εἰκός , παρὰ θεῶν κομίζειν τοῖς τῶν ἀνθρώπων μουσικοῖς τῆς ἀμβροσίας ἀπόμοιράν τινα ταύτην οὐ μάτην ἐκχεῖν εἰς γῆν καὶ
* * καὶ τὸ νέκταρ : φησὶ γοῦν κρήνας μὲν ἀμβροσίας τὰς τοῦ νέκταρος , εὐδαιμονίαν δὲ τὴν ἀμβροσίαν :
7594278 νεκταρος
αὐτὸν καὶ μέχρι τῶν Ἥρας γάμων ; τοσοῦτον ἐμεθύσθη τοῦ νέκταρος ; ἀλλ ' ἡμεῖς τούτων αἴτιοι καὶ πέρα τοῦ
ἐπιτηδείως καὶ μάλα χαριέντως συγκινούμενον ἀθανασίας τι παρεσπάσατο καὶ τοῦ νέκταρος οὐ παντελῶς ἄγευστον οὐκ ἄρα πεσὸν εἰς ἀεὶ κείσεται
6850045 κνισσης
τὴν κεφαλήν , ὀσφραινόμενος αὐτὸ μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι
. Τῶν φθισικῶν οἷσιν ἐπὶ τοῦ πυρὸς ὄζει τὸ πτύαλον κνίσσης βαρὺ , καὶ αἱ τρίχες ἐκ τῆς κεφαλῆς ῥέουσιν
6772405 γευσαμενα
τὰς ἀρχὰς καὶ ἐκ θεῶν γεγονέναι , καὶ τὰ μὴ γευσάμενα τοῦ νέκταρος καὶ τῆς ἀμβροσίας φασὶ θνητὰ γενέσθαι ,
ἐκείνων τὰ ὄντα εἶναι καὶ γεγονέναι , φασὶν ὅτι τὰ γευσάμενα τῆς ἀμβροσίας καὶ τοῦ νέκταρος ἀίδιά τε ὑπάρχουσι καὶ
6510775 ὀπωρας
καὶ ἰχθύων λέπη καὶ καράβων ὄστρακα καὶ κρεῶν ὀστᾶ καὶ ὀπώρας μίσκους , ἃ καὶ κορήματα κλητέον . παῖς ἐκκορείτω
Πλάτων Πολιτικῷ . Ἀπήμονα , ἀβλαβῆ . Ἄπια , εἶδος ὀπώρας . Ἀπίους εἴρηκε Πλάτων ἐν Νόμοις . Ἀπιστεῖν ,
6097672 δροσου
ἑκάστου ἔτους τὸν βασιλέα τῶν Σεληνιτῶν τῷ βασιλεῖ τῶν Ἡλιωτῶν δρόσου ἀμφορέας μυρίους , καὶ ὁμήρους δὲ σφῶν αὐτῶν δοῦναι
ἐνετειλάμην αὐτοῖς , καὶ ὡς ἐκπιόντα ἀκηράτου χρωτὸς τῆς σῆς δρόσου κατέσχον τὴν ψυχὴν ἐξιοῦσαν καὶ δυσανασχετοῦσαν . καλῶς ἐποιήσατε
5855574 Ἡβης
πολλὰ ταλαιπωρήσας ἔπαθλον ἔσχε τὴν ἀθανασίαν καὶ τὸν γάμον τῆς Ἥβης . καὶ πρὸς τοῦτον δὲ ἔνεστιν εἰπεῖν : τί
ἔστι τὸν χρησμόν , βωμοὶ δέ εἰσιν Ἡρακλέους τε καὶ Ἥβης , ἣν Διὸς παῖδα οὖσαν συνοικεῖν Ἡρακλεῖ νομίζουσιν :
5836865 ἀμπελου
, λεπτότατον ἄλευρον γενόμενον . Ἀλφίτων πάλη συνεργασθεῖσα χυλῷ ἑλίκων ἀμπέλου ἢ πολυγόνου ἢ μήλων ναυτίας ἰᾶται καὶ πυρώσεις .
ὑποσφυρίσασθαι οἱ ποιηταὶ τὸ ὑπαρόσαι λέγουσιν . ὁμοίως δὲ τῆς ἀμπέλου τὸ ἀπὸ γῆς ἕως τῆς ἐκφύσεως τῶν κλημάτων καλεῖται
5835009 Κασταλιας
ἱερὸν ἀνιόντι ἔστιν ἐν δεξιᾷ τῆς ὁδοῦ τὸ ὕδωρ τῆς Κασταλίας , καὶ πιεῖν ἡδὺ καὶ λοῦσθαι καλόν . δοῦναι
Πˈρόφασιν Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους θεμισκρεόντων : ἀλλ ' ἀρισθάρματον ὕδατι Κασταλίας ξενωθεὶς γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις , ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων
5818549 νεκταρ
τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι
ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς
5811252 μελισσης
οἷον , εἰρήνη : σαγήνη : Ἀρήνη : ἀθήνη εἶδος μελίσσης : Μεσσήνη : Πελλήνη : πυλήνη : γαλήνη :
ἀέκοντα κορέσκοις . ναὶ μὴν ῥητίνη τε καὶ ἱερὰ ἔργα μελίσσης ῥίζα τε χαλβανόεσσα καὶ ὤεα θιβρὰ χελύνης ἀλθαίνει τότε
5792712 Δημητρος
τινὸς τετυχηκότες . Μεταποντῖνοί γε μὴν τὴν μὲν οἰκίαν αὐτοῦ Δήμητρος ἱερὸν ἐκάλουν , τὸν στενωπὸν δὲ μουσεῖον , ὥς
ἁγνήν , ἱερὰν ὁσίοις μύσταις χορείαν . Ὦ πότνια πολυτίμητε Δήμητρος κόρη , ὡς ἡδύ μοι προσέπνευσε χοιρείων κρεῶν .
5770863 Ὀμπνια
Ὄμπνιος καρπός : ὁ σῖτος καὶ οἱ Δημητριακοὶ καρποί . Ὀμπνία γὰρ ἡ Δήμητρα . Ὄμφακας βλέπει : ἐπὶ τῶν
λειμών : ὁ σῖτος καὶ οἱ Δημητριακοὶ καρποί : ἐπεὶ Ὀμπνία ἡ Δημήτηρ λέγεται . ὄνος ἄγων μυστήρια : ἐπὶ
5726132 Εἰλειθυιας
Διός , Ἡλίου , Ἑρμοῦ , Ἀπόλλωνος , Πανός , Εἰλειθυίας , ἄλλων πλειόνων . τὸν δ ' ἀέρα προσαγορεῦσαί
πολιορκῶν οὐδὲν ἀνύσει διὰ τὸ ἐπικοινωνεῖν τῷ Αἰγοκέρωτι τὸ τῆς Εἰλειθυίας ζῴδιον ἀκέφαλον ὄν , ἐν δὲ ταῖς τελευταίαις ὥραις
5725235 ἀηδονος
τὰ ἐπὶ πόλεων διὰ τοῦ ω : ὀξύτονα μὲν τρυγόνος ἀηδόνος , βαρύτονα δὲ τρήρωνος μήκωνος , ἐπὶ πόλεων δὲ
ἀδινὸν γόον ἔκλυεν ἀνὴρ ὄρθριον ἀμφὶ τέκεσς ' , ἢ ἀηδόνος αἰολοφώνου , ἠὲ καὶ εἰαρινῇσι χελιδόσιν ἐγγὺς ἔκυρσε μυρομέναις
5698705 Περσεφονης
ἀγκάλαις τῆς Ἀφροδίτης , ὥσπερ καὶ ἐν ταῖς ἀγκάλαις τῆς Περσεφόνης . τοῦτο δὲ τὸ λεγόμενον τοιοῦτόν ἐστιν ἀληθῶς :
. μηνίσασα : ὀργισθεῖσα . Δημήτηρ : ἡ μήτηρ τῆς Περσεφόνης . ἀμάθυνεν : ἠφάνισεν . ἐπεμβαίνουσα : τύπτουσα .
5688782 ποας
δὲ πικρὸς καί τι καὶ στύψεως ἔχει . Δάφνης τῆς πόας ἡ κρᾶσις ἐνεργῶς ἐστι θερμή : δριμεῖά τε γὰρ
ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει καὶ μάλα ἀγαπητῶς . δεῖται δὲ οὔτε πόας τηνικάδε οὔτε ἰχθύος ἐς βορὰν ἑτέρου , κρυμοῦ δὲ
5681488 πικριας
τῆς πρὸς ἅπαντας εὐνοίας δεῖγμά ἐστιν ὁ λόγος , οὐ πικρίας οὐδὲ μισανθρωπίας . Οὐχ ἓν τὸ κωλῦόν ἐστιν ἀνακαλεῖν
αὐτῷ ψωμιζούσας : ἐδήλου γὰρ πάντως τὸ ὄναρ , ὡς πικρίας καὶ πόνων μετεσχηκὼς τῆς παιδεύσεως ἀειθαλῆ γεννήσει ποιήματα .
5671134 δαφνης
δὲ τῶν μὲν παχεῖαι μᾶλλον τῶν δὲ ἀνωμαλεῖς , καθάπερ δάφνης ἐλάας : τῶν δὲ πᾶσαι λεπταί , καθάπερ ἀμπέλου
ἁπαλὰ φύλλα τρίψας ἐν ὀξυκράτῳ πότιζε : ἢ λιβανωτοῦ καὶ δάφνης ἴσα λεάνας πρόσφερε : ἢ ἄλευρον καθαρὸν καὶ λιβανωτὸν
5664865 θοινης
ἔχει : τίς γὰρ ἐκεῖ χρεία μουσικῆς αὐτῶν τῶν ἀπὸ θοίνης τερπόντων : τείνουσι δὲ βοήν , ἀντὶ τοῦ ᾄδουσι
: τὸ εἰρηνικὸν καὶ εὔνομον τῆς διαίτης σημαίνει . ἄγευστος θοίνης καὶ τροφῆς καὶ τῶν ὁμοίων . κατὰ γενικὴν τίθεται
5625355 Λητους
Ζεὺς δὲ ἐμέλλησε ῥίπτειν αὐτὸν εἰς Τάρταρον , δεηθείσης δὲ Λητοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἐνιαυτὸν ἀνδρὶ θητεῦσαι . ὁ δὲ παραγενόμενος
εὐγενῆ , Σαπφόος Σαπφοῦς τὴν Σαπφόα τὴν Σαπφώ , Λητόος Λητοῦς τὴν Λητόα τὴν Λητώ : πρόσκειται δηλονότι ἐπὶ ἀρσενικῶν
5586100 ἀμβροσιαν
Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ βρέφος ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι νέκταρ καὶ ἀμβροσίαν , καὶ ποιήσουσιν αὐτὸν ἀθάνατον ὥσπερ Ζῆνα καὶ Ἀπόλλωνα
διπλῆ ὅτι ἐκ τούτου τοῦ τόπου πλανηθέντες τινὲς ὑπέλαβον τὴν ἀμβροσίαν εἶναι ὑγρὰν τροφήν . . ὑπέλαβον διέλαβον . ἡ
5560526 χροιας
καὶ μερῶν καὶ πάντων εὐωνύμων . Καὶ πάλιν διακρίνονται εἰς χροίας τε καὶ γεύσεις : ὁ Κρόνος μαῦρος , μόλυβδος
τῆς βαθυτάτης κατὰ τοῦ δάσους ἢ τῆς ὑπὸ τῶν ἴων χροίας μελαινομένης . ὑπὸ τὸ δάσος τῶν ἴων . *
5550218 σωτηρος
. τίς ἂν φράσειε : ὁ τοῦ ἐν ἄστει τιμωμένου σωτῆρος Διὸς ἱερεύς . μηδενὸς ἔτι θύοντος Διί τε καὶ
, τέκνα μὴ θάνως ' Ἡρακλέους , βωμὸν καθίζω τόνδε σωτῆρος Διός , ὃν καλλινίκου δορὸς ἄγαλμ ' ἱδρύσατο Μινύας
5544023 Θεμιδος
ἐπὶ θρόνων Ὥρας ἐποίησεν Αἰγινήτης Σμῖλις . παρὰ δὲ αὐτὰς Θέμιδος ἅτε μητρὸς τῶν Ὡρῶν ἄγαλμα ἕστηκε Δορυκλείδου τέχνη ,
ὑπὲρ χθονός ὑπέρ ] ? τ ' ὠκεανοῦ ⌊ ⌋ Θέμιδος ? ? ? [ ! λ ? [ εχε
5543451 ὠδινος
τι περὶ τοῦ σοῦ κυήματος ἄφροντις γενόμενος καὶ τῆς ἐμῆς ὠδῖνος συμφροντίσαις . Ὡς οὖν ἐδόκει αὐτῷ , καθίσαντες ἐπὶ
, ὑπονοεῖσθαι μόνον δίδωσιν ἑαυτό , καὶ τοῦτο μέχρι μόνης ὠδῖνος , καὶ ὅσα περὶ τούτου προείρηται , ἐπεὶ οὐδὲ
5538607 Δημητραν
γελάσσαι : γελάσειεν , ἱλαρὰ γένοιτο . δράγματα : τὴν Δήμητράν φησι μὴ μόνον ἀστάχυς , ἀλλὰ καὶ μήκωνας ἔχειν
ἀσπιδιῶται καὶ εὐκνήμιδες . κούρη θ ' ἥ : τὴν Δήμητράν φησι καὶ τὴν Περσεφόνην εἰληχέναι τὸ τῶν Ἐφυραίων ἄστυ
5537176 Κορης
τρίτος δέ ἐστιν Αἰγινήτου Κάλλωνος : ὑπὸ τούτῳ δὲ ἄγαλμα Κόρης τῆς Δήμητρος ἕστηκεν . Ἀρίστανδρος δὲ Πάριος καὶ Πολύκλειτος
τὸν Πλούτωνα μεθ ' ἅρματος ἐπελθόντα ποιήσασθαι τὴν ἁρπαγὴν τῆς Κόρης . τὰ δὲ ἴα καὶ τῶν ἄλλων ἀνθῶν τὰ
5527043 εὐωδιας
δὲ τὰ τοῖς ἕλκεσιν ἐπιβαλλόμενα , διαπάσματα δὲ τὰ ὑπὲρ εὐωδίας τοῦ χρωτός , ἢ παντὸς ἢ μερικῶς μασχαλῶν καὶ
στρατιώτῃ λόφος , καλῷ δὲ μειρακίῳ ῥόδον καὶ διὰ συγγένειαν εὐωδίας καὶ διὰ τὸ οἰκεῖον τῆς χροιᾶς . περιθήσῃ δὲ
5490682 χυτρας
ἢ πειραθῆναι . ἀτμίζον κρέας : οἷον θερμὸν ἐκ τῆς χύτρας ἀνῃρημένον , ἔτι τὴν ἀτμίδα ἀναβάλλον . ἀκοῦσαι ὀργῶ
καὶ ἱδρύσανθ ' ἱερείῳ . ἐν δὲ τῷ Πλούτῳ τὰς χύτρας , αἷς τὸν θεὸν ἱδρυσόμεθα , λαβοῦσα ἐπὶ τῆς
5476853 θεας
ἐσεβάσθη † μου ὁ τοῦ νοῦ ὀφθαλμὸς ὑπὸ τῆς τοιαύτης θέας . Οὐ γάρ , ὥσπερ ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτίς
ἢ πετόμενον ἄνθρωπον ἢ λιθούμενον . καὶ τῷ ἔρωτι τῆς θέας ταύτης δοὺς ἐμαυτὸν περιῄειν τὴν πόλιν , ἀπορῶν μὲν
5418152 τεφρας
εἶναι , κἂν εἰ βουλοίμεθα διανοίγοντες τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐμπάσαι τῆς τέφρας , οἶμαι οὐκ ἂν κωλύσειεν , ἡγούμενος ὀρθῶς φρονεῖν
μύρτα , κράνα . κοχλιῶν καυθέντων μετὰ τῶν ὀστράκων τῆς τέφρας μέρη δ , κηκῖδος μέρη β , πεπέρεως μέρος
5390946 θριδακος
, μέχρις ἑνωθῇ . Ἐκθλίψαντες ὑγρὸν ψύχοντός τινος , οἷον θρίδακος ἢ στρύχνου ἢ ὀξαλίδος , ἐμβάλλομεν μετ ' ἀνδράχνης
κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει , ὁ δ ' ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τῇ ὀσμῇ καὶ τραχύτερος , ὁ δ '
5383481 θυμβρης
δὲ ἄλλων ὀρίγανον προσαγορεύεται : : καὶ τὰ στρόμβια τῆς θύμβρης κάλλιστον εἰδέναι , καὶ οὐκ ἂν μή ποτε ὑγιὴς
, νῆριν , πηγάνιόν τε περιβρυές , ἐν δέ τε θύμβρης δρεψάμενος βλαστὸν χαμαιευνάδος ἥ τε καθ ' ὕλην οἵας
5381246 γλυκειας
ἐν ταῖς θαλείαις ἀναστρεφομένους , Μελπομένη δὲ ἀπὸ τῆς μολπῆς γλυκείας τινὸς φωνῆς μετὰ μέλους οὔσηςμέλπονται γὰρ ὑπὸ πάντων οἱ
ἢ ἐν μόνῳ τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ ; ὢ τῆς γλυκείας ἀνταλλαγῆς , ὢ τῆς ἀνεξιχνιάστου δημιουργίας , ὢ τῶν
5379195 ἐλαιας
, καὶ μᾶλλον ἑφθὸν ἐν ὕδατι , κάρδαμον , δάκρυον ἐλαίας Αἰθιοπικῆς , χρυσοκόλλα , λευκὸς ἐλλέβορος , μέλας ,
αἰὲν ἐν φύλλοισι ] ἤτοι ἀεὶ θαλλούσης . . ξανθῆς ἐλαίας καρπὸς εὐώδης πάρα ] πάρεστι γοῦν ταῖς ἐμαῖς χερσὶ
5371002 Μνημοσυνης
πάντων νομέων σύριγγες , ὥσπερ τοῦ Διὸς ἐν Ἑλικῶνι τὰς Μνημοσύνης λοχεύοντος . ἐγὼ δὲ χορείας μὲν τοῖς χορεύουσιν ἀφίσταμαι
παῖδας τεκεῖν , ἃς καὶ Διὸς λέγουσι θυγατέρας , ἐκ Μνημοσύνης αὐτῷ γεννηθείσας ἐν Πιερίᾳ , ἐννέα ἡμέρας συγκαθευδήσαντος αὐτῇ
5366486 οἰνανθας
Νεμείοις παγκρατίου στέφανον , οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ ' οἰνάνθας ὀπώραν , ἐκ δὲ Κˈρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς
τοῦ γάρ . ἐπεὶ Λαομέδοντα τῆς τειχοδομίας μισθὸν ᾔτησεν τὰς οἰνάνθας : Οἰνάνθη ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς σταφυλῆς . 〚
5364848 γλυκυτατα
κουφότατα δέ , ὥϲ φηϲιν Ἱπποκράτηϲ , τὰ ὄμβρια καὶ γλυκύτατα καὶ λαμπρότατα καὶ λεπτότατα , διότι ὑπὸ τοῦ ἡλίου
κατὰ ἀλήθειαν , ἀληθῶς . ἥδιστ ' ] εὐφραντικώτατα , γλυκύτατα . , λίαν ἡδέως . ἐπεγείραιμι ] ἐξυπνίσω ,
5364700 βορας
φρονεῖν κακῶς . ἤδη νυν αὔχει καὶ δι ' ἀψύχου βορᾶς σίτοις καπήλευ ' Ὀρφέα τ ' ἄνακτ ' ἔχων
σοῖς ψεύσμασι : καθαρὸς ἄχραντος : καὶ δι ' ἀψύχου βορᾶς : τῆς δι ' ὀρνέων τροφῆς : σίτοις καπήλευ
5332687 φηγου
' ἐν ὄρεσσι : τὸν ἀποφερόμενον ὑγρὸν ὀπὸν εἶπε τῆς φηγοῦ . Κασπίῃ ἐν κόχλῳ : Κάσπιον πέλαγος ἐν τῷ
ὡς Παλλήνη Παλληνίς . Ἀπολλώνιος „ στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ „ . καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι ” τὰς θεσπιῳδοὺς
5325889 μελιας
, ἀπελαύνει τὰ ἑρπετά . τοὺς ἐχιοδήκτους προπότιζε χυλῷ φύλλων μελίας , ἐν οἴνῳ μὲν ἀπυρέκτους , πυρέττοντας δὲ εὐκράτῳ
ἰοβόλων ζώων . ] Πρὸς δῆγμα τῶν ἰοβόλων θηρίων τὰ μελίας φύλλα κόψας χυλοῦ δίδου κοχλιάρια γʹ . ἀπυρέττουσι μετὰ
5316701 διαμονης
, διὰ τῆς συγγενοῦς φιλοζωίας τὰς διαδοχὰς εἰς ἀΐδιον ἄγουσα διαμονῆς κύκλον . αἱ δὲ καλούμεναι καμηλοπαρδάλεις τὴν [ μὲν
δὲ καὶ περὶ Κύζικον . Ἀλλὰ περὶ μὲν τῆς τούτων διαμονῆς καὶ τὸ ὅλον τῆς φύσεως τάχ ' ἂν ἐν
5308642 ὀζειν
οὐ ποιεῖ . Ἰσότης φιλότης . Ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται : ἐπὶ τῶν ἐπιστάτας φαύλους ἐχόντων . Ἰχθὺν
, ἀλλὰ δὴ καὶ τῷ ἐπ ' ἀνθράκων ἐντιθεμένων βαρέως ὄζειν . Καὶ ἃ μέν ἐστι διαγνῶναι ἔκ τε τῶν
5299837 βοτανης
ὑδρηλήν : χλωράν , ὑγράν χλωράν * καλάμινθον : ὄνομα βοτάνης * ὀπάζεο : λάμβανε ἐπιλέγεο δίδοθι χαιτήεσσαν : εἰ
, ἤτοι ἄλφιτα νεοθηλέα ] νεωστὶ βλαστήσαντα φυλλάδα ] εἶδος βοτάνης φυλλάδα ] βοτάνην τινά ἰσχνήν ] ξηράν , λεπτήν
5283275 μιλακος
. Τὸν δὲ Κλέοχον ἀνελέσθαι , καὶ ὀνομάσαι ἀπὸ τῆς μίλακος Μίλητον . Τοῦτον δὲ ἀνδρωθέντα , καὶ φθονούμενον ὑπὸ
δὲ εἰς ὀξὺ προήκοντα καὶ παρακανθίζοντα , καθάπερ τὰ τοῦ μίλακος . καὶ ταῦτα μὲν ἄσχιστα : τὰ δὲ σχιστὰ
5282417 σπερματα
λόγον ἐν γῇ μὲν οὐχ οἷόν τε ὥσπερ τὰ ἄλλα σπέρματα φύεσθαι , ψυχὴν δὲ ζῴου δύνασθαι μόνην τὸ σπέρμα
, ἤτοι τὴν θυτικὴν μαντείαν : εὐκίνητος γὰρ οὖσα καὶ σπέρματα ἔχουσα ἡ γαστὴρ θύεται θεοῖς , ἀφ ' οὗ
5278519 ῥαβδου
: νεῦρα δὲ βοὸς ἐπιτείνονται , μηκίστης ἐν τῷ μέσῳ ῥάβδου κειμένης : ἀπαρτῶσι δ ' αὐτῆς μήρινθόν τε καὶ
θέσιν : ἡ δὲ λυχνῖτις ζώνη στυλοῦται πέζαν ἴωνι τύπωι ῥάβδου κοίλης ἔντος ἀποστίλβει δὲ συηνὶς στικτὴ πρὸς πτέρναις :
5266691 Εἰρηνης
δὲ οὐχ ἧσσον τὸ Κηφισοδότου : καὶ γὰρ οὗτος τῆς Εἰρήνης τὸ ἄγαλμα Ἀθηναίοις Πλοῦτον ἔχουσαν πεποίηκεν . Ἀφροδίτης δὲ
Ἄρηος πλήγματα [ ] ? καὶ σακέων ἐστόρεσεν πάταγον , Εἰρήνης μόχθους εὐώπιδος ἔνθα κλαδεύσας γῆν ἐπὶ Νειλῶτιν νίσετο γηθαλέος
5260076 κρηνης
ποταμῶν τὸν ὀνομαζόμενον Σίλλαν , ῥέοντα δὲ ἔκ τινος ὁμωνύμου κρήνης : ἐπὶ γὰρ τούτου μόνου τῶν ἁπάντων ποταμῶν οὐδὲν
Ἰοκάστη , Ἀντιγόνη , Ἰσμήνη , ἣν ἀναιρεῖ Τυδεὺς ἐπὶ κρήνης , καὶ ἀπ ' αὐτῆς ἡ κρήνη Ἰσμήνη ἐκλήθη
5249831 πιτυος
δὲ διερὸν τὸ ῥάκος γένηται , ἕτερον περιελίσσειν . Τῆς πίτυος τὸν φλοιὸν καὶ τοῦ ῥοῦ τὰ φύλλα ἐμβάλλων ,
, μάννης τρίτον μέρος , καὶ σχοίνου ὀλίγον , ἢ πίτυος , ἢ κυπαρίσσου διεὶς ὕδατι πίνειν δίδου δὶς τῆς
5243558 κραδης
τύψει προσμάξας ἰόν τε καὶ ἀθρόον αἷμα κενώσεις , ἠὲ κράδης γλαγόεντα χέας ὀπόν , ἠὲ σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ
ἡ γαστὴρ αὐτή . καὶ ἡ τῶν ἑλκῶν κοιλότης . κράδης : οἱ μὲν τὰ τῆς συκῆς φύλλα , οἱ
5241737 χαμαιδαφνης
ὑσσώπου , πηγάνου , ἡδυόσμου , θρύμβου , πράσου , χαμαιδάφνης , καὶ πάντων τῶν θερμῶν ἀπέχεσθαι χρή , διὰ
τοὺς ἀσπαράγκους καὶ ἀμανίτας , ἄνευ τῆς βρυωνίας καὶ τῆς χαμαιδάφνης διότι πικρά εἰσιν . ἐκ δὲ τῶν συνθέτων ἐσθίειν
5240638 δρυος
ἀπό . ἐπὶ μὲν τῆς προθέσεως “ οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐστι παλαιφάτου οὐδ ' ἀπὸ πέτρης , ” ἀντὶ
ἐκεῖνα ποιείτω : φύλλα τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος δρυός , τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ , ἀλλὰ σὺν αὐτοῖς
5238385 εὐφροσυνης
ἡ ἀνάχυσις , ἡ εὐθυμία , τὸ χαρᾶς , τὸ εὐφροσύνης ἀμβρόσιον , ἵνα καὶ αὐτοὶ ποιητικοῖς ὀνόμασι χρησώμεθα ,
διδασκάλου καὶ [ τῇ ] μητρὶ φέρει ταύτην μετ ' εὐφροσύνης . Ἡ δὲ λαμβάνει ταύτην σὺν χαρμοσύνῃ . Ἐν
5233205 χυτον
καὶ τὴν ἐπίνοιαν τῶν ποιημάτων καρπὸν εἶπε φρενός . νέκταρ χυτόν : καὶ ἐγὼ τὴν τῶν Μουσῶν δόσιν , ἥτις
παρ ' αὐτῷ κινουμένην ποιῆσαι τὴν ξυλίνην Ἀφροδίτην ἐγχέας ἄργυρον χυτόν . ταὐτὸν δὴ καὶ οὗτοι λέγουσι . καίτοι γε
5231816 οἰνας
τὴν παροιμίαν οὕτως ἐκφέρουσιν : ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς οἴνας . ἐάν γε μὴ οὗτος . γρ . τοιοῦτος
χελιδὼν ἐς φάος ἀνθρώποις ἔαρος νέον ἱσταμένοιο : τὴν φθάμενος οἴνας περιταμνέμεν : ὣς γὰρ ἄμεινον . Ἀλλ ' ὁπότ
5231715 πικρας
ἀψεγέως ' . . . . ἀψίνθιον : εἶδος βοτάνης πικρᾶς : τινὲς δὲ τῶν κωμικῶν † ἀπίνθιον αὐτὸ λέγουσι
. ἀδευκέος ἔκτοθεν ἄτης : οὐ προσηνοῦς , ἀπεοικυίας , πικρᾶς : δεῦκος γὰρ τὸ γλυκύ , ὅθεν τὸ Πολυδεύκης
5221475 κομης
δ ' ἔλουσεν ἐν χαράδρηι . ἀπέκειρας δ ' ἁπαλῆς κόμης ἄμωμον ἄνθος : Σικελὸν κότταβον ἀγκύληι † δαΐζων †
συνθήματος . ὁ δὲ προῆλθεν ἐσθῆτα ἐλεεινὴν λαβὼν καὶ τῆς κόμης κόνιν καταχεάμενος , παρέχων ἑαυτὸν ἔκδοτον ὡς βούλοιντο χρῆσθαι
5215246 λωτον
, καὶ βραδυνόντων ἐπὶ ξένης . ἔστι δὲ πόα τὸ λωτὸν , λήθην ἐμποιοῦν τῷ φαγόντι . Μᾶλλον ὁ Φρύξ
Βέρροιαν γὰρ ἰδὼν ἐπελάθετο τῆς μείζονος . καὶ εἰ μὲν λωτὸν ἔφυσεν ἡ γῆ , συγγνώμη : εἰ δὲ καινὸν
5210366 ἀμβροσια
ἀμαιμάκετον βʹ : τὸ μέγα . καὶ τὸ ἀκαταγώνιστον . ἀμβροσία σημαίνει εʹ : τὸ θεῖον βρῶμα . καὶ τὸ
καὶ ὄξους ἔχει τὴν σκευασίαν , οἷά ἐστιν ἥ τε ἀμβροσία , ἣν καὶ συνεχῶς κατασκευάζειν εἰώθαμεν , καὶ ἡ
5196011 παυσαμενῳ
μόνον . καὶ ἀγωνιζομένῳ ταῦτα καθ ' ἕκαστον ἀγῶνα : παυσαμένῳ δὲ παραμένουσιν τὸν βίον σύμπαντα οἱ καρποὶ οἱ ἀπὸ
. Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ πολέμου γένοιτο σκάψαι κἀποκλάσαι τε καὶ λουσαμένῳ διελκύσαι
5189329 ἐμψυχιας
μὴ καὶ ταύτας τὰς ψυχὰς τῶν ζῴων ἀθανάτους δώσομεν ἃς ἐμψυχίας μόνας καὶ ἐντελεχείας εἰώθαμεν καλεῖν , οἷον σκώληκας καὶ
κατὰ πᾶσαν περιαγωγήν . , Ἀ . ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον . , Ἀναξίμανδρος . . .
5187048 μηνιδος
, καὶ πραῧναι χοαῖς . οἷς ἐπείσθη , καὶ τῆς μήνιδος τῆς ἐκ τοῦ θεοῦ ἐξάντης ἐγένετο . ἀποθανόντων τῶν
' Ἴωσιν καθ ' ὑφαίρεσιν τοῦ δ λεγόμενα , οἷον μήνιδος μήνιος , Πάριδος Πάριος : τὴν δὲ † Ἄϊς
5182717 ὑελου
Δεῖ γε μὴν τὰς ἀμίδας ταύτας μήτε ζώναις περιδεῖν ἐξ ὑέλου ὡς ἐπιπροσθούσαις , ὥστε τοὺς πυθμένας αὐτῶν ἐπὶ πολὺ
ἕτερον ἔχον οὐ δύναται . ἐξάπτεται δὲ ἀπό τε τῆς ὑέλου καὶ ἀπὸ τοῦ χαλκοῦ καὶ τοῦ ἀργύρου τρόπον τινὰ
5174324 ἐσθητος
καρπῶν χάριν , τὸ βʹ προσόδου ἢ κοσμίων βαρυτίμων ἢ ἐσθῆτος , τὸ τρίτον περὶ πράγματος λάθρᾳ βεβουλευμένου καὶ τῶν
καὶ τὸ μὴ δεῖσθαι ὑποδημάτων , μὴ ὑποστρωμάτων , μὴ ἐσθῆτος , ἡμεῖς δὲ πάντων τούτων προσδεόμεθα . τὰ γὰρ
5171478 φιλοξενιας
εἶπεν , ἢ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῶν εἰσιν οἱ δόμοι τῆς φιλοξενίας , ὅπερ ἄμεινον . τὸ δὲ ἐντί ἀντὶ τοῦ
αὐτοῖς ἀναδιδόμενον ἄνθος , φυσικήν τινα σχέσιν ἔχον ἐποχῆς , φιλοξενίας νενόμισται κτῆμα . Μαρτυρεῖ δὲ τούτοις καὶ ὁ Ποιητὴς
5157969 μακαρας
λάβρακος , οὐδὲ γόγγρον , οὐδὲ σηπίας , ἃς οὐδὲ μάκαρας ὑπερορᾶν οἶμαι θεούς . Ἐκπεπίῃ δέκας πρὶν ἀγαθοῦ πρῶτον
μέντοι τῷ κύματι καὶ τὸ κατακλυσθῆναι τροπῇ συνεπήνεγκεν . ἴσως μάκαρας θεῶν . μάκαρας ] θεούς . ἰσχὺν ] δύναμιν
5151755 ἀθανασιας
ζωῆς ἀνάμνησις μελέτη γίνεται τῆς τῶν προβεβιωμένων ἀναπολήσεως καὶ τῆς ἀθανασίας ἡμῶν συναίσθησις . καὶ τὸ θαυμαστόν , λογίσασθαι ἕκαστον
γένος τῶν ἀνθρώπων : ἀνθ ' ὧν τυχεῖν αὐτὸν συμφωνουμένης ἀθανασίας . τοὺς δὲ ποιητὰς διὰ τὴν συνήθη τερατολογίαν μυθολογῆσαι
5149074 σκαψαι
παραστήσασθαι . ἀναθρέψαι τὸ φυτόν , ἀλοῆσαι τοὺς πυρούς , σκάψαι τὴν γῆν , τρυγῆσαι τὰς ἀμπέλους , συναγαγεῖν τοὺς
ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ πολέμου γένοιτο σκάψαι κἀποκλάσαι τε καὶ λουσαμένῳ διελκύσαι τῆς τρυγὸς ἄρτον λιπαρὸν
5145574 ἐδωδης
διὰ τῶν ἄνω μερῶν ἐπιτελούμενα . Τὴν μέντοι διὰ τῆς ἐδωδῆς τοῦ ἄρτου ῥῶσιν τοῦ στομάχου κοινὴν ἐκτιθέμεθα ἐπὶ παντὸς
. Πημαίνουσιν : βλάπτουσιν . Ὑπό : διά . σαρκὸς ἐδωδῆς : σαρκικῆς τροφῆς . Φόνου : αἵματος . λάπτουσιν
5135988 σαρκοκολλα
πολυπόδιον , πτέρεως ἡ ῥίζα καὶ θηλυπτέρεως , σμύρνα , σαρκοκόλλα , στοιβῆς ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα , τραγάκανθα
ὁ δὲ κρόκος πέττει καὶ στύφει μετρίως : ἡ δὲ σαρκοκόλλα πέττει καὶ διαφορεῖ : ἡ δὲ τραγάκανθα ἐμπλαστικὴν τέ
5130730 ἐρνος
ἐν θήρεσσιν ἐπ ' ἀγλαΐῃ κομόωσιν ἄρσενες εὐκέραοι , πολυδαίδαλον ἔρνος ἔχοντες : ἦ γὰρ ἐϋσχιδέων κεράων ὥρησι πεσόντων ,
, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος : οἷον τῶν στεφάνων κατασχεῖν . ἔρνος δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει , ἀφ ' ἧς
5118717 εὐμουσιας
τὸν τόνον ὑποχαλάσασα , ὅτι δὴ τὸν τόνον ὑπαραιώσασα τῆς εὐμουσίας τὸν ῥυθμὸν ἠφάνισεν . ἀλλὰ δὴ τοῦ συμπτώματος περὶ
ἀρξάμενος ἀπὸ σοῦ , φίλτατε Ἀμμαῖε , καὶ ἐκ τῆς εὐμουσίας τῆς σῆς λαμβάνων . εἰ δέ τις ἀπαιτήσει καὶ
5106155 Ἐχιδναν
, συνοικεῖν δὲ αὐτὴν οὐ Πάλλαντι , ἀλλὰ ἐκ Πείραντος Ἔχιδναν τεκεῖν , ὅστις δὴ ὁ Πείρας ἐστί . .
ἀθανάτοισι θεοῖσι , σπῆι ἔνι γλαφυρῷ , θείην κρατερόφρον ' Ἔχιδναν , ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρηον , ἥμισυ δ
5103681 μαντικης
ζυγῷ καὶ Ὑδροχόῳ καὶ Παρθένῳ , καὶ παντὶ δὲ εἴδει μαντικῆς χρηστέον . Θηρεύειν δὲ ἐν τοῖς θηριώδεσι ζῳδίοις τὴν
πετομένων ἢ ἀρνῶν σφαττομένων μηνύσαι τι τῶν κρυπτομένων οὐδὲ μέχρι μαντικῆς ἡ μετ ' ἐκείνων σοι συνήθεια , καίτοι καὶ
5102878 δεσποινης
τούτῳ μὲν αὐτὸ τοῦτ ' ἀγαπητὸν ἦν , τὸ τῆς δεσποίνης ἀξιωθῆναι : τῷ πατρὶ δ ' οὐδὲ λαμβάνοντι τοσαῦτα
τὴν ἀναίρεσιν τῶν παίδων . Ἔδοξέ τις δοῦλος παρὰ τῆς δεσποίνης ᾠὸν λαβεῖν ἑφθὸν καὶ τὸ μὲν λεπύριον ἀπορρῖψαι ,
5090325 τρυγος
τῆς κάτω τρυγὸς ἀναπνοήν : εἶτα διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός , καὶ πρὸς τὴν ποιότητα τῆς τρυγός , καὶ
γλήχωνος , θύμβρας , σαμψύχου , σκόρδου , οἴνου εὐώδους τρυγός , ἑκάστου τὸ ἶσον , στῆρος ἢ μυελοῦ τῶν
5079579 Ἰσιδος
: ἢ γὰρ τὸν οὐρανὸν προσαράξειν ἢ τὰ κρυπτὰ τῆς Ἴσιδος ἐκφανεῖν ἢ τὸ ἐν Ἀβύδῳ ἀπόρρητον δείξειν ἢ στήσειν
ζῴοις ὅμοιον : εἶτ ' ἄλλο ὄρος ἱερὸν ἔχον τῆς Ἴσιδος , Σεσώστριος ἀφίδρυμα : εἶτα νῆσος ἐλαίᾳ κατάφυτος ἐπικλυζομένη
5079426 ἐλαας
ἐπὶ τῶν τραπεζῶν τιθέναι τυρὸν καὶ φυστὴν δρυπεπεῖς τ ' ἐλάας καὶ πράσα , ὑπόμνησιν ποιουμένους τῆς ἀρχαίας ἀγωγῆς .
τὴν τομήν : ἀλλὰ τὸ τὸν κότινον μᾶλλον πονῆσαι τῆς ἐλάας ἄτοπον καὶ τὸ τὴν ῥόαν μηδὲν παθεῖν ἀσθενῆ πρὸς
5079399 Κητω
τὸ ταχὺ τῶν ἀνέμων . . Φόρκυνι δ ' αὖ Κητώ . ἡ Κητὼ δὲ συνελθοῦσα τῷ Φόρκυνι ἐγέννησε τὰς
. Στεψαμένη θαλεροῖσι συνήντετο δικτάμνοισι . Ὅσσους εὐρυκόωσα Τυφάονι κύσατο Κητώ . Ἀελλόποδός θ ' ἁρπυίας Βουκολέων Τρηχινίδα Τυμφρηστοῖο αἰπῆς
5076583 βρωσεως
ἡ διὰ τῶν ὀστῶν Φιλαγρίου . περὶ τῆς τῶν ἐχιδνῶν βρώσεως . ἀντίδοτος ἡ διὰ τεσσάρων . ἡ διὰ τοῦ
τέμενος χωρὶς τῆς ἄλλης ἁγιστείας διαφανέστατα τῆς τῶν ὑείων κρεῶν βρώσεως καθαρεύει , ὅπου γε καὶ ἡ ὅλη πόλις ,
5071847 μινθην
τῶν ἁλῶν καὶ τοῦ ἀλεύρου . Ἡδύοϲμοϲ . Ἔνιοι δὲ μίνθην εὐώδη προϲαγορεύουϲιν : θερμὴ τὴν δύναμίν ἐϲτιν , ὡϲ
αὐτῷ ποιέειν ὀρίγανον καὶ πήγανον καὶ θύμβραν καὶ σέλινον καὶ μίνθην καὶ λίτρον ὀλίγον , μελίκρητον κεράσας ὑδαρὲς , ὄξος
5071537 εὐχης
, ὁ δὲ ἀστερίσκος , ὅτι ἐκ τῆς τοῦ Χρύσου εὐχῆς μετενήνεκται . . . . Ο . μενέω νηῶν
θέσιν ἔσχον τοῦ ὀνόματος . προῦπτον γὰρ ὅτι τὸ γράψαιμι εὐχῆς ἐστιν παραστατικὸν καὶ τὸ περιπατῶ ὁρισμοῦ : ὅθεν εἰ
5070934 ἀπορροης
θνητῆς πλημμελείας τὸ σῶμα ἔχοντι , ἐκ δὲ τῆς ἀθανάτου ἀπορροῆς τὸν νοῦν λαμβάνοντι . Ἴδιον δὲ σαρκῶν μὲν ἡδοναί
. κατεσκεύασται δὲ ὀχετὸς τῇ πίττῃ διὰ τῆς συνθέσεως τῆς ἀπορροῆς εἰς βόθυνον ὅσον ἀπέχοντα πεντεκαίδεκα πήχεις : ἡ δ
5069761 συγκομιδης
ἔστι δὲ καὶ θάργυλος ὁ καὶ θαλύσιος ὁ ἐκ τῆς συγκομιδῆς πρῶτος γινόμενος ἄρτος . καὶ σαμίτης καὶ πυραμοῦς διὰ
, ἄλλην ? μὲν οἴει τοῦ τοιούτου , ἄλλην δὲ συγκομιδῆς ? ? ? ? ; Τῆς αὐτῆς ἀπέφηνεν τέχνης
5061151 τηκομενης
ἀναλύειν , ἃ προσέθηκε . καὶ διὰ τοῦτο πλείονα πτύουσι τηκομένης αὐτῆς τῆς ἐν τῷ βάθει ὑγρότητος . ὅτι δὲ
διάφορά τινα τὰ εἴδη τῶν τεμνομένων φαίνεσθαι παρὰ τῇ τῆς τηκομένης ὕλης διαφορᾷ συμβέβηκεν , ὥστ ' ἔχεις καὶ τὸν
5051284 πεμματα
τὰ μὲν πρόβατα καὶ τὰς βοῦς ἔλαβεν , τὰ δὲ πέμματα καὶ τὰ τραγήματα πρῶτον μὲν οὐδ ' ἔγνω :
μὲν καὶ μόσχους καὶ χῆνας ἔλαβε , τραγήματα δὲ καὶ πέμματα καὶ μύρα διωθεῖτο , καὶ προσβιαζομένων λαβεῖν καὶ λιπαρούντων
5042463 συκης
. ἀσθενῆ , ἀδύνατον . . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς συκῆς , διότι ἔνι ἡ συκῆ ἀνίσχυρος , καὶ θραύεται
μείζονος αἴτιον τῷ ἐσχάτῳ , ὡς τοῦ φυλλορροεῖν καὶ τῆς συκῆς μέσα τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπὸν καὶ τὸ πλατύφυλλον ,
5040740 φυε
δένδρεα μὲν καρπὸν χέον ἄσπετον , ἀμφὶ δὲ ποσσίν αὐτομάτη φύε γαῖα τερείνης ἄνθεα ποίης : θῆρες δ ' εἰλυούς
μύκον οὐρανοῦ καὶ τὸ τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύε , καὶ ὅλως τὸ τὰ ἀδύνατα καὶ ἄπιστα τερατεύεσθαι
5040306 ὡςαυτως
τῷ ὀξυκράτῳ : καὶ κύπειρος μετ ' οἴνου ἢ πηγάνου ὡςαύτως : καὶ συκῆς ὀπὸς , καὶ σίλφιον , εἰ
, βοηθεῖ καστορίου ⋖ αʹ , πινομένη σὺν οἴνῳ : ὡςαύτως δὲ καὶ ὁ τῆς μήκωνος ὀπός . Τοιοῦτος μὲν
5038667 Δικης
ἄλλας πύλας Ἀληθείας , καὶ πλησίον τούτων εἴδωλον ἀκέφαλον ἑστάναι Δίκης . πολλὰ δὲ καὶ τῶν ἄλλων τῶν μεμυθοποιημένων διαμένειν
, θηλυκόν , πτερωτόν , ἀνθρωποειδές , τρυφῆρες : σχήματι Δίκης ἑστώς , δίσωμον , στειρῶδες , δουλελεύθερον , ἄγονον
5029429 δημιουργιας
κοινότερον λόγον δι ' ἑαυτὸν καὶ τὴν ἐπὶ πάσης τῆς δημιουργίας θεωρουμένην ἀγαθότητα καὶ σοφίαν ἐποίησεν ὁ θεὸς ἄνθρωπον ,
εἰδωλοποιητικὴ τέχνη πολλοστή τίς ἐστιν ἀπὸ τῆς φυτουργοῦ τῶν ἀληθινῶν δημιουργίας : ἀλλ ' οὐδὲ ἀναλογίαν τινὰ πρὸς τὴν θείαν
5023893 Μουσης
οὐδεὶς Ἀμφίων οὐδὲ Ὀρφεύς : ὁ μὲν γὰρ υἱὸς ἦν Μούσης , οἱ δὲ ἐκ τῆς Ἀμουσίας αὐτῆς γεγόνασι :
αὐτῷ ἐπιγεγράφθαι : ὧδε Λίνον Θηβαῖον ἐδέξατο γαῖα θανόντα , Μούσης Οὐρανίης υἱὸν ἐϋστεφάνου . καὶ ὧδε μὲν ἀφ '
5021533 μουσης
τοῦ μέλους ὑποχαλᾶν , καὶ ὅ τι ποτέ ἐστι τῆς μούσης σύντονον ἐᾷ , πᾶν δὲ ὅ τι γλύκιστον αὐλῳδίας
, ᾧ δὴ τὴν ἀρχὴν τῆς Ἑλληνικῆς τε καὶ νομικῆς μούσης ἀποδιδόασι , τό τε τῆς ἁρμονίας γένος ἐξευρεῖν φασι
5016796 διακοσμησεως
τροφὴν ἀποσβεσθῆναι . μένοντος μὲν οὖν , ὁ σπερματικὸς τῆς διακοσμήσεως ἐσῴζετ ' ἂν λόγος , ἀναιρεθέντος δὲ συνανῄρηται .
δι ' ἀέρος τρέπεται εἰς ὑγρὸν τὸ ὡς σπέρμα τῆς διακοσμήσεως , ὃ καλεῖ θάλασσαν , ἐκ δὲ τούτου αὖθις
5016492 ἐρας
γινομένας . . ἩΡΩΩΝ . Ἥρωες λέγονται ἢ ἀπὸ τῆς ἔρας , ἤγουν τῆς γῆς , κατὰ διάλεκτον : ἐξ
ἐκβάλετε , ἀπορρίψατε . πεποίηται δὲ ἡ λέξις ἀπὸ τῆς ἔρας , τουτέστι τῆς γῆς . Γ οὑτοιΐ σοι χαμαί
5014523 θαλαττιας
ἦν θηρεύειν , ἀλλ ' ἀπεῖπον τούτων τε καὶ τῆς θαλαττίας χελώνης μὴ ἅπτεσθαι . ὁ δὲ πολύπους ἐστὶ συντηκτικὸς
ἐκ τῆς γῆς τρεφομένην : ἄκουε δὲ καὶ τὰς τῆς θαλαττίας μηχανάς , καὶ ὁποῖα δρᾷ καὶ ἐκείνη πυνθάνου .
5013884 ινη
ας , οἷον Πριαμιὰς , Βυζαντιὰς , καὶ ὁ εἰς ίνη , οἷον Πριαμίνη , Νηρηΐνη . Μαιομένῳ : ἐπιθυμοῦντι
ας , οἷον Πριαμιὰς , Βυζαντιὰς , καὶ ὁ εἰς ίνη , οἷον Πριαμίνη , Νηρηΐνη . Μαιομένῳ : ἐπιθυμοῦντι
5002823 ἁρπαις
φησιν Αἰλιανὸς καὶ ὡς ἕτεροι μυρίοι , τὸ δὲ γαμφαῖς ἅρπαις ἤτοι ἐπικαμπέσιν ὄνυξι . γ τυκίσμασι κατασκευάσμασι : τύκος
, ὡς δὲ οἰνὰς καὶ ἄμπελος * γαμφαῖσι καὶ σιαγόσιν ἅρπαις ἤγουν δρεπάναις ἢ ἅρπης καὶ δρεπάνης . πλανηθεὶς ὑπὸ
4997915 Εἰρηνη
δίχα χωρίζειν ἀπ ' ἀλλήλων τοὺς διαφερομένους , ἡ δὲ Εἰρήνη ἀπὸ τοῦ διὰ λόγου καὶ οὐ δι ' ὅπλων
οὐ θέμις . Τιὴ τί δή ; Οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς , οὐδ ' αἱματοῦται βωμός . Ἀλλ '

Back