, εἰθ ' οὑτως ἐμπασσομεν ἐπι μεν ὑδρωπικων ψαμμῳ , τρυγι οἰνου κεκαυμενῃ , κιμωλιᾳ , γυψῳ , νιτρῳ ,
δε προς τῳ πυθμενι ταχεως τρεπεται , ὡς πλησιαζων τῃ τρυγι . οὑτω δε φησιν ὁ Ἡσιοδος Ἀρχομενου δε πιθου
9999787 Μακεδονιᾳ
Ἀνδροτιων ἑκτῳ Ἀτθιδος . Γρηστωνια , χωρα Θρᾳκης προς τῃ Μακεδονιᾳ , Θουκυδιδης δευτερᾳ . ἀπο Γραστου τινος . το
δουλων και ὑπηκοων , και της Θρᾳκης τα πολλα τῃ Μακεδονιᾳ προσεθηκεν , και των ἐπι θαλαττῃ χωριων τα ἐπικαιροτατα
9999782 ἐκυριευσε
παρελαβεν παρα Κρατησιπολεως . τας δε αἰτιας δι ' ἁς ἐκυριευσε πολεων ἐπιφανων προδεδηλωκοτες ἐν ταις προ ταυτης βιβλοις το
μετα δε ταυτα την των Πανορμιτων χωραν λεηλατησας ἀναριθμητου λειας ἐκυριευσε , των δε Πανορμιτων πανδημει παραταξαμενων προ της πολεως
9999776 ἑνδεκα
, και ἠλπιζον πασας τας ναυς ἀποληψεσθαι . των δε ἑνδεκα μεν τινες αἱπερ ἡγουντο ὑπεκφευγουσι το κερας των Πελοποννησιων
ἐπεπλει αὐτων Ἀντισθενης Σπαρτιατης . ξυνεπεμψαν δε οἱ Λακεδαιμονιοι και ἑνδεκα ἀνδρας Σπαρτιατων ξυμβουλους Ἀστυοχῳ , ὡν εἱς ἠν Λιχας
9999773 ἐξεθεμεθα
και Καππαδοκια , Μεσοποταμια , Συρια , Ἐρυθρα θαλασσα . ἐξεθεμεθα δε τα κατα μερος δια το χρησιμευειν το τοιουτον
των αὐτων ὁρων και δι ' ἀδυνατου . ἐπει οὐν ἐξεθεμεθα την δι ' ἀδυνατου , δεικτεον ἡμιν το αὐτο
9999763 σωφροσυνῃ
δε τελος του βιου ἀνυσαιμι ὡσπερ και ἠρξαμην , ἐν σωφροσυνῃ διατελεσας : ἀναξ : θεους γαρ : ἀναξ κυριως
το γαρ ἡδυ και το λυπηρον μονῃ δοκουσιν ὑποκεισθαι τῃ σωφροσυνῃ , και τουτων ἐπικρατουντος του λογου κατορθουσθαι αὐτην ,
9999762 κολοφωνα
' ἀκουων . τουτους τους στιχους , ἀγαθε διδασκαλε , κολοφωνα των περι της μουσικης λογων πεποιημαι , ἐπει φθασας
λεγεται γαρ ἐν τηι συνηθειαι [ ] [ ] τον κολοφωνα ? [ ] ἐπεθηκεν ἠ κατα ? [ ]
9999761 τυγχανετω
πινειν διδου , εἰτα το δευτερον ὀξους μετα δη τουτο τυγχανετω , και ὁ τριτος παλιν οἰνου πινεσθω ὑπ '
κακουργοι , γραμμασι , φανεις δε ὡν τον χρηστον εἰκος τυγχανετω . Οἱ πρεσβεις οἱ παρ ' ὑμων χρυσουν μεν
9999760 Σικελικα
ἠ ἐφ ' ὁ τι , καταγελαστος ἐγω του πλου Σικελικα μεν πελαγη και Τυρρηνους κολπους ἀναμετρων , οὐκ εἰδως
και πεντε κλινας Σικελικας . λεγ ' ἀλλο τι . Σικελικα προσκεφαλαια πεντε . τριποδες οὑτοι πεντε σοι . και
9999759 ὠνομασθη
ἀποβαλλει την Ἑλλην , ὁθεν και ἀπ ' αὐτης Ἑλλησποντος ὠνομασθη , τον δε Φριξον ἐπι την Σκυθιαν διακομιζει .
, νυκτος δ ' ἐπωδυνα ἐστιν : διοπερ και οὑτως ὠνομασθη : και ὀδυναι μειζους ἠ κατα το μεγεθος του
9999759 εὐφροσυνῃ
ἑορταις ἐπιδοσιν ἐχουσιν αἱ τραπεζαι : ὡστε πρωτον ταυτῃ τῃ εὐφροσυνῃ της ἐλπιδος μειονεκτουσι των ἰδιωτων . ἐπειτα ὁσῳ ἀν
ἐχουσιν αἱ τραπεζαι αὐτων ἐπιδοσιν : ὡστε ταυτῃ πρωτον τῃ εὐφροσυνῃ της ἐλπιδος μειονεκτουσι των ἰδιωτων . ἐπειτα δ '
9999756 Ἀληθη
φοβουνται , ὁταν φοβωνται , οὐδε αἰσχρα θαρρη θαρρουσιν ; Ἀληθη , ἐφη . Εἰ δε μη αἰσχρα , ἀρ
οὑτως το ἑν πολλα εἰη ἀλλ ' οὐχ ἑν . Ἀληθη . Δει δε γε μη πολλα ἀλλ ' ἑν
9999756 ἀκριβη
σχετλιον τοις μεν τα Φιλιππου πραγμαθ ' ᾑρημενοις θεραπευειν οὑτως ἀκριβη την παρ ' ἐκεινου προς ἑκατερ ' αἰσθησιν ὑπαρχειν
ὠν και τα της ἡγεμονιας συνδιοικων . ἀλλα καιτοι βασανον ἀκριβη λαβων ἐκ μακρων χρονων της ἐν τε λογοις και
9999753 ἑπτακαιδεκα
ἰαμβικου πενθημιμερους . το ιηʹ ἰαμβικον ἑφθημιμερες . τα λοιπα ἑπτακαιδεκα οὑτως : το αʹ Φαλαικιον το βʹ ἐκ χοριαμβου
ἀπολοιμεθα : ὑπαρχει γαρ νυν ἡμιν οὐδεν των ἐπιτηδειων . ἑπτακαιδεκα γαρ σταθμων των ἐγγυτατω οὐδε δευρο ἰοντες ἐκ της
9999752 ἐκτισθη
τῃ πολει της Κιλικιας . Ἡ δε αὐτη πολις Ῥωσος ἐκτισθη ὑπο Κιλικος του υἱου Ἀγηνορος . Ὁ δε Σελευκος
ἐστιν ἁ χωρια . παντα δε ταυτα ὑστερον των Τρωικων ἐκτισθη . Δυνατωτερας δε γιγνομενης της Ἑλλαδος και των χρηματων
9999750 δωδεκα
πλειους φαμεν εἰναι των τετταρων και ἡμιολιους , ἐαν δε δωδεκα , ἐλαττους και ἡμισεις , και οὐδε ἀνεκτον ἀλλως
ἀντωνυμιαν ἀναφορικην δηλουσαν το ταυτῃ , οἱον “ τῃ και δωδεκα παιδες ἐνι μεγαροισιν λιποντο , ” ῥημα δε προστακτικον
9999750 εὐμεγεθη
, προστισας τας του λαγοου τριχας . ἀλλο . σικυαν εὐμεγεθη προσβαλλε τῳ ὑποχονδριῳ κατ ' ἰξιν της ῥινος πασχουσης
τα σκελη και τα κερατα , και ταυτα μεν ὑπερφυως εὐμεγεθη και θαυμασια την ὀψιν εἰναι , τα δε σκελη
9999750 εἱνεκα
και ἡ μεν κατεκαη πασα , Σκυλης δε οὐδεν τουτου εἱνεκα ἡσσον ἐπετελεσε την τελετην . Σκυθαι δε του βακχευειν
ὁτι δοιης ἀν , ἐπει τοι και την ἀρχην πειρας εἱνεκα ᾐτουν , ὁπως εἰδειην εἰ και τα τοιαυτα δωσεις
9999749 μοριῳ
, μετ ' αὐτην ἡ φρονησις ὡς ἐν τῳ τιμιωτερῳ μοριῳ της ψυχης τῳ λογῳ ἐποχουμενη , μετ ' αὐτην
οὐ παντος δε ὡσπερ ἐφην , ἀλλ ' οὐδε παντι μοριῳ : οὐ γαρ τῳ τυχοντι : ψοφουμεν γαρ και
9999745 αἰσθητικῳ
ἐξωθεν ἡλιου ἀκτινος μη εἰσβαλλουσης , αὐταρκες το ἐν ὑποκειμενῳ αἰσθητικῳ τῳ της μητρος ὀγκῳ την δημιουργιαν συντελεισθαι . Ἀλλ
το αἰσθανομενον , μεγεθος ἐχει : οὐ μεντοι το γε αἰσθητικῳ εἰναι οὐδ ' ἡ αἰσθησις μεγεθος ἐστιν , ἀλλα
9999745 σπουδαιῳ
ἀρετας , ἀλλα και τας ἀλλας τεχνας τας ἐν τῳ σπουδαιῳ ἀνδρι ἀλλοιωθεισας ὑπο της ἀρετης , και γενομενας ἀμεταπτωτους
κακιᾳ κακος : ἐναντιον δ ' ἀρετῃ μεν κακια , σπουδαιῳ δ ' ὁ κακος . εἰκοτως τοινυν ἐναντιοτης θεωρειται
9999744 Ἑνεκα
. Ἐνδουναι . προδουναι , παραδουναι ἠ και εἰξαι . Ἑνεκα και εἱνεκα Πλατων , Δημοσθενης και οἱ ἀλλοι :
δικαστων ὀντων . 〛 δεινον : Χαλεπον . τριωβολου : Ἑνεκα τριων ὀβολων . . [ ὠστιζομεσθ ' : Ἀντι
9999742 Θετταλια
ἐν δε τῳ θʹ Φι - λιππικῳ φησιν ” ἀλλα Θετταλια πως ἐχει ; οὐχι τας πολεις και “ τας
γιγνωσκειν ὡς ἐστιν κατα γε την Ἑλλαδα χωραν κρατιστη ἡ Θετταλια . Το δε μεγεθος τρια των ὀνοματων ἐπιδεχεται :
9999741 Αἰγυπτιακα
δικαιος . Λυκεας δ ' ἐν τοις Αἰγυπτιακοις προκρινων τα Αἰγυπτιακα δειπνα των Περσικων Αἰγυπτιων ἐπιστρατευσαντων , φησιν , ἐπι
και την των ἀπλανων σφαιραν μεταλαμβανομενοις ϠϘγσιν , ἁ ἐστιν Αἰγυπτιακα ϠϘγ και νυχθημερα σνε # νδ μϚ να ἐγγιστα
9999741 σαρκωδες
λιαν μακραι φλυαρων και ματαιολογων . Προσωπον το παν ἀνθρωπου σαρκωδες μεν ὀν εὐπαθους και ἡβωντος ἀνδρος , ἀσαρκον δε
πολλαι , ῥηγνυται αὐτεῃ κατα το αἰδοιον αἱμα πουλυ και σαρκωδες : και ἠν μεν μετριαζῃ , σωζεται : ἠν
9999738 Πατηρ
τροφην τε και παιδευσιν , ᾑ χρησαμενος τοσοσδε ἐγενετο . Πατηρ μεν οὐν ἠν αὐτῳ Γαϊος Ὀκταουϊος , ἀνηρ των
Υἱου τῳ αἰτιῳ : το αἰτιον φυσει μειζον : ὁ Πατηρ ἀρα μειζων του Υἱου φυσει . ἐνταυθα παρα το
9999735 ἀφηκα
. και Λαμψακον μεν ἠλευθερωσα και πολλῳ φορῳ βαρυνομενην ἁπαντος ἀφηκα , Μυουντα δε την ἐν Μαγνησιᾳ και αὐτην Μαγνησιαν
εἰπω . . ἐς ταυτον ] ἐκεισε ὁθεν τους λογους ἀφηκα . . ἐστιν πολις Κανωβος ] ἀναχρονισμος . ἐστι
9999735 ἱστορηκε
τωι λιμενι διαναυμαχουντα του Θησεως ἐκπλεοντος . ὡς δε Φιλοχορος ἱστορηκε , τον ἀγωνα του Μινω συντελουντος , ἐπιδοξος ὠν
. Ἀριστων δ ' ὁ Χιος και Θεοφραστου τινα δοξαν ἱστορηκε περι των ῥητορων . ἐρωτηθεντα γαρ , ὁποιος τις
9999735 ἀγριῳ
: το δ ' ὁλον ἁπαν το τοιουτον ἐμφερεστερον τῳ ἀγριῳ . Σικυου δε και κολοκυντης του μεν εἰναι φασι
ὁ θερμος : ἀλλ ' ἐοικε γ ' οὑτος ὡσπερ ἀγριῳ . Διαφερει δε ὡς ἐοικε χωρα χωρας και ἀηρ
9999733 ἡγεμονικῳ
δε αὐτον ἐλυπει το φιλοτιμον , Ἀντιπατρου δε ἠχθετο τῳ ἡγεμονικῳ , Πτολεμαιου δε το δεξιον ὑφεωρατο , Ταρριου δε
ἐπιρρεψει , ἀν τε θελῃς ἀν τε μη . λογικῳ ἡγεμονικῳ δειξον μαχην και ἀποστησεται : ἀν δε μη δεικνυῃς
9999733 κολλυριῳ
τοιϲ τετραϲι δακτυλιοιϲ πλειονι χρονῳ , εἰτα ἐπιχριειν τῳ ὑποκειμενῳ κολλυριῳ : λιβανου ⋖ Ϛ κομμεωϲ ⋖ Ϛ ϲτυπτηριαϲ ϲχιϲτηϲ
: ἡμειϲ δε εὐδοκιμουμεν ἐπ ' αὐτων τῳ τε διακεντητῳ κολλυριῳ και τῃ προϲ ὑποχυϲειϲ Ἀγλαϊδου χλωρᾳ χρωμενοι . κοινον
9999733 ἀγρῳ
τοσσον ἑλεν μενος ὡς τε λεοντα ὁν ῥα τε ποιμην ἀγρῳ ἐπ ' εἰροποκοις ὀϊεσσι χραυσῃ μεν τ ' αὐλης
ἐμφορηθητε . λειπει ἡ ὡς . πλανωμενοις : ἐν τῳ ἀγρῳ δηλονοτι . κορωνις : εἰσιασι γαρ οἱ ὑποκριται .
9999732 κλυστηρι
αὐτου ἐλαιου ἐνεματισομεν ὁσον οὐγκιας ἑξ , προκενωσαντες αὐτους ἐκκοπρωτικῳ κλυστηρι , ἐν ᾡ ἀφηψηται πηγανον και κυμινον : εἰτα
ἐν χηνος στεατι τριψας και ῥητινην , ἐς τα αἰδοια κλυστηρι ἐνειναι . Ἠν ὑπο ῥοου ὑδατωδεος το ἠτρον ἀλγεῃ
9999731 λεπιδα
ἑως συστραφῃ τε και εὐχρους γενηται : κἀπειτα ἐπιβαλων την λεπιδα , παλιν ἑψε ἑως ἀμολυντου , και ἐπιβαλλε τον
, και οἰνανθην την ἀγριην , και χρυσοκολλην , και λεπιδα , και λωτου πρισματα , και κροκον , και
9999731 ἑπτακαιδεκατῃ
ναυς ἐσβαν ἀπεκομισθη ἐπ ' οἰκου . του δε Δηλιου ἑπτακαιδεκατῃ ἡμερᾳ ληφθεντος μετα την μαχην και του ἀπο των
. . : Και Ἀπολλοδωρος δε ἐν τῃ περι Θεων ἑπτακαιδεκατῃ περι του των Ἡσυχιδων γενους και της ἱερειας φησι
9999730 εὐηθη
μετεωρισας ἁπαν ἐξῃεις ἀγων το στρατευμα . τουτο δε ἐστιν εὐηθη δειξαι την πολιν και ῥᾳδιως παρελκομενην . Πολλα δε
, ἱνα δοξῃς την εὐχην φρονιμως ποιεισθαι ; νυν γαρ εὐηθη λογον εἰρηκας : μητε τα χρηστα σοι λυπηρα φαινεσθαι
9999730 ἰαμβικη
παροντα κατα σχεσιν , κωλων δε εʹ . το αʹ ἰαμβικη βασις . το βʹ τροχαϊκον διμετρον ἀκαταληκτον του δευτερου
πεμπτον . . . καλειται φερεκρατειον ἀτελες : το ἑκτον ἰαμβικη βασις . το ἑβδομον . . . πενθημιμερες ,
9999730 σπουδηι
πολεμωι . αἰψα δε δυσμενεων ἀνδρων ἐτρεψε φαλαγγας τρηχειας : σπουδηι δ ' ἐσχεθε κυμα μαχης , αὐτος δ '
ἀναμενειν κουφισματα . εἰἑν , παρεσμεν : τι με καλεις σπουδηι , Κρεον ; οὐπω λελησμεθ ' : ἀλλα συλλεξαι
9999730 ἀγη
του κυματος : ἀπο του ἀγω , το κλανω , ἀγη . . . . , . ἀγηλατῳ : ἐαν
αὐ νυν μοι ἀγαασθε θεοι βροτον ἀνδρα παρειναι . ” ἀγη θαμβος και καταπληξις : “ ἀγη μ ' ἐχει
9999729 Καρχηδονα
των Συρακοσιων αὐθις ἀνορθωσαντες διεχειμαζον . και ἐπεμψαν μεν ἐς Καρχηδονα τριηρη περι φιλιας , εἰ δυναιντο τι ὠφελεισθαι ,
ἀποικισμος αὐτης γεγονεν ὑστερον ἐτεσιν ἑκατον ἑξηκοντα της κατα την Καρχηδονα κτισεως . Ἀλλαι δ ' ὑπαρχουσι νησοι κατ '
9999729 κολλᾳ
σαρκων ἀπιον αὐ γλισχρον και λιπαρον ἁμα μεν την σαρκα κολλᾳ προς την των ὀστων φυσιν αὐτο τε το περι
πασαν την ἀπο σιδηρου ἠ λιθου ἠ ἑτερου τινος πληγην κολλᾳ και μαλιστα ἐν τοις νευρωδεσι και δυσκολλητοις μοριοις ,
9999729 Διωνι
οὐκ ἐνδεχεται την ἐν Θεωνι ἀναπνοην εἰναι , την ἐν Διωνι δε μη εἰναι : ἐνδεχεται δε του μεν φθαρεντος
ὁ μη εἰδως τον Διωνα οὐδε τα συμβεβηκοτα αὐτῳ ὡς Διωνι δυναται νοειν , οὑτως ἐπει οὐκ ἰσμεν την οὐσιαν
9999728 Σικελικη
ὁ Ἀττικος κεραμος . πρωτον μεν ἡ των κοτταβων εὑρεσις Σικελικη ἐστιν παιδια , ταυτην πρωτων εὑροντων Σικελων , ὡς
τουτων ἑκαστη κατα λογον ἐπιγραφονται , Ῥωμαϊκων Κελτικη τε και Σικελικη και Ἰβηρικη και Ἀννιβαϊκη και Καρχηδονιακη και Μακεδονικη και
9999728 ἀκρεα
τα περι τα χειλη μορια , πτερα και τἀλλα τα ἀκρεα : ἐντερα τε και μητρα και οὐρα των σαρκων
οἱ πετραιοι των ἰχθυων και [ οἱ ] κρεων τα ἀκρεα και οἱ ἁπαλοι ὀρνιθες . ὁταν δε τῃ αὐξησει
9999728 γαληνῃ
ἐν εὐδιᾳ πλανωμενον , ἰδιου χειμωνος γεμον και βαπτιζομενον ἐν γαληνῃ . θαυμασαντες ἠλθομεν πλησιον . ἐδοξα τον της ἀθλιας
νησους ἠ πετρας ἐκτρεπεται : και τα μεν εὐδιᾳ και γαληνῃ σφριγᾳ , τα δε κλυδωνι και κυματωσει : ταις
9999728 αἰσθητηριῳ
μετα βαρυτητος και στερροτητος . και προς τουτοις τῳ κυριως αἰσθητηριῳ το αἰσθητον ἐν χρῳ ἐπιθεμενον κατεχει ἀναισθητον , καιπερ
και κατ ' αὐτας διατιθεμενου ἐμφαινεσθαι συμφημι και ἐν τῳ αἰσθητηριῳ τα φαντασματα , ἀλλ ' οὐχ ὡς αἰσθητικῳ οὐδε
9999726 Παλλαδιῳ
κελευουσιν την διωξιν εἰναι : ὡστ ' εἰ διομει ἐπι Παλλαδιῳ αὐτος και ἡ γυνη και τα παιδια και καταρασεσθε
. . . Κλειτοδημος δε φησιν , Ἀγαμεμνονος συν τῳ Παλλαδιῳ προσενεχθεντος Ἀθηναις , Δημοφωντα ἁρπασαι το Παλλαδιον , και
9999726 λαβεσθε
ἀγνοων ὁτι μεταγενεστερων Ἰωνων ἐστι τα τοιαυτα , πιθεσθε , λαβεσθε . Σ : σμερδαλεω δε λεοντε δυ ' ἐν
μεταπεμπου νυν ταυτα σπουδῃ και μυρον , εὑρημα Μεγαλλου . λαβεσθε : και γαρ ἐσθ ' ὁμου . ἐπειθ '
9999725 θυγατηρ
ὑστερον Μνησιμαχην Λυσιππου του Κριωεως θυγατερα . και γιγνεται αὐτῳ θυγατηρ ὀνομα Κλειτομαχη , ἡν ἐβουληθη μεν ἐκεινος ἀγαμῳ τῳ
Λευκιππου εἰναι του Περιηρους , ἡς και Ἀπολλωνος Ἀσκληπιος και θυγατηρ Ἐριωπις : [ . . . ] δ '
9999725 ἀπεπεμψε
μεν λοιπους των Νομαδων ὡς ὑποπτους ὁ Καισαρ ἐς Λιβυην ἀπεπεμψε , Πασιου δε πελασαντος αὐτῳ συν καταφρονησει και μερος
δειπνοποιεισθαι . της δ ' ἡμερας διελθουσης τον μεν κηρυκα ἀπεπεμψε , δους εἰς την αὐριον την ἀναιρεσιν , αὐτος
9999724 σεληνῃ
ἀπο του των συνεσχηματισμενων ἀστερων τῳ τε ἡλιῳ και τῃ σεληνῃ και τῳ ὡροσκοπῳ προσωπου προς ἀρρε - νογονιαν ἠ
περι αὐτην συμβαινον καταμαθοιμεν . Δυο κυκλοι νοουνται ἐν τῃ σεληνῃ , εἱς μεν , ᾡ διακρινεται το σκιερον αὐτης
9999724 ἐφοβησε
, τι φεβεσθε , ἐοικοτες οὐτιδανοισι ψηρεσιν οὑς τ ' ἐφοβησε μολων κατεναντια κιρκος ; Ἀλλ ' ἀγε θεσθ '
και πρωτος ἀνθρωπων ἐναυμαχησεν ἐκ γης . πολλας μεν οὐν ἐφοβησε ναυς , μιας δε Φοινισσης κατα της τροπιδος χειρα
9999723 ἀκανθωδες
δε φυλλα αὐτης ὀζει κεδρομηλων . Μεσπιλον : το δενδρον ἀκανθωδες ἐστι , καρπον φερον μικρον , μηλῳ ὁμοιον ,
το δενδρον ὁ λωτος οὐ μεγα , τραχυ δε και ἀκανθωδες , ἐχει δε φυλλον χλωρον παραπλησιον τῃ ῥαμνῳ ,
9999722 Ἀντιγονῃ
ἐατεον . προτερος δε του Ἐπικουρου Σοφοκλης ὁ τραγῳδιοποιος ἐν Ἀντιγονῃ περι της ἡδονης τοιαυτα εἰρηκεν : τας γαρ ἡδονας
γινηται . εἰσηγειτο δε την ἡδονην και Σοφοκλης εἰπων ἐν Ἀντιγονῃ : τας γαρ ἡδονας ὁταν προδωσιν ἀνδρες , οὐ
9999722 ἀπηγγελλε
γαμον τολμησῃ τι θανατωδες , ἀλλας αὐτῳ της ἀντιρρησεως αἰτιας ἀπηγγελλε . Πενητες ἐσμεν , ὠ παι , και δεομεθα
ἀτιμως . Ὁ δ ' ἐπανελθων και τι πλεον ἀκηκοως ἀπηγγελλε Καισαρι , ὡς οὐδε τοὐνομα αὐτου διαφεροιτο περι τας
9999720 φυλακη
των πατρικιων τον ἀνδρα καταγεσθαι ξενικαις δυναμεσιν , ἱνα ἡ φυλακη καταλυθειῃ νυν τε και εἰς τον λοιπον χρονον των
τον πορον . και γαρ και Μαζαιος , ὁτῳ ἡ φυλακη του ποταμου ἐκ Δαρειου ἐπετετραπτο , ἱππεας μεν ἐχων
9999720 χωρῳ
: ὡς δ ' ὁτ ' ἀεξηται σικυος δροσερῳ ἐνι χωρῳ . Ἀττικοι μεν οὐν ἀει τρισυλλαβως , Ἀλκαιος δε
μεν ὁμαλος διαδεχεται χωρος σταδιῳ προσεοικως , ὁ και τῳ χωρῳ γεγενηται κλησις , τῃ δε ἑτερος μεν διῃρημενος προς
9999719 Σαλαμινι
τα δευτερα ἐκδεξαμενους ἐγκωμιαζων , τους ἐπ ' Ἀρτεμισιῳ και Σαλαμινι ναυμαχησαντας , και τους γε εἰς Κυπρον και Παμφυλιαν
ἁ προσηκει πραττειν εἰδεναι . ἐκεινοι Θεμιστοκλεα τον την ἐν Σαλαμινι ναυμαχιαν στρατηγουντα και Μιλτιαδην τον ἡγουμενον Μαραθωνι και πολλους
9999718 σοφωτατε
Ταυτα δρασομεν : συ δ ' ἡμιν , ὠ θεων σοφωτατε , ἁττα χρη ποειν ἐφεστως φραζε δημιουργικως : τἀλλα
φωσιν , αὐτα ταυτα εἰναι νομιμα ; Εἰεν , ὠ σοφωτατε Καλλικλεις : οὑτω λεγεις ; Πανυ μεν οὐν .
9999717 σφαιρᾳ
τῃ ΑΒΓ σφαιρᾳ στερεον πολυεδρον προς το ἐν τῃ ΔΕΖ σφαιρᾳ στερεον πολυεδρον : ἐναλλαξ [ ἀρα ] ὡς ἡ
, ἡς κεντρον το Α , και γεγραφθω ἐν τῃ σφαιρᾳ περι κεντρον το Α κυκλος ὁ ΒΓ , και
9999716 Ἀμφιονι
! ! ] ? [ ] δε μηνιν τινα φερων Ἀμφιονι ? [ ] ! ον αἰκως ? ἐξεφυλλασεν γενος
λυρᾳ . δοκω μοι τον Ἑρμην ἐρωτι κατειλημμενον δουναι τῳ Ἀμφιονι ἀμφω τα δωρα . και ἡ χλαμυς , ἡν
9999716 ἐρωτικῳ
και τοτε πρωτον ἐμαθον ὁτι μηδεν ἐριζει προς ἡδονην φιληματι ἐρωτικῳ . Ἐπειδη δε του δειπνου καιρος ἠν , παλιν
ὠ Γλαυκων , λεγειν ἁ λεγεις : ἀνδρι δ ' ἐρωτικῳ οὐ πρεπει ἀμνημονειν ὁτι παντες οἱ ἐν ὡρᾳ τον
9999714 ἐμποριῳ
και ἀδικον , ὠ ἀνδρες δικασται , δανειζεσθαι ἐν τῳ ἐμποριῳ ναυτικα χρηματα και ταυτ ' ἀποστερειν και μη ἀποδιδοναι
αἰτιωμενος τους χρηστας ἐπιθυμουντας της νεως διαβεβληκεναι αὑτον ἐν τῳ ἐμποριῳ , ἱνα κατασχωσι την ναυν εἰς ἀποριαν καταστησαντες του
9999713 φαραγγα
τῳ αὐχενι , παρα τον βροχον εἰρηται , ὁν και φαραγγα καλουσι . και ἡ μεν συνηθεια βρογχον καλει :
προς ἀνατολας μακραν , και ἰδον τοπον ἀλλον μεγαν , φαραγγα ὑδατος , ἐν ᾡ και δενδρα χροα ἀρωματων ὁμοιων
9999713 αἰσχρῳ
μην ὀνειροπολουντες ἐκ κληρου διαδοχην , μητ ' ἀλλῳ τῳ αἰσχρῳ και κιβδηλῳ τε και καπηλῳ και ἡκιστα ἐλευθερῳ ἁλισκομενοι
και καθ ' ἡσυχιαν , αὐτος δηλονοτι οὐδεποτε εἰξας τῳ αἰσχρῳ ὀνειδει ἀλογως κινδυνευσειν . ξυμβησεσθαι : ἠτοι κατα γνωμην
9999712 ἐκπεσε
: της δ ' ἐλελιχθη γυια , χαμαι δε οἱ ἐκπεσε κερκις : ἡ δ ' αὐτις δμῳῃσιν ἐϋπλοκαμοισι μετηυδα
πληξεν : ὁ δ ' ἰδνωθη , θαλερον δε οἱ ἐκπεσε δακρυ : σμωδιξ δ ' αἱματοεσσα μεταφρενου ἐξυπανεστη σκηπτρου
9999712 γνωσεσθε
ἐγνωκως ποιειν ἐφενακιζεν ὑμας , ἀπο της διαβασεως ἡν ἐποιησατο γνωσεσθε : ἐκ γαρ Ἀβυδου της τον ἁπαντα χρονον ὑμιν
- τον ἐμοι τῃ συγγενειᾳ προσηκοντες ἐτυγχανον . Τῳ δε γνωσεσθε τουθ ' , ὁτι ἐμοι μεν ἀγχιστευειν , τοις
9999712 διηνεγκε
ποτερον Θεμιστοκλης δια συνουσιαν τινος των σοφων ἠ φυσει τοσουτον διηνεγκε των πολιτων , ὡστε προς ἐκεινον ἀποβλεπειν την πολιν
, ὡν ἠν ἐπιφανεστατος Διοκλης . τοσουτο γαρ των ἀλλων διηνεγκε συνεσει και δοξῃ , ὡστε της νομοθεσιας ὑπο παντων
9999711 μαχωμεθα
φραζωμεσθα τι λωιον ἀμμι γενηται , ἠ ἐτι που στυγεροισι μαχωμεθα δυσμενεεσσιν , ἠ ἠδη φευγωμεν ἀπ ' ἀστεος ὀλλυμενοιο
: τον δ ' ἐμε φασι γεινασθαι : νυν αὐτε μαχωμεθα φαιδιμ ' Ἀχιλλευ . Ὡς φατ ' ἀπειλησας ,
9999711 ψυχηϲ
παντων ὡϲ ἐν ποταμῳ ἐϲ τα ἐξω ἡ φορη . ψυχηϲ καταϲταϲιϲ : αἰϲθηϲιϲ ξυμπαϲα καθαρη : διανοια λεπτη :
και εὐτροφοιϲ . τοιϲ δε παρακμαζουϲιν ἁρμοζει διαιτα ὑφιϲταμενη και ψυχηϲ και ϲωματοϲ : τα τε γαρ γυμναϲια , ὁποια
9999711 εὐωδη
οὑτως : και τοτε περιπατησεις κἀπονιψει κατα τροπον τας χειρας εὐωδη λαβων [ την ] γην . και Φιλοξενος δ
. Και τοτε περιπατησεις κἀπονιψει κατα τροπον τας χειρας , εὐωδη λαβων την γην . Τις δ ' ἐγχελειον ἀν
9999711 ἐλθε
μεγαλῃ λεγουσα : Ἀδαμ Ἀδαμ , που εἰ ; ἀναστα ἐλθε προς με , και δειξω σοι μεγα μυστηριον .
. Αἰας δε πρωτος προκαλεσσατο μακρα βιβασθων : δαιμονιε σχεδον ἐλθε : τι ἠ δειδισσεαι αὐτως Ἀργειους ; οὐ τοι
9999710 ἀφειλε
Ἑλληνας ἐσπεισατο , ἀλλ ' ἐνηλλαξεν . ἐκεινων μεν γαρ ἀφειλε πασαν την κατω χωραν και την ἐντος ὡν εἰπον
πολεως διακοσια ταλαντα τελουσης προς ἐτος αὐτῳ , τα πεντηκοντα ἀφειλε : προς ὁν διαβληθεις ὡς την πολιν ἐγχειριζων Πτολεμαιῳ
9999709 ἀκριβηϲ
και γεγυμναϲμενην ἐχοιϲ την γευϲτικην αἰϲθηϲιν , αὐτοϲ ἐϲῃ κριτηϲ ἀκριβηϲ ἡϲ τε δει πλυνειν γηϲ ἡϲ τε μη ,
, τριταιου διαλειποντοϲ και ἀμφημερινου ϲυνεχουϲ . ὁ δε οὐκ ἀκριβηϲ ἠτοι τον χολωδη πλειονα κεκτηται ἠ τον φλεγματωδη :
9999708 τἀληθη
ὁτιουν . ἐγω μεν γαρ ὑπ ' ἀβελτεριας ᾠμην δειν τἀληθη λεγειν περι ἑκαστου του ἐγκωμιαζομενου , και τουτο μεν
ἰατρον , ἠ ὡς διακονησοντα και προς χαριν ὁμιλησοντα ; τἀληθη μοι εἰπε , ὠ Καλλικλεις : δικαιος γαρ εἰ
9999708 ἀκρωτηριῳ
ἐκπλευσαι , ὁποτε ἐκειθεν ἀραιμι , ἀλλ ' ὑφορμισασθαι τῳ ἀκρωτηριῳ , τας ναυς γαρ τας λῃστρικας ἐν περιβολῃ ἑσταναι
νησος αὑτη της παραλιας χωρας σφοδρα , τῳ δε ἑτερῳ ἀκρωτηριῳ καθηκει ἐπι τον Ναρωνα ποταμον . Ἀπο δε της
9999708 ἐοικε
καθηγεμονα των πραξεων ἐχοντες την ἀρετην . Πασαις γουν ὡς ἐοικε ταις ἀρεταις κοινον ὑπαρχειν το τε κρινειν , και
, μεθιεμεν . Ἀκουετον δη : δει γαρ , ὡς ἐοικε , με λεγειν ἁ κρυπτειν ἠν παρεσκευασμενος . Ἐγω
9999708 ἁρπαγες
χρονον κακουργων πραγματων ἠ λῃστρικων ἐρωσι : γινονται γαρ πλαστογραφοι ἁρπαγες θυρεπανοικται κυβευται τεθηριωμενην την διανοιαν ἐχοντες . ἐαν δε
δε οὐσαι και ἀμφοτερα σημαινουσιν . Οἱ ὀξεις ὀφθαλμοι ταραχωδεις ἁρπαγες : οἱ δε ἰλλωπτοντες και τα βλεφαρα ἐπιβαλλοντες ἀνδρογυνοι
9999707 κολλυριοιϲ
βλεφαρον ϲτυπτηριᾳ ϲχιϲτῃ μετ ' ὀξουϲ δριμεοϲ και τοιϲ θερμοτεροιϲ κολλυριοιϲ ἠ τῳ δια ϲανδυκοϲ . μη καθιϲταμενου δε ἀναρραπτειν
το λειψανον του παθουϲ κολλυριοιϲ και τῃ λοιπῃ ἐπιμελειᾳ . κολλυριοιϲ δε ἁπαλοιϲ χρηϲτεον ἐπι τουτων , τοιϲ ἀδηκτοιϲ λεγομενοιϲ
9999707 Δημητρι
εὑρειν την μυησιν την συντελουμενην κατ ' ἐνιαυτον ἐν Ἐλευσινι Δημητρι και Κορηι . Ἀνδρων [ . ] μεν οὐν
περι : Σολων ἐπλευσεν ἐπι Κωλιαδος , ἐνθα αἱ γυναικες Δημητρι ἑορτην ἐτελουν ἐπ ' αὐτῃ τῃ θαλασσῃ . αὐτομολον
9999706 Εὐριπιδη
: εἰ οὐν ἐροιτο τις τον Εὐριπιδην : ” Ὠ Εὐριπιδη , των τι σοφων συνουσιᾳ φῃς σοφους εἰναι τους
ὑβρει , και καταισχυνθῃ ὁ φιλοσοφος και διαπαιχθῃ . εὐγε Εὐριπιδη , χρυσωσαι σου ἐδει το στομα ὁτε ἐλεγες [
9999706 ἀμηχανιᾳ
ζωντα ἀπολαβειν αὐτον , ἀπεκλεισθη συν τῳ νεκρῳ . ἐν ἀμηχανιᾳ δε πολλῃ τυγχανων εἰδε δρακοντα ἐπι τον νεκρον ἰοντα
, ὡστε ἐν πολλῃ γενεσθαι τους ἐν τῳ συνεδριῳ παροντας ἀμηχανιᾳ . διαλυθεισης δε της βουλης οἱ προσηκοντες κατα γενος
9999706 γονῳ
ὁμοιους εἰναι τοις εἰσποιητοις των παιδων , τουτους δε γνησιους γονῳ της πατριδος πολιτας εἰναι . δοκει δε μοι και
, οἱς οὐδ ' ὁτιουν προσηκει : οὑτοσι δε οὐτε γονῳ του τετελευτηκοτος υἱος ὠν οὐτ ' εἰσποιηθεις κατα τους
9999705 ὑδρομελιτοϲ
' ἐκεινων εἰρημενα . εἰϲι δε εὐβοηθητοι μαλιϲτα ὠφελουμενοι ὑπο ὑδρομελιτοϲ ϲυνεχωϲ αὐτο πινοντεϲ μιγνυμενων αὐτῳ πηγανου φυλλων . Γυψοϲ
ἀνιϲου ϲπερμα ἀριϲτολοχιαϲ ἀφεψημα βραθυοϲ λειοτατου ⋖ α μεθ ' ὑδρομελιτοϲ : ἐπι δε των ἀπυρετων μετ ' οἰνου βαλϲαμου
9999705 κρινῃ
και την Ἰταλιαν αὐτῳ προς ἐπαυξησιν της ἀρχης , ἐαν κρινῃ μειζονων ὀρεγεσθαι . την μεν γαρ Λιβυην διεζευγμενην μεγαλῳ
τα αὐτῳ προσηκοντα , ὁταν μεγαλων ἀξιος ὠν και αὐτος κρινῃ ἑαυτον μεγαλων ἀξιον εἰναι . ὁ γαρ μικρων ἀξιος
9999705 ἠμελησε
την Ἀριστοκλεους γλωτταν . νοσωδης δε ἐκ μειρακιου γενομενος οὐκ ἠμελησε του πονειν . την μεν οὐν ἰδεαν της νοσου
μεν ῥηθεντων ὑπ ' αὐτου προς ὁμονοιαν [ ἐντολων ] ἠμελησε , τοὐναντιον δ ' ἐκεινους προτρεψαμενος εἰς ἀλλοτριοτητα συναπεστη
9999705 ἐνεχθῃ
οὐν τις των ὁδῳ παριοντων μη προαισθομενος κατα κενου ἐπιβας ἐνεχθῃ και τελευτησῃ , ἐπιγραφεσθωσαν οἱ βουλομενοι ὑπερ του τετελευτηκοτος
οἰκειας ἑδρας ἡ κεφαλη του βραχιονος ἀποχωρησασα κατω μεν πρωτον ἐνεχθῃ τῳ βαρει ῥεψασα , μετα ταυτα δ ' ὀπισω
9999704 κορη
' ἀχησεται ὡς οἰνοπληγες και μεθυσταδες γαμων μοναστραβης ὀχος νεοφθιτος κορη χρονου πολλου νοστον προμαθοντες ὁδιος οἰωνος ὁμοπαιδα κασιν Κασανδρας
λειου εἰϲ ὀθονιον ἐγχριϲαντα . ὁταν δε ἠδη προκαθαιρηται ἡ κορη , ὑπαλειφειν τοιϲ προϲ ταϲ παλαιαϲ διαθεϲειϲ κολλυριοιϲ ,
9999704 Λακωνικῃ
, ἰδε κρηνην Ὑπερειαν . εἰναι δε φασι και ἐν Λακωνικῃ Ὑπερειαν κρηνην . ἐκ δε Μεσσανας Ἀμυθαν : ἐκ
χωραν ἐχουσιν Ἐρετριεις . Καρυστος δε ἐστι και ἐν τῃ Λακωνικῃ τοπος της Αἰγυος προς Ἀρκαδιαν , ἀφ ' οὑ
9999704 ὁμιλιᾳ
, την δε γλωτταν εἰς δρομον ἀσκων τῃ των ῥητορων ὁμιλιᾳ . καιτοι τις οὐκ ἀν ἀρκουσας ὑπολαβων εἰς εὐδαιμονιαν
τοσουτον διηνεγκε των προ αὐτου και μαλιστα τῃ προς Ῥωμαιους ὁμιλιᾳ και πολιτειᾳ , ὡστε και βασιλευς ἐχρηματισε , δοντος
9999704 χελωνη
λαβων σκυτινῃ ποτ ' ἐν χυτρᾳ ταριχος ἐλεφαντινον ἡψε ποντιας χελωνη πευκινοισι κυμασιν , καρκινοι ποδηνεμοι τε και τανυπτεροι λυκοι
, ταττει προ παντος του λοιπου σωματος τα κερατα : χελωνη δε συναισθανομενη τινος ἐπιθεσεως την κεφαλην και τους ποδας
9999703 ἐγιγνωσκε
βουλη δηλησεται , οἱ ' ἀγορευεις . ταυτ ' οὐν ἐγιγνωσκε και ἐκεινος , ὁτι κακον ἐν θαλαττῃ τριηρεις ὁπλιταις
ἐρασταις . Εἰτε οὐν σπουδαιος ἠν ὁ Ἀγαμεμνων , ὀρθως ἐγιγνωσκε περι αὐτης , εἰτε τοις πολλοις ὁμοιος , οὐ
9999703 μικραϲ
, γαλακτι ἀντι ὠου ἐγχυματιζουϲιν , ἐλαθον δε αὑτουϲ ἀντι μικραϲ παραμυθιαϲ χρονιαϲ διαθεϲεωϲ τῳ παϲχοντι προξενοι γιγνομενοι . το
Ἡ παροξιϲ κερατιον ἑν ἡμιϲυ . Ὁ κυαθοϲ ἐχει μναϲ μικραϲ ἠτοι μυϲτρα μικρα δυο . το γαρ μυϲτρον ἐχει
9999703 ἐταραχθη
οἰκιας και ἀπολυειν ἐλευθερον . Και ταχα ἀν ἑτερος ὠν ἐταραχθη δημον ὁρων τοσουτον μαινομενον και θορυβουμενην πολιν μεγιστην ,
τῳ βασιλει ἁπαντα τα γενομενα . ὁ δε Κροισος ἀκουσας ἐταραχθη και ἐβουλευσατο προς ὑποδειγμα των ἀλλων την Σαμον κατασκαψαι
9999702 φανῃ
. εἰ δε μη σφοδρος ὁ πυρετος και τινα πεψεως φανῃ σημεια , και των ὀρνεων ἐπιδιδου τα πτερα και
τῳ ξενῳ ὡς νιψουσα αὐτου τους ποδας : ἰσως εὐλαβηθεις φανῃ περιεργος και ὁ Αἰσωπος δαρησεται . “ ἡ δε
9999702 ἐμβαλῃ
ἐκ των συρρεοντων ἐς αὐτην ὑδατων τικτεται . οὐκουν ἐαν ἐμβαλῃ τις βατραχους ἐς αὐτην , σιωπωσιν , ἀλλαχου φθεγγομενοι
ἀνηρ την γλωτταν αὑτου τῳ της γυναικος ⌈ ἐμβαλλῃ [ ἐμβαλῃ / ] στοματι . ἐστι δε και ὁ λαφυγμος
9999702 ἀφαιρεθῃ
αὐτῳ ἰσα και τῳ γʹ ἐαν δε ἀπο ἰσων ἰσα ἀφαιρεθῃ . το δε ἐπι τελει του θεωρηματος ἐκ δη
εἰσι δυναμει μονον συμμετροι . ἐαν δε ἀπο ῥητης ῥητη ἀφαιρεθῃ δυναμει μονον συμμετρος οὐσα τῃ ὁλῃ , ἡ λοιπη
9999701 γλυκυτητι
και τουτων αἱ μεν ὀνομαζομεναι περσαιαι καρπον διαφορον ἐχουσι τηι γλυκυτητι , μετενεχθεντος ἐξ Αἰθιοπιας ὑπο Περσων του φυτου καθ
τε και ὀξυτητος ὡς προσηκουσων τῃ τε ἀφελειᾳ και τῃ γλυκυτητι . Ὁ δε περι ἡδονης οὑτος και γλυκυτητος ἡμιν
9999701 εὐνῃ
δ ' ὠρινε θεαων . Ἡρη μεν παρακοιτις ἀγαλλομενη Διος εὐνῃ ἱστατο θαμβησασα και ἠθελε ληιζεσθαι : πασαων δ '
μεν δη μαλα παγχυ , Μελανθιε , νυκτα φυλαξεις , εὐνῃ ἐνι μαλακῃ καταλεγμενος , ὡς σε ἐοικεν : οὐδε
9999700 Θεμιστοκλεα
ἐτι και νυν κεκτημενον , χρυσῳ στεφανῳ μελλετε στεφανουν . Θεμιστοκλεα δε και τους ἐν Μαραθωνι τελευτησαντας και τους ἐν
ἐοικεν , ἀν μεν Δημοσθενη , ἠ Μιλτιαδην , ἠ Θεμιστοκλεα , ἠ τον ὁμωνυμον ὑποκρινωμαι , τοτε μεν πολυ
9999700 μορῳ
, εἰρετο μιν ὁ Ἀστυαγης : Ἁρπαγε , τεῳ δη μορῳ τον παιδα κατεχρησαο τον τοι παρεδωκα ἐκ θυγατρος γεγονοτα
' ἀνακτι πιστιν ἐν πρωτοις ἀει , τεθνασιν αἰσχρως δυσκλεεστατῳ μορῳ . οἰ ' γω ταλαινα συμφορας κακης , φιλοι

Back