ἆρον ἐκ μέσου τοῦτο , μὴ καὶ ἀντὶ τῆς βύρσης ἀπενέγκηται αὐτό τινι τῶν περὶ αὐτήν . „ Ὁ αὐτὸς | ||
ἀπὸ τεκτονικῆς ἀπαντᾷ , ὁ χορὸς ὥσπερ δέδιε μὴ ἧττον ἀπενέγκηται τοῦ Κλέωνος καὶ ἀσχάλλει καὶ δυσφορεῖ , ὅτι οὐδὲν |
' σίδοιμι μνῆμα . πολεμία γὰρ ἦν . ἀλλ ' ἔπειγ ' , ὡς μή σε πρόσθε ψῆφος Ἀργείων ἕληι | ||
ἐξωπτημένη , ὥστ ' ἐπεὶ βούλει τῶν λελειμμένων φαγεῖν , ἔπειγ ' ἔπειγε , μή ποθ ' ὡς λύκος χανὼν |
μεθύων συνέθου τὴν θάλατταν ἐκπιεῖν : ” κἀπὶ ταῖς ὁμολογίαις κατέθου καὶ τὸν δακτύλιον . κἀκεῖνος : „ καὶ πῶς | ||
ΑΙΨΑ ΚΕ ΠΗΔΑΛΙΟΝ . Ἤγουν ταχέως ἂν τὸ πηδάλιον μὲν κατέθου , ἀντὶ τοῦ ἔθου , ὑπὲρ καπνοῦ , τουτέστιν |
ὑπόθεσις ᾖ τοῖς χειρίστοις τἀμά . . . . μὴ δείσῃς : ἐξείργασαι γὰρ πάγκαλόν τι χρῆμα , οἷον ἤδη | ||
λογικῆς φωνῆς ὀργανοποιίαν ; αὐτός εἰμι ἐγώ . μηδὲν οὖν δείσῃς : ἐμοῦ γὰρ ἐπινεύσαντος ἀρθρωθήσεται πάντα καὶ μεταβαλεῖ πρὸς |
τί δαί σε Τλημπόλεμός ποτ ' εἴργασται κακόν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τᾶν , ἀλλά μοι τὰ | ||
' ἀνδρός ; Ἀπαπαῖ . Ξυνεγένου τῷ Κλεισθένει ; Μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦδέλφ ' : οὐ γὰρ ἀλλ |
λέγων δὲ ἔπεισεν αὐτὸν ὡς χρή , εἰ μὴ καὶ δέδρακεν , αὑτόν τε ἄδειαν ποιησάμενον σῶσαι καὶ τὴν πόλιν | ||
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους : ὕβρις δ ' , ἐπεὶ δέδρακεν , ἥδε δευτέρα , τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν |
μὲν Καλλιρόην , τὸ δὲ ἀληθὲς ἑαυτόν : ᾐσθάνετο γὰρ ἀποτυγχάνων τῆς ἐπιθυμίας . “ θάρρει δὲ ” ἔφη , | ||
δι ' ἀβελτερίαν οὐδὲ δι ' ἄγνοιαν , οὐδ ' ἀποτυγχάνων ; Καὶ τίς μου καταμαρτυρεῖ , φήσει , δῶρα |
: ἐς πάντα γὰρ δὴ σοὶ τὰ πιστὰ χρώμεθα . λέξηις δὲ μηδὲν τῶν ἐμοὶ δεδογμένων , εἴπερ φρονεῖς εὖ | ||
' αἴνει κακά . σίγα : πόλει δὲ τούσδε μὴ λέξηις λόγους . ἀδικεῖν κελεύεις μ ' : οὐ σιωπήσαιμεν |
πλοῦτος : ἐπὶ τῶν σαθρῶν καὶ ἀβεβαίων καὶ εὐθραύστων . Κεραμεὺς ἄνθρωπος : ἐπὶ τοῦ σαθροῦ . Κακοὶ πίνουσι τῆς | ||
τρέχοντας καὶ τοὺς ἄλλους ἀγωνιστὰς γέλωτος χάριν . λέγεται καὶ Κεραμεὺς Ἀθηναίων νομοθέτης καὶ κεραμικὴ μάστιξ ἡ δι ' ὀστράκου |
προαίρεσιν καὶ τὴν ἀφορμήν . ἦν γὰρ πρόφασις τὸ δίκην εἰσπράξασθαι παρὰ τῶν ἀδικησάντων περὶ τὰ τοῦ θεοῦ χρήματα . | ||
. ἀργυρολόγους : ἀργυρολόγοι , οἱ πεμπόμενοι τοὺς συμμάχους ἀργύριον εἰσπράξασθαι . οἱ Πλαταιῆς : τὸ ἑξῆς οὕτως : οἱ |
ὄδυρμα γαῖά ς ' , ὦ τέκνον , δέξεται . στέναζε , μᾶτερ αἰαῖ . νεκρῶν ἴακχον . οἴμοι . | ||
? ? [ θεᾶς δε ? [ ὤμοι : [ στέναζε [ αἰαῖ : [ διπλᾶ ? ? ? δ |
ἐκ τῶν ὕπνων , ὥσπερ οἱ παῖδες , θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει καὶ ζῇ μετὰ κακῆς ἐλπίδος : τῷ δὲ μηδὲν | ||
Ἀτος . ὅστις δὲ ἰὼν ἐπὶ τὸν πλησίον κακῶς ποιήσων δειμαίνει , μὴ ἃ θέλει ποιῆσαι ἁμαρτὼν τούτων ἃ μὴ |
καὶ ὀρέων διαδοχὰς ὑπὲρ μεγίστων δὴ τὸ πρῶτον συστάσας τριβομένας ἔπαυσας ὑπὸ τῶν ἐλαυνόντων . οἱ δὲ τῶν ἐθνῶν ἄρχοντες | ||
τοὺς κινουμένους ; Κοὐκ ἔσθ ' ὅπως ἐκείνους οὐχὶ φθονῶν ἔπαυσας , ἵνα μὴ ῥήτορες γένοιντο . Τονδὶ δ ' |
τις λάβοι παρὰ φίλου ἀνδρὸς σωφρονοῦντος ὅπλα , εἰ μανεὶς ἀπαιτοῖ , ὅτι οὔτε χρὴ τὰ τοιαῦτα ἀποδιδόναι , οὔτε | ||
τοῦ δοθέντος , ὥσπερ εἰ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ζῴων ἀπαιτοῖ καὶ τῶν φυτῶν . Δεῖ γὰρ οὐ ζητεῖν , |
φοβῶνται μηδὲ φεύγωσιν , ἀλλὰ κἂν τὴν γῆν ἅπασαν δέῃ προλιπεῖν , κἂν τῶν σωμάτων αὐτῶν ἀποστῆναι , ῥᾳδίως ὑπομένωσιν | ||
ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδὼς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν . Γράψε Πολύγνωτος Θάσιος γένος , Ἀγλαοφῶντος υἱός , |
φράσις καὶ τὸ σχῆμα ἀττικόν , ὡς τὸ “ μανίαν μαίνῃ ” . ἀττικὸν δέ ἐστι τὸ εἰπόντα τὸ πρᾶγμα | ||
τὸν μείζονα αὐτοῦ , ἐπικατεγέλων ἄν σοι καὶ ἔλεγον ὅτι μαίνῃ : ὅτι εἶπας , Ἠιχμαλωτεύθη ὁ λαὸς εἰς Βαβυλῶνα |
: ὁ δὲ ἔλαβε τὴν παρὰ τῶν θεῶν μάχαιραν . εἰρωνευόμενος ὁ ἄδικος λόγος τὸν δίκαιόν φησιν , ὅτι ἀστεῖον | ||
] αὐτοῦ . . λέγει δὲ τοῦτ ' ἔπος ] εἰρωνευόμενος . . προσφιλές ] εὐαπόδεκτον . . ἀκοῦσαι ] |
πρόσφατον , νεωστὶ ἐστραμμένην , καινήν . . μὴ μὰν ἀσπουδί γε , δαμασσάμενοί περ , ἕλοιεν νῆας ἐυσσέλμουςἡ διπλῆ | ||
εἰρύατο : νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει . μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην , ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι |
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | ||
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν |
ὁ κατὰ τῶν ἀγαθῶν λόγος ἰσχύει . κολακευτικῶς καὶ δολίως ὑπερχόμενος . πρός . τοὺς ἀκούοντας τὴν τῶν ἀγαθῶν κατηγορίαν | ||
ἐναντίων ποιοτήτων συγκείμενος , μοχθηρὸς ὑπάρχει , μήτε ἀναδιδόμενος μήτε ὑπερχόμενος , ἀλλ ' ἐπὶ πλέον τε παραμένων ἐν τῇ |
ὦ κατάρατε καὶ γραμματοκύφων καὶ πάλιν ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος , περίτριμμα ἀγορᾶς , ὄλεθρος γραμματεύς καὶ πάλιν τί οὖν , | ||
ἢ Ῥαδάμανθυς ἢ Μίνως ὁ κατηγορῶν , ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος περίτριμμα ἀγορᾶς ‚ [ ἀρουραῖος Οἰνόμαος , παράσημος ῥήτωρ ] |
ὑστάτη ] τελευταία . . θάψω ] καλύψω . μὴ μακρηγόρει ] ἤγουν , μὴ μακρολόγει . . ἀλλ ' | ||
. μὴ μακρηγόρει ] μὴ μακρὰ ἀγόρευε καὶ λέγε . μακρηγόρει ] πολυλόγει . μακρηγόρει ] ἤγουν πολλοὺς λέγε λόγους |
τῆς τῶν πολλῶν φλυαρίας , ἀλλὰ τῆς μὲν ἐκείνων ἀδολεσχίας καταγελᾷ , πάλαι δὴ πρὸς ἅπαντας εἰρηκώς , οὐκ ἀλέγω | ||
γνῶναι τοῦτό γε , ὁπόσον τι Πλάτων ἀεὶ τῶν σοφιστῶν καταγελᾷ καὶ ὁπόσου τινὸς ἀξίους αὐτοὺς ἡγεῖται . ὅτε τοίνυν |
; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται . | ||
εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον |
Ἀμυνόμενος : μαχόμενος , βοηθούμενος παρά τινος , ὑπερπολεμῶν , βλάπτων : ἀμύνω δοτικῇ τὸ βοηθῶ , ἀμύνομαι αἰτιατικῇ παθητικῶς | ||
τοῦ ἔτους , καὶ κατὰ πῆξιν ὁ κακοποιὸς ἐκεῖνος τύχῃ βλάπτων τὸν ἐπιμερίζοντα ἢ τὸ ζῴδιον τοῦ ἔτους ἢ τὸν |
τι δυσνόητον θέλωμεν αἰνίττεσθαι , χρώμεθα τῷ προειρημένῳ . Ἀκόνην σιτίζειν : ἐπὶ τῶν τροφῇ μὲν πολλῇ χρωμένων , μηδὲν | ||
μὲν αὐτὸς μὴ ψαύειν κρειῶν καὶ λέγεν ὡς ἄδικον , σιτίζειν δ ' ἄλλους . ἄγαμαι σοφόν : αὐτὸς ἔφα |
ἐν λόγῳ , ὁ δ ' αὐτὸς καὶ προτρεπτικὸς καὶ ἐλεγκτικὸς οὗτος ὁ δυνάμενος ἑκάστῳ παραδεῖξαι τὴν μάχην , καθ | ||
ὁ διάλογος διὰ μὲν τὸν Φαῖδρον ἠθικὸς καὶ καθαρτικὸς , ἐλεγκτικὸς , προτρεπτικὸς εἰς φιλοσοφίαν : διὰ δὲ τοὺς περὶ |
οὗ μάλιστα παρίσταται τὸ εἶναι πρόνοιαν . εἰ δὲ μηδέπω πέπεισαι , τὸν ἔθ ' ὑποικουροῦντα ἐνδοιασμὸν εἰπὲ θαρρῶν : | ||
καὶ πείσειεν ἄν : νῦν δ ' οὖν , εἴτε πέπεισαι εἴτε ὁπωσδὴ ἔχεις , σύμφῃς γοῦν ἡμῖν πάντα τὰ |
ἀποδώσω αὐτῷ χάριν ὑπὲρ ὧν ἐποίησεν εἰς ἐμέ , ὥσπερ χρεωστῶν αὐτῷ . τοῦτο δὲ κατ ' εἰρωνείαν λέγει . | ||
κατασκευῆς καὶ μὴν ] ἐν εἰρωνείᾳ ὁ λόγος ὀφείλων ] χρεωστῶν τίνοιμ ' ] ἀποδοίην ἐκερτόμησας ] ὠνείδισας δῆθ ' |
ὧν γὰρ ὁ νοῦς ἀπολείπεται , πρὸς ταῦθ ' ἡ προφητεία φθάνει . καλή γε ἡ συζυγία καὶ παναρμόνιος τῶν | ||
ἐπὶ δύο ὥρας κατεφίλει , λέγων : Πληρωθήσεται ἐν σοὶ προφητεία οὐρανοῦ περὶ τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ , καὶ σωτῆρος |
ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ . | ||
ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι |
εὐδαίμονα ἐποίησας ; λαβὼν γάρ , ἔφη , ταῦτα πάντα κέκτησο , καὶ χρῶ ὅπως βούλει αὐτοῖς : ἐμὲ δὲ | ||
βίου . φίλους δὲ τοὺς μὲν μὴ χαλῶντας ἐν λόγοις κέκτησο : τοὺς δὲ πρὸς χάριν σὺν ἡδονῇ τῇ σῇ |
Ἑλένη ς ' ἀδελφὴ ταῖσδε δωρεῖται χοαῖς “ . τὸ δωροῦμαι δὲ τὸ ἀποχαρίζομαι , ἀπὸ δοτικῆς εἰς αἰτιατικήν . | ||
Προπίνω σοι , ὦ Σεύθη , καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς |
Οἶσθ ' , ὦ ξέν ' , ὡς νῦν μὴ σφαλῇς ; ἐπείπερ εἶ γενναῖος , ὡς ἰδόντι , πλὴν | ||
] ! ι : σι ? [ ! ! ] σφαλῇς [ ] [ ] [ ] υσος ἐῶν : |
ματαιοπονεῖν ἐν τῇ ὁδῷ . . . ληφθῶ δόλῳ ] κρατηθῶ δόλῳ τῷ τῶν πολεμίων . . Ἐτεόκλεες , φέριστε | ||
καὶ ἀπὸ τούτων μαθὼν ἐγὼ οὔτι καὶ οὐδαμῶς ληφθῶ καὶ κρατηθῶ τῷ τῶν Ἑλλήνων δόλῳ . τὸ δὲ μὴ παρέλκον |
φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου φωνὴ ὥσπερ πταρνυμένου : φρυάττεσθαι δὲ τὸν ἵππον τὸν φυσῶντα καὶ γαυρούμενον . καθαρίζειν | ||
συκοφαντεῖν συμβόλαια σύσσημον Τεμβρίειον Τίβιον τρίγωνον τρόπαιον τύντλος ὑπόθεσιν φερνήν φρυάττεσθαι χλωρόν ὅταν τις ἡμῶν ἀμέριμνον ἔχῃ βίον , οὐκ |
θρῆνον . σθένος ] τῶν Περσῶν . δίαινε πῆμα ] δάκρυε τὸ ἀτύχημα . δόσιν κακάν ] δίδου τοῖς κακοῖς | ||
. τὸ δὲ τοὺς Θηβαίους ἐλεεῖς , ὡσανεὶ ἔλεγε μὴ δάκρυε τὰς Θήβας , Αἰσχίνη , ἀφ ' ὧν πεπλούτηκας |
. γνώσεσθε δ ' ἐκεῖθεν . οὐκ ἐνῆν ἄνευ τοῦ προσκαλέσασθαι δήπου τοῖς Λοκροῖς δίκην κατὰ τῆς πόλεως τελέσασθαι . | ||
ἀγαθῶν ἐπὶ τοῦ Διός , εἰ δὲ μή , ἀπειλοῦσι προσκαλέσασθαι ἐπὶ τὸν ἀναδασμόν , ἐπειδὰν τὸ πρῶτον δίκας ὁ |
καὶ ὑπήκουσε . τοῦ δὲ πλοῦ μελήσει τοῖν Διοσκόροιν . Ἐλπίζω σε τὴν Ῥαδαμάνθυος δόξαν ἐν τῷ δικάζειν ἕξειν ὥσπερ | ||
, πολὺ μᾶλλον ἢ πρὶν ἄρχεσθαι τὴν ἀπόστασιν γινομένην . Ἐλπίζω δὲ καὶ τἄλλα προῤῥηθῆναι ἀνθρωπινωτέρως ἢ ὅσα περ τοῖσιν |
' οὗτος ἁνὴρ τοῦτ ' ἐτόλμησεν λέγειν , εἰ μὴ ξυνωμότης τις ἦν . ἀλλ ' ἐκ τούτων ὥρα τινά | ||
Γ λύκους ⌈ καλεῖ [ λέγει Γ ] . Γ ξυνωμότης : προδότης . ⌈ τοῦτο δὲ Γ ὡς ἐπὶ |
ἀκούσασιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ τοιοῦτος λόγος , ἐκείνως τὴν ὑπόλοιπον ποιήσασθε ἀκρόασιν . Ὥσπερ ὅταν περὶ χρημάτων ἀνηλωμένων διὰ πολλοῦ | ||
αὐτὸς ὁ λογισμὸς αἱρῇ : οὕτω καὶ νῦν τὴν ἀκρόασιν ποιήσασθε . Εἴ τινες ὑμῶν ἐκ τῶν ἔμπροσθεν χρόνων ἥκουσιν |
τὰ λύτρα τε ἀπωσάμενος , προῖκα τοὺς αἰχμαλώτους ἀπέπεμψεν . Ἕνα δὲ ἐκ τῶν πρέσβεων Φαβρίκιον οὕτως ἠγάσθη καὶ ἐθαύμασεν | ||
, ὥς τινα ἀντίτεχνον καὶ ἀντισοφιστὴν τῆς μαγγανείας αὐτοῦ . Ἕνα γοῦν τινα τῶν Ἐπικουρείων , τολμήσαντα καὶ διελέγχειν αὐτὸν |
μεθυσοχάρυβδις μεσοπέρδην μισητόν μοιμύλλειν , μοιμυλλᾶν μοιχοτύπη μολυβδιᾷς μονογέρων μοχλίον Μύλλος ναιδαμῶς νεοπεινής νηπτικωτάτην νοσακερόν νωδογέρων ξυλοκύμβη ἐς ὀλβίαν ὀλεκρανίζειν | ||
Κρατῖνος ἐν Κλεοβουλίναις . Ἔστι δὲ καὶ κωμῳδιῶν ποιητὴς ὁ Μύλλος . Μυσῶν λεία : παροιμία ἐπὶ τῶν κακῶς διαρπαζομένων |
δίκρουν ξύλον : οὔτ ' εὔρυθμος γάρ ἐστιν οὔτ ' ἀχρήματος . Ἀγορὰν ἰδεῖν εὔοψον εὐποροῦντι μὲν ἥδιστον , ἂν | ||
ἐνειργάσατο τὴν ἑκούσιον αἵρεσιν . ἄναυδος γὰρ καὶ ἀκτήμων καὶ ἀχρήματος μόνος οὗτος βασιλεὺς ἡμῖν ἀνεγράφη , πρὸ τοῦ τυφλοῦ |
τῆς οὔ ἀποφάσεως . δι ' ὅτι μέντοι ἡ μή ἀπαγόρευσις ἐπὶ τὰς προειρημένας ἐγκλίσεις συντείνει , ἐν τῷ περὶ | ||
ἀπαγορεύειν ἃ μὴ χρή : πρόσταξις δὲ τῶν πρακτέων καὶ ἀπαγόρευσις τῶν οὐ πρακτέων ἴδιον νόμου , ὡς εὐθὺς εἶναι |
αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . Ἀτυχίαν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς . Ἀληθείας ἔχου | ||
κόλαζε , ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε . . δυστυχῶν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε |
οὐκ ἀξία παραδέχεσθαι . καὶ γὰρ ἔτι πλείω τις ἂν ἐπεξέλθοι λέγων : ἐπεὶ καὶ τὸ μέγιστον ἀγαθὸν ὃ δωρεῖται | ||
' ὑπὲρ μὲν τούτων , ὅσα ἄν τις τῷ λόγῳ ἐπεξέλθοι , λελεγμένα ἐρεῖ πρὸς Ξενοφῶντος τοῦ πάλαι : οὐδὲν |
: ὁ ἀσθενής , τοῦ δ καὶ καταβιβασμῷ τοῦ τόνου ἀκιδνός , ὁ μὴ κινούμενος . οὕτω Μεθόδιος . . | ||
ἀκιδνὸς ὁ ἀσθενὴς , περὶ τὸ αἰκίζω . αἰκιδνὸς καὶ ἀκιδνός : ἀκτάζω , ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ |
ζεῦγος χολικῶν ἐπιθυμῶν . φαυλία μὲν εἶδος . . . φριμάττεσθαι μὲν τὸν τράγον φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου | ||
, γαυρίαμα , αὔχημα . καὶ φρυάττεσθαι , χρεμετίζειν , φριμάττεσθαι , φυσᾶν , ἀσθμαίνειν , ἐκπνεῖν , γαυριᾶν . |
ἀποθνῄσκεις καὶ ἀπελειτούργησας . παρὰ δὲ ταῦτα οὐδέν . οὐκοῦν εὐθύμει . Ἐναργὲς ἔστω ἀεὶ τὸ ὅτι τοιοῦτο ἐκεῖνος ὁ | ||
χόρευε . . γέλα ] μειδία , εὐφραίνου . , εὐθύμει . νόμιζε ] λογίζου , ὑπολάμβανε . αἰσχρόν ] |
' ὁ τοῦ βασιλέως τοῦ Φιλαδέλφου πλοῦτος . . . φυλαχθεὶς κατελύθη ὑπὸ τοῦ τελευταίου Πτολεμαίου τοῦ καὶ τὸν Γαβινιακὸν | ||
τρόπον , Περίλαος κολασθεὶς καὶ ὁ ταῦρος ἀνατεθεὶς καὶ μηκέτι φυλαχθεὶς πρὸς ἄλλων κολαζομένων αὐλήματα μηδὲ μελῳδήσας ἄλλο ἔτι πλὴν |
, εἰ τὴν οὕτω στεργομένην μὴ συνὼν γηροτροφοίην , ὁπότε ἀκούοιμι φθεγγομένου τοῦ φίλου , δεσμὸς τοῦτο ἦν , ὥστε | ||
μοι : ὡς ἐγὼ ταῦτ ' ἂν ἥδιόν σου διηγουμένου ἀκούοιμι ἢ εἴ μοι γυμνικὸν ἢ ἱππικὸν ἀγῶνα τὸν κάλλιστον |
μοι λέγεις , ὦ Φιλοσοφία , τίνα ἠδίκησαι , ἀλλὰ ἀγανακτεῖς μόνον . Καὶ μὴν ἄκουε , ὦ Ζεῦ , | ||
ὑπέργηρων ἐρέσθαι βούλομαι . τί δακρύεις τηλικοῦτος ἀποθανών ; τί ἀγανακτεῖς , ὦ βέλτιστε , καὶ ταῦτα γέρων ἀφιγμένος ; |
ἐφ ' ὧν οὖν καὶ ἔμφραξίς ἐστι μεγίστη καὶ φλεγμονὴ σκιρρώδης καὶ ἡ δύναμις ἔρρωται , ἐπὶ τούτων παραλάμβανε κένωσιν | ||
ἐπὶ μὲν τοῖς δι ' ὄξους ἐπιχρίσμασιν ἀξιολόγως καθαιρούμενος ὁ σκιρρώδης ὄγκος , ἐπὶ δὲ τοῖς χαλαστικοῖς μαλακυνόμενος μέν , |
: τάλαρος : . . . ἢ ἀπὸ τοῦ τηρὸς ταρός , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς τάλαρος , ὁ | ||
σημαίνει τὸ ὑπερφρονῶ ἀττικῶς . ἔπειτ ' ] ἆρα . ταρός ἐστιν ὁ μικρὸς καλαθίσκος , ταλαρὸς δὲ ὁ μέγας |
μεγάλαισιν ἐν Θήβαισιν ἀνάσσων . Τανῦν δ ' ἀκούειν τίς ἀθλιώτερος ; τίς ἄταις ἀγρίαις , τίς ἐν πόνοις ξύνοικος | ||
! ! ] α μέντοι , νὴ Δί ' , ἀθλιώτερος : [ ! ! ! ! ! ! ] |
τὰ τέκνα . Κακοπραγμονεῖν γὰρ οὐ πρέπει τὸν ἐλεύθερον . Κόλαζε κρίνων , ἀλλὰ μὴ θυμούμενος . Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν | ||
ὁμολογοῦντα σωφρονεῖν πλεονάκις ἢ ὀλιγάκις ἁμαρτάνειν λέγοντα πλημμελεῖν πολλάκις . Κόλαζε τὰ πάθη , ἵνα μὴ ὑπ ' αὐτῶν τιμωρῇ |
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
ἀπώλειαν τῶν ἀνθῶν ἰδὼν αὐτὸς ἔφη παραιτήσεσθαι τὸν πατέρα καὶ κατηγορήσειν τῶν ἵππων , ὡς ἐκεῖ δεθέντες ἐξύβρισαν , καὶ | ||
ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες , οἱ μὲν ἀληθῆ κατηγορήσειν , οἱ δὲ ἀληθῆ ἀπολογήσεσθαι . Ἀνωρθίαζον : Ἀνδοκίδης |
πᾶσαι διέφθειρον αὐτὴν καὶ κάκιστα ἀπώλλυον . ἀντὶ δὲ Φιλίας Κολακεία παρῆν , δουλοπρεπὴς καὶ ἀνελεύθερος , οὐδεμιᾶς ἧττον ἐπιβουλεύουσα | ||
, ὅταν ἐν αὐτῷ δειλίαν ἐμποιῇ ; Τί μήν ; Κολακεία δὲ καὶ ἀνελευθερία οὐχ ὅταν τις τὸ αὐτὸ τοῦτο |
ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , | ||
ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας |
κἀγὼ μὲν ἐπὶ τούτοις κλάω τε καὶ ἐμαυτὴν δρύπτω καὶ νουθετῶ τὸν υἱόν , ὁπόσα εἰκός , ὁ δὲ οὐκ | ||
διασκορπίζω , δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω , διπλασιάζω , ἀφοσιῶ . α : |
καθ ' ὃ χαρακτηρίζεται τὸ ἡμέτερον εἶδος . δόξει δὲ ἀνοηταίνειν , εἰ εἴπῃ ὅτι εἴωθεν ἡμῖν ὁ κύων νοσήματα | ||
ἀλλὰ μόνα ταῦτα : πονηρεύεσθαι , πανουργεῖν , μισολογεῖν , ἀνοηταίνειν , ἀμαθαίνειν : τὸ δ ' ἀφραίνειν ποιητικώτερον . |
, Ἀττικοί : βυβλία , ὡς Δημοσθένης , κοινόν . Βλάξ . ὁ διὰ νωθρίαν ἁμαρτηκώς . Βλάξ , μαλακός | ||
Κύμῃ χωρίου τῆς Βλακείας , οὗ μνημονεύει καὶ Ἀριστοτέλης . Βλάξ , βλακεύειν , βλακεύεσθαι καὶ βλάκες καὶ βλακικῶς : |
πρὸς αὐτοῦ τοῦ μοιχοῦ πεσεῖν ἀδήλως ἢ δικασταῖς παραδίδοσθαι . Δεινὸν ὁ μοιχὸς καὶ πᾶσαν παρῆλθεν ἀδικημάτων ὑπερβολήν : ὅθεν | ||
κατελειπόμην . Ἐγάμησεν ἣν ἐβουλόμην ἐγώ . Ἐξάραντες ἐπικροτήσατε . Δεινὸν σὺ φράγμα τῆς νύμφης λέγεις . Τηρῶ τὸν Δία |
ἢ ὡς ἐν κωμῳδίᾳ , ὡς καλόν τι ἀκούσας τὸ οἴμωζε , ἀποκαλύπτεται φανερὸν αὐτὸν δεικνύς . ἀπὸ γὰρ ὀλέσεις | ||
: Ἐπεὶ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ ἐστιν ὁ ἀήρ . οἴμωζε παρ ' ἐμὲ : Παίζων τοῦτό φησιν , ἐπειδὴ |
πλέων καὶ κατάπλεων Ἀττικοί , πλήρη Ἕλληνες . πεπράσομαι πεπράσῃ πεπράσεται Ἀττικοί , πραθήσομαι πραθήσῃ πραθήσεται Ἕλληνες . πλεῖν ἢ | ||
καὶ ἐκήρυξεν ὃς ἂν ἁλῷ ἔνδον ὢν τῶν στρατιωτῶν ὅτι πεπράσεται . τῇ δ ' ὑστεραίᾳ Κοιρατάδας μὲν ἔχων τὰ |
καὶ τὸ σόν : ὡς εἴ με πημανεῖς τι , βουλήσῃ ποτὲ καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ ' ν ἐμοὶ | ||
οὐρηρὸν ἀγγεῖον ἢν οὐρητιάσῃς ] ⌈ οὐρήσειν βούλῃ [ οὐρῆσαι βουλήσῃ ] , ἢ ⌈ εἰ στραγγουρίας περιπέσῃς νοσήματι . |
. ἢ καὶ ὡς ἀλεξίκακον Ἡρακλέα καλεῖ . μ ' ὦνθρωπε : εὐλαβεῖται δὲ καταφανὴς γενέσθαι ὁ Διόνυσος . τοῦτό | ||
' , ἀδικεῖς ἐμποδὼν καθήμενος . Οὐδὲν δεόμεθ ' , ὦνθρωπε , τῆς σῆς μορμόνος . Οὐδ ' οἵδε γ |
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „ | ||
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς |
η μβ , τοιούτων ἦν καὶ ἡ μὲν ΔΕ εὐθεῖα χλα ιγ μη , ἡ δὲ ΝΕ ἡμίσεια οὖσα τῆς | ||
κολοβαὶ δὲ καὶ ἀπρεπεῖς ἐσθῆτες ζημίας καὶ ἀπραξίας σημαίνουσι . χλα - μὺς δέ , ἣν ἔνιοι μανδύην οἱ δὲ |
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „ | ||
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ |
δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς αἱρήσεις καὶ ἀποχωρῶν οὐ μὴ δείσῃς τὸν πολέμιον . ἄλλος | ||
. καὶ αἰρῶ τὸ νικῶ , ἐξ οὗ καὶ οὐχ αἱρήσεις , τὸ οὐ νικήσεις . Ἀκόλαστος : κυρίως ὁ |
; ἂν μέτριον , μενῶ : ἂν λίαν πολύν , ἐξέρχομαι . τούτου γὰρ μεμνῆσθαι καὶ κρατεῖν , ὅτι ἡ | ||
δῷς , ἀλλ ' ἀπόδος . καὶ δὴ φέρους ' ἐξέρχομαι . Ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε . Παραγεύσεταί σοι |
: πλεύσεως . ὀϊζύος : κόπου . μογέουσιν : μογέω κακοπαθῶ . Δυσκελάδοισι : δυσήχοις . συνιππεύοντες : συμπεριπατοῦντες , | ||
. τάλας : τάλας : παρὰ τὸ τάλλω , τὸ κακοπαθῶ , ἔνθεν Ἡσίοδός φησιν ” ἐτρέφετ ' ἀτάλλων ” |
οὐκ ἔχει . λαμβάνεται δὲ ὁμοίως ἀπὸ τοῦ θίγω τὸ θιγγάνω , καὶ ἀντὶ τοῦ μήθω τὸ μανθάνω , καὶ | ||
, ὡς ἂν εἴποιμεν : ἱστόρησα τὴν πόλιν : πρωτόλεια θιγγάνω : ἀντὶ τοῦ πρὸ πάντων σε λιτανεύω καὶ ταύτην |
ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] . | ||
ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς |
. ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ θέλεις . | ||
κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ δὲ φεύγων καὶ οἰμώζων ἔλεγεν : „ οὐκ ἔδει με τὸν ταλαίπωρον αὐλητὴν |
ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ | ||
. τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς |
κατὰ τοὺς Δελφοὺς , ἔνθα γῆς ὀμφαλὸς λέγεται . τίς ἐλεήσει αὐτὸν , ὦ Ζεῦ : τί : οὗτος γὰρ | ||
: ” τίς σε , ὦ τέκνον , τῶν θεῶν ἐλεήσει ; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη |
τέλος εἰς κάθαρσιν τῶν συγκομισθέντων πρὸς ἑτοιμοτέραν τροφῆς χρῆσιν . Κλέπτης δέ τίς ἐστι καὶ ὁ ἀνδραποδιστής , ἀλλὰ τοῦ | ||
Μισοῦντ ' ἐμίσει , καὶ σὺ τοῦτ ' ἠπίστασο . Κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης . Ἐν τοῖς δικασταῖς , |
, δαλός δαυλός , ἴαχεν ἴαυχεν , λέγουσιν οὕτω καὶ φάσκω φαύσκω καὶ μετὰ τοῦ ρ φραύσκω . δῆλον δ | ||
. ἀπομορχθεὶς ] ἀποβαλών . Γ ἔνδον τούτων ὧν ἂν φάσκω : ἀντὶ τοῦ ” ἃ ἔξωθεν ἐπαγγέλλομαι ποιεῖν , |
ἐρίβωλον ἵκοιο , πρὸς Αἰσχίνην ἔφη , “ εἰς τρίτην ἀποθανοῦμαι . ” μέλλοντί τε αὐτῷ τὸ κώνειον πίεσθαι Ἀπολλόδωρος | ||
τε καὶ ἀηδέστερον ζῆν ; ἀλλὰ μὴν εἴ γε ἀδίκως ἀποθανοῦμαι , τοῖς μὲν ἀδίκως ἐμὲ ἀποκτείνασιν αἰσχρὸν ἂν εἴη |
Ἀναβάλλομαι χορεύειν λιγυροῖς μίτοισι κρούων γαμικὸν μέλισμα σεμνόν , βιοτῆς χάρισμα πρῶτον . Τί γάρ , εἰπέ μοι , τίς | ||
χάριν ὄντα τοῦ θεοῦ τὰ σύμπαντα , γενέσεως δὲ οὐδὲν χάρισμα , ὅτι γε οὐδὲ κτῆμα , θεοῦ δὲ κτῆμα |
οὗτος ὁ Πέρσης , δοκεῖ μοι κἂν τὴν ὅλην γῆν ἀπαιτῆσαι τὴν Τύχην ἢ κακῶς ἂν εἰπεῖν , ὡς οὐκ | ||
, καὶ τούτοις μὲν τοῖς τρόποις , ὅτ ' ἂν ἀπαιτῆσαι βουληθείης ἐλέγχους , χρήσῃ : χρήσῃ δὲ καὶ ἑτέρᾳ |
δ ' οὐχὶ σόν . Εἴπερ γ ' Ὀρέστου σῶμα βαστάζω τόδε . Ἀλλ ' οὐκ Ὀρέστου , πλὴν λόγῳ | ||
οἱ ἀπολλύμενοι ἐμακαρίζοντο . ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ |
τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ βασιλέως πέπωκας . οὐκ ἔλαττον , οὐ μὰ τὴν Ἀθηνᾶν . | ||
τὸν νεώτερον . Σίκων ἐγὼ βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος . πέπωκας οὗτος ; ναὶ μὰ Δία , πέπωκ ' ἐγὼ |
μετοχήν . ἐπ ' ἄτρυτον : τὸν ἄτρυτον καὶ τὸν ἀκαταπόνητον : ἐκ δὲ τούτου τὸν ὑπερβεβλημένον ὡς δεινὸν ἐμφαίνει | ||
ἀκατάβλητον ] τὸν μὴ καταβάλλοντά τι ἤτοι διδόντα , τὸν ἀκαταπόνητον . , τὸν ἀκαταγώνιστον , τὸν ἰσχυρόν . ἔξαρνος |
λέγειν , ἐν δὲ ταῖς ἀπουσίαις ἀπὸ τοῦ γράφειν . θεραπεύεις δὲ καὶ οἷς ἐπιστέλλεις : τοῖς γὰρ λαβοῦσι ταῦτα | ||
αὐτόν . ὥσθ ' ὅταν μοι προσίῃς , ἐμὲ οὐ θεραπεύεις ; οὐ : ἀλλ ' ἐμαυτόν . εἰ δὲ |
προδοσίας δικαίως κρινοίμην , οὐδὲ δικαστὴς εὖ φρονῶν ἀνέξεται τοιαῦτα ληρούντων : τῶν γὰρ πραττομένων ἕκαστον ἐφ ' ἑαυτὸ δεῖ | ||
σέ . Γ τῇ Κεχηναίων πόλει : Ἀθηναίων , ὡς ληρούντων αὐτῶν . ἔπαιξε παρὰ τὸ “ Ἀθηναίων ” . |
. Ἄνθρωπον ὄντα σαυτὸν ἀναμίμνησκ ' ἀεί . Ἀνεξέταστον μὴ κόλαζε μηδένα . Ἀφεὶς τὰ φανερὰ μὴ δίωκε τἀφανῆ . | ||
: διπλῆ καὶ ἔκθεσις εἰς ἰάμβους τριμέτρους ἀκαταλήκτους ηʹ . κόλαζε : ἀντὶ τοῦ ” παίδευε “ ; οἱ γὰρ |
θεῶν δρᾶτε [ μηδαμῶς τάδε . σὼ δ ' αὐταδέλφω χερμάδ [ ' αἴρουσιν χεροῖν λέγουσί θ ' ὡς ἔφυσαν | ||
γένωμαι ; τοὶ δ ' ἐπ ' ἀμφιβόλοισιν ἰάπτουσι πολῖται χερμάδ ' ὀκριόεσσαν . παντὶ τρόπῳ , Διογενεῖς θεοί , |
. Αἰσχύλος ἐν Περραιβίσιν . μέμνηται καὶ Διογενιανὸς ἐν τῆι Λέξει τούτου καὶ Διονύσιος ἐν τῆι Ἐκλογῆι τῶν ὀνομάτων , | ||
, ὅτι διὰ τούτου τὰς τῶν ἡρώων πράξεις διηγεῖται . Λέξει δὲ ποικίλῃ κεχρημένος τοὺς ἀπὸ πάσης διαλέκτου τῶν Ἑλλη |
. ὦ δαιμόνι ' ἀνδρῶν , μὴ φθονερὸν ἴσθ ' ἀνδρίον . κατ ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ ' ἀπετισάμην . | ||
ἐκείνη αἰδεσθεῖσα λύσσαν τοῖς κυσὶν ἐμβάλλει , κἀκεῖνον κατέφαγον . ἀνδρίον : δυσγενὲς καὶ ἀνελεύθερον ἀνθρώπιον : ὑποκοριστικῶς . ἀνδρίον |
ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς * * : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μεῤῥᾶς καὶ Σιλωὰμ ῥεύματα | ||
ἀγαθὰ βεβαιότερα καὶ τὰ κακὰ ἰσχυρότερα μαντεύεται , ὁ δὲ ὀστράκινος ἔλαττον : ἀμφότεροι δὲ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχουσι . λύχνος |
καλεῖται ἀλλ ' ἔτι μένει σύνθετον , ὡς ἐπὶ τοῦ συνήγορος εὐσυνήγορος , σύμβουλος εὐσύμβουλος , κένταυρος ἱπποκένταυρος : ἔστι | ||
ὑπὲρ τοῦ δὴ ταῦτα καὶ τί τὸ ἀδίκημα ; ὁ συνήγορος , φησίν , οὐκ εἶπεν , ἥτις ἦν ἡ |
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ | ||
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ ' |
ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ | ||
: ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας |
τὸ ἀλιτῶ ἀλιτός . ἢ ὁ ἀνδροφόνος : παρὰ τὸ ἀλοιᾶν , τὸ τύπτειν , ἔνθεν καὶ πατραλοίας . . | ||
δὲ προπαροξυτόνως τὸ κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς |
ὄνομα ποτηρίου . Κρατῖνος : οὐδ ' ὀξύβαφον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται . Ἀντιφάνης δὲ εἶδος κύλικος μικρᾶς κεραμέας αὐτὸ παρίστησιν | ||
ὀξύγαρον γὰρ * * * : ” ὀξύγαρον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται ” . ὀξύβαφον , οὐχὶ ὀξόβαφον . ὀξύβαφον , |
κατὰ μέρος διαπίπτει , οὐκ ὀρθῶς χρώμενος ταῖς λέξεσιν , ὀδυσσαμένοιο τεοῖο . τοῦτο γάρ ἐστι τοῦ σοῦ , θέλει | ||
κτητικαὶ οὐδέποτε ἐπὶ πρᾶγμα φέρονται , σαφὲς ὅτι ὡς τὸ ὀδυσσαμένοιο τεοῖο ἐπὶ πρᾶγμα φερόμενον ὠλιγώρηται : δέον γὰρ γενικὴν |