δια το ῥευστον της οἰκειας ὑλης ἐν παντοδαπῃ μεταβολῃ φερεσθαι πεφυκοτα οὐτε εἰναι οὐτε συνεχεσθαι και διακοσμεισθαι δυνατον μη πολλης
ἐστι δε χωματιον οὐ μεγα και περι αὐτο δενδρα στοιχηδον πεφυκοτα θεας ἀξια . Αἰνειου δ ' ἐξ ἀνθρωπων μετασταντος
9999970 πεφυκεν
κατασκευης : ῥεπει δε ἡ μεν ἐπι το μαλλον ἠ πεφυκεν εἰναι δοκειν , ἡ δε ἐπι το ἡττον .
ὑποπτευεις την Ἀφροδιτην ἀγανακτειν ἐν εἰδει Φρυνης εἰργασμενην . ἐρωτικη πεφυκεν ἡ θεος και τοιαυταις ἡδεται γυναιξι . παυε προς
9999968 παρεστωτα
: ἀλλα με οὐχ ἑωρας καιτοι πλησιον μαλα τῃ κορῃ παρεστωτα . Σοι μεν οὐν ἐκεινην ἐδωκα : και ἠδη
ἀποτεμειν , καιτοι μυριων ἀγωνισμα τιθεμενων τουτο , πριν ἠ παρεστωτα οἱ κυνα ἀποκτειναι , ὑπ ' αὐτου τραφεντα και
9999967 ἀγανακτουντας
πλουσιοις των τε κινδυνων και των ἀναλωματων , ὡς εἰδεν ἀγανακτουντας αὐτους , δι ' ἑτερου τροπου την τ '
αὐτο και ἐπι των ῥυθμων γινομενον ἐθεασαμην , ἁμα παντας ἀγανακτουντας και δυσαρεστουμενους , ὁτε τις ἠ κρουσιν ἠ κινησιν
9999967 ἐκλειπει
, οὐκ ἐπι γραφῃ και τοις εὐτελεστατοις ἐκπωμασιν : ” ἐκλειπει οὐν το ἀπο του προσωπου , ἀντεισαγεται δε το
. διο πανυ καλως ἡ ἀρετη Σαρρα ” τα γυναικεια ἐκλειπει ” , περι ἁ πονουμεθα οἱ τον ἀνανδρον και
9999967 ἑτεροτητα
λογος . ἑτερομηκεις δε οἱ τοιουτοι κεκληνται , ἐπειδη πρωτην ἑτεροτητα των πλευρων ἡ προσθηκη τῃ ἑτερᾳ πλευρᾳ της μοναδος
ἑκατερον , ὡς το ἰσον και ὁμοιον , τα δε ἑτεροτητα ἐχει ὡς πατηρ και υἱος , δουλος και δεσποτης
9999967 χονδρους
ὑδατι , και ἐντιθεναι τους μολιβδους : μετεπειτα δε ἁλος χονδρους και σμυρναν ἐς τρυχιον ἀποδησας και την πισσην την
σικυον ] ἀπο εὐθειας της ὁ σικυος . Γ ἠ χονδρους ἁλος : οὑτως οἱ Ἀττικοι : πολλοι δε ἠσαν
9999965 τυγχανον
πως ἀν εἰη ἐπιστημη ; οὐτε ἀμαθιατο γαρ του ὀντος τυγχανον πως ἀν εἰη ἀμαθια ; ἐστι δε δηπου τοιουτον
κουφον καθεστως ἀνωφορον ἐστι , και το ὑδωρ φυσει βαρυ τυγχανον κατω βριθει , και οὐτε το πυρ κατω φερεται
9999965 περιειληφεν
περιφοραις τον χρονον ὡρισαντο . ἁπερ ἁπαντα ἡ Πυθαγορειος αὑτη περιειληφεν αἱρεσις : το γαρ λεγειν αὐτον καθολου διαστημα της
εἰς ποσα τε μερη διαιρεισθαι πεφυκεν ἡ λεξις και τινας περιειληφεν ἀρετας : ἐπειτα δηλωσαι , πως ἐχουσαν αὐτην ὁ
9999964 ἡνιοχους
ἡνιοχεισθαι οἱ ἱπποι ὑπερ των διφρων : τους δ ' ἡνιοχους ἐθωρακισε παντα πλην των ὀφθαλμων . προσεθηκε δε και
κεντρων : τουτεστι χαλεπος και φρικτος , καθο και τους ἡνιοχους κεντροτυπους καλουμεν τους τοις κεντροις τους ἱππους τυπτοντας .
9999964 παραφροσυνην
ἀνακεκλισθαι τους ἀνθρωπους ἐν τῳ ὑγιαινειν : δηλοι γαρ ἠ παραφροσυνην ἠ μεγιστην ὀδυνην των περι την γαστερα χωριων ,
και σφυγμος ἐνειη ἐν τῳ ὑποχονδριῳ , θορυβον σημαινει ἠ παραφροσυνην [ . . ] : τινα των ἀντιγραφων “
9999964 γνωρισματα
ὁμαλην και πολλην ποιοιτο , πεψεως μεν ἀν εἰη ἀκριβους γνωρισματα , πλειονα δε τον ὠμον χυμον ἐκκαθαιρεσθαι δηλοι .
και ὑποτραχυ , ἀκρων καταψυξις και ταυτα μεν ἐξωθεν τα γνωρισματα . ἀπο δε των σφυγμων ἐκ τε της σμικροτητος
9999964 ἐμποριαν
, τι ὠφελουνται ; ἠ τοσουτον αὐτων πλεονεκτουμεν κατα την ἐμποριαν , ὡστε παντα τα ἀγαθα παρ ' αὐτων λαμβανομεν
της δε φανερας ἐκοινωνουν . ἐργασαμενου δε Διοδοτου κατ ' ἐμποριαν πολλα χρηματα πειθει αὐτον Διογειτων λαβειν την ἑαυτου θυγατερα
9999964 ἐποιουν
ἐπεισαν ἐν τῃ βουλῃ κατηγορειν των στρατηγων . ἐντευθεν ἐκκλησιαν ἐποιουν , εἰς ἡν ἡ βουλη εἰσηνεγκε την ἑαυτης γνωμην
, εἰ μη ἐδυναντο ταυτα ποιειν , οὐκ ἀν ποτε ἐποιουν ; Δηλον δη . Ἀλλα μεντοι δυναμει γε δυνανται
9999964 συνεστηκοτα
ἐκεινην ποιητεον εὐθυ μετα πλειαδος δυσιν : τοτε γαρ εἰναι συνεστηκοτα τε μαλιστα και ἡκιστα τεμνομενα δακρυρροειν και ῥηγνυσθαι .
αὐτῳ λεγοντι : ” μετα ταυτα ἐστιν ἐπιγνωναι τα τε συνεστηκοτα των ζητηματων και ὁσα μη συνεστηκε „ : τα
9999964 ἐμπειριαις
το ἀνδρια δια του ι . δαημοσυνῃσι : ἐπιστημαις , ἐμπειριαις . Ἐντεσι : ὁπλοις : ἐντεα τα ἁρματα ἀπο
τον Βαρκαν το του πληθους ἐλλιπες ταις ἀρεταις και ταις ἐμπειριαις ἐπειρωντο διορθωσασθαι . οἱ μεν οὐν πασιν ἐδοξαν ἐμφρονως
9999964 ἀναγκαζει
του Ἐρεσιου Θεοφραστου οὑτως λεγομενον ἐν τῃ περι φυτων ἱστοριᾳ ἀναγκαζει με ἐπι των κιτριων ἀκουειν τα σημαινομενα . φησι
του Κερσοβλεπτου γραφει ὁ Ἀθηνοδωρος συνθηκας , καθ ' ἁς ἀναγκαζει τον Κερσοβλεπτην ὀμοσαι προς θ ' ὑμας και τους
9999964 ἐνεργητικος
. Ἐαν τυπωμεντυπητετυπωσιν . Ἑνικα . Ἐαν τυπτωμαι : ὁ ἐνεργητικος ἐνεστως των ὑποτακτικων προσθεσει της μαι παθητικος γινεται ,
: ἡ φωνη ἀοριστου ἠ παρακειμενου , οὐδεποτε δε παρακειμενος ἐνεργητικος ἀοριστῳ εἰς α ληγοντι συνεπεσεν , εἰ μη οὑτος
9999964 διωρισμενα
καθο συνεχη ἐστιν ἑαυτοις και μερη ἐχει , καθο και διωρισμενα τουτοις πασιν ἐστι . το οὐν παντῃ διαφερον τινος
δεχομενην δε τα σχηματα και τας ποιοτητας παντα γιγνεσθαι τα διωρισμενα . εἰ οὐν ὡς ἀφ ' ἑνος ὑποκειμενου της
9999964 ἀποχρωσαν
ἐξαψαι τας ὁρμας ἀνεχαιτισαν αὐτων : οὑ γενομενου , ἐδοκει ἀποχρωσαν φυλακην ἐγγιστα των τειχων της πολεως καταλειφθηναι , μη
και ἀστεϊσμων . , . . ἐνεβη ἐνεβη δε ναυν ἀποχρωσαν τοις ἑταιροις . εἰς Ἀθηνας και Προκλον ἀπαιρει ἐτι
9999964 ἀγανακτουντων
των κατα την ἀγοραν των μεν οἰκτειροντων , των δε ἀγανακτουντων , των δε ὁμοσε τοις δεδρακοσι χωρειν ἐσπουδακοτων .
τας τουτων οὐσιας ἀφῃρειτο . ἐφ ' οἱς δυσχεραινοντων και ἀγανακτουντων , την παρα παντων ὀργην ἐπαναιρουμενος ταχυ τοις ὑποτεταγμενοις
9999963 Μενανδρον
των χρηματων αὐθις ἐταχθη Ἁρπαλος . ἐς Λυδιαν δε σατραπην Μενανδρον ἐκπεμπει των ἑταιρων : ἐπι δε τοις ξενοις ,
πολλοι μη εἰρησθαι , λεγοντες μη δειν εἰς χρησιν δεχεσθαι Μενανδρον . Εὑρισκομεν δε ὁμως αὐτο και παρα Δημοσθενει κειμενον
9999963 ἐξαμαρτανειν
παντων οἰομαι των εἰρημενων χρησιμωτατον ἐσεσθαι και του μη πολλα ἐξαμαρτανειν τους παραληψομενους την ἀρχην αἰτιωτατον , μη δια βιου
οἰνον ἠ δι ' ὀργην ἠ τιν ' ἀλλην αἰτιαν ἐξαμαρτανειν ἐπιχειρουντας αὐτοι παροξυνουσιν , οὐδεμι ' ἐστιν ἐλπις σωτηριας
9999963 συγγνωμονικον
ἐν παθεσιν ᾐ τα ἀπ ' ἀρχης ἀχρι τελους , συγγνωμονικον ὑπαρξει το χρωμα , ὡς ἐπι της δακρυουσης νυκτωρ
διαφοραν αὐτων δεικνυσιν : λεγω δε το παραγραφικον , το συγγνωμονικον : ἐκει μεν γαρ ἐφαμεν τα του δικαιου μορια
9999962 ὑγιεινως
κριθησεται δε το προς ἀνατροφην εὐφυες ἐκ του την ἀποκυησασαν ὑγιεινως ἐν τοις της κυοφοριας βεβιωκεναι χρονοις : αἱ νοσηλειαι
ἠ εὐεκτων οὐκ ἀν δεηθῃ εἰδεναι ἰατρικην προς το ἐνεργησαι ὑγιεινως ἠ εὐεκτικως , οὑτως οὐδ ' ὁ ἐν ἑξει
9999962 κατεφαγεν
ἡ γη και οὑς διεμερισαντο τα θηρια , και οὑσπερ κατεφαγεν το πυρ δια τους ἐμους λογους : νυν ἐγνωκα
ἐκλεξασθαι τουτους προὐτρεπετο . και ὁ λεων θυμωθεις τον ὀνον κατεφαγεν . εἰτα τῃ ἀλωπεκι μεριζειν ἐκελευσεν . ἡ δ
9999962 πεντεκαιδεκατον
δια των σκιοθηρικων δεικνυται . Το δε του ὁλου κυκλου πεντεκαιδεκατον πεμπτον ἐγγιστα της διαμετρου γινεται . Ἀν τοινυν ἐπιπεδον
ἐστιν αὐ συν εἰκαδι , Ὑδροχοου τεσσαρα λαμπρομοιρια , Το πεντεκαιδεκατον αὐ συν εἰκαδι , Των Ἰχθυων δε δωδεκα συν
9999962 τυγχανοντα
φανῃ τουτο ἀπροφασιστως ποιων , τουτον ὁρω παρα Κυρου τιμης τυγχανοντα : το τε προς τους πολεμιους ἀλκιμον εἰναι οὐ
δια του ω μεγαλου γραφονται , ὀξυτονα τε και βαρυτονα τυγχανοντα : λωρος : χωρος : Ὠρος ὀνομα κυριον :
9999962 κατεθεντο
ἐμεναι : τωι παντ ' ὀνομα ἐσται , ὁσσα βροτοι κατεθεντο πεποιθοτες εἰναι ἀληθη , γιγνεσθαι τε και ὀλλυσθαι ,
ἐκινδυνευσε παρ ' ὀλιγον πολις εἰναι : ἐν ταυτῃ γαρ κατεθεντο της πολεως την κτισιν οἱ της ἀποικιας ἡγεμονες .
9999962 προσηγορευσεν
υἱον αὐτου δια την περι τον γεννησαντα γεγενημενην φιλοτιμιαν Εὐσεβη προσηγορευσεν . , . . ) Ἀφ ' ὡν χρονων
ἀναδοθεντος ἐκ του τοπου , ὁ ἡρως βουθυτησας Καδμου ποδα προσηγορευσεν αὐτον . Μετα δε τινα χρονον Ἰσμηνος , Ἀμφιονος
9999962 ἐπικρατουσης
ὀρθως τῳ σωματι και † αὐτα κατορθουμενα . κακιας γαρ ἐπικρατουσης ἐν τῃ ψυχῃ , εἰς πονηρα και αὐτα συντελεσουσι
ψιλην δυσκρασιαν καμοντων τα οὐρα πανυ λεπτα διαφαινεται της οἱασδητινος ἐπικρατουσης δυσκρασιας , ἡττον δ ' αὐ λεπτα διαφαινεται ,
9999962 κηρωτας
δευτεραν ἠ τριτην ἡμεραν . κατα των ἀνθρακων ἐπιρριπτεον κεφαλικας κηρωτας ἀνιεμενας , καλη τε ἡ τε δια βοτανων και
μετα τας ἐμβροχας παραλαμβανομενων των ἀκοπων , ὡς παραλαμβανεται μετα κηρωτας και μαλαγματα . διαφοραι δε των ἀκοπων τρεις ,
9999962 Δημητριον
την συγγνωμην . Ὁτι Ἀγαθοκλης ἀπεστειλεν Ἀγαθοκλη τον υἱον προς Δημητριον τον βασιλεα φιλιαν συνθεσθαι και συμμαχιαν . ὁ δε
ἰδιους μια μεν των νεων ὑποχειριος ἐγενετο τοις περι τον Δημητριον , αἱ δ ' ἀλλαι διεφυγον τον κινδυνον .
9999962 συνελεγοντο
δη ἀλλο Ἀρκαδικον οὐτε τι παρελυε του κοινου δογματος και συνελεγοντο ἐς την Μεγαλην πολιν σπουδῃ : Λυκαιαται δε και
γαρ ταγματων ὀντων ἑκαστου ταγματος οἱ πεσοντες εἰς ἰδιαν πυρκαϊαν συνελεγοντο : εἰπεν ἐν ταις Θηβαις ὁ υἱος του Ταλαου
9999962 ἐκρινοντο
, ὡς Δημοσθενης . . ἐπι Παλλαδιῳ ] ἐπι τουτῳ ἐκρινοντο οἱ ἀκουσιοι φονοι . οἱ δε ἐν τουτῳ τῳ
τεσσαρες μεν ἐχειροτονουντο δι ' εὐγενειαν ἀρρηφοροι , δυο δε ἐκρινοντο , αἱ της ὑφης του πεπλου ἠρχον και των
9999962 ἀποστατει
δε ταυτα [ . . ] : ἀπατης δικαιας οὐκ ἀποστατει θεος , και : ψευδων δε καιρον ἐσθ '
οὐ , ἀλλ ' ἐξ ἰσης και ἀμφω των νομων ἀποστατει : και οὐδεν παρα τουτ ' οἰμαι βελτιω ταυτ
9999962 χαλεπωτερον
, προς Ἱμεραιους καταψευσομαι σου , κἀν ἐτι παραστῃ . χαλεπωτερον δε σοι οἰμαι και τουθ ' , ὁπερ προπεμπειν
, ἀλλα χαλεπωτερον γε ἐκεινου και ποικιλωτερον : πως δε χαλεπωτερον και ποσαχως συμβαινει και πως προς αὐτο ἐνστατεον ,
9999962 παρειμι
βουι ? [ ! ! ! ! ] : ] παρειμι ! [ ] ηξωμε ? [ ] ! παρεξ
χρη ὁμου μεν ὑπακουσαι τῳ καλουντι μεγαλῃ τῃ βοῃ ὁτι παρειμι , ὁμου δ ' ἐξελαυνειν τον ἱππον τρεις λογχας
9999962 Ἀριστομαχου
βασιλευοντος ἐν Ἠλιδι , τηνικαυτα ὁ Δωριεων στολος συν τοις Ἀριστομαχου παισιν ἠθροιζετο ἐπι καθοδῳ τῃ ἐς Πελοποννησον . γινεται
Ἀριστοδαμιδα του Μεροπος του Θεστιου του Κισσου του Τημενου του Ἀριστομαχου του Κλεοδαιου του Ὑλλου του Ἡρακλεους . ἐνιοι δε
9999962 κοιλιαι
ἀρα και λυεται τα τοιαυτα σπασμοισιν ; ἠ των τοιουτων κοιλιαι νοσεουσι , δια των αὐτων ἰοντων ; Ἐξ ὀσφυος
χυντο χαμαι χολαδες . χολικες δ ' αἱ των βοων κοιλιαι : Ἀριστοφανης Βαβυλωνιοις : ἠ βοιαδαριων τις ἀπεκτεινε ζευγος
9999962 δυσχεραινουσι
ταὐτον τοις πολλοις , οἱ δια τους νοθους του πραγματος δυσχεραινουσι και τους γνησιους . ἀλλ ' οὐχ ὑμεις ,
, ἡδεως ἀν πυθοιμην παρ ' αὐτων , ἐπι τῳ δυσχεραινουσι των ἀξιουμενων και τι μελλουσιν ὑμας πειθειν : ποτερα
9999962 χοινικος
ἐστι τοις εἰρημενοις και τουτο : ὁς κεν ἐμης γε χοινικος ἁπτηται : λεγει γαρ τα ἐμπεριεχομενα τῃ χοινικι .
πυρ μαχαιρᾳ μη σκαλευειν , ζυγον μη ὑπερβαινειν , ἐπι χοινικος μη καθιζειν , καρδιην μη ἐσθιειν , φορτιον συγκαθαιρειν
9999962 σπουδαιους
ἐπειπερ ὀνοματων οἰκειων ἠμοιρησεν , ἐασωμεν τους περι τα τοιαυτα σπουδαιους ταις ἐπινοιαις μανθανειν . Των οὐν ἐπι σηψει αἱματος
κατανοειν . κατασκοπους ἐπιλεκτεον σταθερους , ὀξεις , πιστους , σπουδαιους , δοξης μαλλον ἠ χρηματων ἐρωντας : οὑτοι μεν
9999962 ἐλατηριου
. δʹ νιτρου ἐρυθρου . . . δραχ . αʹ ἐλατηριου . . . . . δραχ . αʹ .
κενοι και θλαϲπεωϲ ϲπερμα ἐνιεμενον , και ὁ χυλοϲ του ἐλατηριου και το δι ' αὐτου ἠ το δια των
9999962 κατειληφει
ἰσχνον , ἁ με ἡ νοσος εἰργασατο νοσος γαρ δη κατειληφει την ἐπιδειξινἀλγειν μεν ἐφη , πολεμου δε ἠρχετο και
μετεγνωσαν της πολεως ἠν μονης και ἡ τριηρης την τριηρη κατειληφει . θαυμαζω δε εἰ των μεν ἰδιωτων την ἐργῳ
9999962 κομωντα
θυγατερα . Ὡς δε συνεπενευσεν , ἐκελευσεν αὐτον ἀποκειρασθαι τεως κομωντα , κατασκευασας δε ξυλινην κεφαλην ἐοικυιαν τῃ Ἀρδυος ,
βασιληα φερεπτολιν ἠε τιν ' ἀνδρα ἀθλοφορον , θαλλοισι νεοστεπτοισι κομωντα , παιδες τ ' ἠϊθεοι τε και ἀνερες ἀμφιεποντες
9999962 συμπασαν
αὐτον Ἱππαρχον εἰκαζεται λεγεσθαι ὁσον χιλιων σταδιων , ὡστε την συμπασαν κατ ' Ἐρατοσθενη κεφαλαιουσθαι ἐννακισχιλιων ἑξακοσιων : αὐτος συντετμηκε
, ὡς φησιν Ἀσκληπιαδης ὁ Μυρλεανος . Ῥωμαιοι δε την συμπασαν καλεσαντες ὁμωνυμως Ἰβηριαν τε και Ἱσπανιαν το μεν αὐτης
9999962 γινωσκομεν
ἑκαστον γνωριζομεν , ταυτα ἐκεινου ἀρχη ἐκ δε των ὁρισμων γινωσκομεν ἑκαστον των ὀντων , οἱ ὁρισμοι ἀρα ἀρχαι .
ἠ βραδεως . και φησιν ἐκ τεσσαρων τινων σημειων τουτο γινωσκομεν , ἀπο τε της ὀδυνης και της βηχος και
9999962 χαιρουσαν
καχαλω καγχαλω . παρα το ἐν χαλασματι εἰναι την ψυχην χαιρουσαν , εἰ γε το ἐναντιον ἐν τῃ λυπῃ συνεσταλται
με παρα το εἰωθος και τῳ προσωπῳ και τοις ὀφθαλμοις χαιρουσαν ὠ Γλυκεριον ἠροντο , τι σοι τηλικουτον γεγονεν ἀγαθον
9999961 ἐνυπαρχει
' ὡν οὐκ ἐστιν ὠνομασμενον το ἀντικειμενον , ἀλλ ' ἐνυπαρχει μεν τῃ ὑλῃ , δηλον δε οὐκ ἐστιν .
εἰη γενος ; Ἠ πρωτον οὐκ ἀναγκη , εἰ τι ἐνυπαρχει πολλοις , γενος εἰναι οὐτε αὐτων , οἱς ἐνυπαρχει
9999961 Συρακουσιος
δεξαιτο ὁ Ἱερων . οἰκοθεν οἰκαδε : ὁτι Ἀρκας και Συρακουσιος ὁ Ἀγησιας . ὁ δε νους : οἰκειον ὀντα
, συνετους δε τινας και νομοθετικους . Ἀρχετιμος δε ὁ Συρακουσιος [ ] ὁμιλιαν αὐτων ἀναγεγραφε παρα Κυψελωι , ἡι
9999961 τετρακοσιων
. περι δε τουτους τους χρονους Ἀθηναιοι την ἐκ των τετρακοσιων ὀλιγαρχιαν κατελυσαν και το συστημα της πολιτειας ἐκ των
πολεμιων ὑπερ τους πεντακοσιους , ἐζωγρησαν δε οὐκ ἐλαττους των τετρακοσιων . ὀλιγαις δ ' ὑστερον ἡμεραις γενομενης μαχης περι
9999961 σχολαστικος
οἱ Σαμιοι ἀνεβοησαν εὐφημουντες αὐτον και θαυμαζοντες . ὁ δε σχολαστικος προσπεσων τηνικαυτα τῳ Ξανθῳ , νενικησθαι τε ὡμολογει και
, οἱον ὁλος ὁ φορος ἠλθε και ὁ δεινα ὁ σχολαστικος . Παρονομασια δε ἐστι παραποιησις ὀνοματος προς παραπλησιον ἐγγυς
9999961 θυριδος
βρεφος , ὡς εἰδεν ἐρημιαν , ἐσεθορε δια τινος ἀνεῳγμενης θυριδος , ἐξ ἡς οἱ παντα συνοπτα ἠν , και
κακον τουτο ζητει περι τας κλινας περινοστων . Κἀν ἐκ θυριδος παρακυπτωμεν , το κακον ζητειτε θεασθαι : κἀν αἰσχυνθεις
9999961 συγχωρησομεν
, τον μεν πραως τε και ἐκ μειζονων διαλειμματων ἐντρεχοντα συγχωρησομεν : εἰ δε συντονος τε εἰη και σφοδρος και
τυραννων δωρεαι . δρασομεν τ ' , εἰ και ταυτα συγχωρησομεν αὐτοις , ὁμοια τοις προς ἡδονην θεραπευουσι τους καμνοντας
9999961 ἀπαιτησεως
ἀπο βουλησεως , ἀπο δυναμεως , ἀπο της των ἐλεγχων ἀπαιτησεως : τουτῳ γαρ και πανυ ἰσχυει ὁ φευγων ,
ὁμοιως στοχαστικη τοις ἐμπιπτουσι πρωτοις τοποις ἐκ της των ἐλεγχων ἀπαιτησεως . οἱον , οὐκ εἰ τις παρεστιν ἁπλως ,
9999961 ἀγανακτων
λαβοντα ἀποχωρειν . και μηδεις νομισῃ ὡς ἐγω ὑπερ ἐμαυτου ἀγανακτων ταυτα εἰρηκα μαλλον ἠ ὑπερ ὑμων δεδιως μηποτε ἀρα
ἐπι τῃ τυραννιδι αἰτιαν σχων και φυγῃ ἀιδιῳ ἐλασθεις , ἀγανακτων τ ' ἐπι τῃ συμφορᾳ και τιμωριαν παρα των
9999961 νενομισμενα
ὑποτοπησαντες εἰρησθαι νυνι συμβολικως αἰσθησιν τε και νουν , τα νενομισμενα καθ ' ἡμας αὐτους εἰναι κριτηρια , τοπον δε
των πλουσιων , ἱνα και χορηγωσι και φιλοτιμωνται ταυτι τα νενομισμενα δαπανηματα , δει δε και κολακων ἀνδρων , ἱνα
9999961 ἀπορροην
και δυναμεως ἐχων . Ὡς δε και θεων ὁσα φυλα ἀπορροην της Διος του παντων πατρος δυναμεως ἑκαστα ἐχει και
ἀν τα τελεια ὑψωθῃ , οὐτ ' αὐ παρα την ἀπορροην , ἀει γαρ ληγει , μεχρι ἀν ἀποδῳ .
9999961 παραγενοιτο
, ὡς δει θεοσεβειαν ἀσκειν . αὑτη δε οὐκ ἀν παραγενοιτο , εἰ μη τις ἀφομοιωσειε τῳ θεραπευομενῳ το θεραπευον
ἐκαιε , και την ἐντελη πολιτειαν ἐλεγεν ἀποδωσειν , εἰ παραγενοιτο ἐκ Παρθυαιων Ἀντωνιος : πειθεσθαι γαρ κἀκεινον ἐθελειν ἀποθεσθαι
9999961 γιγνωσκοντες
μη λογῳ ἐργῳ τε ἱκανοι φυλακες εἰεν , ἀρετης περι γιγνωσκοντες ἱκανως , θαυμαστον τι ταυτην την πολιν ἀφυλακτον οὐσαν
' ἀκολουθει τις νεμεσις τῳ τολμηματι . ἁ και Λακεδαιμονιοι γιγνωσκοντες οὐδεν οὑτως ὡς τας δια πολλου στρατειας φυλαττονται .
9999961 Τιγρανην
της ἀλλης δεξιωσεως μετειχεν . Ἐπεμψε δε και Λευκολλος προς Τιγρανην πρεσβευτην Ἀπιον Κλωδιον , Μιθριδατην ἐξαιτων : ὁ δε
και οὐ Περσικη . Οἱ δε Μηδοι ἀρχοντα μεν παρειχοντο Τιγρανην ἀνδρα Ἀχαιμενιδην . Ἐκαλεοντο δε παλαι προς παντων Ἀριοι
9999961 ἀντειχοντο
ὡς και οἱ φιλοσοφοι : οἱ δε ῥητορες ἀδιαφορως καλουσιν ἀντειχοντο : ἐφροντιζον και ἀντεποιουντο και ἐπεμελοντο , ἐρωτι δηλονοτι
ὁτι , οἰμαι , της σεμνοτητος ὡς οἱον τε μαλιστα ἀντειχοντο και κρειττονα ἠ κατα τους πολλους τα ἠθη παρειχοντο
9999961 κρατησαντα
και των ἀλλων οὐκ ὀλιγους ἀνελειν , το δε τελευταιον κρατησαντα των βασιλειων την μεν Κλεοπατραν [ ἐκ ] της
ἐτι και βασιλεα μονον ἐφ ' ἁπαντων γενεσθαι τῳ ἀστραγαλῳ κρατησαντα , ὡς μητε ἐπιταχθειης γελοια ἐπιταγματα και αὐτος ἐπιταττειν
9999961 ἐθελοιμεν
ἐπορευομεθα δια ταυτης της χωρας ὁποι ἐβουλομεθα , ἡν μεν ἐθελοιμεν πορθουντες , ἡν δε θελοιμεν καιοντες , και συ
τον ἀριθμον οἱ βαρβαροι . . εἰπερ γαρ κ ' ἐθελοιμεν Ἀχαιοι τε Τρωες τε ὁρκια πιστα ταμοντες , ἀριθμηθημεναι
9999961 κυαμους
μελικρατου παλαιου ἐνσταζουσαν ἠ κροκον μετα του οἰνου τριψασαν ἠ κυαμους τους Αἰγυπτιους . ὑγραινονται δε τοις τοιουτοις του γαλακτος
και εὐτελη τα τοιαυτα γινεται . Ἡ ὀροβακχη φθειρει τους κυαμους και τους ἐρεβινθους περιπλεκομενη . το ζιζανιον , το
9999961 ἐξαιρετον
ἀναξ , Ἀτρεως φιλος παις , τησδ ' ἐρωτ ' ἐξαιρετον μαιναδος ὑπεστη : και πενης μεν εἰμ ' ἐγω
φωσι το ὑγιαζειν κοινον ἰατρου τε και οὐκ ἰατρου καθεστηκος ἐξαιρετον γινεσθαι του τεχνιτου , ἐπειδαν ἰατρικως ἀποτελεσθῃ , τοτε
9999961 σφοδροτητος
ἐπιφοραν φησι την καταφοραν , οἱ δε καταφορικοι των λογων σφοδροτητος οἰκειοι . [ , ] τι γαρ δηποτε ,
ἐμβαλοντα . ἐμβεβληκοτα ] ἐπαγαγοντα . θΞ ἐμβεβληκοτα ] μετα σφοδροτητος . Ξ εἰ και δικαιως προς τον πολεμον ὡρμησας
9999961 πιειραν
ἐπιτηδειοτατην εἰναι εἰς εὐκαρπιαν της ἀλλης εὐκαρπου γης , και πιειραν και λιπαραν ὀρθωσειν , και ὀρθην φυλαξαι αὐτην τῃ
πεττει . Δει δε και την γην μητε πηλωδη μητε πιειραν εἰναι μητε γλισχραν : δια γαρ την ὑγροτητα και
9999961 ἐπαγγελιας
, κυριε μου Ἁβρααμ , ὁτι και καρπον κοιλιας ἐξ ἐπαγγελιας ἡμιν ἐδωρησαντο τον Ἰσαακ ; ἐκ γαρ των τριων
ὁ τεχνικος περι των λογικων διαλαμβανων στασεων εἰκοτως κατα τας ἐπαγγελιας ἐπι τας νομικας μεταβεβηκε , και ζητησειε δ '
9999961 σπουδαιων
ἐν γλυ - κει κρητικῳ , ἠ ἑτερῳ τινι των σπουδαιων . Ἐρασιστρατος δε ἐν τῳ περι δυναμεων ἀνεγραψατο ,
διαφοραν των ὀντων , ἀψυχων ἐμψυχων , ἀλογων λογικων , σπουδαιων φαυλων , δουλων ἐλευθερων , νεωτερων πρεσβυτερων , ἀρρενων
9999961 κατορθωμασι
ἀναιδως ὁ Κλεων ἀλλοτριᾳ ἐπεπηδησε νικῃ και της ἐπι τοις κατορθωμασι δοξης αὐτους ἀφειλετο , και αἱ ἑταιραι δε ἀναισχυντοι
προθεσιν καταχρηται . εἰ δε τῳ δοξειεν ἐπι τοις μειζοσι κατορθωμασι και μικροτερας ἁπτεσθαι πραξεως , οὑτος εἰ προσσχοι ταις
9999961 ἀποροι
ϲκηνοϲ , τα δε ϲπλαγχνα καιεϲθαι δοκεουϲι : ἀϲωδεεϲ , ἀποροι , οὐκ ἐϲ μακρον θνῃϲκουϲι : πυριφλεγεεϲ διψαι .
παρα σφας ὁσαι νυκτες τον χουν : ὡς δε παντῃ ἀποροι τῃ γνωμῃ ἐγινοντο οἱ βαρβαροι , ἐδοκει ἀναχωρειν .
9999961 Συρακουσιων
διαθεσθαι περι της ἀνθρωπου . και γαρ , ὡς πυνθανομαι Συρακουσιων , πασαν τε την ἀλλην ἀρετην , προς δε
Δημοσθενην δε και Νικιαν ἀποθανειν Τιμαιος οὐ φησιν ὑπο των Συρακουσιων καταλευσθεντας , ὡς Φιλιστος ἐγραψε και Θουκυδιδης , ἀλλ
9999961 ὑγραινουσι
ἀγριοι ἀμεινους . ὀρτυγες και κορυδαλοι κακιστοι : και γαρ ὑγραινουσι τε και οὐ πεττονται . των δε τιθα -
και καππαρεως . δει οὐν μη παντοτε τοις ἐμψυχουσι και ὑγραινουσι κεχρησθαι , ἀλλα διορισαντας ἀκριβως και διεγνωκοτας οὑτω κεχρησθαι
9999961 παραδεδωκεν
την της ῥητορικης τεχνην και δυναμιν ἐν τεσσαρσι βιβλιοις συμπεριλαβων παραδεδωκεν , ἁπερ εἰσιν αἱ καλουμεναι Στασεις , αἱ Εὑρεσεις
ἐτει παραδοσις Διος Αἰγοκερῳ Ἀρει Λεοντι ἡ δια ηʹ : παραδεδωκεν οὐν Ζευς Ἀρει ἀπο του γʹ εἰς το ιʹ
9999961 ὁποτεροι
δητ ' ἐγνωκας ὡς οὐδεν λεγεις ; και των θεατων ὁποτεροι πλειους σκοπει . και δη σκοπω . τι δηθ
ἐκεινοις οὐ ξυμμαχησειν και σφισι προσιεναι και οὐ διαμελλησειν περισκοπουντας ὁποτεροι κρατησουσιν . ναυσταθμον δε ἐπανα - χωρησαντας και ἐφορμηθεντας
9999961 ἰσοσυλλαβον
γαρ ἠν ἐκ του ἐδω βαρυτονου , ἐτυς ὠφειλεν εἰναι ἰσοσυλλαβον τῳ ἐδω , ὡσπερ γραφω γραπτυς , πρασσω πρακτυς
προϋπηρξεν αὐτῳ ὀνομα , οὑ το τελος εἰς Ω τραπεν ἰσοσυλλαβον ῥημα ἀπετελεσε . και βαρυνεται μεν ταυτα : βαζω
9999961 θαυμασιος
ῥωμῃ γενναιας φυσεως και θεων ἀγχισπορου ἐν ταις ἐξηγησεσιν ἠν θαυμασιος . , . . ἀμηχανον ποθῳ τε ἀμηχανῳ της
παμφαγον δοκιμαστηριον των ἁμαρτωλων . και ὁ μεν ἀνηρ ὁ θαυμασιος ὁ καθημενος ἐπι του θρονου , αὐτος ἐκρινεν και
9999961 γραψωμεν
ἀν δη περι τα Θ Κ Λ Μ Ν σημεια γραψωμεν ἐλλειψιν , ὁ ἐλασσων αὐτης ἀξων διαμετρος ἐσται του
θκ ἐκβληθεισης ἐφ ' ἑκατερα , ἐαν κεντρῳ τῳ θ γραψωμεν ἰσον τῳ ἐκκεντρῳ τον μλνξ , δηλον ὡς οὑτος
9999961 κατεσχεν
, τας δε πυλας της πολεως ἀνεῳγμενας εὑρων και ταυτην κατεσχεν . Ὁτι Δημητριος πολιν πολιορκησαι βουλομενος ἀνεχωρησε μικρον ἐξ
, και πυρετου ἐπεχοντος : φαρμακον δε πιων , οὐ κατεσχεν , οὐδ ' ἐκαθηρατο ἡμερῃσι πριν ἀποθανεειν ἑξ .
9999961 ἀπειλης
ὁρκων και κολασεων . οὐκ εὐπειθως δε ἀκροωμενων ὑφηκε της ἀπειλης , ἱνα μη τις ἐκ των νεοληπτων στρατων ἐπιγενοιτο
: ] ἐπανακυκλοι δε τον λογον ἱνα μη λαθῃ της ἀπειλης . τα οὐν ἀνταποδιδομενα τῃ μοχθηριᾳ δια τουτων παριστησι
9999961 ἀφεστωτας
του κωλου το παχος , ὡστε μητε ἐπιπιπτειν ἀλληλοις μητε ἀφεστωτας διαλειμματα ποιειν : ἐπι δε τουτοις ἐπιδεσμιδα τριτην ἐπιβαλλοντας
οὐσαν , και ἐκ τουτων ὁρμωμενος , διεπολεμει προς τους ἀφεστωτας . οἱ δε Συρακοσιοι το μεν πρωτον μερος της
9999961 κοιλιακους
ὀξυακανθου ὁ καρπος ἐσθιομενος τε και πινομενος . ἀκανθα λευκη κοιλιακους και στομαχικους ὠφελει . μορεας ὁ ἀωρος καρπος ξηρανθεις
ἐντερα αὐτου ἑφθα μετα ἁλατος βρωθεντα , πονον κοιλιας και κοιλιακους ἀκρως ἰωνται . συν δε τουτοις και ἡ κοιλια
9999961 κατειληφοτες
παραπλειν ἐπι τον λοφον τον καλουμενον Ταυρον . τουτον δε κατειληφοτες ἠσαν Σικελοι , συχνοι μεν το πληθος ὀντες ,
, ἠ πεπονθοσι τοποις , οἱον αἱματος ἐνοχλουντος , μη κατειληφοτες , ὁτι αἱμα ἐστι το νοσαζον , ἀπο δε
9999961 ἐπελαθοντο
' ἐπει γεωργουντες ἐπαυσαντο οἱ Περσαι , και της γης ἐπελαθοντο , και των ἀροτρων και των ἀμητηριων , τοτε
και προὐπιον και ὑμνον ᾐσαν και οὑ τυχης εἰσιν , ἐπελαθοντο κλινων τε ἀπολαυοντες αἱς πολυ προς ἀλληλας το μεσον
9999961 θεραπευομεν
ἡμεις δ ' ὑπερ ἡμων αὐτων λεγοντες και το σον θεραπευομεν . μαλλον δε της μεν σης ἀπολογιας και ἡμεις
ἐχειν οἰκειοτερον : ἐπει και του σωματος ἀει το καμνον θεραπευομεν και πλειονα ποιουμεθα προνοιαν ποδων ἠ ὀφθαλμων , ὁταν
9999961 συνεφερεν
ἑν των κεφαλαιων ὑπερβαινει , τον θρηνον : οὐ γαρ συνεφερεν τῳ συμβουλευτικῳ οὐδε τῃ προτροπῃ το θρηνειν , ὡς
Πισιδιας ἐπι Παμφυλιαν ἀφοριζεται . και πολλην εἰς τα πραγματα συνεφερεν εὐνοιαν , τῳ τε σωματι παραβαλλομενος ἐς τους πρωτους
9999961 ἐκινδυνευον
και ἀλλης πεντε . και περι της πολεως αὐτης πολλακις ἐκινδυνευον , και λιμοι τε και λοιμοι συνεχεις και στασεις
μεν οὑ ἐκεινοι ἐταττον ἐμενον ὡσπερ και ἀλλος τις και ἐκινδυνευον ἀποθανειν , του δε θεου ταττοντος , ὡς ἐγω
9999961 διδαξει
, μελλειν ξυλῳ μικρου δειν ἀποθανεισθαι . οὑτος ὁ ὀνειρος διδαξει σε ζητειν τι και περας των ἐνδεχομενων ἀποβαινειν .
Σωκρατες , τους ἀδικουντας τι ποτε δυναται , αὐτο σε διδαξει ὁτι οἱ γε ἀνθρωποι ἡγουνται παρασκευαστον εἰναι ἀρετην .
9999960 ἀπολαυουσι
τρις την γην του ἐτους καρπον , ὡς τελειων ἀγαθων ἀπολαυουσι των τροφιμωτατων ἐκ των ζωογονων δυναμεων των ἐπι της
σθενος ὁραν του φωτος : ὁ ἐστιν : οὐ πασης ἀπολαυουσι της του φωτος ἡδονης οἱ πενητες . σημειωσαι γνωμην
9999960 εὐτρεπιζειν
δε εὐτρεπισῃς , φρυγανων φακελον μαλθακων ἠ τι τῳδε ἐοικος εὐτρεπιζειν ὁσον την κλινην οὐ περιοψεται ἐπι την γην ῥιπτευμενην
παλιν . μελει : δια φροντιδος ὑπαρχει . ἐντυνεσθαι : εὐτρεπιζειν , κατασκευαζειν , ὁπλιζειν εἰς ἀγραν . Των :
9999960 πικροτατον
ἐστι το κρεας : το δε αἰτιον , πεφυκεν εἰναι πικροτατον . Εἰναι δε ἀλογα μεν ζῳα , φυσικην δε
σον ἐστιν , ὁμοια σε τῳ Σαλαιθῳ ποιειν , ὁς πικροτατον κατα μοιχων θεις τοις Κροτωνιαταις νομον και θαυμαζομενος ἐπ
9999960 ἐπικρατουν
παντων μεν ἐν πασιν ἐνοντων , ἑκαστου δε κατα το ἐπικρατουν ἐν αὐτωι χαρακτηριζομενου . χρυσος γαρ φαινεται ἐκεινο ,
, ἀλλα παντα μεν μεμικται , λεγεται δε κατα το ἐπικρατουν ἑκαστον . Ἐπει οὐδε την γην ἀνευ ὑγρου φασι
9999960 Ἀλεξανδρον
ἀποπλουν ὁλοκληρῳ χρονῳ εἰς Τροιαν κατηρεν . ὀνειδιζει δε τον Ἀλεξανδρον ὡς ἀντι της εὐεργεσιας κακα διαπραξαμενον τῳ Μενελαῳ .
ηὐξατο τῳ Ἡλιῳ τας χειρας ἀνατεινας ἠ αὐτον βασιλευειν ἠ Ἀλεξανδρον . Ῥαδαμανθυος δε του δικαιου Ἰβυκος ἐραστην φησι γενεσθαι
9999960 καλαμινθης
δυναμενων , οἱον ἠ πευκεδανου ἠ καστοριου ἠ γληχωνος ἠ καλαμινθης ἠ θυμου , και ἐπιχριειν το μετωπον ἠ καστοριῳ
κηρου δρ . ηʹ , Ἀμμωνιακου δρ . ιϚʹ , καλαμινθης δρ . θʹ , κεδριας δρ . ιηʹ ,
9999960 ἀμεριστως
ποσον συμβαλλεται εἰς την ὑποστασιν αὐτου , ἀλλ ' ἐστιν ἀμεριστως περι τα σωματα μεριζομενος : ἐν γαρ πλειοσι τοις
θεος παρα τους διῃρημενους τροπους της μαντειας , ἀλλ ' ἀμεριστως ἁπαντας ἀπεργαζεται : οὐδε κατα χρονον διῃρημενως ἀλλοτε ἀλλους
9999960 γεγηρακοτας
εἰς Γ [ ὡς προς ] ⌈ γεγηρακοτα Γ [ γεγηρακοτας ] Γ λεγει . τρυγι ] ὁτι γερων .
. Ἀντιπελαργειν : ἀντιδιδοναι χαριτας . λεγεται γαρ τους πελαργους γεγηρακοτας τους γονεις τρεφειν . Ἀπληστος πιθος : ἐπι των
9999960 εὐπρεπειαν
διακρινεται και τα μεν ἀρτια και την φυσιν ἐχοντα προς εὐπρεπειαν και ἰσχυν εὐθετον τρεφεται , τα δε καταδεη τοις
] φονευσω . δομων ] των . ἀγαλμα ] την εὐπρεπειαν . μιαινων ] μολυνων . παρθενοσφαγοισι ] παρθενικοις .
9999960 παραδειγματικως
ὡς ἀδικουντες παρωξυναν , την συνηθη πολιτειαν ζητησαντες ; εἰτα παραδειγματικως τουτο εἰπε : δια τουτο προς Δαρειον ἡμεις παρεταξαμεθα
Πολιτειᾳ γραμμης εἰκονας μεν εἰναι των νοητων , προεσταναι δε παραδειγματικως των αἰσθητων : ἐν δε Φαιδωνι της ἀναμνησεως ἡμιν
9999960 παρεθηκεν
θεων ὀπιν ᾐδεσατ ' οὐδε τραπεζαν , την ἡν οἱ παρεθηκεν : ἐπειτα δε πεφνε και αὐτον . καιτοι θεος
Πολυδωρον τον υἱον Πριαμου : αὐτωι γαρ ὁ βασιλευς Πριαμος παρεθηκεν μικρον ὀντα μετα των χρηματων , ἱνα αὐτος περισωθηι

Back