καὶ πόσας κοτύλας ὁ θεὸς ὁπότε τὸν κόσμον εἰργάσατο τῆς ἀμιγοῦς καὶ κατὰ ταὐτὰ ἐχούσης οὐσίας ἐνέχεεν εἰς τὸν κρατῆρα
ἀκραέος : τοῦ ἄκρως φυσῶντος ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος . ἀπορρύτου : τῆς ῥεούσης καὶ
6038141 σωματικης
; τίς δὲ δή ἐστιν ὁ ἀπολύων αὐτὰς ἀπὸ τῆς σωματικῆς συστάσεως καὶ μετὰ τὴν διάλυσιν συνάγων πάλιν εἰς μίαν
πῶς καὶ τίνος ὕλης μετέχουσιν ; Οὐ γὰρ δὴ τῆς σωματικῆς , ἢ ζῷα αἰσθητὰ ἔσται . Καὶ γὰρ εἰ
5529232 γηϊνον
, κατ ' εἰκόνα δὲ τετυπῶσθαι θεοῦ , τὸν δὲ γήϊνον πλάσμα , ἀλλ ' οὐ γέννημα , εἶναι τοῦ
σῶμα , ἀλλὰ καὶ τοιόνδε σῶμα , οἷον πύριον ἢ γήϊνον καὶ ὅλως εἰπεῖν κεκοσμημένον τε καὶ πεποιωμένον . Τὰ
5443277 αὐγης
γυῖα ] τὰ μέλη , τὰ κρέατα καταθρύπτῃσι ] ἑψηθῶσι αὐγῆς ] φλογός καί τε βοὸς νέα γέντα : καὶ
ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον ; καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι , αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ ' ἂν
5408123 ἀναφερομενης
τελματοῦνται διὰ τὴν ἐκ τῶν ἡλίων ἀναθυμίασιν : βορβορώδους οὖν ἀναφερομένης τοσαύτης ἰκμάδος , νοσώδης ὁ ἀὴρ ἕλκεται καὶ λοιμικῶν
μὲν γὰρ ἀνατέλλειν τῆς αʹ καὶ κʹ μοίρας τῶν Χηλῶν ἀναφερομένης , τὸ δὲ λοιπὸν τῷ Σκορπίῳ μέσῳ μάλιστα συναναφέρεται
5342725 καθαρας
ἀνὰ οὐγγίας δύο : τὸν χυλὸν ποιοῦμεν οὕτως : ταῦτα καθάρας ἀκριβῶς καὶ πλύνας , βρέχε ὕδατι συμμέτρῳ ἡμέρας δύο
τὸν Ὑπερβόρεον Θεσσαλόν φησιν εἶναι . . : Γρύλλος : καθάρας τοὺς Διοσκούρους , ὡς Φιλοστέφανος . . . β
5295009 ἀφθαρτου
ὅτι μὲν οὖν , εἰ ταῦτα περὶ τῆς μακαρίας καὶ ἀφθάρτου φύσεως , καθ ' ἣν μάλιστα νοεῖται τὸ θεῖον
διάθεσιν ἡμῶν ἰσόθεον ποιεῖ καὶ οὐδὲ διὰ τὴν θνητότητα τῆς ἀφθάρτου καὶ μακαρίας φύσεως λειπομένους ἡμᾶς δείκνυσιν . ὅτε μὲν
5278572 φεγγει
νοητὸν κόσμον ἀνέφηνεν ἡνιοχούμενον . ὁ δ ' ἡνίοχος ἀκράτῳ φέγγει περιλαμπόμενος ἐν κύκλῳ δυσόρατος καὶ δυστόπαστος ἦν , ταῖς
. οὖδας ] ἔδαφος . σε ] εἰς σέ . φέγγει ] ἡμέραι . ἀφικόμην ] ἦλθον . Ἡ λέξις
5177808 θνητης
, ὡς Οὐκ ἔστ ' , ὦ φίλοι ἄνδρες , θνητῆς ψυχῆς φύσις ἥτις ποτὲ δυνήσεται τὴν μεγίστην ἐν ἀνθρώποις
καὶ θεῶν παῖδες οἱ ἥρωες εἰκότως ἐπευφημοῦνται , οὐκ ἐκ θνητῆς συνουσίας αὐτοῖς γενόμενοι , ἀλλ ' ἐκ τῆς μονοειδοῦς
5170287 κωνοειδως
ἄλλα , ὁπόσα φωτίζεται τῶν στερεῶν σωμάτων . Αὕτη τοίνυν κωνοειδῶς σχηματιζομένη ὅλον μὲν οὐκ ἐπιλαμβάνει τὸν ζῳδιακὸν οὐδὲ παντὶ
μεῖζον ᾖ τὸ φωτίζον , ἀναγκαῖον τὴν σκιὰν τοῦ φωτιζομένου κωνοειδῶς σχηματίζεσθαι . Ἐπεὶ τοίνυν σφαιρικὰ σώματά ἐστιν ὅ τε
5169931 σῳζομενης
οἰκείας φύσεως καὶ κινήσεως οὕτως ἐφέλκηται τὸ χόριον : μὴ σῳζομένης δὲ τῆς πρὸς τὸ βρέφος τοῦ χορίου συνεχείας μολίβδου
ἐπιβλαβές , δεῖ γὰρ ἐμπείρως τὴν ὁλκὴν γενέσθαι . διὸ σῳζομένης τῆς πρὸς τὸν ὀμφαλὸν αὐτοῦ συνεχείας ἐπὶ χειρῶν μιᾶς
5149525 εἰργασμενης
λίθῳ τῷ νῦν ἔτι κειμένῳ ὑπὸ τῷ ποδὶ τῆς χαλκῆς εἰργασμένης Λητοῦς , ὃ τῆς τότε πράξεως μίμημα γενόμενον ἀνάκειται
σκληρόν ; Δῆλον , ἔφην ἐγώ , ὅτι διὰ τῆς εἰργασμένης θᾶττον ἂν ἢ διὰ τῆς ἀργοῦ βλαστάνοι . Οὐκοῦν
5142890 μεταθες
τῇ ἁμαρτίᾳ , σταυρώθητι τῷ Χριστῷ , ὅλην τὴν ἀγάπην μετάθες ἐπὶ τὸν Κύριον . Ἅπερ οἱ γῦπες : λείπει
τε ※ ※ ※ ἐπείτοιγε ἐκ τῆς ἰδίας αὐτὸ χώρας μετάθες ὅποι δὴ ἐθέλεις , ” τοῦτο τὸ ψήφισμα ὥσπερ
5138881 αὐξανομενης
μέγας ἰχθὺς , σκολοπίας προσαγορευόμενος ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων : οὗτος αὐξανομένης τῆς σελήνης λευκός ἐστιν : μειουμένης δὲ μέλας γίνεται
ῥῆμα τοῦτ ' ἦν τῶν ξένων , ἔλεγον δὲ ὡς αὐξανομένης . εἰ μὲν οὖν καὶ αὕτη μεταξὺ Λιβύης καὶ
5134898 μαλακης
ἐγχέας δ ' οἴνου γλυκέος εἰς τὸν φλοιὸν ἕψει ἐπὶ μαλακῆς τέφρας , ἔστ ' ἂν καλῶς θερμανθῇ . τοῦτο
πλυνόμενα . ταύτας οὖν ἡ ἕψησις ἐκκαλεῖται τῆς σαρκός , μαλακῆς γὰρ τῆς πυρώσεως καὶ μεθ ' ὑγροῦ διδομένης ,
5074596 προκυπτει
οἰκουρῆσαν τὸ πολὺ τῆς ἀκμῆς εἴσω τῆς κάλυκος , ὀψὲ προκύπτει καὶ σχίζεται . ἀλλ ' οὐδ ' ὀπωρίζειν ἔξεστιν
εὐφώνως . γυνὴ δ ' ἀκούει τοῦδε , κἀξαναστᾶσα θυρίδων προκύπτει , καὶ βλέπουσα τὸν παῖδα λαμπρῆς σελήνης ἐν φάει
5054310 αἰσθητικης
τὰ ἄλλα εἴδη κωλύσει . δῆλον δὲ μάλιστα ἐκ τῆς αἰσθητικῆς τοῦτο δυνάμεως : αὕτη γὰρ σῶμα μὲν οὐκ ἔστιν
. καὶ γὰρ καὶ ἡ κατὰ τὸ πείθεσθαι λόγῳ τῆς αἰσθητικῆς ἐνέργεια μόνου ἀνθρώπου ἐνέργεια , ὅτι μηδ ' ἁπλῶς
5006851 πασης
δὲ μάλ ' αἶψ ' ἐνόησε μάχης ἐπ ' ἀριστερὰ πάσης θαρσύνονθ ' ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι : θεσπέσιον γάρ
τοῦ τε Πόντου κρατῶν καὶ τῆς Μικρᾶς καλουμένης Ἀρμενίας καὶ πάσης τῆς Ποντικῆς θαλάσσης τῆς κύκλῳ τοῦ Βοσπόρου , Νικομήδην
4978341 θνητου
ἀρχαί , τὸ δὲ ὅλον σύστημα τῶν εἰς χρείαν τοῦ θνητοῦ βίου συντελουσῶν ἐκ τοῦ γονίμου τῆς ψυχῆς λόγου προελήλυθεν
τὸ λογικὸν οὐ τοῦ λογικοῦ καὶ τὸ θνητὸν οὐ τοῦ θνητοῦ , ἀλλ ' ἕκαστον ἄλλο , οὐδὲ ὁ ἐκ
4956749 φεγγη
ψυχῆς ἐξωστῆρες ἀνάπνοοι εὔλυτοί εἰσιν . . . . εὔλυτα φέγγη . πυρσὸν ἀνάψας ' . . . πάντοθεν ἀπλάστῳ
τὰς χρόας τὸ ἡμερινὸν φῶς ἐπέχῃ , ἀλλὰ ὧν νυκτερινὰ φέγγη , ἀμβλυώττουσί τε καὶ ἐγγὺς φαίνονται τυφλῶν , ὥσπερ
4955530 νοερας
αὐτοῦ , νόει , ὅτι τἀγαθόν ζωῆς γὰρ ἔμφρονος καὶ νοερᾶς αἴτιος δύναμις ὤν , ἀφ ' οὗ ζωὴ καὶ
ἔζων οἱ τοιοῦτοι , μάθοιμεν ἂν νοήσαντες , ὅτι τῆς νοερᾶς δοτήρ ἐστιν ὁ Κρόνος ζωῆς , κόρος ὢν τοῦ
4948402 πυκνοτητος
σφυγμῶν ἐν ἀρχῇ μὲν εἰσβολῆς ἀμυδρᾶς καὶ ἀνωμάλου κινήσεως μετὰ πυκνότητος , ἐν ἀκμῇ δὲ σφοδροτάτης μετὰ ἐπάρσεως καὶ τάχους
λέγοι τὸ κενόν : αὕτη γάρ ἐστιν ἡ μανότητος καὶ πυκνότητος δεκτική , οἷς ἕπεται τὸ βαρὺ καὶ κοῦφον καὶ
4946315 ὁρμητικης
κατὰ συναίρεσιν αἴξ : καὶ Ὅμηρος : ἰξάλου αἰγός , ὁρμητικῆς δηλονότι , . , . * . Αἰξωνεύεσθαι :
. . ? . ταναὸν . τὸν λεπτομερῆ φοιταλέου . ὁρμητικῆς . ἢ τὸ φεῦ συντέτακται ἵν ' ᾖ :
4942673 ἑωυτο
ἔξω τοῦ σώματος τὸν ὑγρὸν καὶ ψυχρὸν συνάγον ἐφ ' ἑωυτὸ εἴσω , ἠπίαλον ποιεῖ τότε ἔξω τοῦ σώματος ἅτε
; . : μᾶλα ] τῷ θερμῷ ἕλκοντος ἐφ ' ἑωυτὸ τοῦ θερμοῦ εἰς τὴν τροφὴν [ ἐν ] ἑωυτοῦ
4931345 ἑλκωδους
' ἐκ συνδρομῆς , οἷον θερμασίας ἅμα καὶ σφυγμοῦ καὶ ἑλκώδους ἁφῆς καὶ ἐρυθήματος καὶ δίψους καὶ τῶν ἀνάλογον ,
, καὶ τοῦτο οὐ περὶ παντός : οὐδὲ γὰρ τοῦ ἑλκώδους , ἀλλὰ τοῦ τονώδους , καὶ ὀστοκοπώδους , τῶν
4925144 ἐπιθυμητικης
, τὸ μὲν τῆς θυμικῆς μόνον , τὸ δὲ τῆς ἐπιθυμητικῆς , τὸ δὲ τῆς λογικῆς καὶ ἄλλο ἄλλης ,
Ἐπικούρειοι οὐκ ἔμψυχα : τινὰ γὰρ ψυχῆς ὁρμητικῆς εἶναι καὶ ἐπιθυμητικῆς , τινὰ δὲ καὶ λογικῆς : τὰ δὲ φυτὰ
4923411 ἀπλανους
τῶν κατὰ τὸν κόσμον , οἷον τὴν ἐσχάτην ἴτυν τῆς ἀπλάνους , ἀλλ ' ὡς εἰς τὴν ἁπλότητα αὐτοῦ πάντων
τῶν κατὰ τὸν κόσμον , οἷον τὴν ἐσχάτην ἴτυν τῆς ἀπλάνους , ἀλλ ' ὡς εἰς τὴν ἁπλότητα αὐτοῦ πάντων
4901313 νοερον
εἰς τὸν ὅλον κόσμον : οἷον εἰ τὸ μὲν εἴη νοερόν , τὸ δ ' ὅλον ἄψυχον ἢ φυσικόν ,
Ὁ μὲν οὖν παντεπόπτης Ἥλιος , πυρώδης ὑπάρχων καὶ φῶς νοερόν , ψυχικῆς αἰσθήσεως ὄργανον , σημαίνει μὲν ἐπὶ γενέσεως
4900250 χαλασθαι
. ἤτοι οὖν τὰς ἡνίας δεκτέον χαλινοὺς εἰρῆσθαι διὰ τὸ χαλᾶσθαι αὐτὰς καὶ πάλιν ἀνέλκεσθαι , ἢ καὶ ἐπὶ τῶν
σύμφυτος ἐνέργεια τοῖς μυσί , τὸ δ ' ἐκτείνεσθαι καὶ χαλᾶσθαι τῶν ἀντιτεταγμένων ἐνταθέντων τε καὶ πρὸς ἑαυτοὺς ἑλκυσάντων γίνεται
4897433 μυσαντων
τῶν ἀπνευστὶ καὶ ἄνευ τοῦ ἀναπαύεσθαι πινόντων , οἱονεὶ μηδὲ μυσάντων . Τοῦ αὐτοῦ ἔχεται καὶ τὸ ἐξαμυστῆσαι . Ἄμας
κατὰ δὲ ἔγερσιν πάλιν ἔμφρονες : ἐν γὰρ τοῖς ὕπνοις μυσάντων τῶν αἰσθητικῶν πόρων χωρίζεται τῆς πρὸς τὸ περιέχον συμφυΐας
4896012 ὀσφρησεως
δὲ ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων , οὕτω καὶ ἐπ ' ὀσφρήσεως : ἡ γὰρ αὐτὴ καὶ ὀσφραντοῦ καὶ ἀνοσφράντου κριτική
γίνεσθαι αἴσθησιν ἁψαμένου τοῦ αἰσθητοῦ ; ἐπεὶ καὶ ἐπὶ τῆς ὀσφρήσεως τῇ ἀναπνοῇ τὴν ὀσμὴν ἕλκομεν ἕως ἂν προσπέσῃ δηλονότι
4893815 περιπατος
τὸ γὰρ σύμπτωμα τότε ἔσται , ὅτε καταντήσει ἐκεῖσε ὁ περίπατος . Μὴ ἀπόφηνον περὶ ἀποδημοῦντος ὅτι ἐτελεύτησε , πρὶν
πάροδον , ἀλλὰ κατὰ πῆξιν . Ὅτε δὲ καταντήσει ὁ περίπατος ἀπό τε τοῦ ὡροσκόπου καὶ τῶν λοιπῶν ἀφετῶν ἐπί
4874311 σωματοειδες
κόσμου ἐκ πυρὸς καὶ γῆς : δεῖ δὲ τὸ γενησόμενον σωματοειδὲς ἀντιτυπικὸν εἶναι καὶ ὁρατὸν . . . Θ .
ἀπετέλει , τελευτῶν δὲ ἀμβλύτερον : τούτων δὲ αὐτῷ τὸ σωματοειδὲς τῆς συγκράσεως αἴτιον , τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως
4867781 ζωτικον
πυρετόϲ ἐϲτι θερμότηϲ παρὰ φύϲιν καρδίαϲ καὶ ἀρτηριῶν βλάπτουϲα τὸν ζωτικὸν τόνον , ἀναφερομένη τε ἐκ βάθουϲ καὶ δριμεῖα καὶ
πήρωσις αὐτῷ ἐπακολουθήσῃ . τοῦτο δὲ τοὐνυπάρχον ἐστὶ τὸ λεγόμενον ζωτικὸν θερμόν , ὃ πῦρ μὲν οὐκ ἔστιν : οὐ
4862527 διαμονης
, διὰ τῆς συγγενοῦς φιλοζωίας τὰς διαδοχὰς εἰς ἀΐδιον ἄγουσα διαμονῆς κύκλον . αἱ δὲ καλούμεναι καμηλοπαρδάλεις τὴν [ μὲν
δὲ καὶ περὶ Κύζικον . Ἀλλὰ περὶ μὲν τῆς τούτων διαμονῆς καὶ τὸ ὅλον τῆς φύσεως τάχ ' ἂν ἐν
4845360 συνεργουσης
δὲ π μύσαντός τε τοῦ στόματος καὶ οὐδὲν τῆς γλώττης συνεργούσης τοῦ τε πνεύματος κατὰ τὴν ἄνοιξιν τῶν χειλῶν τὸν
ὁ υἱὸς Μεγαρέως τῆς Σχοινέως Ἀταλάντης τῆς δρομαίας ἐρασθεὶς Ἀφροδίτης συνεργούσης ἔδραμεν ἐπὶ τὸν ἀγῶνα . ἢ γὰρ ἔδει τὸν
4840097 οὐρανιον
πρὸς ἄλληλα καὶ ὁμοιότητα ἔχειν πρὸς ἑαυτὰ , ὥστε τὸ οὐράνιον σῶμα ψυχὴν εἶναι ὠγκωμένην καὶ ζωὴν ἐπὶ πᾶν διεστῶσαν
πρὸς τὴν ὕλην , ἀναγωγός τε ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ καὶ ἄυλον ἀλλ ' οὐχὶ κάτω βρίθουσα περὶ
4834572 φεγγους
ἰδεῖν , ἀμυδροτέραις χρῆται ταῖς προσβολαῖς , ἀκράτου καὶ πολλοῦ φέγγους ἐκχεομένου , ὡς τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα ταῖς μαρμαρυγαῖς
ἄρσιν ἀμαυρουμένων αὐτοῖς τῶν ὀμμάτων ὑπὸ τοῦ κατὰ τὸν ἥλιον φέγγους . ταῦτα μὲν οὖν τὰ μέρη τῆς Τρωγλοδυτι -
4832063 φωνητηριον
ἐναντίον κυρίου ” . λόγιον οὖν ἐστιν ἐν ἡμῖν τὸ φωνητήριον ὄργανον , ὅπερ ἐστὶν ὁ γεγωνὼς λόγος : οὗτος
ἡγεμονικοῦ μέρος ἑπταχῆ σχίζεται , εἰς πέντε αἰσθήσεις καὶ τὸ φωνητήριον ὄργανον καὶ ἐπὶ πᾶσι τὸ γόνιμον : ἃ δὴ
4826579 θερμασιης
πρὶν αἱ κρίσιες παρέλθωσιν . Ὁ πλεύμων οἰδέων ὑπὸ τῆς θερμασίης : ὁκόταν ὁ πλεύμων οἰδήσῃ ὑπὸ θερμασίης πλησθεὶς ,
τῆς σικύης , καὶ ἐντὸς πρὸς τὴν κοιλίην ὑπὸ τῆς θερμασίης : ὁπόταν γὰρ ἀποφραχθῇ καὶ μὴ ἔχῃ ὅπη ὁδοιπορέῃ
4826376 εὐαισθησιας
στόμαχον δ ' ἐκλυόμενον τονοῦσι καὶ δύναμιν διαρρέουσαν συνιστᾶσιν , εὐαισθησίας δὲ ποιητικοί : οἱ δὲ νοτιώτεροι συμπληρωτικοὶ κεφαλῆς καὶ
ἀσθενοῦς καὶ ἕξεως ἰσχνῆς καὶ σχέσεως ἀραιᾶς καὶ πρὸς τούτοις εὐαισθησίας , δεῖ σε διὰ μὲν τὴν κρᾶσιν καὶ τὴν
4821298 κινουμενης
ἕλικος γένεσις ἁπλῆ : γεννᾶται γὰρ τῆς μὲν εὐθείας κύκλῳ κινουμένης περὶ τὸν ἄξονα , τοῦ δὲ σημείου ἐπὶ τῆς
ἑστάναι ἑστῶτος ἔτι μεταβάλλει , οὐδ ' ἐκ τῆς κινήσεως κινουμένης ἔτι μεταβάλλει : ἀλλὰ ἡ ἐξαίφνης αὕτη φύσις ἄτοπός
4816154 ἁβρου
ἐγένετο πλούσιος καὶ ἁβροδίαιτος . Δύναται δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ ἁβροῦ τὸ ὄνομα γεγονέναι . Ἀγορὰ Κερκώπων : ἐπὶ τῶν
τὸ αὐτὸ δὴ συνιόντων κάλλους σώματος , ἡλικίας ἀκμῆς , ἁβροῦ σχήματος , ἀπείκασεν ἄν τις τὸ μειράκιον Διονύσου καλαῖς
4802735 ἁθροος
. πολέμιός ἐστι πᾶς ὁ συμπίνων ὄχλος . κινεῖ γὰρ ἁθρόος οὗτος : εἰσελήλυθεν ἐκ πέντε καὶ δέχ ' ἡμερῶν
πονεῖν ] εὐσχημονέστατοι γίγνονται , ἐὰν ἡγῇ αὐτοῖς οὕτως , ἁθρόος μὲν ἂν ὁ κτύπος , ἁθρόον δὲ τὸ φρύαγμα
4799352 μεμιγμενης
ἂν εὖ γένοιτ ' ἔτι , τῆς ἰδιότητος πρὸς ἑτέραν μεμιγμένης καὶ συμπλεκομένης οὐχὶ συμφώνους ἁφάς ; τὸ ταῦτα διορᾶν
, πρὸς ἀναλογίαν δηλονότι τοῦ δένδρου , ἢ γῆς ἀργιλλώδους μεμιγμένης βολβίτοις ἢ φυκίων τοσοῦτον . οὐκ ἔλαττον δὲ καὶ
4798678 ἐμψυχου
ἐπειδὴ οὐσιωδῶς τοῦ γένους , τοῦτ ' ἔστι τῆς οὐσίας ἐμψύχου αἰσθητικῆς , οὐ κατηγορεῖται . ὁ αὐτὸς λόγος καὶ
τὸ τοῦ Κριοῦ καὶ τῶν ὅλων ἀρχὴν ὑποτίθενται , καθάπερ ἐμψύχου ζῴου τοῦ ζῳδιακοῦ τὴν ὑγρὰν τοῦ ἔαρος ὑπερβολὴν προκαταρκτικὴν
4791831 οὐρανιου
καὶ ναοὺς χρυσοῦς δύο Διός , τὸν μὲν μείζονα τοῦ οὐρανίου , τὸν δὲ ἐλάττονα τοῦ βεβασιλευκότος καὶ πατρὸς αὐτῶν
, μόχθον ὅλον ῥίψασα , καὶ εἰς πόλον ὄμμα βαλοῦσα οὐρανίου λαμπτῆρος ἀμέλγεται ὄμπνιον αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος
4788804 ἀψυχου
τις ἀριθμεῖν αὐτὴν πολλοστήν , τοσούτων , σώματος οὖσα ὄντως ἀψύχου μεταβολή ; Ὀρθῶς . Ὀρθῶς ἄρα καὶ κυρίως ἀληθέστατά
ἀνενδεὴς καὶ οὐδὲν ἐπιποθοῦσα οὐδὲ ἐπιθυμοῦσα οὐδενὸς οὔτε ἐμψύχου οὔτε ἀψύχου πρὸς ἡδονῶν ἀπολαύσεις ; οὐδὲ χρόνου , ἐν ᾧ
4787047 ζωτικης
περιττώματα , ἐν ὅσῳ ἐν ἡμῖν ἐστι , μετέχει τινὸς ζωτικῆς θέρμης , ἔξω δὲ προελθόντα ἀποψύχεται : ἔχει οὖν
, ἰσχνότεροι δὲ , ὅτι ἐν τῷ ἀχρήστῳ ἐξαγομένης καὶ ζωτικῆς θερμασίας . οἱ μέντοι πεπυκνωμένοι , τὸ ἐναντίον ,
4784793 φωτος
τοῦτο καὶ ἡ οὐσία . ἀλλ ' εἰ τῆς τοῦ φωτὸς ἀφθαρσίας οὐ συναπολαύει ἡ δύναμις ἡ αἰσθητική , οὐδὲ
ἄλλως δὲ ἀποδείκνυμεν . τί ἐστι σελήνης ἔκλειψις ; στέρησις φωτὸς ὑπὸ γῆς ἀντιφράξεως . ἡ σελήνη ἀντιφράττεται : τὸ
4779470 χωρημα
ψηλαφᾷ . εὐρύτερον : πλατύτερον . κύτος : πλάτος , χώρημα , τὴν θέσιν . ἀμφιβαλέσθαι : εἰς τὸ ,
οὖν ὁ χορὸς πλεονασμῷ τοῦ τ , χόρτος . τὸ χώρημα δύναται , καὶ ὁ χῶρος κατὰ συστολὴν , καὶ
4776475 ψυχικης
καὶ ἑτέρωθεν εἰς ἕτερα ὑφιζάνουσαν τῆς σωματοειδοῦς , τῆς δὲ ψυχικῆς τὴν ἀφ ' ἑαυτῆς εἰς † ἀνέλιξιν καὶ εἰς
οἰκεῖα τῇ κακίᾳ . ὁμοίως δ ' ἔχει καὶ ἐπὶ ψυχικῆς λύπης . τὸ μὲν οὖν ὅλον ἐνέργεια τοῦ κατὰ
4741963 παντοδαπης
παρέχεται τοῖς ζητητικοῖς . Μήποτε οὖν , πολλῆς οὔσης καὶ παντοδαπῆς τῆς τῶν πρός τι φύσεως , ἔστι τις αὐτῶν
Αὐτῆς δὲ τῆς Πυρήνης τὸ μὲν Ἰβηρικὸν πλευρὸν εὔδενδρόν ἐστι παντοδαπῆς ὕλης καὶ τῆς ἀειθαλοῦς , τὸ δὲ Κελτικὸν ψιλόν
4724647 καυματωδους
τέρμα αὐτὸ τῆς Ἀφροδίτης ἡ γυνὴ γενομένη πέφυκεν ἀσθμαίνειν ὑπὸ καυματώδους ἡδονῆς , τὸ δὲ ἄσθμα σὺν πνεύματι ἐρωτικῷ μέχρι
καὶ γυναιξίν . ἔσονται δὲ καὶ ὀφθαλμίαι , τοῦ φθινοπώρου καυματώδους ὄντος . ἔσται καὶ γυναικῶν θάνατος . τῶν ξυλικῶν
4714698 ἀναδωσει
καὶ τὰς ἐπιπολῆς ῥίζας . ἐργασθὲν γὰρ οὕτω τὸ φυτὸν ἀναδώσει πάλιν ἀσπάραγον . τοῦτο δὲ τὸ λάχανον οὐ χαίρει
νεὼς εἰς τὴν γῆν ὕδωρ ἐκ τῆς βίας τοῦ πηδήματος ἀναδώσει καὶ συμβολὴ πολέμου γενήσεται σαλπισασῶν τῶν σαλπίγγων τῶν ἐν
4712543 μονιμου
ἐρῶν : καὶ γὰρ οὐδὲ μόνιμός ἐστιν , ἅτε οὐδὲ μονίμου ἐρῶν πράγματος . ἅμα γὰρ τῷ τοῦ σώματος ἄνθει
πλημμελὲς ἐκ τῆς οὐσίας ἐκείνης ὑπελάμβανον διακρίσεως καὶ ταὐτότητος καὶ μονίμου καταστάσεως καὶ εὐταξίας μεταλαγχάνειν , καθ ' ὅσον αὐτῷ
4688539 λογικης
ἀποτέλεσμα , ἀλλὰ παρακολούθημα . Ὅτι οἱ μὲν ἀπὸ τῆς λογικῆς ψυχῆς ἄχρι τῆς ἐμψύχου ἕξεως ἀπαθανατίζουσιν , ὡς Νουμήνιος
ἑτέρην προτέρην : τὴν ἀμείνω λέγει καὶ αὐτὴν οὖσαν τῆς λογικῆς ψυχῆς ἅμιλλαν σύντονον πρὸς τὸ ἀγαθὸν ὁρῶσαν . ταύτην
4686402 ὑμενωδες
καὶ τὸ ὀστοῦν τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι καὶ ὑμενῶδες καὶ ἀραιόν , φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν
τοῦ θυρεοειδοῦς . τοῦτο δὴ πιμελῶδες μέν ἐστιν ἅμα καὶ ὑμενῶδες τὴν οὐσίαν , πρῶτον δὲ καὶ κυριώτατον ὑπάρχει τῆς
4672203 καθιησι
πρὸς δὲ τὴν θεραπείαν τοῦ παρεσχισμένου σώματος ἀθροισθέντων αὐτῶν εἷς καθίησι τὴν χεῖρα διὰ τῆς τοῦ νεκροῦ τομῆς εἰς τὸν
πρὸς δὲ τὴν θεραπείαν τοῦ παρεσχισμένου σώματος ἀθροισθέντων αὐτῶν εἷς καθίησι τὴν χεῖρα διὰ τῆς τοῦ νεκροῦ τομῆς εἰς τὸν
4668583 χεομενης
μὲν γὰρ καὶ ὑπεροψία | διὰ τοῦ πλάτους ἐμφαίνεται , χεομένης τῆς ψυχῆς ἄμετρον ἐφ ' ἃ μὴ δεῖ χύσιν
σωμάτων . Ὁ τοίνυν ἐν τῇ ἐκπυρώσει ὑπὸ τῆς οὐσίας χεομένης καταλαμβανόμενος τόπος νῦν κενός ἐστιν , οὐδενός γε σώματος
4654012 πνευματικον
παγῇ , χάλαζαν δ ' ὅταν συμπεριληφθῇ τι τῷ ὑγρῷ πνευματικόν . Ἀναξαγόρας νέφη μὲν καὶ χιόνα παραπλησίως , χάλαζαν
. ποιεῖ καὶ πρὸς τὰς εἰλεώδεις διαθέσεις καὶ πᾶν ἄλγημα πνευματικόν : θαυμαστῶς γὰρ δι ' ἐρυγῶν καὶ φυσῶν διαφορούμενοι
4647862 καρδιας
μόνῃ τῶν πεπονθότων ἀλλήλων διαλλάττοντα . Ἴδια δὲ ἑκάστου , καρδίας μὲν ψύξεις τε καὶ θερμότητες ἑκτικαὶ πρώτως αὐτῇ γινόμεναι
] τὸ ἐν ταῖς ἀρτηρίαις τῶι πολὺ κεχωρίσθαι ταύτας τῆς καρδίας . καὶ πάλι πρώτη πληρωθήσεται αἵματος ⌈ πρὸς [
4646714 φαρυγγος
. . φρὴν δὲ ἐστὶν ὑμήν τις διήκων ἀπὸ τοῦ φάρυγγος μέχρι τῶν ὑπογαστρίων μερῶν . διερχόμενος οὖν ἔνθεν κἀκεῖθεν
τὸ πλέον καὶ φλεγμονὰς ἐργάζονται . Τῶν μὲν ἐντὸς τοῦ φάρυγγος μυῶν φλεγμαινόντων , συνάγχη λέγεται τὸ πάθος , τῶν
4640704 κατασπᾳ
ὅσον χηραμίδα , ταῦτα ἐν οἴνῳ δίδου πίνειν . Ἐπιμήνια κατασπᾷ . Πευκέδανον καὶ πάνακες καὶ γλυκυσίδης ῥίζαν ἐν οἴνῳ
χαῦνον καὶ τὸν ὄγκον εἰσάγει , ὑψοῖ τὸ μικρὸν καὶ κατασπᾷ τὸ πλέον , Δίωνα τὸν τέττιγα , τὴν σοφὴν
4631346 περιεργου
προσηκούσης φυσικὸν καὶ τοῦτ ' εἶναι . τὸ δὲ ἐπιθυμεῖν περιέργου τροφῆς ἢ περιέργου τε καὶ τρυφερᾶς ἐσθῆτός τε καὶ
, ἀλλ ' ἀπατᾶι τοὺς φίλους προσποιούμενος ὑπὸ ποικίλης καὶ περιέργου γνώσεως ἀληθὴς εἶναι φίλος . ὄμματα δὲ φωτὸς εἶπεν
4625375 ἀποκριθεν
οὖν ἐξευρὸν ἑαυτῷ εὐρυχωρίην , καὶ τοῦ μὲν ὕδρωπος τὸ ἀποκριθὲν ἀπὸ τῆς συστροφῆς ἔρχεται , ἅτε ψυχρότατον καὶ βαρύτατον
. ιζʹ . Ὑδάτων ἀτεχνέων τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ αἰθέρος ἀποκριθὲν ἢ βρονταῖον , ὡραῖον , τὸ δὲ λαιλαπῶδες κακόν
4618821 ὁρασεως
κάτοπτρον σχέσιν . εἰ δέ τι τῶν ἐνταῦθα λεγομένων περὶ ὁράσεως μὴ συνᾴδει τοῖς ἔμπροσθεν , οὐ δεῖ θαυμάζειν :
καὶ διὰ βρωτῶν καὶ ποτῶν καὶ ἁφῶν καὶ ἀκοῆς καὶ ὁράσεως νομικῶς . Τὸ γὰρ καθόλου πάντα πρὸς τὸν φυσικὸν
4614503 ζωης
τολμηρότερον , ἀληθέστερον δέ : ὥσπερ γὰρ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς ζωῆς οὐ δύναται ζῆν , οὕτως οὐδὲ ὁ θεὸς δύναται
τοῦ Ἰσιδώρου τὸ εἶδος ὡς ἔνθεον καὶ πλῆρες εἴσω φιλοσόφου ζωῆς . , ; , . . εὔτροχον ἀποσαφοῦντες οἵ
4612629 μιμημα
τὸν σκινδαψὸν ὄργανον λέγει μουσικὸν , τὸ δὲ βλίτυρι χορδῆς μίμημα . : Τῶν δ ' ἐλύμων αὐλῶν μνημονεύει καὶ
φύσις σοφὴν ἐς ἱστουργίαν ἐδημιούργησε . καὶ φιλοτεχνεῖ οὐ κατὰ μίμημα , οὐδὲ ἔξωθεν λαμβάνει τὸ νῆμα , ἀλλ '
4608195 ἰχωρι
ἀποκόπτοις , κακοηθέστερόν τε καὶ ὀδύνην παρέχον καὶ χορηγούμενον αἱματώδει ἰχῶρι : ἔστι δ ' οἷς καὶ ἀποτεμνόμενα τοιαῦτα φύεται
ἄνθρωπον : τοῦτον χρὴ πρίειν , ὡς ἔξοδος ᾖ τῷ ἰχῶρι , μὴ μοῦνον ἔσοδος , εὐρέως διαπρισθέντος , καὶ
4605619 γεγεννηκοτα
θέας διασπαράξειν , ὁ μὲν ἀνεβόησεν οἰκτρόν , ἐπιβοώμενος τὸν γεγεννηκότα οὐ βοηθὸν οὐδὲ σύμμαχονᾔδει γὰρ πρεσβύτην ὄντα καὶ ἀσθενῆἀλλὰ
προελθὼν ἐκ τῆς τοῦ πατρὸς δυνάμεως οὐκ ἄλογον πεποίηκε τὸν γεγεννηκότα . καὶ γὰρ αὐτὸς ἐγὼ λαλῶ , καὶ ὑμεῖς
4595036 πυρωδους
οἷον τοῦ θερμοῦ ὡς θερμοῦ , διακρίσεως μόνης αἰσθάνεται καὶ πυρώδους οὐσίας : ὅταν δὲ μετὰ φαντασίας ὡς πρὸς τὸ
τοῦτο γλυκύτατον εἶναι πάντων τῶν ποταμῶν , ἅτε φύσει τοῦ πυρώδους πᾶν τὸ ὑγρὸν ἀπογλυκαίνοντος . οὗτος δ ' ὁ
4594932 θερμης
ἕλκειν μᾶλλον τῶν ἄλλων . Ῥόδων ἡ δύναμις ἐξ ὑδατώδους θερμῆς ἀναμεμιγμένης δυσὶ ποιότησιν ἑτέραις ἐστί , τῇ τε στυφούσῃ
ἔξωθεν ἐπιτιθεμένων : ἔχει γάρ τι βραχὺ διαφορητικῆς τε καὶ θερμῆς δυνάμεως , ἧς πλείστης τὸ μέλι μετείληφεν . Κίκεως
4587690 ζοφωδες
πείσει δὲ Ἱπποκράτης καὶ ἐκ τῶν φαινομένων : οὕτω γὰρ ζοφῶδες ἦν τὸ ἐκ τῆς κεφαλῆς πεμπόμενον πνεῦμα , ὅτι
ταπεινὰ τὰ δὲ κοῖλα . καὶ παραμεμῖχθαι τῷ πυροειδεῖ τὸ ζοφῶδες , ὧν τὸ πάθος ὑποφαίνει τὸ σκιερόν : ὅθεν
4587654 ἀτροφων
δεδεμένοις τοὺς παχεῖς τε καὶ ὀγκώδεις τῶν λεπτῶν τε καὶ ἀτρόφων μᾶλλον ὁ δεσμὸς πιέζει : τινὰς μέντοι καὶ λίαν
ἑλκοῦϲθαι κίνδυνοϲ νεφροὺϲ ἢ κύϲτιν ἢ μήτραν καὶ ἐπὶ τῶν ἀτρόφων μὲν καὶ λεπτῶν δεομένων δὲ καθάρϲεωϲ . μάλιϲτα δὲ
4579349 ψυχικου
. Διὰ τί οἱ μαινόμενοι παρακόπτουσιν ; ὅτι δυσοδία τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος ἀποτελεῖται , διὰ τὴν ἔνστασιν καὶ τὴν μύσιν
ὅταν δὲ μετ ' ὠκύτητος , ἀθρόα ὕλη καθάπερ ἔλαιον ψυχικοῦ γίνεται φωτός . τὴν πέτραν ταύτην ἑτέρωθι συνωνυμίᾳ χρώμενος
4579021 ὑποστεναζει
ἰσχυρόν . οὐράνιον πόλον ] τὴν οὐρανίαν σφαῖραν . . ὑποστενάζει ] μετ ' ὠδῖνος ὑπανέχει . βοᾷ ] διὰ
ὁ βυθὸς καὶ ὁ μέλας τόπος τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει καὶ ὑποστενάζει , ἢ μετὰ στεναγμοῦ ἦχον ἐμφέρει . αἱ πηγαί
4578681 φερομενης
τὸ γεωμετρίας ἀγαθὸν αὖθις ἐπὶ τὰ αἰσθητὰ παλινδρομούσης καὶ μὴ φερομένης ἄνω μηδ ' ἀντιλαμβανομένης τῶν ἀιδίων καὶ ἀσωμάτων εἰκόνων
κατὰ ἐν ἤθει διάθεσιν , οὔτ ' ἐξ ἀττούσης καὶ φερομένης πρὸς δήποτε πραΰνει καὶ εἰς ἠρεμίαν καθίστησιν , οὐδ
4559733 εἰλικρινους
. . . . [ . . . . ] εἰλικρινοῦς δὲ καὶ καθαροῦ καὶ ἀττικοῦ λόγου κανόνας καὶ στάθμας
αἱ σπουδαῖαι ἐνέργειαι . οὐδὲ γὰρ ἐπεὶ τῆς ἐλευθερίου καὶ εἰλικρινοῦς ἡδονῆς ἄγευστοι καθάπαξ ὄντες ἐπὶ τὰς σωματικὰς καταφεύγουσιν ἡδονάς
4554906 λυκοφως
. * . . [ Ἄγχαυρον : τὸ καλούμενον ] λυκόφως : [ σημαίνει δὲ ] τὴν ὀρθρινὴν [ τὴν
ἀμῶντας : οὐκ ἀσκόπως : ὁ γὰρ κορυδαλλὸς περὶ τὸ λυκόφως ἐξέρχεται εἰς τὰς νομάς , ὅτε καὶ τοῖς θερισταῖς
4549227 περιπατουντων
κατὰ μέρος , ὅλον μὲν ὡς ἐπὶ τῶν τροχαζόντων καὶ περιπατούντων θεωροῦμεν , κατὰ μέρος δὲ ὡς ἐπὶ τῆς ἐκτεινομένης
τήν τε ἀρόσιμον ὑπὲρ κεφαλῆς εἶναι τῶν ἐπὶ τοῖς ὑποστύλοις περιπατούντων . πατουμένης δὲ τῆς ἄνωθεν ἐπιφανείας , ὡς ἐπὶ
4548080 διογκουται
, ὥστε σχεδὸν καὶ ἄδηλον γενέσθαι , καὶ πάλιν τάχιστα διογκοῦται : καὶ μάλιστα τοῦτο συμβαίνει ἐπὶ τῶν ὑπὸ τὸ
ἔρις , ἐπειδὰν ὑποκινηθῇ , πρὸς μέγα δή τι κακοῦ διογκοῦται . Καὶ ταυτὶ μὲν ἴσως μετριώτερα . Πολλὴ δὴ
4542600 καμπης
ἀριστερᾶς χειρὸς τοῦ Κηφέως γράφεσθαι αὐτόν , καὶ διὰ τῆς καμπῆς τοῦ Ὄφεως , καὶ παρὰ τὴν οὐρὰν τῆς Μικρᾶς
ὄρνιθος . Λέγεται δὲ τὸν βίον ἀετὸς καταστρέφεσθαι , τῆς καμπῆς τοῦ ἄνω χείλους πρὸς τὸ κάτω συγκαμψάσης . Ἀράβιος
4537871 τρωσεως
τῶν περιστερῶν συμπεριλαμβάνοντα πολὺ καὶ τῶν ὑγιεινῶν μερῶν . τῆς τρώσεως δ ' ἐγκαρσίας γενομένης , ὁ μὲν κίνδυνος τοῦ
' ἑπόμενος τῷ φοιβάσματι τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῇ ἀνάγκῃ τῆς τρώσεως , εἰς τὸν Ἀχιλλέα κατὰ δευτέραν λογισμοῦ προσβολὴν παραγέγονεν
4529263 ἀθανατου
συμπεσοῦσαν στῆναι καὶ μήποτε αὖθις ἔχειν ὅθεν κινηθέντα γενήσεται . ἀθανάτου δὲ πεφασμένου τοῦ ὑφ ' ἑαυτοῦ κινουμένου , ψυχῆς
δὲ ῥίψασαν ἑαυτὴν εἰς τὴν θάλατταν Λευκοθέαν ὀνομασθῆναι καὶ τιμῆς ἀθανάτου τυχεῖν παρὰ τοῖς ἐγχωρίοις . χρόνῳ δ ' ὕστερον
4528843 καθαρωτατου
, ἀκριβῶϲ ἔχειν ἐν τῇ μνήμῃ , καὶ μάλιϲτα τοῦ καθαρωτάτου ὕδατοϲ καὶ μηδεμίαν ὧν προείρηκα ποιεῖν ἐμφαίνοντοϲ ποιότητα ,
μοι δοκῶ τῆς αἰτίας ὡς μεμιασμένον ἤλασε τοῦ ἱερωτάτου καὶ καθαρωτάτου βωμοῦ πῦρ τὸ χρειῶδες , ἀνθ ' οὗ φλόγα
4518275 κυτος
ἐφ ' ᾧ θυσιάζομεν . γαστήρ βʹ : ὅλον τὸ κύτος . καὶ τὰ ἔντερα . γενεή γʹ : γένος
ἄκρους κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα
4517663 φαιδροτητος
παρὰ τοῦτον ἐξετασθείς . συνελόντι δ ' οὔποτε σπουδάζει δίχα φαιδρότητος , ἀλλὰ πᾶν , κἂν ᾖ χαλεπὸν , οὐκ
: οὔτε γὰρ εἰσιέναι σοι ῥᾴδιον ὑπὸ τῆς ἔξωθεν κατεχομένῳ φαιδρότητος καὶ γενόμενος ἔνδον ὀψὲ μνημονεύσεις τῆς ἐκεῖθεν ἐξόδου ὕψους
4516198 τρεπομενη
ἱππικόν , ἠρέμα καὶ οὐκ ἀθρόως μεταβαίνουσα καὶ ἐκ προσαγωγῆς τρεπομένη λανθάνει τὴν ὄψιν ἐκ θατέρου εἰς τὸ ἕτερον ὑπαγομένη
ἀποτρίβεταί τε καὶ ὠθεῖ κάτω , πρὸς ἕτερον ἔργον αὐτὴ τρεπομένη τὴν πρόσφυσιν . ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ διερχομένη
4510517 ἐκκρισιν
ὡς ἡνίκα ἡ ὕλη ὑπὸ τῆς φύσεως ὠθουμένη κινηθῇ πρὸς ἔκκρισιν : ταύτης δὲ κινουμένης μέρος φέρεται πρὸς τὴν καρδίαν
ὡς αὐτός φησι , μὴ οὕτως γεννῶντος , ἀλλὰ κατὰ ἔκκρισιν τὴν ἀπὸ ἀπείρου . . . Β . εἰσὶ
4505410 ἐπιγλωττιδος
εἴρηται , τούτων ὑπάρχων κοινός , γλώττης καὶ στόματος παντὸς ἐπιγλωττίδος τε καὶ φάρυγγος καὶ στομάχου καὶ γαστρὸς καὶ λάρυγγος
γλίσχρου , μάλιστα ἐπὶ παιδίων . ἀγχόνη πυώδης ἀπόστασις μεταξὺ ἐπιγλωττίδος καὶ ῥίζης γλώττης . παρίσθμια φλεγμονὴ περὶ τὰ μῆλα
4499824 ἀπαυγασμα
λόγῳ θείῳ , τῆς μακαρίας φύσεως ἐκμαγεῖον ἢ ἀπόσπασμα ἢ ἀπαύγασμα γεγονώς , κατὰ δὲ τὴν τοῦ σώματος κατασκευὴν ἅπαντι
αἰθερίου πνεύματος κρεῖσσον , ἅτε τῆς μακαρίας καὶ τρισμακαρίας φύσεως ἀπαύγασμα , τὸ δὲ στέαρ , διότι πιότατον , πάλιν
4498457 προδρομον
ἧς ἡ ἀρχὴ Ἀοῖον ἀεροφοίταν ἀστέρα μείνωμεν ἀελίου λευκῆι πτέρυγι πρόδρομον . φαίνεται δὲ τετελευκὼς ἐκ τούτων : παίζων οὖν
ἤδη δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἐόντι αὐτῷ ἦλθε ἀγγελίη ἄλλη πρόδρομον [ ἄλλην ] στρατιὴν ἥκειν ἐς Μέγαρα , Λακεδαιμονίων
4492052 παχυμερους
μὲν γὰρ τριταῖος ἐπὶ ξανθῆς χολῆς λεπτομεροῦς γινόμενος νοθεύεται δηλονότι παχυμεροῦς ταύτης γινομένης . ὑπὲρ δὲ τῶν τεταρταίων καὶ τῶν
τῇ γεύσει μετά τινος βραχείας γλυκύτητος : θερμαίνει γοῦν μετέχουσα παχυμεροῦς καὶ γεώδους ψυχρότητος , διαφορεῖ τε καὶ τόνον ἐντίθησι
4486743 λεπτης
δὲ πυρετοὶ γένωνται οὐ δυναμένῃ ἐν γαστρὶ λαβεῖν , καὶ λεπτῆς τῆς γυναικὸς ἐούσης , πυνθάνεσθαι χρὴ μή τι αἱ
τὰ ἄκαρπα , καθάπερ θριγγὸς χειροποίητος : καὶ ταῦτα μέντοι λεπτῆς αἱμασιᾶς περιέθει περίβολος . Τέτμητο καὶ διακέκριτο πάντα καὶ
4480286 φθισεως
ἑτέρους . ἀτὰρ οὖν καὶ Βάσιλιν τὸν Κρῆτα ἐς νόσον φθίσεως ἐμπεσόντα ἐξάντη τοῦ τοσούτου κακοῦ ὅδε ὁ θεὸς εἰργάσατο
ψυχρότητος καὶ παχέος φλέγματος καὶ βλάβης γαστρὸς καὶ λιθιάσεως καὶ φθίσεως καὶ οἰδήματος καὶ μελαγχολικῶν νόσων καὶ φροντίδων καὶ κατηφείας
4480022 ὑπογαστριον
Ἕλληνες . ἦτρον τὸν ὑπὸ τῷ ὀμφαλῷ τόπον Ἀττικοί , ὑπογάστριον Ἕλληνες . ἡμεδαπός Ἀττικοί , ἐπιχώριος Ἕλληνες . ἥνυσα
ἢ μετὰ τῆς τροφῆς ἀνεμηθείη , ἢ ὑγρὸν ὑπὸ τὸ ὑπογάστριον ἐν ταῖς ἀνακλίσεσιν ἢ ἦχος ἢ κλυδὼν ἐπιφαίνοιτο ,
4471979 σαρκος
δοτέον . εἰ δὲ μηκέτι θερμαινομένης ἢ καὶ ψυχομένης τῆς σαρκὸς διὰ τοὺς ἐκκριθέντας ἱδρῶτας αἰσθάνοιντο , λεγέτωσαν : οἱ
, ἀεὶ φάσκουσα ὅτι μετῳκισάμην τοῦ σώματος , ἡνίκα τῆς σαρκὸς ἠλόγουν ἤδη , καὶ τῆς αἰσθήσεως , ὁπότε τὰ
4471931 ψυχροτητος
νεῦρα ὑπὸ παχέος καὶ γλίσχρου φλέγματος τρεφόμενα ἑτοίμως ὑπὸ τῆς ψυχρότητος καὶ πλήττεται καὶ ἐμφράττεται . Ἡ μὲν γὰρ φλὲψ
τινος μορίου κυρίου . ἐπὶ τούτου ἐπίτασίς ἐστι θερμότητος καὶ ψυχρότητος , καὶ σῶμα κατάξηρον ἐκτετηκὸς καὶ αὐχμῶ - δες
4452979 κατακρατει
' ἀποστρέφει καὶ καλεῖ τὴν ἄλογον αἴσθησιν πρὸς ἑαυτὰ καὶ κατακρατεῖ καὶ κυριεύει : τό τε γὰρ κάλλος τὴν ὅρασιν
πῶς κάτεισι , καὶ ἄνω καὶ κάτω μεταφέρεται , καὶ κατακρατεῖ τῆς ἐπιθυμίας : λέγει δὲ ὕστερον καὶ πῶς κατακρατεῖται
4449784 ἐκδεχομενης
εὐθυβολοῦντος εἰς αὐτὴν μήτε , εἰ καὶ φθάσειεν , αὐτῆς ἐκδεχομένης . ̈ . , Ἐ . ἐπὶ μὲν τῶν
μεσημβρίαν ἀναχεόμενον ὠκεανὸν τέλος ἔχειν συνέστηκε , τῆς ἀγνώστου λοιπὸν ἐκδεχομένης γῆς . Τῆς μὲν γὰρ ἐντὸς Ἡρακλείων στηλῶν ἁπάσης

Back