αὐτῇ τῇ κυνὶ περὶ ἐμοῦ τινα , ἐπεὶ κἀγὼ ἡνίκα ἤρων αὐτῆς , ἔσαινεν ἡ κύων καὶ κατεθώπευε προσέχουσα τὸ | ||
ἐξετάζων καὶ συκοφαντῶν . : καὶ γὰρ τὸ παλαιὸν παίδων ἤρων , ὡς καὶ ὁ Ἀρίστων ἔφη , ὅθεν καὶ |
Αἴγισθος ἔνθα νῦν θυηπολεῖ θεοῖς ; ἔπειτ ' ἀπαντῶν μητρὶ τἀπ ' ἐμοῦ φράσον . ὥστ ' αὐτά γ ' | ||
ἀντίμισθον ηὕρετ ' ἐν λιταῖς . ἔχουσα δ ' ἤδη τἀπ ' ἐμοῦ τεκμήρια γένος τ ' ἂν ἐξεύχοιο καὶ |
κατισχόντες ἢ βραχὺ καθαιρόμενοι . καʹ . Πυρετώδεες ἴσως οἱ ἔκλευκοι , καὶ τὰ χείλεα . κβʹ . Οἷος ὁ | ||
τι , κατισχόντες ἢ βραχὺ καθαιρόμενοι . Πυρετώδεες ἴσως οἱ ἔκλευκοι , ὧν καὶ χείλεα , οἷος ὁ τρόπος , |
Ἀχιλλᾷ δ ' ἐφήσθησαν καὶ Ποθεινῷ καὶ τὴν Φαρνάκους φυγὴν ἐγέλασαν . Χρήματα δ ' ἐν τοῖς θριάμβοις φασὶ παρενεχθῆναι | ||
, οἶμαι , μείζω τῆς δυνάμεως τολμᾶν . Ἥσθησαν καὶ ἐγέλασαν ἅπαντες οἱ τῆς κωμῳδίας ἀκούσαντες : ἤκουσαν δὲ πλὴν |
τὴν θεραπείαν αὐτῶν οὐδεὶς ἦν οὔτ ' ἀργυρώνητος οὔτ ' οἰκογενὴς δοῦλος ἀλλὰ τῶν ἐπιφανεστάτων , ἱερῶν υἱοὶ πάντες , | ||
? ἔοικεν , παρ [ ] ' αὐτῶι μειρακίσκος - οἰκογενὴς - ὄνομα Κηφισοφῶν , [ πρὸς ] τοῦτον οὖν |
δʹ δίμετρα ἀκατάληκτα , τὸ δὲ εʹ “ αὐτοῦ ποίησα κακκᾶν ” ἑφθημιμερές , ὃ καλεῖται , ὡς εἴρηται , | ||
οἰκίᾳ . , ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν |
τύχαις ταῖς οἴκοθεν ἤλγουν μὲν ἤλγουν , συμφορὰς δ ' ἠνειχόμην , σῶν δὲ στερηθεὶς ὠιχόμην ἄκων γάμων . νῦν | ||
ἦν , ἀλλὰ φάρμακον ὥσπερ ψυχῆς νοσούσης . περιβαλλούσης οὖν ἠνειχόμην καὶ περιπλεκομένης πρὸς τὰς περιπλοκὰς οὐκ ἀντέλεγον : καὶ |
τῷ γυμνάζειν ἀγνωσίᾳ , οὐ προειπόντος ἃ γιγνώσκειν ἔδει καὶ σιωπῶντος . ” τοιῶνδε μὲν δὴ τῶν τετράδων οὐσῶν καὶ | ||
, ἔχω λέγειν . τῷ γάρ ἐστιν ὄνειδος , εἰ σιωπῶντος αὐτοῦ καὶ μηδὲν γράφοντος , ἴσως δ ' οὐδὲ |
παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες , τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς , εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή : οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον | ||
γενέσεως , “ τούτου μέντοι ” , φάναι , “ ἐρᾷς , ὦ νεανίσκε , καλοῦ δὲ οὐδενός ” . |
] ἡ Ὑψιπύλη , ὡς Πηνελόπεια παρ ' Ὁμήρῳ ἡ Πηνελόπη . * * εἶπεν . τῇ θυγατρὶ Θόαντος . | ||
μνηστῆρες τὸ λοιπὸν εὐωχοῦντο πεπαυμένοι τοῦ φόβου . ἡ δὲ Πηνελόπη οὐκ ἐπίστευεν . ἐπαναλύσαντες δὲ οἱ ἀποσταλέντες εἰς Φαιακίαν |
ὀνόματος . φρατρία ἐστὶ τὸ τρίτον μέρος τῆς φυλῆς , φρατέρες δὲ οἱ τῆς αὐτῆς φρατρίας μετέ - χοντες , | ||
ὀνόματος . φρατρία ἐστὶ τὸ τρίτον μέρος τῆς φυλῆς , φρατέρες δὲ οἱ τῆς αὐτῆς φρατρίας μετέ - χοντες , |
ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ χώραν . Μαθὼν δὲ ὁ Νυκτεὺς βασιλεὺς , ὁ ταύτης πατὴρ , ὅτι ἐφθάρη , | ||
κἀκεῖθεν ἐλέγετο βάκχη . Ὁ δὲ αὐτῆς πατὴρ , ὁ Νυκτεὺς , εἶχεν ἀδελφὸν ὀνόματι Λύκον , βασιλέα τοῦ Ἄργους |
ἢ ἕκαστος ἑαυτῷ . μόνος δ ' ἰδιώτας τε οὐκ ἤλεγχε καὶ παρὰ τοῖς δεξιοῖς εἰς τὰ πρῶτα ἐθαυμάζετο . | ||
Ἀλεξάνδρου γενέσει καὶ Ἀμφιτρύωνα τῇ Ἡρακλέους : τὰ δὲ ἔργα ἤλεγχε τὸν ἀληθινὸν πατέρα , ὅτι ἄλλος ἦν , ῥυομένου |
ταυτὸν ἔθνος λέγω , πλήν γε δὴ οἱ μὲν Ἀλκιβιάδῃ συναγορεύοντες , οἱ ὕστερον , οἱ δὲ τότε ἀντέλεγον τῷ | ||
δὴ οὕτως εἶπεν . ἀνίσταντο δὲ καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἑκατέρων συναγορεύοντες . ἔδοξε κατὰ τὴν ἀξίαν τιμᾶσθαι ἕκαστον , Κῦρον |
τοὺς δὲ ἀπὸ τοῦ δου τρεῖς ποιεῖν Μο κζ . Τετάχθωσαν οἱ τέσσαρες ʂ α . καὶ ἐὰν ἄρα ἀπὸ | ||
ἀριθμοῦ λόγον ἔχει ὃν ⃞ος ἀριθμὸς πρὸς ⃞ον ἀριθμόν . Τετάχθωσαν οἱ ζητούμενοι ⃞οι , ὃς μὲν ΔΥ α , |
ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη , διαδικασία ἐπιδικασία , ἀντιδικία , συνηγορία | ||
καὶ καταβοὴ οὐ λέγεται εἰ μὴ ἰδίως παρὰ Θουκυδίδῃ ἡ πρέσβευσις . . . ἐγένετο : οὐκ ἐπρεσβεύσαμεν εἰς τὸ |
. μητρὸς ] ὑπό . . ἤτοι τῆς Ἰοκάστης : συνεμίγη γὰρ τῷ υἱῷ αὐτῆς Οἰδίποδι . . τοιγὰρ θέλους | ||
, ὅπου φησὶν Ἡσίοδος εἶναι τὴν Ἔχιδναν . ταύτῃ δὲ συνεμίγη ὁ Τυφών . καὶ ἐγεννήθη ἐξ αὐτῶν ἑτέρα Ἔχιδνα |
φίλους εὐνοίας , τινὲς δὲ τοῦ ἐγγύου προπέτειαν καὶ μανίαν κατεγίνωσκον . πρὸς δὲ τὴν τεταγμένην ὥραν ἅπας ὁ δῆμος | ||
ἀφέλειαν , οἱ δὲ ἀλογίαν , τινὲς δὲ μανίαν αὐτοῦ κατεγίνωσκον . , . . ) Ὅτι τῆς παρὰ τοῖς |
καὶ οἱ πλείους ὁμόδουλον λέγουσιν : ἔνιοι δ ' οἴονται ὁμόδουλον μὲν τὸν τῆς αὐτῆς τύχης , σύνδουλον δὲ τὸν | ||
ἑαυτοῦ κἀκ τῶν ὀνειράτων : ἐξ ἑαυτοῦ μέν , ὅτι ὁμόδουλον ἑαυτὸν ἐκάλει τοῖς κύκνοις , ἐκ τῶν ὀνειράτων δὲ |
τ ' ἀρκέσαι σᾶς δειρᾶς . ἰώ μοί μοι . ἠκούσατ ' ἀρχὰς δεσπότου στεναγμάτων ; ἰὼ τέκνον . καλεῖ | ||
Ναυσίμαχον καὶ Ξενοπείθην τοὺς εἰληχότας ἡμῖν , παρεγραψάμεθα , ὥσπερ ἠκούσατ ' ἀρτίως , μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην . |
ἔπεα πτερόεντα προσηύδα , ἄγχι σχὼν κεφαλήν , ἵνα μὴ πευθοίαθ ' οἱ ἄλλοι : “ ὦ φίλ ' , | ||
προσέφη γλαυκῶπιν Ἀθήνην , ἄγχι σχὼν κεφαλήν , ἵνα μὴ πευθοίαθ ' οἱ ἄλλοι : “ ξεῖνε φίλ ' , |
τῶν κακῶν κρίσει . ἀγαθὸν γὰρ τί φασιν εἶναι οἱ Ἀκαδημαϊκοὶ καὶ κακὸν οὐχ ὡς ἡμεῖς , ἀλλὰ μετὰ τοῦ | ||
λαβεῖν . Ποῦ τὰ δύο τάλαντα ; δείξομεν γὰρ οἱ Ἀκαδημαϊκοὶ ὅσον τῶν ἄλλων ἐσμὲν ἐριστικώτεροι . Οὐχ ἡμῶν γε |
αʹ βʹ γʹ δʹ : . Πτολεμαῖος αʹ : . Ἐρωτικός αʹ : . Φαιδώνδας αʹ : . Μαίδων αʹ | ||
Ἀθηναίων , Πολιτεία , Τέχνη ἠθική , Περὶ πλούτου , Ἐρωτικός , Θεόδωρος , Ὑψίας , Ἀρίσταρχος , Περὶ θανάτου |
αὐτὸς μετὰ τῶν ἡγεμόνων ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ φανερῶς ἔπιεν . γελάσαντες οἱ στρατιῶται καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἀπάτης νοήσαντες ἀδεῶς | ||
μαθηταὶ εἰς σύντονον καὶ δυσαπάλλακτον ἔρωτα ἦλθον , διὸ κτηνοτροφίαν γελάσαντες ἐξεπόνησαν ποιμενικὴν ἐπιστήμην . τεκμήριον δέ : ὁ τὴν |
ἀποχρώντως , καὶ μηδὲ τῆς νῦν τοῦτο ἀπαιτούσης πραγματείας . Εἰκότως ἄρα τε καὶ πλείω καὶ λεπτότερα καὶ προσέτι ἀχρούστερα | ||
ἂν ὑγιαίνοιεν , ἀλλὰ ζητήσουσιν ἰατρὸν εἶναι τὸν σύμβουλον . Εἰκότως γε . Ὅταν οὖν περὶ τίνος σκοπῶνται , τότε |
ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ οἰκότριψ | ||
[ ] τοὺς ἀπογεγηρακότας , οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ |
δὲ ἔστιν ὁ τριβεύς , ὃν Ἀριστοφάνης καλεῖ ἀλετρίβανον [ Εἰρ . . ] Κλῃδών : ἡ φήμη . Καταδαρθεῖν | ||
δὲ ἔστιν ὁ τριβεύς , ὃν Ἀριστοφάνης καλεῖ ἀλετρίβανον [ Εἰρ . . ] Κλῃδών : ἡ φήμη . Καταδαρθεῖν |
δὲ ἐγίνοντο ἀνεψιοί , καὶ Μασίστης ὁ Δαρείου τε καὶ Ἀτόσσης παῖς καὶ Γέργις ὁ Ἀριάζου καὶ Μεγάβυζος ὁ Ζωπύρου | ||
μὴ αὐτὴ Σμέρδιν τὸν Κύρου γινώσκεις , σὺ δὲ παρὰ Ἀτόσσης πύθεο ὅτεῳ τούτῳ συνοικέει αὐτή τε ἐκείνη καὶ σύ |
ἢ τότ ' ἐξελέγχειν εὐθύς , εἴ τι τὴν πόλιν ἐξηπάτων ; φῂς γάρ με ἐν μὲν τῇ προτέρᾳ πρεσβείᾳ | ||
νικᾶν . Ἔτ ' οὖν πιστεύσεις ἐκείνοις τοῖς ὅτι σε ἐξηπάτων λέγουσιν , ἀλλ ' οὐκ αὐτοὺς ἡγήσῃ μιαρούς τε |
ἡμῖν συνήθους ὑποτακτικοῦ . οὗ ἄρθρον , καὶ τρίτον πρόσωπον συνάρθρου , ἀναλογούσης τῆς ἐμοῦ καὶ σοῦ : τὸ γὰρ | ||
, εὔηθες καὶ τὸ διὰ τῆς παραθέσεως τοῦ ἄρθρου ἐκδέξασθαι συνάρθρου σύνθεσιν . οὐ γὰρ δή γε τὰ παρατιθέμενα ἄρθρα |
γάρ σοι πάντα . καὶ μηκέτι μοι κόπους πάρεχε περὶ ἀποκαλύψεως : αἱ γὰρ ἀποκαλύψεις αὗται τέλος ἔχουσιν : πεπληρωμέναι | ||
γὰρ αὐτῆς δῆθεν ὡς εὑρούσης τὸ βρῶμα τῆς γνώσεως ἐξ ἀποκαλύψεως τοῦ λαλήσαντος αὐτῇ ὄφεως σπορὰν ὑποτίθενται . . . |
διὰ φθόνον ὠνειδίζετο ὑπόβλητος . ὁ δὲ πυνθανόμενος παρὰ τῆς Περιβοίας μαθεῖν οὐκ ἠδύνατο : ἀφικόμενος δὲ εἰς Δελφοὺς περὶ | ||
τὸν ἄλλον στόλον τῶν παίδων ἦγεν ἐς Κρήτην , ἐρασθεὶς Περιβοίας , ὥς οἱ Θησεὺς μάλιστα ἠναντιοῦτο , καὶ ἄλλα |
δόξαν . εἰ δὲ σὲ Ἀντιοχέα γραφόμεθα , γάμου ταῦτα πείθοντος καὶ γυναικὸς καὶ οἴκου καὶ παίδων μὴ θαυμάσῃς . | ||
ὀλίγας συλλαβὰς ἐλθεῖν ἡμῖν ἀντ ' ἐκείνης , ἣν σοῦ πείθοντος ἐπέμψαμεν , συμβουλή τις ἦν μηδὲν τοιοῦτον ποιεῖν . |
, κατεφρονήθη γὰρ ἀπολιπούσης αὐτὸν τῆς τέχνης . ηʹ . Φίλαγρος δὲ ὁ Κίλιξ Λολλιανοῦ μὲν ἀκροατὴς ἐγένετο , σοφιστῶν | ||
τέκτονα τέκτονι τὴν χαλκευτικὴν καὶ τεκτονικὴν τέχνην σημαίνειν . οἷον Φίλαγρος ὁ ῥήτωρ Οὐᾶρον τὸν ῥήτορα νοσοῦντα ἐθεάσατο , καὶ |
λαβὼν τῶν γινομένων καὶ προαναπεφωνημένων οὐκ ἀπιστῶ , ἀλλὰ πιστεύω πειθαρχῶν θεῷ : ᾧ , εἰ βούλει , καὶ σὺ | ||
γυμνός : προσιὼν δὲ ῥοπάλοις τὴν τελευτὴν ἀντηλλάσσετο . ἐχθροῖς πειθαρχῶν ὑποστήσῃ τὸν κίνδυνον . γῆρας ἐλύπει τὸν λέοντα καὶ |
πολλὰ τῶν ἱερῶν ἀνεπαύοντο ἐν τοῖς θάκοις , ὁ δὲ Ἰάρχας πρὸς τὸ μειράκιον ” ἔκφερε ” εἶπε „ τῷ | ||
ἀποθάνοιεν δὲ ὁμοῦ τῷ ἄρξασθαι οἶνον πίνειν ὑπολαβὼν εἶπεν ὁ Ἰάρχας ” καὶ βελτίους ἀποθανόντες ἐγένοντο , οὐ γὰρ ἂν |
πήδημ ' ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων δύσιν : ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ . θεοῖς μὲν ἐξέτεινα | ||
] ὑπεραναβὰς ὁ λαός . πύργον ] τὴν πόλιν . ὠμηστὴς ] ὠμοφάγος . λέων ] ἤγουν ὥσπερ . ἄδην |
μή . ἀλλ ' , ὦ τέκνον , χρή : φιλοπάτωρ δ ' ἀεί ποτ ' εἶ μάλιστα παίδων τῶιδ | ||
διαφθείρει καὶ τοῦ γένους ἀποστερεῖ . μισόπαις οὗτος , ἐγὼ φιλοπάτωρ γίγνομαι . ἐγὼ τὴν φύσιν ἀσπάζομαι , οὗτος τὰ |
τὸ ἔργον , ” ἔφη : “ καίτοι τὸ πρῶτον ἠρνεῖτο ἰσχυρῶς ἡ γυνή , δεομένου δέ μου καὶ ὑπομιμνήσκοντος | ||
: καὶ γὰρ μιᾷ εὐχῇ ὁ θεὸς ἀρκούμενος τὸ ἕτερον ἠρνεῖτο . Ἔδοξέ τις φεύγων γραφὴν δημοσίων ἀδικημάτων [ τὰ |
εὐτυχοῦντος ] ἤγουν τοῦ πολεμίου . εὐτυχοῦντος ] εὐδαιμονοῦντος . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . θ εὐτυχοῦντος ] ἤγουν ζῶντος . | ||
. καινοπήμονες ] αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα . . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . . |
καὶ οἵ τε ὅμοιοι τούτοις ἡδέως χρῶνται , οἵ τε ἀποτυγχάνοντες τῶν πραγμάτων ἐπιθυμοῦσι τούτους ὑπὲρ αὑτῶν βουλεύεσθαι , καὶ | ||
, ἔλεγεν ὁμοίους εἶναι τοῖς μνηστῆρσι τῆς Πηνελόπης , οἳ ἀποτυγχάνοντες ἐκείνης περὶ τὰς θεραπαίνας ἐγίνοντο . , . ὁ |
αὐτῆς . Ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ θαλάμου ἐπεγάμβρευσα αὐτῇ τὸν Αὐνᾶν : καίγε οὗτος ἐν πονηρίᾳ οὐκ ἔγνω αὐτήν , | ||
Βησσοῦς εἰς γυναῖκα . Αὐτὴ ἔτεκέ μοι τὸν Ἦρ καὶ Αὐνᾶν καὶ Σιλώμ : ὧν τοὺς δύο ἀτέκνους ἀνεῖλε Κύριος |
μὲν δῆμος παντελῶς κατηθύμησε καὶ ἡσυχίαν εἶχεν , οἱ δὲ σφαγεῖς πάντ ' ᾤοντο πεπραγμένα εἶναι , καὶ οἱ ὁμογνώμονες | ||
ἀποσφάττειν . Καὶ ἐνίκα ταῦτα . Ἐξαΐξαντες δὴ τοὐντεῦθεν οἱ σφαγεῖς ἔφευγον θέοντες διὰ τῆς ἀγορᾶς εἰς τὸ Καπιτώλιον , |
? Ξενοκράτην | ἐξ ὦν αὐτὸν [ ] ὕμνει καὶ ἐμιμεῖτο | ? πάντοθεν ? [ ] τὰ περὶ | | ||
καὶ δόλον εἶχεν ἐν ἀπορρήτῳ καὶ τὸν πέμψαντα ὡς ἀληθῶς ἐμιμεῖτο . γελοῖον δὲ ὅτι καὶ σημεῖον ἐπέθηκας αὐτοῖς οἷον |
ἡμέτερα , κακῶς βουλευομένοις πολλάκις περὶ ὧν πράττομεν , αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων καὶ μηδὲν αὐτῶν κρίσει καὶ | ||
ἀνταμείψωνται τὰ ζῴδια . τούτων γὰρ οὕτως ἐχόντων ἀπρόσθετοι καὶ ἄσκεπτοι γίνονται αἱ ἀγορασίαι καὶ οἱ γάμοι , αἰφνίδιοί τε |
Ἀσπασία . μνημονεύουσι δ ' αὐτῆς πολλάκις καὶ οἱ ἄλλοι Σωκρατικοὶ , καὶ Πλάτων ἐν τῷ Μενεξένῳ τὸν Σωκράτην παρ | ||
: ἔνιοι δ ' ἀπὸ τῶν διδασκάλων , ὡς οἱ Σωκρατικοὶ καὶ Ἐπικούρειοι , καὶ τὰ ὅμοια : καὶ οἱ |
. Ἑρμηνεία . Κἂν πλούσιος γέγονας καὶ περίβλεπτος , Πενίας μνημόνευε τῆς σῆς συντρόφου . Κλείσωμεν τὴν θύραν , τὴν | ||
† ὅπως ἀρέσῃς μᾶλλον αὐτῷ , καὶ ὅταν πλουτήσῃς ἐμοῦ μνημόνευε . ” Καλλιρόη δὲ τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησεν , |
ποιήσειπλησίον κεῖνται καὶ οἱ τὰς Θήβας ἑλόντες Αἰγιαλεὺς Ἀδράστου καὶ Πρόμαχος ὁ Παρθενοπαίου τοῦ Ταλαοῦ καὶ Πολύδωρος Ἱππομέδοντος καὶ Θέρσανδρος | ||
λέγεται δὲ καὶ ὡς Κορινθίου συνεστῶτος πολέμου Πελληνεῦσιν ἀποκτείνειεν ὁ Πρόμαχος πλείστους τῶν ἀντιτεταγμένων . λέγεται δὲ καὶ ὡς Πουλυδάμαντος |
. πηνήκην γὰρ οἱ ἀρχαῖοι Ἀττικοὶ τὴν ἐκ τῶν τριχῶν περιθετὴν κόμην , χρηστὴν οὐ μόνον γυναιξίν , ἀλλὰ καὶ | ||
, ἐφορμουσῶν αὐτῷ νεῶν μακρῶν Περικλέους τοῦ Λυκίου , περιθέμενος περιθετὴν πεζῇ διὰ τῆς Περικλέους χώρας ἐσώθη . Καλλιάδης κυβερνήτης |
. εἰ δ ' ἀνδρὸς γενέθλην ἠδ ' αὖ κείνοιο συνεύνου σκεψάμενος κατίδοις ἄμφω ζώοιν ἔνι Μήνην , αἰὲν ὁμοφροσύνῃσιν | ||
συζύγων . εἰκὸς γὰρ ἦν τοῦτον ἀεὶ θρηνεῖν ἔρημον τῆς συνεύνου τὴν ἑστίαν καὶ τὴν κλίνην ὁρῶντα . τὰ μὲν |
] Αἰγυπτίων θεῶν ἱερεῦσι καὶ γελωτοποιοῖς καὶ τοῖς ἔθος ἔχουσι ξυρᾶσθαι ἀγαθόν , πᾶσι δὲ τοῖς ἄλλοις πονηρόν . τὰ | ||
. Ἰστέον ὅτι τὸ ξυρεῖν καὶ τὸ ξύρεσθαι καὶ τὸ ξυρᾶσθαι ἐν χρήσει εἰσὶ παρὰ τοῖς ῥήτορσιν , Ἀριστείδῃ τε |
γὰρ πολὺς ἐκεῖ συνέβη . Ἀττικὸς μάρτυς : ἐπὶ τοῦ πιστοτάτου καὶ ἀληθεστάτου . Ἀττικὸς ὑπέχει τὴν χεῖρα ἀποθνήσκων : | ||
ὑπ ' οὐδενὸς ἄλλου . Ταῦτα δὲ οὕτω ἐνετέλλοντο ὡς πιστοτάτου δῆθεν ἐόντος αὐτοῦ ἐν Πέρσῃσι , καὶ πολλάκις τε |
πνεῖ ἔφη . ἐπιπνεῖ λαοδάμας ] ἐπέρχεται ὁ τὸν λαὸν δαμάζων Ἄρης . ἐπιπνεῖ ] ἔρχεται . ἐπιπνεῖ ] ἐμπίπτει | ||
ἀπέφθισε : συνέφθειρεν . θήρα : ἄγρα . πιέζων . δαμάζων , συσφίγγων , ὡς μὴ ἐῶν αὐτὸν ἀναπνεῦσαι . |
οὗτοι μάλιστά με τῶν ἄλλων ἀπέκναιον δακτυλοδεικτοῦντες , ἐπιόντες , καταρώμενοι , γυναίων ἕκαστος καὶ παιδίων ἐφελκόμενος ὄχλον καὶ τοὺς | ||
ἐπαινοῦντές με , ἂν δὲ κακῶς , πολλοὶ ἔσεσθε οἱ καταρώμενοι . πράγματα μὲν οὖν οἶδ ' ὅτι πολὺ πλείω |
οὐ δακνώδεις , ἐπαναδιδόντες δὲ τῇ ἁφῇ : οἱ δὲ πραεῖς , οἱ δὲ ὀξεῖς , ἡσσώμενοι δὲ τῇ χειρὶ | ||
λίμναι χειροποίητοι ὡραῖαι , καὶ ἰχθύας ἔχουσι μεγέθει μεγίστους καὶ πραεῖς : καὶ θηρᾷ αὐτοὺς οὐδεὶς ὅτι μὴ οἱ τοῦ |
Ἀντιφῶντα οἱ μὲν οὐκ οὖσαν εὑρεῖν , οἱ δ ' εὑρημένην αὐξῆσαι , γενέσθαι τε αὐτὸν οἱ μὲν αὐτομαθῶς σοφόν | ||
Δίφιλος ἐν Πύρρᾳ : δῶρον δ ' ἐμαυτὴν πὰρ θεῶν εὑρημένην . ἐρᾶν τοῦ ποθεῖν διαφέρει . ἐρᾶν μέν ἐστι |
μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
, οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
Ἡ μὲν δὴ ταῦτ ' εἰποῦσα καὶ πολλὰ προεμένη δάκρυα ἐσίγησεν : ὀδυρομένων δὲ καὶ τῶν ἄλλων γυναικῶν καὶ πολλὰς | ||
πάθω καὶ ἐγὼ εἴ τι μοι ἀπόκειται . οὐχ ἁπλῶς ἐσίγησεν ἀλλὰ μετὰ φόβου . πείσομαι ] πάθω . πείσομαι |
ἄμεινον ἢ κλέος προγονικὸν παραλαμβάνοντα τρόπου φαυλότητι καταισχῦναι . ” ἀναγνωσθείσης δὲ τῆς τοιαύτης ἐπιστολῆς , εὐφημεῖ τε αὐτὸν ἡ | ||
πλεύσας εἰς Λιβύην τὴν ἐπιστολὴν ἀπέδωκε τῇ γερουσίᾳ . ἧς ἀναγνωσθείσης ἔν τε τῇ συγκλήτῳ καὶ μετὰ ταῦτ ' ἐν |
Λεωκράτους ἐν Μεγάροις τὰ ἀνδράποδα Ἀμύντας καὶ τὴν οἰκίαν . Ἀκούσατε δὲ καὶ ὡς ἀπέλαβε τετταράκοντα μνᾶς παρ ' Ἀμύντου | ||
, εἰ δοκεῖ , ἐκεῖνοι δὲ μὴ κληρονομείτωσαν μόνον . Ἀκούσατε ὡς ἔχει ὑμῖν τὰ πράγματα . μικρὸν μὲν ὑμῖν |
, κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς πρόσθε Μαραθὼν βαρβάρων ἀπώλεσεν : ὧν ἀντίποινα παῖς ἐμὸς πράξειν δοκῶν τοσόνδε πλῆθος πημάτων ἐπέσπασεν . | ||
ὅτι ἐπὶ τιμῆι τοῦ Προμηθέως τὸν στέφανον περιτίθεμεν τῆι κεφαλῆι ἀντίποινα τοῦ ἐκείνου δεσμοῦ , καίτοι ἐν τῆι ἐπιγραφομένηι Σφιγγὶ |
πολύ . | [ ἡμῖν δὲ μέθη ] ἐθρυλήθη καὶ τύπωμα ? ? Δαρείου | [ καὶ ἑταίρων ] ? | ||
ἐντροπῆς , σεμνότητος . ἄγαλμ ' ] ὁμοίωμα . , τύπωμα , τίμια , ἔνδοξα ἀναπλήσσειν ) . ἀναπλάσειν ] |
Ἀλλὰ τοῦτό γε ῥᾴδιον , ” ἔφη , “ τὸν Κλειτοφῶντα ἀποφορτίσασθαι . ” ὁρῶν οὖν ὁ Μενέλαος τοῦ Χαρμίδου | ||
ἐψηφίσασθε καὶ τὴν περὶ τούτου μοι γραφήν : ἔδοξεν ἀποθνῄσκειν Κλειτοφῶντα . ποῦ τοίνυν ὁ δήμιος ; ἀπαγέτω τοῦτον λαβών |
συνθοῖτο συμπράξειν ἐς κάθοδον αὑτῷ . ὃ δὲ ὑπώπτευε μὲν ἐπίκλοπον ἄνδρα καὶ πανοῦργον καὶ ἐς πολὺ καλῶς ἐφυλάσσετο : | ||
ῥυθμὸν καὶ τρόπον ὅστις ἂν ἦι . πολλοί τοι κίβδηλον ἐπίκλοπον ἦθος ἔχοντες κρύπτους ' ἐνθέμενοι θυμὸν ἐφημέριον . τούτων |
ἔτυχεν φροντιζούσῃ τὸ ἑξῆς : πώλοισι χόρτον ἀφθόνῳ μετρῶ χειρί ἐβόησα λείπει τὸ ἔλεγον ὄνειρος τοὺς ἵππους : κεῖται γὰρ | ||
τοῦ θεοῦ . καὶ ἔκλαυσα ἐκ τοῦ φόβου , καὶ ἐβόησα πρὸς τὸν υἱόν μου Σὴθ λέγουσα : ἀνάστα Σὴθ |
μετὰ τῶν συνήθων , ὅπως μήτ ' ἀνελεύθερος γένηται μήτε περίεργος . τῶν δ ' ἐν Αἰγίνῃ μοι γενομένων μοριῶν | ||
ἐναντίος ἐστὶν ὁ ῥητορικὸς λόγος πειθοῖ . πρῶτον μὲν γὰρ περίεργος καθέστηκεν , προσκόπτουσι δὲ οἱ πολλοὶ τῇ τοῦ λόγου |
: οὐ γὰρ ἐκείνην τὴν λύρην ἔβλεπεν οὐδέ οἱ ἄλλης ἔμελε μουσουργίης , ἀλλ ' αὕτη Ὀρφέος ἡ μεγάλη λύρη | ||
τὸ πένεσθαι διδάσκοντες ἃ ἠπίσταντο πολλοὺς κατεσκευάσαν ἄνδρας ἐλλογίμους . ἔμελε δὲ τοῖς πάλαι πᾶσι μουσικῆς διὸ καὶ ἡ αὐλητικὴ |
λαθὼν κατὰ τῆς κύλικος τῆς τελευταίας , ἣν τῇ Πανθείᾳ προσέφερεν : ἡ δὲ ἀναστᾶσα ᾤχετο εἰς τὸν θάλαμον αὑτῆς | ||
γένεσιν προσαγάγῃ : καὶ ἄλλος μέν , φησίν , ἄλλο προσέφερεν , Ἑρμῆς δὲ τὴν ῥητορικὴν ἐχαρίσατο , καὶ ἵνα |
νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει . ἡ δ ' αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν ᾔτεε νῆα θοήν : ὁ δέ οἱ | ||
ἀφίημι δ ' ἐλευθέραν καὶ τὴν τοῦ Μίκρου μητέρα καὶ Νοήμονα καὶ Δίωνα : καὶ Θέωνα καὶ Εὐφράνορα καὶ Ἑρμείαν |
καὶ λυπεῖται ἐπὶ τῇ πράξει αὐτοῦ ᾗ ἔπραξε , καὶ μετανοεῖ ὅτι πονηρὸν εἰργάσατο . αὕτη οὖν ἡ λύπη δοκεῖ | ||
δεδορκόσι τοῖς ὀφθαλμοῖς ταῦτα ποιῇ , προβουλεύει κακὰ μᾶλλον ἢ μετανοεῖ . πνεῦμα λεῖον σχολῇ καὶ ἀψοφητὶ χωροῦν τὴν γνώμην |
οἱ καὶ ἄλλοι τῶν πολιητέων καὶ δὴ καὶ Βάττος ὁ Πολυμνήστου , ἐὼν γένος Εὐφημίδης τῶν Μινυέων . Χρεωμένῳ δὲ | ||
καὶ Σχοινίωνα πεποιηκὼς εἴη μνημονεύουσιν οἱ ἀναγεγραφότες . τοῦ δὲ Πολυμνήστου καὶ Πίνδαρος καὶ Ἀλκμὰν οἱ τῶν μελῶν ποιηταὶ ἐμνημόνευσαν |
τέχνῃ κακοτεχνίαν , εἰ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν , ἐπιτηδεύοντες , παράκομμα τῆς ἐνθέου κατοκωχῆς καὶ προφητείας . προφήτης μὲν γὰρ | ||
' ὑποδέξασθαι σπορὰν δυνάμενος , ἀμφίβολος , οὐδέτερος , ἀνθρωπείου παράκομμα νομίσματος , ἄμοιρος ἀθανασίας , ἣ τέκνων ἢ ἐγγόνων |
πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , δυσφημία , ἀγνωσία , καταβοὴ ὡς Θουκυδίδης . καὶ τὰ ἐπιρρήματα ἀδόξως , ἀκλεῶς | ||
ὑποψία τε ἡμᾶς κατείληφεν , ὡς ἡ περὶ τῆς ἐξόδου καταβοὴ καὶ ἀγανάκτησις οὐκ ἀπὸ τῆς αὐτῆς προαιρέσεως παρὰ πάντων |
εὔλογος πέφυκα , γλῶσσα δ ' ἐστί μοι δύσφραστος , ἰσχνόφωνος , ὥστε μὴ λόγους ἐμοὺς γενέσθαι βασιλέως ἐναντίον . | ||
Λίβυες γὰρ βάττους τοὺς βασιλεῖς λέγουσιν . οἱ δὲ ὅτι ἰσχνόφωνος ἦν , καὶ περὶ τῆς φωνῆς πυνθανόμενον ἡ Πυθία |
καὶ πρὸς μείζονα νῦν ἀναβάντος ἀξίαν καὶ πλείονα προῖκα τὴν εὐποροῦσαν ἀπαιτῆσαι παρθένον , ὁ γὰρ ἀνόνητον ἑαυτῷ τὴν ἀριστείαν | ||
καὶ σεμνότητα τρόπων . ἐγὼ μὲν οὐδὲ τοσοῦτον οἶμαι τὴν εὐποροῦσαν ἡττᾶσθαι πρὸς ἅμιλλαν εἴδους , ὅσον ἐν πλούτῳ προέχει |
καὶ τέχνην , Ἀγλαΐδα ὄνομα , τὴν Μεγακλέους παῖδα . περίθετον δὲ εἶχε κόμην καὶ λόφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς . | ||
δὲ αὐτὸν ὡς μετ ' αὐτοῦ ἑταιρίζοντα . ὅτι τὴν περίθετον οὕτως . καὶ τοῦτο δὲ εἰς μαλακίαν , ἵνα |
πρὸς τὴν ὄψιν δυσερωτιῶν εἶπον καμών : “ Ὀφθαλμοί , νενικήμεθα . ” εἶδον δὲ δύο καινὰ καὶ παράλογα , | ||
, λέγοντες “ ἥδε ἡ καταστροφὴ ἀπὸ Αἰσώπου : γλώσσαις νενικήμεθα . ” ὁ Ξάνθος λέγει “ Αἴσωπε , ἔχομέν |
ἄλλα , οὐχ ὁμόφωνον εἶναι καὶ ὁμοπαθῆ καλλίστης φωνῆς καὶ ἀληθεστάτου πάθους ; Τί τοῦτο ; ἥλιος , ὀφθαλμὸς λέγει | ||
ἱερὸν Πίστεως . Ἀττικὸς μάρτυρ : ἐπὶ τοῦ πιστοτάτου καὶ ἀληθεστάτου . Ἀττικὸς ὑπέχει τὴν χεῖρα ἀποθνήσκων : ἐπὶ τῶν |
. . . . οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο | ||
σὸν κατὰ θυμόν : οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο |
Βοιωτός , ὁ δὲ Λοκρός . πολλῷ γ ' ὁ Βάκις ἐχρῆτο : ἀντὶ τοῦ πολλὰ ἔπινεν . Γ Παφλαγὼν | ||
, ὁ δὲ Βοιωτός , ὁ δὲ Λοκρός . ΓΘ Βάκις χρησμολόγος Ἀττικός : καὶ ἕτερος Βοιωτικός , ἄλλος Ἀρκάς |
ὡσαύτως καὶ Ἀττικοί . ὁ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον ἢ μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος καὶ νεανίας , εἶτα ἀνὴρ μέσος | ||
δρόμον μετέχειν . ἡ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον , εἶτα μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος , εἶτα νεανίας , εἶτα ἀνὴρ |
βάκχη , ἡ πόρνη τὸ δὲ κοιλανεῖ κενώσει , δαπανήσει βασσάρα σημαίνει κυρίως τὴν βάκχην ἀπὸ τούτου δὲ ἡ κατωφερὴς | ||
βάκχην ἀπὸ τούτου δὲ ἡ κατωφερὴς καὶ πόρνος γυνὴ εἴρηται βασσάρα . × ἡ δὲ βασσάρα ὁ βολβὸς καὶ τὸ |
' αἰσχρὸν ἀνθρώποισι τἀλλήλων κακά ; οἴμοι : πόσωι σφιν συνθανεῖν ἂν ἤθελον . ἄκραντ ' ὀδύρηι ταῖσδέ τ ' | ||
βίου , ἢ δειλός ἐστιν ἢ δυσάλγητος φρένας θανόντι κείνῳ συνθανεῖν ἔρως μ ' ἔχει . ἥξειςἐπείγου μηδένεἰς τὸ μόρσιμον |
ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην . ὁ δ ' ἐν τοῖς Εὔφρονος Συνεφήβοις μάγειρος ἀκούσατε οἷα παραινεῖ : ὅταν ἐρανισταῖς , | ||
. Ἀλλὰ γὰρ ἐπείπερ ἠρξάμην , διατελέσαι βούλομαι τὰ περὶ Εὔφρονος . στασιασάντων γὰρ ἐν τῷ Σικυῶνι τῶν τε βελτίστων |
δὲ ὅτι καὶ θελήσαντάς τινας φιλόσοφα ἀναγνῶναι προσήνεγκεν Ἀνύτῳ καὶ Μελήτῳ λέγων παιδεύσατε τοὺς νέους : τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων | ||
ἦν Σωκράτει μὴ τοῖς Ἀθηναίων δικασταῖς ἀπολογεῖσθαι , ἀλλὰ μήτε Μελήτῳ ἀπεχθάνεσθαι , μήτε ἐλέγχειν Ἄνυτον , μήτε παρέχειν πράγματα |
κάλλος : πλὴν οὐχ ὁμολογεῖ : προσποιεῖται δὲ Ἑλληνὶς εἶναι Συρακοσία . καὶ τοῦτο δὲ τῆς ἀπάτης ἐστὶ σημεῖον . | ||
, Ἀρχιμήδους ἐξευρόντος . ὄνομα δ ' ἦν τῇ νηὶ Συρακοσία : ὅτε δ ' αὐτὴν ἐξέπεμπεν Ἱέρων , Ἀλεξανδρίδα |
ὡς ὁ δελφίς . Κέρκωπες : πανοῦργοι , δόλιοι , ἀπατεῶνες , κόλακες , οἳ καθάπερ ἡ ἀλώπηξ τοὺς θηρευτικοὺς | ||
: ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κέρκωπες γάρ τινες ἀπατεῶνες ἐγένοντο ἐν Ἐφέσῳ , οἳ καὶ τὸν Δία ἐξαπατῆσαι |
τὸ λέγειν : “ εἴρετο δεύτερον αὖτις ” καὶ “ εἴροντο δὲ κήδε ' ἑκάστη . ” σημαίνει καὶ τὸ | ||
, ξένην δὲ καὶ ἐπὶ θεοῖς Ἑλληνικοῖς οὐ καθεστῶσαν . εἴροντο οὖν οἱ Μηθυμναῖοι τὴν Πυθίαν ὅτου θεῶν ἢ καὶ |
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν | ||
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ |
Ζηνὸς ὦ διάκτορε , ἔθηκε μορφῆς ξυνὸν ἥλικος τύπον : Κηφισιεὺς ὁ κοῦρος : ᾧ χαρείς , ἄναξ , Ἀπολλοδώρου | ||
αὐτοῖς , ἀλλὰ περὶ τῶν μεγίστων . Φιλοκτήμων γὰρ ὁ Κηφισιεὺς φίλος ἦν Χαιρεστράτῳ τουτῳί : δοὺς δὲ τὰ ἑαυτοῦ |
: ἕτερον δὲ Διόνυσον Δασύλλιον ἐπονομάζοντες Εὐχήνορα τὸν Κοιράνου τοῦ Πολυίδου τὸ ἄγαλμα ἀναθεῖναι λέγουσι . μετὰ δὲ τοῦ Διονύσου | ||
ἔτικτεν καὶ μὴ θεόν , ποίας ἂν ἠφίει φωνάς . Πολυίδου δὲ σεμνυνομένου ὡς ἐνίκησε Τιμόθεον ὁ μαθητὴς αὐτοῦ Φιλωτᾶς |
, ἐντειλάμενος τὰ λέγειν χρεόν , τῷ οὔνομα μὲν ἦν Σίκιννος , οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέος παίδων | ||
παιδαγωγὸν οἶσθα τοῦ Κλεοφάντου , ὃς κἀμέ ποτε ἐθεράπευε : Σίκιννος αὐτῷ τοὔνομα . ἐκείνῳ μόνον τὸ χρῆναι μὴ μένειν |
ἀνεπιστήμονες ἀτέχνως χρῶνται αὐτῇ , οἷον ἐρωτᾷ θάτερος τὸν ἕτερον ἐμοίχευσας ἢ οὐκ ἐμοίχευσας ; ἐποίησας τόδε ἢ οὔ ; | ||
κατασκευήν : ἐρεῖ γὰρ ὁ πένης , ὅτι τὴν ἐμὴν ἐμοίχευσας γυναῖκα , πλούσιος γὰρ εἶ : τὰ δὲ γύναια |
ἀπὸ προσώπου κυρίου τοῦ θεοῦ τῶν πατέρων αὐτοῦ , καὶ προσηύξατο πρὸς κύριον τὸν θεὸν λέγων : Κύριε παντοκράτορ , | ||
ἢ τριπλασίονα . ὁ γοῦν Ἡρακλῆς ἠγάσθη τε αὐτῆς καὶ προσηύξατο ἵλεω τυγχάνειν , καὶ ἐπήρετο τὴν Φρόνησιν , τίνες |
οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ συγγραφεῖς ῥᾳδίως ἐπὶ τοῦτο φέρονται τὸ ψεῦσμα καλλωπίζοντες τὰς πράξεις , ἐπεὶ καὶ οἱ φάσκοντες πλείους | ||
ἐστιν . „ ἰδὼν δὲ ἐκεῖνος τὴν ἀναίδειαν καὶ τὸ ψεῦσμα αὐτοῦ οὐ μόνον ταύτην οὐκ ἐδωρήσατο αὐτῷ , ἀλλ |
τὸν δὲ λόγον ἐρωτῶν εἰς τὸ ἐν τόπῳ τὸ ποῦ μετέλαβεν εἰπών : εἰ γὰρ πᾶν τὸ ὂν ἐν τόπῳ | ||
ἀγαθόν . Μεταλήψει μὲν δὴ αὐτὸ ἀγαθόν : οὗ δὲ μετέλαβεν , οὐδὲν τῶν πάντων . [ Οὐδὲν ἄρα τῶν |
ἔστιν ἅμα πατὴρ τοῦ λόγου . Οὐδείς σοι , ὦ Ἐρυξίμαχε , φάναι τὸν Σωκράτη , ἐναντία ψηφιεῖται . οὔτε | ||
λέγεις ; εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην : δοκεῖ χρῆναι , ὦ Ἐρυξίμαχε ; ἐπιθῶμαι τῷ ἀνδρὶ καὶ τιμωρήσωμαι ὑμῶν ἐναντίον ; |
ἄλλη γὰρ ἡ θρεπτικὴ τῆς αἰσθητικῆς , καὶ αὕτη τῆς ὀρεκτικῆς : ἐπὶ δὲ τοῦ νοῦ καὶ μάλιστα τοῦ θεωρητικοῦ | ||
δέ τι τῆς ἐν ἡμῖν τῶν κατὰ μέρος σιτίων ἑκάστοτε ὀρεκτικῆς δυνάμεως . ἐκδέχεται δὲ αὐτὴν ἡ ἐπὶ τὸ ἧπαρ |
οἱ φύλακες τῶν πυλώνων ἔκλεισαν τὰς θύρας . Καὶ ἦλθε Πεντεφρῆς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ συγγένεια αὐτοῦ | ||
σε ὁ θεὸς ὁ ζωοποιήσας τὰ πάντα . Καὶ εἶπε Πεντεφρῆς τῇ Ἀσενέθ : πρόσελθε καὶ φίλησον τὸν ἀδελφόν σου |
ἔτ ' : οὔκ , ἀλλ ' εἰς τὸ πρόσθεν προάγομαι ? [ , πληγήν ] τιν ' ἀνυπέρβλητον ἐξαίφνης | ||
τῷ ὄντι ἄνδρας ἡγούμεθα . ὑφ ' ἧς φιλοτιμίας κἀγὼ προάγομαι πλεῖστα πράγματα ἔχειν καὶ ζῆν ἐπιπόνως παρ ' ὁντινοῦν |
ἀρηγόνα χεῖρα κομίζειν . καὶ σκαιὴν παλάμην ὑψούμενος ἄσπετος Αἰὼν παλλομένην ἐτίταινεν ἐς αἰθέρα δάκτυλα κάμπτων , φάρεος ἄκρον ἔχουσαν | ||
? [ τότε - ] ἐτόλμησεν ἡ κόρη , [ παλλομένην - ] δὲ τὴν καρδίαν [ τοῖς ] στέρνοις |