καὶ ἀμολγός ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα . λοιπόν , ἔστι ἀμέργω καὶ βαρύνεται , ἐπειδὴ τὰ εἰς γω λήγοντα ῥήματα
ἀμέργω οὐκ ἔχει προϋποκείμενον ὄνομα , † ἐκ δὲ τοῦ ἀμέργω γέγονε τροπῇ ἀμόργω : ἢ ἐκ τοῦ ἀμόργη τοῦ
7545429 προϋποκειμενον
περὶ τοῖς στοιχείοις δυνάμεων πασῶν ἀρχηγὸν αἴτιον ἐν πυθμένος λόγῳ προϋποκείμενον . Τοιούτου δὲ ὄντος αὐτοῦ , ὁ τῆς γενέσεως
προϋφίσταται γὰρ ὁ ἀργός : τὸ δὲ ἀμέργω οὐκ ἔχει προϋποκείμενον ὄνομα , † ἐκ δὲ τοῦ ἀμέργω γέγονε τροπῇ
5616119 σπερματος
κρύπτεται . κατ ' ἔννοιαν δὲ σύλληψίς ἐστιν κράτησις ἐπίμονος σπέρματος ἢ ἐμβρύου ἢ ἐμβρύων ἡ ἐν ὑστέρᾳ διὰ φυσικὴν
, καρώου , γλήχωνος , ἄμεως , ζιγγιβέρεως , σταφυλίνου σπέρματος , σίνωνος ἀνὰ # α , λιγυστικοῦ ⋖ Ϛ
5346259 καρπου
κάτω προσδεδεμένου , βρόχος ἀνισότονος τῷ πήχει περιτιθέσθω πλησίον τοῦ καρποῦ , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν καὶ ἀποδεδέσθωσαν ἑνὶ κλιμακίῳ
δὲ κοινὸν ἐπὶ πάντων ἀπόρημα τί δή ποτε ἀπὸ τοῦ καρποῦ τῆς χειρὸς ἥδιστα φαίνεται , διὸ καὶ οἱ μυροπῶλαι
5336297 στερητικου
κατὰ συγκοπὴν κράσω : ῥηματικὸν ὄνομα κρατὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος , ἐξ οὗ καὶ κρατήρ , ἀφ
καὶ πλεονασμῶ τῆς λι συλλαβῆς σπαλιεύς : καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπαλιεὺς . ἀφροντιστήσας : ἀμεριμνήσας , ἢ ἀμελήσας
5088884 κραματος
, ἀλλὰ τὴν ἀνακεκραμένην συμφωνίαν . ἀπλήστως οὖν εὐωχοῦμαι τοῦ κράματος , ὅ με ἀναπέπεικε μήτε ἄνευ εὐλαβείας παρρησιάζεσθαι μήτε
ὡς μάλιστα ἀμέριστος , τοῦτόν γε τὸν τρόπον τὸν τοῦ κράματος , καὶ ὅτι πρὸ τοῦ περιγραφῆναι τελέως μερίζεται πρότερον
5074228 πυρου
ὅταν ἁδρυνθῇ καὶ βλάπτειν δοκεῖ τὰ σιτώδη καὶ κριθὴν δὲ πυροῦ μᾶλλον . Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ καὶ Βαβυλῶνι καὶ Βάκτροις
καὶ περιπνευμονικοὺς σὺν ὕδατι πινόμενα . Ἄμυλον ἄριστον τὸ ἐκ πυροῦ καθαροῦ πλυνομένου καὶ βρεχομένου ἐν ὕδατι γλυκεῖ ἀποχεομένου πεντάκις
5021546 συμφωνου
Χρύσην , καὶ τὰ ὅμοια . Διπλασιασμός ἐστι τοῦ αὐτοῦ συμφώνου προσθήκη ἐντὸς τῆς πρώτης καὶ τελευταίας συλλαβῆς οὐ ποιοῦντος
, πεπών περιεκτικόν . Τὰ εἰς ΡΩΝ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου , εἰ μὴ εἴη περιεκτικὰ , ἢ ἐπὶ πόλεων
4991554 λεπους
: λέγεται , καλεῖται . κόχλου : τοῦ ὀστρέου , λέπους . Ἵκηται : ἔλθῃ . φρονέουσαν : αἰσθανομένην ,
τῆς ῥόας ἔνδον κατοικῶν οὐ δύναται ὁρᾶν τὰ ἔξω τοῦ λέπους , αὐτὸς ὢν ἔνδον , οὕτως οὐδὲ ἄνθρωπος ἐμπεριεχόμενος
4970055 φυτου
καὶ γυναιξί : καὶ τὰ κοΐκινα δὲ πλέγματα Αἰγυπτιακά ἐστι φυτοῦ τινος , ὅμοια τοῖς σχοινίνοις ἢ φοινικίνοις . τὸ
ἁδρὰν λαμβάνουσιν , οὐδαμοῦ μὲν τῆς ἄλλης οἰκουμένης εὑρισκομένου τοῦ φυτοῦ τούτου , τῆς δ ' ἐξ αὐτοῦ χρείας εἰς
4952063 ἐπιτατικου
τὸ ἐπιτεταμένως βλέπειν : τείνω τενῶ τενίζω καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀτενίζω , * ? Ἄπλητα ἄπειρα , πολλά
παρὰ τὸ ῥαίω , τὸ φθείρω , καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀραιή , ὅθεν καὶ δασύνεται . ἔστιν ὅτε
4938544 ῥηματικον
ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ ὑπάρχω . ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀρ , ὡς θένω θέναρ , ἔβω ἔβαρ
κάζω ῥῆμα : ὅθεν κέκασμαι , κέκασται , κεκασμένος ὄνομα ῥηματικὸν κασμὸς , καὶ μεταθέσει τοῦ α εἰς ο ,
4859391 οὐρου
τὴν σταφίδα κόψον καὶ εἰς κύστιν προβατείαν ἢ αἰγείαν τοῦ οὔρου ἔτι ἐνόντος καθεὶς ποίησον ὑποξηρανθῆναι , εἶτα κόψας καὶ
ἔχει ὅλον ἀνώμαλον . ζητοῦμεν οὖν ἐπὶ τοῦ κατὰ φύσιν οὔρου χρῶμα καὶ σύστασιν τοῦ σώματος καὶ τὰ παρεμφαινόμενα τῷ
4810014 στελεχους
τὰς ῥίζας ἀπαθῆ , πολλάκις δὲ καὶ αὐτοῦ τι τοῦ στελέχους : οὐ μὴν ἀλλ ' ἐνίοτε διϊκνεῖται καὶ πρὸς
δρυῒ θελῆσαι αὐτὴν ἐκκόψαι νύκτωρ : πελειάδα δὲ ἐκ τοῦ στελέχους ἀνακύψασαν ἐπιτάξαι μὴ τοῦτο δρᾶν : τὸν δὲ δειματωθέντα
4774692 δασεος
ἄναχος καὶ ἄνακτος : καὶ ἐπεὶ ψιλὸν ψιλοῦ καὶ δασὺ δασέος προηγεῖται , ἐτράπη τὸ χ εἰς κ , καὶ
ψιλὰ , δασέα , μέσα προηγοῦνται τῶν τῆς τρίτης συζυγίας δασέος , ψιλοῦ , μέσου , οἷον τὸ π τὸ
4751639 βλαστανειν
ἐκ τῆς πόλεως ἣ οὐ φυλλοβολεῖ : φασὶ δὲ οὐ βλαστάνειν αὐτὴν ἅμα ταῖς ἄλλαις ἀλλὰ μετὰ Κύνα . λέγεται
σαρκώδεις ἐοίκασιν ἕλκειν . τὰς γοῦν τῶν ἄρων πρὸ τοῦ βλαστάνειν στρέφουσι καὶ γίγνονται μείζους κωλυόμεναι διαβῆναι πρὸς τὴν βλάστησιν
4738291 μιγματος
συμπλακεῖεν ἄριστα κύνες ἑτερόφυλοι : πολὺ μέντοι κρείττων τοῦ συνθέτου μίγματος μονοφυὴς κύων καὶ ἄκρατος . Ἀλλὰ κύνας μὲν τῶν
ἔχειν ὅ τι εἴπῃ πάντη ἀγομένη , καὶ ἐκ τοῦ μίγματος τούτων ἄλλα . Ἀλλ ' εἰ καὶ τὸ βέλτιστον
4712372 στοιχειου
δύναμις , ᾗ συμβέβηκε τὸ ἀόρατον . ἀλλ ' ὡς στοιχείου καὶ ἀρχῆς ἐδεήθησαν τοῦ ἀπείρου . θαυμαστὸν δὲ ἀριθμὸν
, ὦ ἑταῖρε , δοκεῖ , καὶ ἀποδέχῃ τὴν διὰ στοιχείου διέξοδον περὶ ἑκάστου λόγον εἶναι , τὴν δὲ κατὰ
4709090 ἀργω
. τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ γεωργῶ τὸ γεωργός ,
, Αἴγισθος , ὁ αἶγα θηλάσας : καὶ ἀπὸ τοῦ ἀργῶ οὖν τοῦ σημαίνοντος τὸ φαίνω ἄργυφος , καὶ πλεονασμῷ
4708562 μισχου
ἀπανθεῖ δὲ καὶ καρποφορεῖ τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ ἐξ ἑνὸς μίσχου πλείους ἔχειν , σχεδὸν δὲ καὶ τοῖς χρόνοις παραπλησίως
ἀκρεμόνος : τὸ δὲ δι ' οὗ , ἢ διὰ μίσχου ἢ δι ' αὐτοῦ καὶ εἰ δὴ πολλὰ ἐκ
4699832 μυττωτος
κατ ' ὀλίγον ἀνατρίβειν , ἕως ἂν πάχος γένηται ὡς μυττωτός : ἔπειτα , ἐπειδὰν ξηρανθῇ , τρίψας λεῖον χρῆσθαι
σ εἰς ⌈ τὸ τ καὶ πλεονασμῷ ⌈ ἑτέρου τ μυττωτός , εἴγε καὶ ὁ Καλλίμαχός φησιν : ἵν '
4690151 δισυλλαβου
τοὐναντίον γὰρ τὸ Λᾶς τὸ μονοσύλλαβον ἀπὸ τοῦ Λάας τοῦ δισυλλάβου γέγονε κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο αα εἰς ἓν α
, σέθεν ἕθεν . δῆλον οὖν ὡς τῆς μὲν σαυτόν δισυλλάβου ἀκόλουθον δισύλλαβον τὸ αὑτόν , τῆς δὲ σεαυτόν τρισυλλάβου
4674958 ξηριου
γένωνται τὰ δύο ἓν , τότε . βάλε ἀπὸ τοῦ ξηρίου , ἤγουν ἀπὸ τοῦ ὑδραργύρου ὁποῦ ἐμάζωξες ἀπὸ τοῦ
λιθάργυρον ἴϲον ἐπίβαλλε . μὴ παρόντοϲ δὲ τοῦ διὰ χάρτου ξηρίου χάρτην καύϲαϲ καὶ τὴν τέφραν ὄξει δεύϲαϲ χρῶ ἐπὶ
4671452 τρισυλλαβου
ἐν δὲ Βατουσιάδης : ἐνταῦθα γὰρ ἡ δης συλλαβὴ ἀντὶ τρισυλλάβου κεῖται [ δακτυλικοῦ ] . Ἐπὶ δὲ τῶν τοιούτων
Ἀγαθοκλῆς : ἐπίθετα δὲ ὄντα ὀξύνεται , εἰ μὴ ἀπὸ τρισυλλάβου οὐδετέρου γίνεται ἢ ἀπὸ δισυλλάβου τῷ η παραληγομένου ,
4669022 ἀμπελος
τὴν κλαδείαν δρέπανα ὀξύτατα καὶ τομώτατα εἶναι . Εὐφορήσει ἡ ἄμπελος , τοῦ κλαδεύοντος αὐτὴν κισσῷ στεφομένου . εἰ δὲ
: ” ἐκ γὰρ ἀμπέλου ” φησί „ Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν , καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας :
4651952 παρωνυμον
, παρὰ τὸ ἀΐσσω , ἀΐξω , ἀκτός . καὶ παρώνυμον ἀκτίς . ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν . Ἀκῶ , τὸ
φοινὸν δηλοῦν τὸ ἐρυθρόν , ἤγουν τὸ πυρρόν , γίνεται παρώνυμον φοῖνιξ : „ τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἔην
4647734 νεβρου
] μεμιγμένην φύρσιμον ] φυραθεῖσαν , διαλυθεῖσαν ἠθήσαιο ] διύλισον νεβροῦ ] ἐλάφου εὐσκάρθμοιο ] εὐκινήτου εὐσκάρθμοιο ] τοῦ ταχέος
χρήσιμος τοῦ λαγωοῦ , καὶ μετά τοι ταύτην ἡ τοῦ νεβροῦ , ἀμφότεραι μέντοι φυραθεῖσαι οἴνῳ , ἑκατέρα δὲ καὶ
4641839 πλεονασμου
ἀντωνυμιῶν παραλαμβανομένων , συνήθους τε ὄντος τοῦ κατὰ τὸ ε πλεονασμοῦ . Οὐκ ἔστι παρὰ Δωριεῦσιν ἐν τρίτῳ ἡ διὰ
τὸ νοσοῦν . ἔσται δὲ ἀπὸ ἐμέτων πυκνοτέρων καὶ χολῆς πλεονασμοῦ . δυσπνοοῦσιν οὖν καὶ τὰ πλευρὰ ἐπαισθάνονται ῥυπτιζόμενοι πάνυ
4629670 πηγανιον
τοῦ καρποῦ , νῆριν τε πρὸς τούτοις τὴν βοτάνην καὶ πηγάνιον ἐπιβαλών , θύμβρης τε ὁμοίως κλῶνας , ἀλλ '
πλεῖστον , καὶ ὄξους ἐσκευασμένου . βλάπτεσθαι δέ φησι τὸ πηγάνιον ὑπὸ τῆς κάμπης . ἄλλως : ξύρησον , φησί
4624216 πραπις
βαλεῖν , ἐμβαλεῖν . οὔασιν : ὠτίοις . πραπίδεσσι : πραπὶς ἡ φρόνησις ἀπὸ τοῦ τὰ πρέποντα διανοεῖν : εὐφραίνει
ἀπὸ τοῦ προϊῶ κατὰ συγκοπὴν πρῶ , καὶ ἐξ αὐτοῦ πραπὶς , ἐξ ἧς τὰ βουλεύματα προΐασιν . νόου :
4606649 καθαρου
ἀκακίαν μίσγουσιν . φώγνυται δὲ καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐπὶ καθαροῦ καὶ διαπύρου ὀστράκου κινουμένη μύστρῳ , μέχρι ἂν πᾶσα
βοσκήματα ἀπόσχοιτ ' ἄν . εἰσὶ μὲν νῦν αἱ πηγαὶ καθαροῦ καὶ ποτίμου ὕδατος , ὥς φασιν , ἐκτὸς τῶν
4592778 κνιδη
διαλυτικὰ πάχεοϲ , ϲμηγματώδεα : λαχάνων πράϲον ἢ κορωνόπουϲ ἢ κνίδη ἢ κράμβη ἐν ὄξεϊ ἑψηθεῖϲα . ϲιτηρῶν δὲ πτιϲάνηϲ
ἑνὶ φωνήεντι βαρύνεται : Σίφη ἀγρίφη ἀκα - λήφη ἡ κνίδη . τὸ δὲ ἀλοιφή ὀξύνεται δύο φωνήεντα ἔχον .
4592653 ἀρχομενην
: συντόμως ἀνάγει . Τὴν παρωνυχίδα μικρὰν ἔτι οὖσαν καὶ ἀρχομένην κηκὶς μετὰ μέλιτος καταστέλλει καὶ κωλύει συστῆναι : γενομένην
μείζονος δίμετρον παρατετηρημένον : τὴν γὰρ πρώτην συζυγίαν ἀπὸ βραχείας ἀρχομένην ἐποίησεν . [ ἤγουν παίωνα δεύτερον . ] τὸ
4583196 πρωτοτυπου
καὶ πρωτοτύπου . τὴν γὰρ ἀπαράδεκτον τοῦ ἄρθρου οἴεται ἐκ πρωτοτύπου συντεθεῖσθαι , ἐμαυτοῦ ἀκούω , σαυτοῦ φείδῃ , τὴν
παιδὶ Ἀχιλλεῖ . ἢ ἀντὶ τοῦ Πηλέως , πατρωνυμικὸν ἀντὶ πρωτοτύπου : γράφεται παῖ : † ἀντὶ τοῦ πῶς πῶς
4580198 χυ
! ] ! ! [ ] ιδάχθην ? [ ] χυ ? θ´οιαλλύταν [ ? ] ? ? [ !
σώματι γινομένας σήψεις καὶ ἕλκη φαγεδαινικὰ ἢ νεμόμενα , τοῦ χυ - λοῦ τῶ φύλλων οὐγ . γʹ , στυπτηρίας
4572969 ψιλου
δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν
εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι
4565682 κηρος
θ καὶ μαλακίζεσθαι , οὐχὶ μαλθακίζεσθαι . μάλθη : μεμαλαγμένος κηρὸς ὁ ἐν τῷ γραμματείῳ , ἐν ᾧ γράφουσι διά
πεπονθέναι δὲ δύναταί τι καὶ ἄνευ αἰσθήσεως , οἷον ὁ κηρὸς τακεὶς καὶ ὁ πηλὸς ξηρανθείς . ὁμοίως δὲ καὶ
4558248 ἐπιῤῥοην
γὰρ τὸν μασθὸν ὅταν σπάσῃ , καὶ ἀποσβέννυσι τὴν ἐκεῖθεν ἐπιῤῥοήν . Αἰσώπειον αἷμα : ἐπὶ τῶν δυσαπονίπτοις ὀνείδεσιν ἐνεχομένων
ᾖ τὰ ἕλκεα , φλεγμαίνει καὶ ἐπανοιδίσκεται δι ' αἵματος ἐπιῤῥοήν . Χρὴ δὲ οὐδὲ τὰ ἐν τῷ μετώπῳ διὰ
4553876 μεσημερια
: Σιμπλίκιος : λιμπάνω : κίνδυνος : Κιμμέριος : τὸ μεσημερία διὰ τοῦ η γραφόμενον τὴν μέσην ἀλλ ' οὐχ
, ὡς ἐπὶ τοῦ μεσημβρία καὶ γαμβρός ἐκ συγκοπῆς τοῦ μεσημερία καὶ γαμηρός : οὐκ ἄτοπον δὲ καὶ ὡς ἀπὸ
4549299 ἀνιος
ἐπὶ πᾶσαν ἀκοὴν ἰέναι : ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἴος καὶ ἄνιος ἄνεος : καὶ Ἀττικῶς ἄνεως . ἢ ἀπὸ τοῦ
ἀκοὴν ἰέναι : ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἴος καὶ ἄϊος καὶ ἄνιος , ὁ ἄφωνος : καὶ μεταθέσει τοῦ ι εἰς
4543788 καταβαλλεο
: ἐν μὲν γὰρ μυελοῖο νεοσφαγέος ἐλάφοιο δραχμάων τρίφατον δεκάδος καταβάλλεο βρῖθος , ἐν δὲ τρίτην ῥοδέου μοῖραν χοός ,
καὶ ἑρπύλλοιο φιλοζώοιο πέτηλα εὐφίμου τ ' ἀπὸ καρπὸν ἅλις καταβάλλεο μύρτου : ἢ καί που σιδόεντος ἀποβρέξαιο κάλυμμα καρπείου
4543170 θριξ
δὲ ὁ πόλεμος . οὐχὶ Κεράσταν : κέρας ἐστὶν ἡ θρίξ . . . . ἐπεὶ οὖν ὑπὸ τῆς Πηνελόπης
καὶ μετὰ συμφώνου διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , θρίξ : Βρὶξ ὄνομα ἔθνους : στρὶξ εἶδος ὀρνέου :
4541407 μονογενη
Διονύσου : τὸ γλυκερά : φοβερά : πενθερά : οὐ μονογενῆ , ὅμως καὶ οὕτως περὶ τόνον οὐ περὶ τὴν
: Μενέα ἡ πόλις . Τὰ διὰ τοῦ εια δισύλλαβα μονογενῆ ἔχοντα τὸ α μακρὸν , ὀξύτονα ἐπὶ οὐσίας τιθέμενα
4539269 ἐνδεησει
οὐκ εἰς ς ὀξύτονος : τὸ τρίτον τοίνυν τῶν πληθυντικῶν ἐνδεήσει τε συλλαβῇ τοῦ πρώτου καὶ λήξει εἰς τὴν πτον
ἀξίαν καὶ ἄνευ τοῦ βιάζεσθαί με ἢ ἁρπάζειν δοθῆναι δυναμένων ἐνδεήσει . ” τοιαῦτά τινα λέγειν αὐτοῖς πειρώμενος ἤδη τινὰς
4528366 ἁπλου
Καὶ πῶς , τῆς μὲν ἀρχῆς τῆς ὄντως ἑνὸς καὶ ἁπλοῦ πάντη οὔσης , πλήθους δὲ ἐν τοῖς οὖσιν ὄντος
εἶναι ὑπόστασιν οὐχ ἕξει , τό τε συγκείμενον ἐκ πολλῶν ἁπλοῦ οὐκ ὄντος οὐδ ' αὐτὸ ἔσται . Ἑκάστου γὰρ
4528221 κερατοειδους
αἷς ἀπόλωλεν ἡ ἔμμηνος κάθαρσις . Τὸ δὲ ὀνύχιον τοῦ κερατοειδοῦς ἐστι πάθος , ὅταν πῦον συστῇ ἔνδοθεν καὶ οὕτως
. Ὑπόχυσίς ἐστιν , ὅταν μεταξὺ τοῦ ῥαγοειδοῦς χιτῶνος καὶ κερατοειδοῦς φλεγματῶδες καὶ παχὺ ὑγρὸν συστῇ , ὥσπερ θολερὸν ,
4526909 ἑλλανοδικης
αὑτοῦ στολὴν ἀφεὶς τὴν Ὀλυμπικὴν ἔλαβεν , ὁ δέ τις ἑλλανοδίκης ὤφθη καὶ τὸν ἐκ δάφνης ἀμφέθετο στέφανον , κοσμοῦντες
οἷον ἀράχνη ἀράχνης ἀράχνου , λέσχη λέσχης λέσχου , δίκη ἑλλανοδίκης ἑλλανοδίκου , κόμη ἀκερσεκόμης ἀκερσεκόμου : οὕτως οὖν καὶ
4526661 συκη
Τὰ εἰς Η συναληλιμμένα περισπᾶται : λεοντέα λεοντῆ , συκέα συκῆ , γαλέα γαλῆ , ἀμυγδαλέα ἀμυγδαλῆ . Τὰ εἰς
οὖσαν ἐφυδρεύωσι πολλῷ . ῥόα δὲ καὶ ἄμπελος φίλυδρα . συκῆ δὲ εὐβλαστοτέρα μὲν ὑδρευομένη τὸν δὲ καρπὸν ἴσχει χείρω
4520927 παχειη
εὐκρυπτότερον γίνεται , πλὴν εἰ τὸ ἐγγὺς τοῦ καρποῦ : παχείη γὰρ ἡ τῆς σαρκὸς ἐπίφυσις ἡ ἐπὶ τὸ ἄνω
. ῥῖνεϲ ξὺν ὄγκοιϲι μέλαϲι , ὀκριοειδέεϲ : χειλέων προβολὴ παχείη , τὸ δὲ κάτω πελιδνόν : ἔκρινεϲ : ὀδόντεϲ
4507752 διπλου
ἡ περὶ τοῦ συλλογισμοῦ ἐξέτασις . ἐξετάσας γὰρ τὴν τοῦ διπλοῦ ῥητοῦ διαίρεσιν ἤτοι τὴν ἀντινομίαν , ἀκόλουθον εἶχε τὴν
, διπλοῦς δέ ἐστι : πρῶτον δὲ περὶ τοῦ τελείου διπλοῦ λεκτέον . Συριανοῦ . Τοὺς ἁπλοῦς τελείους στοχασμοὺς οὕτω
4504806 κεκαφηοτα
' ἀμπνύνθη , περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν : τοῦ γὰρ λειποθυμοῦντος τὸ πνεῦμα ῥιπίσασα ἡ
ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν : αὔρη δ ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει
4495504 πλεονασαντος
ἀπὸ τῶν δένδρων πίπτοντα οὐκ ἂν ὑπὸ τοῦ ὕδατος οὐδὲ πλεονάσαντος παρενεχθείη . ὃ δὲ οἶδα ἐν τῇ πρὸς θαλάσσῃ
μελαγχολιῶν καὶ πτωματισμῶν καὶ ἀναφορικῶν νοσημάτων καὶ ὁπόσα τοῦ ξηροῦ πλεονάσαντος ἢ φθαρέντος συνίσταται . Ἰδίοις μὲν οὖν τελευτῶσι θανάτοις
4480626 ἀμεταβολου
Φάγρητος καὶ Μάγνης Μάγνητος καὶ Ἴγνης Ἴγνητος ἔχουσιν ἄφωνον πρὸ ἀμεταβόλου καὶ κοινὴν τὴν συλλαβὴν ἔχουσιν , καὶ ὡς ἔχοντα
ἔλεγον , ὡς ἡνίκα τὸ ε πρὸ [ τοῦ ] ἀμεταβόλου , εἰς α τρέπεται , ὡς δερῶ ἔδαρον ἐδάρην
4480471 κριθης
: ἀβέβαιος γάρ ἐστιν ὁ βίος οὗτος . ἡμίονος ἐκ κριθῆς παχυνθεὶς ἀνεσκίρτησε βοῶν καὶ λέγων : „ πατήρ μού
τὸ ἀσθενέστερον μεταβάλλειν : ἡ δὲ αἶρα καὶ πυροῦ καὶ κριθῆς ἰσχυρότερον ὥσθ ' ἅμα συμβαίνει καὶ τὸ παρὰ φύσιν
4477203 χλοερου
ἐξ αὐτῆς ἀναφύσεται πολύκλαδα καὶ πυκνά χλοεροῦ ] τοῦ χλωροῦ χλοεροῦ πρασίοιο : τρία γένη τοῦ πρασίου εἰσί , δηλοῖ
ἅψεα χερσὶν ἐϋσταλέως συνέβαλλεν , οἱ δ ' ἄφαρ ἔζωον χλοεροῦ θ ' ἅπτοντο νομοῖο . ἤδη καὶ θιάσοισιν ἐμέμβλετο
4457537 βαφη
ὅτι διὰ τοῦτο φεύγει ἡ διὰ μόνου τοῦ χαλκοῦ κατασκευαζομένη βαφὴ , διὰ τὸ μὴ μετέχειν τῆς φύσεως τῆς μολίβδου
τῆς κόκκου τὸν καρπόν , καὶ ἔστι τοῖς ἐρίοις ἡ βαφὴ τὸ αἷμα τοῦ ζῴου . ἡ δὲ Ἄμβροσσος κεῖται
4454351 ῥιζης
χόριον , αὐλίσκον τε λεπτὸν ἐοικότα ἐντέρῳ ἐκ μέσου κατατεινούσης ῥίζης τρόπον ἢ μίσχου , ἐξ οὗ ἐκκρεμὲς ῥιζωθέν τ
β . ἢ καθ ' αὑτὸ ἢ καὶ μετὰ πάνακος ῥίζης ὀβολοῦ ἑνός . ἐνιέναι δὲ καὶ τῇ μήτρᾳ τὰ
4440113 κικι
' ἐλαίου τὸ ἀποθλιβόμενον ἔκ τινος φυτοῦ , προσαγορευόμενον δὲ κίκι . πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα τὰ δυνάμενα τὰς ἀναγκαίας
καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , μέλι : κίκι εἶδός τι ἐλαίου : παρ ' οἷς καὶ γίνεται
4434765 ἀμυγδαλη
γίνεται ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ κάτω . ἀμυγδαλῆ καὶ ἀμυγδάλη διαφέρουσιν . ἀμυγδαλῆ μὲν γὰρ περισπωμένως τὸ δένδρον δηλοῖ : ἀμυγδάλη δὲ
τὴν ἐκ τοῦ μέσου μεγίστην καὶ κατὰ βάθους , ὥσπερ ἀμυγδαλῆ : ἐλάα δὲ μικρὰν ταύτην τὰς δὲ ἄλλας μείζους
4430831 ζῳογονιαν
. Λέγοις ἂν τὸ μετὰ τοῦτο . Θεογονίαν τοίνυν καὶ ζῳογονίαν ἀναγκαῖον , ὡς ἔοικεν , πρῶτόν μοι , κακῶς
τὸ αὐτοτελὲς παρασχεῖν , εἰ μὴ τὴν ἀπὸ τῶν τελείων ζῳογονίαν λάβοι . ἔρχεται γὰρ ὁ γόνος , φησίν ,
4423799 ΙΟΣ
. τὸ δὲ Ἰλλυριός οὐκ ἀντίκειται . Τὰ διὰ τοῦ ΙΟΣ ἐθνικὰ ἢ τοπικὰ προπαροξύνον - ται : θαλάσσιος ἐντόπιος
Βάκχιος Σέργιος . τὸ δὲ Ἐρχίος παροξύνεται . Τὰ εἰς ΙΟΣ ὑπερτρισύλλαβα ἐπὶ ἀλόγων ζώων ὀξύ - νεται : αἰγυπιός
4423636 ῥοα
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
4421687 ταμιειου
| ψιθίου πληγὴν ἔχων ἀκολαστάσματα τάχα χορτασμόν ᾠάρια κόρης ἀπαλλαττόμεθα ταμιείου πικροῦ . τὴν ἀξίαν γὰρ δεῖ γαμεῖν τὸν ἄξιον
τε ἱππικὸν ἅμα καὶ ὁπλιτικὸν τούς τε ἐκ τοῦ βασιλικοῦ ταμιείου τρεφομένους : καὶ μάλιστα δὴ τὴν βασίλειον αὐλὴν διὰ
4416628 ἀλσιν
τοῦ ι , σημαίνει τὸν σύμφυτον τόπον : παρὰ τὴν ἄλσιν , τὴν αὔξησιν . ἄλδω οὖν ἀλωή . .
τοὺς καρπούς . ἐπὶ δὲ τοῦ συμφύτου τόπου παρὰ τὴν ἄλσιν , τὴν αὔξησιν : ἄλδω οὖν ἀλωή χωρὶς τοῦ
4409894 ξυστρα
ἀναστροφὴν , ἀπὸ ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκόν : ὡς ξυστὴρ , ξύστρα : γαστὴρ , γάστρα : καὶ ἀὴρ , ἄρα
παρώνυμον κατὰ ἀντιστροφὴν ἀπὸ ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκόν , ὡς ξυστήρ ξύστρα , γαστήρ γάστρα . δύναται καὶ ἀήρ ἀέρος ἀέρα
4402491 ἰσατις
ῥεῦμα : ἵππουρις καταπλαττομένη , κἂν νεῦρα διατετμημένα τύχῃ : ἴσατις ἡ ἥμερος ἐπὶ τῶν σκληρῶν σωμάτων . κοχλίου σὰρξ
διαπύρων καυτηριῶν , τῆς αἱμορραγίας ἐξ ἀναβρώσεως σηπεδονώδους συμπιπτούσης . ἴσατις ἡ ἥμερος κατὰ τῶν αἱμορραγούντων ἐπιπλαττομένη καλῶς ἐπέχει ,
4399352 ὑω
Σῦς . δύναται δὲ καὶ εἶναι παρὰ τὸ ὕεσθαι . ὕω ὕσω ὕεσθαι , ὅ ἐστι βρέχεσθαι : ἐπεὶ τοῖς
. , . Αὔω : τὸ ξηραίνω : παρὰ τὸ ὕω , τὸ βρέχω , γίνεται μετὰ τοῦ στερητικοῦ α
4396894 χρωτος
εἰδῆι . κόσμον μὲν ἀμφὶ κρατὶ χρυσέας χλιδῆς στολμόν τε χρωτὸς τόνδε ποικίλων πέπλων οὐ τῶν Ἀχιλλέως οὐδὲ Πηλέως ἀπὸ
τείνουσι τὰ πάσχοντα , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἀφιστάμεναι τοῦ χρωτὸς ἤτοι οὐ τείνουσι τὰ μὴ πάσχοντα ἢ ἐπ '
4395899 Μηδεα
. . Τὸ Μαδέαθεν ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν Μηδέαν . Μηδέα δέ ἐστι πόλις Ἄργους . οὕτως ἐκαλεῖτο . *
. . Τὸ Μαδέαθεν ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν Μηδέαν . Μηδέα δέ ἐστι πόλις Ἄργους . οὕτως ἐκαλεῖτο . *
4394902 συνδεσμου
καὶ ἐργῶδες ἐν τοῖς ἐπιλογισμοῖς , κινουμένων καὶ τοῦ ἀναβιβάζοντος συνδέσμου καὶ τοῦ καταβιβάζοντος εἰς τὰ προηγούμενα τῶν ζῳδίων .
. ἔοικα δὲ τὰ μεταξὺ παρατρέχειν : ὑπὸ γὰρ τοῦ συνδέσμου τὰς συμβολὰς ὄχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι ,
4388799 πλακουντια
Λήψῃ τὰ ἐπάνω σου μέλλοντα καταχεῖσθαι . . ἤγουν τὰ πλακούντια . . παρὰ τὴν ἑστίαν : Πρὸς τὸ ἔθος
, ὅμοιος κρηπῖσιν , εἰς ἃς ἐντίθενται τὰ διὰ κηροῦ πλακούντια . ἐγκρίδες . πεμμάτιον ἑψόμενον ἐν ἐλαίῳ , εἶτα
4387120 γαλακτος
ἢ ἀνθοῦντι . λαμβάνεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν μασθῶν πεπληρωμένων γάλακτος . Κόδρον . Κόδρος ἦν ἀπὸ Δευκαλίωνος , ὥς
βουτύρῳ ἔχοντι σπόδιον ἢ στίμμι ἢ μολυβδαίνην , λιθάργυρον μετὰ γάλακτος γυναικείου , ἢ μολύβδου πλύματα . Δυσωδῶν δὲ ὄντων
4383906 δερματος
καὶ νάρθηκος ἐξεσμένου καὶ ῥάβδου κρανείας καὶ χιμαίρας κεράτων καὶ δέρματος . ἄλλος δὲ ἄλλῳ τούτων ἰχθὺς αἱρεῖται , καὶ
ἄγαν ἵεσθαι , ἢ διὰ τὴν ἀγκύλην τὴν ἐξ αἰγείου δέρματος γεγενημένην , ἢ διὰ τὰς αἶγας , παρὰ τὸ
4383345 ὀνυξ
, παρθένῳ καὶ χήρᾳ ψόγον . Ὁ τοῦ μικροῦ δακτύλου ὄνυξ ἀγαθόν . Ὁ τοῦ δευτέρου ἀποδημίαν ἀγαθήν . Ὁ
, σκόροδον . ὑποθυμιᾶται δὲ πρὸς ταὐτὰ γαγάτης λίθος , ὄνυξ ὁ ἀπὸ τῶν πορφυρῶν , ἄσφαλτον , καστόριον ,
4382384 παραληγουσαν
ὀξύτονα , εἴτε βαρύτονα διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφει τὴν παραλήγουσαν : οἷον , σφαλερός : δολερός : χλοερός :
εἰς χω λήγοντα δισύλλαβα περισπώμενα διὰ τοῦ ι γράφει τὴν παραλήγουσαν , ἢ διὰ τοῦ υ : οἷον , τυχῶ
4382293 Κομης
ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου : οὕτως οὖν καὶ κόμη ὁ Κόμης τοῦ Κόμου καὶ γύη ὁ γύης τοῦ γύου :
εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικὴν τῷ λόγῳ τοῦ Κόμης Κόμου καὶ γύης γύου : ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ
4378877 ἡμερου
ἢ σεύτλου ἢ πιτύρων ἢ σησάμου ἢ μαλάχης ἀγρίας ἢ ἡμέρου : συμπάσσειν δὲ καὶ ἀλεύρῳ κυαμίνῳ ἢ μυροβαλάνῳ :
εἶναι . πανταχοῦ μὲν οὖν ἴσως αἰεὶ τὸ ἄγριον τοῦ ἡμέρου πλεῖον , εἰ δὲ μή , περί γε τὴν
4377464 θηλεος
, οὐ πρὸς μητρός , αὐτὸ μόνον κληρωσαμένη συγγένειαν , θήλεος γενεᾶς ἀμέτοχος . εἶπε γάρ πού τις : „
ἅτε τοῦ ἄρρενος μὲν ἐκ πεπεμμένου γεγονότος , τοῦ δὲ θήλεος ἐξ ἀπέπτου , ὥστε ὑπὸ δύο ταῦτα καταβολὰς γεγενῆσθαι
4376930 ἑκτικου
, δεύτερον τὸ ἐκ νόσου γῆρας , τρίτον τὸ ἀπὸ ἑκτικοῦ μεταπίπτον εἰς μαρασμὸν , καὶ τέταρτον ὁ περιφρυγὴς μαρασμός
νεῦρα τοῦ σώματος . ἰξάλου οἱ μὲν τοῦ τελείου καὶ ἑκτικοῦ ἐν τῷ ἅλλεσθαι : τοιοῦτον γὰρ τὸ ζῷον :
4369822 σταφυλης
ὄμφακα ξηρὸν κοπέντα καὶ σησθέντα : ἔστω δ ' Ἀμιναίας σταφυλῆς . Πότημα κοιλιακοῖς . Ἀκάνθης Αἰγυπτίας , ῥοιᾶς χυλοῦ
τῶν ἀμπέλων πολλὰ κράζῃ , εὐοινίαν σημαίνει . Ἄνθρωπον ὑπὸ σταφυλῆς βλαβέντα , καὶ ἑαυτὸν θεραπεύοντα βουλό - μενοι σημῆναι
4368749 χιτωνος
ὑγροῦ σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλὸν , ποτὲ δὲ καὶ ὑπὸ χιτῶνος συνεχόμενον . υηʹ . Πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ
ἐκ τῆς ἐχίδνης ἰὸν ἀνειληφυίας , καὶ διὰ τοῦτο τοῦ χιτῶνος διὰ τὴν θερμασίαν τὴν σάρκα τοῦ σώματος λυμαινομένου ,
4364077 ἰσομορον
. πολύτριπτον τὸ μικτὸν ἢ τὸ ἔξοχον . ἰσόμορον : ἰσόμορον γὰρ λέγει τὸ ἴσον τοῦ ὀμφακίνου ἐλαίου , ἀντὶ
ἥν τε θυωροί πρώτην μεσσατίην τε πολύτριπτόν τε κλέονται , ἰσόμορον δ ' ὠμοῖο χέειν ἀργῆτος ἐλαίου , τετράμορον κηροῖο
4362675 σημαινοντος
. . . † ἀπωμόρξατο : ἐκ τοῦ ἀμέργω τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω
κτισάντων τὴν πόλιν , ἥτις τῇ Κολχίδι φωνῇ Πόλαι καλεῖται σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος τοὺς φυγάδας , ὥς φησι Καλλίμαχος .
4360707 συλλαβην
Ἔλλειψις δέ ἐστιν ἀποβολὴ φωνήεντος κατὰ τὸ μέσον οὐ ποιοῦντος συλλαβήν , οἷον ἀμνίον ἀντὶ τοῦ αἱμνίον , ἑταῖρος ἕταρος
καὶ ἡ κλητική . Πρόσκειται καὶ συναιρουμένη κατὰ τὴν τελευταίαν συλλαβήν διὰ τὸ Ἡρακλῆες : ἰδοὺ γὰρ τοῦτο εἰς ς
4359277 ἀσβολου
οὐδ ' ἂν ἡ μήτηρ σὺ ἡδέως φιλήσειας ὑπὸ τῆς ἀσβόλου κατῃθαλωμένον τὸ πρόσωπον . ἡδίω ταῦτα : οὐ γάρ
: τὰ πλεῖστα γὰρ ἀποπεπόνηκας . Φῦ , ἰοὺ τῆς ἀσβόλου . Αἰθὸς γεγένημαι πάντα τὰ περὶ τὴν τράμιν .
4353612 τρηρων
γενικήν , τουτέστιν εἰς ος , οἷον Μέμνων Μέμνονος , τρήρων τρήρωνος , Φοῖνιξ Φοίνικος , μάστιξ μάστιγος , Ἕκτωρ
ἂν καὶ ἡ εὐθεῖα , οἷον Μέμνων ὦ Μέμνον , τρήρων ὦ τρήρων , Φοῖνιξ ὦ Φοῖνιξ , μάστιξ ὦ
4352857 σταχους
σκόροδα φαγεῖν ἑφθὰ ὁλέλαια : τὸ ζέμα αὐτῶν πίνειν διὰ στάχους καὶ μέλιτος : τοῖς δὲ εὐρώστοις καὶ ξηρόζεμα πίνειν
χοίρεα δὲ ὀπτὰ μικρὰ καὶ ζωμοὺς καρυκευτοὺς διὰ πεπέρεως , στάχους καὶ κιναμώμου , ἀρτύματα διὰ καρναβάδου ἀνατολῆς καὶ πεπέρεως
4341886 σω
εἶπεν ὦ θαυμάσιε λυτικέ , ἐὰν ἀφέλῃς τοῦ Σωτῆρος τὸ σω καὶ τοῦ Σωσιγένους τὸ σι καὶ τοῦ Βίωνος τὴν
τοῦ ἐνεστῶτος ἐκβολῇ τοῦ τι καὶ τροπῇ τοῦ μι εἰς σω : σημείωσαί σοι περὶ τῶν μελλόντων καί τι θαυμάσιον
4329313 ἐλκος
ἀποσπογγίσας οἴνῳ ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ῥητίνην φρυκτὴν καταπλάσας τὸ ἔλκος ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ἀλόην λειώσας καὶ μέλι προσμίξας
: θύον , ὃ καὶ θύος λέγεται : πύον τὸ ἔλκος : τοιοῦτο δὲ καὶ τὸ γυῖον , τῇ υι
4326364 Ζῳα
μέρεσιν : οὐδὲ γὰρ ἐφ ' ἡμῶν πάντα ἴσα . Ζῷα μὲν οὖν πάντα κατὰ λόγον τὸν τοῦ παντὸς ὅλον
ἦν δ ' ἐγώ . Οὐκοῦν καὶ ζῷά εἰσιν ; Ζῷα , ἔφην . Τῶν δέ γε ζῴων , ἔφη
4321734 χλωρου
. περὶ σίτου ἀκμήν , περὶ σίτου ἐκβολήν , σίτου χλωροῦ ὄντος , σίτου ἀκμάζοντος . Ἱππικὰ ὀνόματα ἀγέλη ἵππων
βραχύ τι μέλιτος : χρησιμώτατον δὲ καὶ τὸ διὰ τοῦ χλωροῦ τῶν καρύων , καὶ πρὸς τὰς σφοδρὰς φλεγμονὰς τῶν
4310724 Τα
. συλλήβδην : Ὁμοῦ . . ποῦ ' στιν : Τὰ ἀγαθὰ δηλ . . . ἐν τοῖς . .
δῖα γυναικῶν , τὸ ἴα ἀπὸ τοῦ ἴος ἴου . Τὰ εἰς ΩΝ συγκριτικὰ οὐδέποτε ἐκτεταμένῳ διχρόνῳ παραλήγεται : βράσσων
4304210 Ἀχθος
: Στῆσον δ ' αὖ ἀλόϊον ἓν ἥμισυ τοῦ προτέροιο Ἄχθος : ἄγε στάχυος Σινδογενοῦς ὀβολόν : Διστάσιος δ '
Διονύσου , ἃ δέδωκε τοῖς ἀνδράσι χαρὰν καὶ ἄχθος . Ἄχθος μὲν , διὰ τὸν εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν ἀμπέλων
4298158 ὀξυτητοϲ
γάλα καθαρόν ἐϲτι καὶ εἰλικρινέϲ , οὔτε πικρότητοϲ οὔτ ' ὀξύτητοϲ οὔθ ' ἁλυκότητοϲ οὔτε δριμύτητοϲ οὔτε δυϲωδίαϲ μετέχον ,
Ζύμη καὶ αὐτὴ ἐξ ἐναντίων οὐϲιῶν ϲύγκειται : καὶ γὰρ ὀξύτητοϲ μετέχει ψυχρᾶϲ καὶ ϲηπεδονώδουϲ θερμότητοϲ καὶ προϲέτι τῆϲ ἐκ
4289137 βοτανης
ὑδρηλήν : χλωράν , ὑγράν χλωράν * καλάμινθον : ὄνομα βοτάνης * ὀπάζεο : λάμβανε ἐπιλέγεο δίδοθι χαιτήεσσαν : εἰ
, ἤτοι ἄλφιτα νεοθηλέα ] νεωστὶ βλαστήσαντα φυλλάδα ] εἶδος βοτάνης φυλλάδα ] βοτάνην τινά ἰσχνήν ] ξηράν , λεπτήν
4286156 τονου
ἐν τόνῳ δέ , καθὸ οὐδεμία λέξις εἰς ο λήγουσα τόνου ἔχεται τοῦ ὀξέος , καὶ ἕνεκά γε τούτου τὸ
λοιπὸν ἐκ τοῦ τεθὲν ἐπὶ γῆς εὐθέως αὐτὸ κλαυθμυρίσαι μετὰ τόνου τοῦ προσήκοντος : τὸ γὰρ ἕως πλείονος ἀκλαυστὶ διάγον
4285048 κρυμου
καὶ ὑποζυγίων μοῖραν οὐκ ὀλίγην , τὰ μὲν ὑπὸ τοῦ κρυμοῦ σφακελίσαντα , τὰ δὲ νομῆς τῆς συνήθους ἀπορίᾳ .
πολλαπλασίους καὶ στρατηγοὺς ἐπιφανεῖς ἢ μένοντας ὑπ ' ἐνδείας καὶ κρυμοῦ διαφθαρῆναι . ἤδη δ ' αὐτῶν ἀπογινωσκόντων τὴν σωτηρίαν
4283973 χρους
βότρυες βότρυς , στάχυες στάχυς , βόες βοῦς , χρόες χροῦς . Τῶν ἡδέων . Ἰστέον ὅτι οὐ συναιρεῖται ἐνταῦθα
. Τὰ εἰς ΟΥΣ μονοσύλλαβα περισπᾶται : βοῦς πλοῦς ῥοῦς χροῦς [ ] καὶ τὸ οὖς οὐδέτερον . τὸ δὲ
4283075 καυλου
τῶν μεγίστων σχεδὸν εἴρηται : λέγω δ ' οἷον ῥίζης καυλοῦ τῶν ἄλλων : αἱ γὰρ δυνάμεις καὶ ὧν χάριν
σμύρνιον . λοβοὺς δέ τινας ἀνίησιν ἐπ ' ἄκρου τοῦ καυλοῦ ἀμυγδάλοις ὁμοίους , ὧν ἀνοιχθέντων εὑρίσκονται ἐρυθροὶ κόκκοι πολλοί
4281116 δαπιδος
αὐτοῦ καὶ δασεῖα . ἀσαφῶς δέ . τοῦ γὰρ τῆς δάπιδος χρώματος μὴ ὡρισμένου ὁμοιοῖ αὐτῇ τὴν σηπεδόνα κατὰ χροιάν
ητος , καὶ τάπις , τάπιδος , καὶ δάπις , δάπιδος , καὶ δάπης , δάπηδος : οἱ μὲν Ἀττικοὶ
4277120 πλεοναζοντος
καὶ μορίοις πρὸς ἕτερόν τι μεταβαλλούσης κατὰ τὴν ἐπικράτειαν τοῦ πλεονάζοντος ἢ περιττεύοντος καὶ φθείρειν πως ἢ πρὸς ἑαυτὸ τρέπειν
ἀντὶ τοῦ οὗ κατῴκισε , κατοικίσαι . ὁ δὲ λόγος πλεονάζοντος τοῦ μέν οὕτως : οὗ κατοικίσαι μὲν καὶ οἱονεὶ

Back