| λύραν ἁρμοσάμενος ἐκιθάριζε . πρὸς δὲ τοὺς πυνθανομένους τὴν αἰτίαν ἀπεκρίνετο ἐμμελῶς ὅτι πραΰνομαι . δοκεῖ δέ μοι καὶ ὁ | ||
| δὲ προσῆλθεν , ἤρετο αὐτὸν εἰ βληθείη : ὁ δὲ ἀπεκρίνετο , ὡς ὁρᾷς . δίδωμι τοίνυν σοι , ἔφη |
| τὸ δὲ ὄφελον ῥῆμα . ἑτερόφθαλμος μέν ἐστιν ὁ κατὰ περίπτωσιν πηρωθεὶς τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν , μονόφθαλμος δὲ ὁ | ||
| κατὰ τὴν ἀπὸ τῆς περιπτώσεως μετάβασιν . οὔτε δὲ κατὰ περίπτωσιν θεωρεῖται οὔτε κατὰ τὴν ἀπὸ τῆς περιπτώσεως μετάβασιν : |
| , ἴσον μετρῶν ὀφθαλμόν , ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κανών διὰ ψήκτρας ς ' ὁρῶ ξανθὴν καθαίρονθ ' | ||
| φασιν οἱ ποιηταί , γεγονὸς ἐξ ἑαυτοῦ : διὸ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται κατὰ τὴν τῆς ἀναφθείσης ὕλης μονήν , ἐξαναλωθείσης δ |
| ' ἀρχὰϲ μὲν οὖν ἐντυχόντεϲ τῷ κάμνοντι μετὰ τὴν τῶν ϲκυβάλων διὰ κλυϲτῆροϲ κένωϲιν φλεβοτομίαν ἀπ ' ἀγκῶνοϲ παραλάβωμεν μετὰ | ||
| ἐλάχιϲτον καὶ γίγνεται χρήϲιμον ἐπὶ τῶν διὰ ἕλκωϲιν ἐντέρων κατεχομένων ϲκυβάλων καὶ ἐπὶ τῶν ῥυπαρῶν ἑλκῶν ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ . |
| καὶ οὕτω λέγουσιν : ἐς Μακαρίαν καὶ εἰς Μακαρίαν . βαμβαίνων : βῆματα [ ] πρὸ βήματος βαίνων , κατὰ | ||
| . . βαμβαίνων Κ . . , = . : βαμβαίνων : διὰ τρόμον οὐκ ἠρεμοῦσαν τὴν βάσιν ποιούμενος . |
| ὡς ἄνοπλος ὑπ ' οὐθενὸς κωλυόμενος ἐπὶ τὸ βῆμα , σπᾶται τὸ ξιφίδιον , ὃ τῆς περιβολῆς ἐντὸς ἔκρυπτε , | ||
| καὶ τὰ στήθεα , [ καὶ ] οἰμώζει . Οὗτος σπᾶται σφόδρα , ὥστε μόλις κατέχεται ὑπὸ τῶν παρεόντων , |
| παῖς ἐξαίρετον . ἐγὼ δὲ τῶι πρόσπολος ἁ τριτοβάμονος δευομένα βάκτρου γεραιᾶι χερί ; Ἰθάκης Ὀδυσσεὺς ἔλαχ ' ἄναξ δούλην | ||
| πρόσπολος : τίνι δὲ ἐγὼ ἐκληρώθην δούλη , ἡ τριβάμονος βάκτρου δεομένη διὰ τὸ γηραιὸν κάρα : τρίτος γὰρ ποὺς |
| καβαλλαρίων , πρῶτον τῶν πλαγίων μερῶν ὡς ἐπὶ πλαγιοφύλακας , συνακολουθοῦντος αὐτοῖς καὶ τοῦ μέσου μέρους , ὁμοίως καὶ τῶν | ||
| πόλιν μαστίζων καὶ κατὰ πάντα τρόπον αἰκιζόμενος , ἅμα κήρυκος συνακολουθοῦντος ὅτι τὸν ἄνδρα Διονύσιος τιμωρεῖται παρηλλαγμένως , ὅτι τὴν |
| ἀγροῦ καρπός . Ἀλλὰ πάλιν γενόμενον τὸ τοιοῦτον ὑποστρέφει εἰς κτητικὴν ἀντωνυμίαν τὴν ἀπὸ τοῦ ἐμός . οὐ γὰρ ἄλλως | ||
| . δι ' ὃ κἀκεῖνο τὸ ἀνάγνωσμα οὐκ ἐγκλινόμενον τὴν κτητικὴν ἀντωνυμίαν σημαίνει , οἱ δὲ οἳ ἐβλάφθησαν : ἐγκλιτικῶς |
| ὁ τύπτων ὡς δερόμενον καὶ φροντίζοντα τῶν μυστηρίων . 〚 τυπτόμενος γὰρ θείας τελετῆς μέμνηται . 〛 τὸ ἰοὺ ἰού | ||
| τοῦ ἀρσενικοῦ , οἷον τὸν τυπτόμενον τὸ τυπτόμενον . Ὁ τυπτόμενος χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος παθητικοῦ καὶ παρατατικοῦ , γίνεται |
| τοῦ ι γράφονται : Ζωΐλος : Καδμίλος : Τρωΐλος : ναυτίλος : βανδίλος : πενθίλος : ὀργίλος : Μυρτίλος : | ||
| , ταῦτα δ ' ἀμφότερα πολέμια πολύποδι . ὁ δὲ ναυτίλος καλούμενος , φησὶν Ἀριστοτέλης , πολύπους μὲν οὔκ ἐστιν |
| ἐφύλαξε τὸ ο , οἷον υἱέος : εἰκότως οὖν ὡς παραλλάξαν παρ ' αὐτοῖς κατὰ τὴν γενικὴν τῶν ἑνικῶν παρήλλαξε | ||
| δηλοῖ δὲ περὶ αὐτοῦ τὸν τρόπον τοῦτον : ἀγκῶνος ἄρθρον παραλλάξαν μὲν ἢ πρὸς πλευρὴν ἢ ἔξω , μένοντος τοῦ |
| τοῦ πρεσβυτέρου δοκοῦντος εἶναι , τοῦ δὲ νεωτέρου τῇ δεξιᾷ ψαύσῃ . καλεῖται δ ' ὁ μὲν [ ἐν ] | ||
| κρᾶσις γίνεται . καὶ ὅπως μηδὲ κατὰ τοῦτο τὸ τρῆμα ψαύσῃ ποτὲ ὁ κερατοειδὴς χιτὼν τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ὑγροῦ , προὐνοήσατο |
| τὰ ὅμοια , καθαρτική : εἰ δὲ περὶ τὸ θεῖον ἐπέστραπται , θεωρητικὴ ὑπάρχει . Καθάπερ εἴρηται , ἀπορητικῶς προέρχεται | ||
| τῆς πρώτης ἑνάδος . φασὶ γὰρ ὅτι πάντα ὀρεγόμενα αὐτοῦ ἐπέστραπται πρὸς αὐτό . εἰ τοίνυν ἕτερόν ἐστι τὸ ὀρεκτὸν |
| δὲ ἀνατολῶν Ἰνδικῆς μέρει παρὰ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν κατὰ τὴν ἐκβαλλομένην γραμμὴν ἀπὸ τοῦ πρὸς τῇ Ἀραχωσίᾳ ὁρίου μέχρι τοῦ | ||
| - μάτων οὐ τοῦτο βουλομένων , εἶτα καὶ τῆς οἰκείας ἐκβαλλομένην βουλοίμην ἂν διὰ σοῦ μὴ τὸ δεύτερον παθεῖν . |
| . Εἰ γοῦν εἰς σκοτεινὸν οἴκημα φῶς εἰσενεχθείη , εὐθέως λαμπρύνεται ὁ ἐν αὐτῷ ἀήρ , καὶ εἰ σβεσθείη τὸ | ||
| χἄτερον κτᾶσθαι φίλον . κἄπειτ ' ἐν ἡμῖν ὁ ψόγος λαμπρύνεται , οἱ δ ' αἴτιοι τῶνδ ' οὐ κλύους |
| ἔλεγεν , οὐδενὸς ἀκούοντος ἑτέρου , φυγεῖν μὲν ἐς Πομπήιον ὑβριζόμενος ὑπὸ τοῦ τότε ναυάρχου Καλουισίου , τὴν δὲ ναυαρχίαν | ||
| τις ὑπὸ τῶν νόμων ὁλοσχερεῖ ἀτιμίᾳ , ἀτιμάζεται δὲ ὁ ὑβριζόμενος ἔν τινι πράγματι . ἄττα ψιλούμενον καὶ δασυνόμενον διαφέρει |
| ὡς τὰ λοιπά . κρημναμέναν ] ἐπιφερομένην , ἐπικειμένην . κρημναμέναν ] κρεμαμένην . κρημναμέναν ] ὑπερκειμένην . θ νεφέλαν | ||
| κρημναμέναν ] ἐπιφερομένην , ἐπικειμένην . κρημναμέναν ] κρεμαμένην . κρημναμέναν ] ὑπερκειμένην . θ νεφέλαν ] θόρυβον , ζάλην |
| , σώματι δὲ τῷ ξύλῳ , ἀσωμάτου δὲ τοῦ καίεσθαι κατηγορήματος . οἱ δὲ ἀσώματον ὑποθέμενοι τὸν κόσμον , οἷον | ||
| καὶ ἀγαθός , καὶ σκυτεὺς ἀγαθός . ἔπειτα οὐ πᾶν κατηγορήματος σύνθημα κατά τινος ἀληθῶς λεγόμενον ὡς ὁρισμὸς κατ ' |
| στυγέει δοῦπον πολυηχέα θηρῶν . θηλυτέρῃ δ ' ἀλίαστος ἐφορμαίνων ἀλάληται καὶ μάλ ' ἐρωμανέων σφριγᾷ : κατὰ δ ' | ||
| μάλ ' εὑρεῖν ἱμείρων δύναται : μάλα δ ' ἀσχαλόων ἀλάληται . ὡς δ ' ὅτε τις κούρη δέκατον περὶ |
| τε ξυνιέναι ὀξύτερος ᾖ καὶ ἀμείνων μνημονεύς . Ὁ αὐτὸς σκωπτόμενος ὑπό τινος ὅτι διὰ σμικρολογίας τοῦτο ποιεῖ εἶπεν : | ||
| νόμοις τῆς πατρίδος . Βίας ἔν τινι πότῳ σιωπῶν καὶ σκωπτόμενος εἰς ἀβελτερίαν ὑπό τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν |
| ἀπαύστως τῷ Διογένει αὐτὸς ἐπὶ Καρχηδόνος ἠπείγετο : ὅθεν ἐς Νέφερίν τε καὶ Καρχηδόνα διετρόχαζεν , αἰεὶ τὰ γιγνόμενα ἐφορῶν | ||
| ἀπαύστως τῷ Διογένει αὐτὸς ἐπὶ Καρχηδόνος ἠπείγετο : ὅθεν ἐς Νέφερίν τε καὶ Καρχηδόνα διετρόχαζεν , αἰεὶ τὰ γιγνόμενα ἐφορῶν |
| ὁδοὺς τοῦ περιττώματος . σπδʹ . Στραγγουρία ἐστὶν ἡ κατὰ στράγγα τοῦ οὔρου ἔκκρισις . ἢ στραγγουρία τὸ πάθος καλεῖται | ||
| καὶ τὰς μεγάλας κατασκευὰς καχλάζον ; οὕτως μικρολογεῖ καὶ κατὰ στράγγα ῥεῖ τὸ δωδεκάκρουνον ἐκεῖνο στόμα τοῦ σοφοῦ ; ἐταμιεύσατο |
| ἔσται τοῦ ὅλου μέρη , ὅπερ ἄτοπον . εἶτα καὶ περιτραπήσεται ἡ νόησις τοῦ ὅλου . εἰ γάρ τινα τῶν | ||
| . ἀλλὰ φάσει μὲν φάσει ἐπισχεθήσεται , κριτηρίῳ δὲ προσχρώμενος περιτραπήσεται . ἤτοι γὰρ διάφωνόν ἐστιν αὐτῷ τοῦτο τὸ κριτήριον |
| τοῖϲ ἐν θαλάϲϲῃ διατρίβουϲιν . ἡ μὲν οὖν εὐήθηϲ ἐγκανθὶϲ ἀναλγήϲ ἐϲτι ὑπόϲομφοϲ μαλακή : ἡ δὲ κακοήθηϲ ϲκληρὰ ἀνώμαλοϲ | ||
| δέρματοϲ καὶ περικρανίου ὑμένοϲ παρέπεται ὄγκοϲ εὐαφήϲ , ὁμόχρουϲ , ἀναλγήϲ , εἰϲ ὕψοϲ κεκυρτωμένοϲ , δι ' ὀλίγου ϲώματοϲ |
| κατὰ τὴν αὔξησιν . οὕτω Μεθόδιος . . . . ἀλδαίνειν : τὸ αὐξάνειν : παρὰ τὸ ἅλλεσθαι κατὰ τὴν | ||
| ] στωμυλευομένην . ῥέουσαν ] + χέουσαν , πέμπουσαν . ἀλδαίνειν ] αὔξειν . ἀλδαίνειν ] αὐξάνειν . θΞ τὸ |
| ” πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ , στόμα κατὰ στόμα λαλήσει , ἐν εἴδει καὶ οὐ δι ' αἰνιγμάτων ” | ||
| Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου , ὁ Λευίτης ; ἐπίσταμαι ὅτι λαλήσει αὐτός σοι : καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν |
| οἱ δὲ Περὶ φύσεως , Διόδοτος δὲ ἀκριβὲς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου , ἄλλοι Γνώμον ' ἠθῶν , τρόπου κόσμον | ||
| εἶπεν , ὅπερ ἐκεῖνοι ὑπολαμβάνουσιν ὡς ὁμολογούμενον οὗτος εἰπών . στάθμην δὲ λέγουσι τὸ ἄνω τῆς πλάστιγγος , ἀπὸ τούτου |
| . . . ἀΐδηλος : κεῖνος δ ' αὖτ ' ἀΐδηλος ἀνήρ , ὁ ὀλοθρευτικός : οὐ γὰρ ἄξιος Ἀριστόνικος | ||
| ποιητῇ : ἀΐδηλον Ἄρηα , τὸν ὀλέθριον . ἢ αὐτὸς ἀΐδηλος ἐσόμενος . καὶ ὁ μὲν Μεθόδιος λέγει εἶναι ἀπὸ |
| αὐτὸ διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἀνέφελος : πολυνέφελος . Ἄγγελος τὸ γε ψιλόν : ὡς γὰρ παρὰ τὸ εἴκω | ||
| βιάζεο : τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον . Ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει , Κύρν ' , ἀπὸ |
| παρέ - δωκεν φυλάσσειν αὐτὸν αὐτῷ καὶ τοῦτον ἀκοίμητον καὶ ἀπαραλόγιστον . τίνι γὰρ ἄλλῳ κρείττονι καὶ ἐπιμελεστέρῳ φύλακι παρέδωκεν | ||
| δύναιτο τῇ ἀκοῇ βοήθειάν τινα ὀργανικὴν ἐπινοῆσαι , παγίαν καὶ ἀπαραλόγιστον , οἵαν ἡ μὲν ὄψις διὰ τοῦ διαβήτου καὶ |
| που τοῦδέ γ ' ὄντος ἀδελφιδοῦ πάμπολυ πρότεροί ἐσμεν . Δέδοικα δὲ μὴ λίαν ὁμολογούμενα λέγων ἐνοχλεῖν ὑμῖν δόξω : | ||
| , τὸ κάλλος , τὸν γάμοντουτουὶ τοῦ μήλου πρίασθαι . Δέδοικα μή μου ἀμελήσῃς μετὰ τὴν κρίσιν . Βούλει οὖν |
| Αἷμα δὲ ταύρειον νεοσφαγὲς ποθὲν δύςπνοιαν ἐπιφέρει καὶ πνιγμόν : ἐμφράττον τοὺς περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν κατάποσιν πόρους μετὰ | ||
| ἂν εἴη ἐζυμωμένος καλῶς , οὐ δύναται τὸ παχὺ καὶ ἐμφράττον μὴ ἔχειν . λαχάνων δὲ δεῖ λαμβάνειν , εἰ |
| τινα κτλ . . , : μάραγδος : παρὰ τὸ μαίρω , ὁ μέλλων μαρῶ , οὗ παράγωγον μαράσσω , | ||
| . . . ὁ εὔληπτος καὶ δῆλος . παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ἐξ οὗ τὸ μαρμαίρω καὶ |
| μάταιον : παρὰ τὸ ἅλς ἁλός ἅλιον , ὡς πτύξ πτυχός πτύχιον , οἱονεὶ τὸ εἰς θάλασσαν ῥιπτόμενον καὶ ἀφανιζόμενον | ||
| ἔχει τὸ κ καὶ ἀρσενικῶς λέγεται . Σημειωτέον τὸ πτύξ πτυχός καὶ νύξ νυχός , ὃ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ τ |
| εὐφημισμὸν , ἀντὶ τοῦ πόῤῥωθέν σε ἀσπάζομαι , οἷον οὐ προσποιοῦμαι ὅτι πάρει . Χάλαζα . παρὰ τὸ χαλᾶσθαι ἄνωθεν | ||
| οὐδὲν εἰδὼς φιλοσοφεῖς , ” ἔφη , “ εἰ καὶ προσποιοῦμαι σοφίαν , καὶ τοῦτο φιλοσοφεῖν ἐστι . ” πρὸς |
| αὐτὸ τὸ ι ἀνεκφώνητον : γέγονεν δὲ παρὰ τὸ Θράϊξ Θραῖξ Θράϊσκος , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η Θρήϊσκος | ||
| ἐπὶ τοῦ ζώου : Γραίξ : ῥαίξ : καὶ τὸ Θραῖξ περισπώμενον , ὅπερ οὐδὲ ἐκφωνῆ τὸ ι : ὃ |
| ἀλέῃ μᾶλλον : ψῦξιϲ γὰρ ἔμφυτοϲ ἡ αἰτίη . κοίτη εὐαφήϲ , ϲτρώματα , τοιχογραφίη , ποικίλα πάντα , ὁκόϲα | ||
| ἀλλὰ ϲηπτικοῖϲ φαρμάκοιϲ ἐκδαπανᾶν τὸ ἐγκατάλειμμα . Τὸ ἀνεύρυϲμα ὄγκοϲ εὐαφήϲ ἐϲτι καὶ τοῖϲ δακτύλοιϲ ὑπείκων ἐξ αἵματόϲ τε καὶ |
| μετατίθενται . . . . ἀκέστωρ : παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω ἀκέστωρ : σημαίνει δὲ τὸν ἰατρόν . . . | ||
| λυγρῷ φάρμακ ' ἀκήματ ' ἔπασσεν . παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω , ὡς νεμῶ νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν |
| Δί ' οὐχὶ κατέλιπον δ ' ἐγὼ οὐδέν . καὶ πλεκτάνην στιφρὰν σφόδρ ' , ἐν τούτοις τέ που αἰσχυνόμενον | ||
| πλεκτάνην ἐπιθῇ , τοὺς ὀδόντας ἀποβάλλει : ἀστακῷ ἐὰν πολύπους πλεκτάνην εἰς τὰς χηλὰς ἐπιθῇ , εὐθέως αὐτὰς ἀποβάλλει . |
| οὕτω Φιλόξενος . . , : ψιλός : παρὰ τὸ ψῶ , ὅθεν καὶ τὸ καταψῶ : οὗ πᾶν ὁτιοῦν | ||
| ποδὶ κατὰ τὸ λεληθὸς , οἱονεὶ παρασύρων : ἀπὸ τοῦ ψῶ , οὗ παράγωγον τὸ ψαύω . καὶ οἱ ναῦται |
| τιθεμένων τῶν πτερῶν εἰς τὴν νεοσσιὰν τῶν μυρμήκων , οὐ προέρχεται αὐτῶν τις . Ἄνθρωπον διὰ τῆς ἰδίας ἐξωλείας βλαπτόμενον | ||
| τοῖς δεδεμένοις : οὔτε γὰρ ὁ ἀπορῶν οὔτε ὁ δεδεμένος προέρχεται εἰς τὸ ἐφεξῆς , ἄλλ ' ὁ μὲν σωματικῶς |
| ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται τύχα , λήθουσα δὲ πὰρ πόδα βαίνεις , γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις . ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βίοτον | ||
| ἵπταμαι , σὺ δὲ ὡς ἀλέκτωρ κάτω μετ ' ὀρνίθων βαίνεις . „ ὅτι κρεῖττον περίβλεπτον εἶναί τινα ἐν πενιχρᾷ |
| ἔνδοθεν ἀφικνέεται : ἔξωθεν τροφὴ ἐκ τῆς ἐσχάτης ἐπιφανείης ἐνδοτάτω ἀφικνέεται . Ξύῤῥοια μία , ξύμπνοια μία , ξυμπαθέα πάντα | ||
| ξυνεστηκότος ἀπόκρισιν , ἐν ᾧ φερόμενα πάντα ἐς τὸ φανερὸν ἀφικνέεται ἕκαστα μοίρῃ πεπρωμένῃ . Ἐν δὲ τούτῳ ἐποιήσατο πυρὸς |
| προϊδὼν ὀλοφώϊον ἑρπυστῆρα , φραξάμενος πυκινῇσιν ὑπὸ προβλῆσιν ἀκάνθαις εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων | ||
| φυσῶντος . ἐνιχρίμψειεν : βάλοιεν . Αἶψα : ταχέως . σφαιρηδόν : σφαίρασα παρὰ τὸ αἴραν , οἱονεὶ εἰς ὕψος |
| : πολλάκις δὲ ἢν ἐς τὰ κάτω τράπηται ὀδύνη , διαδιδοῖ ἐς τὴν κύστιν διὰ τῶν φλεβίων , καὶ οὐρέει | ||
| ἐπίπλοα ἐκδέχεται καὶ καθίησι τὴν ὑγρασίην : τὸ δὲ ἐπίπλοον διαδιδοῖ τῇσιν ἀδένεσιν . Ἔχουσι δὲ καὶ οἱ νεφροὶ ἀδένας |
| μύθων οὖσα μένει τὴν φωνὴν ἀγγείου δίκην . ἥδε γὰρ εἰσκρίνεται καὶ ἐνρεῖ , παρ ' ἣν αἰτίαν καὶ θᾶττον | ||
| μαινίδια καὶ σηπίδια φησὶν Ἀριστοφάνης . καὶ μέντοι χρὴ λέγειν εἰσκρίνεται κατὰ τὰς ῥῖνας τὸ πνεῦμα , εἰσρεῖ , ἐκρεῖ |
| ὤν , ἐς τοὺς δυναμένους ὑποδέχεσθαι καὶ σώζειν ἀπολήγει καὶ διασπείρεται . ἔμελε δὲ αὐτῷ καὶ ῥητορικῆς ἀκριβείας , καὶ | ||
| λέγει . τὸ δ ' αἷμα διὰ φλεβῶν εἰς πᾶν διασπείρεται τὸ σῶμα . ἀπὸ δ ' αἵματος αἱμάξαι , |
| ἐκ τῆϲ τετάρτηϲ εἰϲὶ τῶν θερμαινόντων τάξεωϲ μετὰ δριμύτητοϲ καὶ πικρότητοϲ ἰϲχυρᾶϲ , ἀλλ ' ἡ μὲν ῥίζα ἀϲθενεϲτέρα πωϲ | ||
| , ὡϲ ἂν καὶ ϲτύφουϲαι καὶ δριμύτητά τινα κεκτημέναι μετὰ πικρότητοϲ . ὅθεν καὶ ταῖϲ ἐκ θώρακοϲ καὶ πνεύμονοϲ ἀποϲτάϲεϲι |
| αὐτῆϲ γοῦν τὰ τῆϲ χρείαϲ ἀποτελεϲθείη . ταῦτα μὲν οὖν μεγέθουϲ τε καὶ τάχουϲ καὶ πυκνότητοϲ καὶ τῶν ἐναντίων αὐτοῖϲ | ||
| : ὅτι οὐκ ἔϲτιν ἀποτυχεῖν τοῦ ἀγγείου . Ἀντύλλου περὶ μεγέθουϲ διαιρέϲεωϲ . Ἐπὶ μὲν τῶν κενώϲεωϲ ἀθρόωϲ δεομένων μεγάλην |
| : κατὰ δὲ τὸ μέσον : ἄβεστος : κηδεστής : ἀκέστωρ : τὸ κυαίστωρ , οὐχ Ἑλληνικὸν , Ἰταλικὸν γὰρ | ||
| ἰωμένας τὰς † λαβίδας τῶν ἱματίων ἀκεστρίας φασί . καὶ ἀκέστωρ ὁ ἰατρὸς καὶ Ἀκεστορίδης κυρίως . οὕτω Μεθόδιος . |
| φλέγμα ψυχρὸν ἐπὶ τὸν πλεύμονα ἢ ἐπὶ τὴν καρδίην , ἀποψύχεται τὸ αἷμα : αἱ δὲ φλέβες πρὸς βίην ψυχόμεναι | ||
| ἢ λιμνῶν πάντα ψυχρὰ διὰ τὴν ὑγρότητα τοῦ ἀέρος : ἀποψύχεται γὰρ ἀπολείποντος τοῦ ἡλίου καὶ ἅμα παχύτερος ὁ ἀτμὸς |
| ' ἰὼν μυχάτου ποταμοῖο , ἄλλοτε δ ' αὖ ψαμάθοισι κυλινδόμενος ποτὶ χέρσον , ἄγριον ἀσθμαίνων , στρωφώμενος ἀμφ ' | ||
| φραγμῶν περιώριζον τοὺς τόπους . Ὅμηρος : αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον . δηρίομαι πολέσιν : διαφιλονεικήσω πλείστοις περὶ |
| ὅθεν καὶ Στράττις ἐν τῷ Κινησίᾳ τὸν Σαννυρίωνα διὰ τὴν ἰσχνότητα κάναβον καλεῖ : αὐτὸ δὲ τὸ πήλινον , ὃ | ||
| εὐπόρως πέττουσι : καὶ τὸ σφαλὲν ἄνωθεν σῶμα διὰ τὴν ἰσχνότητα οὐ βαρείας τυγχάνει τῆς πληγῆς . Οὗτοι δὲ γυμνοὶ |
| . . . . πγ ∠ ʹ ια ∠ ʹδ Μικρὸς Αἰγιαλός . . . . . . . . | ||
| βάθος καὶ πλάτος τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ πολὺ διϊσταμένης γινόμενος . Μικρὸς σφυγμός ἐστιν ὁ τοὐναντίον ἐπ ' ἐλάχιστον κατὰ μῆκος |
| παρὰ τὸ ἔρεβος . Εὐλαί . σκώληκες , παρὰ τὴν εἴλησιν . Ἔνεροι . παρὰ τὴν ἔραν τὴν γῆν . | ||
| κυρίως . ἢ τὸ διανεύειν τοῖς ὀφθαλμοῖς : παρὰ τὴν εἴλησιν , τὴν κίνησιν . Ἰάψαι . πλεονασμῷ τοῦ α |
| ῥίζα τῆϲ τρίτηϲ ἐϲτὶ τάξεωϲ τῶν θερμαινόντων καὶ ξηραινόντων καὶ λεπτομερὴϲ τὴν ϲύϲταϲιν . κινεῖ γοῦν οὖρα καὶ ϲπλῆ - | ||
| πρώτηϲ τάξεωϲ τῶν ϲηπτικῶν καλουμένων , ἱκανῶϲ θερμή τε καὶ λεπτομερὴϲ ὑπάρχουϲα . τὰϲ μέντοι ἁπαλὰϲ ϲάρκαϲ ἑτοίμωϲ τε ἅμα |
| περὶ τοὺς ὀδόντας , κατὰ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποιὸν αῦτῶν καὶ τὰ συμπτώματα ἐπεγείρεται . καὶ οἱ μὲν θερμότεροι | ||
| περὶ τοὺς ὀδόντας , κατὰ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποιὸν αῦτῶν καὶ τὰ συμπτώματα ἐπεγείρεται . καὶ οἱ μὲν θερμότεροι |
| ἄνδρα τιμήσαντες . Φαβωρῖνος δέ φησι γηράσαντα αὐτὸν ἐν φορείῳ περιφέρεσθαι : καὶ τοῦτο λέγειν Ἕρμιππον , παρατιθέμενον ἱστορεῖν Ἀρκεσίλαον | ||
| ἐπιβουλότατον δὲ καὶ ταραχωδέστατον : ἅπαντα γὰρ εὐθὺς ἐδόκει μοι περιφέρεσθαι πιόντι καὶ τὸ σπήλαιον αὐτὸ ἀνεστρέφετο καὶ οὐκέτι ὅλως |
| τῇ διαλέκτῳ ϲυνδιώκονται ὀχλούμενοι τῷ πνεύματι . ῥαγέντοϲ δὲ τοῦ ἀποϲτήματοϲ πῦον ἀνάγεται ποτὲ μὲν καθαρόν , ποτὲ δὲ τρυγῶδεϲ | ||
| ἀθρόαν κένωϲίν τινα λειποθυμοῦνταϲ . εἰ δὲ δι ' ἀθρόαν ἀποϲτήματοϲ ῥῆξιν ἢ τομὴν ἢ κένωϲιν , ὡϲ ἐν ὑδέροιϲ |
| ΕΘΕΛΟΙ . Ὃς γὰρ εἰδὼς τὰ δίκαια μὴ ἀποκρύπτει διὰ σκολιότητα ἤθους , ἀλλ ' ἀγορεύει , τούτῳ καὶ ὁ | ||
| ἡ Κνωσίων εἱρκτὴ καὶ τὸ τοῦ Λαβυρίνθου σκολιὸν πρὸς τὴν σκολιότητα καὶ τὸ δυσεύρετον τῆς ἀφροσύνης ; τί δ ' |
| τὸ ὑπάρχον , ἀλήθειαν δὲ ἢ ψεῦδος οὐδέποτε . πλὴν συσσημαίνει ἄλλοις τισὶ σύνθεσίν τινα καὶ πρότασιν , ἥντινα σύνθεσιν | ||
| φησὶν ἐγὼ περιπατῶ , οὕτως ὁ λέγων πάντα ἐστὶν ἀόριστα συσσημαίνει καθ ' ἡμᾶς ἢ ὡς πρὸς ἐμὲ ἢ ὡς |
| δὲ κατάντης ἀπὸ κεφαλῆς , συνίζοντος μὲν πυρὸς κατὰ τὴν σβέσιν εἰς ἀέρα , συνίζοντος δ ' ὁπότε συνθλίβοιτο εἰς | ||
| . ὅτι δ ' ἡ ἀρχὴ φθειρομένη κυριωτάτη πρὸς τὴν σβέσιν , κἀκεῖθεν φανερόν . τὴν γὰρ πίτταν καιομένην τὸ |
| ψυχρότητος οἱασδήτινος , ἵν ' ὅπως καὶ τὰς ἐπ ' αῦτοῖς αἰτίας ἀπολαβὼν ὁ λόγος καὶ αὐτὸς εἷθ ' οὕτως | ||
| ψυχρότητος οἱασδήτινος , ἵν ' ὅπως καὶ τὰς ἐπ ' αῦτοῖς αἰτίας ἀπολαβὼν ὁ λόγος καὶ αὐτὸς εἷθ ' οὕτως |
| φύσεως πατὴρ , ὃς καινοτέρῳ τρόπῳ τοῦ παιδὸς ἐπίβουλος γενόμενος ἀποκτιννύει : οὐκ ἐφήσει οὖν ἀντιλέγειν : ὁ γὰρ νόμος | ||
| δ ' οὕτω λαλεῖν . „ ἀποκτίννυσι λέγουσι μᾶλλον ἢ ἀποκτιννύει . Κρατῖνος Βουκόλοις : ” καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν |
| , δύστηνε , δι ' ἀκρίας ἔρχεαι οἶος , χώρου ἄιδρις ἐών ; Ταῦτα πρὸς αὑτὸν ἐλάλησεν Ὀδυσσεὺς μετανοοῦντι λογισμῷ | ||
| ἰῷ ἀπὸ νευρῆς , αὐτὸς δ ' ἀπαλήσεται ἄλλῃ χώρου ἄιδρις ἐών : οἳ δ ' ὀτραλέως ἐνόησαν , ἐσσυμένως |
| τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀφετήρ : ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἑτὴς καὶ ἑτὴρ καὶ ἀφετήρ | ||
| εἰς α ἑστᾶσι καὶ ἀφεστᾶσιν ' . . . . ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ |
| : ἐκ τοῦ φημί φήσω πέφηκα πέφημαι πέφησαι φάσις καὶ ἀφασία , πλεονασμῷ τοῦ μ διὰ τραχύτητα ἀμφασία . . | ||
| ἀφωνία : ἐκ τοῦ φημί φήσω πέφηκα πέφαμαι φάσις καὶ ἀφασία : παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι λέγειν . . . |
| μετρίωϲ ἢ οὐδόλωϲ . εἰ μὲν γὰρ μετὰ πλήθουϲ αἵματοϲ ἰϲχυρὰ παρείη δύναμιϲ , φλεβοτομητέον ἢ τὰϲ ϲυνήθειϲ ἐκκρίϲειϲ ἐπεϲχημέναϲ | ||
| καὶ μικροϲφυξίαιϲ ἄκρων τε περιψύξεϲι καὶ περιιδρώϲεϲι δηλουμένην , ἥτιϲ ἰϲχυρὰ μὲν οὖϲα καὶ αὐτὴ τῶν ἀβοηθήτων ἐϲτίν , ἔτι |
| : ὡς παρὰ τὸ ἔχω ἕξω ἐχμὸς καὶ συνεχμός . Βραδύς , παρὰ τὸ βάρος βαρύς . ὑπέρθεσις τοῦ ρ | ||
| ὁ μὲν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ κινουμένης τῆς ἀρτηρίας γινόμενος . Βραδύς ἐστι σφυγμὸς ὁ βραδεῖαν ἔχων τὴν διαστολήν τε καὶ |
| ἴσης οὐδὲ ὁμαλῆς γινομένης αὐτῶν τῆς διασαλεύσεως ὅλων , ἀλλὰ μετεωριζομένων κατ ' ἄλλα μὲν μέρη μᾶλλον , κατ ' | ||
| ὃ ταχέως εἰς μέγεθος αὔξεται : εἴρηται δὲ ἐπὶ τῶν μετεωριζομένων καὶ ὑψουμένων . Ψύλλων κενήν . Ψύρα τὸν Διόνυσον |
| Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ | ||
| Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ |
| : τὴν δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκε , καί ῥ ' ἀπομόρξατο χερσὶ παρειὰς φώνησέν τε : “ ἦ με μάλ | ||
| Γάλλος ἐρημαίην ἤλυθ ' ὑπὸ σπιλάδα , ὑετὸν ἄρτι κόμης ἀπομόρξατο , τοῦ δὲ κατ ' ἴχνος βουφάγος εἰς κοίλην |
| ἐς Κύπρον ἵκηται . „ ἐκ μέσων γὰρ τῶν τῆς Καταονίας πεδίων ἐνεχθεὶς πλωτὸς καὶ διεκπαισάμενος διὰ τῶν τοῦ Ταύρου | ||
| καὶ τὴν Συριακὴν ἐκτείνεται θάλατταν πρὸς τὴν ἑσπέραν ἀπὸ τῆς Καταονίας καὶ τὸν νότον : τῇ δὲ τοιαύτῃ διαστάσει περικλείει |
| . Γ ὅπως : τὸ πλῆρες τοῦ λόγου : ” φανήσῃ καινόν τι λέγων “ . φανήσει ] ⌈ λείπει | ||
| μή , ἐὰν ἐπιχειρήσῃς λέγειν τὰ προφαινόμενά σοι ταῦτα : φανήσῃ γὰρ οὐδὲν λέγων . οὐ γὰρ μήποτε εὕρῃς , |
| κέντρα κῶλον ] πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτείνει ὁ βοῦς : λακτίζει γὰρ κεντούμενος ὑπὸ κέντρου : ὥστε λακτίζων πρὸς κέντρον | ||
| τοῦ φόβου . ἡ καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει , καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα |
| βουλόμενος πρὸς τοὺς ἀρετῇ πρώτους κεκριμένους , ἐὰν δὲ δόξῃ ἀναξίῳ ἐπιτηδεύματι καταρρυπαίνειν τὴν αὑτοῦ πατρῴαν ἑστίαν , δεθεὶς ἐνιαυτὸν | ||
| πάτερ , τούτων τινί ; αὐτὴ γὰρ ἄλλῳ , τυχὸν ἀναξίῳ τινί , παρελομένη σοῦ πάντα προσθήσει πάλιν . διόπερ |
| , ὦ ἑταῖρε , καὶ φιλανθρωπίας , ἣ τὸ ἥμερον ἐμφανιεῖ τοῦ τρόπου καὶ πρὸς τοὺς δεομένους προσηνές ; εἰκάσθω | ||
| εἴπερ ἀμφότεροι ἐμφανιοῦσιν , πῶς οὐ καὶ ὁ ἕτερος αὐτῶν ἐμφανιεῖ ; ὧν γὰρ ὁ ἕτερος οὐκ ἐμφανιεῖ , οὗτοι |
| τουτέοισι πνεῦμα ἅλις ξὺν τόνῳ διέρχεται , καὶ οἱ κατὰ γαστροκνημίην πόνοι ἐν τουτέοισι γνώμης παράφοροι . Τὰ κατὰ μη | ||
| γίνεται , κατά τε τὸ πυγαῖον , κατά τε τὴν γαστροκνημίην , καὶ κατὰ τὴν ὄπισθεν ἴξιν . Οἷσι δ |
| δόξα δὲ μήτ ' ἀτρεκής : ἀντὶ τοῦ : μὴ σχῶ μεγάλην δόξαν μήτε μικράν , ἀλλὰ μέσην καὶ καλήν | ||
| μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ . ἢ παρὰ τὸ σχῶ σχάλλω καὶ ἀσχάλλω , ὃ ἐπέχειν οὐ δυνάμεθα . |
| γὰρ τὰ μέχριϲ ὀϲτέων ὀνίνηϲι ἰήματα . ἢν δὲ ἐϲ ὠτειλὴν ἥκῃ τὰ τρώματα , τὰϲ ἀρτηρίαϲ ἐκτάμνειν . διπλαῖ | ||
| ἕλκος τὸ δι ' ἐπιρροὴν πολλῶν ἢ δριμέων κωλυόμενον εἰς ὠτειλὴν ἰέναι διὰ τὸ καθυγραίνεσθαί τε καὶ προσαναβιβρώσκεσθαι ὑπὸ τοῦ |
| τῇ φρουρᾷ . . Ἀλλὰ γὰρ Ἀντίγονος μένκτησάμενος τὸν Ἀκροκόρινθον ἐφύλαττε μετὰ τῶν ἄλλων , οἷς ἐπίστευε μάλιστα , καὶ | ||
| ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ τρὶς περιώδευε τὴν νῆσον τὴν Κρήτην καὶ ἐφύλαττε , μόρησε καὶ μετὰ μόρου καὶ κακοπαθείας ὁ Ἥφαιστος |
| πῶς δὲ καὶ ἀνάκλασις ὄψεως γίνεται , εἰ μή τι ἐκπέμπεται ; μήποτ ' οὖν ἐξιέναι μέν τι τῶν ὀμμάτων | ||
| ἡ δὲ φωνὴ οὐκ ἐκ τῶν κατὰ τὴν κεφαλὴν τόπων ἐκπέμπεται , ἀλλὰ φανερῶς ἐκ τῶν κάτωθεν μᾶλλον . ἐκφανὴς |
| ἠπάτησε τοιούτῳ : “ κόραξ , καλαί σοι πτέρυγες , ὀξέη γλήνη , θεητὸς αὐχήν : στέρνον αἰετοῦ φαίνεις , | ||
| , καὶ ἔγκειται βαρὺ ἐν τῷ πλευρῷ , καὶ ὀδύνη ὀξέη ἐς τὸ αὐτὸ ἀεὶ χωρίον λαμβάνει , καὶ δίψα |
| ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λαβὼν ἔσπασε μὲν γενναίως , οὐ μὴν ὑπήνεγκεν , ἀλλ ' ἀπέκλινεν ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον ἀφεὶς τῶν | ||
| ἀπὸ τῶν ὀρῶν πνεύματος . Ταχὺ δὴ μάλα λυθεῖσαν αὐτὴν ὑπήνεγκεν ἡ παλίρροια τοῦ κύματος καὶ ἐς τὸ πέλαγος μετέωρον |
| τοῦ λαλαγή , φημὶ δὴ τὸ γ . Τὸ λάταξ λάταγος οὐκ ἀντίκειται τῷ κανόνι , πρῶτον μὲν ὅτι σύνθετόν | ||
| θηλυκά διὰ τὰ ἀρσενικά : ἁπλᾶ διὰ τὰ σύνθετα , λάταγος εἰνάνυχος σύζυγος : ὑπὲρ μίαν συλλαβήν διὰ τὸ στάξ |
| τὰ κινοῦντα φυσικῶς ἀντικινεῖται , ἀλλὰ κινεῖ μὲν πάντα , ἀντικινεῖται δὲ μόνα τὰ ἔχοντα κατ ' οὐσίαν καὶ τὸ | ||
| ὦ θαυμάσιε : ὁ μὲν γὰρ ἕστηκεν , ὁ δὲ ἀντικινεῖται . εἰ δὲ ἔμενον ἄμφω , τότ ' ἂν |
| δίκην ] κρίσιν . . , τιμωρίαν , κατηγορίαν . δίοιδε ] λεπτῶς οἶδε , διακρίνει . , ἀκριβῶς ἐπίσταται | ||
| τοῦ διεντερεύματος . ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην ὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος . πρῴην δέ γε γνώμην μεγάλην |
| πρὸς νομὰς ὄντα χρήσιμα τὰ τοιαῦτα : παύει γὰρ τὴν ἀνάβρωσιν καὶ τὴν αἱμορραγίαν ἐπέχει : ἀναλυέσθω δὲ καὶ ταῦτα | ||
| ἢ φῦμα προηγησάμενον , εἴτε διὰ ῥῆξιν , εἴτε διὰ ἀνάβρωσιν τὴν ἐκ ῥευματισμοῦ , εἴτε διὰ ἄλλην τινὰ πρόφασιν |
| κρήνη , ἐν Θήβαις . καὶ τόπος ὃν οἱ κατοικοῦντες Ἄρειοι καλοῦνται . καί ἐστιν ἀπὸ δύο ἓν ἐθνικόν , | ||
| . Ἀγανακτοῦντες δὲ οἱ ἄνδρες , καὶ μάλιστα αὐτῶν οἱ Ἄρειοι , ὅτι κρείττους ὄντες ἀλκὴν δι ' ἀπραξίας ἀπώλλυντο |
| : ἀπὸ τοῦ φθίνω φθινύθω , ὡς ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω . . ΟΥΔΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΚΤΟΥΣΙ . Καὶ τοῦτο λίαν | ||
| εθω ποιοῦσι τὴν παραλήγουσαν , οἷον φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , ὅθεν τὸ ἀγειρέθω καὶ ἀείρω ἀειρέθω γενόμενον κατὰ |
| : τὰς πολλοδίψους ὁδούς ὄγμους δὲ ἤτοι ὁδοὺς ἢ τὰς ἐγχαράξεις τῆς γῆς . γράφεται ἀγμοὺς ἀντὶ τοῦ αἰγιαλούς * | ||
| ἐπειδὴ ἐν αὑτῶι τὰ ιβʹ ζώιδια ἔχει . ἔχει δὲ ἐγχαράξεις τρεῖς , ἃς οἱ μαθηματικοὶ ταινίας καλοῦσιν . πλατὺς |
| . αὐξανομένου δὲ τοῦ πάθουϲ αὔξει καὶ τὰ ϲυμπτώματα : τελειουμένου δὲ ὁ μὲν ἄνθρωποϲ οὐκ ὄψεται , ἡ δὲ | ||
| κατὰ τὴν ἀπὸ τοῦ κρείττονος ἐνδιδομένην τελείωσιν ἐνεργητικῶς τοῦ δευτέρου τελειουμένου * * * καὶ πῶς νοητὸν ὑπὸ νοητοῦ πάσχει |
| οὔτε τούτων οὐδὲν παρεμποδίζει τῇ διαιρέϲει . ἐπὶ δὲ ὀϲτέου τρωθέντοϲ ὁ κατ ' ἐφελκυϲμὸν μόνον παραλαμβάνεται τρόποϲ . εἰ | ||
| , καὶ χωρὶϲ ἀναβολῆϲ ὁ θάνατοϲ ἐπακολουθεῖ . πνεύμονοϲ δὲ τρωθέντοϲ εὐρυχωρίαϲ μὲν οὔϲηϲ διὰ τῆϲ τρώϲεωϲ ἀφρῶδεϲ αἷμα κενοῦται |
| , κατὰ τὸ αἰθύσσω αἴθυγμα , πτύσσω πτύγμα , νύσσω νύγμα , ἐξ οὗ καὶ ἡ νυγμὴ , ὡς πτύγμα | ||
| πλήξῃ χλοεροῦ δένδρου τὸ κέντρον . Μάθε τοῦ ῥόδου τὸ νύγμα , μάθε τῶν πόνων τὸ κέντρον , ἵνα τοῖς |
| οὖσαν γενομένην . ἇς ὑπὸ . ὑφ ' ἇς * τήκομαι ἀντὶ τοῦ λείβομαι : ὡς ἐκ πέτρας ἐκ πηδῶσα | ||
| ἀναπιδύουσα : ὅ ἐστι πηδῶσα : τὸ δὲ ἑξῆς : τήκομαι ὡς λιβὰς πιδακόεσσα ἣν πετρίνην - εἶπεν διὰ τὸ |
| οὐχ ὡς θεωρῶν ἑαυτὸν οὔτε ὡς ἐκ ζητήσεως ἢ θεωρίας παραγινόμενος , ἀλλ ' ὡς ἔχων καὶ διδούς , ἅπερ | ||
| δὲ ἐγκωμιάζεσθαι . Ὁ αὐτὸς ἀγωνιᾶν ἔφησεν εἰς τὰ θέατρα παραγινόμενος οὐχὶ εἰ νικηθήσεται , ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξῃ |
| * : Σταθευτός , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ εὕω τὸ φλογίζω : ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος . | ||
| ' . . . . αὖσον : τὸ πῦρ : εὕω , τὸ φωτίζω καὶ φλογίζω , εὕσω εὗσον καὶ |
| διώκειν οἱ νεανίσκοι τρέφουσι κύνας , δρομικώτερον δὲ λαγὼν οὐδὲ ἀσαρκότερον οὐδεπώποτε ἐθεασάμην : θαῦμα γὰρ ὅπως καὶ κατέλαβον αὐτόν | ||
| ὡς εἴρηται , διὰ τὰς προφάσιας ταύτας τὰς εἰρημένας : ἀσαρκότερον μέντοι τὸ σκέλος τοῦ ἑτέρου γίνεται , κατά τε |
| τῶν πολιτῶν στρατηγήσας , πῶς οὐκ ἂν δικαίως ὑπὸ πάντων μισοῖτο ; οὐ γὰρ μόνον ἡγεμονίας ἀνάξιος , ἀλλὰ καὶ | ||
| ὁμολογίαν ἥττης ἔχει καὶ παρίστησι δόξαν , ὡς ἄρα Ὀλύμπιος μισοῖτο μέν , κρείττων δέ ἐστι τοῦ κακῶς παθεῖν . |
| ἔλθῃ . ματίῃ ματαιότητι : “ ἡμετέρῃ ματίῃ . ” μαχλοσύνη ἀκολασία , καταφέρεια . μεγαλίζομαι μεγαλύνομαι , μεγαλαυχῶ . | ||
| ' ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς , διεφέροντο . καὶ ἡ μαχλοσύνη κοινῶς ἐπὶ γυναικὸς μανίᾳ : δέδωκε δ ' αὐτῷ |