. Τὸν δέλφακα ἀπῆγε σιγῇ . Κατέλαβον Ἐπικράτης τε καὶ Φορμίσιος παρὰ τοῦ βασιλέως πλεῖστα δωροδοκήματα , ὀξύβαφα χρυσᾶ καὶ
πρὸς ἄνδρας . ὑπερβαίνουσαν : Ἐπὶ τὸ βῆμα ἀναβαίνουσαν . Φορμίσιος : οὗτος δασὺς . αἰνίττεται δὲ τὸ αἰδοῖον .
7599160 Κινησιου
τοῖς τὰ τοιαῦτα ἅπερ οὗτος ἐξημαρτηκόσιν . περὶ μὲν οὖν Κινησίου ταῦτα ὁ ῥήτωρ εἴρηκεν . λεπτότερος δ ' ἦν
? ] ] ! [ σκηνὴ μέν * τοῦ χοροκτόνου Κινησίου . , . . . . Μυῖα φύλλιδι χαίρειν
7569926 βλωψ
ο εἰς ω ῥώψ , ὡς βλέπω βλέψω βλὲψ καὶ βλώψ , ἐξ οὗ τὸ ” παραβλῶπες ” . .
ο εἰς ω , κλώψ : ὡς βλέπω βλὲψ βλὸψ βλώψ . ὅθεν παραβλῶπες τῶν ὀφθαλμῶν . Κονιορτός . παρὰ
7561801 ἁμιδα
ἀμαυροῖς , ὥστε λήσεις τῷ χρόνῳ . κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . ἀνήσεις κροκύδα μαστιγουμένη . ἐγὼ δ '
' ἔχων , καὶ ὁ Ἀριστοφάνης : κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . λέγουσι δὲ καὶ ἅμαξαν δασέως καὶ καθημαξευμένα
7515462 Ἑλλανικωι
νῦν καλεομένην Τυρσηνίην ἔκτισαν . Μυρσίλος δὲ τὰ ἔμπαλιν ἀποφαινόμενος Ἑλλανίκωι τοὺς Τυρρηνούς φησιν , ἐπειδὴ τὴν ἑαυτῶν ἐξέλιπον ,
καὶ τοῖς τραγικοῖς ποιηταῖς ἢ Κτησίαι τε καὶ Ἡροδότωι καὶ Ἑλλανίκωι καὶ ἄλλοις τοιούτοις . . . . , :
7479487 ἡμιναν
# δ ἢ τὸ ἀρκοῦν , τήλεως ξηρᾶς λεπτῶς σεσησμένης ἡμίναν . ἀνάλαβε τὸ ἄλευρον ἀναλυθείσῃ τῇ κηρωτῇ . Κηρωτὴ
διαβάλλοντες καλῶν ὀνόματα φιλοσόφων τῇ ὁμωνυμίᾳ ; τίς δὲ καὶ ἡμίναν Ἑλλήνων ὠνόμασεν ἢ τίς ἀμύλου μνημονεύει ; ἀπαντήσαντος δ
7402699 ἐπιδοϲιν
ἀκμὴν ἐγγὺϲ οὖϲαν ἢ μακράν , ἐὰν καλῶϲ ἐπιϲκοπήϲῃϲ τὴν ἐπίδοϲιν : τὰ μὲν γὰρ [ ὀρθῶϲ ] κατὰ μικρὸν
ὁ ἄρρωϲτοϲ γίγνεται , οἷον κατὰ τὴν εἰϲβολὴν ἢ τὴν ἐπίδοϲιν ἢ κατὰ τὴν ἀκμὴν ἢ τὴν παρακμὴν τοῦ παροξυϲμοῦ
7398049 ἀρυβαλλος
νομίσματι . ΓΘ ἀρυβάλλῳ : πλεκτόν τι βαλλάντιόν ἐστιν ὁ ἀρύβαλλος , ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται , παρὰ τὸ
λεύσομαι . γυναῖκας ναυτίδας ὀρνιθίων λεκάνην ἄλυπος ἄνεχε ἀνθήλιος ἀπωνηθήσεται ἀρύβαλλος αὐτόχειρα δουλοπρέπεια κατᾶραι κένταυρον κυνάριον λάβδα λοπάδα μεθύστρια πρωτόπειρον
7387087 Ἀπελλαιον
Ὑπερείδῃ ἐξέδωκε τὴν πρόγονον τὴν αὑτοῦ , ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ θησαυροῦ . πάλιν τοίνυν ἀδελφῶν παῖδες ἀνεψιοί ,
' Εὐφήμου καὶ Ἀριστοφάνης Ἥρωσιν . Πυθαέα : Ὑπερείδης πρὸς Ἀπελλαῖον . ἄπορον πῶς ἀπὸ τούτου ἐσχημάτισται παρὰ τῷ Διδύμῳ
7381559 Δωτου
ἀπὸ Δώτου τοῦ Νεώνου τοῦ Ἕλληνος : Μνασέας δὲ ἀπὸ Δώτου τοῦ Πελασγοῦ . . . : Ἄκανθος , πόλις
Δώτου τοῦ Νεώνου τοῦ Ἕλληνος . Μνασέας δέ „ ἀπὸ Δώτου τοῦ Πελασγοῦ . ἔστι δὲ τὸ πεδίον αὐτὸ καθ
7379877 βαβαξ
ὁ λάλος . Ἀρχίλοχος „ κατ ' οἶκον ἐστρωφᾶτο δυσμενὴς βάβαξ „ . ἐκ τοῦ βάζω βάξω βὰξ ὄνομα καὶ
γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ , τῷ πᾶσαν ἅλμῃ πηλοποιοῦντι χθόνα , ὅταν κλύδωνας
7343797 ΗΜΛ
ἤχθω τεταγμένως ἡ ΜΕ : ἔστιν ἄρα ὡς τὸ ὑπὸ ΗΜΛ πρὸς τὸ ἀπὸ ΜΕ , ἡ πλαγία πρὸς τὴν
δὴ δειχθήσεται καὶ ἑκάστη τῶν ὑπὸ ΚΘΗ , ΘΗΜ , ΗΜΛ ἑκατέρᾳ τῶν ὑπὸ ΘΚΛ , ΚΛΜ ἴση : αἱ
7333981 Ἑκαταιωι
κατοικίαν καὶ τὴν παρὰ Θεοπόμπωι Μεροπίδα γῆν , παρ ' Ἑκαταίωι δὲ Κιμμερίδα πόλιν , παρ ' Εὐημέρωι δὲ τὴν
ἀντὶ τοῦ ἀδελφὸν καλεῖν παρ ' Ἰσοκράτει ἐν Αἰγινητικῶι καὶ Ἑκαταίωι τῶι Μιλησίωι ἐν β Ἡρωολογίας καὶ Στράττιδι ἢ Ἀπολλωφάνει
7325385 παιδαγωγου
τὸ κεκολάσθαι καὶ τὸν μὲν παῖδα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν , τὸν δὲ ἄνδρα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ
ἰδοὺ ἥκω σοι ” , ἔφη „ βασιλεῦ , ῥήτωρ παιδαγωγοῦ δεόμενος , ῥήτωρ ἡλικίαν περιμένων „ καὶ πλείω ἕτερα
7321255 θιασου
ποιήσῃς αὐτῷ μηδέν „ . εἷς δὲ δὴ τοῦ φιλικοῦ θιάσου καὶ ὁ ἀσκητὴς ὢν εἰκότως προνομίας τῆς αὐτῆς ἀξιωθεὶς
ψυχαῖς . ἡγεμὼν δὲ οἷά τις ἦν χοροῦ τοῦ Αἰγυπτιακοῦ θιάσου παντὸς Ἑλικών , ἐπάρατον καὶ ἐξάγιστον ἀνδράποδον παρεισφθαρὲν εἰς
7314609 Δηϊανειραν
καὶ διὰ τοῦ Λίχα πέμψαντος αὐτὴν ὡς αἰχμάλωτον πρὸς τὴν Δηϊάνειραν , εἰς ἔννοιαν καὶ εἰς ζηλοτυπίαν ἐκινήθη ἡ Δηϊάνειρα
Δηϊάνειραν . Αὐτὸς μὲν οὖν Ἡρακλῆς τὸν ποταμὸν διῄει : Δηϊάνειραν δὲ μισθὸν αἰτηθεὶς , ἐκέλευε Νέσσῳ διακομίζειν . Ὁ
7311602 Σαρδισι
φλαύρως [ οἷα δὴ ] παρακούσας τις πρότερον ἔτι ἐν Σάρδισι τοῦ Κροτωνιήτεω Δημοκήδεος τὴν τέχνην ἐσαγγέλλει τῷ Δαρείῳ :
ἅμα δὲ πυρσοῖσι διὰ νήσων ἐδόκεε βασιλέϊ δηλώσειν ἐόντι ἐν Σάρδισι ὅτι ἔχοι τὰς Ἀθήνας . Ὃς οὐδὲ τότε ἀπικόμενος
7310670 Νικοκρεοντος
θύλακον , Ἀνάξαρχον δὲ οὐ πτίσσεις . κελεύσαντος δὲ τοῦ Νικοκρέοντος καὶ τὴν γλῶτταν αὐτοῦ ἐκτμηθῆναι , λόγος ἀποτραγόντα προσπτύσαι
τρόπον ὁ περὶ Κύπρον αὐτῶι πόλεμος διελύθη : καὶ περὶ Νικοκρέοντος ὡς ἐπεβούλευσεν , ὡς παραδόξως ἐφωράθη , ὡς ἔφυγε
7304391 ἀπεπλευσε
δὲ ἑβδόμῃ καὶ δεκάτῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν εἰσβολὴν εἰς Ἔφεσον ἀπέπλευσε , καὶ τοὺς μὲν ὁπλίτας πρὸς τὸν Κορησσὸν ἀποβιβάσας
αὐτὸν τὸ Ταυρομένιον . μετὰ δὲ τὰς συνθήκας Μάγων μὲν ἀπέπλευσε , Διονύσιος δὲ παραλαβὼν τὸ Ταυρομένιον τοὺς μὲν πλείστους
7302589 ῥωζω
ἐστι ῥῆμα , ἀφ ' οὗ τὸ ἔρρωμαι , παράγωγον ῥώζω , καὶ μεταθέσει τοῦ ζ εἰς δ ῥωδῶ ,
χαδῶ : ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως ,
7301699 Νηρῃδες
τὸ ι ἐπὶ τῶν τοιούτων , ἠιόνες ᾐόνες , Νηρηίδες Νηρῇδες . οὕτω καὶ τὸ σφῲ δὲ μάλ ' ἠθέλετον
. , . * ? Βρισῇδες : εἴρηται εἰς τὸ Νηρῇδες , . . Βριτόμαρτις : καὶ Ἄρτεμις καὶ νύμφη
7301416 ειω
παρὰ μέλλοντα ἢ ἐνεστῶτα περισπώμενον ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ ειω γινόμενα παράγωγα , διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται :
ον [ . . . . . [ ] ! ειω ! [ [ ] μη ! [ ] !
7299920 εἰσεδεξατο
τοῖς Εὐριπίδου λόγοις ” τὰ μὲν πυλωρῶν κλεῖθρά μ ' εἰσεδέξατο “ . κούρισμα δ ' ᾠδὴ συμφορᾶς πληρεστάτη ταύτην
ἐὰν δέ τι δείσῃ τῶν νηπίων , ὁ δὲ χανὼν εἰσεδέξατο τὸ βρέφος . εἶτα τοῦ φόβου παραδραμόντος τὸν καταφυγόντα
7298709 Μνησιβουλου
. Ἀλκίμαχος : Δημοσθένης ἐν τῶι κατ ' Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου . στρατηγὸς οὗτός ἐστιν , Ἀναγυράσιος τῶν δήμων ,
προαγορεύειν ἐπὶ τῶι μνήματι : Δημοσθένης κατ ' Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου ταῦτά φησιν ἐπὶ τοῦ βιαίως ἀποθανόντος . Ἴστρος δ
7295245 βλεψ
. . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα βλὲψ ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς
καὶ πρόσφατον . Παραβλώψ . παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα , βλὲψ , ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε
7282428 σοφιστευσαι
ἀκούσαντες . Τοσαῦτα μὲν ὑπὲρ τῶν φιλοσοφησάντων ἐν δόξῃ τοῦ σοφιστεῦσαι . οἱ δὲ κυρίως προσρηθέντες σοφισταὶ ἐγένοντο οἵδε :
αὐτὸν ὧν αὐτοὶ ἠξιοῦντο . Τοὺς φιλοσοφήσαντας ἐν δόξῃ τοῦ σοφιστεῦσαι καὶ τοὺς οὕτω κυρίως προσρηθέντας σοφιστὰς ἐς δύο βιβλία
7273502 Αἰξιν
. νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις . Ποσείδιππος Δημόταις . Εὔπολις Αἰξίν . ἰδίως δὲ ἐσχημάτικεν τὸ νεανισκεύειν ἐν Δήμοις γυναῖκ
γῆν : καὶ νεατὸν Ξενοφῶν , οὐ νέωσιν . Εὔπολις Αἰξίν : ” ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν , σκάπτειν , νεᾶν
7272970 Σκυθου
, οὐ μὴν ἐγχρίπτεσθαι . οὐκοῦν ἐπεὶ τῆς ἐπιβουλῆς τοῦ Σκύθου σοφώτερα ἦν τὰ ζῷα , ἐπηλύγασεν ἱματίοις τὸν καὶ
| . . . . . . ] εἰς τοῦ Σκύθου τὴν γνώμην ἀνήγετο τέως ἐρῶντα αὐτὸν καὶ ἐκάλει |
7269377 Ἀμυνται
καὶ Ἀμυμναία . Ἀμύνται , ἔθνος Θεσπρωτικόν „ μένος πνείοντες Ἀμύνται „ . καὶ Ἀριστοτέλης ἐν τῇ τῶν Ἠπειρωτῶν πολιτείᾳ
ὁμοῦ . Κεστρῖνοι Χαῦνοί τε καὶ αὐχήεντες Ἐλινοί Μένος πνείοντες Ἀμύνται Ἑπτὰ δὲ Δωνεττῖνοι , ἀτὰρ δυοκαίδεκα Κᾶρες Νήσοις Ὀξείῃσι
7255270 Λευκολοφου
τὸν Ἀπόλλω στίξας αὐτοὺς καὶ ξυμποδίσας μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου κατὰ γῆς ταχέως ἀποπέμψω . Ταῦτα ποήσω : σὺ
, Μύρμηξ καὶ Νικόμαχος καὶ Ἀρχέμορος μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου . Ἀδελφὸς παρείη . ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς
7254798 Θαλαττα
μηδ ' ἀγόμφιόν ποτε αἰῶνα τρίψει . ἀργυροθήκη . ΔΙΟΚΛΕΟΥϹ Θάλαττα [ ] ΚΛΕΟΥϹ [ ] ατων ? εκτονοφεπει ?
τουτέστι ποιὰ κατὰ διάλεκτον , οἷον κατὰ μὲν τὴν Ἀτθίδα Θάλαττα , κατὰ δὲ τὴν Ἰάδα Ἡμέρη . Τῆς δὲ
7247108 Ἀριστομαχου
τούτου κατίασιν ἐς Πελοπόννησον Ἡρακλεῖδαι , Τήμενος μὲν καὶ Κρεσφόντης Ἀριστομάχου , τοῦ τρίτου δὲ Ἀριστοδήμου προτεθνεῶτος εἵποντο οἱ παῖδες
. ἀκούω γοῦν Εὐρυσθένην καὶ Προκλέα [ κατὰ ] τοὺς Ἀριστομάχου τοῦ Κλεάνδου τοῦ Ὕλλου τοῦ Ἡρακλέους παῖδας βουλομένους ἄγεσθαι
7240051 τραυλος
τραυλίσαντι ] ⌈ παρακεκομμένα [ παρακεκομμένως / ] εἰπόντι . τραυλός ἐστιν ὁ τὸ ῥῶ αὔων καὶ λέγων λῶ :
βαρύνεται , οἷον : φαῦλος δοῦλος οὖλος . τὸ δὲ τραυλός ὀξύνεται καὶ τὸ δειλός . Τὰ εἰς δύο ΛΛ
7239608 ϲειομενουϲ
τοῦ φλοιοῦ τῆϲ ῥίζηϲ πινόμενον ϲπλῆναϲ τήκει . καὶ ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ κρατύνει μετ ' οἴνου ἑψόμενον καὶ πινόμενον . Ξιφίου
κέραϲ μετ ' οἴνου λειούμενον , εἶτα περιπλαϲϲόμενον , ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ ἵϲτηϲι , μετὰ τὸ καυθῆναι δὲ πλυθὲν δυϲεντερίαϲ τε
7239187 κακοπραγμων
. ἢ ἀπὸ τοῦ φαίνειν , ὅ ἐστι συκοφαντεῖν . κακοπράγμων γὰρ ἦν καὶ φιλόδικος . ἐν τἀγορᾷ ] ἐτυμολογεῖ
οὐ μέντοι ἔπειθέ γε τὸ μὴ οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι . καὶ ἐκεῖνος μὲν κατεψηφίσθη καὶ ἀποθνῄσκει :
7230014 πανδοκευτριαν
οὖσα κατὰ φύσιν φοβερά , ἀλλὰ μάτην ἀπατῶσα ἡμᾶς . πανδοκεύτριαν : ἀντὶ τοῦ “ κάπηλιν ” . ἢ διὰ
οὖσα κατὰ φύσιν φοβερὰ , ἀλλὰ μάτην ἀπατῶσα ἡμᾶς . πανδοκεύτριαν : Ἀντὶ τοῦ κάπηλιν , παρὰ τὸ δέχεσθαι πάντας
7223467 Πριηνην
τὰς ἡγεμονίας τὰς μεγίστας ἐχουσῶν , Κύμην , Πιτάνην , Πριήνην . ταύτας μὲν οὖν οἰκίσαι παρὰ θάλατταν , ἄλλας
, ἐπεὶ Σώστρατος ὁ Ἀντιόχου ὀρχηστής , λαβόντος ὑποχείριον τὴν Πριήνην τοῦ βασιλέως πατρίδα οὖσαν αὐτοῦ , καὶ παρὰ τὸ
7217556 ἡμισ
βαλανείῳ . Λιβάνου γοαζʹ . ἤτοι οὐγ . α καὶ ἡμίσ . ψιμμυθίου πεπλυμένου , λιθαργύρου πεπλυμένου , ἀμύλου ,
αὐτό . καρυοφύλλων γογζʹ . ἤτοι οὐγ . γ καὶ ἡμίσ . κασάμου γοζʹ . ἤτοι οὐγ . ἡμίσ .
7216696 Χειλωνος
Ἐκκελὼ ἀδελφαὶ Ὀκκέλω καὶ Ὀκκίλω τῶν Λευκανῶν , Χειλωνὶς θυγάτηρ Χείλωνος τοῦ Λακεδαιμονίου , Κρατησίκλεια Λάκαινα γυνὴ Κλεάνορος τοῦ Λακεδαιμονίου
ἀδελφή , Ὀκκελὼ καὶ Ἐκκελὼ τὼ Λευκανώ , Χειλωνὶς θυγάτηρ Χείλωνος τοῦ Λακεδαιμονίου , Κρατησίκλεια Λάκαινα γυνὴ Κλεάνορος τοῦ Λακεδαιμονίου
7215272 θυσιην
, εἴρηται πρότερόν μοι . τύπτονται γὰρ δὴ μετὰ τὴν θυσίην πάντες καὶ πᾶσαι , μυριάδες κάρτα πολλαὶ ἀνθρώπων .
δὲ χοροὺς μὲν τῷ Διονύσῳ ἀπέδωκε , τὴν δὲ ἄλλην θυσίην Μελανίππῳ . Ταῦτα μὲν ἐς Ἄδρηστόν οἱ ἐπεποίητο :
7211566 Ἀντρωνα
καλουμένη . . . . . . ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην τ ' Ἀντρῶνα . καὶ εἰ θηλυκῶς δὲ λέγεται ἡ Ἀντρών ,
7209361 σαγην
οἶμαι ἀντὶ τοῦ ἐοικώς . παντελῆ ] τελείαν . παντελῆ σαγὴν ] πανοπλίαν ἢ τελείαν περιβολὴν ἔχων ξένου . φωνὴν
μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν . ξένῳ γὰρ εἰκώς , παντελῆ σαγὴν ἔχων , ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ ' ἐφ '
7196935 ΛΟΣ
οἷον : Μῆλος Βῆλος Δῆλος Σφῆλος . Ἔτι τὰ εἰς ΛΟΣ δισύλλαβα προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ τῷ Η παραληγόμενα , εἰ
τὸ ἀπὸ ΑΕ , τὸ ὑπὸ ΠΜΘ πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΟΣ . καὶ ἐπεί ἐστιν , ὡς ὅλον τὸ ὑπὸ
7194332 καλαυροπα
. οὕτως ἦν ἐν τῇ Κωμικῇ λέξει τῇ συμμίκτῳ . καλαύροπα : ἀντὶ τοῦ καλόροπον , ῥάβδον βουκολικήν . Ὅμηρος
τοὺς Ἑλλήνων λογίους οὐκ ἀπὸ τρόπου τῷ Πανὶ περιάπτειν τὸν καλαύροπα : τὸν γὰρ τῆς τοῦ παντὸς ἐμψυχίας ἐπώνυμον οὐκ
7186712 Ἀργαιον
αʹ τῶν Φιλιππικῶν λέγει ” τὸν Ἀρχέλαον καλοῦσι “ καὶ Ἀργαῖον καὶ Παυσανίαν . ” Ἀριοβαρζάνης : σατράπης Φρυγίας ἀποδειχθεὶς
ἀπορρήτοις ἰδίᾳ πρὸς Ἀντίγονον συντεθεῖσθαι φιλίαν , ἔπεμψε τῶν φίλων Ἀργαῖον καὶ Καλλικράτην , προστάξας αὐτοῖς ἀνελεῖν τὸν Νικοκλέα :
7186268 Μηλον
παχύτητος : τοῦτον οὐδεὶς ἠδύνατο ὠφελῆσαι : διελθὼν δὲ ἐς Μῆλον , ᾗ τὰ θερμὰ λοετρὰ , τοῦ μὲν κνησμοῦ
εἶναι ἔδραμεν : ἐφ ' οὗ οἱ Ἀθηναῖοι ἀγανακτήσαντες τὴν Μῆλον ἐκάκωσαν . Διαγόρας γέγονέ τις βλάσφημος ἐπὶ τὸ θεῖον
7180794 τραμιν
: οὐκ εὐπόρως τε γὰρ ἔχω καὶ τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ ' ἀστράβης ὀχηθείς . ὁ γὰρ ἀστραβηλάτης
. Ὕδωρ ὕδωρ , ὦ γείτονες , πρὶν ἀντιλαβέσθαι τὴν τράμιν μου τῆς φλογός . Θάρρει . Τί θαρρῶ καταπεπυρπολημένος
7177493 Δωρ
πεπίθοιτο , Ὄμπνιά σοι Δήμητρος , ἀερσινόοιο τε Βάκχου , Δῶρ ' ἀναπεμπέμεναι , καὶ ἐπηετανὸν ὄλβον ὀπάζειν . Καὶ
πεπίθοιτο , Ὄμπνιά σοι Δήμητρος , ἀερσινόοιο τε Βάκχου , Δῶρ ' ἀναπεμπέμεναι , καὶ ἐπηετανὸν ὄλβον ὀπάζειν . Καὶ
7172277 Καλλιππιδης
δίχα καὶ κρῖνον αὐτὴ μὴ μετ ' ὀξυρεγχίας . ὡσπερεὶ Καλλιππίδης ἐπὶ τοῦ κορήματος καθέζομαι χαμαί . ἀλλ ' ἔχουσα
Χρυσόγονος μὲν ηὔλει τὸ τριηρικὸν ἐνδεδυκὼς τὴν Πυθικὴν στολήν , Καλλιππίδης δ ' ὁ τραγῳδὸς ἐκέλευε τὴν ἀπὸ τῆς σκηνῆς
7172052 ἡτοιμασμενην
παρασκευὴν οὐχ ὡς εἰς πρόβατον , ἀλλ ' εἰς ταῦρον ἡτοιμασμένην . ” ὁ λόγος δηλοῖ , ὅτι τοὺς φρονίμους
γήρᾳ : ὁ δὲ τὴν ἐπιμέλειαν ἔχων αὐτοῦ τήν τε ἡτοιμασμένην χορηγίαν , οὖσαν πάνυ πολλήν , εἰς ταφὴν ἅπασαν
7171306 μισθαριον
' οὐδενός . Τί λέγων ἀποτρώγειν ἀξιώσει νῦν ἐμοῦ τὸ μισθάριον ; μένω γὰρ ἐξ ἐχθιζινοῦ . Οὗ δὴ λέγεται
' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ κναφεὺς δ
7171035 Ἐπικρατης
ὑπὸ τούτων τῶν τριχῶν εἱλκόμην , κονδύλους ἔλαβον . ” Ἐπικράτης : Ἰσαῖος ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Μακεδονίᾳ ῥηθέντων
ἐν τῷ περὶ τῆς πρεσβείας . ἕτερος δ ' ἐστὶν Ἐπικράτης οὗ μνημονεύει Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ διοικήσεως , λέγων
7164657 Ἱππονικος
τῶν λόγων , δεικτέον πρῶτον τοῦ λόγου τὴν ὑπόθεσιν . Ἱππόνικός τις , ὡς ἔχει ὁ πολὺς λόγος , Κύπριος
τὰς θύρας ἀνοίγει . ἦσαν δ ' οἱ σωματοποιήσαντες αὐτοὺς Ἱππόνικός τε ὁ Μακεδὼν καὶ Ἀγήτωρ ὁ Λαμιεύς : ὁ
7164380 ῥωδω
ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , ἀῤῥωδῶ ,
ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , ἀῤῥωδῶ ,
7164312 πιτυαν
εἰ δὲ βούλει παύσασθαι , ἀπόπλυνε τὸν δάκτυλον . Λαγωοῦ πιτύαν ἢ λέοντος στέαρ χρίε τὸ αἰδοῖον : εἶτα τρία
' ὀξυμέλιτοϲ ἢ πύρεθρον ϲὺν οἴνῳ ἢ χαμαιλέοντοϲ ῥίζαν ἢ πιτύαν ἐρίφου ἢ ἀρνὸϲ ἢ γεντιανῆϲ ῥίζαν ἢ περιϲτερεῶνα :
7162669 Ἀγιας
φασιν , ὡς οἱ περὶ Ἀγίαν καὶ Δερκύλον . : Ἀγίας δ ' ὁ μουσικὸς ἔφη , τὸν στύρακα ,
τε καὶ Λύσανδρος ὁ Ἀριστοκρίτου στεφανούμενος ὑπὸ τοῦ Ποσειδῶνος , Ἀγίας τε ὃς τῷ Λυσάνδρῳ τότε ἐμαντεύετο καὶ Ἕρμων ὁ
7154393 Μελανωπῳ
Πρωτεσιλάῳ : μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς Μελανώπῳ , πολυτελοῦς Αἰγυπτίου , ᾧ νῦν ἀλείφει τοὺς πόδας
τις Ἀθήνησιν Αἰσχίνου μνήμη καὶ λόγος . Ἐπυθόμην τὰ ῥηθέντα Μελανώπῳ πρὸς ὑμᾶς , καὶ τὴν μὲν ὑμετέραν ἀπεδεξάμην φιλανθρωπίαν
7153038 κυναμυια
καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀνδροκάς καὶ τροπῇ ἀνδρακάς , ὡς κυνόμυια κυνάμυια . . . + . ἀνδρόμεος : ἀπὸ παραγωγῇ
) γέλωτος οὖν ἐπιρραγέντος παρῆν ἡ θεατροτορύνη Μέλισσα καὶ ἡ κυνάμυια Νίκιον : αὗται δ ' ἦσαν τῶν οὐκ ἀσήμων
7152036 χειμαμυνα
παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . .
τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι
7151683 Κυναιθος
Ἀλκήνωρ , εἰς δὲ Ἀμοργὸν Νάξιον , εἰς δὲ Ἄνδρον Κύναιθος καὶ Εὐρύλοχος , εἰς δὲ Κύθνον Κέστωρ καὶ Κεφαλῆνος
: οἷον , Σίμαιθος , ὄνομα ποταμοῦ : Ἀρίαιθος : Κύναιθος ὄνομα κύριον : Τενέαιθος ὄνομα ποταμοῦ : Ὀλίγαιθος .
7151667 Τιμασαρχου
ὅτι οὐκ ἔστι δυνατὸν εἰς πάντας τοὺς ἐπαίνους χωρεῖν τοῦ Τιμασάρχου . ἐπάγει γοῦν , ὅτι οὐκ ἔστι δυνατὸν τὸν
ἐστὶ τὸ γένος Ἀθηναῖος . ταῦτα δέ φησιν ὡς τοῦ Τιμασάρχου ὑπὸ τοῦ Μελησίου ἀληλιμμένου . ἔφεδρος οὖν τοῖς ἐχθροῖς
7149058 δεκαδαρχιαν
καὶ περὶ πράγματος μηδενὸς ἀξίου . Προσδοκᾶν τὴν καθεστῶσαν νῦν δεκαδαρχίαν ἔσεσθαι παρ ' αὐτοῖς ; Δεκαδαρχία : ἡ τῶν
αὐτοκράτορος δεῖν . τὸ δὲ μάλιστα πεῖσαν αὐτοὺς προελέσθαι τὴν δεκαδαρχίαν ἦν ἡ τῶν δημάρχων κατάλυσις , ὃ παντὸς μάλιστα
7144996 ΕΒΛ
ἔστιν ὀρθὴ ἡ Λ : καὶ λοιπὴ ἄρα ἡ ὑπὸ ΕΒΛ γωνία δοθεῖσά ἐστιν . δέδοται ἄρα τῷ εἴδει τὸ
περιφέρεια τοιούτων ἐστὶν α λβ , οἵων ὁ περὶ τὸ ΕΒΛ ὀρθογώνιον κύκλος τξ , ἡ δὲ ὑπ ' αὐτὴν
7137428 Λαισποδιου
νομίζεται . ” Ἀπιστεῖν : ἀντὶ τοῦ ἀπειθεῖν Ἀντιφῶν κατὰ Λαισποδίου , Ἰσοκράτης ἐν τῇ ἐπιστολῇ τῇ πρὸς Φίλιππον .
. κατὰ Λαισποδίου . . Γαληψός : Ἀ . κατὰ Λαισποδίου . . ἐπίσκοπος : Ἀ . ἐν τῷ περὶ
7137087 σκαφοειδους
ἡμᾶς ἐπιστροφὴν τοῦ ἀπυρώτου μέρους . Ἡράκλειτος κατὰ τὴν τοῦ σκαφοειδοῦς [ συστροφήν ] . Τῶν Πυθαγορείων τινὲς ἀνταυγείᾳ καὶ
. , σκαφοειδῆ , ὑπόκυρτον . , κατὰ τὴν τοῦ σκαφοειδοῦς στροφήν , ὥστε τὸ μὲν κοῖλον ἄνω γίγνεσθαι ,
7134563 Πρεσβωνος
Ἀστυπαλαίας τῆς Φοίνικος καὶ Ποσειδῶνος , Ἐργῖνος δὲ Κλυμένου τοῦ Πρέσβωνος καὶ Βουζύγης τῆς Λύκου . ὁ δὲ Μίλητος ,
. . Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ εἶναι Σπληδόνα τὸν τοῦ Πρέσβωνος καὶ Στερόπης . Ἀπολλόδωρος δὲ τοῦτό φησι , καὶ
7132757 μελῳδος
τοῦ μέλους . οἱ νῦν ] κάμπτουσι . Φρῦνιν ] μελῳδὸς οὗτος ⌈ πάνυ / ἄμουσος . ὁ Φρῦνις κιθαρῳδὸς
ἀλλ ' ἴσχε : τελλίνης γὰρ ἐξαίφνης μέ τις ἀκοὰς μελῳδὸς ἦχος εἰς ἐμὰς ἔβη . πάλιν δ ' ὁ
7132359 Δημεου
. Ἔῤῥωσο . . ̈ . . Ζήνων Μνασέου ἢ Δημέου , Κιτιεὺς ἀπὸ Κύπρου , πολίσματος Ἑλληνικοῦ , Φοίνικας
Γλαυκίας τοῦ πατρὸς ἀποθανόντος παραλαβὼν τὴν οὐσίαν ἠράσθη Χρυσίδος τῆς Δημέου γυναικός . ἐμοὶ δὲ διδασκάλῳ ἐχρῆτο πρὸς τοὺς λόγους
7132264 ἀρτυνω
ἀρτός καὶ ἀρτῶ καὶ ἀρτύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀρτύνω , ὡς ὄρω ὀρύω καὶ ὀρύνω . οὕτως Ἡρωδιανὸς
, . * . Ἀρτύνθη : κατεσκευάσθη : ἀπὸ τοῦ ἀρτύνω , . . . Ἀρσινόη : πόλις ἐν Συρίᾳ
7131771 φοινικια
. καὶ τραγημάτων τὰ πολλὰ φευγέτωσαν , οἷον κάρυα , φοινίκια . τῶν δὲ πιστακίων λαμβανέτωσαν καὶ σταφίδας ἐπάνω τῆς
πιεῖν : ἢ ἡδυόσμου κλῶνας γʹ . καὶ ῥοΐδιον καὶ φοινίκια πότισον . [ Πρὸς ἀδυναμίαν γονάτων . ] Φέρε
7131416 ὀλω
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα
7129767 Λυδιστι
ταῖς εὐφημίαις αὔξειν καὶ ἀγάλλειν . εὐρυθμίαις δὲ Λυδίαις , Λυδιστὶ ἡρμοσμέναις . αἰτήσων πόλιν εὐανορίαις : αἰτήσω δὲ σέ
Ταμίαι ] Ἤγουν χορηγοὶ καὶ ἐπίτροποι . Λυδίῳ ] Ἤγουν Λυδιστὶ ἡρμοσμένῃ . Τρόπῳ ] Μελῳδίᾳ . Τὸ προοίμιον προσφωνητικόν
7129673 ὀγδοηκοστην
Εὗρον δ ' ἀλλαχόθι ἀκμάσαι αὐτὸν περὶ τὴν ἐνάτην καὶ ὀγδοηκοστὴν Ὀλυμπιάδα σὺν τοῖς ἄλλοις Σωκρατικοῖς , καὶ Ἴστρος φησὶν
ἄν , ὡς μὲν Ἀπολλόδωρος ἐν Χρονικοῖς , κατὰ τὴν ὀγδοηκοστὴν Ὀλυμπιάδα : ὡς δὲ Θράσυλλος ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Τὰ
7126002 Πριαπος
παρεστὸς τῷ Πτολεμαίῳ , στέφανον εἶχεν ἐλαίας χρυσοῦν . Καὶ Πρίαπος δ ' αὐτοῖς συμπαρῆν , ἔχων στέφανον κίσσινον ἐκ
ἐν τοῖς μυστηρίοις αὐτῶν γινόμενον ἦχον . Ὡσαύτως δὲ καὶ Πρίαπος παρὰ Θεοκρίτῳ ὁ αὐτὸς εἶναι λέγεται . Εὖαν λέγουσιν
7124695 κουφαϲ
τὰ πνεύματα δυναμένοιϲ ἔϲωθέν τε καὶ ἔξωθεν χρηϲτέον καὶ ϲικύαϲ κούφαϲ κολλητέον ϲυνεχῶϲ κατὰ πάϲηϲ τῆϲ γαϲτρόϲ . τοὺϲ δὲ
δὲ κολλᾶν προϲήκει βουβῶϲι καὶ ὑπογαϲτρίῳ μετὰ πολλῆϲ φλογὸϲ καὶ κούφαϲ καὶ μετὰ καταϲχαϲμοῦ . μηκυνομένου δὲ τοῦ παρ -
7122993 Δημ
ὡς ἕτεροί τινες λέγουσιν , οἷον Λ . τε καὶ Δημ . ὁ Ἀβδηρίτης , εὔλογα τὰ συμβαίνοντα : φασὶ
. . σκαφίον : Ἀ . ἐν τῇ πρὸς τὴν Δημ . γρ . ἀπολ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον
7121338 καταπεπωκεν
λοπάς ἐστιν . Ἄρχιππος Ἰχθύσι : καὶ τὴν μὲν ἀφύην καταπέπωκεν ἐντυχὼν ἑψητός . Εὔπολις Αἰξίν : ὦ Χάριτες ,
ἤδη ὁ αἰὼν Χρυσίππους , πόσους Σωκράτεις , πόσους Ἐπικτήτους καταπέπωκεν . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἐπὶ παντὸς οὑτινοσοῦν
7117512 αὐτοδιον
γοῦν τοῦ Ὀδυσσέως εἶπε πρὸ τῆς παρὰ Φαίαξι θοίνης : αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν ταμίη λούσασθαι ἄνωγεν . ἐπὶ
ἴωμεν αὐτόθεν ἀπέλθωμεν ἐξ αὐτῆς . οὕτως ἔχει καὶ τὸ αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν , ἀντὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς
7117427 εὐωχουμαι
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ '
7116905 Διωξιππος
ὅπλων μεγάλην ἐπιφέρων κατάπληξιν Ἄρει παρεμφερὴς ὑπελαμβάνετο , ὁ δὲ Διώξιππος ὑπερ - έχων τε τῇ ῥώμῃ καὶ διὰ τὴν
τὰς σατραπῶν καὶ βασιλέων κελεύων με δειπνοῦντα προσφέρεσθαι κεφαλάς . Διώξιππος δὲ ὁ Ἀθηναῖος παγκρατιαστὴς τρωθέντος ποτε τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ
7113632 Μελιταια
Τίμαιος , τοὺς καλουμένους παρά τισι στίλπωνας , καὶ κυνάρια Μελιταῖα , ἅπερ αὐτοῖς καὶ ἕπεσθαι εἰς τὰ γυμνάσια .
] καλουˈμένου πατέρα . . . . . , : Μελιταῖα κυνίδια : λέγεται ὅτι πλησίον Ἰταλίας νῆσός ἐστι Μελίτη
7110940 ἐσφιγγετο
ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον , ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι πλακερῷ , ῥοικὰν δ ' ἔχεν ἀγριελαίω
ποιμένες ἀπορίᾳ χειρομάκτρων τυροποιούμενοι ἀποψᾶσθαι οἷς περίκεινται δέρμασι . γέρων ἐσφίγγετο πέπλος : παλαιός , ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἡλικιῶν .
7110845 Κορωνην
. γελῶ τὸ πρὸς τὸν Κύπριον ἐννοούμενος . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν
πάλαι τηροῦντ ' ἐνεδρεύσας πάντ ' ἔχει . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν
7108258 λαβροτητα
ι λαῖλαψ . δηλοῖ δὲ τὴν λίαν σφοδρὰν καὶ ἐπιτεταμένην λαβρότητα τοῦ πνεύματος . . , . , . :
βρώσει λάβρως ὥστε ὅλα καταπίνειν μέλη : εἶτα διὰ τὴν λαβρότητα ἔστιν ὅτε μὴ φαγὼν διαλείπει ἡμέρας τρεῖς . ἔστι
7106214 Χερσιος
δ ' ἐπ ' αὐτῷ ἱερὸν Ἀφροδίτης . Ἀπὸ τῆς Χέρσιος ἐπὶ τὸ Ἐρυθρὸν στάδιοι Ϙʹ : κώμη ἐστίν .
ἄλλοι τε ἔπεσον πολλοὶ καὶ δὴ καὶ Ὀνήσιλός τε ὁ Χέρσιος , ὅς περ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε , καὶ
7104687 ᾀσον
, ὧν ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . 〛 ἀντὶ τοῦ ᾆσον . . πολύδακρυν Ἴτυν : Τὸν Ἴτυλον , ὡς
ὕμνησον . Ξ παιάνισον ] κρότησον . Ξ παιάνισον ] ᾆσον . θ ἡμέτερον + ὅτι καὶ παιὼν παιῶνος γράφεται
7104518 Σπιθριδατης
ἔφη , ὦ Ὄτυ , ποίου τινὸς γένους ἐστὶν ὁ Σπιθριδάτης ; ὁ δ ' εἶπεν ὅτι Περσῶν οὐδενὸς ἐνδεέστερος
ἐπὶ φάλαγγος ἱππέας τε πολλοὺς καὶ πεζούς : καὶ γὰρ Σπιθριδάτης καὶ Ῥαθίνης ἧκον παρὰ Φαρναβάζου ἔχοντες τὴν δύναμιν .
7103555 κυαμοτρωξ
κυάμους , ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς
δὲ ἐχρῶντο διὰ τὸ μὴ καθεύδειν . ἔστι δὲ τὸ κυαμοτρὼξ ἀντὶ τοῦ φιλόδικος καὶ σκληρός . κυαμοτρώξ ] φιλόδικος
7101324 ἰπνουμενος
γράφεται κτλ . . . . , , . : ἰπνούμενος ] Γράφεται ἰπούμενος ἢ σφιγγόμενος , ἤτοι παγιδευόμενος :
μυῶν , ἀπὸ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω . . : ἰπνούμενος ] Φλογιζόμενος : ἰπνὸς γὰρ τὸ μαγειρεῖον ἢ ἐσχάρα
7098924 Ἱεραξ
τούτου φιλίας Θεόπομπος ἐν † β Φιλιππικῶν ἱστορεῖ . . Ἱέραξ : . . . ὅτι ὁ Ἱέραξ εἷς ἦν
πολυωπέστερον . [ . . . . , . ] Ἱέραξ ἦν , ὄνομα δὲ τοῦτο ἀνθρώπου κύριον , ὃν
7098120 Ξενοδαμον
καλουμένων , οἱ δὲ περὶ Σακάδαν ἐλεγείων . ἄλλοι δὲ Ξενόδαμον ὑπορχημάτων ποιητὴν γεγονέναι φασὶ καὶ οὐ παιάνων , καθάπερ
χαλκοῦς : φησὶ δ ' ἐπ ' αὐτῷ τὸ ἐπίγραμμα Ξενόδαμον παγκρατιαστὴν Ἀντικυρέα ἐν ἀνδράσιν Ὀλυμπικὴν ἀνῃρῆσθαι νίκην . εἰ
7097940 Ἱκεσιου
ἢ ῥοδίνου ἔχουσαν ἀμμωνιακὸν καὶ λίβανον , ἔμπλαστροι ἥ τε Ἱκεσίου καὶ ἡ δι ' ἰτεῶν τό τε Νειλέως ἐπίθεμα
δὲ σπληνίοις , οἷά ἐστιν ἡ Σεραπίωνος μηλίνη καὶ ἡ Ἱκεσίου καὶ ἡ πανάκεια . ἐχρησάμην δὲ αὐτός ποτε ἐν
7096610 συνιζοντος
, συνίζοντος μὲν πυρὸς κατὰ τὴν σβέσιν εἰς ἀέρα , συνίζοντος δ ' ὁπότε συνθλίβοιτο εἰς ὕδωρ ἀέρος , ὕδατος
μεγάλας λίμνας διανέμεσθαι , πρὸς τὰ κοιλότερα ἀεὶ τοῦ ὕδατος συνίζοντος , αὖθις δ ' ἐπιρρέοντος καὶ τοὺς μεθορίους ἰσθμοὺς
7096472 δρακαιναν
τὸ ἐν Δελφοῖς χρηστήριον , Λεάνδριος καὶ Καλλίμαχος εἶπον : δράκαιναν δὲ αὐτήν φησιν εἶναι , θηλυκῶς καλουμένην Δέλφυναν ,
καὶ θῆρας ποιοῦσαν , τὸ παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ . * δράκαιναν διὰ τὸ ἄγριον τὴν Κίρκην λέγει ἢ διὰ τὸ
7096432 σισυραν
: ἱματίῳ δὲ χρῆσθαι σισύρᾳ Γαλατικῇ . καὶ πρῶτος ἐνεπορπήσατο σισύραν μέλαιναν , τοῖς δὲ στρατηγοῖς ἐπὶ στιβάδος ἀνακείμενος ἑωρᾶτο
ἐκ τῶν κωδίων , τὸ ἀμπεχόνιον καλούμενον . καὶ τὴν σισύραν βαίτην ὑπέλαβον εἶναι τινές . τὸ δὲ οὐκ ἔστιν
7092929 κεων
, τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε , πλεονασμῷ τοῦ α . .
ὀξύτης . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε
7092706 Δημαρατου
' οὖς οὐ γενέσθαι , ὅτι πέπονα ἔπτυσεν . Ἡ Δημαράτου γυνὴ , πόδες καὶ ἐν τῇσι φρίκῃσι θερμοί :
δικασταί , πρὸς τούτοις πῶς ἄν τις ὑμῶν καταγνοίη ψευδομαρτυρίων Δημαράτου τουτουὶ καὶ Ἡγήμονος καὶ Νικοστράτου , οἳ πρῶτον μὲν
7090354 ἁθροισας
ἄλλοθεν ἀπὸ τῶν συμμάχων πεντήκοντα ναῦς . ταύτας δὲ πάσας ἁθροίσας , οὔσας τετταράκοντα καὶ ἑκατόν , παρεσκευάζετο ὡς ἀπαντησόμενος
Ἀναξίβιον . ὁ δὲ ἐπειδὴ ἀφίκετο , κατὰ γῆν μὲν ἁθροίσας ξενικὸν τῶν τ ' Αἰολίδων πόλεων παρεσπᾶτό τινας τοῦ
7089911 ἀταρτηρος
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη .
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη .
7088564 φθοις
ἔγχυτος , ἔνθρυπτα , στρεπτοί , νεήλατα , κοτυλίσκος , φθοῖς καὶ φθοίδια , ἐπίχυτος , θρυμματίδες : ἦν δὲ
θεοῦ γενέθλιον : καὶ πολύφθοον ὀνομάζουσιν οὐ διὰ τὸ πέττεσθαι φθοῖς , ἀλλὰ πολυπευθῆ καὶ πολυμάντευτον οὖσαν . ὀψὲ γὰρ
7088233 Καρανος
οὐ δυνάμενος πιεῖν ἀνακαθίσας ἔκλαιεν ἄσκυφος γενόμενος , καὶ ὁ Κάρανος αὐτῷ χαρίζεται κενὸν τὸ ἔκπωμα . ἐπὶ τούτοις χορὸς
συνῆψε τοῖς Σουσιανοῖς ὅροις . περὶ δὲ τοὺς καιροὺς τούτους Κάρανος ὁ Ἰνδός , ἐν φιλοσοφίᾳ μεγάλην ἔχων προκοπὴν καὶ

Back