τὸ γέρων ὡς ἂν λέγῃ : ἄλλος μὲν γέρων μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης , ὁ δὲ Νέστωρ μόνος τῶν λοιπῶν πρεσβυτῶν | ||
, εἶτα τὸ ἐξ ἀρχῆς συνεροῦμεν ἄλλος μὲν γέρων μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης πλεῖον ἐόν , ὁ δὲ Νέστωρ ἀπονητὶ ἄειρεν |
ἐπεί ῥ ' ὥπλισσε κυκεῶ . τὸ δὲ ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης πλεῖον ἐόν , Νέστωρ δ ' ὁ | ||
: δύο δ ' ὑπὸ πυθμένες ἦσαν . ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης πλεῖον ἐόν : Νέστωρ δ ' ὁ |
: Πλεῖον ἐὸν , Νέστωρ δ ' ὁ γέρων ἀμογητὶ ἄειρεν , ἀπὸ τοῦ μέσου ἐξελόντες τὸ γέρων , τάξομεν | ||
τραπέζης πλεῖον ἐὸν , Νέστωρ δ ' ὁ γέρων ἀμογητὶ ἄειρεν , γράφει κατὰ λέξιν : Νῦν τὸ μὲν ἐπιτιμώμενόν |
καὶ ξύλα μικρὸν ὑπερέχοντα τοῦ ὕδατος , ἵνα ἐφιζάνουσαι πίνωσιν ἀμογητί . εἰ δὲ μὴ εἴη ῥέον ἀπὸ τῆς γῆς | ||
. ἀπαρτὶ : ἀπηρτισμένως . ἐπίρρημα δέ ἐστιν ὡς “ ἀμογητί ” , παρὰ τὸ ἀπηρτισμένον καὶ πλῆρες . κέχρηται |
πρεσβυτῶν φαίνεται τὸ δέπας ἀμογητὶ ἀείρων . ταῦτα ὁ θαυμάσιος λυτικὸς Σωσίβιος , ὃν οὐκ ἀχαρίτως διέπαιζεν διὰ τὰς πολυθρυλλήτους | ||
μόνος τὸ δέπας ἀμογητὶ ἀείρων . Ταῦτα καὶ ὁ θαυμάσιος λυτικὸς Σωσίβιος , ὃν οὐκ ἀχαρίτως διέπαιξε διὰ τὰς πολυθρυλήτους |
ἐὰν δὲ μηδέτερος τῶν φωστήρων βλέπῃ τὸν ὡροσκόπον ξένος καὶ ἀλλοδαπός ἐστιν ὁ κλέπτης . Τὴν δὲ τοῦ κλέπτου μορφὴν | ||
τε φίλοι καὶ μώνυχες ἵπποι καὶ κύνες ἀγρευταὶ καὶ ξένος ἀλλοδαπός ; ἶσόν τοι πλουτέουσιν , ὅτωι πολὺς ἄργυρός ἐστι |
ἐδεσμάτων μήτε τὰς κύλικας ὁρᾶν : διὸ κληθῆναι Διονυσιοκόλακας . ἔπινε δὲ πλεῖστον καὶ Νυσαῖος ὁ τυραννήσας Συρακοσίων καὶ Ἀπολλοκράτης | ||
αὐτῷ , διότι τὴν πατρίδα αὐτοῦ τὰς Θήβας ἐπολιόρκησεν . ἔπινε δὲ ὁ Ἀλέξανδρος πλεῖστον , ὡς καὶ ἀπὸ τῆς |
δέ τοι ὄσσε πάρος περικαλλέ ' ἐόντε , ὡς ἂν ἀεικέλιος πᾶσι μνηστῆρσι φανήῃς σῇ τ ' ἀλόχῳ καὶ παιδί | ||
' ἀνὴρ ἐπιμείξεται ἀντιθέοισι : πρόσθεν μὲν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος δέατ ' εἶναι , νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικε , |
νοῦν εἴρηκεν , τὰ δ ' ἑξῆς ἐπὶ τοῦ κόσμου τάσσεται , ἐν ὧι καὶ αἱ ἐναντιότητες φωτός τε καὶ | ||
τὰ χωρία τοὺς Μυσούς , ἐπιτυχεῖν τῇ μητρὶ αὐτοῦ . τάσσεται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν δυσχερῆ ἐπιτασσομένων . Ἔστω |
ὁ μὲν Ἀπίων βοήσας , ἔστι δὲ ἰδίωμα βοῆς . μεσόδμη β . . . . . , : μεσόδμη | ||
: καὶ θεμελίους δὲ λίθους αὐτοὺς ὠνόμαζον . κατῆλιψ ἡ μεσόδμη . κάπνην δὲ καὶ καπνοδόκην Εὔπολις τὸ μὲν εἴρηκεν |
, ἐν τῷ θέρει , κατὰ τὸν ὀπωρινὸν καιρόν . μογεόντας : πονοῦντας , κακοπαθοῦντας . Ἀνιηραί : λυπηραί . | ||
, ἐν τῷ θέρει , κατὰ τὸν ὀπωρινὸν καιρόν . μογεόντας : πονοῦντας , κακοπαθοῦντας . Ἀνιηραί : λυπηραί . |
φλεβῶν τῶν ἐπ ' ἀγκῶνοϲ , μετώπου τῆϲ ὀρθίηϲ , ϲικύηϲ : τὰϲ δὲ ἀφαιρέϲιαϲ μὴ μέϲφι λειποθυμίηϲ ποιέεϲθαι : | ||
τῆϲ φλογόϲ : ὀδυνηρὸν γὰρ καὶ ϲπαϲμῶδεϲ τῶν χειλέων τῆϲ ϲικύηϲ ἡ ἀμφίθλαϲιϲ . χρὴ ὦν ἐϲ δηρὸν ἕλκειν καὶ |
ἆρ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος ὑπ ' ἀργαλέω ἐλυγίχθης ; σφόνδυλος : ἴσως αἰσχρόν τι πεποίηκεν . πῖθ ' ] | ||
πλευρὰν λυγίσαντος ” καὶ κάμψαντος Φιλοκλέωνα λέγειν ἕως τοῦ “ σφόνδυλος ἀχεῖ ” . λυγίσαντος : συστρέψαντος , περιαγαγόντος ⌈ |
καὶ οὕνεκα διαφέρει . τὸ μὲν τοὔνεκά ἐστι τούτου ἕνεκα τρίετες καὶ τριετές διαφέρει . ἐὰν μὲν γὰρ βαρυτόνως , | ||
χρόνου : δι ' οὗ καὶ Ὅμηρός φησιν : ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ . ἐὰν δὲ ὀξυτονῆται τριετές , |
σμικρὸν καὶ ἐκ τοῦ σμικροῦ ἐπὶ τὸ μέγα οἷον ὄγκον διατρέχει : καὶ ἡ ἀοριστία αὐτῆς ὁ τοιοῦτος ὄγκος , | ||
τῆς θαλάσσης , ἐξαπλοῖ , ἄνω ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : |
παρανήτην διεζευγμένων , ἐκαλεῖτο δὲ φρύγιον . τέταρτον τὸ ὑπὸ βαρυπύκνων περιεχόμενον , οὗ τέταρτος ὁ τόνος ἐπὶ τὸ ὀξύ | ||
διὰ τεσσάρων τρία ἐστὶν εἴδη . πρῶτον μὲν τὸ ὑπὸ βαρυπύκνων περιεχόμενον , οἷόν ἐστι τὸ ἀπὸ ὑπάτης ὑπάτων ἐπὶ |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
ἐπεισόδῳ τοῦ ε ἠνέῳγον , τὸ τρίτον ἠνέῳγε καὶ συστολῇ ἀνέῳγε : ἐπιθήματα κάλ ' ἀνέῳγεν . ἀπὸ δὲ τοῦ | ||
„ ἀνέῳγεν ἡ θύρα „ , τῶν παλαιῶν λεγόντων ” ἀνέῳγε τὴν θύραν ” . . . . λουτροφόρος καὶ |
. ” αὐτὸς δὲ φέρει τὸ συνηγορικὸν δραχμήν , κἂν ὕστερος ἔλθῃ : καὶ κοινωνῶν τῶν ἀρχόντων ἑτέρῳ τινὶ τῶν | ||
εἵνεκα καὶ τῶν νόμων , ἐν οἷς ἀμφοτέροις οὐδενὸς ἁνὴρ ὕστερος , ἀλλ ' ὅτι καὶ τῶν ὄντων χαλεπῶν οὐδὲν |
τοῦ τριταίου , τὸ δὲ συνεδρεῦον , ὡς ἐπὶ τοῦ ἠπιάλου . οὗτος γὰρ γίνεται ἐξ ὕλης ἡμισαποῦς , καὶ | ||
ἐχρύσωσα , ὁπότε μ ' ἰάσατο διὰ τρίτης ὑπὸ τοῦ ἠπιάλου ἀπολλύμενον . ” “ Ἦ γὰρ καὶ ἰατρός , |
, νῦν δὲ ἐπὶ τοῦ ἄρτου × καταχρηστικῶς τέθεικεν . ναστός κυρίως ἄρτος ὁ ζυμωθεὶς μετὰ μέλιτος καὶ σταφίδων καὶ | ||
ἅπερ ἐλάττω ἐκάλουν . σφυρήλατος . δι ' ὅλου βάθους ναστός . εἰς τὰς ὁμοίας λαβάς . ἀπὸ μεταφορᾶς εἴρηται |
Ἄρηϊ Πριαμίδης : πρόσθεν δ ' ἔχεν ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην ῥινοῖσιν πυκινήν , πολλὸς δ ' ἐπελήλατο χαλκός : | ||
ἐβεβήκει Πριαμίδης , πρόσθεν δ ' ἔχεν ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην κοῦφα ποσὶ προβιβὰς καὶ ὑπασπίδια προποδίζων . Μηριόνης δ |
θεὸς ἐπεφάνης . δεύτερος πλοῦς καὶ τὸ κεράμιον ἀνέῳχας : ὄζεις , ἱερόσυλ ' , οἴνου πολύ . μικρά γε | ||
αὐτὸν ἰδιώτης ἔφη μακάριος εἶ , ὦ βασιλεῦ , πολυτελὲς ὄζεις . καὶ ὃς ἡσθεὶς ἐγώ σε , φησίν , |
καὶ ἐδόκει ἄριστα ἐπινενοηκέναι οὐκ εἰδὼς ὅσων κακῶν ἀρχὴν ὁ σκύφος ἐκεῖνος ἐνεδεδώκει . λαβὼν δὲ ἅμα ὁ Ἀλκιδάμας ἐσίγησε | ||
τόμος ἧκε καὶ περίκομμά τι . Οἴνου γεραιοῖς χείλεσιν μέγα σκύφος . Φέρε τὴν σιβύνην καὶ πλατύλογχα . Ἐπίστασαι τὸν |
οὐσίας . . ΑΜΜΕΣΟΝ . Ἤγουν ἀνὰ μέσον , καὶ συνεκόπη τὸ ά : τὸ δὲ νʹ ἐτράπη συνήθως πρὸς | ||
ἐπιρρηματικῆς ἐννοίας , ὥσπερ παρὰ τὴν ἰνόφιν φωνὴν τὸ ἶφι συνεκόπη , σημαῖνον τὸ ἰσχυρῶς . τὸ μέντοι νόσφι πρὸς |
οἱ μέλεοι λοπάδι . Εὐφράνωρ ὁ ὀψοφάγος ἀκούσας ὅτι ἄλλος ἰχθυοφάγος ἀπέθανεν θερμὸν ἰχθύος τέμμαχος καταπιὼν ἀνεφώνησεν : ἱερόσυλος ὁ | ||
τοῖς γελοίοις ἀπομνημονεύμασιν Εὐφράνορά φησι τὸν ὀψοφάγον ἀκούσαντα ὅτι ἄλλος ἰχθυοφάγος ἀπέθανε θερμὸν ἰχθύος τέμαχος καταπιὼν ἀναφωνῆσαι ἱερόσυλος ὁ θάνατος |
σῶς ὁ ὑγιὴς παρὰ τῷ ποιητῇ , καὶ τὸ οἰκίδιον τᾠκίδιον , καὶ προόρα πρώρα . ἔργον ἄπαστον : βρῶσις | ||
, ἀλλ ' ἀντὶ τοῦ “ ἐλθέ ” . καὶ τᾠκίδιον : τὸ οἰκίδιον . ὑποκοριστικῶς δὲ εἶπε κατασμικρύνων καὶ |
οὐδ ' ἔβαλ ' αὐτόν : ὃ δ ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης : τοῦ δ ' οὐχ ἅλιον βέλος | ||
μὲν ἀφ ' ἵπποιιν , ὃ δ ' ἀπὸ χθονὸς ὄρνυτο πεζός . οἳ δ ' ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν |
στρατηγός , ὅστις χιλίαρχος πρότερον ἐγένετο , καὶ χιλίαρχος ὅστις λοχαγός , καὶ λοχαγὸς ὅστις στρατιώτης , οὕτω καὶ πόλις | ||
: τῷ τοῦ πρώτου λόχου λοχαγῷ ὁ τοῦ δευτέρου λόχου λοχαγός , καὶ ὁμοίως τῷ τοῦ πρώτου λοχαγοῦ ἐπιστάτῃ ὁ |
εἰς εὐθὺ πετομένην : “ δεύτερος αὖτ ' Ἀχιλλεὺς μελίην ἰθυπτίωνα . ” ἶθαρ εὐθέως . τινὲς δὲ διὰ τῆς | ||
ἐίσην . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος ἐποίησεν οὕτως μελίην ἰθυπτίωνα ἀσπίδα νύξ ' ἐς χαλκὸν ἀμύμονος Αἰνείαο . οὐκ |
. “ ταῦτα εἰπὼν ὁ Ξάνθος , νυκτὸς γεναμένης , σχοινίου εὐπορήσας ἐξῆλθεν τῆς οἰκίας . ὁ δὲ Αἴσωπος κοιμώμενος | ||
αὐτῶν τὸν ὄνον ἐμαστίγωσαν . Ἀβδηρίτης ἀπάγξασθαι βουλόμενος καὶ τοῦ σχοινίου διαρραγέντος τὴν κεφαλὴν ἐπλήγη . λαβὼν οὖν ἔμπλαστρον παρὰ |
ἑξετέ ' ἀδμήτην . καὶ χρῆν ἀναγινώσκειν ὡς ἀξιοῖ ὁ Ἀσκαλωνίτης . τροχοὶ ὀξυτόνως καὶ τρόχοι βαρυτόνως διαφέρουσι παρὰ τοῖς | ||
: Δίδυμος , Τρύφων , Ἀπολλώνιος , Ἡρωδιανός , Πτολεμαῖος Ἀσκαλωνίτης , καὶ οἱ φιλόσοφοι Πορφύριος , Πλούταρχος καὶ Πρόκλος |
ὁ τύπος καὶ οὐχ ὥσπερ τὸ δέπας καὶ τὸ ἄλεισον ἀμφικύπελλον , οὕτω [ δὲ ] καὶ τοῦτο , κυφὸν | ||
” ἀπὸ μέρους τὴν ὅλην χαλκῆν . κύπελλον ποτὲ μὲν ἀμφικύπελλον τὸ ἐξ ἀμφοτέρων μερῶν περικεκυφωμένον ποτήριον . κύρμα ἔντευγμα |
οὗ ἕκαστος ὥρμησεν . Ἐπεὶ δὲ προῄει ὁ πότος ” προπίνω σοι , ” ὁ Ἰάρ - χας εἶπεν „ | ||
, ῥῖγος , σιωπήν , στυγνότητ ' , ἀλουσίαν . προπίνω σοι φιλοτησίαν λαβὼν ὕδατος ἀπέφθου κύαθον : ἂν δ |
μεταβάλλουσιν . ὅμοιον τῷ , Πολύποδος πολυχρόου νόον ἔσχε . Ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς : ἐπὶ τῶν ἰσχυρῶν καὶ κραταιῶν . | ||
στραφεὶς ἐφώνει : Πέμψον δέ μοι καὶ τὸ φιβλατώριον . Ἄλλος ὁμοίως μεγαλαυχούμενος , τελείως τε πενητεύων καὶ κατὰ τύχην |
πλείους : καὶ ἡμεῖς δὲ συγκατατιθέμεθα : οὐ γάρ ἐστιν ἐπιθετικόν , ὡς ἀξιοῖ Τυραννίων . ὁ μέντοι Ἀριστοφάνης ἐκεῖνό | ||
δ ' οὕτως λέγοιτο , καὶ ὀξύνοιτ ' ἂν ὡς ἐπιθετικόν , ὡς τὸ Ἡραῖον τεῖχος καὶ Ἥραιον , καὶ |
τῷ καταλόγῳ ταττόμενοι λέγονται Τρῶες „ Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ . „ εἶθ ' οἱ ὑπὸ τῷ Αἰνείᾳ | ||
. ὣς καὶ ἐγών , ὅτε δ ' αὖτε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ Ἀργείους ὀλέκεσκεν ἐπὶ πρυμνῇσι νέεσσιν , οὐ δυνάμην |
ὁμοῦ . γράφεται ἰσήρη βδήλαιο ] ἀμέλξειας γλάγος ] γάλα πέλλης ] σκύφου πέλλης ] τοῦ ἀμολγέως πέλλης ] ἀγγείου | ||
ἐχρῶντο τῇ πελλίδι . καὶ πάλιν : ἐκ δὲ τῆς πέλλης ἔπινον , ἄλλοτ ' αὐτός , ἄλλοτ ' Ἀρήτη |
ὀνομάτων οὐ διαφυλάττει . εἰκάσειε δ ' ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . | ||
κίρκος ἱέραξ : “ κίρκος Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος . ” κισσύβιον ἐκ κισσίνου ξύλου ποτήριον . κιχείω καταλάβω , καὶ |
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον | ||
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς |
ἐν ποσὶ πατάξαντος , ἕτερος ἐκ τοῦ στρατοῦ τὸν ῥαβδοῦχον ἐπάταξε . καὶ Κίννα κελεύσαντος αὐτὸν συλλαβεῖν βοὴ παρὰ πάντων | ||
Κάσσιος ἐς τὸ πρόσωπον ἔπληξε καὶ Βροῦτος ἐς τὸν μηρὸν ἐπάταξε καὶ Βουκολιανὸς ἐς τὸ μετάφρενον , ὥστε τὸν Καίσαρα |
τοῦ χρῆναι πολεμεῖν . νῦν οὖν οὐκ ἐπὶ τῆς λαμπάδος τέθεικε τὴν λέξιν , ἀλλ ' ἐπὶ σημείου ἁπλῶς : | ||
φησιν ἐν τῷ περὶ δικαιοσύνης : ὅθεν εἰς τὰ ἄστρα τέθεικε τὸ βέλος ὁ Ἀπόλλων εἰς ὑπόμνημα τῆς ἑαυτοῦ μάχης |
κῆρ ' ἀλεείνων . τὸν μὲν ἔπειτ ' ἀπιόντα μέγας Τελαμώνιος Αἴας χερμαδίῳ , τά ῥα πολλὰ θοάων ἔχματα νηῶν | ||
. διὰ τοῦτο ἁμαρτάνει ὁ Τρύφων τὸ Τελαμωνιάδης ἀπὸ τοῦ Τελαμώνιος λέγων . ἐπλάνησε δ ' αὐτὸν ἴσως τὸ Λαερτιάδης |
. τὰ ἔντερα . Ὅμηρος φησί : ψαύει δ ' ἐνδίνων . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος ἐτυμολογεῖ ἔνιά τινά ὄντα τὰ | ||
ὅπερ οὐχ ἁρμόζει . . : , . . . ἐνδίνων τῶν ἐντοσθιδίων , οἷον τοῦ ἐντὸς χρωτός . τῶν |
' ἐμοί , τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν . Ὣς ἄρα φωνήσας κόρυθ ' εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ ἵππουριν : ἄλοχος δὲ φίλη | ||
τε φίλος καὶ πότνια μήτηρ : αὐτίκ ' ἀπὸ κρατὸς κόρυθ ' εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ , καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν |
“ εἰς τὸ ” ὅταν “ , ἀλλ ' ἔστιν ἐπιφώνημα σύνηθες ἡμῖν , ὅταν πρὸς τὴν μέλλουσαν τύχην ἀφορῶμεν | ||
ἐπιθετικῶς , ταῖς ναυσὶ ταῖς τὸ πέλαγος διαπεραιουμέναις . πόποι ἐπιφώνημα σχετλιαστικόν . τινὲς δὲ ἔδοξαν σημαίνειν ὦ θεοί : |
τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή : ὣς ἐπὶ Κεβριόνῃ Πατρόκλεες ἆλσο μεμαώς . Ἕκτωρ δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἀφ ' | ||
' ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην , τὸν κτάμεναι μεμαώς , ὅς τις τοῦ γ ' ἄντιος ἔλθοι , |
διαχωρέει δὲ ἧσσον . Αὐτῶν δὲ τῶν ἄρτων ὁ μὲν ζυμίτης κοῦφος καὶ διαχωρέει : καὶ κοῦφος μέν ἐστιν , | ||
διὰ τὸ ἰσχυρόν . ἔστω δὲ καὶ ἕωλος μᾶλλον καὶ ζυμίτης : ἀποβρεχέσθω δ ' ὕδατι θερμῷ ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ |
τοὺς ξὺν αὐτῷ ἀπεκτονώς , ὁπλίζων δὲ τοὺς Ἀρείους καὶ ξυνάγων εἰς Ἀρτακόανα πόλιν , ἵνα τὸ βασίλειον ἦν τῶν | ||
πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν δέ |
Ἡ γραῦς . ἀνέσπασεν : Εἰς ἑαυτὴν συνέστειλεν . . συνέστειλεν εἰς ἑαυτὴν ἀφεῖσα τὴν χεῖρα . . , . | ||
λεγόμενον . . . γρηῢς Ἀπειραίη . * ) ὅτι συνέστειλεν Ἰακῶς καὶ ἑξῆς „ τήν ποτ ' Ἀπείρηθεν „ |
τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , . | ||
Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια . |
μὲν ἀπὸ ἕο χειρὶ παχείῃ ἔσχετο ταρβήσας : φάτο γὰρ δολιχόσκιον ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι μεγαλήτορος Αἰνείαο νήπιος , οὐδ ' | ||
' ἔσχετο μείλινον ἔγχος . Δεύτερος αὖτ ' Ἀχιλεὺς προΐει δολιχόσκιον ἔγχος , καὶ βάλεν Αἰνείαο κατ ' ἀσπίδα πάντος |
ἐπὶ τῶν ζώντων γενέσια ἀκυρολογεῖ . γέρων καὶ πρεσβύτης καὶ προβεβηκὼς διαφέρει , Ἀλεξίων δηλοῖ ἐν τῇ ἐπιτομῇ τῶν Διδύμου | ||
φυγὴν διὰ τοῦ πεδίου ποιοῦνται , μέχρι ἂν οὗ συνεχῶς προβεβηκὼς ὁ τύπτων εἰς τὸν αὐτὸν τόπον τῷ πελέκει διακόψας |
κεκράανται , ἔργον δ ' Ἡφαίστοιο : πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως , Σιδονίων βασιλεύς , ὅθ ' ἑὸς δόμος | ||
κεκράανται , ἔργον δ ' Ἡφαίστοιο : πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως , Σιδονίων βασιλεύς , ὅθ ' ἑὸς δόμος |
μεσούσης ἡμέρας , καὶ καταλαβὼν αὐτὴν καθεύδουσαν , ὑποδὺς ὑπὸ θοιμάτιον καὶ παρακλιθεὶς ἠρέμα , ἀψοφητὶ ἔμενεν αὐτὸς μὲν ἀτρεμῶν | ||
αὐτῶν καταγῆναι δεῖν , κατεαγὼς ἔσται αὐτίκα μάλα , κἂν θοιμάτιον διεσχίσθαι , διεσχισμένον ἔσταιοὕτω μέγα ἐγὼ δύναμαι ἐν τῇδε |
γενέσθαι . . . . = . . βρέχμα καὶ βρεχμόν : τὸ ὑπερμετώπιον : οὕτως εὗρον εἰς τὸ Ῥητορικόν | ||
χεῖρας ἐελδόμενοι στυγερὰς ἀπὸ Κῆρας ἀμύνειν . Καί πού τις βρεχμόν τε καὶ ἐγκέφαλον συνέχευε λᾶα βαλὼν ἑτέροιο κατὰ μόθον |
μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης | ||
ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ |
' ἔπειτα Διὸς κούρῃ μεγάλοιο , αἶψα μάλ ' ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος καὶ βάλεν Εὐπείθεα κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου . | ||
ἐν οἴδμασιν : ἡ δ ' ἐσιδοῦσα ἔσσυτο καὶ γενύων προΐει μένος , αἶψα δὲ σειρῇ ἐνσχόμενοι μίμνουσιν ἅτ ' |
τὸ διπλάσιον , τὰ δὲ κατὰ αἰτιατικήν , ὡς τὸ τύπτον : τὸ γὰρ τύπτον τυπτόμενον τύπτει . τὸ δὲ | ||
παρατατικοῦ Ἑν . ὁ τύπτων , ἡ τύπτουϲα , τὸ τύπτον Δυ . τὼ τύπτοντε , τὰ τυπτούϲα Πληθ . |
ἐμοὶ τεθνεώτων φίλων . ἐγεγόνει δὲ ἄρα καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς πενέστερος τοῦ Πατρόκλου πεσόντος οὐ δι ' ἃ συγκατέκαυσεν αὐτῷ | ||
εὐπλοήσειν . ὁ δ ' ἐν Ἄνδρῳ ἐξήλατο . Τελενίκου πενέστερος : ὅθεν καὶ τὸ κενῶσαι τελενικῆσαι λέγουσιν οἱ Σερίφιοι |
εἰς ἵππους ἅλεται . ἡ διπλῆ πρὸς τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ βαλεῖν . . . . ἅλεται : ἡ | ||
. τετύποιμεν τετύποιτε τετύποιεν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τύψαιμι τύψαιϲ τύψαι Δυ . τύψαιτον τυψαίτην Πληθ . τύψαιμεν τύψαιτε τύψαιεν |
ὁ δ ' ὡς ἐπ ' αὐτοῖς δὴ Κυκλωπίοισιν ὢν σκάπτει μοχλεύει θύρετρα κἀκβαλὼν σταθμὰ δάμαρτα καὶ παῖδ ' ἑνὶ | ||
ἐν τῇ ὑπωρείᾳ πιναρὸς ὅλος καὶ αὐχμῶν καὶ ὑποδίφθερος ; σκάπτει δὲ οἶμαι ἐπικεκυφώς : λάλος ἅνθρωπος καὶ θρασύς . |
ἔσται ὁ ἐναγόμενος ἐπὶ διαβολῇ ἢ καί τις μάρτυς ἐλθὼν καταμαρτυρήσει αὐτοῦ . τὸ δὲ τέλος τῆς δίκης ἔσται ἐκ | ||
ἔσται ὁ ἐναγόμενος ἐπὶ διαβολῇ ἢ καί τις μάρτυς ἐλθὼν καταμαρτυρήσει αὐτοῦ . τὸ δὲ τέλος τῆς δίκης ἔσται ἐκ |
κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι . Αὐτὰρ Πηλεΐδης θῆκεν σόλον αὐτοχόωνον ὃν πρὶν μὲν ῥίπτασκε μέγα σθένος Ἠετίωνος : | ||
. αὐτὰρ Πηλείδης θῆκεν σόλον αὐτοχόωνον : σημειοῦνταί τινες ὅτι σόλον τὸν δίσκον εἶπεν . . . . . χειρὸς |
τὸν Σοφοκλέα τὸ πῶμα τῆς λάρνακος . κοινῶς ἔφηλις . ἐπηλυγάζονται : ἐπισκιάζονται , ἐπικρύπτονται . λύγην γὰρ καλοῦσιν οἱ | ||
Θουκυδίδης ἐν Ϛʹ φησί : τῷ κοινῷ φόβῳ τὸ σφέτερον ἐπηλυγάζονται . ἐσαφάσῃς τῷ δακτύλῳ : ἀντὶ τοῦ ἐφάψῃ . |
. καὶ μετ ' ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ | ||
, ὦ ξένε , ὅστις γ ' ἀκούσας ὅτι τέθνηκε Πρωτέας ἔπειτ ' ἐρωτᾷς : Ἔνδον ἔστ ' ἢ ' |
οἷον μυκτὴρ μυκᾶται καὶ σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ τάχα βαλλήσει . σκέλος οὐρανίαν | ||
ἐλλεβόρου δεῖσθαι , ὡς Καλλίας φησίν , καὶ ἐλλεβορίζειν . πτήσσει Φρύνιχος : ⌈ τὸ “ πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις |
αὑτοῖς ἕξειν , εὔνους αὑτῷ γενήσεσθαι . Μυννίων δὲ καὶ Φιλότιμος οἱ Σμυρναῖοι καὶ Κλεισθένης καὶ Ἀσκληπιόδοτος οἱ Λέσβιοι , | ||
. Λ : Πρότμησιν Διονύσιος ὁ Θρᾷξ τὴν ὀσφύν , Φιλότιμος ἰατρὸς τὸν τράχηλον , Ἀρίσταρχος τὸ ἀπὸ τῆς ἥβης |
τ ' ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην , τὸν κτάμεναι μεμαὼς ὅς τις τοῦ γ ' ἀντίος ἔλθοι σμερδαλέα | ||
' ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ Κίρκῃ ἐπήϊξα ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων . ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ὑπέδραμε καὶ λάβε |
δόρατος ἀπέθανεν ” , ὡς ἐγένετο ὕστερον ἐπιδιηγούμενος . οὕτως ἀπάραξε καὶ κόλον δόρυ λέγει κατὰ συμπέρασμα : ὡς δὲ | ||
ἄορι μεγάλῳ αἰχμῆς παρὰ καυλὸν ὄπισθεν , ἀντικρὺ δ ' ἀπάραξε : τὸ μὲν Τελαμώνιος Αἴας πῆλ ' αὔτως ἐν |
φαίδιμος Ἕκτωρ : ἕζετο γὰρ προϊδών , τὸ δ ' ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος , ἐν γαίῃ δ ' ἐπάγη : | ||
σχοῖνον εἶχεν . λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς . ὁ δ ' ὑπέρπτατο σήματα πάντων . . Ψ , εὐλόγως ἔστιν ” |
ἀπὸ τοῦ πέμπω πέμπομαι , ἕλκω ὁλκὸς , οὕτω καὶ ἕπω ὀπὸς ὀξύτονον . τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς | ||
συφορβός , καὶ ἕλκω ὁλκός , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἕπω , τὸ ἀκολουθῶ , γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ |
ἐγᾦδα : τέθλιπται μὲν τὸ ο̄ , συνῄρηται δὲ τὸ ω̄ , προσγραφέντος καὶ τοῦ ῑ . Κρᾶσις δὲ καὶ | ||
τῆς διφθόγγου , κέκραται δὲ τὸ ᾱ καὶ ο̄ εἰς ω̄ μέγα , συνῄρηται δὲ τὸ ω̄ καὶ ῑ . |
ὀνόματος τὸ α καὶ συστέλλουσι , ὡς παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σαλαμινίαις : εἴ μοι γένοιτο φᾶρος ἴσον ἐν οὐρανῶι . | ||
Σαλαμινίαις . , : κανθύλας : τὰς ἀνοιδήσεις . Αἰσχύλος Σαλαμινίαις . , : κονθηλαί : αἱ ἀνοιδήσεις . Κατάλογ |
, ἀπλήρωτόν τι καὶ ἀπαραίτητον κακόν . καὶ γὰρ ὁ λαιμὸς ἀπαιτεῖ τὰ ἐκ τοῦ ἔθους καὶ ἀπομανθάνων αὐτὰ ἀγανακτεῖ | ||
γεγονὸς κατὰ ἐναλλαγὴν τοῦ π εἰς μ , καὶ τοῦ λαιμὸς ἀπὸ τοῦ λαύω : καὶ τοῦ δειμὸς , ἀπὸ |
τῷ μεγίστῳ καὶ φιλανθρωποτάτῳ τῶν κυβερνητῶν , ὃς ἡμῖν ἀήτας ἀνεῖχε τὸ μὴ καταδῦναι . μόνοι δὲ ὧν ἴσμεν Ἑλλήνων | ||
, τὰ δὲ καὶ λόγῳ . ἔσχε δὲ οὑτωσί . ἀνεῖχε μὲν ἑωσφόρος , ἡνίκ ' ἦν τὸ ἐνύπνιον . |
. Ἀττικοὶ γὰρ πολύπουν λέγουσιν . Ἀριστοφάνης : πηγαὶ λέγονται πολύπου πιλουμένου . Ἀλκαῖος : ἠλίθιον εἶναι νοῦν τε πουλύποδος | ||
ἐπαινήσας ἑκὼν ἄλλοτ ' ἀλλοῖα φρόνει . καὶ Θέογνις : πολύπου ὀργὴν ἴσχε πολυπλόκου . εἰσὶ δ ' οἵ φασι |
οἷον τελείως : “ Θρήϊκες ἀκρόκομοι . ” ἀκωκή τοῦ ἠκονημένου παντὸς ἀκμή . ἀκειόμενον ἰώμενον καὶ ἐπισκευάζοντα . ἐπὶ | ||
, ἀλλὰ κατὰ συναίρεσιν Ἀθηνᾶ . ἀθήρ : ἀκμὴ τοῦ ἠκονημένου σιδήρου κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τοῦ ἀθέρος , ὅς ἐστι |
, ὀφείλεις εἰπεῖν , ὅτι ἐπειδὴ ἐπεσχέθη τὸ αἷμα , ἐρυθρότερον ἔχοι τὸ πτύελον γενέσθαι . τὸ γὰρ ἀναγόμενον πρὸς | ||
πρὸς τὰ θεῖ ' ἀβέλτεροι , κοὐκ ἴσμεν οὐδέν . ἐρυθρότερον καρῖδος ὀπτῆς ς ' ἀποφανῶ . βύστρα υἱὸς γὰρ |
ἡ φαντασία περὶ τοὺς ἐπερειδομένους τῇ ἀρτηρίᾳ δακτύλους οἱονεὶ μύρμηκος περιπατοῦντος , ὥστε καὶ μικρὸν εἶναι αὐτὸν καὶ ἀμυδρόν . | ||
ἀνάγκης . καὶ τὸ μὲν κινεῖσθαι διὰ σκελῶν κατὰ παντὸς περιπατοῦντος ἐξ ἀνάγκης , τὸ δὲ περιπατεῖν παντὶ ἀνθρώπῳ ὑπαρχέτω |
μόρον εἰσὶ κέλευθοι . Εὐρύαλος δ ' ἄρα πολλὸν ἀπὸ στιβαρῆς βάλε χειρὸς λᾶα μέγαν , Τρώων δὲ θοὰς ἐλέλιξε | ||
τὸ τρίτον αὖτ ' ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας χειρὸς ἄπο στιβαρῆς , καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων . ἀλλ ' ὅτε |
νύκτας . φησὶ γοῦν που Μένανδρος : κοτύλας χωροῦν δέκα κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἔπιον μεστόν . Ἀλε | ||
' ἐν πρώτῳ περὶ Ἑορτῶν Αἰγυπτίων φησί : τὸ δὲ κόνδυ ἐστὶ μὲν Περσικόν , τὴν δὲ ἀρχὴν ἣν Ἕρμιππος |
, ὅτι καὶ περὶ μόνων ἐστὶν ἡμῶν , τοῦτο ὑμῖν προθήσω πρὸ τῶν ἄλλων , ὡς ἂν ἐν τῷ εὐμαρεῖ | ||
: γράφεται καὶ τυχεῖν : ὡς δ ' εὐπορῶ , προθήσω : τοὺς Ἕλληνας : εἰς τὸ εὐτελές : τοῦ |
ἔτι δ ' ἔλπετο νίκην , τόφρα δέ οἱ Μενέλαος ἀρήϊος ἦλθεν ἀμύντωρ , στῆ δ ' εὐρὰξ σὺν δουρὶ | ||
: Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος . ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ ' ὁμίλου χειρὸς ἔχων , εἷος θεράπων σχεδὸν |
ὀλίγον : Ἀττικῶς . τὸ δὲ ὀλίον ἢ βάρβαρον ἢ Ἰακόν . ὅμαιμος καὶ ὁμαίμων : ἀδελφὸς ἢ συγγενής [ | ||
γεγονότες . ἀστραγάλους : οἱ Ἀττικοί , τὸ γὰρ θηλυκὸν Ἰακόν : καὶ παρ ' Ὁμήρῳ τινὲς θηλυκῶς , οἷον |
. ἔσθ ' ὅτε δ ' Ὅμηρος τὸ ὁμοῦ ἐπὶ χρονικοῦ τάσσει ἐπιρρήματος , ὥς φησιν Ἀσκληπιάδης : εἰ δὴ | ||
τόπον ἔνθα κατεπλέομεν , καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν , ἀντὶ χρονικοῦ δ ' ἐπιρρήματος τοῦ τότε ἔνθ ' αὖ Τυδείδῃ |
τε καὶ τὰ χέρηα : πάρος δ ' ἔτι νήπιος ἦα . † ) ἠθέτει καὶ Ἀρίσταρχος . Ἀριστοφάνης , | ||
δόμεναι προέμεν τε πυθέσθαι . ἀλλ ' ὅτε δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς ἀμφιελίσσης , καὶ τότε τίς με θεῶν |
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : | ||
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι |
ἀποκρινάμενος ἀνάσωσαί μοι τὸ παιδίον , μὴ καὶ φθάσῃ αὐτὸ καταπιών . Θάρρει : καὶ ἄλλα γάρ σε διδάξομαι θαυμασιώτερα | ||
θύννος ἐκ μυχοῦ τῆς σαγήνης διέφυγεν οὐκ ὀλίγον τὸ δέλεαρ καταπιών . ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ |
κεραυνῷ . οἱ δὲ νεώτεροι οὐκ ἴσασι τὴν διαφορὰν τοῦ οὐτάσαι καὶ βαλεῖν . Ὅμηρος δὲ οὐτάσαι μὲν τὸ ἐκ | ||
θαμειὰς αἰχμάς : ἀλλ ' οὔ τις ἐδυνήσατο ποιμένα λαῶν οὐτάσαι οὐδὲ βαλεῖν : πρὶν γὰρ περίβησαν ἄριστοι Πουλυδάμας τε |
ἐρέει : ἤτοι ὅτι ὁ κέ περισσὸς ἢ τὸ ῥῆμα ἐνήλλακται , ἐρέει ἀντὶ τοῦ εἴποι ἄν . . . | ||
ἐπὶ τοῦ ἀργὸς καὶ ἄργος : ὁ γὰρ τόνος ἐνταῦθα ἐνήλλακται , καὶ τὸ παροξυνόμενον σημαίνει πόλιν τινὰ ἐν Πελοποννήσῳ |
μ ἅλμη , ἐπεισόδῳ δὲ τοῦ μ ὡς ἀχυρμιά ἢ χερμάδιον καὶ τυμπάνιον : ὁ γὰρ πλεονασμὸς τοῦ μ πολύς | ||
ἔχουσα . Χερμάδιον . πλεονασμῷ τοῦ μ , χεράδιον καὶ χερμάδιον , τὸ πληροῦν τὴν χεῖρα . Χλαῖνα . παρὰ |
Δία οὐκ ἔγωγε . Τί οὖν ἄρτι ἤρου ὅτι μοι νοοῖ τὸ ῥῆμα ; Τί ἄλλο γε , ἦν δ | ||
. ὡς δὲ ἤρετο Ἀλέξανδρος δι ' ἑρμηνέων ὅ τι νοοῖ αὐτοῖς τὸ ἔργον , τοὺς δὲ ὑποκρίνασθαι ὧδε : |
. Οὐδ ' ἄρ ' ἀπὸ τῆς τρίποδός πω τὸ ὀκτώπουν χωρίον γίγνεται . Οὐ δῆτα . Ἀλλ ' ἀπὸ | ||
ἤ τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ |
ψηφηφορεῖν [ ψηφοφορεῖν Γ ] οὖν μόνον τρεφόμενον . καὶ Χαῖρις δὲ τὸ κήθιον τρυβλίου τι εἶδος καὶ τὸ λαγαρίζειν | ||
γίνεσθαι , ὥστε ἀναίδειαν προστραπῆναι . καὶ οὐκ ἀπιθάνως ὁ Χαῖρις . οὐ πρέπει νῷν : οὐ προσῆκον οὐδὲ δίκαιον |
τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς γυμνὸς γυμνάζω , ἵππος ἱππάζω , μόνος μονάζω , οὕτω καὶ ὀπάζω ὀπαδός . | ||
, ἀντιπεριποιουμένη δὲ ἐκ τοῦ ἴσου ἡ γυμνάζομαι σοί : ἱππάζω σέ , ἐξ ἧς τὸ παθητικὸν ἱππάζομαι ὑπὸ σοῦ |
εἴδους δὲ πρωτοτύπου , σχήματος δὲ ἁπλοῦ , ἀριθμοῦ δὲ ἑνικοῦ , χρόνου δὲ ἐνεστῶτος , συζυγίας δὲ πρώτης τῶν | ||
στίχος πρόσκειται , ἐπεξερ - γασίαν περιέχων καὶ ὅτι προκειμένου ἑνικοῦ τοῦ τίς ἐπήνεγκε τὸ οἱ μέν . καὶ ὁ |
γὰρ ἑνικὸν καὶ οὐ πληθυντικόν : ἀποχωρίσαι ἑὸν κτέρας . λωίτερον : αὐτὸ τὸ λῷον συγκριτικόν : τὸ δὲ λωίτερον | ||
πειρηθῆναι , τόνδ ' ἀπαμείρωμεν σφέτερον κτέρας , ἀλλὰ πάροιθεν λωίτερον μύθῳ μιν ἀρέσσασθαι μετιόντας . πολλάκι τοι ῥέα μῦθος |
, στερνομάντεις , σφονδυλομάντεις , ἀλευρομάντεις : κοσκινομάντεις δὲ εἴρηκε Φιλιππίδης , Μάγνης δὲ ἐν Λυδοῖς ὀνειροκρίταισιν ἀναλύταις . καθάρτριαι | ||
εὐθὺς ἀντήκουσας : ἤδη λοιδορεῖσθαι λείπεται , εἶτα τύπτεσθαι . Φιλιππίδης δὲ παράγει που συμπόσιον πολέμου παρασκευὴν ἐπαγγελλόμενον διὰ τὸν |
ἀπαλλάσσου καὶ ἀναχώρει : ἀπὸ τοῦ στείχω , δευτέρου ἀορίστου προστακτικοῦ , . , . . . . Ἀπόερσε : | ||
πουσαν . διώκοι : διωκέτω : τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ προστακτικοῦ . Κραδίης : ἀπὸ τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας . |
ὀξύ . τὸ δ ' ἐν λαιῷ πέσεν ὤμῳ δίου Ὀιλῆος , μεθέηκε δὲ χερσὶν ἐρετμόν βλήμενος : οἱ δὲ | ||
τὸν βεβλημένον τόπον . . . . ἔνθα πολὺ πρώτιστος Ὀιλῆος ταχὺς Αἴας : ἡ διπλῆ ὅτι οἱ τοιοῦτοι τόποι |