αὐον ἀειρας ἠλασα κακ κεφαλης , δια δ ' ἀνδιχα τρηχυν ἐαξα αὐτου ἐπι λασιοιο καρηατος ἀγριελαιον θηρος ἀμαιμακετοιο .
* ἐρυμνος : ἀκρος , ὑψηλος , ἰσχυρος ὑψηλος * τρηχυν : τρηχυ . * πρηων : ἐξοχον ἐξοχη *
9999912 μαχιμωτατοι
πολλακις ἀπαξιουν ἐπιφοιταν αὐτοις . οἱ δε της Μαχιμου πολεως μαχιμωτατοι τε εἰσι και αὐτοι και γινονται μεθ ' ὁπλων
ἐμοι δε δοκουσιν οἱ Σαννοι οὑτοι εἰναι . και γαρ μαχιμωτατοι εἰσιν εἰς τουτο ἐτι και τοις Τραπεζουντιοις ἐχθροτατοι ,
9999912 κεκοινωνηκεν
ἑκαστα , ἁ το περιεχον εἰδος και αὐτο του αὐτου κεκοινωνηκεν ὀνοματος , οὑ δη και το περιεχον εἰδος τα
και χυμῳ το ὁρατον και ἀκουστον και γευστον ἀφοριζεται , κεκοινωνηκεν . ἡνωται γαρ γευσις ἁφῃ μεν τῳ ἀμεσως ποιεισθαι
9999912 πληρωμα
ἐντολη ] ὁ ὁρισμος . . ἐχει τελος ] ἐχει πληρωμα . . ἀτολμος ] δειλος , ἀπροθυμος . .
Μαιωτιδος . λεγει δε τον Κιμμερικον Βοσπορον , ὁς ἐστι πληρωμα της Μαιωτιδος λιμνης . . : Ἰσθμος λεγεται ἡ
9999911 ἐλεγες
ἐκαλει και ἐργαζεσθαι και πραττειν , οἱα νυν δη συ ἐλεγες , οὐδενι ἀν ὀνειδος φαναι εἰναι σκυτοτομουντι ἠ ταριχοπωλουντι
ἀπορεις , συγγνωμην ἐχω σοι , ἁ δε τοτ ' ἐλεγες , ἐγω νυνι λεξω . Οὐ μεμνησθε αὐτου τα
9999911 Μεγαρεως
λεοντα ἐν ἱερῳ τοπῳ συνελθων αὐτῃ ἐγκρατης ἐγενετο Ἱππομενης ὁ Μεγαρεως της Ἀταλαντης μηλα χρυσα λαβων παρ ' Ἀφροδιτης ἐκ
ἀποθανειν μεν λεοντα ἐν τῳ Κιθαιρωνι ὑπο Ἀλκαθου πειθομαι , Μεγαρεως δε Τιμαλκον παιδα τις μεν ἐς Ἀφιδναν ἐλθειν μετα
9999911 παρεγενηθη
Λυδιαν και Φρυγιαν , ἐτι δε Καππαδοκιας τα συνοριζοντα , παρεγενηθη προς τους ὁρους της Κιλικιας και την προς ταις
δε ὁ Διονυσιου κηδεστης ἐκ τε Πελοποννησου και της Ἰταλιας παρεγενηθη ναυς μακρας ἀγων τριακοντα παρα των συμμαχων και ναυαρχον
9999910 ποιησομεθα
ἑκαστην αὐτων , λεγω δη των Ἐμπειρικων και Μεθοδικων , ποιησομεθα . ἐστι δε ἰδια των Ἐμπειρικων ταυτα : ἡ
ἀριθμων ἠ αἰσθητως δι ' ἀκοης ἀναληπτεον . ὁρους τοινυν ποιησομεθα τουτο θεωρειν πειρωμενοι προσλαμβανομενον μεν θ͵σιϚ : μεση δε
9999910 δορασι
ἀπογεννωσης : ἐπειδη Χαλκιδα της Εὐβοιας πολιν φασι ποτε ἀνθησαι δορασι τε και πληθει τετρωρων ἁρματων . Οἱ δε φασιν
και καλουνται θυρεαφοροι , οἱ δε ἀνευ τουτων αὐτο μονον δορασι και κοντοις μα - χονται , οἱ δη και
9999909 ἀποστροφη
ἐργου : φησι γαρ αὐτῳ ὁτι τουτου του ἀσεβηματος ἡ ἀποστροφη και ἡ ἀναφορα προς σε ἐστιν ‖ ἱνα ‖
ἀληθες . Ἰδωσι : ἰδωνται . Πομπιλε : γλυκυτης , ἀποστροφη και ἀναφωνησις του ποιητου προς τον ἰχθυν . Τρεις
9999909 δοξαζει
ἡ λυσις του ἠπορημενου . ὁτι γαρ το δοξαζον καθο δοξαζει του δοξαζομενου καθο δοξαζεται ἑτερον ἐστι , λεγοιεν ἀν
και ἡ σχεσις . Ἀριστοτελης δε το ἐπι τοις πολλοις δοξαζει , οὐχι δε και το προ πολλων : φησι
9999909 χαριστηρια
σφετερας : εἰ μεν ὑπερ εὐανδριας ἠ νικης ἐκ πολεμου χαριστηρια θεοις ἀποδιδοιεν , προθυοντες ἱερα τα νομιζομενα , εὐφημοις
το καλλος , ὡστ ' ἀξια εἰναι των ἀλλων ἐργων χαριστηρια , και ὡς μη εἰναι διακριναι τι τις αὐτων
9999909 διαχωρητικα
τα τοιαυτα οὐτε κουφα , ὡς δοκεει , ἐστιν οὐτε διαχωρητικα , τους δ ' ὀφθαλμους ἀπαμβλυνουσιν : οἱ μεντοι
ἐξ αὐτων γενομενα ὁμοιως τοις ἐκ των πυρων , και διαχωρητικα μαλλον . Βρομος ὑγραινει και ψυχει ἐσθιομενος και ῥοφημα
9999908 συμπτωμασι
μην το πλεον οἱ χυμοι και συνεπιδεικνυνται τοις ἐξ αὐτων συμπτωμασι τας ἐν ταις μιξεσι πλεονεξιας . οὐ δει δε
εἰναι πειρᾳ κατειληφεναι : και ὁτι ἐπι μεν τοισδε τοις συμπτωμασι χρη τηρειν , ἐπι δε τοισδ ' οὐκ ἐτι
9999908 ξυμπαν
εἰχε προς τοις ἐν Ἀμφιπολει . το δ ' ὁπλιτικον ξυμπαν ἡθροισθη δισχιλιοι μαλιστα και ἱππης Ἑλληνες τριακοσιοι . τουτων
. Γνωμῃ : βουλῃ . ἐφρασε : ἡρμηνευσεν . το ξυμπαν : το κεφαλαιον ἐπι ἰσῃ και ὁμοιᾳ : ἐξ
9999908 πτερωτα
τα κνεφαλα ἀνεπληρουν , Εὐβουλος ἐν Ἀγχισῃ διδασκει : και πτερωτα και πτιλωτα προσκεφαλαια ὀνομαζουσιν . καυνακας δε τινας πορφυρους
ἁμα γαρ τῳ πλησιαζειν το γηρας ἐγγινεται τοις σωμασιν αὐτων πτερωτα γενη φθειρων , ὁμοια μεν τῳ τυπῳ τοις κροτωσι
9999907 κατῳκισε
ἰδων πολιν ἐξῳκοδομησε τε και ἐτειχισε , και ἐν ταυτῃ κατῳκισε των Ἑλληνων τινας των μισθοφορων , ὁσοι τε ἑκοντες
κτισμα των ἐκ Λινδου : εἰς ταυτην λειπανδρησασαν Πομπηιος Μαγνος κατῳκισε τους περιγενομενους των πειρατων , οὑς μαλιστα ἐγνω σωτηριας
9999906 ξυμμαχων
και Λακεδαιμονιοι ξενηλασιας μη ποιωσι μητε ἡμων μητε των ἡμετερων ξυμμαχων , τας δε πολεις ὁτι αὐτονομους ἀφησομεν , εἰ
' ἀλλον μηδενα τειχος ἐχοντα , το δε πλεον των ξυμμαχων ἐξοτρυνοντων και φοβουμενων του τε ναυτικου αὐτων το πληθος
9999906 φιλοτεχνως
ἐπιμιξιαν ἐξημερωμενοι τας ἀγωγας . οὑτοι τον κασσιτερον κατασκευαζουσι , φιλοτεχνως ἐργαζομενοι την φερουσαν αὐτον γην . αὑτη δε πετρωδης
ποταμου γεφυραν σταδιων πεντε το μηκος κατεσκευασεν , εἰς βυθον φιλοτεχνως καθεισα τους κιονας , οἱ διεστηκεσαν ἀπ ' ἀλληλων
9999906 ἐπεβουλευσε
δικαιων ἐδρα και τελευτων ἐρημον γενους τον οἰκον του Νεμετορος ἐπεβουλευσε ποιησαι , του τε δικην ὑποσχειν φοβῳ και ἐρωτι
Νεφελη ᾠχετο . παλιν δε της οἰκιας ἐπικρατησασα ἡ Ἰνω ἐπεβουλευσε τοις της Νεφελης παισιν , εὑρουσα δε τινα μηχανην
9999906 κτημασι
και των τοιουτων : σημαινει δε και βλαβην ἐν τοις κτημασι και τῳ πλουτῳ και τοις ἀγροις και τοις ὑδασι
σχεθειν . χαλκῳ δε μαρμαιροντες ἀλληλων χροα σφαζοιεν ἀμφι † κτημασι βασιλικοις † και τουτο τοὐπος ἐστιν ἀνδρος ἐμφρονος ,
9999906 ἀποδοθειη
τινα ψιλην δυσκρασιαν , οὐκ ἀν ἡ ἐπι το συμμετρον ἀποδοθειη μεταβολη , μη προτερον αὐτοις ἐπιγεγονοτος παχους . Ἐκεινα
. Μετα δε την ἀποτεξιν , εἰ το χοριον μη ἀποδοθειη , οὐ χρη ἀποσπαν βιᾳ ἀλλα πταρμον κινειν ,
9999906 Σικελικου
ταυτῃ προς ὀρθας ἀπο της ἑσπερας δια στηλων και του Σικελικου πορθμου μεχρι της Ῥοδιας και του Ἰσσικου κολπου ,
πολλων και ἑκουσιων πειραν λαβειν , ἁτε πολλακις δια του Σικελικου πελαγους κομισθεντα . φερε δη προς αὐτης της ἐν
9999906 χαλαζης
ἐκεινους ἀδυνατως ἐχοντες κατεσθιειν . Ἀκουω δε ἐν τῃ Θηβαϊδι χαλαζης πεσουσης ἐπι της γης , ὁρασθαι μυς , ὡν
μη τολμωντων ἐργαζεσθαι : ἠ ξηροτητι των αὐχμων , ἠ χαλαζης καταφοραις : ἠ ἐπομβριαις ἀμετροις ἐνιοτε των γεωργιων ἀπολλυμενων
9999906 Λακεδαιμονιοι
σε ἐπιτρεψειν μοι μη ἀποδυεσθαι , και οὐχι ἀναγκασειν καθαπερ Λακεδαιμονιοι : συ δε μοι δοκεις προς τον Σκιρωνα μαλλον
μελετωμεν , ἀλλα καλοις ' ὑποπινοντες ἐν ὑμνοις . και Λακεδαιμονιοι δ ' , ὡς φησιν Ἡροδοτος ἐν τῃ ἑκτῃ
9999906 πλεονεκτημα
τε και ἀλκης εὐ ἡκοντας . φυσει μεν οὐν τουτο πλεονεκτημα ἠδη και μαλα γεννικον , μη ἐχειν ἀτακτως μηδε
ὁταν τις ὀνοματικαις χρηται ταις λεξεσιν ἀντι ῥηματικων , οἱον πλεονεκτημα , ὠ ἀνδρες Ἀθηναιοι , μεγα ὑπηρξε Φιλιππῳ .
9999905 ἐξεγενετο
ὀντων δε την πατριδα σημαινει , ἡς ἐξεφυ τις και ἐξεγενετο , ὡσπερ και του ὀμφαλου . ἐαν οὐν τι
σε περι ὡν ἐβουλομην , ἐπειδη μονῳ προς μονον οὐκ ἐξεγενετο . καιρον δ ' ἐχει παντη λεγεσθαι τα καλα
9999905 συμπτωμα
ἐαν δε ἐν τροπικῳ , κατα τινας καιρους ἐσται το συμπτωμα του ἐπιμερισμου ἐκεινου . Ὡσαυτως δει ἐπισκοπειν και ἐν
περι οὑ ἡ ζητησις , οἱον τριγωνον ἠ τετραγωνον , συμπτωμα δε το καθ ' αὑτο συμβεβηκος , ἰσον ἀνισον
9999905 φρονημα
τον Ἰστρον , οὑ βασιλευς τα ὁπλα δειξας ἐστορεσε το φρονημα των Σκυθων , οὐκ ἐπεστελλον , οὐ γαρ ἠν
. ἀντι του προτερον . οὑς ἡμεις ἐκδοτικους λεγομεν . φρονημα . ἐπιτηδες ὁ κηδεστης ὑπερ τας ἀλλας γυναικας γυναικιζεται
9999905 κραμβης
. Ἀντιφανης δ ' ἐν Παρασιτῳ ὡς εὐτελους βρωματος της κραμβης μεμνηται ἐν τουτοις : οἱα δ ' ἐστιν οἰσθα
. σφοδροτατα δε ξηραινει κεδρεας το ἐλαιον , κονια : κραμβης οἱ καυλοι καυθεντες ἰσχυρως ξηραινουσαν ποιουσι τεφραν ὡς ἠδη
9999905 ἐρημα
τον Ἐρυμανθον τερπομενη καπροισι και ὠκειῃς ἐλαφοισιν . ἐπει δε ἐρημα λεοντων ταδε τα ὀρη , και μαλα γε εἰκοτως
τις πασων των πολεων πυθηται και ἀκουσῃ τα Σουσα ἀνδρων ἐρημα γενομενα , τουτεστι μη γενοιτο ποτε ἀφανισθηναι την των
9999904 τραχεια
τεσσαρεσκαιδεκατῃ ” Κιλικιας δε της ἐξω Ταυρου ἡ μεν λεγεται τραχεια ἡ δε πεδιας . το τοπικον Τραχεωτης . ἀρχη
, εἰπερ μεταδιδωσι μηδενι . [ , ] λεξις δε τραχεια ἡ τετραμμενη και ἐφ ' ἑαυτης σκληρα τετραμμενη μεν
9999904 ἐφυγεν
δε Τεκτοσαγαις τε και Τροκμοις ἐκινδυνευσε μεν ἐξ ἐνεδρας και ἐφυγεν : ἐπανελθων δε ἐς αὐλιζομενους τε και βεβυσμενους ὑπο
! ! ] την ϲωτηριαν : ἐπειθ ' ὁ μεν ἐφυγεν ] λαθων , ὁ δ ' ἐκεινον ἐκκλεψαι δοκων
9999904 ἀδιαφορα
οὐ , τα δε το ἐμπαλιν διαλλαττοντα μεν τῳ ὀνοματι ἀδιαφορα δε τῳ πραγματι , οὐ παρωνυμα . εἰη δ
τους ἀμεινον λεγοντας ἀποδεξαμενοι . Πως οὐν ἐπ ' ἰσης ἀδιαφορα τα πραγματα και ἀνεπικριτα δυναιτ ' ἀν εἰναι ;
9999904 εὐποροι
κοιμισαντας . Ἐπαινεισθωσαν δε και εὐδοκιμειτωσαν , ὁσοι ἀν ὀντες εὐποροι τοις ἐνδεεστεροις ἐπαρκωσιν , ὡς τεκνα και ἀμυντορας σῳζοντες
' ἑαυτων θηρασωσι τα του οἰκειου θεου , τοτ ' εὐποροι γινονται . Μανθανουσι τε και αὐτοι μετερχονται , ὡς
9999904 ἀπειχετο
ὁ δ ' εἰδως οὐκ ἐπιστρεφεται . ἐκεινος μεν οὐν ἀπειχετο μου και στενων , ἐγω δε ᾐσχυνομην ἀν προδοτης
πασι φιλος και τιμιος ἐστιν . οὐδε γαρ της σκηνης ἀπειχετο της ἀρχαιας οὐδε του θεατρου ὡς πανταπασι βεβηλων και
9999904 ἀμφισβητησει
ἰατρος , παρασκευαζει δε ὁ μαγειρος , ἀλλ ' οὐκ ἀμφισβητησει γε τῳ ἰατρῳ της ἡγεμονιας , οὐ μαλλον γε
τον περι των διαιτητων ἐθεσθε . ὁ δε Ἰσαιος ἐν ἀμφισβητησει χωριου του ὑπο των δημοτων κατεσχημενου , οἱς το
9999904 ἐχωρησεν
βασιλειας οὐτε ἡ βασιλεια προς ἀλλο χωριον οὐδεν πλην ταυτης ἐχωρησεν . ἡ δε των φορων συνταξις οὐθ ' ὑμετερα
ἀφ ' ἡς ἐπραχθη διαθεσεως , και εἰς ὁ τελος ἐχωρησεν , ἀναλογιζομεναι , μετριως αὐτο ἐφερον . Κατεσκηψε δ
9999904 ὁμοειδης
πολιτικην φιλοσοφιαν , ἐγνωμεν προσθειναι και τηνδε την συνταξιν : ὁμοειδης γαρ και αὐτη και προς τους αὐτους ἀνδρας και
: ἀλλ ' ἐστι παρ ' αὐτοις κυκλος τις , ὁμοειδης σχηματων ταξις , φυλακη συμπλοκης φωνηεν - των ἡ
9999904 Ἀμφιπολις
τῃ πολει : τῃ οἰκειᾳ . το πολισμα : ἡ Ἀμφιπολις . της διαβασεως : της γεφυρας . προσπεσων :
οἰκιουντες : ἰδιοποιουντες ʃ οἰκειουμενοι . Ἀμφιπολιν : σημειωσαι : Ἀμφιπολις εἰρηται δια το περιρρεεσθαι αὐτην ὑπο του ποταμου Θασιοι
9999904 ἀνηνεγκεν
τις λαβων ἑλκος ἐν ἀκρῳ δακτυλῳ του ποδος , βουβωνα ἀνηνεγκεν . ὁ Ἱπποκρατης οὐν , προς ὑπομνησιν αὐτου γραφων
ἐλθων φραζε Ὡσπερ την ἀρχην του λογου τουτου εἰς θεους ἀνηνεγκεν , οὑτω και το τελος θεοις ἀνατιθησι , και
9999903 ἐπαναφορα
, ἀνδρογυνος . οὐχ ὁ τον δημον ] κατα κωλον ἐπαναφορα . φυγειν ] εὐθυνθηναι . φυγων ] κατηγορηθεις .
περι ἐπιμελειας και καλλους , το λεγομενον ἡ κατα κωλον ἐπαναφορα . τους τυραννους ] τους Ἀλευαδας . οὐδεν ἀν
9999903 δοκιμωτατοι
εὑρισκουσιν οἰνου πεπλησμενους τους λεβητας . ταυτα Ἠλειων τε οἱ δοκιμωτατοι ἀνδρες , συν αὐτοις δε και ξενοι κατωμνυντο ἐχειν
πολλοι , μεγεθει δε και ἀλκῃ και ἐς ἐμε ἐτι δοκιμωτατοι Φωκεων . το δε ὀνομα τῃ πολει τεθηναι λεγουσιν
9999903 διαφορητικα
ἀμεινον , κἀπειθ ' οὑτωϲ χρηϲθαι τοιϲ τοπικοιϲ βοηθημαϲι . διαφορητικα δε τηϲ κακοχυμιαϲ εἰναι χρη ταυτα και λεπτομερουϲ οὐϲιαϲ
στυραξ , και τουτοις χρησαμενοι μετα το λυθηναι την σκληροτητα διαφορητικα προσαξομεν , ὁποια ἐστι τηλις και αἰγεια κοπρος συν
9999903 ἀτονια
ὑγρα και τουϲ χιτωναϲ και το ὀπτικον πνευμα , και ἀτονια παρεϲτι του ὀπτικου πνευματοϲ και μειωϲιϲ πολλη και ϲυμπτωϲιϲ
ἠ ὁτι ἀναστομωσις γεγονεν ἀγγειων ἠ ῥηξις ἠ ἀναβρωσις ἠ ἀτονια ἠ εὐρυτης ἠ ἑτερον τι . ὁτι ἡ μεν
9999903 ἐπιθεωρησῃ
μεχρι της ☍ σωθησεται , μαλιστα ἐαν ἀγαθοποιος την ☾ ἐπιθεωρησῃ . ἐαν δε της ☾ οὐσης ἐν ♒ κατακλιθῃ
κτηματων και πολλα χαριζεται , ἐαν δε ὁ της Ἀφροδιτης ἐπιθεωρησῃ χρυσου και ἀργυρου τεχνιτης ἠτοι χρηματων και ὑπο γυναικων
9999903 κυριευσει
ἀφ ' ὑμων , και πασα πραξις πονηρων ἀνθρωπων οὐ κυριευσει ὑμων : και παντα ἀγριον θηρα καταδουλωσεσθε , ἐχοντες
μηδεποτε πιστευσῃς ἀπορρητα , ἀει γαρ ὁπλιζεται , πως σου κυριευσει . καθ ' ἡμεραν και εἰς την αὐριον ἀποταμιευου
9999903 νοημασι
θεωρεισθαι μητε ψευδος , τοις δε συνθεσιν ἠ διαιρεσιν ἐπιδεχομενοις νοημασι τον ἐκ των ὀνοματων και των ῥηματων ἠ ὡς
οἱον ἐκκεισθωσαν ταυταδι τα στοιχεια ἰσαριθμα ὀντα και ἀναλογουντα τοις νοημασι της ψυχης , ἁ κινειται ἀναμιμνῃσκομενη προς εὑρεσιν του
9999903 ἐπιτειχισμα
Λακεδαιμονιους ἠμελλον οἱ περι Κριτιαν ὑποδεχεσθαι , καθειλε μεν το ἐπιτειχισμα , κατηγαγε δε τον δημον . . . ψηφιζεται
τοινυν ] καθ ' ὑποθεσιν το σχημα . ἐπιτειχισματα ] ἐπιτειχισμα τοπος ὑψηλος ὁν ἀν προκαταλαβοντες πολεμιοι τειχισειαν δια το
9999903 κεκαυμενοϲ
ϲυν μελιλωτῳ και βουτυρῳ και ἑτερα πλειϲτα . ὁ δε κεκαυμενοϲ ὑϲϲωποϲ ποιει την ἐξ αὐτου ϲυναγομενην αἰθαλην ἠ λιγνυν
φαρμακοιϲ : ῥυπτικηϲ δε οὐκ ἐλαχιϲτηϲ μετεχει δυναμεωϲ ὁ τε κεκαυμενοϲ χαλκοϲ και ἡ λεπιϲ αὐτου και το ἀνθοϲ και
9999903 συνεβουλευε
. Ταυτα λεγοντα ὁ Χαριδημος ἐδεξατο , και τῳ Ἰσοδημῳ συνεβουλευε , μεταστηναι ἐπ ' ἐνιαυτον . Ὁ δε οἱα
και ὑποθεσις αὐταρκης : ἐκκοπτειν γαρ ἀει και κολουειν αὐτῳ συνεβουλευε τους ὑπερεχοντας , ὡν ἁρπαζων τας οὐσιας ῥᾳστα πλουσιωτατος
9999903 Ἀμφιαραος
τουτο οὐ συγκοπη , ἀλλα μετασχηματισμος : ἀπο γαρ του Ἀμφιαραος Ἀμφις , ὡς παρ ' Αἰσχυλῳ , ὡσπερ ἀστραγαλος
λιπαρω . χθονα ] την γην . μαντις ] ὁ Ἀμφιαραος . κεκευθως ] κρυφθεις . κεκευθως ] κρυβεις .
9999903 ἐνδιαιτημα
τουτοις διακεκοσμημενος ἰτω θαρρων εἰς οἰκειοτατον αὐτῳ τον νεων , ἐνδιαιτημα παντων ἀριστον , ἱερειον ἐπιδειξομενος αὑτον : ὁτῳ δ
ἐπιθυμιας , λογῳ μεν ὡς ἡγεμονι την ἀκραν ἀπενειμαν οἰκειοτατον ἐνδιαιτημα κεφαλην , ἐνθα και | των αἰσθησεων αἱ του
9999903 καταπλασμα
οἰσθα , το καλουμενον ὑπο των ἰατρων ἀρτομελι κατασκευαζοντες εἰς καταπλασμα τοιαυτης φλεγμονης , ὑδατος ἐμιξαμεν , ἐπι δε σπληνος
σκευαζεσθω δε χωρις ὀξους . ἁρμοζοι δ ' ἀν το καταπλασμα τουτο και δοθιησι και τοις ἀλλοις φυμασι τοις σκληροις
9999903 ἀριστερῳ
κορυδαλου ἐξαιρουντες την καρδιαν περιαπτον ποιουσιν ἐν τῳ μηρῳ τῳ ἀριστερῳ περιθεντες αὐτο . Χοιρου λαβων ἐκ του τυφλου ἐντερου
δεξιῳ τριγωνῳ τῳ δια του θʹ , ἐν δε τῳ ἀριστερῳ τριγωνῳ τῳ δια εʹ , ἐν δε τῳ δεξιῳ
9999903 σχεδοθεν
αὐ αἱ ψυχαι μετεκιαθον εἰς Ἀχεροντα πορθμιδος ἐκ γλαφυρης : σχεδοθεν δε οἱ εἰσι ποληες ἀρρηκτοι τ ' Ἀιδαο πυλαι
Κυπροθεν , Ἀβυδοθεν , οὐρανοθεν , Διοθεν , αὐτοθεν , σχεδοθεν . ἁπαντων τῳ λογῳ τουτῳ ὑποπιπτοντων ἰδιαιτερον ἐβαρυνθη το
9999903 εὐπορωτερα
μενων ἐφυλαττε τον πορον : ὁσα δε ἀλλα του ποταμου εὐπορωτερα , ἐπι ταυτα φρουρας διαπεμψας και ἡγεμονας ἐπιστησας ἑκαστοις
ὑμας ὑπολαμβανειν δει , ὁτι και τα Φιλιππου πραγματα γεγονεν εὐπορωτερα ἐκ της εἰρηνης πολλῳ και κατασκευαις ὁπλων και χωραις
9999902 σμαραγδου
ποιησας χλαμυδας ἠτοι πορφυρας , ἠ δι ' ἐλεφαντος ἠ σμαραγδου ζῳδια εὐνουν νομιζει τον θεον καθισταναι , πεπλανητ '
νημασι συνυφαινετο . λιθοι δ ' ἐπι των ἀκρωμιων ἐνηρμοζοντο σμαραγδου πολυτελους δυο τιμαλφεστατοι , | οἱς τα ὀνοματα των
9999902 Ἀφροδιτης
μετεωρῳ μεν ᾠκισται , θεας δε αὐτοθι ἀξια το μεν Ἀφροδιτης ἐστιν ἱερον , το δε Ἀσκληπιου και ἀγαλμα ὀρθον
την Νικοπολιν και το Ζεφυριον , ἀκρα ναϊσκον ἐχουσα Ἀρσινοης Ἀφροδιτης : το δε παλαιον και Θωνιν τινα πολιν ἐνταυθα
9999902 γυναικες
' Ἰνους συμφορα χρονον πολυν νυν ὀμμ ' ἐγειρει φιλαι γυναικες , πως ἀν ἐξ ἀρχης δομους Ἀθαμαντος οἰκησαιμι των
. . : δουρι δ ' αὐ Σκυθομητρες ἐπεδραμον εἰτα γυναικες ] οἱ μη τας ἱστοριας ἀκριβως ἐπισταμενοι , ἀλλ
9999902 Φρυνην
ἰσως τῳ καλλει πεπιστευκας : Μυρρινην γαρ στερξει δηλον ὁτι Φρυνην ὑπεριδων . ἀλλ ' ἐοικας κνισαι τον Ὑπερειδην βεβουλησθαι
και κακως πασχουσιν ἠ μετα φιλοσοφου ζην ἠ ἑταιρας . Φρυνην δ ' ἐπειρα Μοιριχος την Θεσπικην : κἀπειτεν αἰτησασαν
9999902 δακτυλιων
προαγει τον νεοττον . Αἰγυπτιων δε οἱ μαχιμοι ἐπι των δακτυλιων εἰχον ἐγγεγλυμμενον κανθαρον , αἰνιττομενου του νομοθετου , δειν
[ - ] , ὑποβολας παιδιων , ἀναγνωρισμους δια τε δακτυλιων και δια δεραιων , ταυτα γαρ ἐστι δηπου τα
9999902 τετελευτηκοτα
πατριδα : ἐν ἡι 〚 καταλαβοντα προσφατως Ἀκαστον τον Πελιου τετελευτηκοτα 〛 παραλαβειν κατα γενος προσηκουσαν την βασιλειαν και τους
παροιμια . λεγεται δε ἐπι των βαρεως φορολογουντων . Τον τετελευτηκοτα μη κακολογει , ἀλλα μακαριζε : . Χιλωνος .
9999902 ἀποτελευτᾳ
των εὐπλοουντων και εὐτυχουντων . Και το ἀμεινον εἰς τοὐναντιον ἀποτελευτᾳ . Κατ ' αἰγας ἀγριας : ὁμοια τῃ ,
δυσπνοιας ἀπεργαζεται , αἱς ἐπιταθεισαις , εἰς ὀρθοπνοιαν το παθος ἀποτελευτᾳ , ἀπο του σχηματος του πασχοντος την ἐπωνυμιαν του
9999902 συνηθειᾳ
πορευομαι , και το εἰμι το ὑπαρχω , ἐν τῃ συνηθειᾳ κατα το δευτερον προσωπον ἀποβολην πασχουσι του σ παραλογως
εἰς πλαγιοφυλακας , εἰτε εἰς ὑπερκεραστας χρη ἀφορισθηναι , ἐν συνηθειᾳ πασης ταξεως γενομενα . Ἀναγκαιον ἐστι λοιπον και την
9999902 ἀναλαμβανε
, ῥοδων χυλου ἀνα γοδ ἠτοι οὐγ . δʹ . ἀναλαμβανε και χρω μετα ῥοδινου : τουτο παρηγορητικωτατον ἐστιν :
⋖ β δαυκου ϲπερματοϲ ἰρεωϲ ϲιναπεωϲ ἀνα ⋖ Ϛ : ἀναλαμβανε μελιτι ἑφθῳ και διδου καρυου ποντικου το μεγεθοϲ ἐν
9999902 ῥημασι
ἐπαινει , σφοδρα εὐ φασκων τοις τε ὀνομασι και τοις ῥημασι τον λογον ἀποτετορνευσθαι και οὐκ ἀγεννως εἰρησθαι το ἐπιον
ὡσπερ ὑπο βροντης ἐλαυνομενα : τουτεστι μεγαληγορων και ὑπερογκοις χρωμενος ῥημασι , γεμουσι ψοφου . ἠτοι δε την φωνην σκωπτει
9999902 φαλαγγιου
την των ὀδοντων ἀντιτυπιαν ἐγχριμψαντος δε , ὁ ἐστι του φαλαγγιου πληξαντος , ἀνουτητον και ἀτρωτον το σωμα μενει του
ἀρχομενου του ἐαρος ἐν τοις ὁδοις , και αὐτου του φαλαγγιου τα ὠα , ἐαν λαβῃς εἰς ὀνομα του πασχοντος
9999902 τελειοτατη
κοσμικης ἐστι φυσεως , και ὁπως ἡ νοερα ταυτης ἐπικρατει τελειοτατη ἐνεργεια : ὡστε οὐδ ' ὁπερ ἐκ των Ὁμηρικων
τουτο και ἡδονης . ἐστι μεν οὐν ἡ ἀριστη και τελειοτατη των ἡδονων ἡ αὐτη καθ ' αὑτην της ψυχης
9999902 ἐλευθερουν
ἁλωσις ὑπο Συρακοσιων . θʹ . Ὡς Ἀκραγαντινοι τους Σικελιωτας ἐλευθερουν ἐπεχειρησαν . ιʹ . Ὡς των Συρακοσιων εἰκοσι ναυς
Λεωτυχιδην συνεδρευσαντες μετα των ἡγεμονων και διακουσαντες των Σαμιων ἐκριναν ἐλευθερουν τας πολεις , και κατα ταχος ἐξεπλευσαν ἐκ Δηλου
9999902 παρεχωρησε
Σωπατρου . Τριτη ἡ ἀντινομια των νομικων ἐστι στασεων : παρεχωρησε γαρ τῳ συλλογισμῳ δι ' ἁς εἰπομεν αἰτιας :
δε ἐπουσιωδεσι τοις τα ἰσα φερουσι του ἰδιου τοπου οὐ παρεχωρησε . Μαθοντες οὐν περι της ταξεως του ἰδιου ,
9999902 ἀπεπλευσεν
των Ἑρμων . οἱ γαρ Ἀθηναιοι , ἐπειδη ἡ στρατια ἀπεπλευσεν , οὐδεν ἡσσον ζητησιν ἐποιουντο των περι τα μυστηρια
πολιν : ὁ δε ἀφικομενου του κυβερνητου ἀποκοψας το ἀπογειον ἀπεπλευσεν ἀκινδυνως . Λευκων χρηματων δεομενος ἐκηρυξεν , ὁτι μελλοι
9999902 δακτυλιου
μεθιεται ἡ γη του ἐριου . την δε ἰσχυν του δακτυλιου και της ῥαβδου , ἁ φορειν αὐτους ἀμφω ,
Δικτυῳ ἀνεμον θηραν : ἐπι των ματην πονουντων . Δια δακτυλιου δει σε ἑλκυσθηναι : ἐπι των δια νοσον ἠ
9999902 ὀρθοσταδην
' ὁταν ὑποθολωσῃ τε και ὑποταραξῃ . καθευδει γε μην ὀρθοσταδην : κατακλινηναι γαρ και ἐξαναστηναι ἐργωδες αὐτῳ . ἀκμη
και μετεωρον και μονοις ἐπεβεβηκει τοις ξυλοις , ἁ δη ὀρθοσταδην ἐτυγχανον ἐρηρεισμενα , τοτε δη φυλλαδα νησαντες και ὁ
9999902 παρεσκευασατο
, ἐξεφερε δη και ἀλλας Μηδικας στολας , παμπολλας γαρ παρεσκευασατο , οὐδεν φειδομενος οὐτε πορφυριδων οὐτε ὀρφνινων οὐτε φοινικιδων
χρηματα παντα διαγνους κατακομιζειν ἐπι θαλασσαν , ἁμαξας και καμηλους παρεσκευασατο και μετα της δυναμεως ἐχων ταυτα προηγεν ἐπι της
9999901 ἐποιησε
. κρατησειν ] κυριευσειν . πως ταδ ' ] ἁ ἐποιησε . . δεδοικα μη πολυς ] φοβουμαι , φησι
διο και τας τιμωριας ὁ Σολων τοις μεν ἰδιωταις βραδειας ἐποιησε , τοις δε ἀρχουσι και δημαγωγοις ταχειας . „
9999901 βουλευμασι
χρηστον στρατηγον , ἀλλα μαλιστα μεν ἡκιστα κινδυνευειν και τοις βουλευμασι μαλλον ἠ ταις χερσι πολεμειν , ὡσπερ και Λακεδαιμονιοις
λαβροσσυτος και ταχεια και ἀγαν ὁρμητικη , δαμασθεισα μηδεσι και βουλευμασι της Ἡρας , ἐπικοτοις και ὀργιλοις και μανικοις .
9999901 ἐλεγετο
ἡ προς το γενος : προεληφθη δε τουτο , ὁτε ἐλεγετο ἡ του γενους προς τεσσαρας . Μεθο γαρ ἐλθῃς
δε ἑτερα νησος ἀπεχειν μεν ἀπο του στοματος του Εὐφρατου ἐλεγετο ὁσον πλουν ἡμερας και νυκτος κατ ' οὐρον θεουσῃ
9999901 ἐπεμελετο
ποθον , ἠν τις αὐτα διασπᾳ ἀπ ' ἀλληλων . ἐπεμελετο δε και τουτου ὁ Κυρος ὁπως μηποτε ἀνιδρωτοι γενομενοι
ἑωρα γιγνομενα ἐν τοις πολεμικοις : δια ταυτα οὐν και ἐπεμελετο ταυτης της εὐθημοσυνης μαλιστα . και αὐτος μεν δη
9999901 Ἀντικλειδης
προς γαμου κοινωνιαν ὁ Πεισιστρατος Ἱππαρχωι τωι υἱωι , ὡς Ἀντικλειδης ἱστορει ἐν η Νοστων : ἐξεδωκεν . . .
πρωτον εὑροντος τας ἀρχας των στοιχειων αὐτης , ὡς φησιν Ἀντικλειδης ἐν δευτερῳ Περι Ἀλεξανδρου . μαλιστα δε σχολασαι τον
9999901 ἀναιδες
και τυχοντος . παροσον ἡ θριξ οὐδενος ἀξια ἐστιν . ἀναιδες και θρασυ βλεπει . . ἀσπαλαθος : ἀκανθωδες φυτον
. , παρειας . μιαρε ] μεμιασμενε . Ὀρεστα , ἀναιδες . φημ ' ] ναι . λεγω . .
9999901 Ἀριστωνα
φησιν εἰρηκεναι τινας Ξενοφανους αὐτον ἀκηκοεναι . λεγειν τ ' Ἀριστωνα ἐν τῳ περι Ἡρακλειτου και τον ὑδερον αὐτον θεραπευθηναι
' ἑν οὐδ ' ἀπογεγραπται , ἀλλα βουλευσεως τον Ἀλωπεκηθεν Ἀριστωνα διωκει . ναι , φησιν : ἀδικως γαρ μ
9999901 συμπιπτουσα
και τῃ ΔΖ δια του Γ παραλληλος ἠχθω ἡ ΓΗ συμπιπτουσα τῃ ΒΑ κατα το Η , και προσεκβεβλησθω ἡ
τῃ τομῃ , ὡσπερ και ἡ δια του Θ ἀπεδειχθη συμπιπτουσα τῃ τομῃ κατα τα Μ , Ν σημεια :
9999900 καλλωπισμα
τῳ ἀναπτειν οἱον ἀνθειν , ἐπειτα δε μαραινεσθαι . . καλλωπισμα . . παντεχνου ] δι ' οὑ πασαι γιγνονται
της Κλυταιμνηστρας δηλοι . ἀγαλματα δε ἀντι του ἀγαλμασι : καλλωπισμα γαρ ἐστιν ἡ κηδεια του νεκρου σωματος . ὁ
9999900 Φιλιππος
τους ἐκ της φυγης ἐπανιοντας . Ἁμα δε τουτοις πραττομενοις Φιλιππος ὁ των Μακεδονων βασιλευς Μεθωνην μεν ἐκπολιορκησας και διαρπασας
ἠξιωθησαν , ὁ δε [ τουτῳ ] τῳ μαντειῳ βοηθησας Φιλιππος ἀπο τουτων των χρονων ἀει μαλλον αὐξομενος το τελευταιον
9999900 ἐλυσεν
] πολλοις τε θαυμασθεις [ ] βροτων , αἰων ' ἐλυσεν [ πεντε ] παιδας μεγαινητους [ ] λιπων .
ἀντιθεσεις : μια μεν καθολικη φοβερος ὁ Φιλιππος , ἡν ἐλυσεν ἀπο του δικαιου , φησας ὁτι ἀδικων ηὐξηθη ,
9999900 παρρησιᾳ
ὡσπερ ἐπι σχολης ἀκροωμενων . πεντε δε μετρων ἐκπερανθεντων και παρρησιᾳ μου χρησαμενου πλειονι και παραδηλωσαντος ὁποιος τις ἀν εἰην
ἠ ἁπλη ἠ μυρσινοειδης κατα την μεσοτητα της κορυφης : παρρησιᾳ δε νυν ἐκτεμνεται το δερμα , οὐ γαρ εὐλαβουμεθα
9999900 Ἀγαθου
Δαιμονος : ἐθος εἰχον οἱ παλαιοι μετα το δειπνον πινειν Ἀγαθου Δαιμονος ἐπιῤῥοφουντες ἀκρατον , και τουτο δε τριτον .
Παμφιλῃ : λεπαστη μαλα συχνη , ἡν ἐκπιους ' ἀκρατον Ἀγαθου Δαιμονος περιστατον βοωσα την κωμην ποει . Νικανδρος δ
9999900 συνεθετο
Φωκαεας συνθηκας ἠξιου ἐμπεδουν , ἁς ὑπερ της ἐκεινων ἐλευθεριας συνεθετο : οἱ δ ' ἐπεισθησαν και της γης ἐδοσαν
. ὡσπερ ὁ Νεοπτολεμος ἐποιησεν : οὐ γαρ ἐνεμεινεν οἱς συνεθετο τῳ Ὀδυσσει και οὐκ ἠπατησε τον Φιλοκτητην ψευσαμενος ,
9999900 Αἰγινης
. . . , : Θεογενης δε ἐν τῳ Περι Αἰγινης οὑτω γραφει : Ἀλλοι δε τινες πιθανωτερον ἐξηγουνται περι
λεγεις . Ταυτα ἐλεγε παρελθων ὁ Ἀριστειδης , φαμενος ἐξ Αἰγινης τε ἡκειν και μογις διεκπλωσαι λαθων τους ἐπορμεοντας :
9999900 ἐξητασεν
περικαλλεστερος δε ὡν εἰδον φωστηρων . παντα δε ἐθεωρησεν και ἐξητασεν τους ἀγγελους , και εἰ τι αὐτωι εἰπον ,
τῳ δικαιῳ και τῳ συμφεροντι . το γαρ εὐπρεπες οὐδετερος ἐξητασεν . ἠν γαρ το μεν παρα το ἠθος της
9999900 ἰδιως
. Ἀνδρομεδᾳ : ” διδου δαφοινον μασθλητα διγονον ” . ἰδιως μεντοι διδασκαλους οἱ Ἀττικοι τους μουσικους βουλονται καλειν .
των ἐν κηπῳ , και γεωργον ὁρωμενον και κηπουρον . ἰδιως δε ὁ κηπος πορνοβοσκοις συμφερει δια τα πολλα σπερματα
9999900 κατεφρονησε
ἰσχυον . ὁ δε γε παις ὁ ἐμος και τειχων κατεφρονησε , και την πολιν ἐχειν εἰς τροπαιον . ἀνῃρεθην
ἀλλως παρα Ῥωμαιοις . και δια τουτο των μεν ὀνοματων κατεφρονησε , των δε πραγματων και αὐτων των σημειων φροντιδα
9999900 ἀθροας
φυλλιδα και τευτλιον , ἐτι δε ταριχος , τας δε ἀθροας ἐν ἀρχῃ ποσεις ἐκκλιτεον : δυσκλητοι γαρ εἰς την
νεκρους κατα το πατριον ἐθος , και τινες μεν χειρας ἀθροας περιεφερον τοις σωμασι , τινες δε κεφαλας ἐπι των
9999900 μακαριως
τον ἐν Θηβαις θεον ὁτι βασιλευειν οὐ δυνησεται της Αἰγυπτου μακαριως οὐδε πολυν χρονον , ἐαν μη τους ἱερεις ἁπαντας
παρατιθεντες , ὡστε ἐμε εὐδαιμονιζειν τους ἀνθρωπους ἐκεινους και οἰεσθαι μακαριως ζην παντων μαλιστα ὡν ἠπισταμην . καιτοι πλουσιων οἰκιας
9999900 ἁμαρτανοι
γαρ τοιαυτα παραινεσεις μεν και ὑποθηκας λεγων οὐκ ἀν τις ἁμαρτανοι , μαντικης δε παμπολυ ἀποδειν μοι δοκει , ἡς
, ἑταιρου ἀπιεναι μελλοντος και ἐρωτωντος , πως ἀν ἡκιστα ἁμαρτανοι , εἰπεν , „ εἰ παρ ' ἑκαστα ὡν
9999900 πλειονοϲ
το ξανθον προηγηϲαιτο , ἐπειτα μελαν οὐρηθειη , δηλονοτι ὑπο πλειονοϲ θερμοτητοϲ μελαν γεγονε ἐξυπεροπτηθεν . γνωϲτεον μεντοι ὁτι και
των ἐχιδνων ϲαρκεϲ ἐϲθιομεναι καθηψημεναι λευκῳ ζωμῳ δι ' ὑδατοϲ πλειονοϲ και ἁλων και πραϲου και ἀνηθου ἀχρι τηϲ των
9999900 ὡρισεν
νομῳ ἀντιθησομεν , μεθ ' ἡς γνωμης ὁ νομοθετης τουτο ὡρισεν : οὐ γαρ οὑτως ὡς ὁ φευγων ὑπολαβων πεποιηκεν
, ἀποτυχων δε μη ἀχθου . ὁ Κυπριος νεανισκος ὀνειρον ὡρισεν ἀποβεβηκοτα φιλονεικως . ἠν δε οὑτος ὁ ὀνειρος :
9999900 προυθεμεθα
ἀνοητων . Ἀλλ ' εἰ το μετα ταυτα διεξιοιμεν ὡν προυθεμεθα , ὠ Κλεινια τε και Λακεδαιμονιε ξενεμετ ' ἀνδρειαν
μεσημβριᾳ . Λεκτεον γαρ οὐν . Οὐκουν , ὁπερ νυν προυθεμεθα σκεψασθαι , τον λογον ὁπῃ καλως ἐχει λεγειν τε
9999900 Καλλιππου
Ὑπονομευοντες : ἀντι του ὑπονομους ὀρυττοντες Δειναρχος ἐν τῳ κατα Καλλιππου . Ὑποστησας : ἀντι του ὑποβαλομενος Ὑπερειδης ἐν τῳ
ἐγενετο , γενει μεν ἐκ Ταρσου της Κιλικιας , υἱος Καλλιππου νεωτερος , σφοδρα ταυτην την τεχνην συνθεις : λεγεται
9999899 κεχωρηκεν
βαθους κεχωρηκε του ὑποκειμενου . και εἰ δια του βαθους κεχωρηκεν , ἠ εὐαποβλητος ἐστιν ἠ δυσαποβλητος : και εἰ
δε γε φωνηεντα διαφεροντως των ἀλλων οἱον δεσμος δια παντων κεχωρηκεν , ὡστε ἀνευ τινος αὐτων ἀδυνατον ἁρμοττειν και των

Back