τὴν θεραπείαν αὐτῶν οὐδεὶς ἦν οὔτ ' ἀργυρώνητος οὔτ ' οἰκογενὴς δοῦλος ἀλλὰ τῶν ἐπιφανεστάτων , ἱερῶν υἱοὶ πάντες , | ||
? ἔοικεν , παρ [ ] ' αὐτῶι μειρακίσκος - οἰκογενὴς - ὄνομα Κηφισοφῶν , [ πρὸς ] τοῦτον οὖν |
μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
, οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ χώραν . Μαθὼν δὲ ὁ Νυκτεὺς βασιλεὺς , ὁ ταύτης πατὴρ , ὅτι ἐφθάρη , | ||
κἀκεῖθεν ἐλέγετο βάκχη . Ὁ δὲ αὐτῆς πατὴρ , ὁ Νυκτεὺς , εἶχεν ἀδελφὸν ὀνόματι Λύκον , βασιλέα τοῦ Ἄργους |
, ὡς ἐπιδείξομεν . ” εἶπε ” γάρ φησι „ Σάρα πρὸς Ἀβραάμ : ἰδοὺ συνέκλεισέ με κύριος τοῦ μὴ | ||
τῶν θνητῶν αἱ βελτιώσεις γίνονται πρὸς τὰ ἄφθαρτα . ” Σάρα δὲ ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν |
Ἑλλάδα καλλιγύναικα φεύγων νείκεα πατρὸς Ἀμύντορος Ὀρμενίδαο , ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο , τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν , ἀτιμάζεσκε δ | ||
οὐκ ἔδωκεν , ὑπονοήσας μὴ γυναικὸς ἕξειν αὐτὴν τιμὴν ἀλλὰ παλλακίδος : ἔπεμψε δὲ τὴν Ἀπρίου θυγατέρα Νειτῆτιν ὁ δὲ |
, πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος | ||
ἀντίπαλον : οὗτός ἐστιν ὁ τρίτος τῶν ἀρχηγετῶν , ὁ πολύπαις τε καὶ μόνος εὔτεκνος , ἀσινὴς ἐν ἅπασι τοῖς |
δὲ τοῦ Πύρρου συντεθνήσκει ἐξ ἀσιτίας καὶ λιμοῦ , τῶι πόθωι τῶι ἐκείνου . καὶ θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου | ||
ἄν . ἐγὼ γὰρ ἄλλους εἰσορῶν τεκνουμένους παίδων ἐραστὴς ἦ πόθωι τ ' ἀπωλλύμην . εἰ δ ' ἐς τόδ |
τὴν Παφίην . Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης ὥς ποτε κρινομένη . | ||
Πραξιτέλης ; Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο , οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης , ὥς ποτε κρινομένη |
αὐτήν : ἐπάνεισι δὲ Ἡσύχιος ἐν Βυζαντίῳ : ὅπερ γνοὺς Ἰάκωβος ἦλθε πρὸς αὐτόν : καὶ τότε παιδείας ἤρξατο καὶ | ||
ὑπόχρεων τὴν οὐσίαν καταλιπεῖν ταῖς θυγατράσι . , . . Ἰάκωβος Ἰάκωβος , Ἡσυχίου υἱὸς ἰατροῦ , ὁ ἐπικληθεὶς Ψύχριστος |
. Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι Αἰσχύλος φησί . . . . : . . | ||
. . Αἰσχύλος : μόνος θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι . Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ |
βασιλεῖς ᾑροῦντο διὰ τὸ δοκεῖν τρυφᾶν καὶ μαλακοὺς γεγονέναι . Ἱππομένης δὲ εἷς τῶν Κοδριδῶν βουλόμενος ἀπώσασθαι τὴν διαβολήν , | ||
τοῦ πλησιάσω . ἐντεῦθεν ἄρχεται τῆς ᾠδῆς . Ἱππομένης : Ἱππομένης ὁ υἱὸς Μεγαρέως τῆς Σχοινέως Ἀταλάντης τῆς δρομαίας ἐρασθεὶς |
ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , | ||
ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας |
πλάττουσι γὰρ τὸν Ἀρράβιον ἄμφω . Βασσιανὸς καὶ ἡ τούτου τηθὶς συγγενεῖς τε ἄμφω μοι καὶ τιμῆς ἀξίω καὶ ὅ | ||
μάμμη , καὶ μαῖα , ἡ τοῦ πατρὸς μήτηρ : τηθὶς , ἡ μητρὸς ἢ πατρὸς ἀδελφή . Πίνδαρος δὲ |
ἀντὶ Ἐπειῶν ἀπὸ τοῦ Ἠλείου μεταβεβλήκασιν . Ἠλείου δὲ ἦν Αὐγέας : οἱ δὲ ἀποσεμνύνοντες τὰ ἐς αὐτόν , παρατρέψαντες | ||
ἐξειργάσατο ἐκτρέψας τοῦ Μηνίου τὸ ῥεῦμα ἐς τὴν κόπρον : Αὐγέας δέ , ὅτι τῷ Ἡρακλεῖ σοφίᾳ πλέον καὶ οὐ |
ἐκεῖνα ἔστω , Σωκράτης μὲν κωμῳδούμενος ἐγέλα , Πολίαγρος δὲ ἀπήγξατο . Ἀριστοτέλης ἀσωτευσάμενος τὰ ἐκ τοῦ πατρὸς χρήματα ὥρμησεν | ||
ἐμίγη οἱ ἀεκούσῃ : μετὰ δὲ λέγουσι ὡς ἡ παῖς ἀπήγξατο ὑπὸ ἄχεος , ὁ δέ μιν ἔθαψε ἐν τῇ |
ἕτερον δὲ τὸ ἐκ τοῦ ῥήματος . γενήσεται γὰρ ἕο κήδεται , ἐν δυσὶ προσώποις , αὐτοῦ κήδεται , δι | ||
ἀπὸ νευρῆς βεβλημένον . αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς ἐσθλὸς ἐὼν Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ ' ἐλεαίρει . ἦ μένει εἰς ὅ κε |
δὲ Οἰδίποδος ἐκ Θηβῶν , Τυδεὺς Οἰνέως Αἰτωλός , Παρθενοπαῖος Μελανίωνος Ἀρκάς . τινὲς δὲ Τυδέα μὲν καὶ Πολυνείκην οὐ | ||
γήμαντα αὐτὴν οὐ Μελανίωνα ἀλλὰ Ἱππομένην . ἐγέννησε δὲ ἐκ Μελανίωνος Ἀταλάντη ἢ Ἄρεος Παρθενοπαῖον , ὃς ἐπὶ Θήβας ἐστρατεύσατο |
καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης | ||
καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης |
κακά ἐστι καὶ ἐκείνης οἰκεῖα καὶ οὐ τῆς ἀμείνονος . κοτέει : ἁμιλλᾶται : χαλεπαίνει : ὀργίζεται . * ὦ | ||
τῶν ἐπ ' ὀλέθρῳ οἰκείῳ διακονούντων . Καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει : ἐπὶ τῶν ὁμοτέχνων διαφθονουμένων . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ οἰκότριψ | ||
[ ] τοὺς ἀπογεγηρακότας , οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ |
πρὸς ἄνδρας ἀσπίσιν πεφαργμένους ; Λήδας μέν εἰμι παῖς , Κλυταιμήστρα δέ μοι ὄνομα , πόσις δέ μοὐστὶν Ἀγαμέμνων ἄναξ | ||
ἐγένετο θυγάτηρ Ἰφιγένεια καὶ αὐτὴν ἐξέτρεφεν ἡ τῆς Ἑλένης ἀδελφὴ Κλυταιμήστρα , πρὸς δὲ τὸν Ἀγαμέμνονα εἶπεν αὐτὴ τεκεῖν : |
καὶ οἱ ἀπὸ τῆς πρώτης Ῥαιτικῆς . συμπάντων δὲ τούτων ἀρχέτω Δημήτριος . ἐπὶ τούτοις δὲ οἱ Κελτοὶ ἱππεῖς , | ||
ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀρχόντων τῶν ἑλομένων , πλὴν νομοφυλάκων , ἀρχέτω ἔτη πέντε , ἕκτῳ δὲ κατὰ ταὐτὰ ἄλλον ἐπὶ |
ἐμβαλῶ . ἦ μὲν τύραννος κἀς τύρανν ' ἐγημάμην , κἀνταῦθ ' ἀριστεύοντ ' ἐγεινάμην τέκνα , οὐκ ἀριθμὸν ἄλλως | ||
πρότερον . οὐ μὴν ἀλλ ' ἔγωγε βουλοίμην ἂν ὥσπερ κἀνταῦθ ' ὑμῖν ἔχειν ἡγοῦμαι χαρίσασθαι τῷ τι καὶ πλεῖον |
τὸ ἀπόφθεγμα . Κλέαρχος δὲ ὑπὸ τοῦ θεοῦ λεχθῆναι Χίλωνι Δαμαγήτου Λακεδαιμονίῳ . Γράμματα Βελλεροφόντης διεκόμισεν : ἐπὶ τῶν προξενούντων | ||
ἀπόφθεγμα φασίν . Κλέαρχος δὲ ὑπὸ τοῦ θεοῦ λεχθῆναι Χίλωνι Δαμαγήτου Λακεδαιμονίῳ . . , : γνῶθι σαυτὸν ὡς παροιμία |
ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία , ᾗ ὄνομα Ἄγαρ . εἶπε δὲ Σάρα | ||
ὁδῷ Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη Σάρας , πόθεν ἔρχῃ , καὶ ποῦ πορεύῃ ; |
Κυδαντίδαι . Κυθήριος : Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Φαίνιππον . Κύθηρος δῆμος τῆς Πανδιονίδος , ἀφ ' οὗ ὁ δημότης | ||
τῶν διαβολῶν καὶ οἰκέτης τοῦ πρεσβύτου μάγειρος , ᾧ ἐπωνυμία Κύθηρος , ὑποθωπεύων , ὥσπερ ἐν δράματι , τὸν δεσπότην |
μακρᾷ παραλήγεται διὰ τῆς ει διφθόγγου Εὐήρης Εὐήρους Εὐηρείδης , Εὐκλῆς Εὐκλοῦς Εὐκλείδης , Ἡρακλῆς Ἡρακλοῦς Ἡρακλείδης : χωρὶς τριῶν | ||
. Ἐπειδὴ δὲ οὐδεὶς ὑπήκουεν καὶ ᾤχετο εἰσιὼν ὁ ἐπεξελθὼν Εὐκλῆς οὑτοσί καί μοι κάλει αὐτόν . Πρῶτα μὲν οὖν |
. τὸ γὰρ ᾔομεν ἀχνύμενοι καὶ τὸ ἤμβροτες οὐδ ' ἔτυχες καὶ σχεδὸν ὅλη ἡ χρῆσις τοῦ βίου , πλήρης | ||
. . πικροῦ ] λυπηροῦ , ἀηδοῦς . ἔκυρσας ] ἔτυχες . . μνηστῆρος ] ἀνδρός . . σοὶ μηδέπω |
ἐν μέσῳ . οὔτε γὰρ οἴκτῳ τῶν δεομένων ἠδίκησας τὴν πλουτοῦσαν μερίδα οὔτε χάριτι τῶν εὐπορούντων τοὺς ἐν ἐνδείᾳ προήχθης | ||
ὁ μετριώτατον λαβών . ὅστις γυναῖκ ' ἐπίκληρον ἐπιθυμεῖ λαβεῖν πλουτοῦσαν , ἤτοι μῆνιν ἐκτίνει θεῶν ἢ βούλετ ' ἀτυχεῖν |
εὐτυχοῦντος ] ἤγουν τοῦ πολεμίου . εὐτυχοῦντος ] εὐδαιμονοῦντος . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . θ εὐτυχοῦντος ] ἤγουν ζῶντος . | ||
. καινοπήμονες ] αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα . . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . . |
παρημελημένων ἀνανεούμενος , οὓς Ῥωμύλος τ ' εἰσηγήσατο καὶ Νόμας Πομπίλιος , οὓς δ ' αὐτὸς καθιστάμενος . ταῦτα δ | ||
θάνατον ἀβασίλευτος ἡ πόλις γενέσθαι χρόνον ἐνιαύσιον . ἔπειτα Νόμας Πομπίλιος αἱρεθεὶς ὑπὸ τοῦ δήμου τρία καὶ τετταράκοντα ἔτη βασιλεῦσαι |
ἀτυχὴς ἀμπελῶνα κτησάμενος τῷ τρυγητῷ ἀπέθανεν . Ἀτυχὴς μέθυσος ἀμπελῶνα κληρονομήσας ἐν καιρῷ τοῦ τρυγητοῦ ἀπέθανεν . Μέθυσος καπηλεῖον ἀνοίξας | ||
πρεσβύτην γενόμενον τὸν δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει καὶ ἀποθανόντα κληρονομήσας παρέγγραφος Ἀθηναίων πολίτης ἐγένετο . γήμας τε παιδισκάριον εὔμορφον |
ἤγουν τὸν σκοτεινὸν , ἢ τὸν πλατὺν , ἀνώνυμοι . Θάνατος δὲ κατέσχεν αὐτοὺς μέλας , ἀντὶ τοῦ σκότου ποιητικὸς | ||
κατὰ τὸν οἰκεῖον ὅρον , κατὰ τὸ δέον : ὁ Θάνατος ὁρᾷ τὸν Ἀπόλλωνα πρὸ θυρῶν καὶ δέδοικε μὴ αὐτὴν |
κορεσθείς καὶ τῆς ἐμῆς ἑταίρης θέλω , θέλω μανῆναι . Ἔπειθ ' Ἔρως φιλεῖν με : ἐγὼ δ ' ἔχων | ||
. Κατάθου ταχέως θοἰμάτιον . Οὗτος , σοὶ λέγει . Ἔπειθ ' ὑπόλυσαι . Πάντα ταῦτα σοὶ λέγει . Καὶ |
' οἶσθ ' ὃ δράσεις . Γ προειρήκαμεν , ὅτι χρησμολόγος ὁ Ἱεροκλῆς : διόπερ νῦν χρησμοῦ τινος αὐτὸν προσάγει | ||
ἀλλ ' Ἱεροκλέης οὗτός γέ πού ' σθ ' ὁ χρησμολόγος οὑξ Ὠρεοῦ . Τί ποτ ' ἄρα λέξει ; |
ἐμὸν ἀντίθεον Μελάμποδα „ . [ Μελάμπους γάρ , οὗ Ἀντιφάτης , οὗ Ὀικλῆς , οὗ Ἀμφιάραος , ὅθεν Ἀμφίλοχος | ||
, Μελαμποδίδας , Βιαντίδας , Προιτίδας . Μελάμποδος μὲν οὖν Ἀντιφάτης , οὗ Ὀϊκλῆς , οὗ Ἀμφιάραος : Βίαντος δὲ |
τοῦ Ω μεγάλου γράφονται : τὰ μέντοιγε σύνθετα οἷον τὸ ἀπάτωρ , ἀμήτωρ , αὐτοκράτωρ , μονοκράτωρ , σεβαστοκρά - | ||
οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , Ὁ δὲ |
ἑταίρων δυνάμεις ὠφελείας φέροιεν . τά τε οὖν αὐτοῦ σωτηρίας τυγχανέτω καὶ τὰ τῆς ἀδελφῆς Στρατωνίδος ἀπὸ τῆς αὐτῆς ἀνάγκης | ||
ὑπηρέτας . ἔγγραφε δὴ τὸν ἄνδρα μεθ ' ἡδονῆς καὶ τυγχανέτω χρηστοῦ τινος διὰ τὸν θεῖον καὶ τῷ δοῦναι χάριν |
πήδημ ' ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων δύσιν : ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ . θεοῖς μὲν ἐξέτεινα | ||
] ὑπεραναβὰς ὁ λαός . πύργον ] τὴν πόλιν . ὠμηστὴς ] ὠμοφάγος . λέων ] ἤγουν ὥσπερ . ἄδην |
ἰσχύοντες ἄνδρες . Ἀσιατογενής ] ἡ ἐν Ἀσίᾳ γεννηθεῖσα . οἴχωκε ] * ἐπορεύθη . νέον δ ' ἄνδρα ] | ||
ἁρπάσας μόναυλον εὐθὺς πῶς δοκεῖς κούφως ἀνήλλετο . Σοφοκλῆς : οἴχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύραι μόναυλοί τε . Ἀναξανδρίδης |
. . . ἑρκεῖος Ζεύς : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Μοσχίωνος : . . ἐπερωτᾷ εἰ φράτορες αὐτῷ καὶ βωμοὶ | ||
τὴν γενικήν : Ἡφαιστίων Ἡφαιστίωνος : Ξενίων Ξενίωνος : Μοσχίων Μοσχίωνος : Ἠμαθίων Ἠμαθίωνος : Μελανίων Μελανίωνος : Πορφυρίων Πορφυρίωνος |
ποιμνίοις αὐτοῦ ἄρνα : ἣν ὁ Θυέστης λάθρα παρὰ τῆς Ἀερόπης αἰτήσας ἔλαβεν . ὅθεν Ἀτρεὺς ὡς ἀπατήσας τοὺς Ἕλληνας | ||
ἧς καὶ Πέλοπος Ἀτρεὺς ὃς ἐν Λακωνικῇ κατῴκησεν Ἀτρέως καὶ Ἀερόπης Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος : ἡ δὲ Ἀερόπη θυγάτηρ ἦν |
εὐκταιοτάτην ἁρμοζόμενοι σύνοδον , εἰ δὲ χήρα , διότι τοῦ κουριδίου στερομένη πεῖραν ἑτέρου μελλήσει λαβεῖν , καὶ ταῦτ ' | ||
παρόντος πᾶσαν διεσπάραξαν . καὶ ἡ μὲν διὰ πόθον ἀνδρὸς κουριδίου ταύτῃ τέλος ἔσχεν . Κυάνιππος δέ , ὡς ἐπελθὼν |
τὴν ἀγνοουμένην ἔξοδον ἀπέκλειε . κατεσκευάκει δὲ αὐτὸν Δαίδαλος ὁ Εὐπαλάμου παῖς τοῦ Μητίονος καὶ Ἀλκίππης . ἦν γὰρ ἀρχιτέκτων | ||
τοῦ Φελλάτα καλουμένου λίθου , ἔργον δὲ εἶναι Σίκωνος τοῦ Εὐπαλάμου , ὥς φησι Πολέμων ἔν τινι ἐπιστολῇ . : |
εἰσορόωσαι θάμβεον ὄβριμον ἔργον ὃ δή σφισιν ἔκρυφε πῆμα . Λαοκόων δ ' ἔτ ' ἔμιμνεν ἐποτρύνων ἑτάροισιν ἵππον ἀμαλδῦναι | ||
ἀνεῖλον ἐν τῷ τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος ναῷ . ὁ δὲ Λαοκόων Ποσειδῶνος ἦν ἱερεὺς υἱὸς δὲ τοῦ Ἀντήνορος . τοῦτο |
συγγενὴς λέγεται , καὶ ὁ παρὰ τῇ συνηθείᾳ λεγόμενος . Ἑταῖρος ὁ συμπολίτης . Ξένος δὲ ὁ ἀφ ' ἑτέρας | ||
ὡς τάσσω τάξω , τακτὸς , ἄτακτος , ἀτακτῶ . Ἑταῖρος . ἔθος ἐθαῖος ὁ συνήθης , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι ὀστράκινος , εὐτελής . Χρυσὸς Κολοφώνιος : | ||
: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς θεός . καί : Χυτρεοῦς ἄνθρωπος : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μυσῶν |
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | ||
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον |
ἀεὶ τῶν κρεῶν . λέγεταί που μίαν εἰ διέλειπεν ἡμέραν ἄγευστος ἐπιτίθεσθαι τὸ πάθημα πάντως , ἕως ἐνεπλήσθη . , | ||
γῆς τῷ ἀτάφῳ , οὐδὲ σώματος ἅψεται . μένει δὲ ἄγευστος καὶ ποτοῦ , ἐὰν ἐς αὔλακα ἐποχετεύῃ εἷς ἄνθρωπος |
μόνη οὐκ ἂν δυοῖν ἥμαρτον : ἢ γὰρ ἂν καλῶς ἔσως ' ἐμαυτήν , ἢ καλῶς ἀπωλόμην . Σιγᾶν ἐπῄνες | ||
πρᾶγμ ' ἀνὴρ πράσσων μέγα . Καὶ μὴν ἔγωγ ' ἔσως ' ἐκεῖνον οὐκ ὄκνῳ . Θάρσει : πέφυκεν ἐσθλὸς |
δὴ δο - κῶν ἐμαυτῷ δρᾶν , εἰ τὴν οὕτω στεργομένην μὴ συνὼν γηροτροφοίην , ὁπότε ἀκούοιμι φθεγγομένου τοῦ φίλου | ||
στέργει ὁ γενόμενος αὐτῆς ἀνήρ : ἢ τὴν ὑπὸ ἀρσένων στεργομένην . : ἌΛΛΩΣ : ἣν οὐ στέργει ὁ γενόμενος |
ἱππηλάτα Πηλεύς , ὅς ποτέ μ ' εἰρόμενος μέγ ' ἐγήθεεν : καὶ γὰρ τὸ οἰμώξειεν ἐπὶ τοῦ Πηλέως τέθεικε | ||
, ἐρωτῶν . προκρίνει δὲ ὁ Ἀρίσταρχος τὴν μέγ ' ἐγήθεεν γραφήν . . . Ι , , ὁππότε μειρόμενος |
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις | ||
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
καὶ Θέογνις δέ φησιν : ἥκω δ ' ὡς οἶνος χαριέστατος ἀνδρὶ πεπόσθαι , οὔτε τι νήφων εἴμ ' οὔτε | ||
, ὁ περὶ τῶν ἀτελειῶν , ὃν αὐτὸς διέθετο , χαριέστατος ἁπάντων τῶν λόγων καὶ γραφικώτατος . ἐπὶ δὲ Διοτίμου |
ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως ⌊ ⌋ . γελοῖον καὶ εὐτράπελον διαφέρει . γελοῖον | ||
καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως . . . . . . : Τὰ τέλεια |
κηκὶς καὶ κροκόμαγμα μετ ' οἴνου ἐπιχρίεται , ἢ δαφνίδων ἑξάγια β καὶ πηγάνου φύλλων # β , νάπυος ⋖ | ||
χυλοῦ ἑξάγια βʹ , κρόκου , ὀπίου , γομφίτου ἀνὰ ἑξάγια γʹ ςʹʹ . τὸ ὄπιον καὶ τὸν γομφίτην λείωσον |
κατθανεῖν ἐρᾶν ἔοικας . κτεῖνε : σύγγονον δὲ σὴν οὐ κτενεῖς ἡμῶν ἑκόντων ἀλλ ' ἔμ ' : ὡς πρὸ | ||
σύνεσις . ἀλλὰ βαῖν ' ἔσω δόμων . οὐκ ἄρα κτενεῖς μ ' ; ἀφεῖσαι . καλὸν ἔπος λέγεις τόδε |
Χρόμιος , Τύραννος , Ἄμπελος , Χερσιδάμας , Μήστωρ , Εὐήρης . Ἠλεκτρύωνος βασιλεύοντος σὺν τῇ γυναικὶ Ἀναξοῖ τῶν Μυκηνῶν | ||
Ἠλεκτρύονος παίδων Λικύμνιος ἔτι νέος ὑπάρχων , τῶν δὲ Πτερελάου Εὐήρης , ὃς καὶ τὰς ναῦς ἐφύλασσε . τῶν δὲ |
μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι . μακάριοι μὲν οὖν οἷς | ||
ἐπεὶ ἦ μάλα πάντες ἔασιν ἀλλήλοις φορβή τε φίλη καὶ λίχνος ὄλεθρος . ὣς οὐδὲν λιμοῖο κακώτερον οὐδὲ βαρείης γαστέρος |
ἀλλ ' οὐδ ' ὧς ἀπίθησεν , ὅτ ' ἔκλυεν ἀμφιπόλοιο μῦθον ἀνώιστον , διὰ δ ' ἔσσυτο θαμβήσασα ἐκ | ||
ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια . Καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος νῆς ἀμφιπόλοιο . Κοιτὼν ἁπάσαις εἷς , πύελος δὲ μί ' |
. ἔνθεν καὶ διερὸς βροτὸς , ὁ ζῶν . καὶ ἀλίβας ὁ νεκρὸς εἴρηται . Ἀσπασίως , σπῶ ἐστὶ τὸ | ||
παράγραφος . 〛 καὶ πελεκᾶντι : Μήποτε πελέκας προενεκτέον ὡς ἀλίβας . ὁ δὲ πελεκῖνος τῷ πελεκᾶντι προσέρριπται . πελεκὰν |
διώκοντες , ἀλλ ' ἀοράτῳ σπορᾷ φρονήσεως χρώμενοι δογμάτων . εὔπαις γὰρ ὁ γάμος οὗτος οὐ σώματα συμπλέκων , ἀλλ | ||
μέρη γὰρ τέκνα γονέωνεἰς ἀπαιδίαν κινδυνεύω περιελθεῖν ὁ πολύπαις καὶ εὔπαις ἄχρι πρὸ μικροῦ νομισθείς . „ ὁ δὲ πρεσβύτατος |
: μέλισμα , μέλος , λάλημα , ὅθεν καὶ τὸ ψίθυρος ὁ λάλος . ἡ δὲ φωνὴ τῶν κατὰ μίμησιν | ||
λαμβάνουσιν . ἔστι γὰρ ψίθυρ ψίθυρος ὡς μάρτυρ μάρτυρος καὶ ψίθυρος ψιθύρου ὡς μάρτυρος μαρτύρου : τὸ δὲ ψίθυρ παρὰ |
δὲ ἄγνοια , φησί , τὰς φρένας ἀπολλύουσα συνήγαγεν . ἔτλα συναγαγεῖν ῥίζαν αἱματόεσσαν , ἤγουν συμμίξαι σπέρμα τῇ μητρί | ||
ὑπέμεινε . ἔτλα ] ἐκαρτέρησε . ἔτλα ] σπεῖραι . ἔτλα ] μετὰ καρτερίας . ἔτλα ] + ἐτόλμησε ποιῆσαι |
Πηλέως ἠγρίανες καὶ παρήκουσας τοῦ πρεσβύτου , ὃν πολλαπλοῦν σοι ηὔξω γενέσθαι καὶ ἀνακαλουμένου σε ἐκ τῆς ὀργῆς καὶ πραΰνοντος | ||
νῦν καταστρεψάμενος ἔχεις . ἐγὼ μὲν εὖ οἶδ ' ὅτι ηὔξω ἂν τὰ νῦν πεπραγμένα μᾶλλόν σοι καταπραχθῆναι ἢ πολλαπλάσια |
εἶπεν , ” ἐγὼ οὐκ αἰσθάνομαι ὅτι αἰσθάνῃ ; “ Σωσιθέου τοῦ ποιητοῦ ἐν θεάτρῳ εἰπόντος πρὸς αὐτὸν παρόντα , | ||
Φυλομάχη ἡ μήτηρ ἡ Εὐβουλίδου τοῦ πατρὸς τοῦ Φυλομάχης τῆς Σωσιθέου γυναικός . Μαρτυρεῖ πάππον εἶναι ἑαυτοῦ Ἀρχίμαχον καὶ ποιήσασθαι |
, ταύτην πόρε δίωι Ἀλωεῖ : ἣν δ ' Ἐφύρη κτεάτισς ' , Αἰήτηι δῶκεν ἅπασαν . Αἰήτης δ ' | ||
ταύτην πόρε δίωι Ἀλωεῖ , / ἣν δ ' Ἐφύρη κτεάτισς ' , Αἰήτηι δῶκεν ἅπασαν . / Αἰήτης δ |
ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , | ||
, καὶ οὐδὲ Δία ξένιον ᾐδέσθη , ἀλλὰ Κλεάρχῳ καὶ ὁμοτράπεζος γενόμενος αὐτοῖς τούτοις ἐξαπατήσας τοὺς ἄνδρας ἀπολώλεκεν . Ἀριαῖος |
σοφὸς ἐρωτηθεὶς τί ἂν εἴη ἐλευθερία εἶπεν : ” ἀγαθὴ συνείδησις ” . Ὁ αὐτὸς ἔλεγε δεῖν τοὺς μέλλοντας ἀσφαλῶς | ||
τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τἀγαθά . Ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις θεός . Ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης . Ἄγει πονηρὰ |
δὲ μητέρα [ ἣν ὑπερήνορα ] νηλέι [ χαλκῶι . Τιμάνδρην δ ' Ἔχεμος ⌊ θαλερὴν ⌋ ποιήσατ ' ἄκοιτιν | ||
εἰς Πελοπόννησον κατιόντα . ἐγάμησε δὲ τὴν Τιμάνδραν : Ἡσίοδος Τιμάνδρην , φησὶν , Ἔχεμος θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν . |
τῶν τὰς ἀρχὰς μὲν ἠρεμούντων , ὕστερον δὲ ἐπιτεινόντων . Βοῦθος περιφοιτᾷ : ἐπὶ τῶν εὐήθων καὶ παχυτάτων . Βουλίας | ||
Ἀγέλας , Ἐπίσυλος , Φυκιάδας , Ἔκφαντος , Τίμαιος , Βοῦθος , Ἔρατος , Ἰταναῖος , Ῥόδιππος , Βρύας , |
τῶν ἀργῶν : ἢ ὅτι οἴκοι γυναῖκας μένειν χρή . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν | ||
. Γυπὸς σκιά : ἐπὶ τῶν μηδενὸς λόγου ἀξίων . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν |
δ ' ἀστός , ἐπιχώριος , ἐγχώριος , ἡμεδαπός , ὁμόφυλος , ἐγγενής , ἔντοπος : τὸ γὰρ ἐνδάπιος ποιητικόν | ||
Πτολεμαΐδα . ἀπὸ δὲ φυλῶν τὸ φυλοκρινεῖν ὠνομάσθη , καὶ ὁμόφυλος ἀλλόφυλος , φυλέτης , φυλίων θεῶν ἱερά , ἐμφύλιον |
δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά | ||
δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά |
καὶ τὴν ἡλικίαν λεαινόμενος καὶ φαλακριῶν . τὸ αὐτὸ καὶ ὠμογέρων , ὁ παρ ' ἡλικίαν γηράσας . ἀωτεύειν : | ||
περικαῶς . . . Ἐμφέρεια , ὁμοιότης . Μεσαιπόλιος , ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα |
” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ ' | ||
μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις |
μεμοίρασται μυρίαις ] πολλαῖς πημοναῖς ] βλάβαις δύαις ] κακοπαθείαις καμφθεὶς ] κατεργασθείς , ταλαιπωρήσας ὧδε ] οὕτως φυγγάνω ] | ||
πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ ' ἀνάγκης ἀσθενεστέρα |
γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων . Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ τὴν ἐντολήν : ἀθῷος γάρ ἐστιν | ||
, καὶ αὐτόπτης γενόμενος θεάσασθαι καὶ θεασάμενος μακάριος γενέσθαι . Μακάριος ὡς ἀληθῶς , ὦ πάτερ , ὁ τοῦτον θεασάμενος |
εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις ἐπισιτισμός , παρασιτεῖν καὶ | ||
Σοῦσα ἔχε τά περ ἂν ἐγὼ ἔχω , ἐμός τε σύσσιτος ἐὼν καὶ σύμβουλος . Ταῦτα Δαρεῖος εἴπας καὶ καταστήσας |
δὲ μή , ἐπ ' αὐτοφώρῳ ἐγὼ αὐτὸν ἐξελέγξω . Ἀπόκριναι δή μοι . Ἐβούλοντο τοίνυν , ὦ ἄνδρες δικασταί | ||
, ἐφ ' οἷς θάνατος ἡ ζημία ; Ἔγωγε . Ἀπόκριναι δή μοι , εἰ ὁμολογεῖς πλείω σῖτον συμπρίασθαι πεντήκοντα |
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „ | ||
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ |
Μιθριδάτης ὁ Ῥοδοβάτου Πέρσης Μούσαις εἰκόνα ἀνέθηκε Πλάτωνος , ἣν Σιλανίων ἐποίησε . . . . . . . οὐκ | ||
εἰποῦσαν διὰ τῶν ποιημάτων χρήσιμον , Λεαρχίδα δὲ Μενέστρατος , Σιλανίων δὲ Σαπφὼ τὴν ἑταίραν , Ἤρινναν τὴν Λεσβίαν Ναυκύδης |
, ὡς ὅταν εἴπῃ κρείσσων γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι , τοῦτο δὲ ὡς δέον πράσσειν τι , οἷον | ||
' εἴπεσκεν ἀρηιθόων Ἀργείων : Οὐκ ἀγαθὸν βασιλῆας ὑβριζέμεν ἀνδρὶ χέρηι ἀμφαδὸν οὔτε κρυφηδόν , ἐπεὶ χόλος αἰνὸς ὀπηδεῖ : |
' ἐν Ἀποκοπτομένῃ : οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ , ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας , κυάθους προπίνων εἴκοσιν . Διόδωρος δ | ||
τῇ τετάρτῃ : ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος . δήμιος καὶ δημόκοινος διαφέρει . δήμιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ |
ὡσαύτως καὶ Ἀττικοί . ὁ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον ἢ μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος καὶ νεανίας , εἶτα ἀνὴρ μέσος | ||
δρόμον μετέχειν . ἡ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον , εἶτα μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος , εἶτα νεανίας , εἶτα ἀνὴρ |
παντοδαπόν , παντοῖον , πανσέληνος , παναρμόνιον , παναγές , πανώλης , πάντολμος , παμμίαρον , παμπόνηρον , πάνσοφον , | ||
. παντουργῷ : πάντα πράττοντι . πάνυ : λίαν . πανώλης : πανόλεθρος . πασπάζοιεν : παρακαλοῖεν . . , |
ὡς μὴ πάντες ὄλωνται ὀδυσσαμένοιο τεοῖο . τὴν δ ' ἐπιμειδήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς ” θάρσει τριτογένεια , φίλον τέκος | ||
σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον . ” τὸν δ ' ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ θάρσει , ἐπεὶ δή |
αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | ||
συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ |
Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν | ||
λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς |
φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , | ||
τῶν δογματικῶν ἀγωγῶν δύναται καταστέλλεσθαι , ἀλλ ' ὁ μὲν φιλόπλουτος ἢ φιλόδοξος ἐκπυρσεύεται μᾶλλον τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς |
' ἄλλα πεπλέαται ξύλα † ἐν εὐδετέω ὥσπερ † Λέσβιος Πρύλις . ῥεῖα θεοὶ κλέπτουσιν ἀνθρώπων νόον . . . | ||
οὗ Μαῖα , ὡς ἔφημεν , ἧς Ἑρμῆς , οὗ Πρύλις . ἐξ Ἄτλαντος : Ἄτλας , οὗ Μαῖα , |
Ζηνὸς ὦ διάκτορε , ἔθηκε μορφῆς ξυνὸν ἥλικος τύπον : Κηφισιεὺς ὁ κοῦρος : ᾧ χαρείς , ἄναξ , Ἀπολλοδώρου | ||
αὐτοῖς , ἀλλὰ περὶ τῶν μεγίστων . Φιλοκτήμων γὰρ ὁ Κηφισιεὺς φίλος ἦν Χαιρεστράτῳ τουτῳί : δοὺς δὲ τὰ ἑαυτοῦ |
αὐτῆς . Ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ θαλάμου ἐπεγάμβρευσα αὐτῇ τὸν Αὐνᾶν : καίγε οὗτος ἐν πονηρίᾳ οὐκ ἔγνω αὐτήν , | ||
Βησσοῦς εἰς γυναῖκα . Αὐτὴ ἔτεκέ μοι τὸν Ἦρ καὶ Αὐνᾶν καὶ Σιλώμ : ὧν τοὺς δύο ἀτέκνους ἀνεῖλε Κύριος |
καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται . Ἱππῶναξ | ||
θέσις . Ὀργίσας . μαλάξας . Ἀνδρόγυνος . ἄνανδρος , ἑρμαφρόδιτος . Ἐνάριες . οἱ ὁπλῖται . Τόρνον . τὸ |
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
, ἐψεύσατο πρὸς τοὺς δικαστὰς ὑπερμέγεθες ψεῦδος περί τε τῆς Φυλομάχης τῆς τοῦ Πολέμωνος ἀδελφῆς , τηθίδος δὲ Ἁγνίου , | ||
καὶ ὁμομητρία , ἡ μήτηρ ἡ Εὐβουλίδου τοῦ πατρὸς τοῦ Φυλομάχης τῆς Σωσιθέου γυναικός . Μαρτυρεῖ συγγενὴς εἶναι καὶ φράτηρ |
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως | ||
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα |
ἵππους . ὀψὲ δὲ δή μιν ἑταῖρος ἀνὴρ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν Ἀλκιμέδων υἱὸς Λαέρκεος Αἱμονίδαο : στῆ δ ' ὄπιθεν δίφροιο | ||
ἄλλης ἐστὶ τυχεῖν βοηθούντων τῶν θεῶν . . Ἐπειδὴ ὁ Ἀλκιμέδων καὶ ὁ Τιμοσθένης νεώτεροι ὄντες ἐνίκησαν , διὰ τοῦτό |
' ὑπ ' αὐχένων τίθησι . χἠ μὲν τῇδ ' ἐπυργοῦτο στολῇ ἐν ἡνίαισί τ ' εἶχεν εὔαρκτον στόμα , | ||
χἡ μὲν ] καὶ ἡ μὲν , ἤγουν Ἀσία , ἐπυργοῦτο καὶ ἐκοσμεῖτο καὶ ᾔρετο τῇ στολῇ τῇδε . δεικτικῶς |
ἔντομα θύουσιν ἄχρι νῦν . Ἀνθέως τοῦ Νομίονος ἐγένετο παῖς Αἰγυπιός : ᾤκει δὲ παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τῆς Θεσσαλίας καὶ | ||
Αἰσύμης πόλεως Θρᾳκικῆς , . , . * . . Αἰγυπιός : Μηριόνης δ ' ἐξαῦτις ἐπάλμενος , αἰγυπιὸς ὥς |