. εἰ δὲ μὴ ἦν ὃ κενὸν καὶ χώραν καὶ ἀναφῆ φύσιν ὀνομάζομεν , οὐκ ἂν εἶχε τὰ σώματα ὅπου
τὸν οὐρανόν , αὐτὴν δήπου τὴν ἀχρώματον καὶ ἀσχημάτιστον καὶ ἀναφῆ ὄντως οὖσαν οὐσίαν , ἣν δικαίως καὶ τῆς ἀληθείας
5552640 ἀσωματοι
τὸ γὰρ διπλάσιον ἡμίσεός ἐστι διπλάσιον . διὰ τί δὲ ἀσώματοι αἱ σχέσεις ; ἐπειδὴ καὶ ἐν μείζονι καὶ ἐν
οὐ γὰρ τῆς αὐτῆς πᾶσαι , εἴ γε αἱ μὲν ἀσώματοι αἱ δὲ σωματικαί , καὶ αἱ μὲν ἀκίνητοι αἱ
5521204 Κρονιος
τὸ πότιμον . ἢ τάχα διὰ τῶν ἀδήλων τόπων ὁ Κρόνιος ἑαυτὸν ἐκπέμπων ἀναδίδωσι πόρρω τὸν Ὑρκάνιον . . δύο
, πῦρ τέλεον ἄρρητον , οἱ Ῥέας Κούρητες ὅ τε Κρόνιος ἄμητος : ἄστρα διφρηλάτᾳ πάντα δι ' ἀνακτόρων Ἴσιδι
5451737 Λαιστρυγονων
: θῆλυ γάρ . ἐντεῦθεν καὶ Λάμος ἡ πόλις τῶν Λαιστρυγόνων . Γ λέγεται ἡ Λάμια Βήλου καὶ Λιβύης θυγάτηρ
, τηλοῦ προθεῖναι θηρσὶν ὠμησταῖς βορὰν μολόντας εἰς γῆν ἕσπερον Λαιστρυγόνων , ὅπου συνοικεῖ δαψιλὴς ἐρημία . αἱ δ '
5439338 ἐνδειαϲ
χρή ποτε καὶ τῶν πολυτρόφων προϲφέρεϲθαι μετρίωϲ , ἡνίκα τιϲ ἐνδείαϲ ἀντιλαμβάνηται : μάλιϲτα δὲ ἂν ἀκινδύνωϲ μεταλαμβάνοιεν τῆϲ παχυνούϲηϲ
τῶν ϲιτίων ἀπεψίᾳ νόϲων αἰτία γίγνεται . τοῖϲ δὲ ἀπὸ ἐνδείαϲ οὖϲιν ἡ ψῦξιϲ εἰϲ αὐτὰ καταβαίνει τὰ νεῦρα γυμνὰ
5338622 ἀϊδια
ὁ κόσμος ἀΐδιος ἦν , ἦν ἂν καὶ τὰ ζῶα ἀΐδια καὶ πολύ γε μᾶλλον τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος ,
οὐδὲν τοιοῦτον , οἱ δὲ πλείω καὶ μᾶλλον , ὄντα ἀΐδια , ὥσπερ Πλάτων τά τε εἴδη καὶ τὰ μαθηματικὰ
5288258 ὀξυδερκεστατος
Λευκοὺς λίθους ἔχοντες αὐχοῦσιν μέγα . Λυγκέως ὅμοιος : οὗτος ὀξυδερκέστατος γέγονεν , ὡς καὶ τὰ ὑπὸ γῆν ὁρᾶν .
πρὸς σκύλακος ἢ λαγωδαρίου ποδώκειαν ; ὁ μὲν γὰρ ἀνθρώπων ὀξυδερκέστατος πρὸς ἱεράκων ἢ ἀετῶν ὄψιν ἀμβλυωπέστατος . ἀκοαῖς γε
5219529 ἐπαγη
τῶν ἀσωμάτων καὶ παραδειγματικῶν ἰδεῶν , ἐξ ὧν ὁ νοητὸς ἐπάγη κόσμος , καὶ ὁ περὶ τῶν ὁρατῶν , ἃ
τῶν στοιχείων εἰς ἄλληλα μεταβολάς , ἐξ ὧν ὁ κόσμος ἐπάγη καὶ συνέστηκεν , εἰδὼς ἀναγκαιότατον ἔργον , ἀκωλύτους παρέχεται
5201659 Στυμφαλιδες
νῆσος καλεῖται Ἀρητιάς . ἐν δὲ ταύτῃ τῇ νήσῳ αἱ Στυμφαλίδες ἦσαν ὄρνιθες , ἀπὸ Στυμφάλου τῆς Ἀρκαδίας πόλεως ὑπὸ
. πρὸς δὲ τοῦ ναοῦ τῷ ὀρόφῳ πεποιημέναι καὶ οἱ Στυμφαλίδες εἰσὶν ὄρνιθες : σαφῶς μὲν οὖν χαλεπὸν ἦν διαγνῶναι
5134374 ὑλικα
πυρὸς , ἀέρος , γῆς καὶ ὕδατος : ἅτινα καὶ ὑλικὰ στοιχεῖα καλοῦνται . λδʹ . Ἀνατομή ἐστι θεωρία τῶν
γὰρ καὶ τὰ στοιχεῖα φύσιν προσηγόρευσαν οἱ λέγοντες αὐτὰ εἶναι ὑλικὰ αἴτια , οἱ μὲν πῦρ οἱ δὲ γῆν οἱ
5098569 ὑες
διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὗες ἐκαλοῦντο : καθάπερ καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς διθυράμβοις :
διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὗες ἐκαλοῦντο : καθάπερ καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς διθυράμβοις :
5071439 κυουμενων
ὅροι εἶναι , ὅθεν αὐτός φησιν δυστοκίαν εἶναι δυσχέρειαν τῶν κυουμένων παρά τινα αἰτίαν γινομένην ] * * Ὁ Καρύστιος
ταῦτα ὡς ἕτερον ἦν κυούμενον εἶναι καὶ ἕτερον τὸ τῶν κυουμένων γενέσθαι : τὸ μὲν γὰρ αὐτό τι κυΐσκεσθαι λέγει
5057469 τιγριδος
καὶ πρὸς αὐτὸν συγκρινομένη τὸν ζέφυρον , ὃν οἱ πολλοὶ τίγριδος ἔφασαν γεννητῆρα μάτην διαφημίσαντες , ὡς οὐκ ἔστιν ἄρρεν
καὶ ὀνύχων εἴσω ποιήσαιτο . Ῥητέον δέ τοι καὶ περὶ τίγριδος , ἣν ἡ φύσις ἐμοὶ δοκεῖν ἐν ζώοις ἐμόρφωσεν
5009652 ἐργαται
, τοῖς δὲ βίοις λιτοί : πάντες γεωργοὶ , οὐκ ἐργάται : δικαιοσύνην , πίστιν , ξενίαν ἀγαθοὶ διαφυλάξαι :
, δολεροί , κακοῦργοι , ἕτεροι δὲ ἑτέρων δόλων εἰσὶν ἐργάται . τῶν δὲ τομιῶν εὐνούχων ἔνια μεταβάλλει ἅμα τῇ
5004135 κατηριπεν
ἄιστος , ἐπεί ῥά οἱ υἱέος ἐσθλοῦ Δαρδάνου ἱερὸν ἄστυ κατήριπεν , οὐδέ οἱ αὐτὸς Ζεὺς ὕπατος χραίσμησεν ἀπ '
καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης τύψεν : ὃ δ ' ἐκ πύργοιο κατήριπεν , εὖτ ' ἀπὸ πέτρης ἄγριον αἶγα βάλῃσιν ἀνὴρ
5001621 ἐπηρεφες
† τόσσον ἔην πάντη χρύσεον ἐφύπερθεν ἄωτον † βεβρίθει λήνεσσιν ἐπηρεφές : ἤλιθα δὲ χθών αἰὲν ὑποπρὸ ποδῶν ἀμαρύσσετο νισσομένοιο
ἐπιμύει τε . ἐπήρατος ἐπέραστος , ἢ ἔρωτα ἔχων . ἐπηρεφές ἐπεστεγασμένον . καὶ ἐπηρεφεῖς . ἐπήρκεσεν ἐβοήθησεν . ἐπῆρσεν
4986710 ἠμφιεσμενη
πρώτη μὲν αὐτῷ δεξιωσομένη προσῆλθεν ἡ μήτηρ πένθιμά τ ' ἠμφιεσμένη τρύχη καὶ τὰς ὁράσεις ἐκτετηκυῖα ὑπὸ τῶν δακρύων ,
χαίρω πρός γε τοῖς σοῖς παιδικοῖς . Γυνὴ μέλαιναν δέρριν ἠμφιεσμένη . Εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς ᾔθεος .
4982216 πορναι
δ ' ἄρρηκτος , χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη . πόρναι δ ' εἰσῆλθον , κοῦραι δύο θαυματοποιοί , ἃς
κυνὸς ὡς ἀκτῖνες ἔλαμπον . Γ Κύννα δὲ καὶ Σαλαβακχὼ πόρναι Ἀθήνησιν . Γ τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ καὶ τὴν τραχύτητα
4975836 δρυες
ἤγαγεν ὕλην ἀνέρας ἐργοπόνοιο δαήμονας Ἀτρυτώνης . ἔνθα πολυπρέμνοιο δαϊζόμεναι δρύες Ἴδης ἤριπον ἀρχεκάκοιο περιφροσύνῃσι Φερέκλου , ὃς τότε μαργαίνοντι
εἰσὶ τὸ σημεῖον τὸ ἄπιστον , αἱ προσαγορεύουσαι καὶ μαντευόμεναι δρύες : ἄπιστον γὰρ τέρας τὸ δρῦς ἐκπέμπειν φωνάς :
4972069 ἐπουρανια
ἀνάγκῃ ὑποκειμένων πρὸς τὸ αὐτεξούσιον ἢ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια καὶ τῶν φθαρτῶν πρὸς τὰ ἀΐδια ; οὐχ ὅτι
οὖν τὴν τοῦ σώματος πορείαν οὐ καταλαμβάνεις , πῶς τὰ ἐπουράνια καταλήψει ; ὑπολαβὼν δὲ καὶ Σοφαρ εἶπεν Οὐχὶ τὰ
4971397 ἐλαμπεν
τὸ λάμπειν τὴν σελήνην : εἶπεν γάρ , ὅτι διχόμηνος ἔλαμπεν . ἄσθματι : τῷ ἐκ τοῦ δρόμου γενομένῳ φυσήματι
γὰρ εἶχε τὸ σῶμα , πυρὸς δ ' ἐξ ὀμμάτων ἔλαμπεν αἴγλην . οὐκ ἠστόχει δὲ οὔτε τοξεύων οὔτε ἀκοντίζων
4969581 ὀρνιθες
θαλάττῃ ἐπικρέμασθαι , ὀπωρίζουσί τε προσπετόμενοι θαλάττιοί τε καὶ ἠπειρῶται ὄρνιθες : τὴν γὰρ ἄμπελον ὁ Διόνυσος παρέχει κοινὴν πᾶσι
αὐτοῖς ἐκ πατρὸς καὶ μητρὸς γεγονέναι , οἷς ἑπόμενοι καθάπερ ὄρνιθες ἀγέλην μίαν ποιήσουσι , πατρονομούμενοι καὶ βασιλείαν πασῶν δικαιοτάτην
4959952 δαιμονιων
ἔτι καθεύδουσιν . Ἐπαμινώνδας ἡγεῖτο Θηβαίων , Κλεόμβροτος Λακε - δαιμονίων καὶ τῶν συμμάχων , τετρακισμυρίων . ἐδεδοίκεσαν οἱ Θηβαῖοι
ταῦτα μὲν Ἑλλήνων παῖδες οἱ τοῖς κτίσμασι λατρεύειν ἐθέλοντες καὶ δαιμονίων φωνῶν ἀκούειν σπουδάζοντες . Ἡμεῖς δὲ τοῦ μὴ καὶ
4953301 Κυκλωπες
τέρματι δαίδαλα πολλὰ διακριδὸν εὖ ἐπέπαστο . Ἐν μὲν ἔσαν Κύκλωπες ἐπ ' ἀφθίτῳ ἡμμένοι ἔργῳ , Ζηνὶ κεραυνὸν ἄνακτι
Κίκονες οἱ ἄγριοι , ἢ Κιμμέριοι οἱ ἀνήλιοι , ἢ Κύκλωπες οἱ ξενοκτόνοι , ἢ γυνὴ φαρμακίς , ἢ τὰ
4950332 γρυπες
μᾶλλον . ὁ δὲ χῶρος οὗτος , ἔνθα οἵ τε γρῦπες διαιτῶνται καὶ [ τὰ χωρία ] τὰ χρυσεῖά ἐστιν
πως ἀπέλθῃς ἔνθα εἰσὶν οἱ ἀκραγεῖς κύνες , ἤγουν οἱ γρῦπες , οἱ ἀεὶ κράζοντες λίαν , ἢ οὐ κράζοντες
4914555 οὐσιαι
παρὰ τὰς αἰσθητὰς ἄλλας οὐσίας ; καὶ πότερον αἱ ἄλλαι οὐσίαι αἱ παρὰ τὰς αἰσθητὰς μοναχῶς ὑπάρχουσιν , ἢ πλείονα
, δι ' ὧν ἠπόρησεν , ὅτι οἱ ἀριθμοὶ οὐκ οὐσίαι ἔσονται , ἐφεξῆς ἀπορεῖ τοῖς προηπορημένοις , πότερον οἱ
4903210 Κωρυκις
καθ ' αὑτοὺς καλῶς . τιμαλφεῖ ] ἣν τιμᾷ . Κωρυκὶς πέτρα ] πέτραν φησὶ κοίλην τὸν Παρνασσόν . διὰ
ὁ ποιητής : ταῦτα εἰποῦσα εἰς θρόνον ἐκαθέζετο . Ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα : πέτραν φησὶ κοίλην τὸν Παρνασσόν . διὰ
4898174 χολαδες
διαφέρει . χολάδες μὲν γὰρ τὰ ἔντερα : χύντο χαμαὶ χολάδες . χόλικες δ ' αἱ τῶν βοῶν κοιλίαι :
παλαιοὶ , ὥς φησι καὶ Ὅμηρος λέγων : κέχυντο χαμαὶ χολάδες : τούτου χάριν καὶ τὸ πάθος χολέραν ἐκάλεσαν .
4887541 ἐμφαινουσαι
οὔτ ' ἐν καιρῶι γενόμεναι , πολὺ δὲ τὸ παιδιῶδες ἐμφαίνουσαι : ἐν αἷς ἐστι καὶ τὰ περὶ Σιληνοῦ τοῦ
τὰς νηνεμίας συστάσεις ὁρῶνται κατὰ τὸν ἀέρα παντοίων ζῴων ἰδέας ἐμφαίνουσαι : τούτων δ ' αἱ μὲν ἠρεμοῦσιν , αἱ
4873137 σηραγγες
θαλάττῃ , οὔτε τέλειον ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδέν ἐστι , σήραγγες δὲ καὶ ἄμμος καὶ πηλὸς ἀμήχανος καὶ βόρβοροί εἰσιν
τὸ ποτὲ μὲν αὔξει , ποτὲ δὲ λήγει σηρούμενον καθάπερ σήραγγες : καυλὸς δὲ ὡς ἐπίμηκες . τὸ δὲ περικαλύπτον
4841537 ναυσιπορος
τούτων λέγει Μεγασθένης οὐδένα εἶναι τοῦ Μαιάνδρου ἀποδέοντα , ἵναπερ ναυσίπορος ὁ Μαίανδρος . εἶναι ὦν τὸ εὖρος τῷ Γάγγῃ
σκοπέλωνδηλονότι τῶν ὑψηλῶν τόπων , ἀφ ' ὧν ἔστι κατασκοπήσασθαιὁ ναυσίπορος Ὑδάσπης λοξὸν συρόμενον τὸν Ἀκεσίνην εἰσδέχεται . ἐπὶ τούτοις
4838626 ὀϊες
, δάφνῃσι κατηρεφές : ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ ' , ὄϊές τε καὶ αἶγες , ἰαύεσκον : περὶ δ '
ἔνεμεν ὁ Κύκλωψ . καὶ Ὅμηρος : μῆλ ' , ὄϊές τε καὶ αἶγες . τέως γοῦν τὸ αἰπόλος ἀντὶ
4829056 ἀπορραγηναι
ἐνέκλιναν οἱ Πέρσαι πρὶν Δαρεῖόν τε πεφευγότα ᾔσθοντο καὶ πρὶν ἀπορραγῆναι σφῶν τοὺς μισθοφόρους συγκοπέντας ὑπὸ τῆς φάλαγγος . τότε
φησιν Αἰσχύλος διὰ τὸ συμβὰν πάθος τῆι χώραι ταύτηι : ἀπορραγῆναι γὰρ ἀπὸ τῆς ἠπείρου τὴν Σικελίαν ὑπὸ σεισμῶν ἄλλοι
4819448 ἱστοποδες
τοὺς κελέοντας κατέπηξεν . ” κυρίως μὲν κελέοντές εἰσιν οἱ ἱστόποδες , ὡς καὶ παρ ' Ἀριστοφάνει δῆλον τῷ κωμικῷ
, ὡς Εὔβουλος λέγει : καὶ κελέοντες δ ' οἱ ἱστόποδες καλοῦνται . ἀγνῦθες δὲ καὶ λεῖαι οἱ λίθοι οἱ
4817211 κυανεη
παναμειδήτοισι προσώποις : κάρχαρον , οὐλόμενον , ταναὸν στόμα , κυανέη ῥίς , ὄμμα θοόν , σφυρὸν ὠκύ , τορὸν
τὸ νόσημα ὑπήντησεν . Ὅμηρος : νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε κυανέη , τὸ μὲν οὔποτε : ὡς πρὸς τὸ νέφος
4806925 Καρυανδευς
ἢ ἀπὸ Ἀναζάρβα τοῦ κτίσαντος . τὸ ἐθνικὸν Ἀναζαρβεύς ὡς Καρυανδεύς . ἀφ ' ἧς ἦν Διοσκουρίδης ὁ διασημότατος ἰατρός
Ἐννακαιδεκάτη Ἴμβρος . Εἰκοστὴ Θάσος . . . Σκύλαξ : Καρυανδεύς : μαθηματικὸς καὶ μουσικός . Περίπλουν τῶν ἐκτὸς τῶν
4797974 αὐλη
ἔχουσαν ἐν αὑτῇ , οἰκουμένην . διαφέρει δὲ σταθμὸς καὶ αὐλή : ὁ μὲν γὰρ σταθμὸς οἰκητήριον θρεμμάτων , ἡ
, εἴποι ἄν Ζηνός που τοιήδε γ ' Ὀλυμπίου ἔνδοθεν αὐλή . ὁ δὲ κόλαξ τοῦτο τὸ ἔπος κἂν περὶ
4795459 πυρουμενη
τῆς δυσδαίμονος . φεύγει δ ' ἀναστᾶς ' ἐκ θρόνων πυρουμένη , σείουσα χαίτην κρᾶτά τ ' ἄλλοτ ' ἄλλοσε
ἑδράνων ἔρημος , οὐδ ' ἀὴρ ἔτι πτερωτὰ φῦλα βαστάσει πυρουμένη , . : + Καὶ γὰρ καθ ' ᾅδην
4786742 αἰγιοχον
ἄστρον οὐράνιον [ κατασκευάσαι ] γενέσθαι , τὸν δὲ Δία αἰγίοχον κληθῆναι . . . . , . , αἰγίοχος
μᾶλλον ἐπὶ τοῦ ὁρμήσωσι τακτέον τὴν λέξιν , παρὰ τὸν αἰγίοχον ; κηριῶν : κηρίαι λέγονται αἱ πλατεῖαι ἕλμινθες .
4781564 ῥυακες
ἀστραπαὶ βρονταὶ κομῆται δοκίδες πώγωνες λαμπάδες ἴριδες ἅλωες διάιττοντες ῥυμοὶ ῥύακες . λεκτέον δὲ περὶ μεταρσίων : περὶ γὰρ μετεώρων
[ : μέγιστοι ] δ ' ἀπ ' αὐτῆς πυρώδεις ῥύακες ἐνέβαλλον εἰς τὴν θάλατταν . Ἡ γῆ δ '
4777763 δοθιηνες
καὶ τοῦ ἀναγύρου τὰ φύλλα . Ἐκ παχέων χυμῶν οἱ δοθιῆνες γίνονται καθ ' ὅλον τὸ σῶμα συνιστάμενοι , διττοί
ἐντίθησι τοῖς ὑγροτέροις χαλαροῖς σώμασιν . Ἐκ παχέων μὲν χυμῶν δοθιῆνες γίνονται : διαφοροῦσι δ ' αὐτοὺς καὶ πέττουσι πυροὶ
4771512 ἀγενητος
, ἱκανῶς εἴρηται διὰ βραχέων . ἐπεὶ δὲ ἀνώλεθρος καὶ ἀγένητος ὁ κόσμος καὶ οὔτε ἀρχὴν γενέσεως εἴληφεν οὔτε τελευτήν
εἰ ἔστι χρόνος , ἤτοι γενητός ἐστι καὶ φθαρτὸς ἢ ἀγένητος καὶ ἄφθαρτος . ἀγένητος μὲν οὖν καὶ ἄφθαρτος οὔκ
4770833 ἐκομα
ἵππον ἐπελαύνων ἔρχεται , κόμην ἔχων πολλὴν καὶ ἀγρίαν . ἐκόμα δὲ καὶ ὁ ἵππος : γυμνὸς ἦν , ἄστρωτος
καλὴ παρθένος ἐπεκάθητο , ἐπὶ Κρήτην τῷ ταύρῳ πλέουσα . ἐκόμα πολλοῖς ἄνθεσιν ὁ λειμών : δένδρων αὐτοῖς ἀνεμέμικτο φάλαγξ
4767044 χελιδονες
ὄρνιθες ἄπληστον κλύζονται ἐνιέμεναι ὑδάτεσσιν : Ἢ λίμνην πέρι δηθὰ χελιδόνες ἀΐσσονται γαστέρι τύπτουσαι αὔτως εἰλεύμενον ὕδωρ : ἢ μάλα
βοτάνη ἐστί , καὶ φυέται καθ ' ὃν καιρὸν αἱ χελιδόνες φαίνονται . δαύκειον : ὅπερ Ἀπολλόδωρός φησιν ἐν τῷ
4761195 Σιμιχιδα
τὸ γένος , πατρὸς Σιμίχου , ὡς αὐτός φησι : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις ; ἔνιοι
. ἀλλ ' ἄγε βουκολικᾶς ταχέως ἀρξώμεθ ' ἀοιδᾶς , Σιμιχίδα : κἠγὼ μένὅρη , φίλος , εἴ τοι ἀρέσκει
4759737 στενωπος
, προπαροξύνεται , πλὴν τῶν παρὰ τοῦ ΩΠΟΣ , οἷον στενωπός : πυθμένος ἀπύθμενος , λιμένος ἀλίμενος , μηνός δίμηνος
ἄρχονται . τὸ δὲ ἄνθρωπος προσηγορικὸν προπαροξύνεται . τὸ μέντοι στενωπός ὀξύνεται προσηγορικὸν ὂν ἐπὶ θηλυκοῦ μόνου . ἔτι καὶ
4757563 εἰκαζομεν
αὐτῆς ἐκόμπαζεν : καὶ ἡμεῖς τοιαῦτα ἀπεκρινάμεθα , ἐξ ὧν εἰκάζομεν εὐφρανεῖσθαι αὐτήν . Τότε μὲν οὖν ἀπελθόντες ἐπὶ ναῦν
αἰσθήσει καὶ πάθεσι καταλαμβανόμεθα , ταῦτα δὲ μαντείαις καὶ δόξαις εἰκάζομεν , ἐν αἷς πολὺ τὸ ἀπατηλόν : καὶ ὅτι
4756877 ξυλινος
ἔπεστιν οὖρος , ὅ ἐστι φύλαξ , ὡς μεταφορικῶς ὁ ξύλινος ἐπίουρος . ἐπιρρήσεσκον ἐπεσπῶντο , ἐπέβαλλον . ἐπισκύνιον τὸ
ἐκαλοῦντο παρὰ τὸ ξυλίνους οἴκους ἔχειν . μόσσυνος γὰρ ὁ ξύλινος οἶκος ἐπιχωρία φωνή . . περὶ τῶν Μοσσυνοίκων φησὶν
4747244 παραβαλλουσιν
, καὶ ταῖς αἰξὶ ταῖς ἐπιχωρίοις οἱ νομεῖς ἰχθύας ξηροὺς παραβάλλουσιν ὡς χιλόν . Ὀρθαγόρας ταῦτά φησι . Λιβύων δὲ
ἐὰν [ μὴ ] ἀπὸ νόσου σωθῶσι , κυσὶν ἑαυτοὺς παραβάλλουσιν . Ὀργεμπαῖοι οἰκίας οὐκ ἔχουσιν , οὐδὲ ἔμψυχόν τι
4724450 ἐπληθυνθησαν
πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων . καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων , ἐγεννήθησαν αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι
ἰδὼν „ γάρ φησι ” κύριος ὁ θεός , ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς , καὶ
4721282 ψαμμοι
καὶ αἱ περὶ τὰς εἰσβολὰς τὰς ἐξ Ἀράβων εἰς Αἴγυπτον ψάμμοι οὐ τοσοῦτον ὕσει ὡς παρήσουσι ῥεῦμα ὕδατι . αἱ
ὁλοσχερεῖ ξανθὰ φαίνεται . καὶ αἱ ἀπ ' ἀλλήλων ἐσκεδασμέναι ψάμμοι τραχεῖαι φαίνονται , ὡς σωρὸς δὲ συντεθεῖσαι ἁπαλῶς κινοῦσι
4718003 ἀερομιγες
πῦρ Ζεύς ἐστι , τὸ δ ' ἐν χρήσει καὶ ἀερομιγὲς Ἥφαιστος , ἀπὸ τοῦ ἧφθαι ὠνομασμένος , ὅθεν καὶ
αὐτῆς ὄντα . Καὶ μὴν καὶ τὸ οἰκεῖον αὐτῆς σῶμα ἀερομιγὲς καὶ ζοφωδέστερόν ἐστι διὰ τὸ μὴ εἶναι ἐν τῷ
4713479 θεῳτο
μάλα ἀγρευτικῇ . ἔστι δὲ τὸ ζῷον ὀρχηστικόν , εἰ θεῷτο ὀρχούμενον : καὶ θέλει γε αὐλεῖν , εἰ καταπνεῖν
. Τί δῆτα οἰόμεθα , εἴ τις αὐτὸ τὸ καλὸν θεῷτο αὐτὸ ἐφ ' ἑαυτοῦ καθαρόν , μὴ σαρκῶν ,
4703382 δονειται
μὴ φέρουσα κέντρα . Γάμιαι πνέουσιν αὖραι , μέλος ὀργάνων δονεῖται , τάχα παστὸν Ἀφροδίτῃ Χαρίτων πλέκουσι κῶμοι . Ὁ
τὸ στόμα ἐναπερείσῃ , προσίασι καὶ αἱ λοιπαί , καὶ δονεῖται τὰ ἄγκιστρα ὑπὸ τὸν αὐτὸν καιρὸν περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσιν
4701450 προσονομαζουσιν
, καὶ κατέστησαν ἐγχώριον βασιλέα Μένδην , ὅν τινες Μάρρον προσονομάζουσιν . οὗτος δὲ πολεμικὴν μὲν πρᾶξιν οὐδ ' ἡντινοῦν
Μνασέας γοῦν καὶ Φιλόμηλος καὶ Τίμων οἱ σκεπτικοὶ σκεπτικὸν αὐτὸν προσονομάζουσιν , ὥσπερ καὶ αὐτοὶ ἦσαν , ἀναιροῦντα καὶ αὐτὸν
4699053 τελειοτητες
ἀλλήλων τῷ εἴδει : καὶ γὰρ διαφόρων τῷ εἴδει ἐνεργειῶν τελειότητες οὖσαι καὶ αὐταὶ διάφοροί εἰσιν . αἱ γὰρ τελειότητες
γὰρ αἱ οὐσίαι ὑπέρκεινται , τούτων ἐξ ἀνάγκης καὶ αἱ τελειότητες ὑπερέχουσι . καὶ ἀνάπαλιν : ὧν αἱ τελειότητες τὸ
4698493 ἑλωδης
οἱ τὸ Αἰγύπτιον ἕλος οἰκοῦντες . ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι : ἑλώδης γὰρ ἡ Αἴγυπτος . οἱ δὲ , οἱ καὶ
γῆν τὴν τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ καὶ τῆς Μεγαρίδος , ὅτι ἑλώδης καὶ ἔνυγρος . ὀρίνδα : ἣν οἱ πολλοὶ ὄρυζαν
4686039 Ἰνδικα
' Αἰγυπτίους μάλιστα ἂν εἶεν τὰ σώματα . ἔθνεα δὲ Ἰνδικὰ εἴκοσι καὶ ἑκατὸν τὰ ἅπαντα λέγει Μεγασθένης , δυοῖν
Μεγασθένης , δυοῖν δέοντα . καὶ πολλὰ μὲν εἶναι ἔθνεα Ἰνδικὰ καὶ αὐτὸς συμφέρομαι Μεγασθένει , τὸ δὲ ἀτρεκὲς οὐκ
4680936 συστροφαι
τῶν χοίρων : εὑρίσκονται δὲ κατὰ τὰς σιαγόνας τῶν συῶν συστροφαὶ ἀδενώδεις , αἷς τισιν ἐοίκασιν αἱ χοιράδες : τινὲς
. Γίνονται δὲ καὶ αἱ καταιγίδες ἐν τοῖς τοιούτοις : συστροφαὶ γὰρ ἐνταῦθα καὶ ἀθροισμὸς πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν
4680690 Θηρικλης
φησιν Εὔβουλος : Καθαρώτερον δὲ τῶν κεράμων εἰργάσμην , ἢ Θηρικλῆς τὰ ἐκπώματα . Θηραμένης ἀνήρ : ἐπὶ τῶν πανούργων
* ἅλμῃ μίαν . Ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που
4675428 ἀιδιος
. ] Ἐπειδὴ δὲ ἡ τοιαύτη φύσις οὕτω παγκάλη καὶ ἀίδιος περὶ τὸ ἓν καὶ ἀπ ' ἐκείνου καὶ πρὸς
ἐπὶ τῶν θείων καὶ τῶν οὐρανίων , εἴπερ ὁ κόσμος ἀίδιος , διήκει διὰ τούτων ὅλων τὸ ποιεῖν καὶ ἡ
4673949 τμηθεντες
πῶς δὲ κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς , ἢ τίνι γόμφοι τμηθέντες πελέκει τοῦτ ' ἔκαμον τὸ κύτος , ἢ κορυφαῖς
, ἐπειδὴ μετὰ τὴν τομὴν εὐθέως ᾔσθοντο ναρκώδους διαθέσεως οἱ τμηθέντες ἐν τῷ μήκει τῆς χειρός , ἔν τε τῷ
4670395 φωλαδες
ὠτία δύσπεπτα , τρόφιμα δὲ μᾶλλον τηγανιζόμενα . αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , βρομώδεις δὲ καὶ κακόχυλοι . ἐχῖνοι δὲ
ὦ λύκοι , ὦ θῶες , ὦ ἀν ' ὤρεα φωλάδες ἄρκτοι , χαίρεθ ' : ὁ βουκόλος ὔμμιν ἐγὼ
4670381 μεζονες
μεγάλα ἐν τῇ ἔξω θαλάσσῃ βόσκεται , καὶ ἰχθύες πολὺ μέζονες ἢ ἐν τῇδε τῇ εἴσω . καὶ λέγει Νέαρχος
ὕδωρ ἐκδιδοῖ καὶ ὄμβροι μεγάλοι ἐγένοντο καὶ οἱ ποταμοὶ κατέβησαν μέζονες καὶ ἡ θάλασσα ἐπὶ πολλὸν ἀνέβη , ἐς ὃ
4665792 Μαγοι
τὸ ἐθνικὸν δύναται καὶ Μαγιάτης καὶ Μαγιανός . εἰσὶ καὶ Μάγοι ἔθνος περὶ Μηδίαν . Μαγιστρική , χώρα τῶν Ταυρίσκων
ᾧ πολλή τε σποδός , καὶ πῦρ ἄσβεστον φυλάττουσιν οἱ Μάγοι : καὶ καθ ' ἡμέραν δὲ εἰσιόντες , ἐπᾴδουσιν
4665085 Νεστον
Παράπλους δ ' ἐστὶ τῆς Βουλινῶν χώρας ἡμέρας μακρᾶς ἐπὶ Νέστον ποταμόν . ΝΕΣΤΟΙ . Ἀπὸ δὲ Νέστου πλοῦς ἐστὶ
κόλπου , ὧν ἡ περιγραφὴ ἔχει οὕτως : μετὰ τὸν Νέστον ποταμὸν , ὅς ἐστιν ὅριον τῆς Θρᾴκης , ἐπέχων
4664728 ἐνδεχομεναι
τοιοῦτον . ἐν δὲ τῷ τρίτῳ ἔμπαλιν αἱ μὲν προτάσεις ἐνδεχόμεναι τὸ δὲ συμπέρασμα ἀναγκαῖον : οὕτω γὰρ κειμένων τῶν
ἐνδεχόμενον γινόμενον τὸ συμπέρασμα . εἰ δὲ εἶεν ἀμφότεραι ἀποφατικαὶ ἐνδεχόμεναι , ἡ μὲν καθόλου ἡ δὲ ἐπὶ μέρους ,
4659414 φυτηκομιῃσι
ἀμφιφορῆας οἴνου νηδυμίοιο , τὸν ἑνδεκάτῳ λυκάβαντι θλῖψε τις οἰνοπέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς : ὕδατι δ ' ἐγκέρασαν λαρὸν μέθυ καὶ
πλησιοθαλάττοις , τοῖς πλησίον αἰγιαλοῖς . φυτηκομίῃσι : γεωργίαις . φυτηκομίῃσι μεμηλώς : ἤως ἐργαζόμενος ταῖς ἐλαίαις : ἢ φυτηκομιῶν
4657617 διωρισαντο
Κομμαγηνή , Καππαδοκία . ὡς δὲ κατὰ μέρος οἱ ἀρχαιότεροι διωρίσαντο τοῖς μὲν ἐμπροσθίοις Ἰταλία , τοῖς δὲ μέσοις Ἰκαρία
, Μακεδονία , Ἰλλυρίς . ὡς δὲ κατὰ μέρος ἄλλοι διωρίσαντο ὑπόκεινται αὐτῷ κατὰ μὲν τὰς πλευρὰς Αἰγαῖον πέλαγος καὶ
4657489 ἐλαφροτεροι
γέλοιον : ἐπὶ μέντοι τοῦ πάντες κ ' ἀρησαίατ ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι ἢ ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε ὅ
Θάρρει , ὦ Διόγενες : κοῦφοί εἰσι καὶ τῶν ἀφύων ἐλαφρότεροι . Νὴ Δί ' , ἀφυέστατοί γε : ἀνάσπα
4655659 ἀκουστος
τῇ καρδίᾳ εἰς τὸν ὁραθῆναι θέλοντα : οὐ γάρ ἐστιν ἀκουστός , οὐδὲ λεκτός , οὐδὲ ὁρατὸς ὀφθαλμοῖς , ἀλλὰ
: ἐὰν γὰρ πάνυ μικρὸς γένηται ὁ ψόφος οὐκ ἔστιν ἀκουστός , ἡ μέντοι γε ἀντιληπτικὴ δύναμις σώζεται . ἴσως
4653255 Σηων
. . . ἀμορραίων : ὄνομα ἔθνους : : τὸν Σηὼν βασιλέα τῶν Ἀμορραίων : ὁ Ἀμορραῖος τοῦ Ἀμορραίου .
' οὗ κατασοφίζονται οἱ τὸν ὅρον τῆς ἀληθείας ὑπερβαίνοντες . Σηὼν οὖν ὁ διαφθείρων τὸν ὑγιῆ κανόνα τῆς ἀληθείας καὶ
4651545 Ἀναγκην
οἰκοδομὴν τοῦ πύργου ἐτέθησαν , πεφορηκότες τὰ πνεύματα ταῦτα ; Ἀνάγκην , φησίν , εἶχον δι ' ὕδατος ἀναβῆναι ,
ὧν καὶ μονὰς Μνημοσύνη ὠνομάσθη . εἰ δὲ καὶ τὴν Ἀνάγκην οἱ θεολόγοι τῇ τοῦ παντὸς οὐρανοῦ ἐξωτάτῃ ἄντυγι ἐπηχοῦσι
4649965 κωμῳδιαι
μικτὰ μὲν γενικά , ὡς αἱ τραγῳδίαι καὶ αἱ παλαιαὶ κωμῳδίαι : μέρος μὲν γὰρ τούτων γέγραπται κατὰ στίχον ,
δὲ οὔ . Καὶ μικτὰ μέν , ὡς αἱ Μενάνδρου κωμῳδίαι : πῆ μὲν γὰρ τετράμετρα ἐν τῷ αὐτῷ ποιήματι
4645902 ἀρνεσσιν
' ἡγεμόνες Δαναῶν ἕλον ἄνδρα ἕκαστος . ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι σίνται ὑπ ' ἐκ μήλων αἱρεύμενοι
ἅμα θυμικῶς καὶ ἰταμῶς πρασσομένην λύκοις εἴκασεν ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι . τὸ δὲ ἄλκιμον καὶ ἄτρεπτον
4643772 Χαρυβδις
ἢ δράκαιν ' ἄμικτος , ἢ Χίμαιρα πύρπνοος , ἢ Χάρυβδις , ἢ τρίκρανος Σκύλλα , ποντία κύων , Σφίγξ
ἀνεπλέομεν γοόωντες : ἔνθεν γὰρ Σκύλλη , ἑτέρωθι δὲ δῖα Χάρυβδις δεινὸν ἀνερρύβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ . ἦ τοι ὅτ
4641134 Ἱππων
πεπερασμένην αὐτήν φασιν , ὥσπερ Θαλῆς μὲν Ἐξαμύου Μιλήσιος καὶ Ἵππων , ὃς δοκεῖ καὶ ἄθεος γεγονέναι , ὕδωρ ἔλεγον
Μεταποντῖν Ξενοφάνης δ ' ὁ Κολοφώνιος γῆν καὶ ὕδωρ . Ἵππων δὲ ὁ Ῥηγῖνος πῦρ καὶ ὕδωρ , Οἰνοπίδης δὲ
4638383 γενητος
τὶς μὲν γενητός , τὶς δὲ ἀγένητος : οὔτε δὲ γενητὸς δύναται εἶναι ὁ χρόνος οὔτε ἀγένητος οὔτε τὶς μὲν
δύναται ; ἄφθαρτος δ ' οὐκ ἔστιν οὐδὲ δύναται εἶναι γενητὸς ὤν . Μητρόδωρος δέ φησιν ἄτοπον εἶναι ἐν μεγάλῳ
4636708 χαλκευτικα
τὰ σκυτοτομικὰ μὴ περὶ αὐτὰ ἄγοντας σχολήν , ἢ τὰ χαλκευτικὰ μὴ πρὸς τῷ βαύνῳ καὶ τῷ πυρὶ διημερεύοντας ,
λέγει , καὶ τὰ τῆς νεὼς σχοινία , καὶ τὰ χαλκευτικὰ ἐργαλεῖα . ὀπός τὸ τῶν δένδρων δάκρυον : ὅθεν
4631196 βοες
ἡ ὁπλὴ τοῦ ἵππου ὥσπερ ὄνυξ ἐστίν : οἱ γὰρ βόες χηλὰς ἔχουσιν . μῶλυ φυτὸν ἀλεξιφάρμακον . οἱ μὲν
πρόβατα αὐτῶν ὡς ἄρνες , καὶ οἱ ὄνοι καὶ αἱ βόες σχεδὸν ὅσον κριοί , καὶ οἱ ἵπποι αὐτῶν καὶ
4631035 ἀγονος
Σκύρῳ δὲ καὶ εἴ τις τοιαύτη ἑτέρα ἄγαν λυπρὰ καὶ ἄγονος καὶ ἀνθρώπων χηρεύουσα ὡς τὰ πολλά . Σπίνοι δὲ
, ἡ τῶν ὄντων ἀρχὴ καὶ πηγή , οὐ γὰρ ἄγονος πηγή , αὐτὸ τὸ ἀγαθόν , ὁ τῆς Σοφίας
4630742 ἠπειρωτης
Ἕλλην λέγει , καὶ ὁ βάρβαρος λέγει , καὶ ὁ ἠπειρώτης , καὶ ὁ θαλάττιος , καὶ ὁ σοφὸς καὶ
ἢ ὁ κωφὸς αὐλητὴν ἢ παλλακὴν ὁ εὐνοῦχος ἢ ὁ ἠπειρώτης κώπην ἢ ὁ κυβερνήτης ἄροτρον . ἀλλὰ μὴ ἐπίδειξιν
4627308 φατναι
βίος δὲ πορφυροῦς θαλάσσιος οὐκ εὐτράπεζος , ἀλλ ' ἐπάκτιοι φάτναι . ὑγρὰ δὲ μήτηρ , οὐ πεδοστιβὴς τροφὸς θάλασσα
ἐν οὐρανῷ : ἄστρα γὰρ λέγουσιν εἶναι ἐν οὐρανῷ ἀρχῆθεν φάτναι καλούμενα καὶ ὄνοι . ἐμὲ δὲ χρὴ ἱέντα ,
4626970 κυϊσκεσθαι
Ταρτάρῳ ἐκρύβη : ἐξ οὗ μυθολογεῖται πάντας τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους κυΐσκεσθαι χωρὶς ζεφύρου καὶ βορέου : θεογενεῖς γὰρ οὗτοι .
πλείονες τῶν ἀστέρων συνεσχηματισμένοι , τότε καὶ πλείονα τῶν δύο κυΐσκεσθαι συμπίπτει , τοῦ μὲν πλήθους ἀπὸ τοῦ τὸ ἰδίωμα
4622219 ἐφαλον
, νησιῶτιν , χερσαίαν , ἀπὸ θαλάττης , μεσόγειον , ἔφαλον , πάραλον παράλιον , παραθαλαττίδιον ἐπιθαλαττίδιον , ἀγχιθάλαττον :
καιρὸς οὐ πάνυ μηκύνειν . ὡς δὲ τῆς Κιλικίας τὴν ἔφαλον ἀμείψαντες εἰχόμεθα τοῦ Παμφυλίου κόλπου , Χελιδονέας ὑπερθέοντες οὐκ
4619307 οἰκητηριον
ὀμμάτων , ἵνα τὸ τῆς γνώμης καὶ νοῦ χωρίον καὶ οἰκητήριον . ἔνθεν καὶ αὐτοῦ τοῦ Διὸς ἐξέθορεν ἡ πρόμαχος
φυσήματα ἀνέμων γίνεσθαι , καὶ μυθευθῆναι Θρᾴκην οὕτως τῶν ἀνέμων οἰκητήριον εἶναι , , . . . Ἁρπαλίων : ὄνομα
4619039 ἐκλελαθον
δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν , αὐτὰρ ἀοιδὴν θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν . περὶ δὲ Ὀρφέως τοῦ τρίτου μαθητοῦ τὰ
δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν , αὐτὰρ ἀοιδὴν θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν : τῶν αὖθ ' ἡγεμόνευε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ
4618402 φθαρτα
αὐταὶ οὖσαι καὶ ἄφθαρτοι τὰ μὲν ἄφθαρτα παράγουσι τὰ δὲ φθαρτά . εἰ δὲ ὑποθώμεθα ἑτέρας εἶναι ἀρχὰς τὰς παραγούσας
αἰσθητοῖς : τὰ γὰρ αἰσθητὰ καὶ ἐν κινήσει ὑπάρχουσι καὶ φθαρτά εἰσι , τὰ δὲ μαθήματα ἀίδια καὶ ἀκίνητα .
4614902 ἐξικῃ
Αἰθίοψ ] ὁ Γάγγης ἕρφ ' ] ἕρπε , διέρχου ἐξίκῃ ] ἔλθῃς καταβασμόν ] ὄρος διορίζον Ἀσίαν καὶ Λιβύην
. τούτου παρ ' ὄχθας ἕρφ ' , ἕως ἂν ἐξίκῃ καταβασμόν , ἔνθα Βυβλίνων ὀρῶν ἄπο ἵησι σεπτὸν Νεῖλος
4614289 προσφυεις
κατασκευήν , ὅτι αἱ μὲν προσαρτεῖς γίγνονται , αἱ δὲ προσφυεῖς : ἡ μὲν γὰρ προσαρτὴς εὐμετακίνητός ἐστιν , ἡ
, μήλινον . εἰσὶ δὲ φλογοειδεῖς διπλαῖ , δασεῖαι , προσφυεῖς τῇ γῇ , στρογγύλα ἔχουσαι τὰ φύλλα . ἔστι
4609663 εὑδουσιν
τὸν τοῦ καλοῦ Λυαίου : σὺν τῶι δὲ πίνειν ἡμᾶς εὕδουσιν αἱ μέριμναι . Ἴδε πῶς ἔαρος φανέντος Χάριτες ῥόδα
ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω . Ὅταν πίνω τὸν οἶνον , εὕδουσιν αἱ μέριμναι . τί μοι πόνων , τί μοι
4601687 ἀποιος
οὐσιῶν εὖ ἔχειν λέγειν μοι δοκεῖ . Ἡ δὲ ὕλη ἄποιος ἦν καὶ ἀσχημάτιστος ; οὕτω προλαβὼν ἐξεῖπον τῷ λόγῳ
δὲ πάντα γίνεσθαι . ἦν μὲν γὰρ ἐξ αὑτῆς ἄτακτος ἄποιος ἄψυχος ἀνόμοιος , ἑτεροιότητος ἀναρμοστίας ἀσυμφωνίας μεστή : τροπὴν
4596648 χειρωνακτες
γῆς . Ἐξεργάσαντο δέ μιν οἱ ἀγοραῖοι ἄνθρωποι καὶ οἱ χειρώνακτες καὶ αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι . Οὖροι δὲ πέντε ἐόντες
, οὐχ ὅσοι μουσικοὶ μόνον , ἀλλὰ καὶ ὅσοι τούτων χειρώνακτες , παραδείγματα ἄττα τοῖς ἐπὶ τῇ παρ ' ἑαυτοῖς
4595647 ὀιν
Κιμμερίου Ὠκεανοῦ καὶ πυγούσιον βόθρον ὀρύξαντες καὶ σφάξαντες κριὸν καὶ ὄιν θήλειαν ἐξέχεον εἰς τὸν βόθρον τὸ αἷμα καὶ ἔθυσαν
Ἀθηνᾶι θύηι βοῦν , ἀναγκαῖόν ἐστι καὶ τῆι Πανδρόσωι θύειν ὄιν , καὶ ἐκαλεῖτο τὸ θῦμα ἐπίβοιον . ὁμοίως καὶ
4594934 Ὀλυμπος
δὲ μεταξὺ τὰ μὲν μεσημβρινὰ ἡ Ἀμαθουσία , καὶ ὁ Ὄλυμπος τὸ ὄρος , τὰ δὲ ἀρκτικὰ ἡ Λαπηθία .
: Ἥτε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί . Ὄλυμπος οὕτω ψιλοῦται , καὶ οὕτω λέγεται οὐρανός . Ὁμοίως
4594621 ὀρνιθιον
τὰς ἐκεῖ θείας καὶ εὐδαίμονας φύσεις κατανοοῦσα , καλεῖται δὲ ὀρνίθιον . ἵνα δὲ τὴν ἀρετῶν κύησιν καὶ ὠδῖνα εἴπωμεν
φαρμάκωι , τὸ δὲ λοιπὸν οὐ μετεῖχε . τούτωι τέμνεται ὀρνίθιον μικρόν , μέγεθος ὅσον ὠιοῦ : ῥυνδάκην Πέρσαι τὸ
4589908 σεισθεντων
συνδένδρωι τὸ μέλλον ἀπεκαραδόκει . τῶν δὲ πέριξ κλάδων αἰφνιδίως σεισθέντων , οἱ στιβευταὶ κύνες ὥρμησαν θηρίον εἶναι δόξαντες καὶ
ἑτέρᾳ συνεῖναι εἰσῄει εἰς τὴν νάπην . Τῶν δὲ δένδρων σεισθέντων , οἱ κύνες ἐπιδραμόντες , διέσπασαν : ὁ δὲ
4587916 περιτρεχει
μακρὸν ἀγκῶνα τῆς ἀοικήτου . οὕτως , καθὼς εἴπομεν , περιτρέχει ὁ ὠκεανὸς πᾶσαν τὴν γῆν , τοιοῦτος ὑπάρχων καὶ
καὶ κωμικῆς βωμολοχίας καταπέπλησται τὰ συγγράμματα , καὶ ἡ κομψότης περιτρέχει πανταχοῦ διακονουμένη τοῖς λόγοις , καὶ ὃ πάντες οἱ
4587500 ἀποτομαι
ὁρᾷς φῶς πανταχοῦ οὐδὲ τοῦτο μεμερισμένον . Δηλοῦσι δὲ αἱ ἀποτομαὶ ἐπὶ θάτερα ἢ ὅθεν ἐλήλυθεν οὐ διδοῦσαι εἶναι οὐδὲ
τὰς ἀνασχούσας νήσους αὐτὸ μόνον ἀεὶ μηδ ' εἴ τινες ἀποτομαὶ κατακλυζόμεναι τοῖς πάλαι χρόνοις αὖθις ἠπειρώθησαν , σκοπεῖτε .
4587488 ὀρειος
πλησίον καθίδρυτο Πινδάρου , ἢ ὅτι σύνεστι τῇ θεῷ ὡς ὄρειος ὤν . καὶ ἡ Ῥέα δὲ ὄρειος λέγεται διὰ
τῆς τοῦ Διὸς ἱερουργίας οὐκ ἂν προσάψαιντο . Ἡ δὲ ὄρειος ἅρπη τῶν ὀρνίθων προσπεσοῦσα τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀφαρπάζει . Κόρακες
4587065 εἰπεσκε
ὅ οἱ φόνος υἷϊ τέτυκται . ” ὣς ἄρα τις εἴπεσκε , τὰ δ ' οὐκ ἴσαν , ὡς ἐτέτυκτο
' ἐλθόντα μετεωρίζοντες ἔβαλλον πολλοῖσι λίθοισι , καὶ ὧδέ τις εἴπεσκε παραστάς : ὦ πάντων ἀνδρῶν βδελυρώτατε , τίς ς

Back