μόριον εἶναι τὴν ῥητορικήν , ἀλλ ' αὐτὸν λέληθα οὔπω ἀποκεκριμένος , ὃ δὲ ἐπανερωτᾷ , εἰ οὐ καλὸν ἡγοῦμαι | ||
οὖν , ἂν ἐγὼ τοῦτο ἀποκρίνωμαι , τὸ ἐρωτώμενόν τε ἀποκεκριμένος ἔσομαι καὶ ὀρθῶς , καὶ οὐ μή ποτε ἐλεγχθῶ |
σφισιν οὐ πείθομαι , πειθέσθω δὲ ὅστις τὰ Ἐπιδαυρίων οὐ πέπυσται . τὸ δ ' ἐπιφανέστατον Ἀργείοις τῶν Ἀσκληπιείων ἄγαλμα | ||
' ἐνὶ μεγάρῳ : μήτηρ δ ' ἐμὴ οὔ τι πέπυσται , οὐδ ' ἄλλαι δμῳαί , μία δ ' |
, εἴ τι ᾔσθησαί με φίλτρον ἐπιστάμενον ὃ ἐγὼ εἰδὼς λέληθα ἐμαυτόν . Λέγε δή μοι , ἔφη , εἴ | ||
ὅτι : μὴ μέντοι μου κατείπῃς πρὸς τοὺς ἄλλους . λέληθα γάρ , ὦ ἑταῖρε , ταύτην ἔχων τὴν τέχνην |
ἅπτουσα προσθείμην πλέον ; Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει . Ποῖόν τι κινδύνευμα ; ποῖ γνώμης ποτ ' εἶ ; | ||
τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων . . Ἔρεφον δὲ |
πείθειν καὶ σὲ καὶ τούτους . ἀλλ ' , ὦ Νικία , τί οὐ λέγει πότερος ὑμῶν ; Ἀλλ ' | ||
εὐνὰν ὀρθρευοίσᾳ . Οὐδὲν ποττὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο , Νικία , οὔτ ' ἔγχριστον , ἐμὶν δοκεῖ , οὔτ |
ἐπιθυμίαν ἀνιαρὸν εἶναι ; Ὁμολογῶ , ἀλλὰ μὴ ἐρώτα . Εἶεν : διψῶντα δὲ δὴ πίνειν ἄλλο τι ἢ ἡδὺ | ||
συνουσίᾳ τοῖς ἄλλοις ἀνεπιφθόνως τὲ καὶ ὅσα ἀνάγκη προσεφέρετο . Εἶεν : τοῦτο μὲν , φήσει τὶς , πείθομαι , |
νυνὶ γάρἀλλὰ ποῦ θεοὺς οὕτω δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν , ὦ Γέτα ; Λακωνικὴ κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα . | ||
τι ληρεῖς . πέπλεγμαι ] πράγματι [ ] ἔφθαρμαι , Γέτα . [ ! ] μὴ καταρῶ , πρὸς τῶν |
εἰ ϲωτήριόν ἐϲτι τὸ νόϲημα ἢ ὀλέθριον . δʹ . Πόθεν διαγινώϲκομεν ὀξὺ καὶ χρόνιον νόϲημα . εʹ . Πῶϲ | ||
οὐκ ἔχει : ὑπόκειται δὲ ἔχειν : ὅπερ ἄτοπον . Πόθεν δῆλον , ὅτι περισσὸς ἀριθμὸς μετρήσει τὸν Α ; |
ἕκαστον ζῷόν τε καὶ εἶδος . ταῦτα δή , ὦ Θεαίτητε , ἆρ ' ἡδέα δοκεῖ σοι εἶναι , καὶ | ||
ῥάβδοις καὶ καλάμοις ἀνασπώμενον : οὗ τί φήσομεν , ὦ Θεαίτητε , δεῖν τοὔνομα λέγεσθαι ; Δοκῶ μέν , ὅπερ |
' ὀμώμοκε : Παρὰ τὰ ἐξ Ἱππολύτου [ ] ἡ γλῶττ ' ὀμώμοχ ' , ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος . | ||
μ ' οἴκαδ ' , αἱροῦ τοὺς φίλους . Ἡ γλῶττ ' ὀμώμοκ ' , Αἰσχύλον δ ' αἱρήσομαι . |
φροντιστήριον . λέξω , νομίσαι δὲ ταῦτα χρὴ μυστήρια . ἀνήρετ ' ἄρτι Χαιρεφῶντα Σωκράτης ψύλλαν ὁπόσους ἅλλοιτο τοὺς αὑτῆς | ||
Σωκράτους φρόντισμα ; ποῖον ; ἀντιβολῶ , κάτειπέ μοι . ἀνήρετ ' αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι |
τὴν τοῦ ῥυθμοῦ , πρὸς δὲ τούτοις ἔκ τε τῆς ῥυθμικῆς καὶ τῆς ἁρμονικῆς πραγματείας καὶ τῆς περὶ τὴν κροῦσίν | ||
χρῆσίν τινα τὴν μελοποιίαν εὕρομεν οὖσαν , ἐπί τε τῆς ῥυθμικῆς πραγματείας τὴν ῥυθμοποιίαν ὡσαύτως χρῆσίν τινά φαμεν εἶναι . |
. Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὅτι , ὦ Πῶλε , ἐρομένου Χαιρεφῶντος τίνος Γοργίας ἐπιστήμων τέχνης , ἐγκωμιάζεις | ||
, ὦ Σώκρατες , ἐξελέγξαι . Οὐ δῆτα , ὦ Πῶλε , ἀλλ ' ἀδύνατον : τὸ γὰρ ἀληθὲς οὐδέποτε |
τῶν ψηφιζομένων ἀργύριον λαμβανόντων καὶ χειροτονούντων τοὺς διδόντας πλέον . ἀκράχολος δέ , εἰς ὀργὴν εὔκολος . κυαμοτρώξ : τρεφόμενος | ||
σοι δράσω , κακόδαιμον , ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς ; καὶ κύων ἀκράχολος Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου γενήσομαι . λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων |
' ἐστὶ τὸ ἐπίστασθαι . Καὶ τί τοῦτο ἀναίσχυντον ; Ἔοικας οὐκ ἐννοεῖν ὅτι πᾶς ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς ὁ λόγος | ||
ἠμελήσαμεν Ἱέρακος τοῦ καλοῦ περὶ Μιλτιάδην ἢ Θεμιστοκλέα ληροῦντες . Ἔοικας ἀνδρὸς πονηροῦ γραμμάτων ἐπιθυμεῖν , εἴτε διὰ χρόνου μῆκος |
εἰκὸς προσῆκον γενέσθαι , τοῦτο διὰ τί οὐκ ἐποίησεν , ἐρωτᾶτ ' αὐτόν . εἰ μὲν γάρ φησι βέλτιον εἶναι | ||
, τοῖς φίλοισι μὴ πεποιθέναι . ὃ δ ' οὖν ἐρωτᾶτ ' , αἰτίαν καθ ' ἥντινα αἰκίζεταί με , |
: τὰ Μιλήσια καὶ Σάμια ἔρια . τὴν δὲ κατὰ ἀναστρεπτέον : ἔστι γὰρ κατὰ τὴν Σάμον βόσκων . ἢ | ||
δ ' ἄτεκνος ἅτε βίοτον : περισσὸν τὸ ἄτεκνος . ἀναστρεπτέον οὖν τὴν σύνταξιν : ἄτεκνος , ἐπειδὴ ἄγαμος : |
ὦ πάντων ῥᾷστ ' ἀνθρώπων ἀναπεισθέντ ' οὐχ ὑγιαίνειν δύο πρεσβύτα , ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν καὶ παραπαίειν , εἰ τοῦτο | ||
ἀντὶ τοῦ ” ἐξεπαίδευσα “ . σὸν ἔργον , ὦ πρεσβύτα : διπλῆ καὶ εἴσθεσις εἰς ἐπῳδικὴν τριάδα ἢ τετράδα |
ἰατορίας , ὃς τήνδ ' ἄτην χωρὶς Ζηνὸς κατακηλήσει ; θαῦμ ' ἂν πόρρωθεν ἰδοίμην . Ἒ ἔ , ἐᾶτέ | ||
ἐς τέλος μέλλοι ποεῖν . Ἀλλ ' οὔ τι τοῦτο θαῦμ ' ἔμοιγ ' , ἀλλ ' εἰ παρὼν Αἴας |
αὐτόν : καὶ σύ , ὦ Ἑρμῆ , συνανάσπασον . Ποῦ νῦν καθεδεῖται ; μεστὰ γὰρ πάντα , ὡς ὁρᾷς | ||
ἀνὴρ τρέφει ; Καὶ ποῦ πέος ; Ποῦ χλαῖνα ; Ποῦ Λακωνικαί ; Ἀλλ ' ὡς γυνὴ δῆτ ' ; |
ἔργον . αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Τηλέμαχ ' , ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν | ||
τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε : “ Τηλέμαχ ' ὑψαγόρη , μένος ἄσχετε , ποῖον ἔειπες . |
βίον . Βίος κέκληται δ ' ὡς βίᾳ πορίζεται . Βροτοῖς ἅπασιν ἡ συνείδησις θεός . Βίου δικαίου γίγνεται τέλος | ||
γίγνεται τέλος καλόν . Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον . Βροτοῖς ἅπασιν ἀποθανεῖν ὀφείλεται . Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε . |
βλέπεις [ βλέμμα ] καὶ ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , | ||
. Ἀλλ ' ἔμελλες καὶ αὐτὸς οὐκ εἰς μακρὰν , ἄθλιε , τῆς παρανομίας κομίσασθαι τὰ ἐπίχειρα οὕτω σοι τῆς |
: . . . ἢ ζητήσεως ἄξιον : ἐκ τοῦ μῶ , τὸ ζητῶ . . . Δ : ἐπιμάσσεται | ||
τὸ ζητῶ . Ἐπίχαρμος ὁ κωμικός : ” Πύρραν γε μῶ καὶ Δευκαλίωνα . ” καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ , |
πλόος πλέω πλέεις , ῥόος ῥέω ῥέεις , νόος νοῶ νοεῖς , θρόος θροῶ θροεῖς : ἐπειδὴ οὖν τὸ γόος | ||
Τροίας πεδία πορθῆσαι μολών . Καὶ ταῦτ ' ἀληθῆ δρᾶν νοεῖς ; Πολλὴ κρατεῖ τούτων ἀνάγκη : καὶ σὺ μὴ |
ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τίπτε Θέτι τανύπεπλε ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ αἰδοίη τε φίλη τε ; πάρος γε | ||
ἀροτρεύς ἀθανάτων , ὦ ξεῖνε , φραδῇ τινὸς ἐνθάδ ' ἱκάνεις , ὥς τοι πᾶν ὃ θέλεις αἶψα χρέος ἐκτετέλεσται |
ἔγχεον . λαβὲ τῆς Ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια | ||
ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια |
προσβαλλούσῃ τι ἁπαλοῦ γέλωτος . ἡ χλαμὺς δέ , ἣν ἀμπέχεται , παρὰ τῆς μητρὸς οἶμαι : καλὴ γὰρ καὶ | ||
δὲ καὶ αὐτὸ τὸ σχῆμα : φαιὸν γὰρ τρίβωνα τοῦτον ἀμπέχεται προσγεγραμμένης αὐτῷ καὶ ἀνυποδησίας , ᾗ μάλιστα δὴ οἱ |
Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν | ||
λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς |
θεοπροπίης ἐμπαζόμεθ ' , ἣν σύ , γεραιέ , μυθέαι ἀκράαντον , ἀπεχθάνεαι δ ' ἔτι μᾶλλον . χρήματα δ | ||
' ἐν κονίῃσιν ἐμεῦ ὕπο δῃωθέντες . Ὣς ἔφατ ' ἀκράαντον ἱεὶς ἔπος : οὐδέ τι ᾔδη ὅττι ῥά οἱ |
τοῦ πιμελώδους . πνῖγε δὲ πῶμα ἀμφιβαλών : φωκτὸν γὰρ ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον . ἠρέμα δὲ χλιαρὸν , κοίλοις ἐξαίρεο | ||
. . . πνῖγε δὲ πῶμα ἀμφιβαλών : φωκτὸν γὰρ ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον . ἠρέμα δὲ χλιαρὸν κοίλοις ἐκδαίνυσο μύστροις |
ἥδε μοι θέλει . φεῦ φεῦ , τόδ ' αὖ νεοχμὸν ἐκδοχαῖς ἐπεισφρεῖ θεὸς κακόν : † ἐμοὶ [ μὲν | ||
' , ὦ παῖ . Τί δ ' ἔστιν οὕτω νεοχμὸν ἐξαίφνης , ὅτου τοσήνδ ' ἰυγὴν καὶ στόνον σαυτοῦ |
ἀνάπαλιν τοῦ κ , ἔνθα κτλ . . . Ἥρη ἀπτοεπές , ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες : ἡ διπλῆ , | ||
ἀπὸ τοῦ ὄπτω , τὸ βλέπω . . . . ἀπτοεπές : τινὲς δασύνουσιν , ἵν ' ᾖ ἡ ἁπτομένη |
, κλύετε , μάθετε ματρὸς αὐδάν . ἰαλέμωι τοὺς θανόντας ἀπύεις . γεραιά γ ' ἐς πέδον τιθεῖσα μέλε ' | ||
οἶμον ἐς φρουρὰν δόμων . τί δέ με τόδε χρέος ἀπύεις ; ἔνεπέ μοι , φίλα . φόβος ἔχει με |
περὶ τῆς εἷο , ὡς μόνως ὀρθοτονεῖται . Ἡ ἕθεν ὀρθοτονεῖται μέν , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀπὸ ἕθεν ἧκε χαμᾶζε | ||
, οὐκ ἀναστρέφοντος τοῦ λόγου : οὐ γὰρ εἴ τι ὀρθοτονεῖται , τοῦτο καὶ πρός τι . τὸ ὃς σφῶι |
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , | ||
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα |
χρῆται . ἔστι γὰρ ἐν Τημενίδαις Εὐριπίδου , “ ὦ θερμόβουλον σπλάγχνον ” . οὗτος οὖν σκώπτων Εὐριπίδην προσέθηκε “ | ||
ἐγᾦδ ' ὅς ἐστι , Κλεισθένης ὁ Σιβυρτίου . Ὦ θερμόβουλον πρωκτὸν ἐξυρημένε . Τοιόνδε δ ' , ὦ πίθηκε |
ποτε καὶ βεβαίαν οἴησίν τινα παράσχῃ , καταλείπουσα πρὸς ἑτέρους πεπόρευται καὶ δοκεῖ παρὰ πᾶσιν εἶναι παρ ' οὐδενὶ μένουσα | ||
θεράπαιναι συνειδυῖαι τὸν ἔρωτα κατεσιώπησαν καὶ οὐκ ἔφασαν εἰδέναι ὅπου πεπόρευται ἐρωτώμενοι . μνημονεύεται δ ' ὁ ἔρως οὗτος τοῖς |
τῆς κλίνης καὶ ἔξω τῶν ἱματίων , ἵνα ἀποπατήσῃς . χεζητιῴην ] ὑπὸ τῶν πληγῶν δηλονότι . αὐτοῦ ] αὐτόθι | ||
λέγοντα . κεκραγόθ ' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . |
Προμηθεὺς ὅτι αἱ τρεῖς Μοῖραι , ἡ Κλωθώ , ἡ Ἄτροπος , καὶ ἡ Λάχεσις , καὶ αἱ Ἐριννύες , | ||
[ Κλωθὼ καὶ Λάχεσίς σφιν ἐφέστασαν : ἣ μὲν ὑφήσσων Ἄτροπος οὔ τι πέλεν μεγάλη θεός , ἀλλ ' ἄρα |
ἀξίας ] εὐώνους . Γ ὁ πόλεμος ἑρπέτω : γράφεται ἐρρέτω , τουτέστι χαιρέτω , ὅ ἐστιν , οὐδεμίαν φροντίδα | ||
καλοὺς παρασχεῖν τοὺς λόγους δυνήσεται αἰδὼς ἀπώλες ' αὐτόν , ἐρρέτω , κακή : πολλὴν γὰρ αὐτὴν δειλὸς ὢν ἐκτήσατο |
] δ ' εἰρήνη ? ποτ ' , ὦ Ζεῦ δέϲποτα , [ διάλυϲιϲ ] ! [ ! ! ] | ||
τῶν κατὰ τὸν βίον . πλουτεῖμ πένεϲθαι δεῖ δικαίωϲ , δέϲποτα , τὸ κακῶϲ ἀκοῦϲαι [ ] πάλιν ἐπίϲταϲθαι καλῶϲ |
τοῦ χοροῦ φασι κατ ' ἐρώτησιν : τὸ δὲ ὦ κακοτυχὲς γύναι ἰδίως πρὸς τὴν Μήδειαν ἀναπεφώνηται . τὸ δὲ | ||
γράφεται δαίμονος τύχαι . . δυσπόλεμον ] δυσπόλεμον ἄρα καὶ κακοτυχὲς καὶ ἄθλιον τὸ γένος τῶν Περσῶν , ἀτυχῆσαν ἐν |
ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ ' οἵ τε φύντες ἀρνοῦνται στυγεῖν . δεινὸς γὰρ ἕρπειν πλοῦτος ἔς τε τἄβατα καὶ | ||
εἰς τὸ ἦμαρ τῆς ζωῆς τὸ ὑπὸ Μοιρῶν δεσποζόμενον . στυγεῖν ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἴστω τίς . φῶτ ' |
βοτρύχοισι κομῶν . Μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην . Τουτὶ τί ἐστιν ; ὡς ἀνεκὰς τὸ κρίβανον . Ἀδώνι | ||
δή , μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος μάρψῃ Τουτὶ μέντοι σὺ φυλάττου , ὡς οὗτος φοβερὸς τοῖς σπλάγχνοις |
ἐπίτραγοι . τῶν δὲ μαγειρικῶν καὶ ἐλεόν , ξάνιον , ἐπίξηνον , τράπεζα μαγειρική , ἣν οἱ νεώτεροι ἐπικόπανον : | ||
τοιάσδε θανασίμους τύχας . βωμοῦ πατρῴου δ ' ἀντ ' ἐπίξηνον μένει , θερμῷ κοπείσης φοίνιον προσφάγματι . οὐ μὴν |
ἔοικε . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ εἰ γάρ τοι , βασίλεια , σιωπήσειαν | ||
τε δοκοῖσι . τὸν δ ' ἐπικερτομέων προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ , Μελάνθιε |
] [ ] ν ὕπνον [ ] : [ ] φος ? ! [ ] ! ! ἀπὸ γλυκυ [ | ||
[ ] ς γὰρ τάδεσαμ ? [ [ ] ! φος μακα ! ! ! ! [ [ πάροιθεν ] |
δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ ῥεῖ ' ἔγνως , | ||
σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε . Τὸν δ ' ὀλιγοδρανέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ἤδη νῦν Ἕκτορ μεγάλ ' εὔχεο |
ὦνδρες , ἥκει ἄγων ὁ δεσπότης , ὃς ὑμᾶς πλουσίους ποήσει . Ὄντως γὰρ ἔστι πλουσίοις ἡμῖν ἅπασιν εἶναι ; | ||
ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας ; Οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν . Ἀλλ ' αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς |
, ἄστρωτος εὕδω : καὶ τὰ μὲν πρᾶτ ' οὐ κοῶ , ἇς κά μ ' ἔχων ὥκρατος ἀμφέπηι φρένας | ||
Ἱππεῦσιν , οἷον ” κοάλεμον αἱματοπώτην ” . παρὰ τὸ κοῶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ νοῶ , οἷον „ ἡ δ |
τῆς καρδίας , γλυκύτατον , ὥσπερ ἀστρατείας καὶ μύρου . Μῶν οὖν ὅμοιον καὶ γυλιοῦ στρατιωτικοῦ ; Ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ | ||
μοι τοῦ λόγου νῦν τε καὶ σμικρὸν ἔμπροσθεν ἐλλείπεται . Μῶν , ὦ Φίληβε , τὸ τί πρὸς ἔπος αὖ |
δὲ οἱ νόμοι φράζωσι , παρεὶς ἀκούειν τῶν συλλαβῶν , ἀκολουθῶ τῷ συμφέροντι . . . καὶ τίς οὐκ οἶδεν | ||
. . ἄσπετον πολλὴν ἀπαρακολούθητον , ἐκ τοῦ σπῶ τὸ ἀκολουθῶ ἢ μεταλαμβάνω , ἣν οὐ δύναταί τις μεταλαβεῖν καὶ |
θερμαυστρίς , κυβίστησις , παραβῆναι τὰ τέτταρα . ὁ δὲ τετράκωμος , τὸ τῆς ὀρχήσεως εἶδος , οὐκ οἶδα εἴ | ||
ὀνομασιῶν , αἵδε : κῶμος , βουκολιασμός , γίγγρας , τετράκωμος , ἐπίφαλλος , χορεῖος , καλλίνικος , πολεμικόν , |
] μαχα ? ? ? ? [ ὦ φίλτατ [ ποεῖϲ δικ ! ! [ οὐθὲν τοιοῦτ [ ! ! | ||
πάλιν ϲτέλλει διδοὺϲ τὰϲ ϲυμβολὰϲ εἰ μή τι κακὸν ἡμᾶϲ ποεῖϲ ; λῆροϲ : κελεύϲω τοῦτον ἐπὶ δεῖπνον πάλιν τὸν |
ἐγκανθὶϲ ἀναλγήϲ ἐϲτι ὑπόϲομφοϲ μαλακή : ἡ δὲ κακοήθηϲ ϲκληρὰ ἀνώμαλοϲ , νυγματώδειϲ πόνουϲ ἔχουϲα . δεῖ δὲ τὰϲ εὐήθειϲ | ||
ἀνελκώτων ὄγκοϲ εὑρίϲκεται περὶ τὸ ϲτόμιον τῆϲ ὑϲτέραϲ ϲκληρόϲ , ἀνώμαλοϲ , ὀχθώδηϲ , χρόᾳ τρυγώδηϲ , ἐνερευθήϲ , ποτὲ |
ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς | ||
ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται . |
ἀπεκρύψω ὅτι μέλλεις ἄρα πορρωτέρω ἀποδημεῖν , καὶ αὐτὸς δὲ ἄρχομαι ποθεῖν σε νὴ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον . ἀλλὰ | ||
οἷον συνεχῶς ἀναγιγνώσκω , ἀρκτικῇ , οἷον ἄρχομαι ζέειν , ἄρχομαι θερμαίνεσθαι . Ἐγκλίσεις πόσαι εἰσίν ; πέντε , ὁριστική |
κατηγορούμενος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει : ἀντὶ τοῦ κλεπτικόν . Γ “ κλέπτον ” βαρέως Ἀττικοί , καθὸ | ||
κυνῶν . κλέπτον τὸ χρῆμα : ⌈ ἀντὶ τοῦ Γ κλεπτικόν . Γ ἔπαιξε δέὲ ⌈ : ὡς ἐν κωμῳδίᾳ |
ἀφαιρῶ Γ ἐμαυτοῦ : τὸν γὰρ τρίβωνα περισπάσας θέλει αὐτὸν καυνάκην ἐνδῦσαι . καυνάκης δὲ χλαῖνα περσικὴ ἀλεεινή , παρὰ | ||
λαμβάνει [ παραλαμβάνει Γ ] ἱμάτιον . Γ οἱ δὲ καυνάκην : ἔοικε ⌈ τὸ Γ βαρβαρικὸν εἶναι ⌈ φόρημα |
ς ' ἀνέμνησεν κακῶν ; ἢ τὰς Ὀρέστου τλήμονας φυγὰς στένεις καὶ πατέρα τὸν ἐμόν , ὅν ποτ ' ἐν | ||
θεοὺς ἐγὼ πυθέσθαι βούλομαι τί τὸ πρᾶγμα τουτί . Τί στένεις ; Τί δυσφορεῖς ; Οὐ χρῆν σε κρύπτειν ὄντα |
ἡρόδοτος δὲ τριῶν ἐτῶν εἶναι τὸν ὀρέστην τότε ἱστόρησεν : Πότερόν νιν . δύο ἐπιζητεῖ αἰτίας , δι ' ἃς | ||
? ? ἐξάειρας ? , ὦ δαῖμον , μέγα . Πότερόν σε κλῄζωμεν Κλωθὼ κελαινάν [ , ] ἢ τὰν |
πονηρῶν χεῖρ ' ἐλευθέραν ἔχε . Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ ' αὔξεται βροτοῖς . Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι | ||
ἆρα ζῶντος ἢ τεθνηκότος ; ζῆι : πρῶτα γάρ σοι τἀγάθ ' ἀγγέλλειν θέλω . εὐδαιμονοίης μισθὸν ἡδίστων λόγων . |
εὐδαιμονίας ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου : καὶ ταῦτα γὰρ τῆς Κλωθοῦς ἐπήκουσα . Ἄγαμαι Κλωθοῦς γεννικῆς : καῖε αὐτούς , | ||
τὴν πυρὰν ὑπὸ τοῦ Κύρου ἀναχθῆναι : ἤκουσα γὰρ τῆς Κλωθοῦς πρῴην ἀναγινωσκούσης τὰ ἑκάστῳ ἐπικεκλωσμένα , ἐν οἷς καὶ |
γάρ πω μανθάνομεν , ὦ ξένε , ὅτι τὰ νῦν φράζεις . Καὶ μάλα γε , ὦ Μέγιλλε , εἰκότως | ||
ἐν τούτοις αὐτοῖς . Ἐν τίσι καὶ ποίου πέρι βίου φράζεις ; Ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι καὶ πᾶσιν ὅσα |
, οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε | ||
Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν |
τοῦ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν : σὺ δέ μοι ἐλήλυθας ἐξ ἐκείνου τοῦ καλοῦ καὶ χρησίμου ζῴου ἐς πίθηκον | ||
πῶς τί ποτ ' ἐφλυάρησα τὰ ἐπελθόντα μοι ; φθονῶν ἐλήλυθας , τεταπεινωμένος , ὅτι σοι ἐξ οἴκου φέρεται οὐδέν |
δὲ ὁ ποιητὴς ἑαυτὸν ἀηδόνι , διὰ τὸ τῆς ποιητικῆς ᾠδικόν : τοὺς δὲ κριτὰς ἱέρακι , διὰ τὸ ἁρπακτικόν | ||
Βοιωτῶν καλούμενοι γένος ἄλλο πού τί εἰσιν ὀρνίθων , οὐκ ᾠδικόν . ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ |
ἀμυδρόν τι τυγχάνει ὂν πρὸς ἀλήθειαν . Μὴ γάρ . Βούλει οὖν , ἔφην , ἐπ ' αὐτῶν τούτων ζητήσωμεν | ||
ποῖόν τι εἶναι αὐτὸ φῶμεν , καὶ πῶς ποιοῦν ; Βούλει σοι λέγω κατὰ τὴν Σωκράτους μαντείαν ; Ὡς τὸ |
τε ἔσεσθον . εἰ δ ' ἄγε δὴ καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι δείξω , ὄφρα μ ' ἐῢ γνῶτον | ||
ἐφημερίων θεραπεύσας . Νῦν δ ' ἤτοι ἐρέω μάλ ' ἀριφραδὲς οὐδέ σε κεύσω κενταύρου Κρονίδαο φερώνυμον εὕρεμα ῥίζαν Χείρωνος |
εὐχαρίτου χορείας , οὐδὲν ἄλλο ἢ νομίζω θυγατέρας ἀφῃρῆσθαι . ὀργίζομαι μὲν οὖν αὐταῖς : τί γὰρ ἀπέλιπον τροφέα αὐτῶν | ||
ἤδη πέπεισαι : βούλει δὲ ἀντιλυπήσω σε καὶ αὐτή ; ὀργίζομαι δικαίως ἐν τῷ μέρει . Μηδαμῶς , ἀλλὰ πίνωμεν |
ἑλκόμενοι ἦχον ἀποτελοῦσιν , ὡς δοκεῖν καχλάζειν . ὁ τρόπος ὀνοματοποιΐα . καχλάζοντα : ἀντὶ τοῦ ἠχοῦντα . ὁ δὲ | ||
ἐστὶ λέξις κατὰ παραγωγὴν τοῦ καθωμιλημένου ἐξενηνεγμένη , λέγεται δὲ ὀνοματοποιΐα ἑπταχῶς : κατὰ ἐτυμολογίαν , κατὰ ἀναλογίαν , κατὰ |
πλατάγησον στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις . αἰάζω τὸν Ἄδωνιν : ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . κεῖται καλὸς Ἄδωνις | ||
, . Αἰάζειν : παρὰ τὸ αἴ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα γέγονεν αἰάζω , ὡς λίαν λιάζω , . , , . |
με , ἐγὼ δ ' οὔτε πεινῶ οὔτε διψῶ οὔτε ῥιγῶ , ἀλλ ' ἀφ ' ὧν αὐτοὶ πεινῶσιν ἢ | ||
ἤγουν τρέμοντος . Ῥιγόω , ῥιγῶ τὸ ψύχομαι : ῥιγέω ῥιγῶ τὸ φρίσσω . . . ΑΥΤΟΣ ΔΕ ΣΠΕΥΔΟΝΤΙ . |
καὶ τὴν ἐπιτιμίαν . πολεμιῶ : Ἀττικόν , ἀπὸ τοῦ πολεμίζω . παρεῳγμένης τῆς θύρας : οἱ ἰδιῶται παρανεῳγμένης τῆς | ||
, ὥσπερ ἐκ τοῦ πόλεμος πολεμῶ , καὶ ὡς πολεμῶ πολεμίζω , οὕτω καὶ κυανῶ κυανίζω . Κρονοδαίμων : ἐπὶ |
, ἐπυργοῦτο καὶ ἐκοσμεῖτο καὶ ᾔρετο τῇ στολῇ τῇδε . δεικτικῶς δὲ τοῦτο , ἀντὶ τοῦ τῇ Περσικῇ ταύτῃ , | ||
. ὅδε μὲν γὰρ ἀναφορικῶς καὶ δεικτικῶς , ὁδὶ δὲ δεικτικῶς μόνον κατ ' ἐπέκτασιν . οἰκῆας καὶ οἰκείους διαφέρειν |
αὐτὸν πρὸς σοῦ θεραπεύεσθαι . ἄλλως : ἐσσὶ δ ' ἰατήρ : θεραπευτικὸς τῆς παρούσης καταστάσεως . τοῦτο γὰρ δηλοῖ | ||
. . ὙΠΟ ΤΡΥΓΗΤΗΡΩΝ . Τρυγητὴρ ὁ τρυγῶν , ὡς ἰατήρ . . ΚΑΙ ΑΡΓΥΡΕΗιΣ ἙΛΙΚΕΣΣΙΝ . Ἑλίκεσσιν , ἤγουν |
ὄσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας . Κύδιλλα , κοῦ ' στι Πυρρίης , κάλει μ ' | ||
, κοὐκ ἄγεις αὐτόν ὄκου λέγω σοι ; θλῆ , Κύδιλλα , τὸ ρύγχος τοῦ παντοέρκτεω τοῦδε . καὶ σύ |
[ ! ! ] κωκοϲ ? [ ! ] ! φήιϲ ? ἡνίκ ' ἂν ! αιωτιγ ? ! ? | ||
! ἐλήλυθεν ? ? ? [ ] ? τί ] φήιϲ ; πέπονθαϲ ἀγάθ ' ; ὑπὲρ ταύτηϲ λαλεῖϲ [ |
δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . Κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης | ||
ἐστί σου πάλαι . καὶ Ἔφιππος ἐν Γηρυόνῃ : καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . ἔλεγον δὲ συνάγειν καὶ τὸ μετ |
? ? [ ] , εὐτυχὴϲ ἄνθρωποϲ εἶ . } Ἡράκλειϲ , τί ποτ ' ἐϲτὶ [ ] τὸ γεγενημένον | ||
[ ] λέγει γὰρ οὑτοϲὶ τὸν Δημέαν . ὦ [ Ἡράκλειϲ ] : ἀνθρωπίνωϲ ἂν οὐ λάβοι τὸ ϲυμβεβηκόϲ ; |
: αἱ ἀδικίαι : ἡ δὲ εὐθεῖά ἐστιν , ἡ εὐθύνη . Ἥμεραι : αἱ ἀγαθαὶ καὶ πραεῖαι . Κάνεον | ||
” γραφὴ μὲν δημόσιον πρᾶγμα , δίκη δὲ ἰδιωτικόν , εὐθύνη δὲ ὅταν πρεσβευτὴν ἢ ἄρχοντά τις κρίνῃ . τὸ |
ἔστιν ἀπαρτῶ συμπληρῶ , καὶ ἀπαρτία . . . . ἄπαστος : ὁ ἄγευστος ἡ πρώτη γὰρ τροφὴ ἀπὸ δρυῶν | ||
πολυκμήτῳ ὑπ ' Ἄρηι : νωλεμέως δ ' ἄρ ' ἄπαστος ἐδητύος ἐν κονίῃσι κεῖτο μέγα στενάχων Ποδαλείριος . Οὐδ |
τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ ' ἐλαύνει : πλεῖ δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε . Ποίων | ||
γυναικὸς γὰρ κρατοῦντ ' ἐν δώμασιν δουλοῖ τὸν ἄνδρα , κοὐκέτ ' ἔστ ' ἐλεύθερος . πλοῦτος δ ' ἐπακτὸς |
Τοιαύτη τις ἡμῖν τῆς τύχης ἡ περὶ τὴν πόλιν γέγονε παλινῳδία . καὶ δὴ τῇ τε Ἰωνίᾳ καλῶς ὁ στέφανος | ||
ὀλίγα αἰτῇ προσελθών , σιωπὴ καὶ ἀπορία καὶ ἀμαθία καὶ παλινῳδία τῶν δογμάτων πρὸς τὸ ἐναντίον : οἱ δὲ πολλοὶ |
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν | ||
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι |
ἰδοίατο νοστήσαντα . ” τὸν δ ' αὖτ ' Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε : “ ὦ Ὀδυσεῦ , τὸ μὲν | ||
υἷα Ἥρη ἀκηχεμένη . Ὃ δ ' ἄρ ' οὐκ ἀπαμείβετο μύθῳ : ἅζετο γὰρ παράκοιτιν ἑοῦ πατρὸς ἀκαμάτοιο , |
τῆς νεὼς ἔκβασις , δι ' ἧς εἴσιμέν τε καὶ ἔξιμεν , λέγεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀποβῶ ἀποβάθρα , οὐκ | ||
ἀναμείνατ ' οὖν τὴν ἐνάτην πρυτανείαν : εἶτα τότ ' ἔξιμεν : τοῦτο γὰρ λοιπόν . ἂν δ ' ὑπὲρ |
Σεσοβημένος , ἐπίτριπτος . καταμωκώμενοι δὲ τῶν Δωριέων τὸ ὦ Δάματερ λέγουσιν . ὁ δὲ νοῦς , πῶς ἐπηρμένος καὶ | ||
Θεόπομπος λέγῃ : ἰχθύων δὲ δὴ ὑπογαστρι ' , ὦ Δάματερ , παρατηρητέον ὅτι ἐπὶ ἰχθύων μὲν ὑπογάστριον λέγουσι , |
, οἷον ἄφθαρτος , δράσω , † δρατός ἄρατος καὶ ἄρρατος . . . . ἀρρηφόροι καὶ ἀρρηφορία : ἑορτὴ | ||
καὶ εὔπορος , καὶ ὑψηλός , καὶ ἐκπληκτικός , καὶ ἄρρατος , καὶ ἰσχυρός , καὶ ἄκμητος : εἴτέ τις |
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν | ||
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν |
καὶ βούλει , σὺ δὲ ἄμπνευσον τοῦ δεινοῦ . Φῦ φῦ φῦ φῦ τῶν ὕθλων ἐκείνων , ἰοὺ ἰοὺ ἰοὺ | ||
φύω , τὸ κρατῶ : ἔν τ ' ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' |
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι . | ||
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω |
Δία οὐκ ἔγωγε . Τί οὖν ἄρτι ἤρου ὅτι μοι νοοῖ τὸ ῥῆμα ; Τί ἄλλο γε , ἦν δ | ||
. ὡς δὲ ἤρετο Ἀλέξανδρος δι ' ἑρμηνέων ὅ τι νοοῖ αὐτοῖς τὸ ἔργον , τοὺς δὲ ὑποκρίνασθαι ὧδε : |
ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , ἐκπαλαίω , μυθολογῶ , λαλῶ , συρίζω , ἀπατῶ , μωραίνω , κλέπτω , κατασκευάζω , | ||
τ τρέπουσι , τύ λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύ . Τὸ συρίζω τυρίσδω λέγουσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου |
. Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς | ||
; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη |
δὴ δεκάτη ἐφάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠὼς καὶ τότε μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σῆμα ἰδέσθαι ὅττί ῥά οἱ γαμβροῖο πάρα Προίτοιο φέροιτο | ||
δεκάτη ἐφάνη ῥοδοδάκτυλος ἠώς , καὶ τότε μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σῆμα ἰδέσθαι . ἡ διπλῆ , ὅτι ἐπίφορός ἐστι |
„ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” . καὶ τὸ θηλυκὸν Δωδωνίς ἀπὸ τοῦ | ||
αὐτούς . Λύκου δὴ λαιμῷ ὀστέον ἐπεπήγει . Ὁ δὲ γεράνῳ μισθὸν παρέξειν εἶπεν , εἰ τὴν κεφαλὴν αὑτῆς ἐπιβαλοῦσα |
: οὐ τὸ μὲν τετράπουν τοῦτο ἡμῖν ἐστι χωρίον ; μανθάνεις ; Ἔγωγε . Ἕτερον δὲ αὐτῷ προσθεῖμεν ἂν τουτὶ | ||
, ταυτηνὶ λαβὼν ἔνεγκον ἐπὶ τὸ μνῆμ ' ἐκείνῃ , μανθάνεις ; καὶ κατάχεον . ΜΕΤΑΝΙΠΤΡΟΝ ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον |
τῇ ἀκροπόλει σπήλαιον . ἢν γοῦν εἰς Ἀθήνας ἔλθῃς , εἴσῃ ὅσον ἐκεῖ τοῦ Πανὸς ὄνομα . Εἰπὲ δέ μοι | ||
ἡμῶν ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐγγίγνεται ; Πῶς ; Ὧδ ' εἴσῃ ῥᾷον , ἂν πρῶτον λάβῃς αὐτὰ τί ποτ ' |
ἦν δὲ καὶ κωμαστικὴ μάχην καὶ πληγὰς ἔχουσα , καὶ ἡδύκωμος ἡδίων , καὶ κνισμὸς καὶ ὄκλασμα : οὕτω γὰρ | ||
τετράκωμος , ἐπίφαλλος , χορεῖος , καλλίνικος , πολεμικόν , ἡδύκωμος , σικιννοτύρβη , θυροκοπικόν , κνισμός , μόθων . |