: ἐκβεβληνται : παρετυμολογει το ὀνομα Πολυνεικους : Καδμος ἐμολε τανδε γαν : Καδμος ζητων την ἀδελφην Εὐρωπην μαντειον ἐλαβε
αὐτοχθονι κοσμῳ . Ἰε Παιαν , ἰθι σωτηρ , εὐφρων τανδε πολιν φυλασς ' εὐαιωνι συν ὀλβῳ . Πυθιασιν δε
9999940 ἀγνωμοσυνης
, μηδεν του πλησιον διαφερων . ἐνιοι δε ὑπ ' ἀγνωμοσυνης , ἐπειδαν ἀπαιτῃ τον κοσμον ἐπιστασα ἡ Τυχη ,
ἱμερος τας Ἀθηνας δευτερα ἑλειν , ἁμα μεν ὑπ ' ἀγνωμοσυνης , ἁμα δε πυρσοισι δια νησων ἐδοκεε βασιλεϊ δηλωσειν
9999939 ἐκαθεζοντο
λεσχας ἐλεγον δημοσιους τινας τοπους , ἐν οἱς σχολην ἀγοντες ἐκαθεζοντο πολλοι . . παραβυστον . οὑτως ἐκαλειτο τι των
ἐξοχην , μεγαλως . σπερχομενη : ὀργιζομενη . εἱατο : ἐκαθεζοντο . Αἱμου : ὀρος Θρᾳκης ὁ Αἱμος . ἑπταμυχον
9999939 ἐβουλοντο
καταλυσαι , μικραν και εὐτελη προφασιν τοις στρατιωταις ἐς ἁ ἐβουλοντο της τυχης παρασχουσης . Μαισα ἠν τις ὀνομα ,
γεγονεναι , συνετους δε τινας και νομοθετικους . : οὐκ ἐβουλοντο οἱ παλαιοι Ῥωμαιων , ὠ Σηβωσε ἀνδρων ἀριστε ,
9999938 ὠνομαζοντο
θαλαττῃ * . Αὑτη ἡ πολις το πριν και Ἐπιλευκαδιοι ὠνομαζοντο . Ἀκαρνανες δε στασιασαντες ἐλαβον ἐκ Κορινθου ἐποικους χιλιους
' ἐπιπρασκετο τα σκευη , της ἀγορας το μερος τουτο ὠνομαζοντο κυκλοι , ὡς Ἀλεξις ὑποδηλουν ἐοικεν ἐν Καλασιριδι ποι
9999938 ἀγνωμοσυνην
ταν τῃ γε ἀλλῃ δικαιον παρακινδυνευσαι , κἀν εἰς τοσαυτην ἀγνωμοσυνην ἐμπεσειν δεῃ . δεινον γαρ Λακεδαιμονιους περιιδειν ἠ Θηβαιους
ἡ ῥητορικη τους ἠτοι δι ' ἀγνοιαν ἠ δι ' ἀγνωμοσυνην ἀγανακτουντας τοις δεδικασμενοις και προς θορυβους ἠ στασεις τα
9999938 Ὀλυμπιακος
διχομηνις : ἡ σεληνη , ἐπει ἐν τῃ πανσεληνῳ ὁ Ὀλυμπιακος ἀγων ἀγεται , και τῃ ἑκκαιδεκατῃ γινεται ἡ κρισις
: τηλοθεν δεδορκε : τουτεστι πανταχη βλεπεται και βοαται ὁ Ὀλυμπιακος ἀγων . το γαρ δεδορκεν , ἀντι παθητικου του
9999937 ἐφοβουντο
οἱ Ἑλληνες ἐχοντες τα ἐπιτηδεια . ἐπει δε την καταβασιν ἐφοβουντο την εἰς Τραπεζουντα , ψευδενεδραν ἐποιησαντο : και ἀνηρ
δια το πωλειν και συναλλασσειν : νυν δε πολεμου ὀντος ἐφοβουντο εἰσελθειν εἰς την Ἀττικην και ἀγορασαι ὡν ἐχρῃζον :
9999937 κατεστρατοπεδευσε
: καταντησασα δε προς ὀρος το καλουμενον Βαγιστανον πλησιον αὐτου κατεστρατοπεδευσε , και κατεσκευασε παραδεισον , ὁς την μεν περιμετρον
της Φρυγιας ] και της Παφλαγονιας ἐκει [ το στρατευμα κατεστρατοπεδευσε ] , τον δε Σπιθριδατην [ προς Γυην ἐπεμψεν
9999937 σωφροσυνην
τροπον , την εὐσεβειαν μεν και δικαιοσυνην , ἐτι δε σωφροσυνην και ἐγκρατειαν και φρονησιν και την ἀλλην * *
ὡς εἰς γενος ἀναφερομεναι την ὑποληψιν , και φησι την σωφροσυνην την τοιαυτην ὑποληψιν σωζειν μονην , την περι τα
9999936 θαυμαστως
καιπερ ὀντων ποτιμων . ἐστι δε και προς βαφην ἐριων θαυμαστως συμμετρον το κατα την Ἱεραν πολιν ὑδωρ , ὡστε
συμπλεοντων τῳ Ὀδυσσει και τῳ Νεοπτολεμῳ . τα τε ἠθη θαυμαστως σεμνα και ἐλευθερια , το τε του Ὀδυσσεως πολυ
9999936 αἰσχυνοιμην
θεων οὑτω διδοντων περιφανως ἀγαθα και φοβοιμην ἀν αὐτους και αἰσχυνοιμην ἀπολιπων ταυτα εἰκῃ ἀπελθειν . ἐγω μεν οὐν οὑτως
Ἀλλ ' οὐκ ἐρυθριᾳς παρασιτον σαυτον καλων ; Οὐδαμως : αἰσχυνοιμην γαρ ἀν , εἰ μη λεγοιμι . Και νη
9999936 κομιδην
ὑμας μεμαθηκεναι . ὁτι δ ' ὑστερον οὐκ ἐνι την κομιδην γεγενησθαι τουτων των χρηματων , τουτο βουλομαι δειξαι .
μην και φερειν ὀλιγωριαν δεσποτου εἰσιν . οὐτε γουν αὐτοις κομιδην προσφερουσιν οἱ δεσποται , οὐ καταψωντες , οὐ καλινδηθραν
9999936 Ἀριστογειτονι
και ἡ ἀλογιστος τολμα ἐκ του παραχρημα περιδεους Ἁρμοδιῳ και Ἀριστογειτονι ἐγενετο . τοις δ ' Ἀθηναιοις χαλεπωτερα μετα τουτο
μυειν , και κρινεται . ἁρμοσει γαρ εἰσβαλειν οὑτως : Ἀριστογειτονι τουτῳ οὐκ ἠρκει τα ἀλλα συμπαντα , οὐ νομων
9999935 ἀκανθου
και αὐτος ἱστατο και οἱ ἐπακολουθουντες . μνημονευει δε του ἀκανθου και Θεοφραστος ἐν τῳ περι φυτων . ἐχει δε
αὐτο , ἀμπελοπρασον , ἀδιαντον , ἀρου αἱ ῥιζαι , ἀκανθου ἠτοι μελαμφυλλου ἠ παιδερωτος ῥιζα , γληχων , δρακοντιον
9999935 δακρυου
χρηϲιν πυριαν δαψιλεϲτερον . διαλυϲιϲ γαρ ἐϲται τηϲ ἐνταϲεωϲ του δακρυου . ἐπειτα τῳ ψιλῳ λευκῳ του ὠου ἐγχυματιζειν προθερμανθεντι
ἀντι δρακοντιου ἀποβρωϲιμον . ἀντι ἐλελιϲφακου καλαμινθη . ἀντι ἐλαιαϲ δακρυου ὑποκιϲτιδοϲ χυλοϲ . ἀντι ἑρπυλλου ποταμογειτων . ἀντι εὐζωμου
9999934 γραμματευς
κατειθισμενην ἐπιμελειαν το σωμα παραδιδοασι . και πρωτος μεν ὁ γραμματευς λεγομενος τεθεντος χαμαι του σωματος ἐπι την λαγονα περιγραφει
, ἐνθυμιον ποιουμαι την του ἐνυπνιου φωνην , ὡς ὁ γραμματευς ὑπισχνειτο μοι συμπραξειν . και το τε ὀναρ αὐτο
9999934 μαντειᾳ
Ὀλυμπιᾳ , οὑ ἀρχηγος γεγονεν Ἰαμος τῃ δια των ἐμπυρων μαντειᾳ : ᾑ και μεχρι του νυν οἱ Ἰαμιδαι χρωνται
δε εἰσι των ἐπιγραμματων , πρωτον μεν ἀνατεθηναι τα ἀγαλματα μαντειᾳ του θεου τιμησαντος τα ἐς τους πενταθλους δοξαντα Ἠλειοις
9999934 κατεσκευασατο
, τουτῳ δωρα ἀμεμπτως ἐδιδου , ὡστε λαμπροτατα το ξενικον κατεσκευασατο . συνεστρατευετο δε τῳ Φαρναβαζῳ και ὁποτε εἰς Μυσους
προϊοντος γνωσθεις , εἰς το χαλεπον γηρας ἐρημιαν αὑτῳ πασαν κατεσκευασατο ἐπι τελει του βιου , ὡστε ζωντων και μη
9999934 φυλαττουσα
ἐζητει τουτον . Της δε συνθεμενης δουναι , Ἡρα μανιαν φυλαττουσα προς αὐτον , εἰκασθεισα μιᾳ των Ἀμαζονων περιῃει πασαις
' αὐτῳ δοξαντα καλως ἐχειν ὡσπερ ἐν * τῃσι θυραις φυλαττουσα . ἐλθε λοιπον και ἐπι τας * φθαρτικας ἐνεργειας
9999934 λιπαρα
ἀφωρισμενον ἐχουσιν ἑαυτοις . ἀλση γαρ και παραδεισους και πεδια λιπαρα οἱ πολιται ἐκτεμνοντες των ἰδιων κτηματων , ταυτα τοις
χλωρον , κνιδης φυλλα , ἀλθαιας , χαμαιμηλον , ἀσταφις λιπαρα , μελιλωτον , μελισσοφυλλον , σιον , κιτριου ὁ
9999934 Ἀναξιμανδρου
, ὁτι Θαλης Ἰων ὠν , Μιλησιος γαρ , καθηγησατο Ἀναξιμανδρου : ἡ δε Ἰταλικη ἀπο Πυθαγορου , ὁτι τα
. τουτον Θεοφραστος ἐν τηι Ἐπιτομηι [ . . ] Ἀναξιμανδρου φησιν ἀκουσαι . . . . [ ] πολυμαθιη
9999934 πελοιτο
] ἑουὡς δη ? ῥ ? ' ἀταφος ταφος εἱο πελοιτο εἰ μη ληϊδιηισι ? γυας ἐταμοντο βοεσσι Τηλεβοαι ?
ἠματα δ ' αὐτε ἀμβροσιῃ χριεσκε τερεν δεμας , ὀφρα πελοιτο ἀθανατος και οἱ στυγερον χροϊ γηρας ἀλαλκοι : αὐταρ
9999934 ἐβουλευοντο
οὑς αὐτων οὐδε ἀχθομενους τῳ γεγενημενῳ , συλλεξαντες τους ἐπικαιριωτατους ἐβουλευοντο τι χρη ποιειν . ἐπει δε πασιν ἐδοκει ὑποσπονδους
σοι και ἐπι παραδειγματος γενηται φανερον , οἱ πιθηκοι συνελθοντες ἐβουλευοντο περι του χρηναι πολιν οἰκιζειν : και ἐπειδη ἐδοξεν
9999933 θαυμαστικως
, ᾡ τα πολεως πραγματα ἐφορμει , μη καταπλαγεις τους θαυμαστικως ἐχοντας αὐτου , και πολλας μεν ἐμφωλευουσας νοσους εὑρησεις
Γης . βουπαις οὐπω πολλος Τιτυον μεγαν : το μεγαν θαυμαστικως εἰρηται , ὁτι βουπαις ὠν μεγαν ἐτοξευσεν . και
9999933 Κορινθου
δεκα μεν ἐτη διετελουν εὐτυχουντες , αὐθις δε του της Κορινθου βασιλεως Κρεοντος την θυγατερα Γλαυκην Ἰασονι ἐγγυωντος , παραπεμψαμενος
και ἀλλας ἑταιρας αὐτῃ συγκαταλεγει δια τουτων : την ἐκ Κορινθου Λαιδ ' οἰσθα ; πως γαρ οὐ ; την
9999933 εὐφροσυνης
μερος ἠρημωσαν . ἐν σχηματι δε εἰπεν , ἀντι του εὐφροσυνης ἐρημον ἐποιησαν . ἀλλως : τον μεν Καδμον αἱ
της γης Ἀριστοφανης μετα δακρυων , ἀλλα βαδιζετω μετ ' εὐφροσυνης προς το του Πελοπος χωριον . ἐν μεσῃ Πελοποννησῳ
9999933 ἠδικησεν
, κἀκεινου δοντος τῳ Θεμιστοκλει λογον και μαθοντος ὡς οὐδεν ἠδικησεν , ἀπελυθη της τιμωριας . δοξας δε παραδοξως ὑπ
του Κηφεως θυγατερα την Ἀνδρομεδαν ἐπεμψατε , οὐτε την παιδα ἠδικησεν , ὡς οἰεσθε , και αὐτο ἠδη τεθνηκεν .
9999933 συγχωρησειεν
συνηθων , οὐκ ἀν ποτε που το ἀπορηθεν περι αὐτων συγχωρησειεν ἐπιδραμων οὑτως εὐθυς , στας δ ' ἀν ,
του της θαλαττης της μεχρι στηλων , μαλλον ἀν τις συγχωρησειεν ὡς ἐπι μιας γραμμης ἐξεταζεσθαι τας παραλληλους ἐκεινης ἐν
9999933 σωφροσυνης
μαινεται , εἰ μη και μαλλον ὁ τι περ κεφαλαιον σωφροσυνης ὁ αὐτος ἀν και φρονησεως εἰη . ὁμοιως δε
: περι των μεγιστων γαρ ἐστιν ἡ αἱρεσις , ἠ σωφροσυνης ἠ τεκνου . ” παλιν τουτο ἐπῃνεσεν ἡ Πλαγγων
9999933 ἀφῃρουντο
στρατηγοι , εἰ τι εὑρισκοιεν των εἰρημενων μη ἀφειμενον , ἀφῃρουντο , οἱ δ ' ἐπειθοντο , πλην εἰ τις
αὐ κινδυνευοντες , ἁτε ἀσθενη και δεδουλωμενα : ὁμοιως δε ἀφῃρουντο την ἐπι τῳ εὑρειν [ τε ] χαραν και
9999932 Ἀλκινοου
μηνυει την Ὀδυσσεως παρουσιαν . λαμβανει δε Τηλεμαχος γαμετην θυγατερα Ἀλκινοου Ναυσικααν ὀνοματι . μετα δε τουτο οἱ των μνηστηρων
ἐλθοντες την Ἀργω κατελαβον και την Μηδειαν ἀπῃτουν παρ ' Ἀλκινοου . ὁ δε εἰπεν , εἰ μεν ἠδη συνεληλυθεν
9999932 κρατεροιο
δε ταθεισης τεσσαρα δακτυλα μουνα μεταρσια πασι φαεινει , ἀντιπορου κρατεροιο μετακλινων σθενος αὐλου , ὁττι μεριζομενων τετραζυγα φιλτρα κερασσας
λεοντος , ἡ δε χιμαιρης , ἡ δ ' ὀφιος κρατεροιο δρακοντος . [ προσθε λεων , ὀπιθεν δε δρακων
9999932 συμμετριᾳ
ἀγαθοις ἁπασι : των δε ἐν γενεσει προεχει ταξει , συμμετριᾳ , τῃ ἀκινητῳ και σταθερᾳ φυσει , εἰδων καθαρᾳ
. ἐχουσι δε οἱ ἀρρενες σιμα τε και ἐλαττονα τῃ συμμετριᾳ τα ῥυγχη . ἡ δε μικρα κολυμβις , παντων
9999932 ἐγεννησεν
δε ἐπιῤῥηματικως , τουτεστι , την δε ἑτεραν προτερον μεν ἐγεννησεν ἡ νυξ ἡ ἐρεβεννη , ἡν ὁ Προκλος θεον
ἡ μεν οὐχ ὁρᾳ ἁ ἐχει : οὐδε γαρ αὐτη ἐγεννησεν , ἀλλ ' ἐστι και αὑτη εἰδωλον και οἱ
9999932 ἐλθουσης
των Τρωων και της Εὐρωπης τοτε πρωτον κατα της Ἀσιας ἐλθουσης , ἐχοντες οἱ τε Τρωες ἀποδοντες την Ἑλενην ἀδεως
θεος ὁ ἐν Δελφοις . ὁμως δε και της μαντειας ἐλθουσης ἠν ἀπορια τοις πολλοις τι ποτ ' εἰη το
9999932 δακρυουσι
κυκλῳ την ψυχην περιερχεται . τουτο τοι και ἡδονται και δακρυουσι μεταξυ ἀκουοντες , ὁπερ και αὐτος ἐπασχον , ἡσυχῃ
, ὡστ ' εἰναι βραχυ τοις σιτοποιοις το ἐργον . δακρυουσι δε οἱ μεν οὐπω την πολιν ἀφεντες τῳ μηπω
9999931 τριγενη
συστελλεται . Ὁ ἡδυς του ἡδεος : τα εἰς υς τριγενη και ἑξης . Τριγενη ἐστιν ὁσα ποιει θηλυκον και
δε ἐστι ζητησαι , ὁτι μη γενομενα τα εἰς υς τριγενη δια του ε και ω ἀττικως κατα την γενικην
9999931 ἀποδεικτικη
ἐσται των καθ ' αὑτα ὑπαρχοντων ταις πασαις οὐσιαις και ἀποδεικτικη , εἰτε και ἡ αὐτη εἰη τῃ περι τας
πασων ἡ διαιρετικη , δευτερα ἡ ὁριστικη , τριτη ἡ ἀποδεικτικη , τεταρτη ἡ ἀναλυτικη . των δε τριων μονων
9999931 μιγνυμενα
δε ΓΔ ἑξ . ἑξακις δε τα Ϛ λϚ . μιγνυμενα οὐν τα ιϚ μετα των λϚ γινονται νβ ,
ὁσα πυρουται λαμβανει τινα χυμον τα μεν ἁπλα τα δε μιγνυμενα τοις ὑγροις . Ἡ μεν οὐν φυσις ὁτι τοιαυτη
9999931 εὐφροσυνην
γυναικειοισιν ἐπ ' ἐργοις , ἐξ ὡν χρηματα πολλα και εὐφροσυνην πορεν ἐσθλην : δηθακι δ ' αὐθ ' ὑποτασσει
, θαυματι μεν κατεχον τους ὁρωντας , θεσπεσιαν δ ' εὐφροσυνην παρεχομενον , ἀρρητῳ δε τῃ συμμετριᾳ ἀναφαινομενον , ἐξῃρημενον
9999931 ἐξηγησαντο
ἰατρον προνοιαν ἐπιτηδευειν . το “ δοκεει μοι ” τινες ἐξηγησαντο : φασι γαρ ὁτι ὁ Ἱπποκρατης οὐκ ἐτολμησεν οὑτως
δριμεα , τουτεστιν οὐ ξηρα . τινες δε και ἀλλως ἐξηγησαντο , λεγοντες , ὁτι ἐπι των λυπουμενων τα οὐρα
9999931 Ἐρατοσθενη
, τους δ ' ἐκεινους ἐλεγχοντας ἐξεταζειν Δικαιαρχον τε και Ἐρατοσθενη τον τελευταιον πραγματευσαμενον περι γεωγραφιας και Πυθεαν , ὑφ
τοσαυτα διαστηματα πλωτα και πορευτα γενοιτο . τον δ ' Ἐρατοσθενη διαπορησαντα , εἰ χρη πιστευειν τουτοις , ὁμως περι
9999931 φαλαγγας
σου φιλοσοφουσι , μεστοι δε οἱ περιπατοι κατα ἰλας και φαλαγγας ἀλληλοις ἀπαντωντων , και οὐδεις ὁστις οὐ τροφιμος της
πευθομαι , οἱ μιν ἰδον / Λυδων ἱππομαχων πυκινας κλονεοντα φαλαγγας / Ἑρμιον ἀμ πεδιον , φωτα φερεμμελιην κτλ .
9999931 γιγνωσκων
αὐτον ἡ γη ἑως ἑσπερας . Λεγει ὁτι ὡς και γιγνωσκων την μορφην του ἡλιου ὁποια ἠν . Και ἐξωρισεν
' αὐτο ἐφαμεν τοιουτον εἰναι , ὁτι ἐνιοτ ' ἐγω γιγνωσκων Σωκρατη , πορρωθεν δε ὁρων ἀλλον ὁν οὐ γιγνωσκω
9999931 μεσοτητι
δει οἰκονομουμενη . ἀλλως : ἠθικη ἀρετη ἐστιν ἑξις ἐν μεσοτητι οὐσα παθων τε και πραξεων ὡρισμενη τῳ ὀρθῳ λογῳ
μητε την νεμεσιν ἀρετας εἰναι ἀλλα παθη ἐπαινετα τῳ ἐν μεσοτητι εἰναι . ἐστι δε ἡ νεμεσις λυπη ἐπι ταις
9999931 Κυκλωπων
. ὁς ὀψεται : Ὀδυσσευς πλανωμενος ἐπι την γαιαν των Κυκλωπων εἰσελθων εἰς το του Πολυφημου ἀντρον υἱου Ποσειδωνος ἑνα
ὑπεραχθεες αἰει . συρισδεν δ ' ὡς οὐτις ἐπισταμαι ὡδε Κυκλωπων , τιν , το φιλον γλυκυμαλον , ἁμᾳ κἠμαυτον
9999931 λαβουσα
φιλοιη των ὠτων ἐπιλαμβανομενα : ὑποδηλοι δε Εὐνικος ἐν Ἀντειᾳ λαβουσα των ὠτων φιλησον την χυτραν . οὐ μην ἀλλα
ἠν αὐτων ἡ τουτο πραξαι πεισασα : Κλοιλια προ - λαβουσα τας ἀλλας ὡμολογησε . Πορσινας ὑπεραγασθεις το ἀνδρειον της
9999931 αἰσχυνης
και ἐνυδρων νηκτων , ἐτι δε και ποδονιπτρα και ἠχους αἰσχυνης ; εἰ δε και Ἑλληνας εἰποις και τα λοιπα
την αἰδω . αἰσχυνης θρονον ] ἠγουν την αἰδω . αἰσχυνης θρονον ] ἠγουν την αἰσχυνην . αἰσχυνης ] αἰδους
9999930 συμβαλλετω
δια του κεντρου αὐτου τε και της σφαιρας ἐλευσεται . συμβαλλετω γαρ τῳ του ΑΒΓΔ κυκλου ἐπιπεδῳ κατα το Η
περιφερεια ἡ ΑΒΓ κωνου τομῃ ἠ κυκλου περιφερειᾳ τῃ ΑΔΒΕΓ συμβαλλετω κατα πλειονα σημεια ἠ δυο μη ἐπι τα αὐτα
9999930 ἐπικυκλῳ
δια του π , και ὁ αὐτος ἐσται τῳ εζηκ ἐπικυκλῳ . γεγραφθω οὐν ὁ πρχ : ἐπει οὐν δια
μο ξʹξʹ γ . παλιν δη νοεισθω και ἐν τῃ ἐπικυκλῳ σφαιρᾳ κυκλισκος περι το κεντρον αὐτης ἐν τῳ του
9999930 Ἐμπεδοκλεους
σκιεροις ἠσκημενα γυιοις . . . , εἰποντος δε του Ἐμπεδοκλεους ἐν τωι δευτερωι των Φυσικων προ της των ἀνδρειων
ἐπι των πονηρευομενων : εἱς γαρ των Κερκωπων Εὐρυβατος . Ἐμπεδοκλεους ἐχθρα : * * Ὠμην δε , φησιν [
9999930 παρεσκευαζετο
περι αὐτον στρατιας ἐπανελθων εἰς Μεμφιν τα προς την πολιορκιαν παρεσκευαζετο . Ὁ δε της πρωτης μεριδος ἀφηγουμενος Λακρατης ὁ
λοφου ὀντος μεταξυ οὐκ ἐθεωρουν ἀλληλους , ἐτασσε τε και παρεσκευαζετο ὡς ἐς μαχην . τῳ δε Ἱπποκρατει ὀντι περι
9999930 ἐσκοπουν
την ἀκραν φερουσαν . ὁ δε Ξενοφων και οἱ λοχαγοι ἐσκοπουν εἰ οἱον τε εἰη την ἀκραν λαβειν : ἠν
ὁτε γαρ το πρωτον ἐπεδημησα τῃ Μακεδονιᾳ , προς ἐμαυτον ἐσκοπουν ὁ τι μοι χρηστεον τῳ πραγματι . και ὁ
9999930 κατηλθε
μεν ἐπι Προυσιαδος ἠγεν , ἐντευθεν δε ἐπι την Ποντικην κατηλθε θαλασσαν , και παρελθων την παραλιαν τοις κατα κορυφην
ἐκεινος , ἀλλ ' ἐκυσε μεν Αἰσχυλον , ὁτε δη κατηλθε , κἀνεβαλε την δεξιαν κἀνεικος ὑπεχωρησεν αὐτῳ του θρονου
9999930 βλεπουσα
και ἐπι ποιηματων μεταβολης . Ἡ δε διπλη ἡ ἐξω βλεπουσα παρα μεν τοις κωμικοις και τοις τραγικοις ἐστι πολλη
' ἐχθρας γενοιμην ὁμευνετῃ τινι των οὐρανιων . φοβουμαι γαρ βλεπουσα την της Ἰους παρθενιαν την ἀστεργανορα : ἡν οὐ
9999930 κυβερνητου
, ὡσπερ και κυβερνητου μεν ἀρετη , ἀν τα του κυβερνητου ποιῃ και ἀρχῃ των ναυτων , των δε γε
δη . . . : περι του Ἀριστωνος του Κορινθιου κυβερνητου και της συμβουλης αὐτου και οἱ Συρακοσιοι : σημειωσαι
9999930 διηλλαξεν
Ὀδρυσων βασιλεα και Σευθην τον ἐπι θαλαττῃ ἀρχοντα ἀλληλοις μεν διηλλαξεν αὐτους , Ἀθηναιοις δε φιλους και συμμαχους ἐποιησε ,
και θαλλει τα φυτα . οὐδεν τε , φασι , διηλλαξεν ἡ φυσις ἐπι των φυτων και ἐπι των ζῳων
9999930 Συρακοσιου
μεν ἐπι της προτερον οὐσης ξυμμαχιας ἀνανεωσει , του δε Συρακοσιου καθαψαμενου ἀναγκη και περι της ἀρχης εἰπειν ὡς εἰκοτως
βασιλεας πολλους κεκολακευκεν , ᾡ ἀν ξυγγενηται , πλην του Συρακοσιου Διονυσιου . οὑτος δε ἠ παντων εὐτυχεστατος ἐστιν ἠ
9999930 παρελθῃ
στειχει και σιωπωντα και φθεγγομενον και ξυντεινοντα και ἀνιεντα κἀν παρελθῃ τι κἀν προσελθῃ τῳ κἀν προσειπῃ κἀν μη προσειπῃ
οὐ γαρ γινονται μεταβολαι ἐξαπιναιοι . Ὁκοταν δε εἰκοσιν ἐτεα παρελθῃ , οὐκ ἐτι ἡ νουσος αὑτη ἐπιλαμβανει , ἠν
9999930 Πειραιει
συντεθεισθαι τον παραλογισμον ἠνεγκεν : εἰσαγει γαρ τον ὀντα ἐν Πειραιει νυν και ἐν Σικελιᾳ εἰναι και τας ἐν Σικελιᾳ
τα ἀνθρωπινα . Οὑτος σοι πολιτειας τροπος , οὐκ ἐν Πειραιει πλαττομενος , οὐδε ἐν Κρητῃ νομοθετουμενος , ἀλλ '
9999930 πεφυκυια
ὡρισατο Ζηνων , παθος ἐστιν ὁρμη πλεοναζουσα . Οὐ λεγει πεφυκυια πλεοναζειν , ἀλλ ' ἠδη ἐν πλεονασμῳ οὐσα :
και ἀλγηδων πασα κακον , οὐ πασα δε ἀει φευκτη πεφυκυια . τῃ μεντοι συμμετρησει και συμφεροντων και ἀσυμφορων βλεψει
9999930 κατηνεχθη
παροιμια δηπου και τουτο και λογος ἐχων ἀξιωμα της ὁθεν κατηνεχθη φιλοσοφιας την ἀρχαιοτητα , ὡστε βοειον ἐπιβλεπειν αὐτῃ :
. Νικιας τις των συγκυνηγετουντων ἀπροοπτως παραφερομενος ἐς ἀνθρακευτων καμινον κατηνεχθη , οἱ δε κυνες οἱ συν αὐτῳ τουτο ἰδοντες
9999929 φωνησεν
ἀνηνεγκε τον στεναγμον : “ μνησαμενος δ ' ἀδινως ἀνενηκατο φωνησεν τε . ” ἀνεται κατανυεται , καταναλουται : “
παρα νηυσιν ἀτυζομενους ὑπο καπνου . Ὡς εἰπων ἱπποισιν ἐκεκλετο φωνησεν τε : Ξανθε τε και συ Ποδαργε και Αἰθων
9999929 ἐκλειπουσα
Εἰλειθυιας ζῳδιον ἀκεφαλον ὀν , ἐν δε ταις τελευταιαις ὡραις ἐκλειπουσα ἠ και ἐχουσα τι μερος της ἐκλειψεως δυνει ,
των ἡμερινων ζῳδιων ἐπισκοπητεον . Βλαπτει δε και ἡ Σεληνη ἐκλειπουσα , και μαλιστα ἐν τῳ γενεθλιῳ ζῳδιῳ ἠ τοις
9999929 ἐδημιουργει
ὁ δ ' οὐ σκιας , αὐτας δε τας ἀρχετυπους ἐδημιουργει φυσεις . εἰ δη και τα ἁγια ποικιλτικῃ τεχνῃ
πρωτον μετα την οὐρανου και γης και των μεταξυ γενεσιν ἐδημιουργει | τον ἀνθρωπον ὁ ζῳοπλαστης , φησιν ὁτι „
9999929 ὑπειληφεν
θυγατριδους αὐτῳ μη συμφρονει μηδε τους αὐτους ἐχθρους και φιλους ὑπειληφεν , ἀλλα μισει μεν οὑς αὐτος στεργει , φιλει
πανθ ' ἑξειν καλως ἐλπιζω . και γαρ εἰ τις ὑπειληφεν εὐτυχη τον Ἀλεξανδρον τῳ παντα κατορθουν , ἐκεινο λογισασθω
9999929 ἐγραφεν
οὐ γαρ ἀμεινω μεν ἐν ταις ὑπο των σων κομιζομεναις ἐγραφεν , οὐ τοιαυτα δε ἐν ταις ὑπο των αὑτου
ὑπο τουτων οἱς νυν ὑπηρετων τους κατ ' ἐμου λογους ἐγραφεν , ἐπειδη δ ' ἁ κατηγορει τοτε των ἀλλων
9999929 Αἰσχυλου
] [ ] ντι [ ] Σατυρου βιων ἀναγραφης Ϛʹ Αἰσχυλου Σοφοκλεους Εὐριπιδου [ ] ! [ ] [ και
οὐκ ἀληθης διανοια . το δ ' ἑξης ἐκ Νιοβης Αἰσχυλου . 〛 ἠν ' ἰδου : Ἠνι ἰδου ἐκ
9999929 ἐστεφανωσατο
και βωμος ἐν αὐτῳ τῳ τοπῳ , ἐν ᾡ και ἐστεφανωσατο και τον κλαδον ἀφειλε . και ἐτι και νυν
πομπα και κρισις ἀμφ ' ἀεθλοις . των ἀνθεσι Διαγορας ἐστεφανωσατο δις , κλεινᾳ τ ' ἐν Ἰσθμῳ τετˈρακις εὐτυχεων
9999929 γενειαδα
εὐρυθμον ἀνακρουοντα . ὡς γαρ ἀφικομην ξυριεισθαι [ ] την γενειαδα βουλομενος , ἀσμενως τε ἐδεξατο και ἐφ ' ὑψηλου
ὠν , μηθ ' ὑδωρ θαυμαζε , μηδε κουρια ? γενειαδα , μηδε ῥυπου χιτωνα ἑσσον ἐν χροϊ . κωφος
9999928 Ἀριστοφανη
και τοὐνομα ἐχει , γεγονως τοις χρονοις κατα τον κωμικον Ἀριστοφανη . μνημονευει δε της κυλικος Θεοπομπος μεν ἐν Νεμεᾳ
με ἰσα λεγειν οὑτωσι οἱ σοφοιἐφη ὁ Ἀριστοδημος δειν μεν Ἀριστοφανη λεγειν , τυχειν δε αὐτῳ τινα ἠ ὑπο πλησμονης
9999928 ἀλγημα
κατα την γευσιν ὁμοιον τι βρωμωδει νιτρῳ : παρακολουθει δε ἀλγημα στομαχου και κοιλιας σφοδρον : ὀγκος τε στομαχου και
ἠχοι εὐχροια τε περι την ἑξιν του σωματος και κεφαλης ἀλγημα και βαρους συναισθησις , ἀλλα και πολλα ἐστι του
9999928 λεγοιτο
οὐ φυσει νυν λεγει . οὐδε γαρ κυριως ἀν ταυτα λεγοιτο φυσει , εἰ και ποτε και ἐπι τουτων χρωμεθα
ἐκεινο ἡ πρωτη καλλονη , τα αὐτα ἀν και παραπλησια λεγοιτο τοις ἐπι του ἀγαθου λογοις : και εἰ το
9999928 τολμησειεν
ἰξος οἱ τε διηεριην δονακες πατεουσιν ἀταρπον . τις ταδε τολμησειεν ἀειδειν ἰσοταλαντα ; ἠ βασιληϊ λεοντι τις αἰετον ἀντιβαλοιτο
μεγαλα ᾐ , παραλαβων ἐπηυξησε και μειζω ἀπεφηνε : και τολμησειεν ἀν εἰπειν , ἱππον ἐπαινεσαι θελων , φυσει κουφον
9999928 διηγειτο
τοις Πετραιοις Ἀθηνοδωρος , ἀνηρ φιλοσοφος και ἡμιν ἑταιρος , διηγειτο θαυμαζων : εὑρειν γαρ ἐπιδημουντας ἐφη πολλους μεν Ῥωμαιων
την ἐμην . ” ἐπι τουτοις ἀνεγινωσκε τας ἐπιστολας και διηγειτο την τεχνην . ἀσμενως ἠκουσε Φαρνακης των λογων ταχα
9999928 Καρχηδονιους
' ἁς οὐκ ἐδει διαβαινειν τον Ἰβηρα ποταμον ἐπι πολεμωι Καρχηδονιους . εἰ δε την Σαρδονος ἀφαιρεσιν και τα συν
την ἀκτην ἐχοντας Ἰταλιωτων , ἐς δε την Σικελιαν διαβας Καρχηδονιους ἠναγκασεν ἀπαναστηναι Συρακουσων . φρονησας δε ἐφ ' αὑτῳ
9999928 Ὀλυμπου
τῳ αἰγιαλῳ του Θερμαιου κολπου ἐστιν ἐν ταις ὑπωρειαις του Ὀλυμπου , ἀλλ ' ὁσον ἑπτα ἀπεχει σταδιους : ἐχει
ἀλση : νυν δε το μεταξυ της Ὀσσης και του Ὀλυμπου χωριον , ὁ ἐστι περικαλλες και ὡσπερ ὑπο θειας
9999928 πιστευσειεν
, : ῥαιον δ ' ἀν τις Ἡσιοδωι και Ὁμηρωι πιστευσειεν ἡρωολογουσι και τοις τραγικοις ποιηταις ἠ Κτησιαι τε και
ὡδε ἐπισκοποιμεν , τῳ ποτερως παιδι φιληθεντι μαλλον ἀν τις πιστευσειεν ἠ χρηματα ἠ τεκνα ἠ χαριτας παρακατατιθεσθαι . ἐγω
9999928 κολυμβαν
, τοσουτος και ὁ του θανατου φοβος . ἐνιοι δε κολυμβαν πειρωμενοι , προσραγεντες ὑπο του κυματος τῃ πετρᾳ διεφθειροντο
εἰναι , ἐν ᾑ μυς χερσαιους γινεσθαι , και τουτους κολυμβαν ἐν ἐκεινῃ την διαιταν ποιουμενους . Φησιν Ἰσιγονος ἐν
9999928 αἰσθανοιτο
φερειν ἀν αὐτους : ἐπει δε κατασταιη τις ἀρχων και αἰσθανοιτο ταυτα , χαλεπως ἀν ἐδοκουν αὐτῳ φερειν , νομιζοντες
οὐδεις νυν αἰσθανεται , και ὀν δε τις οὐκ ἀν αἰσθανοιτο ἁ νυν : ἀμφω δε λεκτα και διανοητα *
9999928 κολοιοι
φαυλα ὠνια ἐωνημενων . Τοτ ' ᾀσονται κυκνοι , ὁταν κολοιοι σιωπησωσι . Το σκαμβον ξυλον οὐδεποτ ' ὀρθον :
. Ἐνταυθα οἱ κωμηται ταραχθεντες ἐπιπηδωσιν αὐτοις ὡσει ψαρες ἠ κολοιοι : και ταχυ μεν ἀφαιρουνται τον Δαφνιν ἠδη και
9999928 φοραδην
λιθογλυφιῃσι θεων νηων τε θεμεθλοις . Ζευς δ ' ὑπερορμαινων φοραδην ὑπερ ἀστερα πατρος ἡνικ ' ἀν ἐν καθετῳ κοσμου
οὐν εἰη σοφος ; και μην ὁδ ' ἀναξ ἠδη φοραδην Δελφιδος ἐκ γης δωμα πελαζει . τλημων ὁ παθων
9999927 καθηκε
παις λυγρου τοξευματος μυδροκτυπον μιμημ ' ὑπερ καρα βαλων ξυλον καθηκε παιδος ἐς ξανθον καρα , ἐρρηξε δ ' ὀστα
στομιῳ βαλαντιον ὑπομεστον ἀργυριου και διαριθμησαμενος εὑρισκεν ὁσην του σιτου καθηκε τιμην ἀποδεδομενην αὑτῳ και καταπλαγεις τοις ἀδελφοις ἀνεφερεν .
9999927 ἀπεστρεψεν
ἐνην και κατα τον Ξενοφωντα τους τουτων ὁτι πορρωτατω ὀχετους ἀπεστρεψεν , οὐδαμη καταισχυνασα το του ὁλου ζῳου καλλος .
μονον των ἐγκληματων ἐρρυσατο Ἡρωδην , ἀλλα και την ὀργην ἀπεστρεψεν ἐπι τους κατηγορους . Ὁ μεν οὐν Ἀραψ ἠδη
9999927 ἀπειργασατο
νους οὑτως : ἀλλ ' Ὁμηρος τῃ ἑαυτου ποιησει τιμιωτατον ἀπειργασατο τον Αἰαντα , ὁστις αὐτου πασαν ἀρετην τοις ἐγκωμιοις
εὐθυς ἀπηχθετο τοις ἀκουου - σιν , ἐπειτα διαβολην ἀν ἀπειργασατο κατα της πολεως οὐ την τυχουσαν . και γαρ
9999927 Μενεκλης
ὀντα δυο παιδια , την δε νεωτεραν , ἡν εἰχε Μενεκλης , ἀπαιδα . Και ἐκεινος δευτερῳ μηνι ἠ τριτῳ
και κωδωνες ἐξηπτοντο μου μελος μουσικωτατον ἐκφωνουντες . ὁ δε Μενεκλης ὁ δεσποτης ἡμων , ὡσπερ ἐφην , ἐκ της
9999927 συνεχωρησε
, οὐκ ἐγενετο ἐλεγχος : ᾑ δε ποσως και ὁλως συνεχωρησε τουτο , ἠλεγχθη . Ἐτι καθαπερ ἐν τοις ῥητορικοις
ἐασαι παραφυλαξαι τον χρονον τον ἐπιτηδειον ἐς την πραξιν . συνεχωρησε το μειρακιον . ἐφ ' ἑαυτου τοινυν ὁ Χαριτων
9999927 θεραπαινα
βοας . οἱ δε ζητουσι το Πολυβωτου ποτερον θυγατηρ ἠ θεραπαινα . και μην ἐνιοι δε πολυβωτην προσηγορευον την πλουσιαν
. λεγουσι δε και ἐπεγειραι και ἐπεγερθηναι : „ ἡ θεραπαινα ἐπεγειρασα με „ . ἐγρηγορα χρη λεγειν , οὐ
9999927 κληροι
ἐπει γης μεν ἀποτομην οὐκ ἐλαχον οὐδε προσοδευομενας κτησεις , κληροι δ ' εἰσιν αὐτοις αἱ παρα του ἐθνους ἀπαρχαι
των ζῳδιων και των ἀστερων ἐν λη τοποις και οἱ κληροι , εἰτε πολλους βουλει εἰτε ὀλιγους : πλην ὁτε
9999927 ἐσπουδακοτες
: και οἱ πλουσιοι της χειροτονιας πλησιαζουσης ἐνδηλοι σαφως ἠσαν ἐσπουδακοτες ἐς την ἀρχην τοις μαλιστα Γρακχῳ πολεμιοις . ὁ
μαθητας πολλους ἐχειν ; οὐδαμως . ὀψονται οἱ περι τουτο ἐσπουδακοτες . ἀλλα θεωρηματα δυσκολα ἀκριβουν ; ὀψονται και περι
9999927 μικροτητα
γνωριμα ἐθνη : τἀλλα δε οὐκ ἀξιον ὀνομαζειν δια την μικροτητα και την ἀδοξιαν : ὑπεναντιως δε τα νυν ἐνιοι
ὑδατων διεφθειρετο , κἀν ἐρημωθηναι την χωραν . και την μικροτητα δ ' αὐτων εἰναι χαλεπην και την ὑπερβολην του
9999927 τερμινθινης
# γ , κηρου # β , ὑσσωπου ὑγρου , τερμινθινης ἀνα # β . Ἰσχιαδικον παρα του Εὐτονιου ἀρχιητρου
τῳ ἀπεφθῳ μελιτι μιγνυται . πλασσεται δε και ἐκ ῥητινης τερμινθινης και νιτρου , και ποτε και κοκκου Κνιδιου συμμετρου
9999927 ἐπικρατησῃ
, μεγεθει τε μεγιστον και πολυτελειᾳ ἐκπρεπεστατον , και ὁπως ἐπικρατησῃ ἐπικαλεισθαι ἀπο Ἡφαιστιωνος , και τοις συμβολαιοις καθ '
το θερμον : ὁταν οὐν το ἐν τῳ ὑδατι ψυχρον ἐπικρατησῃ του ἐν τῳ ἀερι θερμου , γινεται ἐξ ἀερος
9999927 ἐλογιζοντο
δε και ἐπι Λευκτρῳ ὑπερ της Μαλεατιδος ἀλλη φρουρα . ἐλογιζοντο δε και τουτο οἱ Θηβαιοι , ὡς και συνελθουσαν
μεν αὐτοις τα μεν ᾐσχυνοντο , τα δε ἀσυμφορως ἐχειν ἐλογιζοντο : κοινωνειν γε μην αὐτοις ὡν ἐπραττον οὐκετι ἠθελον
9999927 ες
ης : οὐδε γαρ ἐστιν ἀρσενικων ἠ θηλυκων χαρακτηρες εἰς ες : παραλειπει δε κἀνταυθα τα μονοσυλλαβα δια την προειρημενην
Τρωας : ὁτι τας παρ ' ἡμιν προφερομενας δια του ες εὐθειας των πλη - θυντικων ἐκεινοι δια της αι
9999927 Κυκλωπος
, τουτους ἠσθιον . ἠ δαιταλωμενους ὡς τρωγομενους ὑπο του Κυκλωπος ὠμους ἠ και ὑπο Λαιστρυγονων . ἑνα φθαρεντων τον
βοοωσιν , ἐρευγομενης ἁλος ἐξω : ἐπι δε του τετυφλωμενου Κυκλωπος το τε της ἀλγηδονος μεγεθος και την δια των
9999927 Αἰθιοπιαν
διαφεροντως . οἱον ὁ ἡλιος καιει μεν τα περι την Αἰθιοπιαν μερη , θαλπει δε τα προς ἡμας , καταυγαζει
τον παλαι προτετελευτηκοτα . Ὁτι Καμβυσης μελλων στρατευειν ἐπ ' Αἰθιοπιαν ἐπεμψε μερος της δυναμεως ἐπ ' Ἀμμωνιους , προσταξας
9999927 ἐκαλειτο
και ἑον ἠτοι τον ἰδιον ἀνδρα . ὁτι Ἀκεσσαια προτερον ἐκαλειτο ἀπο Ἀκεσσαιου τα νυν Ἐκβατανα καλουμενα . . οἱτε
: Ἀσσυριαν εἰπε [ την Συριαν ] την Καππαδοκιαν . ἐκαλειτο δε παλαι Συρια : διο τον Ἁλυν ποταμον μεταξυ
9999927 Ὀλυμπιαδων
βιαιῳ ταχει διεπλευσεν ὁ Καισαρ ἐς την Βρεττανιαν . ὁτι Ὀλυμπιαδων τοις Ἑλλησιν ζʹ και Ϙʹ γεγενημενων , της γης
πατρωϊαι κεδˈναι πολιων κυβερνασιες . Καδˈμου κοραι , Σεμελα μεν Ὀλυμπιαδων ἀγυιατι , Ἰνω δε Λευκοθεα ποντιαν ὁμοθαλαμε Νηρηϊδων ,
9999927 γιγνωσκουσι
τι ὑμας διαφεροντως δει γιγνωσκειν περι αὐτου ἠ οἱ οἰκειοι γιγνωσκουσι : τοιαυτα γαρ ἐστιν , ὡστ ' εἰ και
και ἀλλο παθημα , ὠ Σιμωνιδη , των τυραννων . γιγνωσκουσι μεν γαρ οὐδεν ἡττον των ἰδιωτων τους ἀλκιμους τε

Back