περιφανέστερον ἐπιδείξειεν ἄνθρωπον παρανομώτατα γεγραφότα ; Ὡς τοίνυν καὶ τὴν ἀνάρρησιν τοῦ στεφάνου παρανόμως ἐν τῷ ψηφίσματι κελεύει γίγνεσθαι ,
ἀλλ ' ὁ μὲν Κομνηνὸς ἐνιαυτὸν ἐπιβιοὺς μετὰ τὴν τούτου ἀνάρρησιν ἐτελεύτα . Ὁ δέ γε Δούκας ἐπὶ ἑπτὰ ἔτεσι
7049938 ἐπιδοϲιν
ἀκμὴν ἐγγὺϲ οὖϲαν ἢ μακράν , ἐὰν καλῶϲ ἐπιϲκοπήϲῃϲ τὴν ἐπίδοϲιν : τὰ μὲν γὰρ [ ὀρθῶϲ ] κατὰ μικρὸν
ὁ ἄρρωϲτοϲ γίγνεται , οἷον κατὰ τὴν εἰϲβολὴν ἢ τὴν ἐπίδοϲιν ἢ κατὰ τὴν ἀκμὴν ἢ τὴν παρακμὴν τοῦ παροξυϲμοῦ
6999820 ὀμνυσιν
ἀκολούθως ἄχθεται . νὴ τὸν Ποσειδῶ τουτονὶ : ἅρμα δείξας ὄμνυσιν ἢ ἄλλο τι ἡνιοχικὸν ἢ πολεμικὸν σκεῦος . ἢ
] εὐλόγως ⌈ δὲ ⌈ τοῦτον [ τὸν Διόνυσον ] ὄμνυσιν , ὅτι ἐν τῇ ἑορτῇ τούτου ἠγωνίζετο . φασιανοὺς
6994182 συναπεδημησεν
ἄλλους . αὐτὸς δὲ Πειρίθωι τὴν ὑπουργίαν ἀποδιδοὺς εἰς Ἤπειρον συναπεδήμησεν ἐπὶ τὴν Ἀιδωνέως θυγατέρα τοῦ Μολοσσῶν βασιλέως , ὃς
περὶ ἐμοῦ ἀληθῆ ὄντα διηγήσατο : καὶ γὰρ ἐπαίδευσεν καὶ συναπεδήμησεν καὶ εἰς τοὺς Ἕλληνας ἐνέγραψεν , καὶ κατά γε
6910519 Κοιρανου
πίθῳ μέλιτος ἀποθανόντος ὁ Μίνως ἐν τῷ τύμβῳ κατώρυξε τὸν Κοιράνου Πολύιδον , ὃς ἰδὼν δράκοντα ἑτέρῳ δράκοντι τεθνεῶτι πόαν
συμβεβηκότων , εἰς τὴν ὕλην ἔδραμε , συνεπισπωμένη μάντιν τὸν Κοιράνου Πολύιδον : παρ ' οὗ πᾶσαν πολυπραγμονήσασα τὴν ἀλήθειαν
6845520 ξυνουσιαν
[ [ ] κοινόθακα ? λάξοα [ Τηλέφου ] ? ξυνουσίαν ? ? [ δεῖπνα ] πλησιαίτατος ? ? [
αὐτοῦ φοιτῶσιν ἐς τὴν Ἔφεσον παρέχων ἑαυτὸν ἀνέθηκε κἀμοί τινα ξυνουσίαν πρώτην τε καὶ δευτέραν καὶ τρίτην , καὶ εἶδον
6831933 Λαισποδιου
νομίζεται . ” Ἀπιστεῖν : ἀντὶ τοῦ ἀπειθεῖν Ἀντιφῶν κατὰ Λαισποδίου , Ἰσοκράτης ἐν τῇ ἐπιστολῇ τῇ πρὸς Φίλιππον .
. κατὰ Λαισποδίου . . Γαληψός : Ἀ . κατὰ Λαισποδίου . . ἐπίσκοπος : Ἀ . ἐν τῷ περὶ
6809996 ἐπιταξιν
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν
6779516 διακωλυοντα
τὴν Ἑλλάδα . Πολλά τε γὰρ καὶ μεγάλα ἐστὶ τὰ διακωλύοντα ταῦτα μὴ ποιέειν μηδ ' ἢν ἐθέλωμεν : πρῶτα
Μώυσον ἀποκωλῦσαι , στοχαζόμενον τῶν ὁμοφύλων : τὸν δὲ Ῥαγουῆλον διακωλύοντα στρατεύειν τοῖς Ἄραψι προστάξαι λῃστεύειν τὴν Αἴγυπτον . Ὑπὸ
6775202 παλινῳδιαν
μεταστρέφεται . Στρηνιᾷ : ἐπὶ τῶν ἀναίδην σκωπτόντων . Στησίχορος παλινῳδίαν ᾄδει : ἐπὶ τῶν μεταβαλλομένων ἐπὶ τοῖς βελτίοσιν .
, ὃς ᾄδων ἐς τὴν Ἑλένην ἐναντίον τῷ προτέρῳ λόγῳ παλινῳδίαν αὐτὸν ἐκάλεσεν οὐκ ἔστιν ἔτυμος ὁ λόγος οὗτος ἤδη
6770112 φλεγμηνωσι
τῷ ξηρῷ ἐν παστῷ ἰᾶσθαι : ἢν δ ' εὐθέως φλεγμήνωσι , μὴ ἔγχριε μηδὲν , ἀλλ ' ἢ κλύσαι
δὲ τὴν κάθαρσιν τῇ ὕστερον ἡμέρῃ μαλθακτήρια ἀρήγει ἄχρις ἂν φλεγμήνωσι : μετὰ δὲ τὴν φλεγμασίην ποιέειν τὴν δαΐδα κατὰ
6769800 Λυδιστι
ταῖς εὐφημίαις αὔξειν καὶ ἀγάλλειν . εὐρυθμίαις δὲ Λυδίαις , Λυδιστὶ ἡρμοσμέναις . αἰτήσων πόλιν εὐανορίαις : αἰτήσω δὲ σέ
Ταμίαι ] Ἤγουν χορηγοὶ καὶ ἐπίτροποι . Λυδίῳ ] Ἤγουν Λυδιστὶ ἡρμοσμένῃ . Τρόπῳ ] Μελῳδίᾳ . Τὸ προοίμιον προσφωνητικόν
6706324 σιαν
πόλει , θύειν τε ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων τὴν προηρο - σίαν κελευόντων καὶ μητρόπολιν τῶν καρπῶν αὐτὴν ἐπονομαζόντων , ἔτι
οὕτως ὅταν ὁμολογῶν ὁ φεύγων τὸ πεπραγμένον τὴν ἐξου - σίαν προβάλληται , ἔχει δὲ οὐκ ὀρθῶς μήτε ἐκ γένους
6681264 Χαριν
Ὅθεν συνοικοῦσαν οὐκ ἀπιθάνως τῷ τῶν ὅλων ἀρχιτέκτονι πεποίηκε τὴν Χάριν : ἔμελλε γὰρ ἤδη τῷ κόσμῳ χαριεῖσθαι τὸν ἴδιον
Εὐσεβείας ἔχου . Ἐπαίνει τὰ καλά . Κακίας ἀπέχου . Χάριν ἀπόδος . Ἱκέτας ἐλέει . Υἱοὺς παίδευε . Σοφοῖς
6680736 Βρισεως
δὲ τὴν τύχην ἐλευθέρα καὶ Λάκαινα . καλὴ μὲν ἡ Βρισέως , καλλίστη δὲ γυναικῶν ἡ Λήδας θυγάτηρ . ὅσῳ
πρότερον ἐκαλεῖτο . . . Τ , : Κατὰ Μνασέαν Βρισέως υἱὸς ἦν Ἠετίων . . . Υ , :
6626432 καρδοπην
λέγει ὁ Στρεψιάδης πρὸς τὸν δανειστήν . εἶτα ἀπέρχεται λαβεῖν καρδόπην δεῖξαι τῷ δανειστῇ καὶ ἐρωτῆσαι αὐτόν , πῶς ταύτην
μωρῶς λίαν , ἰδιωτικῶς . τὴν κάρδοπον ] ἤγουν τὴν καρδόπην κάρδοπον . ἔα ] φεῦ , θαυμαστικόν . ἦ
6623610 ἐλευθεριῳ
πολλά . ἰδίως δὲ νῦν τὸν χαῦνον εἶπεν ἐοικέναι τῷ ἐλευθερίῳ , ἐν ἄλλοις εἰπὼν τὸν ἄσωτον αὐτῷ ὅμοιον εἶναι
αὐτῆς δαπάνης ὁ μεγαλοπρεπὴς οὐ τὸ αὐτὸ ἔργον ποιεῖ τῷ ἐλευθερίῳ ἀλλὰ μεγαλοπρεπέστερον , οἷον , φέρε εἰπεῖν , θεραπεῦσαι
6610406 Σικελιην
τε ἀγγέλους ὁμαιχμίην συνθησομένους πρὸς τὸν Πέρσην , καὶ ἐς Σικελίην ἄλλους πέμπειν παρὰ Γέλωνα τὸν Δεινομένεος ἔς τε Κέρκυραν
ὑπὸ δικαιοσύνης ἐς μέσον Κῴοισι καταθεὶς τὴν ἀρχὴν οἴχετο ἐς Σικελίην , ἔνθα μετὰ Σαμίων ἔσχε τε καὶ κατοίκησε πόλιν
6609126 Ὀρθογραφιαν
ἀΐδω ἴδηλον καὶ ἀΐδηλον , ὁ δὲ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν αὑτοῦ λέγει ἀπὸ τοῦ ἀϊδνόν , τὸ σημαῖνον τὸ
ἴδω ἴδηλος καὶ ἀΐδηλος , ὁ δὲ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν αὑτοῦ λέγει εἶναι ἀπὸ τοῦ ἀϊδνόν τὸ σημαῖνον τὸ
6594700 θεραπαινιδα
εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν , πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ
Πλαγγόνα διακονίας ἐρωτικῆς . ἄδικον δὲ ποιοῦμεν εἰ τὴν μὲν θεραπαινίδα τετιμήκαμεν , οὐκ ἀποδώσομεν δὲ τὴν χάριν τῇ Ἀφροδίτῃ
6591751 διαλεξιν
. σχολάζουσιν . γνώμην ] ἐνθυμήματα , ⌈ γνῶσιν . διάλεξιν ] ⌈ εὐπορείαν [ εὐπορίαν / ] εἰς τὸ
μοι εἰπέ κτλ . τὸν Θεόδωρον νῦν παρακαλεῖ πρὸς τὴν διάλεξιν , ἵνα δι ' αὐτοῦ οἱ ἀληθεῖς ἔλεγχοι κατὰ
6568038 φιλοφροσυνην
καὶ φλύαρον ἄνδρα μαρτυροῦσι . Γαστέρες λαγαραὶ εὐρωστίαν ψυχῆς καὶ φιλοφροσύνην σημαίνουσιν , αἱ δὲ ἰσχναὶ πάνυ καὶ κεναὶ δειλίαν
συμπόσια διδόντες ἐναρμόττειν , τὸ δὲ μόνον τέλος αὐτῶν εἶναι φιλοφροσύνην οὐ τιθέντες , ἀλλὰ καί τιν ' ἕτερα ,
6565288 Πλεισταρχον
: τρίγλαν γενεᾶτιν . Διοκλῆς δ ' ἐν τοῖς πρὸς Πλείσταρχον σκληρόσαρκον εἶναί φησι τὴν τρίγλαν . Σπεύσιππος δ '
περὶ ἰχθύων . ΣΚΟΡΠΙΟΣ . Διοκλῆς ἐν πρώτῳ τῶν πρὸς Πλείσταρχον Ὑγιεινῶν τῶν μὲν νεαρῶν φησιν ἰχθύων ξηροτέρους εἶναι τὰς
6540956 εἰσεδεξατο
τοῖς Εὐριπίδου λόγοις ” τὰ μὲν πυλωρῶν κλεῖθρά μ ' εἰσεδέξατο “ . κούρισμα δ ' ᾠδὴ συμφορᾶς πληρεστάτη ταύτην
ἐὰν δέ τι δείσῃ τῶν νηπίων , ὁ δὲ χανὼν εἰσεδέξατο τὸ βρέφος . εἶτα τοῦ φόβου παραδραμόντος τὸν καταφυγόντα
6533085 διαδικασιαν
αὐτὸν περὶ τῶν αὐτῶν οὔτε δίκας οὔτ ' εὐθύνας οὔτε διαδικασίαν οὔτ ' ἄλλο τοιοῦτ ' οὐδὲν εἶναι . χωρὶς
περὶ Μιθριδάτου , λαμπρῶς γὰρ ἀπελογήσατο , ἀλλὰ εἰ χρὴ διαδικασίαν προθεῖναι περὶ τῆς γυναικός . καὶ τοῖς μὲν ἐδόκει
6531211 παρακελευσιν
λαμβάνουσιν ὑποχειρίους . ταύτην γὰρ εἶχον ἐκ τῶν δεσποτῶν τὴν παρακέλευσιν , ζῶντας αὐτοῖς τοὺς νεανίσκους κομίσαι . οὕτω μὲν
, ὧν καὶ ὁ Ἰόβας ἐστὶ , παράκλησιν εἶναι καὶ παρακέλευσιν εἰς φιλεργίαν καὶ ταλασίαν , οὔτω τότε τοῖς Ἑλληνικοῖς
6510225 Ἀλκμαιωνιδα
. . : [ λόχευμα ] ἀκολουθεῖν δοκεῖ τῷ τὴν Ἀλκμαιωνίδα πεποιηκότι εἰς τὰ περὶ τὴν ἄρνα , ὡς καὶ
λέγουσιν , ἀδελφὸν Οἰνέως Ἀλκάθοον , ὡς δὲ ὁ τὴν Ἀλκμαιωνίδα γεγραφώς , τοὺς Μέλανος παῖδας ἐπιβουλεύοντας Οἰνεῖ , Φηνέα
6501348 σκαλμῳ
δέ , ὁ ἱμὰς ὁ συνέχων τὴν κώπην πρὸς τῷ σκαλμῷ . Γ ἄλλως : ὁ τῆς κώπης ὀφθαλμὸς ἔχει
δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην : πρὸς τῷ σκαλμῷ . καὶ νὺξ ἐγένετο καὶ οὐδεὶς Ἑλλήνων ἠξίωσεν .
6496267 μακρολογιαν
τε οὐχ ἥκιστα αὐτῆς ἕνεκα τῆς δυσχερείας ἣν περὶ τὴν μακρολογίαν τὴν περὶ τὴν ὑφαντικὴν ἀπεδεξάμεθα δυσχερῶς , καὶ τὴν
ἀνθρώπων σπεύδοντα . ἀλλ ' ἐνταῦθα πάλιν ἑτέραν κατηγορίαν φυλαττόμενος μακρολογίαν μὲν εἰσαῦθις ὑπερθήσομαι , νῦν δὲ ἐπιτρέψω τῷ λόγῳ
6481880 Κρατηρα
διάστημα περὶ τὴν ἀρχὴν τῆς Παρθένου ἀφορίζει τοῦ ὑπὸ τὸν Κρατῆρα ὀρθογωνίου τριγώνου ὁ ἐπὶ τῆς ὀρθῆς γωνίας κείμενος ἀστήρ
Κρόνου καὶ τῷ τῆς Ἀφροδίτης , οἱ δὲ περὶ τὸν Κρατῆρα τῷ τῆς Ἀφροδίτης καὶ ἠρέμα τῷ τοῦ Ἑρμοῦ ,
6476781 θυσιην
, εἴρηται πρότερόν μοι . τύπτονται γὰρ δὴ μετὰ τὴν θυσίην πάντες καὶ πᾶσαι , μυριάδες κάρτα πολλαὶ ἀνθρώπων .
δὲ χοροὺς μὲν τῷ Διονύσῳ ἀπέδωκε , τὴν δὲ ἄλλην θυσίην Μελανίππῳ . Ταῦτα μὲν ἐς Ἄδρηστόν οἱ ἐπεποίητο :
6465819 ξυμβαλλει
Ἀκεσίνην ἐκδιδοῖ καὶ οὗτος . Ὁ δὲ Ἀκεσίνης ἐν Μαλλοῖς ξυμβάλλει τῷ Ἰνδῷ : καὶ Τούταπος δὲ μέγας ποταμὸς ἐς
καλουμένοισι , καὶ Ἐρρένυσις ἐν Μάθαισιν , ἔθνεϊ Ἰνδικῷ , ξυμβάλλει τῷ Γάγγῃ . Τούτων λέγει Μεγασθένης οὐδένα εἶναι τοῦ
6459417 Βηλῳ
τὰ ἐν Βαβυλῶνι ἔπραξε , τά τε ἄλλα καὶ τῷ Βήλῳ καθ ' ἃ ἐκεῖνοι ἐξηγοῦντο ἔθυσεν . Αὐτὸς δὲ
Σεμίραμις ἐστεφάνωσεν : αὐτὰρ ἐπ ' ἀκροπόληϊ μέγαν δόμον εἴσατο Βήλῳ , χρυσῷ τ ' ἠδ ' ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ
6456446 Λυσικλει
Ἀνύτῳ μὲν διαλεγόμενος βυρσέων ἐμέμνητο καὶ σκυτοτόμων . εἰ δὲ Λυσικλεῖ διαλέγοιτο , ἀμνίων καὶ κωδίων : Λύκωνι δὲ δικῶν
' ἐπὶ τὸ μυροπώλιον τὸ μὲν γραμματεῖον ? τιθέμεθα παρὰ Λυσικλεῖ Λευκονοεῖ : τὰς δὲ τετταράκοντα μνᾶς ἐγὼ καταβαλὼν τὴν
6451411 Θρηικην
τὴν πόλιν εἶχον . Οἰόβαζον μέν νυν ἐκφεύγοντα ἐς τὴν Θρηίκην Θρήικες Ἀψίνθιοι λαβόντες ἔθυσαν Πλειστώρῳ ἐπιχωρίῳ θεῷ τρόπῳ τῷ
Θεσσαλοί , ὡς ὁρᾶτε , ἐπείγομαι κατὰ τάχος ἐλῶν ἐς Θρηίκην καὶ σπουδὴν ἔχω , πεμφθεὶς κατά τι πρῆγμα ἐκ
6450131 λατρειαν
, Λαομεδόντιε παῖ , Ζηνὸς ἔχεις κυλίκων πλήρωμα , καλλίσταν λατρείαν . ἁ δέ σε γειναμένα πυρὶ δαίεται , ἠϊόνες
ἀλλ ' ἐν πενίᾳ μυρίᾳ εἰμὶ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ λατρείαν . Πρὸς δὲ τούτοις οἱ νέοι μοι ἐπακολουθοῦντεςοἷς μάλιστα
6442166 χαριεντισμον
τοῦ νέου , ὡς εἰκός . οἴημα . χαριεντισμόν . χαριεντισμὸν ἀντὶ τοῦ παίγνιον . ὀλίγον . μετὰ γὰρ τοὺς
τοῦ νέου , ὡς εἰκός , οἴημα . χαριεντισμόν . χαριεντισμὸν ἀντὶ τοῦ παίγνιον . μυρίοι κτλ . οἱ Θρασύμαχοι
6441213 ἐντευξιν
ἄλλων , εἰς οὐδὲν πρότερον καταθέμενος τὴν αὑτοῦ σπουδὴν καὶ ἔντευξιν ἢ εἰς φίλου σωτηρίαν . . Ἐκ τούτου τὰς
θέας φόβον ἐμβάλλων . . πεῖραν ] δοκιμήν . . ἔντευξιν . εὖ φυλακτέον ] ἄξιός ἐστι φυλάξασθαι καὶ σκοπῆσαι
6440179 Ἀλκιμεδοντι
παλαιστῇ , καὶ Τιμοσθένει παλαιστῇ Νέμεα . Μελησίᾳ ἀλείπτῃ . Ἀλκιμέδοντι παιδὶ παλαιστῇ καὶ Τιμοσθένει καὶ Μελησίᾳ παγκρατιστῇ . Τοῦ
τέρμα Διαγόρα τοῦ πύκτου . τέλος Διαγόρα Ῥοδίου πύκτου . Ἀλκιμέδοντι παλαιστῇ καὶ Τιμοσθένει παλαιστῇ , καὶ Μελησίᾳ παγκρατιστῇ Νέμεα
6437538 Τελειαν
χελιδόνα ποιήσειν ἔαρ , οὕτως μηδὲ βραχὺν χρόνον εὐδαιμονίαν . Τελείαν γὰρ εἶναι δεῖν τὴν εὐδαιμονίαν ἐκ τελείου συνεστῶσαν ἀνδρός
ὃν ἔτεκε , Κρόνῳ κομίζουσά ἐστι : τὴν δὲ Ἥραν Τελείαν καλοῦσι , πεποίηται δὲ ὀρθὸν μεγέθει ἄγαλμα μέγα :
6431140 χρησομενος
περὶ τῆς ἑαυτοῦ χρείας , ὡς δὲ ὑπηρέταις ἐς πάντα χρησόμενος εὔνοις . καὶ νόμον αὐτίκα ὁ Σουλπίκιος ἐσέφερε περὶ
ἀρχιθεώρων αἰτησάμενος , ὡς εἰς τἀπινίκια τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας χρησόμενος , ἐξηπάτησε καὶ ἀποδοῦναι οὐκ ἤθελε , βουλόμενος τῇ
6428942 ἐντολην
ὠτός , ὡς πατὴρ ἀποθνῄσκων : ἔμελλε γάρ σοι πᾶσαν ἐντολὴν δώσειν , ἀρχὴν τοσαύτην πῶς λαβοῦσα τηρήσεις . σὺ
οὕτως ἁπλῶς διακονῶν τῷ θεῷ ζήσεται . φύλασσε οὖν τὴν ἐντολὴν ταύτην , ὥς σοι λελάληκα , ἵνα ἡ μετάνοιά
6427213 παναληθη
. πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον θεόν , οὐ θεοῖς ὁμοίαν , παναληθῆ , κακόμαντιν , πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν τελέσαι τὰς περιθύμους
κακοῖς ἀληθεύουσαν : ἃ γὰρ εἶπεν νύκτωρ ταῦτα ἐγένετο . παναληθῆ ] τὴν ἐπὶ κακοῖς ἀληθεύουσαν . παναληθῆ ] τὴν
6425233 Λαγισκαν
μνημονεύει δ ' αὐτῆς Στράττις ἐν τούτοις : καὶ τὴν Λαγίσκαν τὴν Ἰσοκράτους παλλακὴν ἰδεῖν με συκάζουσαν εὐναίαν ἔτι ,
. μνημονεύει δ ' αὐτῆς Στράττις ἐν τούτοις καὶ τὴν Λαγίσκαν τὴν Ἰσοκράτους παλλακὴν ἰδεῖν με συκάζουσαν εὐναίαν ἔτι τόν
6420758 μηλωτην
τὴν τοῦ προβάτου δοράν , Φιλήμονος εἰπόντος ἐν Εὐρίπῳ στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . καὶ σκεῦός τι ὁλοσίδηρον ,
ἱματίου . Ἀ - ριστοφάνης Δαιταλεῦσιν . δηλοῖ δὲ καὶ μηλωτήν , διφθέραν . Φερεκράτης Ἰπνῷ . καὶ ἴσως ἀπὸ
6417184 Κοτυτω
Δωριεῦσι τιμωμένης Κοτυτοῦς ὠνόμασται Κοτυταρίς . ἦσαν δὲ Τιμάνδρου θυγατέρες Κοτυτὼ καὶ Εὐρυτιώνη , ἃς ἐτίμησαν Ἡρακλεῖδαι διὰ τὸ συναγωνίσασθαι
. ἁ γραία με : Εὐρυτιώνην τὴν Τιμάνδρου θυγατέρα καὶ Κοτυτὼ ἐτίμησαν οἱ Ἡρακλεῖδαι διὰ τὸ συναγωνίζεσθαι εἰς τὴν τῆς
6407468 κεφ
ὅτι τῶν Καππαδοκῶν αἱ αἶγες κείρονται τὸ αἴγειον ἔριον . κεφ . ιζʹ . περὶ δόρκου . ὅτι ἐὰν διωκόμενος
θηρία ἐφελκόμενος ἐπὶ τὸν ἴδιον ἄγει φωλεὸν καὶ κατεσθίει . κεφ . ιεʹ . περὶ αἰγάγρου . ὅτι ὁ αἴγαγρος
6403381 Κρασσῳ
συνετάσσοντο ἱππέες , ἐκ δὲ Παρθυαίων δύο , τῶν σὺν Κράσσῳ πεπολεμηκότων τὰ ὑπόλοιπα , . . . καί τι
ὅτι μετὰ τὴν νίκην ὁ Περσεύς , εἴτ ' ἐπιγελῶν Κράσσῳ καὶ τωθάζων αὐτόν , εἴτ ' ἀποπειρώμενος , ὅπως
6401825 Νεμεσιν
μένουσιν . ἐγέννησε δὲ καὶ τὴν Νέμεσιν . ἡμεῖς μὲν Νέμεσιν λέγομεν τὴν ἐπὶ ἀλόγῳ τινὶ συμβαίνουσαν μέμψιν , οὗτος
ἱδρύσατο δὲ αὐτὴν Ἐρεχθεὺς μητέρα ἑαυτοῦ οὖσαν , ὀνομαζομένην δὲ Νέμεσιν καὶ βασιλεύσασαν ἐν τῷ τόπῳ . τὸ δὲ ἄγαλμα
6391444 ξυνωμοσιαν
κατέκλῃσαν : τουτέστι τῶν εἰσαγωγίμων ἢ τῆς θαλάττης αὐτοὺς ἀπέκλεισαν ξυνωμοσίαν : ἔνορκον ξυμμαχίαν . ἀπάραντος : ἀντὶ τοῦ ἀναπεισθέντος
ἵνα δείξῃ ἀληθὲς εἶναι τὸ ὅτι καὶ κατ ' αὐτοῦ ξυνωμοσίαν πεποίηνται , ξυνωμότας αὐτοὺς τῷ Περσῶν βασιλεῖ γεγονέναι λέγει
6389545 σορον
ἅμα δὲ εἶπε καὶ δίς που καὶ τρὶς ἐπάταξε τὴν σορόν , καὶ κάτωθεν ἀκούω φωνῆς πάνυ λεπτῆς . τρόμος
, Ξενίου μέμνησαι Διός . ” ὁ δὲ κρούσας τὴν σορόν , “ Ἐπεὶ τοίνυν ἀπιστεῖ Κλειτοφῶν , ” ἔφη
6388638 Χρυσιππῳ
ὅλων . . . . . Ζήνωνι καὶ Κλεάνθει καὶ Χρυσίππῳ ἀρέσκει τὴν οὐσίαν μεταβάλλειν οἷον εἰς σπέρμα τὸ πῦρ
, ῥυτήρ ῥυταγωγεύς , ἀγωγεύς : ὁ γοῦν Στράττις ἐν Χρυσίππῳ λέγει πρόσαγε τὸν πῶλον ἀτρέμα , προσλαβών τὸν ἀγωγέα
6387704 μεμισημενον
πάντως ἡ ἀντίληψις , ἀλλ ' ὅτ ' ἂν ἢ μεμισημένον ᾖ τὸ πραχθὲν ὑπ ' αὐτοῦ ἢ ἀκόλουθον τῷ
ἐστὶ τῷ ἀποθνήσκοντι , ἀντὶ τοῦ ἐπεὶ ὥσπερ κατὰ πολὺ μεμισημένον ἐστὶ τῷ ἀποθνήσκοντι τὸ εἰς κλῆρον λαβεῖν τὸν πλοῦτον
6384598 Φερεκυδῃ
, , , . Ἡ δὲ ἱστορία παρὰ Φιλοστεφάνῳ καὶ Φερεκύδῃ . γαίῃ δ ' ἐν Σικελῶν Τρινακρίδι χεῦμα λέλειπται
, καὶ Ἄρητος καὶ Ἀλφεσίβοια . Ἡ δὲ ἱστορία παρὰ Φερεκύδῃ ἐν τῇ ἑβδόμῃ . . . . : Φερεκύδης
6377647 Αὐγην
τὴν βασιλείαν παρέδωκε τούτῳ . παριὼν δὲ Τεγέαν Ἡρακλῆς τὴν Αὔγην Ἀλεοῦ θυγατέρα οὖσαν ἀγνοῶν ἔφθειρεν . ἡ δὲ τεκοῦσα
, ποιμένες δ ' εὑρόντες Τήλεφον ὠνόμασαν . τὴν δὲ Αὔγην Ναύπλιος ὁ Ποσειδῶνος κελεύσει Ἀλέου ἀπεμπολεῖ Τεύθραντι τῷ τότε
6374971 Λεωτυχιδην
Ἴωνας ἀποστήσεσθαι πρὸς τοὺς πολεμίους . οἱ δὲ περὶ τὸν Λεωτυχίδην παντὶ τῷ στόλῳ κεκοσμημένῳ προσπλεύσαντες τοῖς ἐν τῇ Μυκάλῃ
ψιθυρίζουσαν οἴκοι πρὸς τὰς εἱλωτίδας Ἀλκιβιάδην τὸ παιδίον , οὐ Λεωτυχίδην , καλεῖν . Καὶ μέντοι καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην αὐτὸν
6366555 Γοργονα
αὐτῷ , τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέροντες καὶ προσείοντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα , καὶ τοῦτον κατεσίγασαν , τὴν ἄλλως πρόλαλον ὄντα
χάσματι , ὁ Περσεὺς δὲ τῇ λαιᾷ μὲν προδείκνυσι τὴν Γοργόνα , τῇ δεξιᾷ δὲ καθικνεῖται τῷ ξίφει : καὶ
6365774 Θαμνα
Καπιτωλιάς . . . . . . ξϚ λα γοʹ Θάμνα . . . . . . . . .
ιδʹ Θεσσαλικῶν . καὶ Θαμίεια . τὸ ἐθνικὸν Θαμιεύς . Θάμνα , πόλις Παλαιστίνης . Ἰώσηπος πέμπτῳ Ἰουδαϊκῆς ἱστορίας .
6354514 Ἀρμαϊς
Αἴγυπτος καλεῖται . τῷ δὲ Σέθως ἦν ἀδελφὸς ᾧ ὄνομα Ἄρμαϊς : οὗτος Δαναὸς κέκληται ὁ εἰς Ἄργος ἀπὸ Αἰγύπτου
δηλῶν αὐτῷ πάντα , καὶ ὅτι ἀντῇρεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ἄρμαϊς . Παραχρῆμα οὖν ὑπέστρεψεν εἰς Πηλούσιον , καὶ ἐκράτησε
6345418 ὑποτρηχυν
Ἀρχέστρατός φησιν : εἶτα λαβεῖν ψῆτταν μεγάλην τήν θ ' ὑπότρηχυν βούγλωσσον . τῶν δὲ βουγλώσσων διαλλάττοντές εἰσιν οἱ κυνόγλωσσοι
δ ' ἀκόλαστος . εἶτα λαβεῖν ψῆτταν μεγάλην καὶ τὴν ὑπότρηχυν βούγλωσσον , ταύτην δὲ θέρευς περὶ Χαλκίδα κεδνήν .
6345033 σωφρονιζεσθω
τε καὶ ἀθυμίας . εἰ δὲ ἀσελγαίνοι τι , ἀπειλαῖς σωφρονιζέσθω . ὃ καὶ πρὸς τὸν Ἀλεξανδρέων δῆμον ἐκεῖνον τὸν
σωφρονισθῶσιν . Εἴ τις μὴ ὑπακούσει τῷ ἰδίῳ ἄρχοντι , σωφρονιζέσθω κατὰ τοὺς νόμους . Εἴ τις ζημιώσει στρατιώτην ,
6343949 ἀδιαφοριαν
φιληδονίαν , ἀντὶ δὲ μεγαλοφροσύνης βλακείαν , ἀντὶ δὲ ἐλευθεριότητος ἀδιαφορίαν , καὶ ὅσα τούτοις παραπλήσια . τῷ δὲ τοῦ
τί δή σοι Ἀρίστωνα καταλέγοιμι ; τέλος οὗτος εἶναι τὴν ἀδιαφορίαν ἔφη : τὸ δὲ ἀδιάφορον ἁπλῶς ἀδιάφορον ἀπολείπει .
6341481 κοθορνῳ
. ἀψήκτῳ δὲ ἀκαταμάκτῳ , ἢ σκληρῷ καὶ ἀμαλάκτῳ . κοθόρνῳ δὲ τῷ ὑποδήματι . κἀπιδώσειν μοι δοκεῖ : Ἀντὶ
: μέμνηται δ ' αὐτοῦ Λύσιππος ἐν Βάκχαις βλαύτῃ , κοθόρνῳ , Θετταλίδι . αὐτοσχεδὲς δὲ ὑπόδημα τὸ ἁπλῶς εἰργασμένον
6335868 μειρακα
εἴρηκε . εἴρηκε δὲ καὶ σύμποδα καὶ συνθήκην μεσέγγυον τὴν μείρακα καταθέσθαι Ἀριστοφάνης λέγει . ὅτῳ δὲ τὰ σκεύη ἐκομίζετο
ἐκ μὲν παιδὸς εἰς ἔφηβον , ἐκ δὲ ἐφήβου εἰς μείρακα καὶ ἐπὶ τῶν ἑξῆς ἡλικιῶν : λέγει δὲ περὶ
6333645 Πυθωνα
μαντευόμενος : τοῦτον καὶ ἐγγαστρίμαντιν καλοῦσιν , ὃν νῦν τινες Πύθωνά φασιν , Σοφοκλῆς δὲ στερνόμαντιν , Πλάτων ὁ φιλόσοφος
' ὧν εἰς τὴν μητέρα ἠσέβησε Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν , Πύθωνά τε κατειληφότα Δελφοὺς κτεῖναι τοῖς ἑαυτοῦ βέλεσιν . ἵνα
6332949 Ποσοτητα
ι ἀπὸ δοτικῆς γεγόνασιν . οὕτως ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ποσότητα , . , , . , . * +
τοῦ αε εἰς α μακρὸν αἴρω . οὕτως εἰς τὴν Ποσότητα , . , . . . Αἱρείτω : †
6320282 ὀγδοηκοστην
Εὗρον δ ' ἀλλαχόθι ἀκμάσαι αὐτὸν περὶ τὴν ἐνάτην καὶ ὀγδοηκοστὴν Ὀλυμπιάδα σὺν τοῖς ἄλλοις Σωκρατικοῖς , καὶ Ἴστρος φησὶν
ἄν , ὡς μὲν Ἀπολλόδωρος ἐν Χρονικοῖς , κατὰ τὴν ὀγδοηκοστὴν Ὀλυμπιάδα : ὡς δὲ Θράσυλλος ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Τὰ
6319607 ἀγωνιωντα
ὥσπερ οἱ δεδιότες , ἀλλ ' ὡς εἰκὸς ἦν τὸν ἀγωνιῶντα μὲν ὑπὲρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης , θαρροῦντα δὲ τῷ
μὴ ὥσπερ σὺ χαυνοῦντα καὶ διαθρύπτοντα . κατιδὼν οὖν αὐτὸν ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων , ἀνεμνήσθην ὅτι καὶ
6318675 Ἀδμητωι
ἐπιφανεστάτοις . Ἄλκηστιν μὲν γὰρ τὴν πρεσβυτάτην ἐκδοῦναι πρὸς γάμον Ἀδμήτωι τῶι Φέρητος Θετταλῶι , Ἀμφινόμην δὲ Ἀνδραίμονι Λεοντέως ἀδελφῶι
θανοῦσαν ἀρτίως γυναῖκα κἀς τόνδ ' αὖθις ἱδρῦσαι δόμον Ἄλκηστιν Ἀδμήτωι θ ' ὑπουργῆσαι χάριν . ἐλθὼν δ ' ἄνακτα
6314687 πυρριχην
ἐν πείρᾳ πραγμάτων γεγονέναι πολλῇ . . κεκτημένον . . πυρρίχην ] εἶδος ὀρχήσεως . . Σινωπεῖς ἄποικοι μηλἠῖων .
ὕστερον δὲ καὶ Πύρριχον συντάξαντα τὴν κληθεῖσαν ἀπ ' αὐτοῦ πυρρίχην , ὥστε μηδὲ τὴν παιδιὰν ἄμοιρον εἶναι τῶν πρὸς
6314544 Στρουθιου
. . . οὐγγ . γʹ γρ . γʹ ʹʹ Στρουθίου βοτάνης . . οὐγ . αʹ ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος .
ὕδατος ἐν ᾧ σίδηρος πολλάκις ἐσβέσθη . Ἄλλο πότημα . Στρουθίου καὶ καππάρεως ῥίζης , δικτάμνου , σταφυλίνου , πάνακος
6313123 ὀξυμολποις
' οἰμωγμάτων τιμηθῆναι αὐτόν . ὀξυμόλποις ] ὀξυτάτοις θρήνοις . ὀξυμόλποις ] ὀξυφώνοις . ὀξυμόλποις ] λιγυροῖς . ὀξυμόλποις ]
μήτε διὰ θυσιῶν μήτε δι ' οἰμωγμάτων τιμηθῆναι αὐτόν . ὀξυμόλποις ] ὀξυτάτοις θρήνοις . ὀξυμόλποις ] ὀξυφώνοις . ὀξυμόλποις
6306612 εὐσεβ
φησι διὰ τὴν ἀπὸ Ποσειδῶνος γένεσιν . . π . εὐσεβ . , . : ἐμ μὲν τισὶν ἐκ Νυκτὸς
] [ ] χε Χαιρόλαν [ ] [ ] ενον εὐσεβ [ ] [ ] τῳ θαν [ ] δ
6303890 Λακριτου
οὗτοι δὲ ἰδίως εἶχον , ὥσπερ Δημοσθένης ἐν τῷ Πρὸς Λακρίτου παραγραφὴν : ἀλλὰ ποῦ ἐχρῆν με λαβεῖν δίκην ὑπὲρ
ὁμοίως . : Ἕρμιππος δὲ τὸν Ἀρχίαν . ἐν τοῖς Λακρίτου τοῦ ῥήτορος μαθηταῖς ἀναγράφει : Δημήτριος δὲ τῆς Ἀναξιμένους
6303336 Κλωδιου
, Κύπρον ἀφελέσθαι Πτολεμαίου βασιλέως , νενομοθετημένον ἤδη τοῦτο ὑπὸ Κλωδίου , ὅτι οἵ ποτε ἁλόντι ὑπὸ λῃστῶν ὁ Πτολεμαῖος
. καὶ πρῶτοι μὲν ἀπόντες ἑάλωσαν Μίλων τε ἐπὶ τῷ Κλωδίου φόνῳ καὶ Γαβίνιος παρανομίας ὁμοῦ καὶ ἀσεβείας , ὅτι
6302183 εὐνοϊκωτερον
; διαπαρθένια δῶρα παρακόμους πυξίον Εἶτ ' οὐ γυναικός ἐστιν εὐνοϊκώτερον γαμετῆς ἑταίρα ; πολύ γε καὶ μάλ ' εἰκότως
ἐγένοντο , οὐδ ' οὕτως ἐσμὲν εὐήθεις ὥστε ἡγεῖσθαι Θηβαίους εὐνοϊκώτερον ἡμῖν ἢ σφίσιν αὐτοῖς ἔχειν , οὐδέ γε οὕτως
6296884 καταδικην
, προσελθὼν αὐτῷ ἐκέλευον ἐπὶ τὴν τράπεζαν ἀκολουθοῦντα κομίζεσθαι τὴν καταδίκην . ὡς δὲ ταῦτα ἀληθῆ λέγω , τούτων ὑμῖν
ἀναγνώσεται τὰς μαρτυρίας . Ὁ δὲ Θεόφημος ἀντὶ τοῦ τὴν καταδίκην ἀπολαβεῖν ἀκολουθήσας ἐπὶ τὴν τράπεζαν , ἐλθών μου τὰ
6293684 Διωξιππος
ὅπλων μεγάλην ἐπιφέρων κατάπληξιν Ἄρει παρεμφερὴς ὑπελαμβάνετο , ὁ δὲ Διώξιππος ὑπερ - έχων τε τῇ ῥώμῃ καὶ διὰ τὴν
τὰς σατραπῶν καὶ βασιλέων κελεύων με δειπνοῦντα προσφέρεσθαι κεφαλάς . Διώξιππος δὲ ὁ Ἀθηναῖος παγκρατιαστὴς τρωθέντος ποτε τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ
6292981 Δηϊανειραν
καὶ διὰ τοῦ Λίχα πέμψαντος αὐτὴν ὡς αἰχμάλωτον πρὸς τὴν Δηϊάνειραν , εἰς ἔννοιαν καὶ εἰς ζηλοτυπίαν ἐκινήθη ἡ Δηϊάνειρα
Δηϊάνειραν . Αὐτὸς μὲν οὖν Ἡρακλῆς τὸν ποταμὸν διῄει : Δηϊάνειραν δὲ μισθὸν αἰτηθεὶς , ἐκέλευε Νέσσῳ διακομίζειν . Ὁ
6292506 εὐθυνουσι
τοῦ στεφάνου , ἀντὶ τοῦ ζητεῖν ἀμοιβὴν , ὡς προδότην εὐθύνουσι καὶ τὴν εὐεργεσίαν εἰς ἔγκλημα ἄγουσιν . ΟΡΙκῷ παραγραφικῷ
σωτηρία αἰσθήσεως . προσαγώγιον . τεκτονικὸν ὄργανον , ὃ προσάγοντες εὐθύνουσι τὰ στρεβλὰ ξύλα . τευταζόντων . φροντιζόντων . τρίβων
6284912 Λυκιῳ
, ὧν ἡ ἀντίδοσις οὐχ ἕξει αἰτίαν . Τῷ μὲν Λυκίῳ Γλαύκῳ χρυσὸν δόντι καὶ λαβόντι χαλκόν , καὶ ἑκατόμβοι
, ἐν Πειραιεῖ , ἐν ὁδῷ ὑπὸ πλατάνῳ , ἐν Λυκίῳ . Καὶ τὰ μὲν ἄλλα ἅπαντα ἀποποιεῖται εἰδέναι ,
6283775 ἐπιξενωθηναι
κυνοκέφαλον πλάττουσιν . καὶ Καλλίμαχος οὖν ἐν Ὑπομνήμασι τὴν Ἄρτεμιν ἐπιξενωθῆναί φησιν Ἐφέσῳ υἱῷ Καΰστρου , ἐκβαλλομένην δὲ ὑπὸ τὴς
καὶ οἰκίαν ἀνεγεῖραι λαμπράν . Ἀπαντήσας δ ' οὗτος ἠξίου ἐπιξενωθῆναί οἱ , ὁ δ ' ἐπείθετο . Ἐπεὶ δὲ
6282656 κακομαντιν
σύνταξις οὕτως : ἡ δὲ Ἐριννὺς ἡ παιδολέτωρ ὀτρύνει τὴν κακόμαντιν πατρὸς εὐκταίαν Ἐριννὺν εἰς τὸ πληρῶσαι τὰς τοῦ Οἰδίποδος
ἃ γὰρ εἶπε νύκτωρ , ταῦτα καὶ ἐγένετο . . κακόμαντιν ] τὰ κακὰ τοῖς ἀνθρώποις μαντευομένην . . πατρὸς
6280254 Εὐαδνην
μιχθεῖσα : ἥτις μιχθεῖσα τῷ Ποσειδῶνι Πιτάνη λέγεται τὴν ἰοπλόκαμον Εὐάδνην τεκεῖν , καὶ διαλαθεῖν ἐγκυμονοῦσαν , καὶ κρύψαι τὴν
τῶι Φέρητος Θετταλῶι , Ἀμφινόμην δὲ Ἀνδραίμονι Λεοντέως ἀδελφῶι , Εὐάδνην δὲ Κάνηι τῶι Κεφάλου , Φωκέων τότε βασιλεύοντι .
6274528 κυρωσαι
δεῖ δοῦναι , καὶ εἰ δεῖ κυρῶσαι τόδε ἢ μὴ κυρῶσαι : οὗτος γὰρ πᾶσαν περιλαμβάνει τὴν πραγματικήν : διὰ
, ἃς ὑπέσχετο ὁ Λεύκολλος τῶν Ποντικῶν τισι , μὴ κυρῶσαι τὴν σύγκλητον : ἄδικον γὰρ εἶναι κατορθώσαντος ἑτέρου τὸν
6273323 Γορδιου
ἔδωκας τοῖς οὐδὲν δεομένοις καὶ δεσμὸν χαλεπώτερον εἰς λύσιν τοῦ Γορδίου λέλυκας , μᾶλλον δέ , ἔτεμες κατ ' ἐκεῖνον
τῶν λῃστηρίων ἡγεμών . Οὗτος δ ' ἦν μὲν ἐκ Γορδίου κώμης , ἣν ὕστερον αὐξήσας ἐποίησε πόλιν καὶ προσηγόρευσεν
6269206 Ἐνδιος
Πύρρος πλείω ἢ εἴκοσιν ἔτη τετελεύτηκεν ἤδη , ὁ δὲ Ἔνδιος τοῦ Μεταγειτνιῶνος μηνὸς πέρυσιν , ἐν ᾧ ἔλαχον τοῦ
δ ' ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Στέφανος Μενεκλέους Ἀχαρνεύς , Ἔνδιος Ἐπιγένους Λαμπτρεύς , Σκύθης Ἁρματέως Κυδαθηναιεὺς μαρτυροῦσι παρεῖναι πρὸς
6267456 τιμησιν
ὥστε τὴν Κελτικὴν ἔφοδον , ἣν τῷ δευτέρῳ μετὰ τὴν τίμησιν ἔτει γενομένην εὑρίσκομεν , ἐκπεπληρωμένων τῶν εἴκοσι καὶ ἑκατὸν
διενεγκεῖν ] διακρῖναι , διαψηφίσασθαι . . ἀπαντᾶν εἰς τὴν τίμησιν ] ὅταν ἡ τίμησις γένηται , τότε τυγχάνει δεομένους
6264972 Ἀνδραιμονι
ἐκδοῦναι πρὸς γάμον Ἀδμήτωι τῶι Φέρητος Θετταλῶι , Ἀμφινόμην δὲ Ἀνδραίμονι Λεοντέως ἀδελφῶι , Εὐάδνην δὲ Κάνηι τῶι Κεφάλου ,
δὲ αὐτῷ ταφῆναι λέγουσι καὶ Γόργην τὴν Οἰνέως συνοικήσασαν τῷ Ἀνδραίμονι . ἐν δὲ τῇ ἀκροπόλει ναός σφισιν Ἀθηνᾶς καὶ
6263801 Καρπασια
] ὁ οἰκήτωρ Καρπάθιος καὶ Καρπαθία , καὶ Καρπάθιον . Καρπασία , πόλις Κύπρου , ἣν Πυγμαλίων ἔκτισεν , ὡς
ἀπὸ δὲ ἄρκτων τῷ Κιλικίῳ Αὐλῶνι κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : Καρπασία . . . . . . . . .
6262939 ἡλον
ὡς δέ τινες , ὑποσχομένης ποιήσειν ἀθάνατον , καὶ τὸν ἧλον ἐξελούσης , διαῤῥυέντος τοῦ ἰχῶρος σὺν ὅλῳ τῷ αἵματι
καρύα , οἱονδήποτε κλάδον δάκε , καὶ ξηρανθήσεται . ἢ ἧλον πεπυρωμένον εἰς τὴν ῥίζαν ἔμπηξον οἱουδήποτε δένδρου . ἢ
6260781 Φορμισιος
. Τὸν δέλφακα ἀπῆγε σιγῇ . Κατέλαβον Ἐπικράτης τε καὶ Φορμίσιος παρὰ τοῦ βασιλέως πλεῖστα δωροδοκήματα , ὀξύβαφα χρυσᾶ καὶ
πρὸς ἄνδρας . ὑπερβαίνουσαν : Ἐπὶ τὸ βῆμα ἀναβαίνουσαν . Φορμίσιος : οὗτος δασὺς . αἰνίττεται δὲ τὸ αἰδοῖον .
6257875 πεποιηκοτι
ἄρνα : ἄλλως : ἀκολουθεῖν ἂν δόξειε τῷ τὴν Ἀλκμαιωνίδα πεποιηκότι [ . ] εἰς τὰ περὶ τὴν ἄρνα ,
λεληθότως ; ὅταν οὖν ἄνθρωπος συνειδὼς ἑαυτῷ μηθὲν ἀγαθὸν μήτε πεποιηκότι μήτ ' ἐνθυμουμένῳ εὕρῃ φιλόσοφον τὸν λέγοντα μεγαλοφυὴς καὶ
6252348 δεκαδαρχιαν
καὶ περὶ πράγματος μηδενὸς ἀξίου . Προσδοκᾶν τὴν καθεστῶσαν νῦν δεκαδαρχίαν ἔσεσθαι παρ ' αὐτοῖς ; Δεκαδαρχία : ἡ τῶν
αὐτοκράτορος δεῖν . τὸ δὲ μάλιστα πεῖσαν αὐτοὺς προελέσθαι τὴν δεκαδαρχίαν ἦν ἡ τῶν δημάρχων κατάλυσις , ὃ παντὸς μάλιστα
6250406 Κασανδραν
δὲ ὀφρύων τὸ ἐπιπρεπὲς καὶ παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς οἵαν τὴν Κασάνδραν ἐν τῇ λέσχῃ ἐποίησεν τοῖς Δελφοῖς , καὶ ἐσθῆτα
λαβόμενος ἐπελάθου τῆς περὶ τὸν Βόσπορον τρυφῆς , ἐπεὶ καὶ Κασάνδραν εἴ τις ἤγαγεν εἰς Δελφοὺς καὶ παρήγαγεν εἰς τὸ
6248296 Κικερωνι
τάδε πάντα ἔτι ἀγνοούμενα Φουλβία γύναιον οὐκ ἀφανὲς ἐμήνυε τῷ Κικέρωνι : ἧς ἐρῶν Κόιντος Κούριος , ἀνὴρ δι '
ἀρχῇ κεκωλυκὼς εἶναι πολέμιον , ὕστερον δὲ συμπεπραχὼς ἐς πάντα Κικέρωνι . πυθόμενος δὲ τῶν τριῶν ἀνδρῶν τῆς τε συμφρονήσεως
6247121 ὑπερωην
δὲ ἀρκέϲει ἁπλῆ , ϲμικρή , ϲτύμματα μὲν ἐϲ τὴν ὑπερώην , καὶ τάδε ψυχρά . ἐπὶ γὰρ τοῖϲι θερμαίνουϲι
ἀραιώϲιοϲ . ἴϲχεταί κοτε διὰ ῥινῶν αἱμορραγίη ξυνήθηϲ , ἐϲ ὑπερώην δὲ τρεπομένη ἀναγωγῆϲ φανταϲίην παρέχει . ἢν ὦν ἀπὸ
6244504 τετραλογιαν
τὴν φιλοσοφίαν . Θράσυλλος δέ φησι καὶ κατὰ τὴν τραγικὴν τετραλογίαν ἐκδοῦναι αὐτὸν τοὺς διαλόγους , οἷον ἐκεῖνοι τέτρασι δράμασιν
τῆς Πολιτείας καὶ ἑνὸς τῶν Νόμων . πρώτην μὲν οὖν τετραλογίαν τίθησι τὴν κοινὴν ὑπόθεσιν ἔχουσαν : παραδεῖξαι γὰρ βούλεται
6244418 δωρεην
Αἰγυπτίων ὡς ἑκάστοισι προστετάχθαι σιγῇ τοῦ Αἰθίοπος , ἐς τὴν δωρεὴν κελεύειν σφέας καὶ σποδὸν κομίζειν . Ταύτην τὴν νῆσον
ἐγένετο : ἐπειδὴ γὰρ ἐγίνοντο γάμου ὡραῖαι , ἔδωκέ σφι δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ἐκείνῃσί τε ἐχαρίσατο : ἐκ γὰρ πάντων τῶν
6240271 Ἐλευσινιῳ
τὴν ἀδελφὴν τὴν ἑαυτῶν ὁ Μειδυλίδης καὶ ὁ Ἀρχιάδης Λεωστράτῳ Ἐλευσινίῳ : μετὰ δὲ ταῦτα ἐκ θυγατρὸς τῆς ἐκδοθείσης ἀδελφῆς
δραχμὰς κελεύει ὀφείλειν , ἐάν τις ἱκετηρίαν θῇ ἐν τῷ Ἐλευσινίῳ . Ἔπειτα δὲ τίνος ἤκουσας ὅτι Ἀνδοκίδης θείη τὴν
6240233 Ἀσωπιχου
τῶν Μινυῶν πόλις , τουτέστιν ἡ Ὀρχομενὸς ἡ πατρὶς τοῦ Ἀσωπίχου , σοῦ χάριν , ὦ Θαλία . τὸν σκοτεινόν
. τὸν σκοτεινόν . ὦ φήμη θεά . * τῷ Ἀσωπίχου , Κλεοδάμῳ . ἵνα . * τόν . αὐτῷ

Back