| θεῖα γεννᾶται καὶ πρόεισιν , ἀλλ ' ἐκ παναρίστου καὶ ἀκράτως ἐχούσης τὸ ἀγαθόν . ὥσθ ' ὅσα ἐν τοῖς | ||
| . . . . , : Οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἦν ἀκράτως αὐστηρὸς ὁ Λυκοῦργος : ἀλλὰ καὶ τὸ τοῦ Γέλωτος |
| τὸ παρασκευάζειν αὐτήν . ὕστερον δὲ ποικίλαντες τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν ἀκολάστως καὶ περιέργως μικρὸν παραγαγόντες τοὔνομα τῆς μάζης ματτύην ὠνόμαζον | ||
| Τὸν δὲ μοχθηροῦ δαίμονος πονηρῶς καὶ ἀφρόνως καὶ ἀνοήτως καὶ ἀκολάστως ; Φαίνεται ταῦτα συμβαίνειν ἐκ τῶν εἰρημένων νῦν . |
| τὰς παρὰ φύσιν ὁμιλίας λάγνοι καὶ ῥιψόφθαλμοι καὶ αἱ καλούμεναι τριβάδες . διατιθέασι γὰρ θηλείας ἀνδρῶν ἔργα ἐπιτελούσας , κἂν | ||
| ὁρώντων τὴν Σελήνην , Ἀφροδίτην , ἐπὶ θηλυκῆς γενέσεως , τριβάδες γίνονται . Ἀφροδίτη δύνουσα καλὸν γῆρας τῇ μητρί , |
| ἐξηχεῖται , ἀκούεται : ἄδην δὲ ἀντὶ τοῦ συνεχῶς ἢ ἀκορέστως . βρυχὴ δέ ἐστιν ὁ τῶν ὀδόντων ἦχος . | ||
| ἂν καὶ μακροβιώτατοι γενέσθαι , τῆς ἀνωτάτω βαρυδαιμονίας ἀπλήστως καὶ ἀκορέστως ἔχοντες . τοιαῦτα τὸ κουφότατον εἶναι δοκοῦν τῶν κακῶν |
| , παρηγορεῖν παρηγορεῖσθαι , ἐπικουφίζειν , ἐπελαφρύνειν , ἀναφέρειν , ἀνιστάναι , ἐπεγείρειν , νουθετεῖν , ἐπανορθοῦσθαι , σωφρονίζειν . | ||
| με τοῖς ἰχθύσι τοῖς ἐπὶ τῆς ἠιόνος λειποψυχοῦσιν ἐπεχείρει μὲν ἀνιστάναι φάρμακα ἔχων ἐπὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς οὐκ ἀσθενῆ |
| γυμνητείαις καὶ βλασφημίαις καὶ τοῖς τοιούτοις , κατὰ δὲ τὰς δαιμονιοπληξίας ἢ τὰς τῶν ὑγρῶν ὀχλήσεις ἐνθουσιασμοῖς καὶ ἐξαγορείαις καὶ | ||
| Κρόνου καὶ σελήνης πρὸς τὰς τῶν ὑγρῶν ὀχλήσεις καὶ τὰς δαιμονιοπληξίας . ἡ μὲν οὖν περὶ τὸ ποιητικὸν τῆς ψυχῆς |
| . φέρειν τὸν οἶνον Φέρειν τὸν οἶνον : ἐπὶ τοῦ νήφειν . Διόφαντος Μετοικιζομένῳ . ἐς κόρακας : ἥξω φέρων | ||
| ' ἔδειξε . Κάλλιππον δοκοῦντα ἄρχοντι νοῦν τε ἔχειν καὶ νήφειν καὶ δύνασθαί τι τῶν τῆς πόλεως ἐπανορθοῦν τὸν ὑπὸ |
| ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων , κραιπαλῶν , παράφορος , λάλος , λῆρος , φλύαρος , κυλικηγορῶν . | ||
| , λυττῶν κατά τε σῶμα καὶ ψυχήν : σπείρειν οὖν παράφορος ἅμα καὶ κακὸς ὁ μεθύων , ὥστ ' ἀνώμαλα |
| δὲ πολλοὶ τῶν ἡμιθέων οἱ ἄριστοι ὑμνοῦνται οὐ διὰ τὸ συγκαθεύδειν ἀλλὰ διὰ τὸ ἄγασθαι ἀλλήλους τὰ μέγιστα καὶ κάλλιστα | ||
| δὲ καὶ οὐ πάνυ μορφῆς εὐφυῶς ἔχοντες . Καὶ τοιούτοις συγκαθεύδειν δεήσει ; Μάλιστα , ὦ θύγατερ : οὗτοι μέν |
| τοῦτο ποιῇ . ποιεῖ δέ μοι τὰς πρὸς αὐτὸν συνουσίας ἡδείας ἄλλα τε καὶ τὸ μηδὲν ἄλλο μήτ ' ἀκούειν | ||
| δὲ δακτύλου τὸ πάχος τρεῖς ἢ τέσσαρας , εὐώδεις , ἡδείας . Κρίνου τὸ ἄνθος , καλούμενον δ ' ὑπ |
| στρωμνάς , εἰ καὶ οὐ πολυτελεῖς , ἀλλ ' οὖν μαλακωτέρας ἀνθρώποις εὐγενέσι καὶ ἀστείοις καὶ φιλοσοφίας ἀσκηταῖς εὐτρεπίσθαι ; | ||
| ἑτέρα ἵππουρις , κόμας ἐκ διαστημάτων βραχυτέρας καὶ λευκοτέρας καὶ μαλακωτέρας ἔχουσα . Ἰξός ἐστι καλὸς ὁ νέος , πρασίζων |
| μάλιστα τὰς ἡδονὰς παρέχεσθαι συνεχῶς ἀπολαύειν , ἀλλὰ καὶ τὰς ἀφροδισιακὰς τέρψεις μεταδιώκειν ἀνδρὸς ἅμα καὶ γυναικός : ἐχρῆτο γὰρ | ||
| ταύτην ἐξηγούμενοι : τοὺς γὰρ οἰνωθέντας φυσικῶς ἐντετάσθαι πρὸς τὰς ἀφροδισιακὰς ἡδονάς . τινὲς δέ φασι τὸ αἰδοῖον τῶν ἀνθρώπων |
| Ἄλλο . Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ | ||
| ἔχειν λύπην ἢ πένθος σημαίνει : ἰσχνὰς μὲν λύπην , ἡλκωμένας δὲ πένθος : καὶ γὰρ ἐν τοῖς πένθεσι λωβῶνται |
| καλὸν μὲν εἶναι τὸ χρῆμά φημι καὶ ὑπάρχων πρεσβύτης οἶδα θυμοῦσθαι τοῖς ἁμαρτάνουσιν , οὐ μὴν ἐπαινῶ γε θυμὸν ἔξω | ||
| πυργοῦσιν αἱ κακαί τε συμφοραί . τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών : μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν : ἀλλ ' |
| ὀσφύες καὶ μηροὶ χωρὶς τῶν ἄλλων μερῶν πολύτριχές εἰσι , λάγνοι οὗτοι οἱ ἄνδρες καὶ μοιχοί . γαστέρα καὶ στήθη | ||
| ὅτι οἱ Σάτυροι καὶ οἱ Πᾶνες εὐεπίφοροι πρὸς τὰς συνουσίας λάγνοι ὄντες , καὶ Καλλίμαχός φησιν : ἔτι φὴ σινάμωρος |
| οἰκείοις μιάσμασιν αἰσχύνει , μηδ ' ἔμπαλιν σπουδαίου προφορᾷ τὰ ἀκόλαστα καὶ αἰσχρὰ μηνύοιτο , ἀλλ ' ἀεὶ τὴν τῶν | ||
| σημαίνει δὲ τὸ γυναικεῖον καὶ ἀνδρεῖον αἰδοῖον κηλωστὰ δὲ τὰ ἀκόλαστα . οἱ δ ' αὖ τέταρτοι : Δύμας βασιλεὺς |
| ἀκχὸς , πλεονασμῷ τοῦ κ , βάζω βάξω βάχος καὶ βάκχος , ὡς παρὰ τὴν ἰαχὴν ἴαχος : καὶ ἴ | ||
| τι καινὸν ὑπογράφηι τὠμῶι βίωι . εἰ μηκέθ ' Ἅιδου βάκχος εἶ , φράσαιμεν ἄν . παπαῖ , τόδ ' |
| διέσχισε , διέκοψε τὸ βλέφαρον . καὶ λόγῳ ἐπὶ τοῦ ὑβριστοῦ , οὐ δυνάμενος κατέχειν παρ ' ἑαυτῷ τὼ χεῖρε | ||
| Ὁ Επίλογος προτρεπτικὸς εἰς τιμωρίαν , ὡς ἀσελγοῦς , ὡς ὑβριστοῦ , ὡς μηδὲν ἀνθρώπινον ἐπιδεικνυμένου . εἶτα ἡ διατύπωσις |
| ἀπόρθητοί ποτε ; νῦν δ ' ὁμηρεύους ' ἔχοντες πορφυροῦς κεκρυφάλους . . Λευκηπατίας : Κλέαρχος ἐν τῷ περὶ βίων | ||
| παιδίων οὐ μάλα νηπίων πατὴρ παραγκωνίσασθαι τοὺς ἀντεραστὰς βουλόμενος , κεκρυφάλους Μιλησίους καὶ Σικελικὸν ἱμάτιον καὶ ἐπ ' αὐτῷ χρυσίον |
| Ὁκόταν ἀφροδισιάζειν ἄρχωνται ἢ τραγίζειν , αἱμοῤῥαγέουσιν . Εἰ τὸ τραγίζειν σαφηνισθείη , πᾶς ὁ λόγος σαφὴς γενήσεται . τράγον | ||
| , καὶ ἐρχόμενον κατὰ τῆς τραχείας ἀρτηρίας , ποιεῖ τὸ τραγίζειν , καὶ ὡς περιττὸν ἐκ τοῦ πολλοῦ βρασμοῦ καὶ |
| ιεʹ . Ἀνθρώποισιν ἐν τοῖσιν ὠσὶ ῥύπος ὁ μὲν γλυκὺς θανάσιμος , ὁ δὲ πικρὸς οὔ . Καὶ οὗτος ὁ | ||
| ἐστιν . ὡς οὖν κατὰ φύσιν ἐστὶν , οὐκ ἔστι θανάσιμος , ἐπειδὴ ἐν τῷ κατὰ φύσιν . πῶς οὖν |
| ἐγκυμονήσεως . τὸν μὲν κνιζομένη , ἀντὶ τοῦ λυπουμένη , ἀλγοῦσα , κατελίμπανεν ἐν γῇ : δύο δὲ δράκοντες γλαυκῶπες | ||
| καὶ ἡ ψυχὴ εὐθέως ἐπέβαλε τὸ εἶδος τῶν πραγμάτων αὐτῇ ἀλγοῦσα τῷ ἀορίστῳ , οἷον φόβῳ τοῦ ἔξω τῶν ὄντων |
| ' ἀποθανεῖν αὐλούμενον : τούτοις ἐν ᾅδου γὰρ μόνοις ἐξουσία ἀφροδισιάζειν ἐστίν , οἱ δὲ τοὺς τρόπους ῥυπαροὺς ἔχοντες μουσικῆς | ||
| οἷς ἡ ὀψιμαθία ἐστὶ βελτίων , οἷον καὶ τὸ τοῦ ἀφροδισιάζειν πρᾶγμα . δεῖν οὖν ἔτι παῖδας οὕτως ἄγεσθαι διὰ |
| , φρονήματος ὑποπλησθεῖσα καὶ παρρησίας ὅσα κατ ' εἰρωνείαν πρότερον ὑπούλως ὑπῃνίττετο , ταῦτα ἀπ ' εὐτολμοτέρου θράσους ἐκλαλεῖ καὶ | ||
| , . . ὑπούλως ὁ δὲ πρός τινας τῶν γνωρίμων ὑπούλως τε καὶ οὐχ ὑγιῶς ἔσχεν . , . . |
| νθʹ , ξηʹ , οθʹ . ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ μεσεμβολήματος γεννώ - μενος ἕξει ἑλκώσεις ἢ σηπεδόνας ἢ ῥευματισμοὺς | ||
| ξϚʹ , οδʹ , πϚʹ . ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ μεσεμβολήματος γεννώμενος ἔσται ἀπόκοπος ἢ ἀνδράσι συνερχόμενος , εἰ δὲ |
| ἐπιτηδεύσεις αἰσχρῶν , φθορὰ παντελὴς τοῦ καλοῦ , νυκτεγερσίαι πρὸς ἀπλήστους ἐπιθυμίας , | ὕπνος ἐν ἡμέρᾳ , ὁπότε καιρὸς | ||
| μὲν γὰρ πεσὼν ἐπὶ γαστέρα καὶ πρὸ τοῦ στόματος τὰς ἀπλήστους διοίξας ἐπιθυμίας ἀκόσμως ἐμφορήσεται καὶ τὰ τοῦ πλησίον ἐπισπάσεται |
| ἣν ἐκεῖνο ἄττει τὸ ζῷον . Ἡ μύραινα ὅταν ὁρμῆς ἀφροδισίου ὑποπλησθῇ , πρόεισιν ἐς τὴν γῆν , καὶ ὁμιλίαν | ||
| οὔτε ὀργᾷ ποτε τὸ τοιοῦτον , οὔτε προσίεται τὸ ἄρρεν ἀφροδισίου κοινωνίας ἕνεκεν ἀπόλλυσί τε , ὡς ἂν εἴποι τις |
| τὰ δένδρα , ἡ πάρδαλις τοῦ πιθήκου δολερωτέρα οὖσα τοιαῦτα παλαμᾶται . ἑαυτὴν ὑπέρριψε δένδρῳ , καὶ κεῖται ὑπτία , | ||
| ἡ ἀπαίδευτος καὶ ἀμαθὴς τῇ τε ἄλλῃ καὶ ταύτῃ ἐπίσπαστα παλαμᾶται , καὶ μέντοι καὶ ἐς τὸ ἀπόφημόν τε καὶ |
| ἢ λιμοῦ ἤ τινος τῶν τοιούτων ἔθουν , οὓς ἐκάλουν καθάρματα . . χρῆσθαι δηλονότι . . ἐξ ἀξίου γοῦν | ||
| πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ καθάρματα : τὰ πινόμενα , φησί , τῶν βοηθημάτων ἐμεῖν |
| λέπια ἐσθίειν τηγάνου , ὀλίγα δὲ καρυκεύειν , καὶ μὴ ἀπλήστως . ἐκ δὲ τῶν ὀσπρίων παντοίων ἀπέχεσθαι τῶν ξηρῶν | ||
| Διὸς αἰτήσασθαι ὅτου ἐπιθυμεῖ . τὸν δὲ πρὸς τὰς ἀπολαύσεις ἀπλήστως διακείμενον ὑπὲρ αὐτῶν τε τούτων μνείαν ποιήσασθαι καὶ τοῦ |
| ἐσθιόμενοι δὲ ἐφθοὶ ὥσπερ ἰχθὺς οἱ κορκόδειλοι , ἀναιδεῖς καὶ ἀναισχύντους ποιοῦσι τοὺς ἀφυῶς φερομένους . Ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ | ||
| παραυτίκα . ” ἀπὸ δὴ τούτου συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τοὺς ὑπ |
| . . . , . ] : ἀνήρης : οὐκ ἀνδρώδης , οἱ δὲ ἀνάρμοστος . ἀνήρεις : ἀνάνδρους , | ||
| Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν . ὁ δὲ βακχεῖος ἀνδρώδης πάνυ καὶ εἰς σεμνολογίαν ἐπιτήδειος , οἷον Σοὶ Φοῖβε |
| . . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . Θ . ἤγουν τὰς | ||
| κατάδηλα : Τὰ φανερά . . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . |
| μισοῦντος , ταῦτα προσδοκῶντος μεταβολήν : οὐ γὰρ δὴ πόλιν ἀνιάτως ἔχουσαν ἔμελλες φιλοπόνως φρουρήσειν , εἰ μὴ κἀκεῖνα μισοῦντος | ||
| ἐδημιούργει πρὸς ἀνθρώπων τῶν μὲν δυναμένων νουθετεῖσθαι φόβον τῶν δὲ ἀνιάτως ἐχόντων ἀπαραίτητον δίκην . ἀπιστήσουσι μὲν οἱ θεασάμενοι τὰς |
| ὅλη μοιρῶν Ϙ # : ὀρθὴ ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΘΒΛ γωνία . ὥστε ἐπεί , οἵων ἐστὶν ἡ μὲν | ||
| τὸ ἄρα πρίσμα τὸ περιεχόμενον ὑπὸ δύο μὲν τριγώνων τῶν ΘΒΛ , ΕΖΗ , τριῶν δὲ παραλληλογράμμων τοῦ ΕΒΖΘ καὶ |
| τοὺς διὰ τῆς πύλης εἰσεληλυθότας εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ πύργου βεβλημένους , τοὺς δὲ μὴ εἰσεληλυθότας πάλιν ἀποβεβλημένους εἰς τὸν | ||
| δεῖν ἐκκρουσθῆναι διὰ ῥημάτων εὐπρέπειαν , οὐδ ' ἀνεῖναι Λακεδαιμονίους βεβλημένους , οἵ γε , ὑμᾶς ἂν ἐκφεύγωσιν , ὕστερον |
| ' ὧν παλμούς τε καὶ διατάσεις ἐν τῷ σώματι καὶ φρίκας ἀνάγκῃ γενέσθαι , τὰ δὲ λοιπὰ ζήτει ἄνωθεν καὶ | ||
| δακνώδεις χυμοὶ καὶ ἀτμοὶ διὰ τῶν αἰσθητικῶν ὀργάνων διαφερόμενοι τὰς φρίκας καὶ τὰ ῥίγη ἐκγεννᾶν . Γίνονται δὲ καὶ οἱ |
| τὸ ἀποδιώκειν τῇ ὀσμῇ τοὺς ὄφεις . καλεῖται δὲ καὶ βλῆχρον . πτέριν : βοτάνη συγκαμπτή . ἦ ῥα λεαίνας | ||
| τὸ ἀποδιώκειν τῇ ὀσμῇ τοὺς ὄφεις . καλεῖται δὲ καὶ βλῆχρον . πτέριν : βοτάνη συγκαμπτή . ἦ ῥα λεαίνας |
| καὶ παθῶν περιέχοντα , πάθη μὲν τὰς ἐλεεινολογίας καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς λέγοντες καὶ τοὺς ἔρωτας ἢ τὰ μίση , ἤθη | ||
| ἐπιχειροῦντι καὶ εἰς φιλόσοφον . Θρήνους μὲν δὴ ᾄδειν καὶ ὀδυρμοὺς οὔτε ὑμεῖς ἐάσειν φατὲ καὶ οὐ ξυγχωρεῖ φιλοσοφία , |
| νοῦν , ἐὰν δὲ τὰς ἐκείνων κοινὰς αἰτίας λαβὼν ἡγεμὼν αἱρεθῇ , ῥᾷον ἤλπιζε τὰ μὲν παρακρούσασθαι , τὰ δὲ | ||
| οὔτε ἰατρός ἐστιν , οὐδ ' ἐὰν ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων αἱρεθῇ . ἀτάρ , ἔφη , ἵνα καί , ἐὰν |
| εὔμορφος ὁ κλέπτης , εὔκομος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα ὑπό τι μελάγχρους , εὔσαρκος , ἀγαθογνώμων | ||
| Ἀφροδίτη ἔσται εὔμορφος , εὔκοσμος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα μελάγχρους , εὔσαρκος , ἀγαθογνώμων . ἐὰν |
| λείπει τὸ ἕλκει . ἐπὶ τῶν ἀντεστραμμένως τι ποιούντων . Ἡδὺ χελώνης κρέα φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν : τῆς χελώνης | ||
| ἡ δὲ φρὴν οὐ μανθάνει : ἐπὶ τῶν ἀμαθῶν . Ἡδὺ τἀπόῤῥητα λιχνεύειν : ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων . Ἢ δέος |
| καὶ καταδεδουλῶσθαι τοὺς πολίτας ἀδίκως : μισθοφόρων γὰρ πλήθει καὶ αἰκίαις καὶ πολλοῖς φόνοις ἀσεβέσι περιπεποιῆσθαι τὴν βασιλείαν . ὁ | ||
| σκιρτῶσα σκιρτημάτων ] κινημάτων νήστῃσιν ] ἐστερημέναις τροφῆς καὶ στάσεως αἰκίαις ] μάστιξιν λαβρόσουτος ] λίαν ὁρμωμένη ἐπικότοις μήδεσι ] |
| τροχίσκους ἄγοντας ἀνὰ δραχ . αʹ καὶ δίδου στομαχικοῖς μετὰ προπόματος κυ . γʹ , χολερικοῖς καὶ τοῖς ἐμοῦσι τροφὴν | ||
| καὶ διουρητικόν . λαμβάνειν δὲ δεῖ τούτου διὰ θερμοῦ τινος προπόματος ἢ ἀψινθάτου ἢ κονδίτου : οὕτω γὰρ ἀβλαβὴς ἔσται |
| ἐκ τῆς πρὸς αὐτοὺς μάχης . τινὲς δὲ ἀντὶ τοῦ μαλακῶς . εἰρωνεύεται γὰρ ὁ Ἡρακλῆς . ὁ γὰρ Διόνυσος | ||
| δρῇν ἢ ποτὰ ἢ βρωτὰ ἢ ἃ ἂν ὁρᾷ , μαλακῶς ὅσα ψαύει : ἄλλαι : ἃ μὴ μεγάλα βλάπτει |
| ἐν τῇσιν ὀξείῃσι νούσοισιν . Ὁ μὲν γλυκὺς ἧσσόν ἐστι καρηβαρικὸς τοῦ οἰνώδεος , καὶ ἧσσον φρενῶν ἁπτόμενος , καὶ | ||
| ἀντιδιαστελλόμενος δέ φησιν : “ ὁ μὲν γλυκὺς ἧσσόν ἐστι καρηβαρικὸς τοῦ οἰνώδεος ” . οἴνῳ σιραίῳ : τῷ ἑψήματι |
| τέθεισθε . χωρὶς δὲ τούτων τὸ μὲν πρὸς τοὺς ἀλλοφύλους ἐθελέχθρως καὶ φιλονείκως ἔχειν τάχ ' ἄν τις εἴη συγγνώμη | ||
| ' ἡδονήν , οὐκ εἰδότες ὅτι πόρρω προεληλύθασι μοχθηρίας καὶ ἐθελέχθρως καὶ φιλαπεχθημόνως ἔχοντες στένειν μὲν ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς , |
| τὰς μύσεις καὶ παρεγκλίσεις , ἀναλαμβάνοντα δὲ καὶ σαρκοῦντα τὰς ἰσχνὰς καὶ ἀτρόφους , μεταβάλλοντα δὲ τὰς καχεξίας καὶ τὴν | ||
| ἀρρενωπούς , ἀγόνους τὰς ἐναντίας δὲ πάλιν : ἀτρόφους , ἰσχνὰς ἢ καταπιμέλους , πρεσβυτέρας λίαν ἢ νέας . μάλιστα |
| πάντα μετέωρα νῦν ἐστι , βουλόμενα ἰδεῖν Μένανδρον καὶ ἀκοῦσαι φιλαργύρων καὶ ἐρώντων καὶ δεισιδαιμόνων καὶ ἀπίστων [ καὶ πατέρων | ||
| μόνον δὲ ταῦτα ἠθικὰ προσήκει καλεῖν , ὅσα δυσκόλων ἢ φιλαργύρων ἢ παρασίτων ἔχει πρόσωπα , ἀλλὰ κἀκείνας τὰς ὑποθέσεις |
| ἐκείνων νεμηθέντων εἰς τὴν στάσιν . τοῖς φίλοις καὶ οἰκείοις ἐμπαλασσόμενοι ἀπέσφαττον αὐτοὺς ὡς πολεμίους . συνενθουσιῶντες αὐτοῖς , καὶ | ||
| καὶ πῦρ ὁρῶντες οἷον ὀξύτατον . οἱ δὲ Καρχηδόνιοι ἀλλήλοις ἐμπαλασσόμενοι καὶ περιπίπτοντες τοῖς θηρίοις ἀπέθνησκον . μήτε γὰρ εἶναι |
| ὡσανεὶ κιννάβαρι , τοὺς δ ' ἀπ ' αὐτῆς πιόντας παράφρονας γίνεσθαι . τοῦτο δ ' ἱστορεῖ καὶ Φίλων ὁ | ||
| ] γίνωσκε ἤνυσε δὲ σφαλερούς : ἐποίησε δὲ τρομεροὺς καὶ παράφρονας καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ πολλάκις πρὸς θάνατον ἤγαγεν ἄφρονας |
| φησι τὸν Καλλισθένην τοιαῦτα γράφοντα καὶ πλεῖστον ἀπέχειν φιλοσοφίας , κόραξι δὲ προσέχοντα καὶ κορυβαντιώσαις γυναιξί , δικαίως δ ' | ||
| πυκνότητα τῶν ἀνδρῶν οὐχ ἡμάρτανον τῶν σκοπῶν , τοῖς δὲ κόραξι καὶ ταῖς σιδηραῖς χερσὶν ἀνήρπαζον τοὺς τοῖς θωρακείοις ἐφεστῶτας |
| ἐπ ' Ἀλεξάνδρῳ νοσοῦντι λόγος , ὅτε ὁ μὲν ἤδη πονήρως εἶχεν , οἱ δὲ περιστάντες τὰ βασίλεια ἐπόθουν ἰδεῖν | ||
| βασιλείους ἐπιστολὰς ἤδη ἀσπαζομένου τε ἁρμόσαι οἱ τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα πονήρως ἔχουσαν τοῦ εἴδους οὐκ ἐπήδησε πρὸς τὴν ἐκείνου εὐπραγίαν |
| παρ ' Ἕρμον Φεύγει , οὐδὲ μένει , οὐδ ' αἰδεῖται κακὸς εἶναι . Οὐ γὰρ ἄν , ἔφη , | ||
| δέχθαι , ἐπεὶ πάντη καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν Ξεινίου αἰδεῖται Ζηνὸς θέμιν ἠδ ' ἀλεγίζει . ” Ὧς φάτ |
| τὴν τῶν ἀγαθῶν φιλίαν κατὰ συμβεβηκός . οὐ γὰρ διότι εὐτράπελοι φιλοῦνται ὑπ ' ἀλλήλων , ἀλλ ' ἔοικε ποιοὺς | ||
| φιλοῦσι τοὺς εὐτραπέλους ἀπ ' αὐτοῦ , ὅμως οὐχ ᾗ εὐτράπελοι φιλοῦσιν αὐτούς , ἀλλ ' ᾗ αὐτοῖς ἡδεῖς . |
| . τί γάρ με πλοῦτος ὠφελεῖ ; σμίκρ ' ἂν θέλοιμι καὶ καθ ' ἡμέραν ἔχων ἄλυπος οἰκεῖν μᾶλλον ἢ | ||
| ἀλλὰ δηλονότι ὀλίγοις : ἀλλ ' οὕτως ἔχει , οὐ θέλοιμι ἄν λίαν πλείστοις ἀνθρώποις πημονάς , ἤγουν οὔτε πλείστοις |
| συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ | ||
| τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ |
| τῶν τόνων τὸ πλεῖστον διοδεύει ἢ ὅτι σεμνόν τι καὶ ἐρρωμένον καὶ εὔτονον ἦθος ἐπιφαίνει . ἐὰν μέντοι ἡ φωνή | ||
| ἑταῖρον αὐτοῦ : ἡλικιώτας δὲ εἶναι , τὸν μὲν Εὐθύδικον ἐρρωμένον καὶ καρτερόν , τὸν δὲ Δάμωνα ὕπωχρον καὶ ἀσθενικόν |
| , ἤτοι πρὸς τὴν ἀκρασίαν , ἐπεὶ καὶ ὁ ἀκρατὴς ὑπερβολικῶς ἀφροδισιάζειν βού - λεται , προσεπιτιθέντες τὴν ἀκρασίαν περὶ | ||
| ἀφροδισιάζειν ἀγαθὸν μέχρι τοῦ συμμέτρως ταῦτα ποιεῖν , τὸ δὲ ὑπερβολικῶς καὶ ἀμέτρως φαῦλον . τῶν μὲν ἕξεων καὶ κινήσεων |
| , ὁσιότητα , εὐσέβειαν , τὰς ἄλλας ἀρετάς τε καὶ εὐπαθείας , ὧν οὐ μόνον ἡ γένεσις εὔτεκνος ἀγαθόν , | ||
| μόνου θεοῦ , αὐτὴ δὲ διαμαρτάνει σφετεριζομένη τὰς ὑπὲρ ἄνθρωπον εὐπαθείας , εὐλαβεῖταί τε καὶ τὸν ψυχικὸν | γέλωτα ἀρνεῖται |
| πάρεστιν ὁ κατήγορός σου ” , ἐν ἤθει . Γ ὑλακτεῖν ] συνηγορεῖν τῷ ⌈ κυνί Γ [ δικαίῳ ] | ||
| ἔχθραν δὲ καὶ θυμὸν πρὸς θῆρας μόνους τρέφειν διδασκέσθωσαν , ὑλακτεῖν μέντοι καὶ ἀπομανθανέτωσαν : οὐ γὰρ θεμιτὸν τοῦτο θηρατικῷ |
| μάλα φορτικῶς ὠνείδιζόν τε καὶ ἐνύβριζον καὶ τὸν δῆμον ἐκδραμόντες ἠρέθιζον ἐπ ' αὐτὸν καὶ τὸν Σάλουιον ἐς αὐτὸν ἐκάλουν | ||
| τῶν ἀποκρίσεων . . . . , . . εὐθὺς ἠρέθιζον τοὺς Βρεττανοὺς παρορκῆσαι , ἔγκλημα ἔχοντας , ὅτι σπονδῶν |
| καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες , | ||
| πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος : |
| ἐς θάνατον , τοὺς δὲ ξένους ἡσυχῆ καὶ ὅσον παρασχεῖν ὀδαξησμόν , ἐμοὶ δοκεῖν τοῦ Ξενίου Διὸς τοῖς ἀφικνουμένοις τὸ | ||
| ' ὑπερπλήρωσιν τοῦ οὔρου ἰσχουρία καταλάβοι τὴν κύστιν , κλυσμὸς ὀδαξησμόν τινα ἐμποιῶν καὶ προτρέπων τὴν περισταλτικὴν δύναμιν ἐνεργεῖν παρασκευάσειεν |
| μερόπων γένει : στέργομαι γὰρ παρὰ αὐτῶν καὶ φιλοῦμαι [ ἐκτόπως ] , τρίβομαί τε συχνῶς μέτωπόν [ τε ] | ||
| † ἀνδρὸς κατηγορίαι πικραί . καὶ τῶν μαθητῶν εἷς πατραλοίας ἐκτόπως . εἶτ ' ἐμπυρισμὸς τῆς σχολῆς τοῦ Σωκράτους . |
| καὶ σαρκοῦντα τὰς ἰσχνὰς καὶ ἀτρόφους , μεταβάλλοντα δὲ τὰς καχεξίας καὶ τὴν πιμελὴν καθαιροῦντα , καὶ λούοντα μὲν τὰς | ||
| καθ ' αὑτὴν κακῶς , ἀτροφίας δ ' αὖ καὶ καχεξίας καὶ κακοχυμίας καὶ κακοχροίας ἰκτέρους τε καὶ διαρροίας καὶ |
| κοῦφα . Διοκλῆς δέ φησι τὸ ὕδωρ πεπτικὸν εἶναι καὶ ἄφυσον ψυκτικόν τε μετρίως ὀξυδερκές τε καὶ ἥκιστα καρηβαρικὸν κινητικόν | ||
| ἐστιν ὡς οὖρα καὶ καταμήνια κινεῖν . ἔστι δὲ καὶ ἄφυσον , καὶ μᾶλλον τῆς πόας τὸ σπέρμα . Σέρις |
| μιν καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι μοχθίζοντα πυκναῖς τ ' εἰρεσίῃσι βιώμενος ἔσπασεν ἀνήρ : εἰ δ ' ἄρα οἱ καὶ | ||
| ἀσχαλόων ὀδύνης ὕπο μάρναται ἰχθύς , ἕλκων αὖ ἐρύοντα , βιώμενος εἰς ἅλα δῦναι , ἄσχετα μαιμώων : ὁ δὲ |
| καὶ εἰκῆ γίνηται , ἀλλὰ μετ ' αἰδοῦς τε καὶ συννοίας καὶ τάξεως ὀρθῆς , μήτε πάθος ἐγείρηται μηδὲν εἰκῆ | ||
| . εἰσελθὼν γὰρ εὗρε περὶ τὸν Σωκράτην κάτω νεύοντας ἐπὶ συννοίας . ἀτὰρ τί ποτ ' : συγκεκυφότες γὰρ ἦσαν |
| ὁ σκοῖτος καπηλεύει . χάλις καὶ ἕρπις ὁ οἶνος , χάλις μὲν παρὰ τὸ χαλᾶν τὴν ἶνα , ἕρπις δὲ | ||
| : μωροὺς , τοὺς κεχαλασμένους τὴν φρόνησιν , ματαιόφρονας : χάλις ὁ οἶνος παρὰ τὸ χαλᾷν τὴν ἶνα . ἄκριτος |
| λίχναι : τοίη δέ σφιν ἐτήτυμος ἵσταται ἄγρη . κυρτίδες ἠβαιαὶ ταλάροις γεγάασιν ὁμοῖαι , πυκνῇσι σχοίνοισι τετυγμέναι : ἐν | ||
| λίχναι : τοίη δέ σφιν ἐτήτυμος ἵσταται ἄγρη . κυρτίδες ἠβαιαὶ ταλάροις γεγάασιν ὁμοῖαι , πυκνῇσι σχοίνοισι τετυγμέναι : ἐν |
| καὶ ἐπάνω ἔρια . Κεφ . κεʹ . [ Πρὸς δυσουριῶντας καὶ λιθιῶντας ] Σκορπίοι ὠπτημένοι τρωγόμενοι : πρὸς δὲ | ||
| . ταύτης ἡ ῥίζα σὺν οἴνῳ πινομένη οὖρα κινεῖ καὶ δυσουριῶντας ἰᾶται , καὶ λίθους θρύπτει καὶ στροφοὺς παύει καὶ |
| τοῦ δὲ τυράννου προσελθόντος ἀσμένως καὶ τὴν ἀκοὴν τῷ στόματι παραβαλόντος , ὁ Ζήνων τοῦ δυνάστου περιχανὼν τὸ οὖς ἐνέπρισε | ||
| ἦν ἀναγκαῖον . λέγεται δὲ τοῦτον τὸν νόμον ὑπὸ Σόλωνος παραβαλόντος εἰς Αἴγυπτον εἰς τὰς Ἀθήνας μετενεχθῆναι . εἰ δέ |
| εὔλογος πέφυκα , γλῶσσα δ ' ἐστί μοι δύσφραστος , ἰσχνόφωνος , ὥστε μὴ λόγους ἐμοὺς γενέσθαι βασιλέως ἐναντίον . | ||
| Λίβυες γὰρ βάττους τοὺς βασιλεῖς λέγουσιν . οἱ δὲ ὅτι ἰσχνόφωνος ἦν , καὶ περὶ τῆς φωνῆς πυνθανόμενον ἡ Πυθία |
| γνώμης τοῦ τε μηδὲν ἐξ ἀρχῆς βεβουλεῦσθαι , ὥσπερ αὖ κραταιᾶς εὖ μάλα καὶ μετὰ λογισμοῦ καὶ ψήφου τοῖς πράγμασιν | ||
| Τηλέμαχον ὁπλισάμενοι ἀπαντῶσιν ἔξω τῆς πόλεως , καὶ γενομένης μάχης κραταιᾶς πίπτουσιν οἱ ὑπὲρ τῶν μνηστήρων πολεμήσαντες ἀριστεύοντος τοῦ Τηλεμάχου |
| ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς . | ||
| ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων |
| ὡς νῦν ᾕρηκεν : οὐ γάρ μοι δοκεῖ ἐρᾶν τοῦ ἐρᾶσθαι . καὶ τὸ μὲν ἀνειλημμένον τῶν τριχῶν αἰδοῖ κεκόσμηται | ||
| , ἐῴκει γοῦν ἀθλητῇ καλῷ καὶ ἐλευθερίῳ τὸ εἶδος . ἐρᾶσθαι δὲ τὸν Μένιππον οἱ πολλοὶ ᾤοντο ὑπὸ γυναίου ξένου |
| χήνειον ἐπιβαλὼν ὀλίγον καὶ χλιάνας ἅμα τὰ πάντα , ἐπιτίθει θερμῶς , καὶ ἀναλαβὼν τοῖς φοίνιξι καὶ ἄρτον διάβροχον σύμμετρον | ||
| τὴν γαστέρα χωρίοις , ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ γαστὴρ τύχοι θερμῶς ἔχειν , διὰ τῆς πείρας κρίνειν τίνες μὲν ἡδεῖς |
| τε ἔχουσα οὐδὲν ἡμερωτέρους θηρίου καί οἱ τῶν χειρῶν εἰσιν ἐπικαμπεῖς οἱ ὄνυχες : ἐπίγραμμα δὲ ἐπ ' αὐτῇ εἶναί | ||
| : ταπεινοί * ὑπένερθεν : κάτωθεν ὑποκάτωθεν * ἀγκύλοι : ἐπικαμπεῖς ἢ σκολιοί καμπύλοι , ἰσχυροί * γναθμοῖς : σιαγόσι |
| διὰ ταῦτα πάσχει τὰ πονηρά . πᾶς οὖν ἄνθρωπος ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος οὕτως βασανίζεται , ὅτι ἔχοντες ζωὴν ἑαυτοὺς | ||
| φησίν , καθὼς βούλει , ἵνα νοήσῃς αὐτά . ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος μίαν ἡμέραν καὶ πράσσων ἃ βούλεται πολλὴν |
| πάντα πεπλήρωτο , ὥσπερ ἂν εἰς σφαγὴν συγκλεισθέντων προβάτων καὶ συμμιγῆ φωνὴν ἀφιέντων . οἱ μὲν γὰρ αὐτῶν πρὸς τοὺς | ||
| τὰ δὲ μέσα τῆς οἰκήσεως μέσην ἔχει τὴν ἰδέαν καὶ συμμιγῆ τά τε σημεῖα καὶ τὰς γνώμας . οἱ δὲ |
| αἱμύλοι εἰσὶ καὶ ὑπερβάλλουσι δεξιότητι καὶ φιλανθρωπίᾳ , κυδαίνοντες καὶ ἐπαίροντες καὶ ἀσπαζόμενοι τοὺς θεωμένους καὶ πάσας ἱέντες φωνὰς καὶ | ||
| φιλοπονοῦσιν ἀνεῳγμένοι φιλοσοφεῖν καὶ πόλιν ἅπασαν εἰς ἐξουσίαν τῆς σοφίας ἐπαίροντες , οἳ δὲ τοὺς πάλαι τιμᾶν ἱδρυμένοι θεούς . |
| εἰς δον περατουμένοις , καναχηδόν καναχηδά , αὐτοσχεδόν αὐτοσχεδά , χανδόν χανδά : τῷ μέντοι μίγδα οὐ παράκειται ὁ τοιοῦτος | ||
| κριδόν καὶ διακριδόν , φαίνω φανδόν καὶ ἀναφανδόν , χαίνω χανδόν . μένει δὲ τὸ ν ἐπὶ τοῦ χανδόν καὶ |
| , Λακωνικὸν δὲ οὐδὲν περὶ αὐτοὺς ἐφαίνετο , ἀλλ ' ἁβρότερον αὑτῶν εἶχον καὶ συβάριδος μεστοὶ ἦσαν . ἰδὼν δὲ | ||
| ἐξαλλάττειν δὲ καὶ τοὺς χιτῶνας ἐπὶ τὸ φοβερόν τε καὶ ἁβρότερον . Οὐ ταῦτα δὲ μόνον γενέσθαι κακὸν , ἀλλὰ |
| τοῖς ἐν ὥρᾳ , τὰ δὲ ἄνθη παρθένοις ἀναφυέσθω καὶ γυναίοις ἔρευθος ἑαυτοῖς ἐργαζέσθω . φημί σοι καὶ τὰ στέρνα | ||
| μέν , ἀλλὰ τοιοῦτοι ῥέοντες . καὶ ᾄδουσιν οἶμαι ταῦτα γυναίοις ἅμα καὶ παιδίοις ἐστεφανωμένοι κιττῷ τε καὶ σμίλακι , |
| : θαυμαστὸν γὰρ ἦν καὶ περιβόητον παρ ' αὐτοῖς ἡ πολυφαγία . Μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον σπονδὰς ἐποιοῦντο , οὐκ | ||
| . θαυμαστὸν γὰρ ἦν καὶ περιβόητον παρ ' αὐτοῖς ἡ πολυφαγία . μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον σπονδὰς ἐποιοῦντο οὐκ ἀπονιψάμενοι |
| βραχίονος : στυπτηρίη αἰγυπτίη ἐν ἀρχῇ παραστέλλει . Ὑδρωπιώδεα δέον ταλαιπωρέειν , ἱδροῦν , ἄρτον ἐσθίειν θερμὸν ἐν ἐλαίῳ , | ||
| οὐχ ὅμοιοι εἰσίν : τοὺς μὲν γὰρ στρατεύεσθαι εἰκὸς καὶ ταλαιπωρέειν καὶ ἀποθνήσκειν ἐξ ἀνάγκης ὑπὲρ τῶν δεσποτέων , ἄπο |
| ἐϲ τὸ ϲμικρὸν ξυμπέϲωϲι ἠδὲ ἐϲ τὸ ξυνεχὲϲ καὶ πυκνὸν διώκωνται , ἱδρὼϲ δὲ περὶ μέτωπα καὶ κληῗδαϲ καὶ πάντῃ | ||
| βαδίζουσιν δὲ ὀρθοὶ ἐπὶ τοῖν δυοῖν ποδοῖν : ὅταν δὲ διώκωνται , πηδῶσι : Θεόφραστος λέγει ταῦτα . Οἱ δὲ |
| μανθάνειν , οὗτος ὑπέχων τὰ ὦτα ἀκουέτω . ἐλέφαντι ἡμέρῳ πωλευτὴς ἦν , καὶ εἶχε γυναῖκα ἀφηλικεστέραν μέν , πλουσίαν | ||
| κρίνας τῇ ὀσφρήσει τὸ ἄνθος , τάλαρον δὲ ἔχων ὁ πωλευτὴς τρυγῶντος καὶ ἐμβάλλοντος ὑπέχει . εἶτα ὅταν ἐμπλήσῃ τοῦτον |
| πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν | ||
| ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις |
| ἐλείφθη εἰκότως ἀποβάντος αὐτῷ τούτου : ὁ γὰρ φιλέρημος καὶ ἀπράγμων θεὸς καὶ μόνον ἔχων νεβρίδιον καὶ καλαυρόπιον καὶ συρίγγιον | ||
| τῶν ἐν Πειραιεῖ . . . Μόλπις . Ἆρα οὖν ἀπράγμων εἶναι δοκεῖ ὑμῖν Διογένης , ὃς ἐπιδικάζεται μὲν τῶν |
| αὐτούς . ὀφθαλμοὶ ἔνυγροι γοργὸν βλέποντες θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ | ||
| ἔρχονται . ὀφθαλμοὶ γοργὸν βλέποντες ἔνυγρον θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ |
| προσβαλεῖν ] πλησιάσειν . θΞ ἄθυμος ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , | ||
| ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , ἄψυχος . ἄθυμος ] δειλός ἐστιν |
| δωρεὰν αὐτῇ διδόντας , ἐξ ἧς οὐδὲν αὐτοὶ βλαπτόμενοι μεγάλην δόξουσι τιμὴν κατατίθεσθαι τῇ λαμβανούσῃ , ἀνθρώπους δ ' ὄντας | ||
| δ ' ἅπαξ εὑρεθέντες σκιαμάχων ἀλλ ' οὐκ ἀγωνιστῶν ἐπιδείκνυσθαι δόξουσι δύναμιν : καὶ γὰρ ἐκεῖνοι καθ ' ἑαυτοὺς μὲν |
| ὑπὸ ΕΖΗ γωνία δοθεῖσα : ὥστε καὶ λοιπὴ ἡ ὑπὸ ΖΕΒ γωνία δοθεῖσά ἐστιν . εἰ δὲ οὔ , συμπιπτέτωσαν | ||
| ὑπὸ ΔΖΚ ἴση τῇ ὑπὸ ΖΕΒ , αἱ δὲ ὑπὸ ΖΕΒ , ΘΕΒ δύο ὀρθαῖς ἴσαι , καὶ αἱ ὑπὸ |
| δεόμενοι . ὁ δ ' ἐξ αὐτῶν ζωμὸς ἀμείνων , ῥυπτικὸς ὢν καὶ διουρητικὸς τῷ μετέχειν τινὸς ἁλμώδους ποιότητος , | ||
| δεόμενοι . ὁ δ ' ἐξ αὐτῶν ζωμὸς ἀμείνων , ῥυπτικὸς ὢν καὶ διουρητικὸς τῷ μετέχειν τινὸς ἁλμώδους ποιότητος , |
| αὐτῇ τῇ κυνὶ περὶ ἐμοῦ τινα , ἐπεὶ κἀγὼ ἡνίκα ἤρων αὐτῆς , ἔσαινεν ἡ κύων καὶ κατεθώπευε προσέχουσα τὸ | ||
| ἐξετάζων καὶ συκοφαντῶν . : καὶ γὰρ τὸ παλαιὸν παίδων ἤρων , ὡς καὶ ὁ Ἀρίστων ἔφη , ὅθεν καὶ |
| μὲν οὕτω πρᾶος περὶ τούτους ἦν , οὗτοι δὲ οὕτως ἀσελγεῖς καὶ βδελυροὶ ὥστ ' ἐπὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ | ||
| στήθη ἐπὶ πολὺ κομῶντας κου - φόνους καὶ ἀλλοπροσάλλους καὶ ἀσελγεῖς λέγε . στέρνα δὲ αὐτὰ καθ ' ἑαυτὰ τετριχωμένους |
| τεθνεῶτας . : Φερεκύδης ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοὺς ἐν Δελφοῖς θνήσκοντας αὐτὸν ἀναβιώσκειν . . . . Λ , : | ||
| τῆς ταλαιπωρίας . καὶ ἐδείκνυ δὴ λέγων αὐτοῖς οἷς εὐπόρουν θνήσκοντας τοὺς εὐπόρους καλοῦντας ἐφ ' ἑαυτοὺς τὰ τῶν κακούργων |
| χρυσόχειρες περιέρχονται οὐδ ' αὐτοὶ πιστεύοντες οἶμαι ὅτι μὴ ὄναρ πλουτοῦσιν . Ἑτεροῖον τοῦτ ' ἐστίν , ὦ Ἑρμῆ , | ||
| , ὡς πλοῦτος πλείστην πᾶσιν ἔχει δύναμιν . Ἶσόν τοι πλουτοῦσιν , ὅτωι πολὺς ἄργυρός ἐστιν καὶ χρυσὸς καὶ γῆς |
| βρεττανικῇ , τρίτῳ καὶ δεκάτῳ τῆς βασιλείας ἔτει , καὶ συναριθμεῖται τοῖς θεοῖς . Γαλέριος δὲ , ἀνὴρ καὶ κατ | ||
| πρὸς ἱστορικὴν ἀκρίβειαν καὶ κρίσιν ἀληθεστέραν . βιάζεται γοῦν καὶ συναριθμεῖται τὸν χρόνον ἔς τε τὰς ὀλυμπιάδας περιγράφων καὶ τοὺς |