, ἀλλ ' ἄτρωτος καὶ σῷος ἐπανῆλθε , τοῖς νικητηρίοις ἀναδούμενος στεφάνοις . ἓν μὲν δὴ τοῦτο ἐκ τῆς Μαδιὰμ
. . ἀναδούμενος : δέω δέομαι δεόμενος καὶ κατὰ συναίρεσιν ἀναδούμενος . . . . ἀναρροιβδεῖ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ
4808218 βοᾳ
καὶ ἰσθμὸν ἔχουσαεἶτα θαυμαστικῶς : ὅσον γὰρ ἐκεῖνος ὁ ἰσθμὸς βοᾷ τοῖς κύμασι ῥησσόμενος . ἰσθμὸς δὲ καλεῖται ὁ ἐξ
τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος καὶ μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ταῦτα σχετλιάζων βοᾷ . ἡ εἴσθεσις τοῦ δράματος ἄρχεται ἐκ συστηματικῆς περιόδου
4804935 σεμνως
θνῄσκους ' ὅμως πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν , τοῦτο σεμνῶς εἰπὼν ἐπήνεγκεν εὐτελὲς καὶ κοινὸν καὶ κακόζηλον κρύπτους '
τίνι μέγα φρονεῖς , ὦ Σώκρατες ; καὶ ὃς μάλα σεμνῶς ἀνασπάσας τὸ πρόσωπον , Ἐπὶ μαστροπείᾳ , εἶπεν .
4703851 σεμνος
αὐτὴν τιθεμένην , χωρὶς τῶν προοιμίων . σεμνὸς ] τὸ σεμνός διττῶς λέγεται , καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερηφάνου καὶ ἐπὶ
: καὶ γὰρ ἐκ τοῦ ἐναντίου σώφρων μὲν λόγος ὁ σεμνός , ὁ δὲ τὸ ἐκπρεπὲς κάλλος ἐπιτηδεύων ἐπίβουλος .
4575106 ἐξενεχθεις
, καὶ ἐκεῖ νεανικὸν ποιήσας ἔλαθες πολλάκις ἐν τοῖς οἰκείοις ἐξενεχθεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσθαι . Καὶ μάλα , ἔφη .
. τοῦτο μὲν γὰρ ἐπί τῳ φέρεται οὗτος ὁ χρησμὸς ἐξενεχθεὶς ὑπὸ τῆς Πυθίας : ἐμοὶ μελήσει ταῦτα καὶ λευκαῖς
4534539 κεκαρμενος
ὡς ἐπεδείξατό μοί τις κακοείμων , ἐξ ὀρέων παραγενόμενος , κεκαρμένος τὴν κόμην , ἐν τῷ θεάτρῳ ἀναγεγραμμένον οὔνομα ἱερογλυφικοῖς
ἐν δὲ τοῖς Δημόταις οἴ μοι , τί δράσω σύμβολον κεκαρμένος ; κεκάρθαι ἔοικε τὸ ἥμισυ , ὥστε ἢ ἐκ
4494641 φαιδρος
εἰς ἄφθαρτον , ἱλαραῖς ὄψεσιν ἐκ τῆς κατὰ ψυχὴν εὐθυμίας φαιδρὸς καὶ γεγηθώς φησιν : „ ἐμοὶ μὲν ἀπαλλάττεσθαι καιρὸς
βασιλείαν διὰ τὴν πρὸς Πολυσπέρχοντα ὀργήν . ταῦτα ἀναγνοὺς Κάσσανδρος φαιδρὸς καὶ περιχαρὴς ἐγένετο καὶ τὸν Νικάνορα παραπέμποντα ἐπισπασάμενος εὐηγγελίσατο
4464074 καταυλουμενος
, ὧν ἕνεκεν ἀφικόμην : ἐγὼ δὲ ὁ χρυσοῦς πάννυχος καταυλούμενος εἰς ἡμέραν ἐκάθευδον . ἀλλ ' ἄπιθι , ὦ
τοῦ περὶ τὰ βελτίω σπουδάζειν καὶ τοῖς παλαιοῖς συνεῖναι κάθηται καταυλούμενος , θηλυδρίαν ἄνθρωπον ὁρῶν ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν ἀκολάστοις
4452543 ὑποκρινεται
γάρ ἐστιν ἡ προσποίησις ἡ ἐκτὸς οὖσα τῆς ἀληθείας . ὑποκρίνεται ] ἢ διὰ τὴν τέχνην σκώπτει καὶ νῦν ,
ὅτι καὶ τῶν ἔργων ἤδη προειλήφασιν ἀμφότεροι καὶ ὁ Καῖσαρ ὑποκρίνεται , τέλος ἄρτι πέμψας ἐς τὸ Βρεντέσιον κωλύειν Ἀντώνιον
4438393 Εὐριπιδῃ
βραχυκαταληκτεῖ : πλὴν τοῦ αὔρα , καὶ Φαίδρα παρ ' Εὐριπίδῃ [ . ] Φαίδρα : τὸ γὰρ τῆσδ '
γὰρ ἐμπειρία δηλοῖ καὶ τὴν πολυπειρίαν , ὡς παρ ' Εὐριπίδῃ : ἀλλ ' ἡ ἐμπειρία ἔχει τι λέξαι τῶν
4349145 Σοφοκλεους
. τὸν Ἀθάμανθ ' : τοῦτο πρὸς τὸν ἕτερον Ἀθάμαντα Σοφοκλέους ἀποτεινόμενος λέγει . πεποίηκε γὰρ ὁ Σοφοκλῆς τὸν Ἀθάμαντα
ἔτει Ἀθηναῖοι Σάμον πολιορκήσαντες εἷλον , στρατηγοῦντος αὐτῶν Περικλέους καὶ Σοφοκλέους . ἐν δὲ τῶι αὐτῶι ἔτει οὕτω λύονται αἱ
4336268 ἐμαις
' ἐξαυδῶν κλύειν : Στῆτ ' , ὦ φάτναισι ταῖς ἐμαῖς τεθραμμέναι , μή μ ' ἐξαλείψητ ' . ὦ
ἀπολομένων ? [ . σωφρονεῖτε οὖν ] | καὶ ταῖς ἐμαῖς [ βουλαῖς ] | ἀποχρήσασθε καὶ τὴν ἐν |
4330289 εὐπροσιτος
' ἂν τούτῳ κατ ' ἄλλην χρείαν ὁ εὐπρόσοδος , εὐπρόσιτος , εὐέντευκτος , εὐεπίμικτος , εὐξύμβολος , μειλίχιος ,
τε δεσπότης ἐκ τῆς πρὸς τοὺς οἰκέτας ἰταμότητος ἢ φιλανθρωπίας εὐπρόσιτος , ἢ φιλαπεχθήμων τοῖς ἐντυγχάνουσιν δόξειεν : τόν τε
4328825 εὐπρεπης
λίθους : ἡ ἑτέρα δὲ μάλα εὐπρόσωπος καὶ τὸ σχῆμα εὐπρεπὴς καὶ κόσμιος τὴν ἀναβολήν . Τέλος δ ' οὖν
κακοδαίμων , ψιλὸς οὖν στρατεύσομαι . Μὴ φροντίσῃς : ὡς εὐπρεπὴς φανεῖ πάνυ . Βούλει θεᾶσθαι σαυτόν ; Εἰ δοκεῖ
4320957 συναισθομενος
λιμένος ὑπηντίαζον , | καὶ πόρρωθεν ἀντιπροεῖδον ἀλλήλους . ὅθεν συναισθόμενος ἐφ ' ὃ σπεύδουσιμαντικώτατον γὰρ ἡ ἑκάστου ψυχή ,
εἰσαγαγεῖν πρὸς αὐτὸν διὰ τὸ τὴν αὐτὴν οἰκεῖν οἰκίαν , συναισθόμενος εἰσείλκυσε τὴν παιδίσκην καὶ συγκατέκλεισε τῷ Περσαίῳ . οἶδα
4315811 νοσφισαμενος
κατέστησε , καὶ τὰ ἀναλώματα ἐπίστευσεν αὐτῷ . ἐφωράθη δὲ νοσφισάμενος τά τε ἄλλα καὶ τοὔλαιον : ἐλεγχόμενος δ '
περὶ στάσεως ψιλῶς ἐκτιθώμεθα , οἷον ἔστω Φειδίας ὡς μὲν νοσφισάμενος ἐκ τοῦ Ὀλυμπίου χρυσίον , βασανιζόμενος καὶ τεθνηκώς .
4312585 τιμηθεις
ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος τὴν βασιλείαν ἀνακαλεσάμενος καὶ ὑπ ' αὐτῆς τιμηθείς , οὐχ ἧττον δὲ καὶ ταύτην τιμήσας , οἷς
θεοὶ ἐτίμησαν , ὁ Τάνταλος ἦν οὗτος , ἤτοι ὁ τιμηθείς . . Καταπέψαι ἀντὶ τοῦ παρακατασχεῖν , καταχωνεῦσαι .
4268235 πρυτανεως
τῶν ῥητόρων γραφαὶ εἰσάγονται , ὡς Ἀντιφῶν ἐν τῷ κατὰ πρυτάνεως , εἰ γνήσιος , ὑποσημαίνει . Ῥίνων : Ἰσοκράτης
ῥητόρων γραφαὶ εἰσάγονται , ὡς Ἀ . ἐν τῷ κατὰ πρυτάνεως , εἰ γνήσιος , ὑποσημαίνει . . . .
4253192 τἀμα
γ ' αὐτὴν ἔλαβε παῖς παιδὸς γέρας . οὔκουν ἐκείνου τἀμὰ τἀκείνου τ ' ἐμά ; ναί , δρᾶν εὖ
ἀρχαίας κωμωιδίας ποιητὴς λέγων οὕτως : ὦ λιπερνῆτες γεωργοί , τἀμὰ δὴ συνίετε ῥήματ ' , εἰ βούλεσθ ' ἀκοῦσαι
4248729 ζηλωτος
σοι εἶναι καὶ ἐλεινός ; Οὐκ ἔμοιγε , οὐδὲ μέντοι ζηλωτός . Οὐκ ἄρτι ἄθλιον ἔφησθα εἶναι ; Τὸν ἀδίκως
: καὶ ζηλῶσαι μὲν τὸ μακαρίσαι , ἀφ ' οὗ ζηλωτός , ζηλῆσαι δὲ τὸ ζηλοτυπῆσαι , ἀφ ' οὗ
4237476 Βακχειου
: καὶ τὸ οἰκειωθῆναι φιλοσοφίᾳ καὶ τὸ ἀκοῦσαι πρῶτον μὲν Βακχείου , εἶτα Τανδάσιδος καὶ Μαρκιανοῦ : καὶ τὸ γράψαι
ἐπὶ πάνθειον τελετὴν Σατύροις ἅμα πᾶσι θηροτύποις , εὔασμα διδοὺς Βακχείου ἄνακτος , σὺν Βάκχαις Λήναια τελεσφόρα σεμνὰ προπέμπων ,
4236666 ὀθνειος
θεὸς ὁ πάσης κακίας ἀμέτοχος , ἀλλὰ καὶ πατὴρ καὶ ὀθνεῖος ἄνθρωπος μὴ τελείως ἀρετῆς ἄγευστος , εἰ τοιαῦτα ἀκούοι
ἀναγκαῖον τὸ σπούδασμα . ὁ γὰρ τῷ γάμῳ τελούμενος οὐκ ὀθνεῖος τῶν λόγων , οὐδὲ τὴν γνώμην ἀλλότριος , ἀλλὰ
4234160 Εὐριπιδου
τὴν σπάθην ἐπὶ τοῦ ξίφους εἰρήκασιν , εὕροις ἂν ἐν Εὐριπίδου Εὐρυσθεῖ σατυρικῷ : πᾶς δὲ φασγάνῳ ἐξεθέρισεν ὥστε πύρινον
Εὐριπίδου . καὶ Εὔβουλος ἐν Διονυσίῳ [ . ] : Εὐριπίδου δ ' “ ἔσωσά ς ' , ὡς ἴσασιν
4224526 φοιτησας
παρὰ τοῦ Διὸς αὐτοὺς μεμαθηκέναι ἐννέα ἔτη εἴς τι ὄρος φοιτήσας , ὃ Διὸς ἄντρον ἐλέγετο . Οἱ Κρητῶν παῖδες
Ἄρτι γάρ τις ὑπόπτερος ἐξ οὐρανοῦ καταβὰς τῷ ζωγράφῳ καὶ φοιτήσας παρὰ τὴν ἄνευ συνοίκου μητέρα μήπω γενομένην μητέρα τοῖς
4221617 Σολωνι
ἕταροι καὶ οἶκος πάντη : φαμὶ δὲ ἐγὼν ποτανεστάταν ἐσεῖσθαι Σόλωνι τὰν Λίνδον δαμοκρατεομέναν . καὶ ἁ νᾶσος πελαγία ,
παρ ' ἡμῖν νομοθέταις ἐρρῶσθαι φράσαντες , καὶ πολλὰ χαίρειν Σόλωνι καὶ Δράκοντι καὶ τοῖς ἄλλοις εἰπόντες ἅπασι , τὸ
4217875 εὐσεβης
ἄρα τὰ περὶ τοὺς θεοὺς νόμιμα εἰδὼς ὀρθῶς ἂν ἡμῖν εὐσεβὴς ὡρισμένος εἴη ; Ἐμοὶ γοῦν , ἔφη , δοκεῖ
Κοριολανὸς ἔπαθεν , ἐδάκρυσεν , ἀνέζευξεν . ἡ μὲν ἀνάζευξις εὐσεβὴς , ὀλέθριος δὲ τῷ στρατηγῷ : Τυρρηνοὶ γὰρ ὡς
4209551 χαιρων
, ἀνωϊστί , δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο . ὣς οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω : καὶ πατέρων τάδε μέλλετ '
μὲν δὴ αὐτοὶ Πυθαγόρειον ἤδη τῷ Ἀπολλωνίῳ ἐφάνη καὶ ἠκολούθει χαίρων . Τὸν δὲ ὄχθον , ἐφ ' οὗ οἱ
4196789 εὐφημος
: ὁ δὲ νοῦς : σέθεν καὶ ἐκ σοῦ . εὔφημος ὁ ἁδυεπής . ἢ τὸ σέθεν ἀντὶ τοῦ ἀπὸ
' οὐ καὶ ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς οὐδὲν ἧττον , ὅτι εὔφημος ; σὺ οὖν , φήσει τις , ἐγκώμιον ἀναστὰς
4189302 ἀνεθηκα
τὴν ἐμὴν πατρίδα . ἐνταῦθα θεοῖς σωτῆρσιν ἔθυον καὶ ἀναθήματα ἀνέθηκα , μὰ Δί ' οὐκ ἐκ κυνὸς πρωκτοῦ ,
λόγον ὃν ὕφηνα μέν , οὐκ ἐπέδειξα δέ , φέρων ἀνέθηκα τῷ Διί , στύρακος ἅμα ὀσμῇ θεραπεύσας τὸν θεόν
4182312 σωτηρ
διὰ τοῦ κύριος καὶ θεός , τοῦ δὲ νοητοῦ ἀγαθοῦ σωτὴρ καὶ εὐεργέτης αὐτὸ μόνον , οὐχὶ δεσπότης ἢ κύριος
δὲ μηδὲ κλέπτης ὁ τοῦ μαινομένου κλέψας τὸ ξίφος , σωτὴρ δέ , οὐδὲ μοιχὸς ὁ τὴν πλουσίαν διαφθείρας ἀλλὰ
4163383 ἐμπρεπων
Κοίλης Συρίας β . . . . , , : ἐμπρέπων δὲ καὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων πανηγύρεσι τὸν μὲν λόγον
που κτῆμα καὶ ἰδιώτῃ , βασιλέως δὲ ἴδιος κόσμος καὶ ἐμπρέπων ὑπὲρ τὰς ἀρετὰς τὰς λοιπάς , εἰς ἣν συνδεῖσθαι
4149768 Οὐεσπασιανος
ἐμφύλιον στάσιν προήχθησαν , καὶ σφᾶς ὑποτελεῖς τε αὖθις ὁ Οὐεσπασιανὸς εἶναι φόρων καὶ ἀκούειν ἐκέλευσεν ἡγεμόνος , ἀπομεμαθηκέναι φήσας
μηνὶ , μιᾶς προςδεούσης ἡμέρας . Διαδέχεται δὲ τὴν βασιλείαν Οὐεσπασιανὸς , ἐπὶ τῆς Παλαιστίνης ἀναρρηθεὶς , γένει μὲν οὐ
4143932 πλουτουντος
ἐκ μισθωτῆς οἰκίας ἐξιὼν εἰς τὴν διευς οἰκίαν τοῦ τότε πλουτοῦντος ἀνθρώπου ταῖς ἐκ Δήλου προ - σόδοις εἰσηνέχθη ,
τὴν δέσποιναν ἐβάδιζον καὶ πρὸς ἑσπέραν ἤδη καταλύομεν εἰς ἀγρὸν πλουτοῦντος ἀνθρώπου . καὶ ἦν οὗτος ἔνδον καὶ τὴν θεὸν
4131547 ἐφωραθη
τοῦτον περιέσπασεν . καὶ Φαίδωνι δὲ τὴν τῆς δουλείας δίκην ἐφωράθη : καὶ τὸ καθόλου πᾶσι τοῖς Σωκράτους μαθηταῖς ἐπεφύκει
δὲ ὡμολογημένα καὶ μὴ ἔχοντα ἀντίῤῥησιν οὐ κρίνεται : οἷον ἐφωράθη τις φονεύων τινά : τὸ πρᾶγμα οὐκ ἔχει ποιότητα
4131062 χρυσοκομης
τῶν πολιτικῶν οὕτως ] Δὴ γὰρ ἀργυρότοξος ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων χρυσοκόμης ἔχρη πίονος ἐξ ἀδύτου , ἄρχειν μὲν βουλῆς θεοτιμήτους
ὦ Δεόνυσε , δέχεσθαι . σφαίρηι δηὖτέ με πορφυρῆι βάλλων χρυσοκόμης Ἔρως νήνι ποικιλοσαμβάλωι συμπαίζειν προκαλεῖται : ἡ δ '
4127360 ἀνηλεης
δυσπενθοῦς ὑπανεῖλε καὶ κρυφίως ὑφείλετο ἤγουν ἔκλεψεν , ὅτε ἡ ἀνηλεὴς γυνή , ἤγουν ἡ κλυταιμνήστρα , πόρευσε καὶ ἔπεμψε
πάθους τινὸς ἢ συμφορᾶς . Αἰσχύλος . ἀνοικτίρμων : ὁ ἀνηλεὴς καὶ ἀπαραίτητος . ἀτενὴς καὶ ἀτεράμων ἄνθρωπος : ταὐτὸν
4124131 τραφεις
δ ' , ὡς ἐν ἱερῶι μάντεσίν τ ' ἐσθλοῖς τραφείς , οἰωνὸν ἔθετο κἀκέλευς ' ἄλλον νέον κρατῆρα πληροῦν
καὶ ἐν ᾧ διηγοῖτο ὁ ἐναντίως ἐκείνῳ φύς τε καὶ τραφείς . Ποῖα δή , ἔφη , ταῦτα ; Ὁ
4107630 ἀμπεχομενος
ἀθλητὴς καταγελασθεὶς ὑπ ' αὐτοῦ , ὅτι ἐσθῆτα ὤφθη ἀνθινὴν ἀμπεχόμενος Ὀλυμπιονίκης ὤν , ἐπάταξεν αὐτὸν εἰς τὴν κεφαλὴν λίθῳ
τεῖχος πεποίηκεν . κάθηται δὲ ὑπὲρ τὴν Ἑλένην πορφυροῦν ἀνὴρ ἀμπεχόμενος ἱμάτιον καὶ ἐς τὰ μάλιστα κατηφής : Ἕλενον εἶναι
4081645 πειθομενος
πάλαι δὲ αὐτὴν ἐμοίχευεν . Ὁ κατάρατος , ὃν ἐγὼ πειθόμενος αὐτῇ ἀφῆκα ἐλεύθερον ; Ἡ θυγάτηρ δέ σοι ταῖς
ἐπιδεικνύουσιν ; ὃς τῇ μὲν πατρίδι οὕτως ἐχρῆτο ὥστε μάλιστα πειθόμενος . . . τοῖς δ ' ἑταίροις πρόθυμος ὢν
4076708 λῃστης
. καὶ ψαλτής ἀττικῶς ὀξύνεται : καὶ ἔτι τὸ ληιστής λῃστής . τὸ δὲ δεσπότης ἀρσενικὸν , τὸ δεσπότις θηλυκόν
ηὐλίζετο , οὐδὲ λαθραίας ἐποιεῖτο τὰς ἐπιθέσεις ὡς φυγὰς καὶ λῃστής , ἀλλὰ φανερῶς τῶν ὑπαίθρων ἀντεποιεῖτο , προσρυϊσκομένων αὐτῷ
4074346 σεσημανται
. ἀγγήιον ἕκαστος ὕδατι σεσαγμένον φέρουσιν , κηρῷ δὲ τάδε σεσήμανται . καί μιν οὐκ αὐτοὶ λυσάμενοι χέονται , ἀλλ
ὑπὸ τοῦ Ἱπποκράτους γεγενημένη τῆς ὀργανικῆς σανίδος ἐπίνοια διὰ τούτων σεσήμανται . ἡ δὲ τούτου τοῦ ὀργάνου κατασκευὴ τὸν ὑποδεδειγμένον
4062306 δεσω
. , . . . Ἀνέδεντο : ἐκ τοῦ δέω δέσω ὁ ὑπερσυντέλικος παθητικὸς ἐδεδέμην , τὸ τρίτον ἐδέδεντο ,
. δέμω δόμος , τρέμω τρόμος . Δεσμός . δέω δέσω , δέμος , καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ , δεσμός
4062161 καρα
ἀντικρύ τὸ ἐξ ἐναντίας : παρὰ τὴν ἀντί καὶ τὸ κάρα ἀντίκαρα καὶ συγκοπῇ ἀντικρύ , τὸ κατέναντι . Μεθόδιος
Τὸν ἄνδρ ' ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου ἕξειν : κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε , ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν
4049757 σατυρος
εὑρεῖν καὶ ἐπὶ τῆς ἐννοίας ταύτης σπανίως τὸ ἀνακεῖσθαι . σάτυρος παρὰ Σοφοκλεῖ τοῦτό φησιν ἐπικαιόμενος τῷ Ἡρακλεῖ : ἀνακειμένῳ
, καθήμενος ἐπὶ πέτρας : ἐξ εὐωνύμων δ ' αὐτοῦ σάτυρος φαλακρὸς , ἐν τῇ δεξιᾷ κώθωνα μόνωτον ῥαβδωτὸν κρατῶν
4049120 ἐμπνευσαι
φύσει : καὶ ἀτεχνῶς , ὃ ἔφη Ὅμηρος , μένος ἐμπνεῦσαι ἐνίοις τῶν ἡρώων τὸν θεόν , τοῦτο ὁ Ἔρως
δὲ καὶ τὸν Πᾶνα θεὸν τοῦτον τὸν νόμιον , μεῖζον ἐμπνεῦσαι τῇ σύριγγι , ὅτε τὴν Ἀριάδνην Διόνυσος ἐν Κρητικοῖς
4042724 εὐδοκιμει
ἔνδοξα μὲν , ἔνθα καὶ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα εὐδοκιμεῖ , οἷον συμβουλεύει Θεμιστοκλῆς πολεμεῖν τῷ Πέρσῃ : ἢ
. Τὸν βολβόν , εἰ βούλει , σκόπει ὅσα δαπανήσας εὐδοκιμεῖ , τυρόν , μέλι , σήσαμον , ἔλαιον ,
4037693 φρονημα
ὁμοῦ [ τε ] καὶ καλήν . ὅτι τὸ μέτριον φρόνημα τὰς εὐπραγίας οὐκ ἐᾷ διαλύεσθαι . Τιμολέοντι τῷ Κορινθίῳ
πλουσίων παρρησιαστικῶν ὑπερηφάνων . τοῦτο γὰρ ταῖς ὀλβίαις ἁρμόζει τὸ φρόνημα : δουλεῦσαι ὑποπεσεῖν . ταπεινωθεῖσαν φοβηθῆναι : καταστέλλειν ,
4037036 διδαχθεις
σὺ μὲν οὖν με λυπεῖν οὐκ ἐθέλων τοῦτο ἔκρυψας , διδαχθεὶς δὲ αὐτὸς ὑφ ' ἑτέρων ἠρυθρίασα λογιζόμενος , τίς
χθονός , δελτογράφῳ δὲ πάντ ' ἐπωπᾷ φρενί . ἐγὼ διδαχθεὶς ἐν κακοῖς ἐπίσταμαι πολλοὺς καθαρμούς , καὶ λέγειν ὅπου
4036600 ἠριζε
γε παροραθεὶς τόθ ' ὑφ ' ἡμῶν ἴσως οὐκ ἂν ἤριζε νῦν ὑπὲρ ἀριστείων οὐδὲ διασύρων τηλικοῦτον μέγεθος εὐεργεσίας ἔλεγε
γάρ τοι οὐδὲ τῷ Εὐρύτῳ φησὶ συνενεγκεῖν ὁ ποιητὴς ὅτι ἤριζε πρὸς τοὺς κρείττονας . οὐ μέντοι σπουδῆς γε ,
4035542 φανεις
, νικηφόρος τροπαιοῦχος ὀνομαζόμενος , ὡς ἀπ ' Ὀλυμπίων αὐτῶν φανεὶς τοῖς κινδυνεύουσι σύμμαχος , καὶ τὰ τοιαῦτα . Εἶτα
τοίης τιμῆς δὲ * * * στίλβων δ ' Ἑρμείαο φανεὶς ἐπὶ τὴν δύσιν ἀστὴρ * * * * *
4011437 ὡμιλησε
ὁ δὲ Δ . οὗτος ὧδε ἐκ Κρότωνος ἀπιγμένος Πολυκράτει ὡμίλησε . πατρὶ συνείχετο ἐν τῆι Κρότωνι ὀργὴν χαλεπῶι .
χλιαίνων γυμνὸν ἐποίησεν : σοὶ δὲ φιλοῦντι † ἑταίραν Βορρᾶς ὡμίλησε . σὺ δ ' οὐ σοφός , ὃς τὸν
3998317 δουλευων
οὖν τιμὴν κομισθεῖσαν Εὔρυτος οὐ προσεδέξατο , Ἡρακλῆς δὲ Ὀμφάλῃ δουλεύων τοὺς μὲν περὶ τὴν Ἔφεσον Κέρκωπας συλλαβὼν ἔδησε ,
Γ , ὑφ ' ὧν καὶ τὸν μισθὸν ἐλάμβανον . δουλεύων λέληθας ] ὑπείκων αὐτοῖς καὶ ὑπηρετῶν . καρπουμένῳ τὴν
3991364 πτωχοτερος
, καὶ προσέτι γε καὶ ἀλήτης [ ] | Ἴρου πτωχότερος , τὴν εὐψυχίαν καὶ [ θάρσος ] | ἐνδείκνυται
προσκρούεται : ὅταν τὸ κακὸν ὑπὸ κακοῦ θεραπεύεται . Παύσωνος πτωχότερος : οὗτος ζωγράφος ἦν καὶ ἐπὶ πενίᾳ διατεθρύλλητο .
3990792 γεραιρω
– – ] φαίνω , ξενίαν τε [ φιλάγλαον ] γεραίρω , τὰν ἐμοὶ Λάμπων [ ˘˘˘˘ – – ]
Παφίῃ κλέος προσάπτει . Ἄγαμαι φύσιν πετήλων , κάλυκας πλέον γεραίρω διὰ τῶν ῥόδων γὰρ ἄρτι σοφίης κρατοῦσα λάμπω .
3985080 δολερος
, ῥᾴδιος , πρόσοδον τὴν πολιτείαν πεποιημένος : ὕπουλος , δολερός , ἐπίβουλος , κακοήθης , ἀπατεών , ἐπιβουλεύων ,
μὲν ψόγου δύστροπος , κακοήθης , εἴρων , ἐπίβουλος , δολερός , ὕπουλος , ἐπίσκιος : τοῦ δ ' ἐπαίνου
3982791 Ὀνατα
ἀσπίδι : πολλὰ μὲν ἄλλα σοφοῦ ποιήματα καὶ τόδ ' Ὀνάτα [ ἔργον ] Αἰγινήτεω , τὸν γείνατο παῖδα Μίκων
θεῷ Δεινομένης ἐστὶν ὁ Ἱέρωνος , ἔργα δὲ τὸ μὲν Ὀνάτα τοῦ Αἰγινήτου τὸ ἅρμα , Καλάμιδος δὲ οἱ ἵπποι
3975980 θεαμα
μάχης ἐλθεῖν τῷ Φαέθοντι . καὶ δὴ ἐφαίνοντο προσιόντες , θέαμα παραδοξότατον , ἐξ ἵππων πτερωτῶν καὶ ἀνθρώπων συγκείμενοι :
δυστυχίας ἀφῖξαι ] ἦλθες ξυνασχαλῶν ] συλλυπηθησόμενος δέρκου ] βλέπε θέαμα ] θεωρίαν τόνδε ] ἤγουν ἐμέ τὸν συγκαταστήσαντα ]
3971872 Δαιδαλου
ταχύ : τί σιγᾷς ; οὐκ ἐρεῖς ; Ἑρμῆς ἔγωγε Δαιδάλου φωνὴν ἔχων ξύλινος βαδίζων αὐτόματος ἐλήλυθα . Πρῶτον μὲν
οὐδέν . Ἀττικὸς ὁ τοῦ δεν πλεονασμός . Δαιδάλου . Δαιδάλου , ὡς ἔοικεν , τῶν τῆς γονῆς ὀχετῶν Σωκράτης
3965176 κεκοσμημενος
ἐν συνθέσει Ἄκαστος , τοῦ α ἐπιτατικοῦ , ὁ πάνυ κεκοσμημένος . . . . ἄκατος : τὸ † μέγα
καὶ τῷ κάλλει καὶ τῷ μεγέθει διάφορος , ἔτι δὲ κεκοσμημένος ὅπλοις βασιλικοῖς εἶχε πολλὴν ὑπεροχὴν καὶ κατάπληξιν , δι
3949634 ἐναγες
συγγραφέων φησὶ γνώμην ἐσενεγκεῖν ἐκδοῦναι τοῖς βαρβάροις τὸν Καίσαρα ὡς ἐναγὲς ἔργον ἐς διαπρεσβευσαμένους ἐργασάμενον . ὁ δὲ Καῖσαρ ἐν
ὅπου τὸ μὲν σέβας τῆς καθ ' ἡμᾶς πίστεως ὡς ἐναγὲς ἐνυβρίζεται , πάθη δὲ τιμᾶται ἀλογώτατα , ὅπου πορνεία
3945001 ἐνομισθη
αὐτοῦ τοῦ δαιμονίου . Ἆρα διὰ ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα ἐνομίσθη σοφὸς ἐν τοῖς Ἕλλησιν Ἡσίοδος καὶ οὐδαμῶς ἀνάξιος ἐκείνης
ἄγουσι πανδημικὰς [ ] ἑορτὰς [ ] τινὰς μὲν ὡς ἐνομίσθη [ ] , τὰ δὲ καταχυτήρια καὶ κυνὸς ἀνατολὴν
3943941 ποθητος
ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων , βασιλεῖ ποθητός , ἐν Ἰνδικῷ γινόμενος . οὗτος λεῖος ποθεὶς αἱμοπτοϊκοὺς
παρ ' αὐτὸ πάντα διὰ τοῦ ο : ποθεινός : ποθητός : πολυπόθητος . Βλέφαρον παρὰ τὸ βλέπω καὶ αἴρω
3935138 ὁσιος
. ὅσιος ] δίκαιος . θ ὅσιος ] εὐσεβής . ὅσιος ] ἄξιος . μομφῆς ] μέμψεως . μομφῆς ]
ὕδασιν ἐξαρδῶν ἀεί . ὑμεῖς δ ' [ ἐπειδὰν ] ὅσιος ἦι Κάδμου πόλις χωρεῖτε , [ παῖδες ] ,
3930033 ἡμερωσας
τούτου δὲ καὶ αὐτὸς αἴτιος εἶναι ἐδόκουν : λόγοις τε ἡμερώσας καὶ δάκρυσι τοὺς ἐπὶ τὴν κρίσιν ἥκοντας γραμμάτων ἐρᾶν
τῶν πιστότατα φιλούντων ⋮ Πάρδαλιν γὰρ ἐκ νηπίου θηρατὴρ ἀνὴρ ἡμερώσας οἷα φίλην ἢ ἐρωμένην περιεῖπεν : οὐκοῦν ἔριφον αὐτῇ
3927584 ἀσεβης
ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής ,
λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς
3923328 ἐνεδρευω
ποιοῦσι θόρυβον : ἀπὸ τοῦ βωμὸς καὶ τοῦ λοχεύω τὸ ἐνεδρεύω . κάμψειέν ] κεκλασμένῃ . . . ἐπιφέροι ,
] “ οὐ συναπατῶ σε ” φησίν “ οὐδ ' ἐνεδρεύω : ἕτοιμα δεῖ σε πάντ ' ἔχειν : ἀποθνῄσκεις
3916851 Κατιλινα
δι ' ὀνείδη πολλὰ τῆς βουλῆς ἀπεωσμένος καὶ τῆσδε τῆς Κατιλίνα συνθήκης ἠξιωμένος , κούφως μάλα καὶ φιλοτίμως ἐξέφερεν οἷα
τῆς Ἰταλίας ἐν πόλεσιν αἷς ἂν αὐτὸς δοκιμάσῃ , μέχρι Κατιλίνα καταπολεμηθέντος ἐς δικαστήριον ὑπαχθῶσι , καὶ μηδὲν ἀνήκεστον ἐς
3914112 ἠνειχετο
. ἠνέγκατο : ἀντὶ τοῦ ἤνεγκεν . . , . ἠνείχετο καὶ ἠνώχλει καὶ ἠκηκόει καὶ ἠντεβόλει : κοινὸν τῶν
τύραννον θεὸν καὶ μέγαν καὶ αὐτὸς ἐδυναστεύετο : οὐ γὰρ ἠνείχετο χαλκὸς εἶναι τὰ πάντα , ἀλλ ' ὅσος ἦν
3904378 εὐπροσηγορος
βέλτιον γὰρ ἐχθροῖς καταλιπεῖν ἢ ζῶντα τῶν φίλων ἐπιδέεσθαι . εὐπροσήγορος καὶ κοινὸς γίνου τοῖς συναντῶσί σοι , εἰδὼς ὅτι
λαμπρῶν . αἱρεθεὶς δ ' ὁ στρατηγὸς ἔστω χρηστός , εὐπροσήγορος , ἕτοιμος , ἀτάραχος , μὴ οὕτως ἐπιεικὴς ὥστε
3902404 εὐδοκιμουντι
αὐτόν , ἀγανακτήσας ἐκεῖνοςκαὶ πάλαι δὲ δῆλος ἦν φθονῶν αὐτῷ εὐδοκιμοῦντι καὶ κατέχοντι τὸ συμπόσιον ἀπορρίψας τὸν τρίβωνα προὐκαλεῖτό οἱ
δὲ καὶ ἡ μητρυιὰ καὶ φανερὰ πᾶσιν ἦν χαίρουσα κἀμοὶ εὐδοκιμοῦντι κἀκείνῳ σωφρονοῦντι . οὗτος δ ' οὖν μήτε μελλήσας
3898897 ἐπαμυνων
ἄρδην περὶ ἑαυτοῖς ἀποσφαγῆναι , οὕτω δήπου καὶ Πυθαγόρας , ἐπαμύνων τοῖς ἀνθρώποις κατὰ τὴν τοῦ Ἡρακλέους δίκην καὶ ἀνδρείαν
Μουσάων γὰρ ἀπέκτεινε θεράποντα . Οὔκουν ἔμοιγ ' ἐφάνης , ἐπαμύνων τῷ ποιητῇ , ἀπρεπὴς εἶναι : ἐμεμνήμην γὰρ καὶ
3895902 πευσομενος
ἐπιμένειν ἀναγκαζόμεθα . καὶ ἐμοῦ φήσαντος , ὡς τούτου χάριν πευσόμενος τοῦ Ὀνηγησίου τοῖς περιβόλοις προσκαρτερῶ , καὶ ἀντερωτήσαντος ,
ὀκνηρὸν ἀνανδρίας ἅμα καὶ προδοσίας φέρει διαβολήν . διὸ παρῆλθον πευσόμενος ὑμῶν τίνα γνώμην ἔχοιτε καὶ τί πρακτέον ἡγοῖσθε ,
3895674 βδελυρος
οὐδ ' ὀργὴν εὑρεθήσεται ἔχων , ἐφ ' οἷς ὁ βδελυρὸς οὗτος καὶ ἀναιδὴς βιάζεται , ὅς , ὦ μιαρώτατε
τις ἦν ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἢ τοῖς βαρβάροις λάσταυρος ἢ βδελυρὸς ἢ θρασὺς τὸν τρόπον , οὗτοι σχεδὸν ἅπαντες εἰς
3892417 ἐπιτιμησαι
ὑποβολήν , ὅταν ἑτέρῳ προσώπῳ περιβάλῃ λόγον . βουλόμενος γὰρ ἐπιτιμῆσαι τοῖς Ἀθηναίοις ὡς εἰς ῥᾳθυμίαν ἐκκλίνασιν , οὐκ ἀφ
θαυμαστὸς Δημοσθένης ἔφη , τὸ μὲν ἐγκαλέσαι καὶ μέμψασθαι καὶ ἐπιτιμῆσαι ῥᾴδιον καὶ παντός , τὸ δὲ ὅπως τὰ παρόντα
3892410 Νικοδημος
, ἐκ ταύτης πληρῶσαι τὴν ἡμετέραν προαίρεσιν : τοῦτον νῦν Νικόδημος παρασκευάσει κατὰ Δημοσθένους τὸν φόνον : πληρώσει τὴν σκευὴν
, τὴν σύνθεσιν ἀπεργάζεται , ὡς ἔχει τὸ προφήτης : Νικόδημος : Δημοσθένης . Πᾶσα πρόθεσις βραχυκαταληκτεῖ ἀνεπέκτατος οὖσα δηλονότι
3891454 θυραις
, τράπεζαν , ἁρπάγην , κάδον πρὸς ταῖς ἐμαυτοῦ νῦν θύραις ἕστηκ ' ἐγώ . οὐχ οὗτος ἱππόκαμπος ἦν ἐν
θέμις , αὕτη πρὸ τῶν ἄλλων ἀφικομένη πλίνθον πρὸς ταῖς θύραις ἀπηρείσατο . οἱ Λάκωνες θαυμάσαντες τὴν ἀνδρίαν ὁμοῦ καὶ
3886281 ἐπεκαθιζεν
ἄν . καίτοι Περικλῆς ὁ Ξανθίππου , οὗ τοῖς χείλεσιν ἐπεκάθιζεν ἡ Πειθώ , πολλάκις ἀπὸ τοῦ βήματος τῶν Ἀθηναίων
, πρὸς δέ γ ' αὐτοῦ τῷ τάχει πειθώ τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν . οὕτως ἐκήλει , καὶ μόνος
3885655 καλλινικου
' Ἡρακλέους , βωμὸν καθίζω τόνδε σωτῆρος Διός , ὃν καλλινίκου δορὸς ἄγαλμ ' ἱδρύσατο Μινύας κρατήσας οὑμὸς εὐγενὴς τόκος
Καὶ τελεία νῦν ἔσται μετὰ Ἀρχιμέδους καμοῦσα σοφία ἐπὶ τοῦ καλλινίκου καὶ αὐτοκράτορος ἡμῶν βασιλέως Ἀναστασίου , ὅτε τέως ἀπείρως
3885010 Βρισηιδος
δὲ πολλοῖς ἐγκωμίοις , φιλότιμον φύσιν θέλγων ἐν μνήμῃ τῆς Βρισηίδος ἐρωτικὸς γὰρ ἁνήρ , εἰς οἶκτον δὲ κάμπτων οἷς
τὸν ἠδικημένον ἰδὼν ἄπρακτον ἀπέπεμψε . Τάχα δή τις τὴν Βρισηίδος πρὸς τὴν Ἑλένην ἐξέτασιν ὑπερβὰς καὶ τὴν Ἀλεξάνδρου πρὸς
3874349 Σιμωνιδειον
οὐ κατ ' ἴσον σύστημα . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ Σιμωνίδειον ἐπίγραμμα Ἴσθμια δίς , Νεμέᾳ δίς , Ὀλυμπίᾳ ἐστεφανώθην
ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται . δοκεῖ δὲ τοῦτο πρὸς τὸ Σιμωνίδειον εἰρῆσθαι : ἐπεὶ ἐκεῖνος ἐλασσωθεὶς ὑπὸ Πινδάρου λοιδορίας ἔγραψε
3870671 διακονω
πάνυ μάττων διαπίνω τ ' ἀμβροσίαν , καὶ τῷ Διὶ διακονῶ , καὶ σεμνός εἰμ ' ἑκάστοτε Ἥρᾳ λαλῶν καὶ
ἐσθίω πάνυ μάττων διαπίνω τ ' ἀμβροσίαν καὶ τῷ Διὶ διακονῶ καὶ σεμνός εἰμ ' ἑκάστοτε Ἥρᾳ λαλῶν καὶ Κύπριδι
3866648 ἀλαζων
τρόπον : ἕως δ ' ἂν ᾖ οὗτος ἄπληστος ἀνελεύθερος ἀλαζὼν δειλός , ἐν ἐνδείᾳ καὶ σπάνει ἔσται . Καὶ
. Γ ὡς ἀλαζὼν Γ : ὡς ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀλαζὼν φαίνεται . Γ Ἱεροκλέης Γ : οὗτος μάντις ἦν
3858034 Λυσιᾳ
τοιούτων ἐν ἰδιωτικοῖς τὰ παραδείγματα καὶ πλείονά γε παρὰ τῷ Λυσίᾳ καὶ τῷ Ὑπερίδῃ : φύσει γὰρ οἱ ἄνδρες ἠθικώτεροι
Τὸ οὐκ οἶδα ὅντινα τρόπον ἐρωτικός : ἐπειδὴ γέγραπτο τῷ Λυσίᾳ δεῖν χαρίζεσθαι μὴ ἐραστῇ , κατὰ τοῦτο οὖν οὐκ
3854141 ἐξεστηκως
, ἐπτοημένος ἐξεπτοημένος , συνεσταλμένος , τεθορυβημένος , τεταραγμένος , ἐξεστηκώς . φοβερῶς ἔχων , ἐπιφόβως , ἐπιδεῶς καταδεῶς ,
ἐνθουσιῶν τῷ Ἄρει ἤγουν μαινόμενος . ἔνθεος ] κάτοχος καὶ ἐξεστηκώς . θ ἔνθεος ] ὁ θεόληπτος καὶ κάτοχος .
3852865 ἀναισχυντος
ἀποδύων , ἁρπάζων , ἀφαιρούμενος , παρεισπράττων , ἰταμός , ἀναίσχυντος , ἀπηρυθριακώς , δυσχερής , ἀνήμερος , ἄγριος ,
ἐρᾶν . καὶ ἐγὼ ἔσομαι τοίνυν ὁμοία τις αὐτῷ [ ἀναίσχυντος ] καὶ οὐκ ἀφήσω τὸν ἐμὸν Τίμαρχον . ἔρρωσο
3852639 ἠς
τ ' ἄνδρες δραῖσιν ἀτάσθαλοι [ [ ] ν κεν ἦς ὄνεκτον [ ! ] ! δη [ [ ]
μετοχὴ ἀνείς ἀνέντος , τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀνῶ , ἐὰν ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η
3851950 ἁλους
ἄν : μᾶλλον δὲ πολὺ μετριώτερος ἐκεῖνος , ἔρωτι μὲν ἁλούς , ὡς ἔφασκεν ἀπολογούμενος , ἑκὼν δὲ μάλα εὐψύχως
. ἐπ ' ὀφθαλμοῖς , ἐπ ' αὐτῷ τῷ κλέμματι ἁλούς . παραγγέλσεις . παραγγέλσεις . τὸν βίον . .
3851637 δεινος
Χαλκηδονίου [ ] σθένος , ὀργίσαι τε αὖ πολλοὺς ἅμα δεινὸς ἁνὴρ γέγονεν καὶ πάλιν ὠργισμένοις ἐπάιδων κηλεῖν , ὡς
ἐξέπληττε , τῷ τρόπῳ δὲ ἔθελγεν αὐτὸς ὢν καὶ ῥήτωρ δεινὸς καὶ ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ
3843479 ἐκκλινας
, φημὶ δὲ πρότερον ἀγαθὸς γενέσθαι . εἰ μὲν γὰρ ἐκκλίνας τὴν τῶν πολεμίων ἐπιφορὰν ἄτρωτος ἐγενόμην , οὐκ εὐτυχῆ
, φημὶ δὲ πρότερον ἀγαθὸς γενέσθαι . εἰ μὲν γὰρ ἐκκλίνας τὴν τῶν πολεμίων ἐπιφορὰν ἄτρωτος ἐγενόμην , οὐκ εὐτυχῆ
3839480 γενναιος
κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς
οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς
3835962 εὐδενδρῳ
κατὰ τὴν ἐμὴν δόκησιν ἔν τε Πυθῶνι καὶ ἐν τῷ εὐδένδρῳ ὄρει τοῦ Κρόνου , ὅ ἐστι καὶ ἐν τῇ
γὰρ ὅρκον , ἐμὰν δόξαν παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηρῐώντων ἐνόστης ' ἀντιπάλων
3834418 σχομενος
αὐτὸ δὲ τὸ μὴ γέρας λαβεῖν ᾔτησα δωρεὰν ὑπο - σχόμενος , ἂν ἀπέλθω τοῦτο λαβών , λύσειν τὰ δυσχερῆ
διηνεκέσιν περὶ κύκλον . τὴν ἄρ ' ὅ γε πρόσθε σχόμενος δύο δοῦρε τινάσσων βῆ ῥ ' ἴμεν ὥς τε
3830759 πειθω
, πῶς οὐ χρὴ τὴν ἀπὸ τῶν ἔργων ἕξειν αὐτὰ πειθὼ βεβαιοτέραν ; ἔτι δὲ εὔθυμός εἰμι καὶ διὰ τὸ
διὰ τῶν λόγῳ τε καὶ πείρᾳ γινωσκομένων οἱ μὲν ἐς πειθὼ προαγόμεθα , οἱ δὲ τὰ ἐς αὐτὴν πραγματευόμεθα .
3825277 πεισμα
τὸ ἐν μέσῳ τοῖν ἐθνοῖνκαὶ αὐτερέται πλέουσιν . ἰδοὺ καὶ πεῖσμα βάλλονται , δέχεται δὲ αὐτοὺς οἰκία μάλα ἡδεῖα θαλάμους
μνηστῆρσιν ἴαυον . ” ὣς ἄρ ' ἔφη , καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο , ὑψός
3824466 ὑβρισεν
δεῖ πρός γε τήνδε φροντίδος , ἥτις τοιαῦτα τὴν τεκοῦσαν ὕβρισεν , καὶ ταῦτα τηλικοῦτος ; ἆρά σοι δοκεῖ χωρεῖν
βαρέως , αἰκιστικῶς , ἀφειδῶς , προχείρως , προπετῶς . ὕβρισεν ἐξύβρισεν , ἠσέλγησεν , ἐπαρῴνησεν , ᾐκίσατο , ἐτύπτησε
3823994 γυμνος
ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς γέλωτα
ἤ τινα εὔφημον , τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων , γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχον
3820691 φιλελλην
' ὤκνησεν ἐγκαλέσαι Περσεῖ , ὅτι πολλοῖς ἔθνεσι κεχαρισμένος καὶ φιλέλλην καὶ σωφρόνως ἀντὶ μέθης καὶ τρυφῆς ἄρχει : καὶ
πρόγονος περὶ τούτων κῆρυξ . “ οὗτός ἐστιν ὁ ἐπικαλούμενος φιλέλλην , υἱὸς μὲν Ἀμύντου , πατὴρ δὲ Περδίκκου ,
3817009 Ἀριστοφανει
μέσῃ κωμῳδίᾳ καψιδρώτιον καλούμενον , ὃ νῦν σουδάριον ὀνομάζεται : Ἀριστοφάνει γὰρ ἐν Πλούτῳ τοιαύτη τις ἡ δόξα : ἔπειτα
μοι οὔτ ' αὐτὸς ἠξίουν ἀπολαβεῖν οὔτε ἀναγκάζοντος ἐδεξάμην . Ἀριστοφάνει δὲ καὶ τὸ δοθὲν ἐκεῖνο τὸ μικρὸν ἔργον ἦν
3815822 θρασυς
αὐτοῦ καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς . Ὁ δὲ Συμεὼν ἦν ἀνὴρ θρασὺς καὶ τολμηρὸς καὶ εἵλκυσε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐκ τοῦ
καὶ ἐν βουλῇσιν ἀνὴρ πολύιδρις ἀμείνων . Τοὔνεκ ' ἐυφρονέοντα θρασὺς πάις Οἰνείδαο λέξατό μ ' ἐκ πάντων ἐπιτάρροθον ,
3810394 Μειδιου
εἰ δοῦλός ἐστιν ἢ ἄτιμος , ὥσπερ ἐν τῷ Κατὰ Μειδίου Δημοσθένης Στράτωνι συναγορεύει : ἢ εἰ δι ' εὐπρέπειαν
ἑορταῖς ἀδικούντων , ὡς καὶ Δημοσθένης φησὶν ἐν τῷ κατὰ Μειδίου , καὶ προυβαλόμην ἀδικεῖν τουτονὶ περὶ τὴν ἑορτήν :
3810390 κωμασαι
δὲ ὅλως ἀπαλλάξας ἐπί τε τοὺς ὀρφανοὺς οὐκ ἐάσας ἁρπαγὴν κωμάσαι . σὺ καὶ τὴν τούτων οὓς νῦν ἔχεις ἀδελφὴν
. οὐχὶ δώδεκα κυάθους , ἀνεβόησέν τις , ὑποχεῖς ; κωμάσαι πρὸς τὴν Ταναγρικὴν δεῖ γάρ , ἵν ' ἐκεῖ

Back