες , ἀλλὰ καὶ δίκην τίνοντες ταύτην τὸ δημοσίᾳ σφᾶς αὐτοὺς ἐξελέγχειν . Καὶ μὴν
καὶ Ποσειδῶν Ζεύς θ ' ὃς οὐρανοῦ κρατεῖ , ναοὺς τίνοντες ἀδικίας κενώσετε . τὰς ἡδονὰς γὰρ τῆς προμηθίας πέρα
4918799 εἰργασω
ὁθούνεκ ' αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω βίᾳ φίλων , ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ ς '
ἐξάρχουσα θρήνων τοῖς νεκροῖς : φερώνυμος : πολλὰ γὰρ νείκεα εἰργάσω : σὰ δ ' ἔρις οὐκ ἔρις : ἡ
4914359 κασιγνητ
μετὰ τοῦ ζημιῶσαί τινα τῶν ἐχθρῶν καὶ τιμωρήσασθαι : ἐγὼ κασίγνητ ' : τοῦτο αὐτὸ , φησὶ , τὸ τινὰ
διὰ στόμα πτηνοῖσι μύθοις ἀδαπάνως τέρψαι φρένα . ἐγώ , κασίγνητ ' , αὐτὸ τοῦτ ' ἔχειν δοκῶ , σωτηρίαν
4910706 ἐξηρχοντο
εἰς θάλασσαν : οὗτοι δὲ ἀνεχόμενοι τὰ κύματα , πάλιν ἐξήρχοντο πρὸς τὰς βάσεις αὐτῶν . καὶ ἡ μὲν ἱστορία
ἔραινον , τῇ δὲ θεῷ οὐ προσήρχοντο οὔτε τοῦ ἱεροῦ ἐξήρχοντο , εἰ μὴ νύκτωρ . ἦσαν δὲ κεκαρμέναι ,
4904786 τοὐσχατον
τῶν πραγμάτων τέμνειν ἄνωθεν ἀρξάμενον μέχρι τῶν λεπτοτάτων , εἰς τοὔσχατον δὲ αὐτὸ μηκέτι γίνεσθαι μηδὲ ἔχειν διαιρετὰ τὰ μέρη
' ἐκεῖνο ὁρᾶν ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς μεγίστης εὐτυχίας εἰς τοὔσχατον ἦλθεν , οὕτως οὐδὲν ἀπεικὸς καὶ οὕτως πεπραγυῖαν ἀναστῆναι
4903667 ἀπαλλαγω
καὶ τὴν ἡμέραν , κἄπειτ ' , ἐπειδὰν τῆσδ ' ἀπαλλαγῶ , πάλιν Φρύνην ἔχουσαν λήκυθον πρὸς ταῖς γνάθοις .
κληρονομήσω , ἵνα τῶν αὐτοῦ γένωμαι κύριος , ἵνα ἐχθροῦ ἀπαλλαγῶ : ἢ διὰ φιλίαν , ἢ ἔχθραν , ἢ
4902884 ἀλοωνται
Κύκλωπι λῃστῶν ἔννοια ᾖ στωμυλλομένῳ φάναι ” οἵ τ ' ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες ; ” ὁ δὲ
: ἄλλοι δ ' ἔνθα καὶ ἔνθα κατ ' ἠπείρους ἀλόωνται μυρίοι , οὓς οὐκ ἄν τις ἀριφραδέως ἀγορεύσαι θνητὸς
4900166 σχετλι
καὶ λίην σέ γ ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα , σχέτλι ' , ἐπεὶ ξείνους οὐχ ἅζεο σῷ ἐνὶ οἴκῳ
” ἀντὶ τοῦ ἐσέβετο : καὶ Ὀδυσσεὺς πρὸς Κύκλωπα “ σχέτλι ' , ἐπεὶ ξείνους οὐχ ἅζεο σῷ ἐνὶ οἴκῳ
4889583 ἐπιρροθον
καὶ παραγενέσθαι νύκτερον τέλος : περιφραστικῶς νύκτα τῶν πολλῶν κλαυθμῶν ἐπίρροθον καὶ αὐξητικήν . νύκτα δὲ εἶπεν ἤτοι ἀθυμίαν καὶ
. ἐπίρροθον ] βοηθόν . ἐπίρροθον ] κινητικόν . Ξ ἐπίρροθον ] σύμφωνον . Ξ ἰαμβικοὶ τρίμετροι στίχοι ἕξ .
4886490 ἀποθνῃσκεις
ζηλοτυπούσης δίδομαι : σὺ δὲ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ μείνας οἰκτρῶς ἀποθνῄσκεις , οὐκ ἔχων οὐδὲ ὅστις σου τὸ σῶμα κοσμήσει
εἴθικας : ἢ ἔξω ὑπάγεις καὶ τοῦτο ἤθελες : ἢ ἀποθνῄσκεις καὶ ἀπελειτούργησας . παρὰ δὲ ταῦτα οὐδέν . οὐκοῦν
4881861 ἀνηνυτον
δυνησόμενος θρασέως τὴν τῶν Αἰακιδῶν ἀρετὴν διεξιέναι : πολλοῖς γὰρ ἀνήνυτόν φησι τοῦτο . ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα
πᾶν δὲ διάστημα διὰ τὸ τὴν εἰς ἄπειρον ἐπιδέχεσθαι τομὴν ἀνήνυτόν ἐστιν , ὥστ ' οὐδὲ κινούμενόν τι ἔσται .
4873325 διαντλησας
ἀλλὰ κατεύχεται Δημόφιλος ταύτην τὴν ἐνεστῶσαν ὀλεθριωτάτην νόσον τῆς φυγῆς διαντλήσας καὶ ἀποφυγὼν τὸν κατὰ τὴν Κυρήνην οἶκον θεάσασθαι ,
Δημοφίλῳ ὀργίζεσθαι . Εὔχεται ] Δέεται , παρακαλεῖ . Νοῦσον διαντλήσας ] Ἤγουν διανύσας καὶ κουφισθεὶς τῆς νόσου καὶ τῆς
4869449 λεγ
ὡς ψιλὰ λαμβάνονται : οἷον λεῖβ ' αἴθοπα οἶνον , λέγ ' αὐτοῖς τὰ αἴσια , ᾆδ ' Ἀκραγαντίνοισι ταῦτα
Θᾶσαι τὸν ἀνδριάντα τοῦτον , ὦ ξένε , σπουδᾷ καὶ λέγ ' , ἐπὰν ἐς οἶκον ἔνθῃς : ” Ἀνακρέοντος
4866405 προσκυνουντες
Τότε καὶ ἡμεῖς ἀναστησόμεθα , ἕκαστος ἐπὶ σκῆπτρον ἡμῶν , προσκυνοῦντες τὸν βασιλέα τῶν οὐρανῶν , τὸν ἐπὶ γῆς φανέντα
τοῦτο δὲ περσιστὶ πολλάκις αὐτοῦ βοῶντος , οἱ μὲν ἐξίσταντο προσκυνοῦντες , ἀποπίπτει δὲ τῆς κεφαλῆς ἡ τιάρα τοῦ Κύρου
4861626 ἐπιστρεψαι
καὶ ναυμαχοῦντες τοὺς βαρβάρους ἐνίκησαν . ἐξῆν δέ γε αὐτῆς ἐπιστρέψαι τὸ πλάτος οὕτως ἐξενέγκαντα : οἳ τοσούτῳ χείρους ἐσμὲν
τῆς μυθολογίας πρᾶγμα . ἴσως δ ' ἀνόητον ἔπαθον : ἐπιστρέψαι γὰρ ὑμᾶς διανοηθεὶς ἐς λόγους φυσικωτέρους τε καὶ ἀληθεστέρους
4849670 ἐπηπειλησε
' ὁπόταν μεγάλοιο θεοῦ τελέωνται ἀπειλαί , ἅς ποτ ' ἐπηπείλησε βροτοῖς , ὅτε πύργον ἔτευξαν χώρῃ ἐν Ἀσσυρίῃ .
δυσηχέας ἆξαι ὀιστούς ἀμφαδίην : τοῖον δ ' ἄρ ' ἐπηπείλησε χαλεφθείς : εἰ μὴ τηλόθι χεῖρας , ἕως ἔτι
4847898 στεγος
δόμους : φρούρει δέ μοι μή ς ' αἰθαλώσηι πολύκαπνον στέγος πέπλους . θύσεις γὰρ οἷα χρή σε δαίμοσιν θύη
. ἀλλ ' ἄγε , Πέρσαι , τόδ ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον , φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα , χρεία
4845667 ἐληλυθαμεν
ἦν δ ' ἐγώ : ἀλλ ' ὅμως ἐπείπερ ἐνταῦθα ἐληλύθαμεν , ὅσον οἷόν τε σαφέστατα κατιδεῖν ὅτι ταῦτα οὕτως
καὶ πεφυζότες . . . , : εἰλήλουθμεν [ ἤγουν ἐληλύθαμεν ] , ὃ κατὰ τὸν ῥηθέντα Ἡρακλείδην πεποίηται διαλέκτοις
4843714 ἐργματων
ῥέουσαν ἤγουν τὸν κόμπον τῶν πράξεων ἀποδέοντατοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ ἐργμάτων ἄτεροὐκ ἐάσει , ἤγουν ἐφέξει , ὥστε μὴ γενέσθαι
, ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένου : ὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερ εἴσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακά , οὐδ '
4843598 ἀρταμων
Ἄρταμος : ὁ μάγειρος : † εἰ γὰρ βέβηκε χεῖρας ἀρτάμων φυγών . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ διαρτάσαι , ὅ
˘˘ – × – ἀκταῖνον μένος ἦ γὰρ βέβηκε χεῖρας ἀρτάμων φυγών ; ὕδωρ δὲ πίνει , τὸν δὲ Βίβλινον
4842759 καταπεσειν
πρώτῳ χρόνῳ , κἂν ἅλλεσθαι συμβῇ ποτε τὴν γυναῖκα καὶ καταπεσεῖν ὀλισθοῦσαν , ἤ πως ἄλλως σφοδρότερον ἢ κατὰ ψυχὴν
, οὐδὲ θέμις ἐστὶν εἰς ἀλόγου ζῴου σῶμα ψυχὴν ἀνθρωπίνην καταπεσεῖν . θεοῦ γὰρ νόμος οὗτος , φυλάσσειν ψυχὴν ἀνθρωπίνην
4841612 βλεψαι
οἶμαιξὺν θεῷ δ ' εἰρήσεται ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς ὀφθαλμίας βλέψαι ποήσας . Μηδαμῶς τοῦτ ' ἐργάσῃ : οὐ βούλομαι
Πρόκλος : εἰ οὖν δυνατὸν τοὺς Λυγκέως ὀφθαλμοὺς ἔχοντά τινα βλέψαι διὰ βάθους τοῦ σώματος καὶ ἰδεῖν κόπρον καὶ πᾶσαν
4836819 ἐασετε
. . . προστρόπαιον : Αἰσχίνης Περὶ τῆς πρεσβείας : ἐάσετε οὖν αὐτὸν τὸ τοιοῦτον προστρόπαιον , ἀντὶ τοῦ ἄγος
μεθ ' ὑμῶν καὶ μετὰ τῶν ὑμετέρων οἰκείων καὶ συγγενῶν ἐάσετε πολιτεύεσθαι ; καὶ Δημάδῃ μὲν καὶ Δημοσθένει οὐδεμίαν ᾤεσθε
4832493 ἐασει
δέδωκε γάρ . τῶν λοιπῶν δὲ εἰ μή τις αὐτὸν ἐάσει κύριον , σκόπει , τί τοῦτο ἤδη γίγνεται .
Τοὺς δὲ κατὰ τῆς δυναστείας αὐτοῦ πεφυκότας ἔχων καιρὸν οὐκ ἐάσει δύναμιν λαβεῖν . Ἐκείνων γὰρ τῶν ἀνδρῶν ἐστε ἀπόγονοι
4832435 πημονην
' ἡμέραι μέλλω νεκρόν . ἀπ ' οὖν τέκνων σῶν πημονὴν εἴργοι θεός . ζῶσιν κατ ' οἴκους παῖδες οὓς
δὲ σύνταξις οὕτως : ἐμοὶ χρῆν συμφορὰν , ἐμοὶ χρῆν πημονὴν γενέσθαι πρῶτον ὅτε ὁ Ἀλέξανδρος ἔτεμε τὴν Ἰδαίαν ὕλην
4832293 ὁρως
θεοῖσιν ἔμμην ' ἱερὰ τοῖς σωτηρίοις . Ἐγὼ δ ' ὁρῶς ' ἡ δύσμορος κατὰ στέγας κλαίω , τέτηκα ,
ἀλλὰ γὰρ βαρέως φέρω τάλαινα πολὺν ἤδη χρόνον , προπηλακιζομένας ὁρῶς ' ἡμᾶς ὑπὸ Εὐριπίδου τοῦ τῆς λαχανοπωλητρίας καὶ πολλὰ
4829493 φραζοντος
” Ὕπνος καὶ Ἥρα , τοῖς οὖσιν οἰκείως τοῦ ποιητοῦ φράζοντος τὸ Λεκτόν : καὶ γὰρ ὅτι τῆς Ἴδης ἐστὶ
τῶν σωφρόνων . οὐδὲν δὲ οὐδ ' ὣς τοῦ Ἀντιόχου φράζοντος αὐτῷ , λιπαροῦντι μαθεῖν ἐν ἀπορρήτῳ , παρεκαθέζετο καὶ
4827580 ἀνησομεν
γὰρ οἵδε οἱ ἐφεστηκότες οὔ φασιν ἡμῖν ἐπιτρέψειν , εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα τὸν φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον . ἔστι δὲ
Ῥωμαίων κοινῷ συμφέρειν . ἀλλ ' ἐς προσόδους τὴν χώραν ἀνήσομεν ; ἀλλ ' ἡ φυλάξουσα στρατιὰ τὴν πρόσοδον ἀναλώσει
4823052 κατασκηψαι
: ὦ δέσποτ ' αἴας τί ποτε δρασείειν δοκεῖς : κατασκῆψαι . βλάψαι * ποίῳ τρόπῳ ἐμαυτὴν ἀνέλω : .
πέλαγος , τὸ δ ' ἐκτεφρωθὲν τῆς γῆς μετεωρισμὸν λαβὸν κατασκῆψαι πάλιν τυφωνοειδῶς εἰς τὴν νῆσον , καὶ ἐπὶ τρεῖς
4814942 ἐσβεσεν
, ἀλαλάξας τε καὶ μόνον ἐμβοήσας καὶ ἐξαλόμενος τῆς σκηνῆς ἔσβεσεν ἀναπτομένην ἤδη τὴν φλόγα τοῦ ναυστάθμου τοῦ Ἑλληνικοῦ καὶ
εἴσω μαχόμενον οὗτος ἐξέωσεν καὶ τὴν Πρωτεσιλάου ναῦν ἤδη καιομένην ἔσβεσεν , καίτοι ἐπεβάτευον αὐτῆς οὐχ οἱ φαυλότατοι , ἀλλ
4811790 πυλαν
. σπερχθεῖσα : ἐπιχυθεῖσα , λυπηθεῖσα . τοὶ μὲν οἰχθεισᾶν πυλᾶν : οἱ μὲν οὖν δράκοντες ἀνεῳχθεισῶν τῶν πυλῶν εἰς
κομίσασα . βέβακεν ] διῆλθε . ῥίμφα ] εὐκόλως . πυλᾶν ] τῶν τῆς Τροίας . ἄτλητα ] ἤγουν ἀτόλμητα
4809632 ταραττουσι
. πρὸς ταῦτ ' ἐψηφίσατο ἡ βουλὴ τοῖς μὲν Ἀντιατῶν ταράττουσι τὰ πράγματαἧκον γὰρ ἀπολογησόμενοί τινες ἐξ αὐτῶν καὶ καταφανεῖς
λύκοι βοὸς εἰς τέλμα βαθὺ ἐμπεσόντος ἐάν πως περιτύχωσι , ταράττουσι μὲν αὐτὸν ἔξωθεν καὶ ἐκφοβοῦσι , διανήξασθαι καὶ ἐπιβῆναι
4806438 εἰσομεσθα
ἥκει μόρον Ἀντιγόνης , ἀπάτας λεχέων ὑπεραλγῶν ; Τάχ ' εἰσόμεσθα μάντεων ὑπέρτερον . Ὦ παῖ , τελείαν ψῆφον ἆρα
ἂν γνῶμα , μὴ πειρωμένη . Ἀλλ ' αὐτίκ ' εἰσόμεσθα , τόνδε γὰρ βλέπω θυραῖον ἤδη : διὰ τάχους
4793533 ἀρρωστου
, σπόγγισον . τοῦτο φοβῇ , μὴ οὐ δύνῃ ζῆν ἀρρώστου βίον , ἐπεί τοι τὸν τῶν ὑγιαινόντων μάθε ,
] αταπ [ ! ] ? [ ] χικαταντ [ ἀρρώστου ] ον [ ] οις κατ [ μγων [
4792548 κεκρανται
αἰσθήσεων . αἱ μὲν γὰρ οὐκ ἐξ ὧν ἄκρων αἰσθάνονται κέκρανται : οὐδὲ γὰρ ὄψις ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος ,
εὐσεβὴς πίθοι λόγος . τοιάδε δημόπρακτος ἐκ πόλεως μία ψῆφος κέκρανται , μήποτ ' ἐκδοῦναι βίᾳ στόλον γυναικῶν : τῶνδ
4790726 θαλπωρην
. Ἔπειτα εἰ διὰ τὸ προστυχὸν κρύος παχυνθείη , διὰ θαλπωρὴν τοῦ περιέχοντος λεπτυνθείη ἄν . Ἀλλὰ μὴν ἔστιν ἰδεῖν
καὶ τὸν φόβον κρυόεντα προσαγορεύει , ἐκ δὲ τοῦ ἐναντίου θαλπωρὴν τὸ θάρσος καὶ τὴν ἀγαθὴν ἐλπίδα . τὰ μὲν
4782520 ἐμβαινομεν
καὶ πάλιν : Ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν , εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν : ὅλον τε
. . . ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν , εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν . . .
4762924 ματαιως
. τέφραν τὴν ἐκ τῶν κεκαυμένων ξύλων κόνιν . οὐ ματαίως δὲ τὸ “ λεπτὴν ” προσέθηκε πρὸς ταύτην ,
Αὔτως : παρὰ τῷ ποιητῇ σημαίνει τὸ ὁμοίως καὶ τὸ ματαίως . τὸ ὁμοίως μὲν ὣς δ ' αὔτως Μενέλαος
4762357 μηχαρ
τορῶς τέκμηρον ὅ τι μ ' ἐπαμμένει παθεῖν : τί μῆχαρ , ἢ τί φάρμακον νόσου ; δεῖξον , εἴπερ
αὐτόχειρ ἄναξ , γένους παλαιόφρων μέγας τέκτων , τὸ πᾶν μῆχαρ οὔριος Ζεύς . ὑπ ' ἀρχᾶς δ ' οὔτινος
4758175 ἀρνησονται
, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν καὶ συμβουλίαν δοῦναι πότερον πέμψουσιν ἢ ἀρνήσονται . ὁ δὲ Αἴσωπος λέγει αὐτοῖς ” ἄνδρες Σάμιοι
πεπορνευμένῳ καὶ μέντοι καὶ χρησαμένων αὐτῷ προλέγει περὶ αὐτῶν ὅτι ἀρνήσονται ταῦτα . τοῦτο μὲν γὰρ ὅσον ἀπὸ τοῦ εἰκότος
4754190 συγχεῃ
καὶ αὐτὸς τῆς ἐπαγγελίας τοῦ φιλοσόφου , ἀπολισθάνεις δὲ καὶ συγχέῃ ὑπὸ ἀμελετησίας . Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ καλούμενοι φιλόσοφοι
αὐτὴν ἐπιβυσάμενος τὰ ὦτα , ὡς μή τι παρεμπεσὸν ἄλλο συγχέῃ τὴν τάξιν αὐτῶν , εἶτά μοι συρίττεσθαι συμβῇ πρὸς
4753749 ἀπολλυμεθα
ἔλεγον : „ ἄθλιαι ἡμεῖς , ὅτι διὰ βραχεῖαν βρῶσιν ἀπολλύμεθα . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πολλοῖς ἡ
ἐνσείσεις αὐτῷ ; τί ἡμῖν καὶ σοί , ἄνθρωπε ; ἀπολλύμεθα καὶ σὺ ἐλθὼν παίζεις . ἂν δέ σε ὁ
4752123 ὁραθ
δὲ καὶ μή : ταὐτὰ γὰρ πρᾶξαί με δεῖ . ὁρᾶθ ' ὅσον στράτευμα ναύφαρκτον τόδε χαλκέων θ ' ὅπλων
ὄρνις οὑτοσί ; Οὗτος οὐ τῶν ἠθάδων τῶνδ ' ὧν ὁρᾶθ ' ὑμεῖς ἀεί , ἀλλὰ λιμναῖος . Βαβαῖ ,
4752017 τορως
, τούτου πατήρ , πατέρα Θυέστην τὸν ἐμόν , ὡς τορῶς φράσαι , αὑτοῦ δ ' ἀδελφόν , ἀμφίλεκτος ὢν
συμμάχων ; κατ ' εὐφρόνην ἀμβλῶπες αὐγαὶ κοὔ σε γιγνώσκω τορῶς . ποῦ τιν ' ἀνάκτων Τρώων εὕρω ; ποῦ
4750636 στενειν
δὲ τῶν μεγίστων ἑτέροις χρῆσθε διδασκάλοις καὶ ὧν κεκλειμένων ἔδει στένειν , ἀνεῳγμένα φεύγετε . εἶθ ' ὅταν Πλάτωνος καὶ
ἐσμέν , εἰ καὶ δοκοῦμεν : τὸ γὰρ ὀδύρεσθαι καὶ στένειν οὐκ ἦν τῶν εἰωθότων , ἡμεῖς δὲ ἐν τούτοις
4747545 ταραγμον
γε : ὁ δὲ ζοφερός * ἄραδον : κίνησιν , ταραγμόν ἄραδον κακόν : ἀντὶ τοῦ κίνησιν κακήν , οἷον
γε : ὁ δὲ ζοφερός * ἄραδον : κίνησιν , ταραγμόν ἄραδον κακόν : ἀντὶ τοῦ κίνησιν κακήν , οἷον
4740958 ποτˈνια
ἀπορία τελέθει , τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος . Ὥρα πότˈνια , κάρυξ Ἀφˈροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων , ἅ τε παρθενηΐοις
ἔνθα κελαινώπεσσι Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ ' αὐτῷ . πότˈνια δ ' ὀξυτάτων βελέων ποικίλαν ἴϋγγα τετˈράκˈναμον Οὐλυμπόθεν ἐν
4735092 ἠθελον
μὲν δύο οὓς ἐγὼ προὐβαλόμην , Διότιμος καὶ Μελάνωπος , ἤθελον καὶ ἀνώμοτοι καὶ ὀμόσαντες ἀποφήνασθαι ἃ ἐγίγνωσκον ἀληθέστατα ἐκ
γὰρ ἄνευ μακάρων τάδ ' ἐρέξαμεν , ἀλλά που αὐτοὶ ἤθελον ἀθάνατοι νῶιν κακὰ πολλὰ βαλέσθαι σεῦ ἀπὸ νόσφιν ἐόντος
4732973 ἀπηρας
τοῦ μὴ τοὺς φίλους ἀνιᾶν , πράξας ἐφ ' οἷσπερ ἀπῆρας ἥκειν ὡς τάχιστα . πάλαι γὰρ ἀπειρήκαμεν ἐρωτῶντες :
, ἀλλ ' ὁμοίως ἀκμάζει , ὥσπερ ἂν εἰ χθὲς ἀπῆρας , καίτοι πολλῶν ἐτῶν οὐκ εἶδον οὐδὲ ᾤμην ὄψεσθαι
4728780 ἐκφυγοιεν
καὶ πάλιν οἱ Λοκροὶ ἑτέρας ἔστελλον . εἰ δέ τινες ἐκφύγοιεν ἀνελθοῦσαι λάθρα εἰς τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἔσαιρον αὐτὸ
συνείθισται , ὅταν οἱ πρῶτοι ταῦτα τολμήσαντες ὡς οὐκ ἀδικοῦντες ἐκφύγοιεν ; χρὴ δὲ οὐκ ἀφέσεις τῶν κρίσεων τὰς ὑπερβολὰς
4727075 μεμψησθε
: ὦ κορίνθιαι γυναῖκες ἐξῆλθον ἐκ τῶν δόμων ἵνα μὴ μεμψησθέ μοι καίτοι ἐπίσταμαι πολλοὺς τῶν ἀνθρώπων σεμνοὺς γεγῶτας τοὺς
: ὦ κορίνθιαι γυναῖκες ἐξῆλθον ἐκ τῶν δόμων ἵνα μὴ μεμψησθέ μοι καίτοι ἐπίσταμαι πολλοὺς τῶν ἀνθρώπων σεμνοὺς γεγῶτας τοὺς
4724998 ἐκπαγλος
ἄλλοι Ἀργεῖοι φοβέοντο , δαΐφρονα Πενθεσίλειαν : καὶ γὰρ ἔην ἔκπαγλος : ἔγωγέ μιν ὡς ἐνόησα , ὠισάμην μακάρων τιν
πολυγηθέες ὧραι ἐξέφερον , τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα Λαομέδων ἔκπαγλος , ἀπειλήσας δ ' ἀπέπεμπε . σὺν μὲν ὅ
4724287 ἀσκοπον
, ἀσφαλές , τάχα καὶ ἀστραβές , ὡς τὸ ἐναντίον ἄσκοπον , ἄστοχον , ἀτυχές δυστυχές , διημαρτημένον , ἐσφαλμένον
μηδέ ς ' ἔθος πολύπερον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν , κρῖναι δὲ
4721278 ἐγειρετε
: Ἀντὶ τοῦ ἐνεργεῖτε , ταχύνατε : πρόσιτε , κόνιν ἐγείρετε , ὅτι ὁ καιρὸς οὐχὶ βραδύνειν ἐστί . .
μὴ τὸν εὔδι ' ἰαύονθ ' ὑπνώδεά τ ' εὐνᾶς ἐγείρετε . οἵμοι , φόνος ὅσος ὅδ ' ἆ ἆ
4721168 νοσω
ἀποστερῆσαι τῶν οἰκείων , ὧν ἐν ταῖς χερσὶν ἐνιαυτὸν ἤδη νοσῶ , γράμματα λαμβάνομεν παρὰ τῶν φίλων καὶ γνωρίμων δεδόχθαι
ἐκ λύπης , ἐμοὶ δὲ τοῦτο παρὰ τοῦ νοσεῖν . νοσῶ δέ , ἐξ οὗπερ ἧκον , καὶ οὐδὲ παύσεταί
4712589 ἀναμιγνυμενον
αὐτὸ μέτριον ὂν δυσπεπτότερόν ἐστι πολλῆς τροφῆς . Διὸ καὶ ἀναμιγνύμενον κωλύει πέττεσθαι τὴν τροφήν . Ὁ δὲ ὕπνος μᾶλλον
τετάρτου σπονδύλου βραχὺ πάντῃ νευρίον ἐπὶ τὴν ἑξῆς ἀφικνεῖται συζυγίαν ἀναμιγνύμενον αὐτῇ , καθ ' ὃ πρῶτον ἀνίσχει : τῆς
4711943 πηματων
, ἐκποδὼν ἔλα . ὦναξ Παιάν , ἀπότροπος γένοιό μοι πημάτων . θαρσεῖτε Νυκτὸς τήνδ ' ὁρῶντες ἔκγονον Λύσσαν ,
συμφορῶν γὰρ αἱ θεαὶ αἴτιαι . μὲν ] δέ . πημάτων ] συμφορῶν . σεσαγμένων ] σεσωρευμένων . λέγειν ]
4698791 ἀναστησεις
μὴ πρότερον κακὸν πάθῃς , ἀλλὰ πρότερον κακὸν πείσῃ ἢ ἀναστήσεις αὐτόν . τοιοῦτο δέ ἐστι καὶ τὸ τὴν δ
τάξει σώματι θητεύσας ' ὑπέβη καὶ πῶς ἐπὶ τάξιν αὖθις ἀναστήσεις , ἱερῷ λόγῳ ἔργον ἑνώσας . κέντρῳ ἐπισπέρχων σαυτὸν
4698557 εἰα
ἐπὶ τῷ προπετεῖ καὶ περιέργῳ τῆς γλώσσης αὐτοῦ . [ εἶα λέγ ' , εἴ τι λέγεις ] τὸν ξένον
πὰρ Εὐρώταν ψιάδδοντι . Εἶα μάλ ' ἔμβη , ὢ εἶα κοῦφα πᾶλον , ὡς Σπάρταν ὑμνίωμες , τᾷ σιῶν

Back