ὑπὸ τῆς ἐμβολῆς τῶν κρημνῶν . ἅμα δὲ τῷ ἡλίῳ ἀνίσχοντι οἱ Ἕλληνες ἐπῄεσάν σφισιν ἐκ τῶν Δελφῶν , οἱ
τε τοῦ Ἑλληνικοῦ καὶ ἦρχεν ἐς τὴν ἐπιοῦσαν μάχης ἅμα ἀνίσχοντι τῷ ἡλίῳ , οὔτε Ἕλληνα ἔχων μάντιν οὔτε ἱεροῖς
6442634 ἀνατελλοντι
, ὅταν ἐν τοῖς πρώτοις ὦσι δυσὶ κέντροις τῷ τε ἀνατέλλοντι καὶ τῷ μεσουρανοῦντι καὶ ταῖς τούτων ἐπαναφοραῖς , ἐπισινεῖς
αἳ πίσυρές μιν ἄτερ χειρὸς κατάγουσιν : ὥστε τῷ Κριῷ ἀνατέλλοντι ἄρχεσθαι αὐτὸν ἀντικαταδύνειν . ἀκολούθως δὲ ταύτῃ τῇ ὑποθέσει
6346281 ἐμειναμεν
αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης : ἔνθα δ ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος
νομάδες ἄνθρωποι Λιξῖται βοσκήματ ' ἔνεμον , παρ ' οἷς ἐμείναμεν ἄχρι τινὸς , φίλοι γενόμενοι . Τούτων δὲ καθύπερθεν
6275612 ἀνεμῳ
Εἰδόμενος : ὁμοιούμενος . πρηστῆρι : ἀνέμῳ , κεραυνῷ , ἀνέμῳ φυσητῆρι : πρηστὴρ ἀπὸ τοῦ πρήθω τὸ καίω .
Βαλίαν , τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην , τοὺς ἔτεκε Ζεφύρῳ ἀνέμῳ Ἅρπυια Ποδάργη βοσκομένη λειμῶνι παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο . ἐν
6250533 θερεσθαι
μὴν καὶ φάλαιναν ἀναιδέα φασὶ θαλάσσης ἐκβαίνειν χέρσονδε καὶ ἠελίοιο θέρεσθαι . φῶκαι δ ' ἐννύχιαι μὲν ἀεὶ λείπουσι θάλασσαν
οἰκούντων , ἃς ἀπ ' ἀλλήλων βραχεῖ τινι χωριζομένας ῥεύματι θέρεσθαι παρὰ τοῦ ἡλίου τὸ ὕψος ποιεῖ : σφόδρα γὰρ
6121189 καταδυντι
ἀνίσχειν ἠρέμα τὸ σκότος ἀνείργουσα , ἡ δ ' ἑσπέρα καταδύντι ἐπιγίνεται ἡλίῳ τὴν ἀθρόαν τοῦ σκότους φορὰν πρᾴως ἐκδεχομένη
κρίνονται Ἄρηϊ ἄστεος ἐκ σφετέρου : ἅμα δ ' ἠελίῳ καταδύντι πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι , ὑψόσε δ ' αὐγὴ
6048906 διακεκαυμενον
ἐκ τοῦ λίαν παρεῖναί τινι . τοῦτο γὰρ συστέλλεται . διακεκαυμένον λύχνῳ : ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν
, προσαιτῶν , λιπαρῶν . Εὐριπίδη , δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ . Τί δ ' , ὦ τάλας ,
6023279 ἀσεληνῳ
καὶ ἀφυλάκτως κοιμώμενος , Ὀροβίου τοῦ Ῥωμαίων στρατηγοῦ ἐπιθεμένου ἐν ἀσελήνῳ νυκτὶ ἡττήθη , κατακοπέντων Ἀθηναίων ἑξακοσίων τὸν ἀριθμόν ,
τοῦτο ἐπὶ συχνὰς ἡμέρας ἔδρων παραφυλάττοντες ἀλλήλους . ὁ Λάκων ἀσελήνῳ νυκτὶ τὰ πληρώματα μετὰ σιγῆς προσέταξεν εἰσαγαγεῖν : ἐπεὶ
5945939 ὀρθρῳ
ὅπως ἐξ ὑποστροφῆς ὄλβος εἰς τοὺς ἐκγόνους ἔλθῃ . ἅμα ὄρθρῳ καὶ ἡμεῖς ἐλευσόμεθα , ὅταν ἀλεκτρυὼν ᾄσῃ . Σιμιχίδα
τὴν γῆν γυμνὴν περιλαβὼν ταύτῃ συνεκάθευδον . ἅμα δὲ τῷ ὄρθρῳ γυμνὸς ὢν ἔθεον ἐπὶ ναῦν καὶ λέγω πρὸς τὸν
5929296 ἡλιῳ
τυγχάνειν . πρὸς δὲ τὸ εὐλέαντον αὐτὸν γίνεσθαι δεῖ ἐν ἡλίῳ ψύχειν ἐπ ' ὀστράκου καινοῦ θερμοῦ καὶ ταχέως στρέφειν
ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος δραχ . ιστ . Τὰ ξηρὰ λείου ἐν ἡλίῳ θερινῷ ἐπὶ ἱκανὰς ἡμέρας , καὶ τὰ τηκτὰ τήξας
5920375 ἀνατειλῃ
τοῦ ἱστοῦ , ἀναφέρεται , ἕως ἂν ὅλη ἡ Παρθένος ἀνατείλῃ . κέχρηται δὲ τούτῳ τῷ σχήματι τῆς ἐκφορᾶς ὁ
αὐτῆς ἕως τοῦ ἱστοῦ ἀνατέλλειν , ὅταν ὅλη ἡ Παρθένος ἀνατείλῃ : προειπὼν γάρ : μέν θην ὀλίγους γαίης ὑπὸ
5913861 σαλῳ
. α . ἀποσαλεύσας : ἀποφυγὼν ἐκ τοῦ λιμένος καὶ σάλῳ ὁμιλήσας , . . . ἀπόλεκτον : οὐχὶ τὸ
. Ἄνδρες , τὰ μὲν δὴ πόλεος ἀσφαλῶς θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν : ὑμᾶς δ ' ἐγὼ πομποῖσιν
5907938 ηὐλιζοντο
κάππεσε δούπῳ . Κεῖνο μὲν οὖν Κρήτῃ ἐνὶ δὴ κνέφας ηὐλίζοντο ἥρωες : μετὰ δ ' οἵγε νέον φαέθουσαν ἐς
τὰς ἁμάξας , αἳ ἔτι ἐγγὺς ἐλθοῦσαι πρὸς τὰς πύλας ηὐλίζοντο , ὡς φοβούμεναι πολεμίους . Ἃς ἔδει ἐν καιρῷ
5900559 οὐριῳ
τῷ Θερσάνδρῳ λόγος πρὸς ἡμᾶς ἦν , νεὼς ἐπιβάντες καὶ οὐρίῳ χρησάμενοι πνεύματι κατήραμεν εἰς τὸ Βυζάντιον , κἀκεῖ τοὺς
ἤκουον : πέπλον μὲν ἀνῆφθαι τῆς νεὼς ἡδίω γραφῆς ξὺν οὐρίῳ τῷ κόλπῳ , δραμεῖν δὲ τὴν ναῦν οὐχ ὑποζυγίων
5892639 καταθυουσιν
καὶ θηλείας δορκάδας καὶ ἐκθεοῦσιν αὐτάς , τοὺς δὲ ἄρρενας καταθύουσιν . ἄθυρμα δὲ εἶναι τὰς θηλείας τῆς Ἴσιδός φασιν
αὐτὴν οἷα δήπου λεχὼ θεραπεύουσι . τὸ δὲ ἀρτιγενὲς βρέφος καταθύουσιν ὑποδήσαντες κοθόρνους . ὅ γε μὴν πατάξας αὐτὸ τῷ
5839527 βροντῃ
λέγει δὲ καὶ τοῦ φυσέλου , οὗ τὴν ὑπερβολὴν εἴκασε βροντῇ , φαντασίαις τε βροντῶν ἢ ἤχων θαλασσίων , ἢ
αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , βροχῇ . ὑπηρετεῖ δὲ αὐτῷ θάλασσα καὶ πέτραι
5816495 χειμεριον
δυσφεγγές , ἀνήλιον , ἄκρατον , ἄνισον ταῖς ὥραις , χειμέριον δυσχείμερον , κρυῶδες κρυμῶδες , παγετῶδες , κάτομβρον ,
ὁδὸν ψαμμώδη καὶ ἄνυδρον : εἰ γάρ τι καὶ νᾶμα χειμέριον ἦν , ἐξήραντο ὑπὸ τῆς φλογὸς τοῦ ἡλίου ,
5808506 καμῃ
θύμα , θύμβραν . Ὡς ἡ ποτ ' αὐτὸν ἢν κάμῃ τις , εὐθέως ἐρεῖ [ πρὸς αὐτὸν ] ,
κῦμ ' ἀλεείνων πάντοθεν ἐσσύμενον στυγερῇ ὑπὸ χείματος ὥρῃ χεῖρα κάμῃ καὶ θυμόν , ὑποβρυχίης δ ' ἄρα νηὸς ὀλλυμένης
5802746 νυκτι
ἀγκὰς ἑλὼν νεὸς ἀμφιελίσσης ἐννῆμαρ φερόμην : δεκάτῃ δέ με νυκτὶ μελαίνῃ νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί , ἔνθα Καλυψὼ
ἀοῖ ἤλυθες . ἤλυθες , ὦ φίλε κοῦρε , σὺν νυκτὶ τρίτῃ καὶ ἀοῖ τρίτῃ , ἤγουν μετὰ τρεῖς ἡμέρας
5789331 ὑπαιθριος
τοῦτο συναπτέον τῷ πρώτῳ : καταβὰς ἐν μέσῳ Ἀλφειῷ νυκτὸς ὑπαίθριος . οἰκεῖος δὲ καὶ ὁ καιρὸς πρὸς θείαν ἐπίκλησιν
ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος , ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος , τὴν τῆς μητρὸς φύσιν ἔχων , ἀεὶ
5770734 συνεσκευασθαι
αἷς σιτοποιησόμεθα : τοῦτο γὰρ κουφότατον τῶν σιτοποιικῶν ὀργάνων . συνεσκευάσθαι δὲ χρὴ καὶ ὧν ἀσθενοῦντες δέονται ἄνθρωποι : τούτων
ἀπηγγέλθη ὅτι εἴησαν αἱ σπονδαί , παρήγγειλαν οἱ πολέμαρχοι δειπνήσαντας συνεσκευάσθαι πάντας , ὡς τῆς νυκτὸς πορευσομένους , ὅπως ἅμα
5762415 κρυπτονται
Ὑάδες ἀκρόνυχοι δύνουσιν . Ἐν δὲ τῇ κγῃ Εὐκτήμονι Ὑάδες κρύπτονται : καὶ χάλαζα ἐπιγίνεται , καὶ ζέφυρος πνεῖ .
δεκάτην τὸ αὐτὸ , τὴν ἑνδεκάτην πάλιν αἱ Πλειάδες τε κρύπτονται , πρὸς δὲ τὴν δωδεκάτην τοῦ Ταύρου τὸ μεσαίτατον
5725834 νηνεμια
τὴν ψυχὴν ἀποφηνάμενοι , διότι μηδέποτε ἠρεμεῖ κἂν παντελὴς ᾖ νηνεμία . ἴδιον δὲ μάλιστα τῆς ψυχῆς τὸ κινεῖν ὑπολαμβάνουσι
Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ νηνεμία ἢ νότος , ψακάς . Ϛʹ . ὡρῶν ιγ
5721000 ἀφωτιστος
, κἂν ἐκεῖνος πόρρωθεν ᾖ . Πρὸς δὲ τὸν πυρώδη ἀφώτιστος οὖσα πρὸς ἡμᾶς ἔδοξεν εἶναι ἀγαθή : ἀνταρκεῖ γὰρ
μηνύει . Σελήνη ὑπὸ τὰς τοῦ Ἡλίου αὐγὰς οὖσα καὶ ἀφώτιστος παντελῶς ἀφανίζει τὸ κλέμμα . Ἥλιος καὶ Σελήνη ἅμα
5696040 ἐπιοντι
, τοῦτό γ ' εὖ λέγεις : ἐν γὰρ τῷ ἐπιόντι χρόνῳ βουλευόμενοι πράξομεν ὃ ἂν φαίνηται νῷν περί τε
. καί πως ἐβεβούλευτο τῶν πολεμίων τοῖς ἀρίστοις , ἀπαντᾶν ἐπιόντι : τοῦτο γὰρ ἔγνωστο , κρατήσασιν ἑνὸς συνεκβαλεῖν καὶ
5670959 ὁρμιζονται
? λόγων ? [ ] , καὶ λήξαντος τοῦ χειμῶνος ὁρμίζονται ? [ εἰς ] τὴν Ῥώμην . ἔμαθεν ?
καὶ εὐκαρποτέρη ἐστὶ καὶ ποιώδης μᾶλλόν τι καὶ ἔνυδρος . ὁρμίζονται δὲ ἐν Βάδει χώρῳ τῆς Καρμανίης οἰκουμένῳ , δένδρεά
5669153 ξηρῃ
. Τὴν ἕδρην ἐμβάλλει : ἀσταφίδι λείῃ , τετριμμένῃ , ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ :
πῦρ καὶ τὸ ὕδωρ ὡσαύτως . Εἰ μὲν οὖν ἐν ξηρῇ τῇ χώρῃ περικινέεται , κρατέει τοῦ ξυνεμπεσόντος ὕδατος ,
5661408 γαληνη
ἐρατεινήν : Μειλιχίη δέ τοι αἰὲν ἐπ ' ὀφρύσι νεῦσε γαλήνη παίδεσιν ἠδὲ τοκεῦσιν , ἐπὶ φρεσὶν ἠδὲ νόοιο ,
στησόμεθα : δώσω δὲ ἐγὼ τοῦ χοροῦ τὸ σύνθημα . γαλήνη μὲν ἔχει τοὺς ἀρχομένους ἅπαντας , καθάπερ ἐκ τρικυμίας
5660642 λιμεν
Σκῦρόνδε θύελλα , ἔνθ ' ὅ γ ' ἐς ἀργαλέον λιμέν ' ἵκετο νυκτὸς ἐκείνης . ἔνθ ' ἄλλοι μὲν
πηδαλίῳ , τὸ πεῖσμ ' ἀπορρήξασα δὲ ἐκ νυκτὸς ἕτερον λιμέν ' ἔχους ' ἐξευρέθη . οὐδένα δὲ ὑμῶν ἀγνοεῖν
5652267 ὀρθρος
τὸν πατέρα . τί λέγεις ; ἀλλὰ νῦν γ ' ὄρθρος βαθύς . νὴ τὸν Δί ' , ὀψὲ γοῦν
' ὀπύσει κἀκποήσεται γαλᾶς σοῦ μηδὲν ἥττους βδεῖν , ἐπειδὰν ὄρθρος ᾖ . Πρόβαινε , κἀν τὤχλῳ φυλάττεσθαι σφόδρα μή
5650459 ἱστιῳ
, τῆς ἱστοκεραίας παθούσης τι δεινόν : ἔοικε γὰρ τῷ ἱστίῳ καὶ τῇ καταρτίῳ τῆς νεὼς ὅλης διὰ τὰς βύρσας
ἐπανήγοντο , λαθόντες τὸν Σύφακα . ἀλλ ' ὃ μὲν ἱστίῳ χρώμενος παρέπλευσεν αὐτοὺς ἀδεῶς καὶ κατήχθη , ὁ δὲ
5632473 πλημυρις
ὑπὸ τοῦ ἄξονος . πλῆξαι τὸ ἐκ χειρὸς πατάξαι . πλημυρίς τὸ ὅρμημα τῆς θαλάσσης . πλήσσοντο διέβαινον : “
εἶσι ἑρπετὸν οὐδὲ ποτητὸν ἀείρεται . ἔνθ ' ἄρα τούσγε πλημυρίς μυχάτῃ ἐνέωσε † τάχιστα ἠιόνι , τρόπιος δὲ μάλ
5630771 θερινῳ
# ε , ὄξους # με . τίθει ἐν ἡλίῳ θερινῷ ἡμέρας μ καὶ μετὰ ταῦτα χρῶ . Εἰλεὸς πάθος
ἀγρυπνήϲαντεϲ ἢ ὑπερκοπωθέντεϲ καὶ μάλιϲτα κατὰ τὰϲ ὁδοιπορίαϲ καὶ ἡλίῳ θερινῷ ἢ λυπηθέντεϲ ἢ ϲφόδρα φροντίϲαντεϲ ἑτοίμωϲ φρίκαιϲ καὶ πυρετοῖϲ
5622699 συριγμοις
αἰπόλος ἐπειρᾶτο πρὸς τὰς λοιπάς . ὡς δὲ φωναῖς καὶ συριγμοῖς χρώμενος οὐδὲν μᾶλλον ἤνυεν , λίθον ἀφεὶς καὶ τοῦ
ὄφις ἐν μεσημβρίᾳ ἀκμάζοντος τοῦ ἡλίου θερμαινόμενος ἀκίνητός ἐστι καὶ συριγμοῖς προσέχει . θ μεσημβριναῖς ] + ταῖς κατὰ μέσην
5619937 κυματι
πεδίου τρέχει . ἡ δὲ οὐκ ἀφανίζει γλυκὺν ἐραστὴν ἁλμυρῷ κύματι , σχίζεται δὲ αὐτῷ ῥέοντι , καὶ τὸ σχίσμα
περιέζεεν ὕδωρ νειόθεν , ἐκ μυχάτου δὲ βυθοῦ ῥοίβδησε Χάρυβδις κύματι καχλάζοντι , καὶ ἱστίον ἄκρον ἵκανε . Νῆα δ
5618200 ληϊον
τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον :
: ἐν δ ' ἄροσις λείη : μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμόῳεν , ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ
5617291 βρεχει
εἰ δὲ ἀπορία εἴη , ὡς Ἀριστοτέλης λέγει , ἑαυτὴν βρέχει , καὶ ἐς κόνιν ἐμπεσοῦσα φύρει τὰ πτερά ,
] εἰπέ , ἀπόδειξαι . , ἀπόδειξον . ὕει ] βρέχει . . . δήπου ] περισσόν , ὁμολογουμένως .
5597972 ὑπονομον
φλυκτὶς φλύκταινα ἐπιμήκης , μάλιστα περὶ βουβῶνας καὶ μασχάλας . ὑπόνομον ἕλκος , ὃ καὶ βάθος ἔχει καὶ κόλπους .
δὲ μεταξὺ Λαοδικείας καὶ Ἀπαμείας λίμνη , καὶ βορβορώδη καὶ ὑπόνομον τὴν ἀποφορὰν ἔχει πελαγία οὖσα : φασὶ δὲ καὶ
5597756 διχομηνις
καλεῖται ἀμφίκυρτος . πληρωθεῖσα δὲ γίνεται πληροσέληνος καὶ πανσέληνος καὶ διχόμηνις , καὶ πάλιν αὖ ἀπὸ τῆς πανσελήνου ἄρχεται μειοῦσθαι
εἰσενόησεν κάλλεϊ καὶ γλυκερῇσιν ἐρευθόμενον χαρίτεσσιν , πρὸς γάρ οἱ διχόμηνις ἀπ ' αἰθέρος αὐγάζουσα βάλλε σεληναίη : τῆς δὲ
5572259 αἰθρῳ
καὶ ἄπυστος . ” αἰνόθεν αἰνῶς τῶν δεινῶν δεινότατον . αἴθρῳ τὸ ἐκ τῆς αἰθρίας πνεῦμα : “ αἴθρῳ τε
ἐφείσατο . . αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον . † ) αἴθρῳ ἀρσενικῶς , ὡς „ ἐν πύλῳ ἐν νεκύεσσιν ”
5565680 καπνῳ
καταλαβεῖν , ἥν τινα τῶν ἄλλων δυνηθεῖεν ἄκραν , καὶ καπνῷ τοῦτο σημῆναι . γενομένου δὲ τοῦ καπνοῦ συμβαλὼν τοῖς
Ἑλένην ὑποστρέψει πάλιν εἰς τὴν Τροίαν ὥσπερ τις παῖς κινήσας καπνῷ σφηκῶν φονικῶν κατοικίαν καὶ παροτρύνας αὐτούς . χ '
5560388 ἑσπερα
ἐπὶ τῷ κωλῦσαι δηλονότι ὀψέ : οὐ λέγει ὅτι ἦν ἑσπέρα , ἀλλ ' ὡς ὥρα ἐνάτη ἢ δεκάτη :
ὅσα ἐποίησεν , καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν . καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ , ἡμέρα ἕκτη . καὶ συνετελέσθησαν
5556810 Νηρηισι
εὖρον , ὃς ἔσχατα φυκία κινεῖ , ἁλκυόνες , γλαυκαῖς Νηρηίσι ταί τε μάλιστα ὀρνίχων ἐφίληθεν , ὅσοις τέ περ
τε πάτριοι ἢ μαντευτοὶ αὐτῷ καὶ Ποσειδῶνι καὶ Ἀμφιτρίτῃ καὶ Νηρηίσι καὶ αὐτῷ τῷ Ὠκεανῷ , καὶ τῷ Ὑδάσπῃ ποταμῷ
5547638 Ἀμφιτριτῃ
πνοιάς τε ζαέων ἀνέμων σὺν Κυματολήγῃ ῥεῖα πρηΰνει καὶ ἐυσφύρῳ Ἀμφιτρίτῃ , Κυμώ τ ' Ἠιόνη τε ἐυστέφανός θ '
ὃ καλεῖται Μεσόγειον , τότε ἐνταῦθα Ποσειδῶνι μὲν ταῦρον , Ἀμφιτρίτῃ δὲ καὶ Νηρηΐσι ζῶσαν καθιέναι παρθένον : ὄντων οὖν
5545413 ἐφυδρος
ἀέρα πολὺ διαφέρει τῶν ἄλλων . Ἡ δὲ τῶν Λατίνων ἔφυδρος πᾶσα : καὶ ἡ μὲν πεδεινὴ δάφνην ἔχει καὶ
: οὐ γὰρ ἐφολκίῳ ἐχρῶντο τότε . ἐφράσθην ἐνόησας . ἔφυδρος ὕδωρ ἐπάγων . Ἐφύρους : “ τὼ μὲν ἂρ
5537129 φορβη
Μῆτις : μηχανὴ , βουλή . φορβήν : τροφήν : φορβὴ ἡ τροφὴ ἀπὸ τοῦ φέρειν , ἤως συνιστάνειν τὸν
. φερβομένης δὲ λέγει , οὐ τρεφομένης , ὥσπερ καὶ φορβὴ ἡ τροφὴ , ἀλλὰ μειουμένης καὶ νεμομένης καὶ ἀπολλυμένης
5526689 ἀνιοντι
τοῦτο δὲ τὴν μὲν νύκτα συμμύειν ἅμα δὲ τῷ ἡλίῳ ἀνιόντι διοίγνυσθαι , μεσημβρίας δὲ τελέως διεπτύχθαι , πάλιν δὲ
ὡς ναυμαχήσοντες . Ἡμέρη τε ἐγίνετο καὶ ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνιόντι σεισμὸς ἐγένετο ἔν τε τῇ γῇ καὶ τῇ θαλάσσῃ
5521869 νηνεμιᾳ
διασκεδάννυσιν , ἄλλως τε καὶ ὅταν τύχῃ τις μὴ ἐν νηνεμίᾳ ἀλλ ' ἐν μεγάλῳ τινὶ πνεύματι ἀποθνῄσκων . Καὶ
τὸ πρόσθεν γιγνόμενον μερίζων † γνώμη . χρὴ οὖν ἐν νηνεμίᾳ καθιστάναι τὴν ψυχὴν ἀποστρέφοντα [ τὴν ψυχὴν ] τοῦ
5521083 στωσιν
συναλλαγῆς ; Τῆς σῆς ὑπ ' ὀργῆς , σοῖς ὅταν στῶσιν τάφοις . Ἃ δ ' ἐννέπεις κλύουσα τοῦ λέγεις
τοῖς κυσὶ τοῖς Λάκωσι : καὶ γὰρ τούτους , ὅταν στῶσιν εἰς τὰς πανηγύρεις , πολλοὺς μὲν εἶναι τοὺς καταψήχοντας
5518794 σχιστῃ
: εἶτα πῆξον , καὶ συλλείου σὺν ὄξει καὶ στυπτηρίᾳ σχιστῇ , καὶ ἁλὶ ἐπὶ ἡμέρας ζʹ : καὶ γλυκάνας
Μαγνησίαν λευκήν : λευκάνῃς δὲ αὐτὴν , ἅλμῃ καὶ στυπτηρίᾳ σχιστῇ ἐν ὕδατι θαλασσίῳ , ἢ χυλῷ , κίτρῳ λέγω
5517660 χειμωνι
κεφαλῆς ὡς ἐπιτοπολὺ , ἢ τῶν ἔμπροσθεν . Καὶ ἐν χειμῶνι πλέονα χρόνον ζῇ ὥνθρωπος ἢ ἐν θέρει , ὅστις
εὐωχοῦνται : ὅτι τὰς ἰδίας σάρκας ὁ πολύπους ἐσθίει τῷ χειμῶνι οὕτως ἱστορεῖ καὶ ὁ Ἡσίοδος : ὅτ ' ἀνόστεος
5509015 ὑποβρυχιους
δὲ καὶ Ἰχθύσιν ἢ τοῖς καθύγροις ζῳδίοις τῆς σελήνης συσχηματισθείσης ὑποβρυχίους καὶ ἐν ὕδασιν ἀποπνιγομένους , περὶ δὲ τὴν Ἀργὼ
, ἐπῆλθε τῇ γῇ καὶ πάντας αὐτοὺς ἐπέκλυσε διέφθειρέ τε ὑποβρυχίους , ἰχθύων τε πολὺν σωρὸν ἀναχωροῦν τὸ κῦμα μετὰ
5504057 ἐκλειψις
ἔχεις οὖν τὸν ὁρισμὸν τῆς σεληνιακῆς ἐκλείψεως : ἔστι γὰρ ἔκλειψις σελήνης φωτὸς τοῦ ἐν αὐτῇ στέρησις διὰ τὴν τῆς
τοῦ διὰ τί ἐν ἑτέρῳ ἔστι . τί γάρ ἐστιν ἔκλειψις ; στέρησις φωτὸς ἀπὸ σελήνης ὑπὸ γῆς ἀντιφράξεως .
5502593 τειος
, ἵνα φθείσωμεν ἑλόντες αὐτόν : τὸν δ ' ἄρα τεῖος ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων . ἡμεῖς δ ' ἐνθάδε οἱ
, πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην , σῇ ἀλόχῳ φορέειν : τεῖος δὲ φίλῃ παρὰ μητρὶ κεῖσθαι ἐνὶ μεγάρῳ . σὺ
5483549 λαβρῳ
ἐοῦσαν , τῆς δ ' ἄρα θεινομένης ἀνέμῳ καὶ κύματι λάβρῳ χηραμὰ κοιλαίνονται ὑποβρωθέντα θαλάσσῃ : ὣς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος
' ἀναστάσεις . ἔμαθον δ ' εὐρυπόροιο θαλάσσας πολιαινομένας πνεύματι λάβρῳ ἐσορᾶν πόντιον ἄλσος , πίσυνοι λεπτοδόμοις πείσμασι λαοπόροις τε
5477064 νυκτερινῃ
λʹ ὥρᾳ Ϛʹ ἔφθασεν εἰς Μεχεὶρ κϚʹ εἰς κζʹ ὥρᾳ νυκτερινῇ ηʹ : κουφιζομένου καὶ τοῦ τετάρτου μέρους ἐμβολίμου ἡμερονυκτίου
νυκτερινῇ , καὶ ἡ ἐλαχίστη ἡμέρα ἴση ἐστὶ τῇ ἐλαχίστῃ νυκτερινῇ . Ὁ δὲ ἀνταρκτικὸς κύκλος ὅλος ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα
5461407 Δελφιν
θέαν τῆς πομπῆς ἦλθε , φησί , καὶ ἰδοῦσα τὸν Δέλφιν ἠράσθη αὐτοῦ . εἰώθασι γὰρ τῇ Ἀρτέμιδι κανηφορεῖν αἱ
ἐλθεῖν τῆς πομπῆς , καὶ οὕτω συμβέβηκεν ἰδεῖν με τὸν Δέλφιν . ἁ μεγάλοιτος : ἡ μεγάλως δυστυχής . οἶτος
5458837 ἐαρινῳ
τοῦτο παντὸς τοῦ βίου ἀεὶ τελεῖσθαι τοῖς ἐτησίοις κύκλοις , ἐαρινῷ μάλιστα καιρῷ δὲ πλέον . καὶ πρῶτον αὐτά πως
ἂν σαφεστέρα ἡ τῶν τοιούτων διδασκαλία ὡδί πως . ἐν ἐαρινῷ καιρῷ πολυτελέσι δαπάναις κατεσκευάζετο ἡ σκηνὴ τριωρόφοις οἰκοδομήμασι ,
5454664 Κιμωλιᾳ
. καταχρίοιτο δ ' ἂν τὸ μέροϲ καὶ ψιμυθίῳ ἢ Κιμωλίᾳ ἢ κεραμικῇ γῇ μετὰ ϲτρύχνου ἢ λιθαργύρῳ μετὰ ῥοδίνου
πίθους παραχρῆμα σμήχειν ἅλμῃ , ἢ κληματίνῃ τέφρᾳ , ἢ Κιμωλίᾳ ἢ ἀργιλλώδει γῇ . Τινὲς μὲν βορείων ὄντων τῶν
5451531 δυεσθαι
συμμύειν ἀλλὰ καὶ τὸν καυλὸν ὁτὲ μὲν ἀναβαίνειν ὁτὲ δὲ δύεσθαι καὶ καταβαίνειν ἀπὸ δυσμῶν μέχρι μέσων νυκτῶν , ὡσαύτως
ἀλλὰ τὰ μὲν πρῶτα σημεῖα [ τῆς φυλακῆς ] φησι δύεσθαι , τὰς δὲ Πλειάδας ἀνατέλλειν . πῶς γὰρ ἂν
5450933 ἁπαλῃ
εἶδεν ἀλώπηξ , κερτομοῦσα δ ' εἰρήκει : Πῶς οὕτως ἁπαλῇ καὶ ἀνειμένῃ γλώσσῃ σκληρὸν μαλάσσεις προσφάγημα καὶ τρώγεις ;
ᾗ δοκιμάζουσι τὸ χρυσίον . ἁβροδιαίτῃ . τρυφερᾷ ζωῇ καὶ ἁπαλῇ . ἄπαγε . παῦσαι , μὴ γένοιτο . ἀκρότομος
5450919 ἑῳῳ
δὲ κατὰ ταῦτα τὸν τοῦ Ἑρμοῦ καὶ ἐν μὲν τῷ ἑῴῳ σχήματι ἡμερινόν , ἐν δὲ τῷ ἑσπερίῳ νυκτερινόν .
ἐστιν ἐν τῷ ὡροσκόπῳ ἢ ἅμα τῷ κυρίῳ τοῦ ὡροσκόπου ἑῴῳ ὄντι , δηλοῖ εὐτυχίαν μεγίστην . Εἶτα παραλαμβάνει ἡ
5446598 χρεωμενοι
δὲ σκευὴν μὲν σκυτίνην ἤισαν ἔχοντες , ἀκοντίοισι δὲ ἐπικαύτοισι χρεώμενοι : ἄρχοντα δὲ παρείχοντο Μασσάγην τὸν Ὀαρίζου . Παφλαγόνες
πρὸς αὐτούς : Θεσσαλοὶ δέ σφι δεομένοισι ἀπέπεμψαν κοινῇ γνώμῃ χρεώμενοι χιλίην τε ἵππον καὶ τὸν βασιλέα τὸν σφέτερον Κινέην
5436979 ῥοθιαδος
βρύχιον ἀντὶ τοῦ νειόθεν καὶ ἀπὸ τοῦ βυθοῦ . . ῥοθιάδος ] ἦχον ἐκ ῥοθίου ἀποτελούσης . . βρύχιον ]
] τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ . ῥοθιάδος : τῆς ἠχητικῆς : ἢ τῆς ἐν ὑγρῷ ἐλαυνομένης
5426668 ἐστρατοπεδευοντο
ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα , καὶ τὸ χωρίον ἅμα ἐν ᾧ ἐστρατοπεδεύοντο ἑλῶδες καὶ χαλεπὸν ἦν , τά τε ἄλλα ὅτι
οὗτοι εἶχον . Οὗτοι μέν νυν ταχθέντες ἐπὶ τῷ Ἀσωπῷ ἐστρατοπεδεύοντο . Οἱ δὲ ἀμφὶ Μαρδόνιον βάρβαροι ὡς ἀπεκήδευσαν Μασίστιον
5423660 Χορασμιοι
Χοράσμιοι , ὡς αὐτός φησι „ Πάρθων πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Χοράσμιοι οἰκέουσι „ . καὶ Ἡρόδοτος τρίτῃ ” Πάρθοι δὲ
” ἐν δὲ αὐτοῖσι πόλις Χορασμίη ” . αὐτοὶ δὲ Χοράσμιοι , ὡς αὐτός φησι „ Πάρθων πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα
5419451 ἀστραπῃ
σειομένην , ὥστ ' ἐκ μακροῦ διαστήματος ὁρᾶσθαι τὴν πρόσοψιν ἀστραπῇ παραπλησίαν . ἡ δ ' ὑπὸ τὴν καμάραν καθέδρα
καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , βροχῇ . ὑπηρετεῖ δὲ αὐτῷ θάλασσα
5417746 καθειρξαντες
τοὺς βουλομένους , ἐκεῖνοι δ ' οὐδὲν ἄρα εἰδεῖεν πλὴν καθείρξαντες ἀπολλύναι . καίτοι εἰ βελτίων ἡ γυμναστικὴ τῆς ἰατρικῆς
τεῖχος πρὸ τῆς πόλεως ἐποικοδομησάμενοι τήν τε χώραν ἔτεμνον καὶ καθείρξαντες τοὺς Ναξίους ἐφρούρουν , τότε παρθένος ἀπολειφθεῖσα κατά τινα
5415777 μεσονυκτιον
ἕξει , οὗ ἐνδοτέρω ἀμήχανον , πάλιν τὸ τῆς τετάρτης μεσονύκτιον εἰς τὴν τῆς ἕκτης εὐθὺς πρωΐαν , ὥστε τὴν
τοσοῦτον οὖν καὶ ὁ ἥλιος ἀφίσταται τοῦ ὁρίζοντος κατὰ τὸ μεσονύκτιον . καὶ παρ ' ἡμῖν δὲ τοσοῦτον τοῦ ὁρίζοντος
5414365 ἀλεεινῳ
. κατακεκλίϲθαι τοίνυν προϲήκει τὸν νοϲοῦντα ἐν οἴκῳ χειμῶνοϲ μὲν ἀλεεινῷ , θέρουϲ δὲ ψυχεινοτέρῳ , ἡϲυχίαν δὲ ἄγειν κελεύειν
οὖν ἐπιτάσεως γινομένης κατακλίνειν δεῖ τὴν κάμνουσαν ἐν οἰκήματι συμμέτρως ἀλεεινῷ καὶ φωτεινῷ καὶ ἀσκύλτως τὴν κατάπτωσιν ἀνακαλεῖν , κινοῦντα
5410518 κοιτηϲ
, ἐὰν δὲ ἐν ὑπαίθρῳ ᾖϲ , κατὰ μέϲον τῆϲ κοίτηϲ . ἄλλο : χαλβάνηϲ , ϲτέατοϲ ἰχνεύμονοϲ ἀνὰ #
μὲν οὖν δίαιτα τοιαύτη ἔϲτω : μετὰ τὴν ἐκ τῆϲ κοίτηϲ ἐπανάϲταϲιν , ϲυναλείψαντα μετρίωϲ τὸ ϲῶμα ἐλαίῳ γλυκεῖ ,
5401157 δειπνοποιησαμενοι
ταῦτα καὶ Κυαξάρῃ καὶ τοῖς ἄλλοις . καὶ τότε μὲν δειπνοποιησάμενοι καὶ φυλακὰς καταστησάμενοι καὶ πυρὰ πολλὰ πρὸ τῶν φυλακῶν
κατήντησαν τὴν τῆς Ἥρας ἱερὰν νῆσον : κἀνταῦθα θύσαντες καὶ δειπνοποιησάμενοι , πολλὰ εὐξάμενοι τῆς νυκτὸς ἐπιγινομένης ἐπανήγοντο . Καὶ
5397999 δρομαιοι
, ὧν εἰργάσαντο , πολλῶν ὄντων , ἐπὶ τὴν πόλιν δρομαῖοι συνέρρεον , ἄλλος ἄλλον τῷ τάχει νικῶντες καὶ ταῖν
] τὰ νῦν περιφράγματα . Γ ὑπερεπήδων ] ὑπερήδοντο καὶ δρομαῖοι ἠπείγοντο . διὰ δὲ τῆς σπουδῆς τὴν λιχνείαν ἐνδείκνυσιν
5397863 ἑσπερᾳ
Πυθῶνά τε καὶ̆ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ ' ἄκˈρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας , ἐν τῷ
ἀπὸ τῶν ὑψηλοτάτων ἐπαύλεων τοῦ Χείρωνος εἰς τὴν πρὸς τῇ ἑσπέρᾳ γῆν τῆς εὐδόξου Ἰωλκοῦ παραγένηται ξένος ὢν καὶ πολίτης
5394351 κλυσον
χρῶ , φάρμακον δὲ πίσον ἐλατήριον , καὶ κάτω γάλακτι κλύσον , τὰ δ ' ἄλλα πυρίῃσιν ἰῶ . Ἐπὴν
κλυσμός : τρύγα οἴνου κατακαύσας τῆξον , καὶ ἐν ὕδατι κλύσον , εἶτα σίδια , μύρτα , σχοῖνον εὐώδεα ,
5392849 ἑρκεϊ
ῥαφίδας καὶ φῦλα πολυσπερέων συνοδόντων . σκόμβροι μὲν λεύσσοντες ἐν ἕρκεϊ πεπτηῶτας ἄλλους ἠράσσαντο λίνου πολύωπον ὄλεθρον ἐσδῦναι : τοίη
πῶμα καλύπτει εὖ ἀραρός : τοὺς δ ' ἔνδον ἐν ἕρκεϊ πεπτηῶτας ὑστάτιον κνώσσοντας ἀνείρυσεν : ὀψὲ δ ' ὄλεθρον
5387896 ἀρκτικη
τοῦ τε Ῥήνου καὶ τοῦ Δανουβίου ποταμοῦ , ἡ δὲ ἀρκτικὴ μέρει τοῦ Δανουβίου ποταμοῦ τῷ ἀπὸ τῶν πηγῶν μέχρι
πλευρὰ καὶ παρὰ τὴν Λουγδουνησίαν εἴρηται : ἡ δ ' ἀρκτικὴ καὶ παρὰ τὸν Πρεττανικὸν Ὠκεανὸν ἔχει οὕτως : μετὰ
5385715 θυμιηματα
ξηραίνειν δὲ ἐν τῷ ἡλίῳ , καὶ ἐς τοῦτο τὰ θυμιήματα ἐμβάλλειν . Ἔγχυτον καθαρτικὸν , ἢν μὴ ἴῃ τὰ
ὑπολειφθέντας ὡς τάς τε ὁδοὺς μυρσίνῃ πάσας ἐστόρεσαν καὶ ἐθυμίων θυμιήματα καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἐν θαλίῃσί τε καὶ εὐπαθείῃσι :
5379149 ὀρθριον
δουλεύειν . Ἐχρᾶτο δὲ καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε : τὸ μὲν ὄρθριον μέχρι ὅτεο πληθώρης ἀγορῆς προθύμως ἔπρησσε τὰ προσφερόμενα πρήγματα
ομένων [ ζείδωρον ] [ ] ? ἐς ? ? ὄρθριον ? ? ? [ ἔργον ˘˘ – , ]
5375678 Ἀκυλησιοι
κατ ' ὀλίγον αὐξανομέναις ὑπειλημμένον , διῃρήκεσαν καὶ καταλελύκεσαν οἱ Ἀκυλήσιοι . οὔτε οὖν γεφύρας οὔσης οὔτε νεῶν ὁ στρατὸς
ἐπιχώριοι Ἑπτὰ πελάγη τὴν λίμνην ἐκείνην . εὐθὺς οὖν οἱ Ἀκυλήσιοι τὰς πύλας ἀνοίξαντες ὑπεδέχοντο , αἵ τε [ ἀπὸ
5371367 χωρῳ
ἀλκὶ πεποιθώς , ὅς τε μένει κολοσυρτὸν ἐπερχόμενον πολὺν ἀνδρῶν χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ , φρίσσει δέ τε νῶτον ὕπερθεν :
ἦ τοι μὲν σὺ μέν ' αὐτοῦ τῷδ ' ἐνὶ χώρῳ ἔσθων καὶ πίνων κοίλῃ παρὰ νηῒ μελαίνῃ : αὐτὰρ
5367066 ἰσημερια
. καὶ ἣ μέν ἐστιν ἐαρινή , ἣ δὲ μετοπωρινὴ ἰσημερία , ἐαρινὴ μὲν ἐν Κριῶι , ὅτε ἐφάπτεται τοῦ
ἰκτῖνος φαίνεται , καὶ βορρᾶς πνεῖ . κϚʹ . ἐαρινὴ ἰσημερία . ὡρῶν ιδ : ὁ λαμπρὸς τοῦ βορείου Στεφάνου
5363409 ἱππικῳ
προσεγένετο : τέως δὲ θαρραλέως ἡμῖν ἐφείποντο οἱ πολέμιοι καὶ ἱππικῷ καὶ πελταστικῷ κωλύοντες μηδαμῇ κατ ' ὀλίγους ἀποσκεδαννυμένους τὰ
ἔρως , ἔρωτα ἀφανιστικὸν ἵππων . ἵππερον : τουτέστι τῷ ἱππικῷ ἔρωτι ἐδαπάνα τὰ ἐμὰ χρήματα : τοῦτο γάρ ἐστι
5362207 ταριχοι
. ἀλλὰ καὶ Ἡρόδοτος ἐν θʹ ἀρσενικῶς προφέρει , οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ κείμενοι ἐπάλλοντο καὶ ἤσπαιρον . Ἡ
δὲ τῶν θαλασσίων οἱ λεγόμενοι πέρκαι ἰχθύες ξηρότατοι οὗτοι καὶ τάριχοι . Τῶν δὲ ζώων τῶν τιθασσῶν , τὰ ὑλόνομα
5361235 ἡλιωι
: Ἶριν δὲ καλέομεν τὸ ἐν τῆισιν νεφέληισιν ἀντιλάμπον τῶι ἡλίωι . χειμῶνος οὖν ἐστι σύμβολον : τὸ γὰρ περιχεόμενον
αὐτὸς βολβίτωι χρίσας ὅλον ἑαυτὸν εἴασε ξηρανθῆναι τοῦτο ὑπὸ τῶι ἡλίωι , καὶ κείμενον αὐτὸν κύνες προσελθοῦσαι διέσπασαν . οἱ
5359226 διακλυζονται
καὶ σμύρνῃ καὶ ὅταν πρὸς κοίτην ἀπέρχωνται , ὄξει δριμεῖ διακλύζονται . διαμασῶνται δέ τινες καὶ τὰ τῆς πίτυος φύλλα
τὰ τῆς πίτυος φύλλα , ὅταν ἐκπορεύωνται , καὶ ὕδατι διακλύζονται . τινὲς δὲ καὶ ἄνισον διαμασῶνται ἢ γλυκύῤῥιζον ἢ
5354010 ὑψηλῳ
χάρακα . καὶ μετὰ τοῦθ ' ὁ Κοίντιος περιταφρεύσας αὐτὸν ὑψηλῷ χάρακι καὶ πύργοις πυκνοῖς περιλαβών , ἐπεὶ κάμνοντα ἔμαθε
τούτῳ τὰ ὅπλα , καὶ τὴν ἄλλην δύναμιν ἀσφαλῶς ἀναβιβάσαντες ὑψηλῷ χάρακι καὶ βαθείᾳ τάφρῳ τὴν παρεμβολὴν ὠχυρώσαντο . εἰ
5353334 φιλοπαθους
τοῦ δεσμωτηρίου τὸν ἀρχιοινοχόον ἐπὶ σπονδαῖς μετεπέμψατο : τοῦ γὰρ φιλοπαθοῦς ἴδιον λαμπρὰ τὰ | γενητὰ καὶ φθαρτὰ ἡγεῖσθαι διὰ
θείας : ἐπὶ τοσοῦτον ἀπονοίας ἤλασαν . τοῦ μὲν οὖν φιλοπαθοῦς ἔξαρχος ἀναγράφεται θιάσου τῆς Αἰγυπτίας χώρας ὁ βασιλεύς ,
5353079 τερσημεναι
: οὐδὲ μίμνει ὥστε εἰς ὥραν τερσήμεναι βολαῖς ἠελίοιο . τερσήμεναι : φρυγῆναι . ὁλκοί : αὔλακες . ἀγοστῷ :
τέρσεσθαι δὲ ἐν ἡλίῳ : ἤματα δ ' ἠελίοιο μέν τερσήμεναι αὐγῇ . . . . ἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς
5347009 ὀρυσσων
τῶν ἡμεῖς ἴδμεν καταδέξαντος , ὃς ἐπείτε τὴν διώρυχα ἐπαύσατο ὀρύσσων τὴν ἐκ τοῦ Νείλου διέχουσαν ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον
ὡς ἐπελάμβανεν ἡμέρα , παραγενόμενος ἐς τὸ εἰρημένον χωρίον ἐπέτυχεν ὀρύσσων ὑδρίᾳ χαλκῇ , καὶ αὐτίκα παρὰ τὸν Ἐπαμινώνδαν κομίσας
5344898 ἑῳ
ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν : τίς ἄρ ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δροὶ Καΐκου παρ ' ὄχθαις ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει
οὗ πατρὸς : κὰδ δ ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν , ἑῷ : καὶ οὕνεκ ' ἄρ ' οὐχ ᾧ πατρί
5344342 βορειῳ
μὲν καλεῖ πλευράν , παράλληλον δ ' οὐ λέγει τῇ βορείῳ . δῆλον δ ' ὅτι οὐδ ' ὁ Εὐφράτης
νότιον μὲν λέγων , παράλληλον δ ' οὐ λέγων τῷ βορείῳ τὸ νότιον . τὴν δὲ διαφωνίαν τοῦ μήκους φησὶ
5343591 ἀνιασι
φακέλους ἐμβαλόντες , οἷσπερ οὖν ὡς ἀναβαθμοῖς χρώμενοι ἐκεῖνοι εἶτα ἀνίασι . Καὶ νοσοῦντα ἐλέφαντα οὐκ ἄν ποτε καταλίποιεν οἱ
φακέλλους ἐμβαλόντες , οἷσπερ οὖν ὡς ἀναβαθμοῖς χρώμενοι ἐκεῖνοι εἶτα ἀνίασι γήρᾳ βαρεῖς ὄντες . ποῦ δὲ ἠλόησε πληγαῖς πατέρα
5343428 εὐπορησῃ
μὲν τῆς αὐτῆς ἡμέρας θάλλει τε καὶ ζῇ , ὅταν εὐπορήσῃ , τοτὲ δὲ ἀποθνῄ - σκει , πάλιν δὲ
εἰ καὶ ἀπὸ εὐπόρων ἀπορώτερος γέγονεν , ἵν ' αὖθις εὐπορήσῃ . τοῦτο γὰρ ἄμεινον εἶναι , ὁποίαν ἂν ἔχῃ
5342805 ἐσφαζον
. οἵ τε Πελοποννήσιοι ἐπικαταβάντες τοὺς ἐν τῷ ποταμῷ μάλιστα ἔσφαζον . καὶ τὸ ὕδωρ εὐθὺς διέφθαρτο , ἀλλ '
μελλούσῃ ἐπενεγκεῖν . . βωμῷ ] ἐν ᾧ τὰ θύματα ἔσφαζον ἐκαλεῖτο βωμὸς , ὢν τετραγωνοειδὴς τόπος τοῦ ἱεροῦ .
5341060 εὐδια
ἀκρόνυχος δύνει : ὑετός . Ἐν δὲ τῇ ιδῃ Εὐδόξῳ εὐδία : ἐνίοτε καὶ ζέφυρος πνεῖ . Ἐν δὲ τῇ
Πεφρηδὼ μὲν λέγεται ἡ διὰ τοῦ γι - νομένου ἀφροῦ εὐδία , ᾗ οἱ ναῦται εὐφραίνονται , τοῦ π πλεονάζοντος
5334930 νυξ
, σκοτεινῆς . νυκτὸς ὄμμ ' ] † ἤγουν ἡ νύξ . ἀφείλετο ] τὸν πόλεμον , τὴν μάχην .
τούτων ἡ διατύπωσις , τὸ δὲ ὀρώρει δ ' οὐρανόθεν νύξ ἐπιφώνημα λοιπόν ἐστιν : ᾗ μὲν γὰρ ἐκ τῶν
5326344 παγετος
τῇ ὑστεραίῃ ἐσενεγκὼν ἐς ἀλέην , ὅκου χαλάσει μάλιστα ὁ παγετὸς , ὁκόταν δὲ λυθῇ , ἀναμετρέειν τὸ ὕδωρ ,
γνῶσις καταλύει τὴν ὠφέλειαν : καὶ οὔτε φθεῖρες , οὔτε παγετὸς ἀδικήσει τὴν ἄμπελον : ἢ χρίε τὰ δρέπανα σκορόδῳ
5325437 πεισμασι
ἢ ἀφριζομένης , δηλαδὴ τῇ κωπηλασίᾳ , πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις ἤτοι ταῖς ναυσί .
κωπηλασίᾳ , ἢ τῷ βιαίῳ ἀνέμῳ : πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις , ἤτοι ταῖς ναυσὶ ταῖς λεπτοκατασκεύοις . πλὴν
5323275 νειῳ
δὲ λοξάϲ , βαθείαϲ κάρτα , ἴκελον τὸ ξύμπαν τριπόλῳ νειῷ . τρίχεϲ δὲ ἄλλοιϲι μὲν ζώοιϲι φύϲει τοιαίδε αἱ
Δημήτηρ , ᾧ θυμῷ εἴξασα , μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ νειῷ ἔνι τριπόλῳ : οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπυστος Ζεύς ,
5320832 θρωσκουσιν
. Ἀσπασίην : εὐάρεστον . ἀσπάσιοι : μετὰ χαρᾶς . θρώσκουσιν : πηδῶσιν , ἐπέρχονται . ἐπειγόμενοι : σπεύδοντες .
τράγημα δέ ἐστιν πιθήκου τοῦτο δήπου δυστυχοῦς . Ὅμηρος : θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι . Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἐν

Back