αἷς σιτοποιησόμεθα : τοῦτο γὰρ κουφότατον τῶν σιτοποιικῶν ὀργάνων . συνεσκευάσθαι δὲ χρὴ καὶ ὧν ἀσθενοῦντες δέονται ἄνθρωποι : τούτων
ἀπηγγέλθη ὅτι εἴησαν αἱ σπονδαί , παρήγγειλαν οἱ πολέμαρχοι δειπνήσαντας συνεσκευάσθαι πάντας , ὡς τῆς νυκτὸς πορευσομένους , ὅπως ἅμα
6860718 δειπνησαντας
δέπα . ἰδιάζον δὲ τὸ παρὰ Μενελάῳ εἰσάγει συμπόσιον . δειπνήσαντας γὰρ ποιεῖ ὁμιλοῦντας : εἶτ ' ἀπονιψαμένους ποιεῖ πάλιν
ὅτι δὴ ἀπύλωτος ἦν , ἦγεν ἐκ τῶν Θεσπιῶν πρῲ δειπνήσαντας τοὺς στρατιώτας , φάσκων πρὸ ἡμέρας καθανύσειν εἰς τὸν
6360230 σκοτουνται
διακαῆ καὶ πυρώδη , πολύν . ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν
καὶ τοὺς τροχοὺς θεωροῦντες ἢ καὶ συμπεριφέροντες τὴν ὄψιν ταχὺ σκοτοῦνται : συμβαίνει γὰρ κινουμένην κύκλῳ τὴν ὄψιν κινεῖν τὰ
6134217 ἀλετριβανον
ἠστειεύσατο διὰ τὸ δριμὺ τῆς πληγῆς καὶ τῶν σκορόδων . ἀλετρίβανον ] οἱ μὲν δασέως παρὰ τὸ τοὺς ἅλας τρίβειν
διὰ τῆς ει διφθόγγου : ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἁλοτρίβανον γίνεται ἀλετρίβανον κατὰ τροπὴν τοῦ ο εἰς τὸ ε , σημαίνει
6133548 ἐμετοισι
πρεσβυτέρους μᾶλλον ἢ τοὺς νεωτέρους . Χρέεσθαι δὲ καὶ τοῖσιν ἐμέτοισι , τοὺς μὲν ὑγροτέρους τρὶς τοῦ μηνὸς , τοὺς
καὶ ἐναριστῇν μικρὸν , ἀφροδισίοισι δὲ ἐλάσσοσι : καὶ τοῖσιν ἐμέτοισι , τὸ μὲν πρῶτον ἐκ τῶν δύο ποιέεσθαι ,
6086760 γλυκυτερους
ἐναντίον ὀπωδεστέρους τούτους ἀλλ ' ἕως ἂν ὦσιν ἁπαλοὶ φαίνεσθαι γλυκυτέρους . ἀλλ ' ἐπὶ τῆς ῥαφάνου τοῦτο ὁμολογούμενον ,
γε καὶ τὰ τῶν σικύων σπέρματα γάλακτι βρεχόμενα καὶ μελικράτῳ γλυκυτέρους ποιεῖ . Νομίσειε δ ' ἄν τις ταῦτα καὶ
5995363 καταιγιδες
] ἀστραπῆς . ζάπυροι ] λίαν καυστικοί . στρόμβοι ] καταιγίδες ἀέρων . . στάσιν ] ταραχήν . ἀντίπνουν ]
ἐπὶ τὸ κακὸν ἐν πλεονεξίᾳ ὑψούμενοι . Καὶ ἔσονται ὡς καταιγίδες ψευδοπροφῆται , καὶ πάντας δικαίους διώξονται . Ἐπάξει δὲ
5938674 ὀχειν
ἡ τὸ σῶμα ἀναψύχουσα . ἢ παρὰ τὸ τὴν φύσιν ὀχεῖν , φυσέχη . σῶμα . οἱονεὶ σῆμα τῆς ψυχῆς
φύεται , ἐπήν τις τἀγαθὰ μὴ ' πιστῆται ποδηγετεῖν μηδὲ ὀχεῖν εὐπόρως . οὐ δίκαιον ἐν κακοῖσι τὰ τοιάδε κρίνειν
5914964 ἀκριδες
τοῦ ὧδε Δωρικῶς τροπῇ τοῦ ω εἰς α . καὶ ἀκρίδες : ἀκρίδες λέγονται τὰ πωλία τὰ καθήμενα εἰς τὰ
ἡμιόνους , τοὺς πιστεύοντας αὐτῷ , οὐδ ' ὅσον αἱ ἀκρίδες τὸν νοῦν ἔχοντας . Ἐγὼ δέ , ὦ πάτερ
5880291 ἱστους
ἀπελαύσαμεν , ἀλλὰ καὶ τῶν ἐκείνων γυναικῶν , αἳ τοὺς ἱστοὺς ὑπερβᾶσαι κρείττους ἐγένοντο τῆς φύσεως εἰς τὴν πόλιν ,
, καθίστη , ἐν δὲ ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος αὖ τοὺς ἱστοὺς ἀπὸ τούτων ἐσκοπεῖτο . πολὺ οὖν ἐπὶ πλέον οὗτοι
5874178 ἀστακους
, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας . Ἐπίχαρμος δὲ γαμψωνύχους φησὶ τοὺς ἀστακούς . Διοκλῆς ὁ Καρύστιός φησι : καρῖδες , καρκίνοι
Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνης φησίν , ἔνθα καὶ πλατείας καρίδας λέγει τοὺς ἀστακούς , ὧν ἀστακῶν καὶ Ἀρχέστρατος μέμνηται : ἀλλὰ παρεὶς
5870901 παρῃεσαν
Ἱπποθόῳ ἵππος ἐν τῇ ὕλῃ κρυπτόμενος . Τῇ δὲ ἑξῆς παρῄεσαν μὲν Κιλικίαν , ἐποιοῦντο δὲ τὴν ὁδὸν ἐπὶ Μάζακον
τῶν πολιτῶν τοὺς διασωθέντας ἐξ ὀνόματος ἐκάλει . οἱ δὲ παρῄεσαν ὀλοφυρόμενοι καὶ δεόμενοι τῶν πολιτῶν , μὴ τὸν αἴτιον
5850596 φαγοντας
ὁ κύαμος δεκαδακτύλους τὸ μῆκος πλήρεις μέλιτος , τοὺς δὲ φαγόντας οὐ ῥᾳδίως σώζεσθαι . ἅπαντας δ ' ὑπερβέβληνται περὶ
τῷ περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων βαρύοσμον , ἀφ ' οὗ τοὺς φαγόντας ὑγιαίνοντας μὲν ἐξίστασθαι , τοὺς δ ' ἐπιλήπτους εὐθέως
5828389 θηρωντες
τὰ λίνα , τὰ περιφράγματα . δολίων δὲ , ὅτι θηρῶντες τοὺς θῆρας τὰ λίνα λάθρα ἱστᾶσιν . ὅτι δὲ
ὁδὸν τὴν ἐς Αἰθιοπίαν ἄγουσαν . ζῶσι δὲ ἄρα οὗτοι θηρῶντες δορκάδας τε καὶ βουβαλίδας , ἰδεῖν γε μὴν μέλανές
5827804 ἀμβαινειν
νηὸς ἔβην , ἐκέλευσα δ ' ἑταίρους αὐτούς τ ' ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι . οἱ δ ' αἶψ
νηὸς ἔβη , ἐκέλευσε δ ' ἑταίρους αὐτούς τ ' ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι . οἱ δ ' αἶψ
5804332 ἐγνωκεσαν
δὲ ὄντων τρισμυρίων κατέβαινε , πρὶν ἐπιγενέσθαι πολλάκις τοσούτους : ἐγνώκεσαν γάρ , ὡς ἦν ἀκούειν ὕστερον , μηδένα τῶν
Ἰταλίας Ζεφύριον οἱ Λοκροὶ κατοικήσαντες Ζεφύριοι ὠνομάσθησαν . Μένειν αὐτὸν ἐγνώκεσαν ἐφ ' ᾧ ἦν τόπῳ καὶ τὸν ἐκεῖθεν ῥέοντα
5800390 κωνωπας
ἔτι δὲ καὶ πρὸς ψύλλας , καὶ κόρεις , καὶ κώνωπας , καὶ πρὸς ἕτερα τοιαῦτα λυμαινόμενα θηρία θεραπείαν .
. τὰς ἐμπίδας ] τὰ κανάρια . , διὰ τοὺς κώνωπας . κατὰ τὸ στόμ ' ] ἀπὸ τοῦ στόματος
5798796 ὠρυττον
Θεμισκυρίοις ἐπικαθήμενοι πύργους ἐπῆγον αὐτοῖς καὶ χώματα ἐχώννυον καὶ ὑπονόμους ὤρυττον οὕτω δή τι μεγάλους , ὡς ἐν αὐτοῖς ὑπὸ
προεκινδύνευον , αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν χάρακας περιέβαλλον , τάφρους ὤρυττον , βέλη προσέφερον , λίθους προσεκόμιζον , τοὺς τραυματίας
5794027 πολεμαρχοι
δ ' ἀπηγγέλθη ὅτι εἴησαν αἱ σπονδαί , παρήγγειλαν οἱ πολέμαρχοι δειπνήσαντας συνεσκευάσθαι πάντας , ὡς τῆς νυκτὸς πορευσομένους ,
καθάπερ , ὡσανεί . μὴ θελῆσαι παρελθεῖν : καὶ οἱ πολέμαρχοι οὐκ ἠθέλησαν ἐς τὸ διάκενον ἀγαγεῖν τοὺς λόχους φεύγειν
5775984 ἀσωδεες
σμικρὸν ἄνωθεν τοῦ ὀμφαλοῦ ἐν δεξιᾷ , ὀδυνώδεες αὗται καὶ ἀσώδεες , καὶ κοπριήμετοι , οἷον καὶ τὸ Πιττακοῦ :
κατεῤῥωγυίης , ἐρυθρὰ διελθόντα περὶ κρίσιν ὠφελέει . Κωματώδεες , ἀσώδεες , ὑποχόνδριον ὀδυνώδεες , σμικρὰ ἐμετώδεες , τὰ παρ
5775887 ῥαινε
Κεκροπί , ῥαῖνε , λάγυνε , πολύδροσον ἰκμάδα Βάκχου , ῥαῖνε , δροσιζέσθω συμβολικὴ πρόποσις . σιγάσθω Ζήνων ὁ σοφὸς
καννάβια ὑποθέντα . πήγανον ὕδατι βρέχε , ἢ κόνυζαν ἑψήσας ῥαῖνε τὴν οἰκίαν , καὶ διώξει τοὺς κώνωπας . ἀπελαύνει
5773989 συριττειν
ἐκβάλοιεν , ἐφ ' οὗ καὶ τὸ κλώζειν καὶ τὸ συρίττειν . ἐκαλεῖτο δέ τι καὶ βουλευτικὸν μέρος τοῦ θεάτρου
διαφυάς , ἀλλήλοις τε κηρῷ μαλθακῷ συναρτήσας , μέχρι νυκτὸς συρίττειν ἐμελέτα : καί ποτε δὲ ἐκοινώνουν γάλακτος καὶ οἴνου
5773075 ἀναδιδονται
, ἢ ὅτι ἐκ τῆς θαλάσ - σης οἱ ὄμβροι ἀναδίδονται εἶθ ' οὕτως ῥήγνυνται : ἐκ δὲ τούτων οἱ
παρόσον ἐξ αὐτοῦ ἢ δι ' αὐτὸν οἱ τοῦ πυρὸς ἀναδίδονται πρηστῆρες . κρουνοὺς δὲ τροπικῶς μέν φησιν ὡς ἐπὶ
5770734 ἀνισχοντι
ὑπὸ τῆς ἐμβολῆς τῶν κρημνῶν . ἅμα δὲ τῷ ἡλίῳ ἀνίσχοντι οἱ Ἕλληνες ἐπῄεσάν σφισιν ἐκ τῶν Δελφῶν , οἱ
τε τοῦ Ἑλληνικοῦ καὶ ἦρχεν ἐς τὴν ἐπιοῦσαν μάχης ἅμα ἀνίσχοντι τῷ ἡλίῳ , οὔτε Ἕλληνα ἔχων μάντιν οὔτε ἱεροῖς
5762619 καταχρισῃς
γένοιτ ' ἄν . Ἐὰν δὲ τὸν καρπὸν γύψῳ πεφυραμένῃ καταχρίσῃς , ἀσινῆ τοῦτον καὶ διὰ παντὸς φυλάξεις . τοῦτο
ὀλίγον ἔχοντι κρεμάσῃς , μὴ ἁπτομένους τοῦ ὄξους , καὶ καταχρίσῃς τὸ ἀγγεῖον , ὅπως μὴ διαπνεύσῃ , καὶ ἕξεις
5754519 μοσχους
ὀνηλάται . ἐρήμους ἔλεγε τοὺς μετὰ κολάκων ὄντας ὥσπερ τοὺς μόσχους ἐπειδὰν μετὰ λύκων ὦσιν : οὔτε γὰρ ἐκείνοις τοὺς
γὰρ ἕξουσι γάλα οὕτω τραφεῖσαι . Διετεῖς δὲ γενομένους τοὺς μόσχους εὐνουχιστέον : μετὰ γὰρ ταῦτα οὐ χρήσιμον τὸ εὐνουχίζεσθαι
5753168 μηχανοποιους
τε γενναίως καὶ παροξύνων αὐτούς . ἐνταῦθα κελεύει καὶ τοὺς μηχανοποιοὺς πῦρ ἐπιβαλεῖν ταῖς μηχαναῖς : αἱ δὲ ἀναφθεῖσαι ἀφῆκαν
δὲ δειπνοποιησάμενος ἀνεπαύετο . ἕωθεν δὲ ἀναστὰς καλεῖ πρῶτον τοὺς μηχανοποιοὺς καὶ κελεύει τὰς μηχανὰς ἑτοιμάσαντας τρέψαι κατὰ τὰ παρερρηγμένα
5730581 ἀνειλιττοντα
: λαβόντα θερμοὺς ἐσχαρίτας , πῶς γὰρ οὔ ; τούτους ἀνειλίττοντα βάπτειν εἰς γλυκύν . καὶ Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ :
. λαβόντα θερμοὺς ἐσχαρίτας , πῶς γὰρ οὔ ; τούτους ἀνειλίττοντα βάπτειν εἰς γλυκύν . Θάσιον ἔγχει . . ὃ
5729819 ἡμερωσεις
. τὰ πτηνὰ πάντα πρὸς σὲ ἐλεύσεται καὶ πόντου θήρας ἡμερώσεις ὡς θεός . κῦμα δεινὸν παύσεις ἀγριούμενον , ἅπας
τὰς ἀκαιρίας , τὰς ἐνέδρας , τὰ ὁμοιότροπα πάντα , ἡμερώσεις τὸ μέλλον ἀγριαίνεσθαι . κἀν τῷ φιλίας μέντοι φυτῷ
5723945 κεραμους
καὶ ποιήσειεν ἄνθρωπος ἐρῶν καὶ παύσασθαι μὴ δυνάμενος ; Τοὺς κεράμους ὅτι μὲν πρωτείους ἐπέγραψας εἶδον , ὄτι δὲ μὴ
καὶ φόβον τῷ ἰδόντι σημαίνει . καὶ τὸ περὶ τοὺς κεράμους ἵπτασθαι καὶ τὰς οἰκίας καὶ τὰ ἄμφοδα ἀκαταστασίας τῆς
5721970 κουφοισι
: βραγχίοις περὶ δὲ σὲ πλωτοὶ θῆρες χορεύουσι κύκλῳ , κούφοισι ποδῶν ῥίμμασιν ἐλάφρ ' ἀναπαλλόμενοι σιμοὶ φριξαύχενες ὠκυδρόμοι σκύλακες
ὅτε : παραβολή . τις : νέος , ἄνθρωπος . κούφοισι : ἐλαφροῖς , μικροῖς . πάγην : παγίδα ,
5720531 τρεφοντας
ὑπ ' αὐτοῦ κυνῶν ἀπέθανεν , οὕτως οἱ κόλακες τοὺς τρέφοντας κατεσθίουσιν . ὥσπερ γὰρ τὰ θηρία τὴν σαγήνην ὑποχωροῦντα
καὶ ἐμὲ ἐξηπάτησεν , ὥστε καταγελάστους γενέσθαι τοὺς Ἀθηναίους τοιούτους τρέφοντας . παμπολὺν τοῖς δημόταισι : διαβολὴ τῶν Ἀθηναίων εἰ
5713025 θυμοειδεις
καὶ τοὺς ἱππικοὺς βουλομένους γενέσθαι οὐ τοὺς εὐπειθεστάτους ἀλλὰ τοὺς θυμοειδεῖς ἵππους κτωμένους . νομίζουσι γάρ , ἂν τοὺς τοιούτους
, ἐπὶ τοὺς τρώσαντας φερόμενοι , ὅτι καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θυμοειδεῖς . ὁ γὰρ θυμὸς ὁρμητικόν ἐστι πρὸς τοὺς κινδύνους
5706977 Ἀμοργης
# β : τινὲς δὲ καὶ μυρσίνην . Ῥαγάσιν . Ἀμόργης , μέλιτος ἀπηφρισμένου ἀνὰ ⋖ β , στυπτηρίας φορίμης
πολλοὶ καὶ Δερβίκων ἴσοι : μύριοι γὰρ καὶ αὐτοί . Ἀμόργης δὲ περὶ Κύρου ἀκούσας σπουδῆι παραγίνεται , ἔχων Σακῶν
5706016 εὐκαιροι
' οὐρὰν ἀλλήλοις τὰ βάνδα δρουγγιστὶ ἀκολουθεῖν , ὡς οἱ εὔκαιροι τόποι ὑποδέχονται . Καὶ ἵνα πάντες παραγγελθῶσι τοῖς βάνδοις
φιλάργυροι τὰ τῶν κληρονόμων χρήματα φυλάττουσιν . Πολλοῖς αἱ μὲν εὔκαιροι τροφαὶ τὰ σώματα αὔξουσιν , αἱ δὲ εὐκαίρως δοθεῖσαι
5703657 μισοπονηριας
: ἐὰν δὲ μὴ ὑπακούωσι , κοινῇ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων μισοπονηρίας ἀξιοῦσθαι . τῶν δ ' Ἑλλήνων συνεπικυρούντων τὰ δόγματα
καὶ παρέχειν ἅπασι τοῖς ἀξίοις ἀταμίευτα πρὸς ἀφθονωτάτην χρῆσιν , μισοπονηρίας δὲ προβεβλῆσθαι τοὺς ἀτιμάζοντας ἀρετὴν καὶ ὡς κοινοὺς δυσμενεῖς
5697818 τριπλαις
' ἡ φάτις , ξένοι ποτὲ λῃσταὶ φονεύους ' ἐν τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς : παιδὸς δὲ βλάστας οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς
ὅμοιος , παραβολή . ἀνδρί : ἀνθρώπῳ . Τριόδοισι : τριπλαῖς ὁδοῖς . πολυτρίπτοισι : πλατείαις , πεπατημένοις , πολυοδεύτοις
5696664 ἀφανιζουσιν
κάνθαρος μαιεύσομαι : παροιμία . τὰ γὰρ ᾠὰ τοῦ ἀετοῦ ἀφανίζουσιν οἱ κάνθαροι κυλίοντες , ἐπεὶ οἱ ἀετοὶ τοὺς κανθάρους
φρόνησις , τὸ σῶμα τοῦ οἰκειοτάτου ἀνθρώπου τὴν ταχίστην ἐξενέγκαντες ἀφανίζουσιν . ἔλεγε δ ' ὅτι καὶ ζῶν ἕκαστος ἑαυτοῦ
5692527 καθεφθῳ
καὶ δριμέα καὶ οὐρητικά : διαιτῆσθαί τε τῆς τε πτισάνης καθέφθῳ τῷ χυλῷ , καὶ πᾶσι τοῖσι μαλακοῖσι καὶ κούφοισιν
πυρετὸς ἔχῃ ἤν τε μή . Ῥοφήμασι δὲ χρεέσθω πτισάνῃ καθέφθῳ , μέλι παραχέων : πινέτω δὲ μέλι καὶ ὕδωρ
5685652 ἀνεστειλαν
χρόνον ; ὅτι , φησίν , οὐ γεγονυίας τῆς ἔριδος ἀνέστειλαν τὸν κρατοῦντα τῆς εἰς ἐμὲ λοιδορίας . οὕτω θρασυτέρους
ὥστε αὐτῶν ἀναστεῖλαι τὴν ἐκδρομήν : καὶ οὗτοι οὐ χαλεπῶς ἀνέστειλαν ἤδη τῷ στρατοπέδῳ αὐτῷ προσφερομένους . τῇ δὲ ὑστεραίᾳ
5684665 σπογγοισι
καὶ ταχὺ θνήσκουσιν : ἢν δὲ αἱ ὀδύναι καταιγίζωσι , σπόγγοισι θερμοῖσιν ἐξ ὕδατος ἢ ἐλαίου ἐκπεπιεσμένοισι πυριῆσαι : καὶ
ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ , οἱ δ ' αὖτε σπόγγοισι πολυτρήτοισι τραπέζας νίζον καὶ πρότιθεν , τοὶ δὲ κρέα
5677143 σωτηριοι
θἠμέρᾳ , τάχ ' ἂν γενοίμεθ ' αὐτοῦ σὺν θεῷ σωτήριοι . Τοσαῦθ ' ὁ μάντις εἶφ ' : ὁ
τοῦ σοῦ : “ μνήσαιο πατρὸς σοῖο . ” σόοι σωτήριοι . σοφία πᾶσα τέχνη . σπερχόμενος ἐπειγόμενος . σπέος
5674114 Χαραδριος
. βρωθεὶς δὲ ὁ ὄρνις ἀντιφάρμακον δηλητηρίων ἐστὶν ἀναγκαῖον . Χαραδριὸς ὄρνεον βασιλικὸν προγνωστικόν . ἐὰν γάρ τις ἀρρωστῇ καὶ
γευσάμενοι τούτου καὶ τοῖς ἐμβρίοις διὰ τὸ λιχνὸν ἐπιβουλεύουσι . Χαραδριὸς ἕτερος : ἐπὶ τῶν ἀποκρυπτομένων . ἐπεὶ γὰρ οὗτος
5670573 περιδεεις
μὲν γὰρ τὸ μέγεθος τῆς περιεστώσης συμφορᾶς ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχοντες περιδεεῖς ἦσαν , οἱ δὲ τοῖς εὐημερήμασιν ἐπηρμένοι σφάττειν παρεκελεύοντο
μεγάλην ὑπὲρ ἄνθρωπον Πυθαγόρα , χαῖρε . τοὺς δὲ παρόντας περιδεεῖς γενέσθαι . ἐφάνη δέ ποτε καὶ ἐν Κρότωνι καὶ
5664518 μακροχειρ
δʹ Ξέρξης ὁ Δαρείου ἔτη καʹ . εʹ Ἀρταξέρξης ὁ μακρόχειρ ἔτη μʹ . Ϛʹ Ξέρξης ὁ δεύτερος μῆνας βʹ
καὶ ἐφ ' ἡμῶν τοιοῦτοι ἐγένοντο . Ὁ δὲ πυκτεύων μακρόχειρ ἔστω καὶ εὔπηχυς καὶ τὸν βραχίονα μὴ ἄνω σφριγῶν
5664475 Αὐγιλα
τὸ θέρος καταλείποντες ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ τὰ πρόβατα ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῦντες τοὺς φοίνικας : οἱ δὲ πολλοὶ καὶ
πόλις μεπνῶν . . . . τὸ ἐθνικὸν Αὐγεάτης . Αὔγιλα , οὐδετέρως , πόλις Λιβύης . Ἀπολλόδωρος βʹ περὶ
5657626 ἐπιχθονιους
, ὅτι γνάμπτει μακάρων νόον , ὄφρα θυηλὰς ἁζόμενοι ἐθέλωσιν ἐπιχθονίους ἐλεαίρειν : οἳ δ ' ἄρα μιν λήθαιον ἐφήμισαν
, ὅτι γνάμπτει μακάρων νόον , ὄφρα θυηλὰς ἁζόμενοι ἐθέλωσιν ἐπιχθονίους ἐλεαίρειν : οἳ δ ' ἄρα μιν λήθαιον ἐφήμισαν
5654547 πλωτηρας
σκάφει . σὲ καὶ παρεῖναι δεῖ μάλιστα τούς τε σοὺς πλωτῆρας οἵπερ ἔφυγον ἐκ ναυαγίας . καὶ μὴν ἐάνπερ ναῦν
, ὥσπερ τις κυβερνήτης χρηστός , ὃς πάντας ἀφεὶς τοὺς πλωτῆρας ἀπόνως ἐπὶ τῆς ὁλκάδος φέρεσθαι , μόνος ἐπὶ τῶν
5647038 λουμαι
γὰρ Ἀττικοὶ χωρὶς τοῦ ο λέγουσιν ἐλούμην , ἐλοῦτο , λοῦμαι , λοῦσαι , λοῦσθαι , ἐλούμεθα , λοῦνται .
ο ἀφαίρει καὶ λέγε λοῦσθαι , ἐλούμην , ἐλοῦτο , λοῦμαι , λοῦται , λούμεθα , λοῦνται : οὕτω γὰρ
5645432 θνησκουσιν
καὶ οὔτε ὁρῶσιν , οὔτε ἀκούουσι , καὶ τὰ πολλὰ θνήσκουσιν . Οἷς ὁ ἐγκέφαλος τιτρώσκεται , πυρετὸς ὡς ἐπιτοπολὺ
δι ' αἰτίας τὰς προειρημένας . Νῦν δὲ ἐρέω διότι θνήσκουσιν ἐν τῇσι περισσῇσι τῶν ἡμερέων . Φημὶ δὲ ,
5644968 ἀπατωμενον
γελοῖον δὲ ὅτι καὶ σημεῖον ἐπέθηκας αὐτοῖς οἷον εὐφρᾶναι τὸν ἀπατώμενον . οὐδὲν δὲ ἀπεικὸς ἐπεπόνθειν πολλάκις ἐφ ' οἷς
ληρεῖς : Ὁ Αἰσχύλος φησὶ πρὸς τὸν Διόνυσον , ὡς ἀπατώμενον ὑπὸ Εὐριπίδου . διὸ ἐπιφέρει Διόνυσος , ἀλλ '
5643104 ὑδεροι
ἐνίοιϲ ᾔρθη διὰ τοιοῦτον χυμόν , ᾧ καχεξίαι τε καὶ ὕδεροι πολλάκιϲ ἐπηκολούθηϲαν . ξηρότεροϲ γὰρ καὶ θερμότεροϲ πάμπολυ τῇ
περὶ τὸ μεσημβρινὸν , περὶ δὲ τὴν δείλην ἀσκαρίδες , ὕδεροι δὲ τὰς νύκτας . ἐκ τούτων δὴ πάντων ἔλαβε
5635301 κορεις
ξηρὸν ξύων εἰς οἶνον εὐώδη δίδου πιεῖν . ἄλλο . κόρεις γʹ . θλάσας μετὰ οἴνου αὐστηροῦ δὸς πιεῖν ἐπὶ
κομίσαι , τὸν σκάμνον . ἔχει γὰρ ὁ σκάμνος ἀμετρήτους κόρεις καὶ ἐδειλία ὁ Στρεψιάδης αὐτόν . κατάθου ] ἐπίθες
5632946 Στεφανους
πάνυ , οἶνός τε Θάσιος καὶ μύρον καὶ στέμματα . Στεφάνους ἐνεγκεῖν δεῦρο τῶν χρηστῶν δύο , καὶ δᾷδα χρηστὴν
ὦ Οὐλπιανέ . Φησὶ γὰρ οὕτως ὁ μελιχρὸς ποιητής : Στεφάνους ὁ δ ' ἀνὴρ τρεῖς ἕκαστος εἶχεν , τοὺς
5632694 ἐσελθοντες
οὖν στρατιᾶς τῷ Σκιπίωνι διῃρημένης οἳ μὲν τὴν κώμην ἐπόρθουν ἐσελθόντες , τὰ σημεῖα ἔξω καταλιπόντες , οἳ δὲ περιίππευον
κεκρυμμένον , εἰς φῶς ἐξάγοντες . εἰς δὲ τὸν μέγιστον ἐσελθόντες τῆς τοῦ θεοῦ Σοφίας νεὼν εὗρον ἐκεῖ πολύ τι
5631787 ἐριουνιον
: τύπτουσι ὀῤῥωδεῖτε : φοβεῖσθε αἱ κράτισται : αἱ βέλτισται ἐριούνιον : μεγαλωφελῆ ἀνθοσμίαν : τινὲς λέγουσι τὸν γλυκὺν οἶνον
κακότητος ὀϊζυρῆς ἀπερύκει θνητοὺς ἀθανάτους τε : νόον δ ' ἐριούνιον εἶναι θέλγει ἐποτρύνων ἀγανὰ φρεσὶ βουλεύεσθαι . ἄλλοι δ
5631621 ποιεουσι
τὰ θάλλειν ποιέοντα , ἰσχναίνοντά τε , ταῦτα τὸ σῶμα ποιέουσι , καὶ τἄλλα πάντα τὰ ὑπεναντία τούτοισι πάσχοντα .
ξυνιστᾶσι , καὶ εὔτονα καὶ εὐκίνητα καὶ εὔχροα καὶ εὐηκοώτερα ποιέουσι , καὶ τὰς κοιλίας ξηραίνουσι , καὶ τὰ ὄμματα
5631301 λυχνους
προστετμημένον . Πατάνια , σεῦτλον , σίλφιον , χύτρας , λύχνους , κορίαννα , κρόμμυ ' , ἅλας , ἔλαιον
οἱ δοῦλοι τὰς χεῖρας . ἔρχεται εἰς οἶκον , εὑρίσκει λύχνους ἁπτομένους . ἀναβαίνει εἰς τὸ Καπιτώλιον , ἐπιθύει .
5630110 συνισασιν
καὶ γὰρ πλεῖστον κρατεῖ καὶ πάντες συνίσασι καὶ ὅτι αὖ συνίσασιν αὐτὸς ἐπίσταται . Ἑλοῦ δὴ ποτέρως ἐμὲ συκοφαντεῖς ,
πᾶσι μᾶλλον ἢ ' κείνοις προσήκει . ἃ γὰρ μὴ συνίσασιν αὑτοῖς ποτε σχοῦσι , ταῦτ ' οὐδὲ ζητεῖν ἀξιώσουσι
5627743 πυρεσσοντας
φοροῦντα καὶ ἐν πᾶσι φιλητόν . ποιεῖ καὶ πρὸς τοὺς πυρέσσοντας ἐὰν εἰς ἔλαιον βληθῇ καὶ συγχρίσῃς τοῦ ἐλαίου πρὸς
δ ' ἀπυρετοῦσι μὲν ἐν κυάθοις τρισὶ γλυκέος Κρητικοῦ , πυρέσσοντας δ ' ὕδατι θερμῷ . ἡ δόσις ⋖ α
5623440 ὠλολυζον
ἐκυμβάλιζον δ ' ἑπτὰ θεράπαιναι κύκλῳ : αἱ δ ' ὠλόλυζον . Ὄμνυμί σοι τὸν ἥλιον , ἦ μὴν ἀποίσειν
μὲν στενάζων ὅσον ἐτύγχαν ' ἐμπνέων , αἱ δ ' ὠλόλυζον . ἔφερε δ ' ἡ μὲν ὠλένην , ἡ
5622861 κοιμωνται
ταρρὸς μετέωρόν τι ἰκρίον , ἐφ ' οὗ αἱ ἀλεκτρυονίδες κοιμῶνται . τοιαύτην δή τινα ὑποληπτέον τὴν κρεμάστραν ἐσκευάσθαι .
Πρωτέως ἢ Νηρέως , τί ποιοῦσιν οἱ ἰχθύες ἢ πῶς κοιμῶνται ἢ πῶς διαιτῶνται . τοιαῦτα γὰρ συνέγραψεν ὡς εἶναι
5621161 ἐφοβουν
φησὶν , ἐξωγραφοῦντο καὶ ὄφεων κεφαλαὶ δώδεκα , αἳ δὴ ἐφόβουν τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἐναντιουμένους τῷ Ἡρακλεῖ . Ὧν καὶ
κτησάμενοι δὲ ἰσχὺν ἐκ τῆς Ἰουλιανοῦ σφαγῆς . οὗτοι τοῦτον ἐφόβουν , ὡς αἴσχιστα ἂν ἄρξειεν , εἰ μὴ ἀπελαύνοι
5617589 χειριστοι
τοῖς ἀργυρείοις τούτοις χρῶνται πρὸς τὴν πρώτην τούτων ἕψησιν . χείριστοι δὲ τούτων οἱ δρύϊνοι : γεωδέστατοι γάρ : χείρους
ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα σφέων ἀναπέπταται , πάντων οὗτοι χείριστοι : λύκων γὰρ καὶ ὑῶν ἀγρίων τοιαῦτα εἴδη ,
5609386 ἀτροφους
οὕτω κακόποδας ἢ κακοσκελεῖς ἢ ἀσθενεῖς , οἱ δὲ οὕτως ἀτρόφους , ὥστε μὴ δύνασθαι ἀκολουθεῖν , οἱ δὲ οὕτως
μύας δὲ τοὺς ἀπὸ τῶν δένδρων κοιλίας μὲν ὑπακτικούς , ἀτρόφους δὲ συμβέβηκεν εἶναι : τοὺς δὲ κατ ' οἰκίαν
5606887 ἀνιασι
φακέλους ἐμβαλόντες , οἷσπερ οὖν ὡς ἀναβαθμοῖς χρώμενοι ἐκεῖνοι εἶτα ἀνίασι . Καὶ νοσοῦντα ἐλέφαντα οὐκ ἄν ποτε καταλίποιεν οἱ
φακέλλους ἐμβαλόντες , οἷσπερ οὖν ὡς ἀναβαθμοῖς χρώμενοι ἐκεῖνοι εἶτα ἀνίασι γήρᾳ βαρεῖς ὄντες . ποῦ δὲ ἠλόησε πληγαῖς πατέρα
5605574 αὐχμους
, παραιτούμενοι τὰς θεὰς ἀπείργειν τὰ περισκελῆ καύματα καὶ τοὺς αὐχμούς , μετὰ δὲ τῆς συμμέτρου θερμασίας καὶ ὑδάτων ὡραίων
διὰ τὰς ἑλκώσεις τῶν περισκαπτομένων ἢ ὅταν ἐκδιψήσῃ διὰ τοὺς αὐχμούς : ἐκ μὲν γὰρ τῆς πληγῆς σήπεται , ἀλλοιούμενα
5604841 ἐχωρεε
καὶ ὕπνος οὐκ ἐπῄει . Τῇ δ ' ὑστεραίῃ , ἐχώρεε πολλὸν , ὕστερον αἷμα , καὶ ἔθανεν . Τῷ
. Ὁ δὲ , ὡς ταῦτα ἤκουσε , εἴπας τοσόνδε ἐχώρεε ἔξω : Δέσποτα , οὐ δή κώ με ἀπώλεσας
5598709 καθαρματα
ἢ λιμοῦ ἤ τινος τῶν τοιούτων ἔθουν , οὓς ἐκάλουν καθάρματα . . χρῆσθαι δηλονότι . . ἐξ ἀξίου γοῦν
πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ καθάρματα : τὰ πινόμενα , φησί , τῶν βοηθημάτων ἐμεῖν
5595553 προγαστορες
πλοῖα ; τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες . Τέτταρες δ ' αὐλητρίδες ἔχουσι μισθὸν καὶ μάγειροι
ἀνωφελῶν καὶ εἰκῇ πραττομένων ἐλέγετο : οἱ γὰρ παχύπρωκτοι καὶ προγάστορες οὐ δύνανται ἑαυτοὺς ἀπονίψασθαι εὐπετῶς . Προφάσεως οὐ δεῖ
5594506 ἁμαρτωλοι
ἔχει σκοτεινὸν ὀφθαλμόν : ἐλεᾷ γὰρ πάντας , κἂν ὦσιν ἁμαρτωλοὶ , κἂν βουλεύωνται περὶ αὐτοῦ εἰς κακά . Οὕτως
τῷ παιδευτικῷ . αἱ δὲ ἑξῆς ιʹ Ἀφροδίτης ἐπίψογοι , ἁμαρτωλοὶ περὶ γάμους , περιπίπτουσαι διὰ ταῦτα , περὶ δὲ
5580106 ἀνειλκον
σχοινίων Γ : ἀντιλάβοιτο . Γ σχοινίοις γὰρ αὐτὴν καταχωσθεῖσαν ἀνεῖλκον . Γ μὴ λαβεῖν ποτ ' ἀσπίδα Γ :
ἐτιτρώσκοντο . ἄλλοι μὲν ἀνέσπων τὰ πρυμνήσια , ἄλλοι δὲ ἀνεῖλκον τὰς ἀποβάθρας , ἄλλοι δὲ ἀγκύρας ἀνιμῶντο : πάντων
5576695 θησετε
τοῦτο τεὸν ἔπος ἀργυρότοξε εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἕκτορι θήσετε τιμήν . Ἕκτωρ μὲν θνητός τε γυναῖκά τε θήσατο
αὐτοὺς ὑμᾶς τρέπηται προτέρους , ποῦ τὸ καθ ' ὑμᾶς θήσετε ; εἰ μὲν τοίνυν τοῖς ἴσοις ὑμᾶς ἀμυνούμεθα ,
5571500 ἀλεσας
ἢ κύστιν ὕδατος θερμοῦ πλήσας , ἢ λίνου σπέρμα πεφωσμένον ἀλέσας , τρίψας καὶ μίξας ἴσον ἄλητον ἐν οἴνῳ μέλανι
χρώμενος σκεύεσιν . ἄρτον τε προσεφέρετο αὐτοσχέδιον : σῖτον γὰρ ἀλέσας τῇ ἑαυτοῦ χειρί , ὃ ἤρκει μόνῳ , μᾶζάν
5568077 περιπλεκομενα
κενόν , ὥσπερ διαττώμενα : τὰ δὲ λοιπὰ συμμένειν καὶ περιπλεκόμενα συγκατατρέχειν ἀλλήλοις καὶ ποιεῖν πρῶτόν τι σύστημα σφαιροειδές .
κενόν , ὥσπερ διαττώμενα : τὰ δὲ λοιπὰ συμμένειν καὶ περιπλεκόμενα συγκατατρέχειν ἀλλήλοις καὶ ποιεῖν πρῶτόν τι σύστημα σφαιροειδές .
5567980 ἀναφανδα
καὶ αὐτούς ὑμέας , Αἰήταο : πρὸ γάρ τ ' ἀναφανδὰ τέτυκται πάντα μάλ ' , οὐδέ τι μῆχος ἱκάνεται
γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας , ὡς κείνῳ ἀναφανδὰ παρίστατο Παλλὰς Ἀθήνη : εἴ ς ' οὕτως ἐθέλοι
5565167 Καπανεα
ἄλλοτε δέ ποτε μηκίστου τινὸς ὑπὲρ τὸ μέτριον ὀρχεῖσθαι τὸν Καπανέα ἐπιχειροῦντος καὶ προσβάλλειν τοῖς Θηβαίων τείχεσιν , “ Ὑπέρβηθι
δελεασθεὶς ἀναστῆσαι Ἱππόλυτον τεθνηκότα : οἱ δὲ Τυνδάρεων , ἕτεροι Καπανέα , οἱ δὲ Γλαῦκον , οἱ δὲ Ὀρφικοὶ Ὑμέναιον
5552247 κηπουροι
; Πῶς δ ' οὔ ; Ἐπίστανται δ ' οἱ κηπουροί . Ναί . Τίνων δὲ τὰ περὶ ὄψου σκευασίας
πρὸς δὲ τούτοις ἔτι γεωργοί , φυτουργοί , ἀμπελουργοί , κηπουροί κηπεῖς , ἀλσοκόμοι , ἐλαιοκόμοι , θριασταί , συκωροί
5550200 καχληκας
ἀκτῆς . διερούς : γλίσχρους , μυξώδεις , διύγρους . κάχληκας : λίθους θαλασσίους , βώλους . ἱεῖσι : βάλλουσι
καχλάζοντα : καχλάζειν κυρίως τὸ κῦμα λέγεται τὸ ἐπὶ τοὺς κάχληκας φερόμενον . κάχληκες δέ εἰσιν αἱ χερμάδες λίθοι .
5546554 ἐληλυθεσαν
οὐχὶ διὰ ταῦτα ἐπελάθοντο καὶ τίνες ἦσαν καὶ ἐπὶ τί ἐληλύθεσαν ; ἔα , ἄνθρωπε , ἐπὶ τί ἐλήλυθας ;
κεκρατηκότες ἐς τοὺς ἀγροὺς ἀνεχώρουν , ὅθεν ἐπὶ ταῦτ ' ἐληλύθεσαν , οἱ δ ' ἡσσημένοι δυσφοροῦντες ἔτι παρέμενον καὶ
5546468 οἰμωξεσθ
ἀλλ ' οὐχ οἷόν τε . νὴ Δί ' , οἰμώξεσθ ' ἄρα . φέρε τίς γὰρ οὗτος οὑπὶ τῆς
. Οὐ ξυλλήψεσθ ' ; Οἷ ' ὀγκύλλεσθ ' : οἰμώξεσθ ' , οἱ Βοιωτοί . Εἶά νυν . Εἶα
5544922 ὀπωραι
ἐνταῦθα πηγαὶ πολλαὶ , ἶδαι πυκναὶ , θῆραι περισσαὶ , ὀπῶραι ἄφθονοι , χιόνες ἀναψύχουσαι . ἐν τούτοις ἡ στρατιὰ
ἐσιόντα καὶ ἁπλᾶ , μέγα γὰρ καὶ τοῦτο : αἱ ὀπῶραι δὲ ἐργάσιμοι , ἡλιώσιες , τὰ πινόμενα πυκνὰ ,
5544628 ἐλαιωνας
ἑβδόμῳ ἔτει μηδὲν συγκλείειν χωρίον , ἀλλὰ πάντας ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας ἀναπεπταμένους ἐᾶν καὶ τὰς ἄλλας κτήσεις ὅσαι σπαρτῶν εἰσιν
γένοιτο μὴ σκεπτόμενοι , ὥστε ἐπανατρυγῶσι μὲν τοὺς ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας , τὴν δὲ κριθοφόρον καὶ σιτοφόρον γῆν ἀναθερίζουσι ,
5544610 σωζουσι
. τί δὲ εἶπε φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ; ἤγουν σώζουσι τὴν τῶν πατέρων ἀρετήν . καὶ σὺ δέ ,
ἐκεῖνος μὲν ὅπως ὀρθῶς γράφωσιν εἰσηγεῖτο , καὶ ἅ γε σώζουσι , τῶν ἐκείνου μαθημάτων σώζουσι , ταῦτα δὲ αὐτῶν
5541682 δακνουσι
δέ τις ᾖ τὰς χεῖρας ἐναγής , τοῦτον μὲν καὶ δάκνουσι καὶ ἀμύσσουσι , τοὺς δὲ ἄλλως ἔκ τινος ὁμιλίας
πολλάκις τῆς δυσκρασίας φέρονται ἰχῶρές τινες ἐπὶ τὰ ἔντερα καὶ δάκνουσι καὶ ἀνιῶσι , καὶ πρὸ ὥρας ἐπεγειρομένη ἡ ἀποκριτικὴ
5538720 ληθαργικους
λῆξαι τὸ ἄλγημα κηρωτῇ ῥοδίνῳ μετὰ ψιμυθίου χρηστέον . τοὺς ληθαργικοὺς καὶ τοὺς ἐν ὀξέσι νοσήμασι λουτέον . ἐλαίου δὲ
καὶ φακοὺς ἐκλεαίνει . τὸ δὲ θεῖον ὀρθόπνοιαν διαλύει καὶ ληθαργικοὺς ὑποθυμιώμενον ἀνίησιν . ἡ δὲ ἄσφαλτος ἐπιληπτικοὺς ἐκταράσσει :
5534622 αὐους
, καὶ διαπάσαντες ἁλσὶ καὶ ταρίχους ἐργασάμενοί τε καὶ ἀποφήναντες αὔους , ἐπισάξαντες καμήλοις κομίζουσιν ἐς Ἐκβάτανα . καὶ ποιοῦσιν
καὶ ἐξέλωσι τὴν κοιλίην , αὐαίνουσι πρὸς ἥλιον καὶ ἔπειτα αὔους ἐόντας σιτέονται . Οἱ δὲ ἰχθύες οἱ ἀγελαῖοι ἐν
5534311 ἑωυτοισι
ἀνθρώποισι ἐν τῇ γενεῇ ταύτῃ οἰκοδεσποτέουσι , οὗτοι ὅκως τοκέες ἑωυτοῖσι πάντα ἰκέλους ἐκτελέουσιν καὶ χρόην καὶ μορφὴν καὶ ἔργα
καὶ ὀδύνην παρέχει ὀξέην , ὥστε ἐνίοισι δοκέειν τὸ ῥῆγμα ἑωυτοῖσι μεθεστάναι : καὶ ἢν τύχῃ ὥστε ἐς τὸν ὦμον
5532522 ἐμεσαντες
τούτοισιν ἦν . Οὗτοι , ἐκ θωρήξιος ἢ ἐμέτου χρηστῶς ἐμέσαντες , ᾤδεον . Ὁ δὲ κατὰ Μηδοσάδεω , ᾧ
, καί ποτε μὲν μάτην σπαράττονται , ἔστι δὲ ὅτε ἐμέσαντες ὀλίγα τῶν συρρευσάντων εἰς τὴν γαστέρα χολωδῶν ἢ φλέγμα
5530966 πενεστατοι
πρότερον , ἀλλὰ τρίτον ἢ τέταρτον τοῦτ ' ἔτος οἱ πενέστατοί τε καὶ ἀργότατοι τῶν πολιτῶν πονηροῖς χρησάμενοι προστάταις ἄλλα
πρότερον , ἀλλὰ τρίτον ἢ τέταρτον τοῦτ ' ἔτος οἱ πενέστατοί τε καὶ ἀργότατοι τῶν πολιτῶν πονηροῖς χρησάμενοι προστάταις ἄλλα
5530519 σκορπιοδηκτους
, τῆς θρίδακος τὸ σπέρμα μετὰ οἴνου ποθὲν ἰᾶται τοὺς σκορπιοδήκτους . Φλωρεντῖνός φησιν , ἐάν τις τῇ πληγῇ τοῦ
ἀπαλλάσσει τῆς ὀδύνης . Ὁ αὐτὸς δέ φησι , τοὺς σκορπιοδήκτους ῥίζαν ῥόδου περιαφθεῖσαν ἰᾶσθαι . Πλούταρχος λεπτοκάρυον προσάπτει τοῖς
5529243 ἑφθους
τῇ θεῷ ἀληθινοὺς ἰχθῦς ἐπὶ τὴν τράπεζαν ὀψοποιησαμένους παρατιθέναι , ἑφθούς τε ὁμοίως καὶ ὀπτούς , οὓς δὴ αὐτοὶ καταναλίσκουσιν
τῇ θεῷ ἀληθινοὺς ἰχθῦς ἐπὶ τὴν τράπεζαν ὀψοποιησαμένους παρατιθέναι , ἑφθούς τε ὁμοίως καὶ ὀπτοὺς , οὓς δὴ αὐτοὶ καταναλίσκουσιν
5523977 περιθεοντες
δεδιότες ἀνδρῶν ἠσκημένων ἐμπειρίαν τε καὶ πυκνότητα καὶ ἀπόγνωσιν , περιθέοντες δὲ ἐσηκόντιζόν τε καὶ ἐσετόξευον : καὶ οὐδὲν ἦν
ἐπιστήσας τῇ πόλει διενυκτέρευεν αὐτός τε καὶ ὁ Πομπήιος , περιθέοντες ἑκάστους , ἵνα μή τι δεινὸν ἢ παρὰ τῶν
5519732 σπανιζουσιν
ἐστὶν ὑπὲρ ὑψηλοῦ κειμένη κρημνοῦ , καὶ ὕδατος οἱ ἐνταῦθα σπανίζουσιν ἄνθρωποι , ποτὸν δέ σφισι ποταμός ἐστι Χάραδρος κατερχομένοις
ἡ μὲν ἡμετέρα πλουτεῖ πόλις , αἱ δὲ τῶν ἀντιπάλων σπανίζουσιν . αἱ μὲν οὖν πολυοχλοῦσαι δυνάμεις , ὅταν λάβωσιν
5519593 τριετεις
τοῦτο ὡσαύτως ἐργάσηται , καθαίρεσθαι μὲν τοὺς αὐτοὺς καθαρμούς , τριετεῖς δὲ ἀπενιαυτήσεις διατελεῖν . κατελθὼν δὲ ὅ τι τοιοῦτον
πολυκαρπεῖ καὶ καλλικαρπεῖ . Τούτῳ τῷ μηνὶ βλαστολογεῖν χρὴ τὰς τριετεῖς ἀμπέλους , ἔτι ἁπαλῶν ὄντων τῶν βλαστῶν . τινὲς
5518900 ἀωρως
, εἰπόντα τὸ προκείμενον . Γελλὼ παιδοφιλωτέρα : ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων , ἤτοι ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν , τρυφῇ
κυρίῳ τῷ θεῷ ἡμῶν ὅπως ἐπακούσῃ ἡμῶν καὶ ἀναστήσῃ τοὺς ἀώρως τεθνήξαντας διὰ τῆς σῆς ἀγριότητος . καὶ εἶπεν ὁ
5515209 τρυφεροσαρκους
παλαιούς , μὴ χροακούς . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων πάντας τρυφεροσάρκους ἐσθίειν οἷον λαπίνας , χάνους , κόκκυγας , σπάρους
μέλαιναν χολήν . Ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων λαμβάνειν πάντας τοὺς τρυφεροσάρκους , καὶ πετραίους , καὶ μαλακοσάρκους : ἀπέχεσθαι κεφάλων
5514346 δυσιατοι
, ὅταν ἡ θλάσις αὐτῶν ἔχῃ τι καὶ φλεγμονῆς καὶ δυσίατοι γίνωνται . Ἐπικρατεῖν μὲν οὖν χρὴ ἐν ἀρχῇ μὲν
καὶ ἀκμάζουσι συνισταμένους . οἱ γὰρ δὲ τοῖς γέρουσιν ἐπιγινόμενοι δυσίατοι πεφύκασι , μήτ ' ἰσχυρῶν φαρμάκων ὧδε βοηθούντων ,
5512816 κεστρεις
ὅτι δὲ εἶδος κεστρέων οἱ νήστις δῆλον . Ἀντιφάνης : κεστρεῖς ἔχων ἄλλους στρατιώτας τυγχάνεις νήστις . Ἄλεξις : ἐγὼ
δεύτεροι δὲ οἱ ἐκ Σινώπης . καλοῦνται δ ' οἱ κεστρεῖς ὑπό τινων πλῶτες ὥς φησι Πολέμων ἐν τῷ περὶ
5512531 τριταιοφυεες
κρίσει , ἐκ τῶν πέντε εἰς τὰς ἑπτά . Ὅσοι τριταιοφυέες , τουτέοισιν ἡ νὺξ δύσφορος ἡ πρὸ τοῦ παροξυσμοῦ
ἀκρώμιον καὶ κληῗδα ἐνστηρίζοντα ἀλγήματα ἐν τούτοισι πονηρά . Οἱ τριταιοφυέες ἀσώδεες πυρετοὶ , κακοήθεες . Αἱ ἐν πυρετῷ ἀναυδίαι
5509544 κατεχοιεν
αἱ μὲν καὶ ἀμβλίσκουσιν αὐτίκα , αἱ δ ' εἴπερ κατέχοιεν , ἐν τῷ χρόνῳ λεπτὰ καὶ ἀσθενῆ τίκτουσιν .
κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι , ὅθεν τούς τε ἔνδον μάλιστ ' ἂν κατέχοιεν , εἴ τις μὴ ἐθέλοι τοῖς νόμοις πείθεσθαι ,

Back