. αὐτας μην σικυας τμηγων ἀνα κλωσμασι πειραις ἠερι δε ξηρανον : ἐπεγκρεμασαιο δε καπνῳ , χειμασιν ὀφρ ' ἀν
. τραγακανθης βεβρεγμενης γο . βʹ . ἀναπλασον τροχισκους και ξηρανον ἐν σκιᾳ και ἐκ τουτων διδου κατεχειν ὑπο την
9999992 παραλαμβανουσιν
δια καρδαμωμου και κυμινου και κνιδης σπερματος και πεπερεως ἐκλειγματα παραλαμβανουσιν . ἡμεις δε ταυτα δια την δριμυτητα παραπεμψαντες ,
, ἐν σοφῳ μονῳ φυομενην . το δε λεγειν ἀμφοτεροι παραλαμβανουσιν ὡς διαφερον του διαλεγεσθαι , ἐπειδηπερ το μεν ἐν
9999991 καθαιρεται
προσθετων , ὁσα τε δριμεα ἐστι και ὑφ ' ὡν καθαιρεται αἱμα , και των ποματων ἁσσα ὑστερας καθαιρει .
ὑδατος κοτυλην ἐπιχεας , ἐνειναι ἐς την ἑδρην , και καθαιρεται . Ἠν το στομα των ὑστερεων σκληρον γενηται ὑπο
9999990 κεκλησεται
. Ἀλλα δειξομεν ὡς οὐτε ὁ προκατειλημμενος συνδεσμος ἀλλο τι κεκλησεται ἠ συνδεσμος , οὐθ ' ἡ ἀποφασις . .
αὑτη πολις οὐσα της Ἀρκαδιας και κληθεισα ἀπο Ὀρεστου : κεκλησεται δε σης φυγης : Πελασγος [ αὐτοχθων ] ὁ
9999990 κατοιχομενοις
. Ἐναγιζειν . τας χοας ἐπιφερειν , ἠ θυειν τοις κατοιχομενοις , ἠ το δια πυρος δαπαναν . Ἡβηδον .
Ἐπιτρεπουσι και Φιλημων ἐν Μυρμιδοσι . | ἐναγιζειν : τοις κατοιχομενοις ἠ τοις καταχθονιοις θυειν . ἐρυματων : στηριγματων .
9999990 ἀσπαζεται
] ἀντι του ἐπι Αἰθιοπιας , ὁπου και Μεμνων ἑην ἀσπαζεται Ἠω . Ἀνδριας γαρ ἱστατο ἐν Θηβαις ταις Αἰγυπτιαις
κερδει καλα . Νυν πασι χαιρω , νυν με πας ἀσπαζεται , νυν οἱ σεθεν χρῃζοντες ἐκκαλουσι με : το
9999990 καλλινικον
σε δακρυοις στενω , πρεσβυ , και τεκεα και το καλλινικον καρα . ἑκαστερω προβατε , μη κτυπειτε , μη
ἐδοξασεν ἀνακηρυξας κατα τα Πυθια : ἀνεκηρυξε γαρ ὑπερ το καλλινικον ἁρμα του Ἱερωνος ὁ κηρυξ οὐσαν αὐτου πατριδα .
9999990 συντεταγμενους
νοουντας τον δημιουργον θεον και ἀει προς το ἐκεινου ἀγαθον συντεταγμενους και ἀπ ' ἐκεινου το εἰναι και το εὐ
ἀκρας μεθιεται , ἀνοιξας δε τας † φυγαδας πυλας ἀπηιει συντεταγμενους ἐχων τους λοιπους , ἀγομενος ἐπι ταις κρατισταις συνωρισι
9999990 οὐταμενοι
, ὁσοι παρος ἠσαν ἀριστοι , ἐν νηυσιν κεαται βεβλημενοι οὐταμενοι τε . βεβληται μεν ὁ Τυδεϊδης κρατερος Διομηδης ,
τ ' ἀταλαι νεοπενθεα θυμον ἐχουσαι , πολλοι δ ' οὐταμενοι χαλκηρεσιν ἐγχειῃσιν , ἀνδρες ἀρηϊφατοι , βεβροτωμενα τευχε '
9999990 προειρημενης
του συμπαντος κοσμου , τον δε προγενεστερον , δυναστευοντα της προειρημενης νησου , δεκα παιδας γεννησαι τους ὀνομασθεντας Κουρητας :
του ὀρθου κανονος εὑρισκομεν , ποσων ἐστιν τμηματων ἡ της προειρημενης διαστασεως εὐθεια , οἱων ἐστιν ἡ ἐκ του κεντρου
9999990 Ῥοδιον
νεων , ἱππεας δε ἐς πεντακοσιους , Σωσιγενην ? τον Ῥοδιον ἐπιταξας ναυαρχον και ξεναγον ἐπι ? τωι ξενικωι Μηδιον
και Κῳον οἰνον , και οὑτως αὐτον ἐκαλουν : και Ῥοδιον , κατα τα αὐτα ὀνομαζοντες . τι δε ;
9999990 λαμβανοντος
καθοσον δε ἰσον , δυο τινων ἐστι , του τε λαμβανοντος και του δωρου : το γαρ ἰσον των προς
ἐπιστημην του εὐ λεγειν , ἀλλως μεν Ξενοκρατους την ἐπιστημην λαμβανοντος και ἀρχαϊκῳ , νομῳ ἀντι της τεχνης , ἀλλως
9999990 κατελθειν
: τεταρτον , δια τι προθεσμια τοις φυγασιν ὡρισται του κατελθειν ὁ του ἀρχιερεως θανατος . λεκτεον οὐν περι ἑκαστου
δε ἀληθες ἠδη τουτους δεδεγμεθα , ὁτε συμμαχους ὀντας αὐτους κατελθειν εἰασαμεν . ἀλλα και Μεγαρεις ἐπι των τριακοντα τυραννων
9999990 σκοτεινον
διακειμενων προς την ἀκροασιν , φθεγγεται το θηριον τουτο προοιμιον σκοτεινον τι και τεθνηκος δειλιᾳ , και μικρον προαγαγων ἀνω
και ἀορατον ἠ το μολις ὁρωμενον , οἱον δοκει το σκοτεινον . τοιουτον δε το διαφανες , ἀλλ ' οὐχ
9999990 βουλευεται
ὡσαυτως , οὐχ ὡς περι ἰδιου μιᾳ τινι των αἰσθησεων βουλευεται , ἀλλα περι του ἁπλως και καθ ' ἑκαστα
μη ἐχων ὁ Στρεψιαδης , τι ποιησει τα χρεα , βουλευεται ⌈ προσελθειν [ προσαγαγειν ] τῳ Σωκρατει τον τουτου
9999990 παραστηναι
παρα τον αἰγιαλον και τραπεζαν τεθηναι , και παιδας πιγκερνας παραστηναι . ὁταν δε ἰδῃς ὁτι παντα πεπληρωται , του
τι δε χειρον ἐπιμαθειν , ἐπισκεψασθαι δε και σιτοποιον , παραστηναι δε και ἀπομετρουσῃ τῃ ταμιᾳ , περιελθειν δ '
9999990 κρατουνται
δεκα δε ἐλαττους , οἱ τριακοντα δε οὐδε κρατουσιν οὐδε κρατουνται , προσγενομενου δε ἑνος ὑπερεχουσιν ἠδη του κινητου ,
πριζουσιν . Δαιτρευουσι : τρωγουσιν , ἐσθιουσιν . Ἐχονται : κρατουνται . Ὑπερνεμεθονται : τρωγουσιν . Ἐχθρα : ἐχθρως .
9999990 παραβολιον
ε γαμησεις την φιλην , νυν δε οὐ Ϛ θες παραβολιον : νικησεις γαρ ζ οὐχ ἑξεις ἐλπιδα πιστεως το
την παρακαταθηκην γ οὐ δυνησῃ γημαι την φιλην δ θες παραβολιον : νικησεις γαρ ε ἑξεις ἐλπιδα πιστεως καλην Ϛ
9999990 ἀποικους
ὑστερον ἐγενοντο ὑπο Ἀργειων ἀναστατοι : Ἀμβρακιωτας δε και Ἀνακτοριους ἀποικους Κορινθιων ὀντας ἐπηγαγετο ὁ Ῥωμαιων βασιλευς ἐς Νικοπολεως συνοικισμον
κατασκαφην , [ και ] ἐπεμψαν εἰς αὐτην ἐξ αὑτων ἀποικους . Ἑξακοσιοστῳ δε και εἰκοστῳ ἑβδομῳ της πολεως ἐτει
9999990 καταλαμβανοντες
γαρ δηπου τουθ ' ὁτι παντες οἱ ξεναγουντες οὑτοι πολεις καταλαμβανοντες Ἑλληνιδας ἀρχειν ζητουσιν , και παντων , ὁσοι περ
ἀντι του εἰς των Ἐρινυων . ἀσυλον γαρ εἰχον οἱ καταλαμβανοντες τα ἱερα των Ἐρινυων . την μιαν κομων γναθον
9999990 περιπατουντα
τι συ λεγεις ; ἀληθινως γεγαμηκεν , ὁν ἐγω ζωντα περιπατουντα τε κατελιπον ; Μενανδρος δ ' ἐν Ἀρρηφορῳ ἠ
μεσῳ , ὡστε , προ δυο ὡρων της ἡμερας εὐφυως περιπατουντα εἰς το μη συντριβεσθαι , φθασαι πλησιον ὡς ἀπο
9999990 καταγελαστον
σε μονον θαυμαζοντες . δια τουτο ἀν μεν τινα αἰσθῃ καταγελαστον και του παντος ἡμαρτηκοτα , τουτῳ και εὐμενης εἰ
; ἀρα τους πνευματα ἐχοντας τουτεστι δαιμονια ; ἀλλα τουτο καταγελαστον . πνευματιας γαρ καλει τους ἐχοντας μεγαλην και πυκνην
9999990 πετραιον
κειται δακειν τε και θιγειν ἀμηχανος * * και τον πετραιον πλεκταναις ἀναιμοσι στυγω μεταλλακτηρα πουλυπουν χροος ἀλλ ' ὠ
καταϲκευαζομενον μελιτωδεϲ ὁμοιον ἐϲτι μελιτι κατα την δυναμιν . Ϲυμφυτον πετραιον ἐξ ἐναντιων ϲυγκειται δυναμεων : ἐχει μεν γαρ τι
9999990 ἀναγκαιων
και καταπτωσεις αἰφνιδιους και ἡγεμονικων τοπων ἠ νευρων ἀλγησεις και ἀναγκαιων προσωπων θανατους . Κρονος μεν οὐν και Ἡλιος ἀσυμφωνοι
ἀνδρων των ἀλφηστων και των φρονιμων και των ἐφευρετων των ἀναγκαιων πραγματων ἀγαν παχυνθεις , ἠτοι πολυς και μεγας γενομενος
9999990 παραλαβοντας
οὑς ἐδει το Πανακτον και τους ἀνδρας τους παρα Βοιωτων παραλαβοντας Ἀθηναιοις ἀποδουναι , το μεν Πανακτον ὑπο των Βοιωτων
λαβοις λογον οὐτε ἑκοντων οὐτε ἀκοντων : αὐτους δε δει παραλαβοντας ὡσπερ προβλημα ἐπισκοπεισθαι . Και μετριως γε λεγεις .
9999990 ὀνομαζομενους
γενομενου και ζεσαντος , ἐνσκηψαντος μοριῳ τινι , συμραινει τους ὀνομαζομενους ἀνθρακας γινεσθαι , οἱπερ εἰσι χαρακωδη ἑλκη , το
τους ἰδιους λογους και μυθους , τους ἀχρι και νυν ὀνομαζομενους , κατελιπεν εἰς την βιβλιοθηκην και λαβων παρα του
9999990 παραλαμβανεται
, ὁϲα προϲ την ἰατρικην ἠ ὑγιεινην χρειαν ἐξ αὐτων παραλαμβανεται . καθολου τοινυν χρη γιγνωϲκειν ὡϲ καλλιϲτη ϲαρξ ἐϲτιν
μαλιϲτα νοϲημαϲιν ἁρμοζει ὡϲ ἐπιπαν και προ του ϲιναπιϲμου δε παραλαμβανεται εἰϲ το παραϲκευαϲαι το ϲωμα τῳ ναπυι , και
9999990 νομιον
ἐρημιαν , ὡς φασιν , ἀναβοωσα και ᾀδουσα το καλουμενον νομιον , ἐν ᾡ ἐστιν : μακραι δρυες , ὠ
ἐκλεψεν . ἀκουω δε και τον Πανα θεον τουτον τον νομιον , μειζον ἐμπνευσαι τῃ συριγγι , ὁτε την Ἀριαδνην
9999990 φερομενοις
τῳ κινεισθαι μονην , καθ ' ἡν και τοις κυκλῳ φερομενοις διδωσι στασιν . ταυτα δε και δια παντων ἡκουσιν
δυναμεων , και δη και ἐν τοις κατ ' οὐρανον φερομενοις . Οὐ γαρ δη , ὡσπερ ἀψυχον οἰκιαν μεγαλην
9999990 ὑποπτερος
δωματα . . . . ἱνα μαθωσι τι ἐστιν ἡ ὑποπτερος δρυς και το ἐπ ' αὐτηι πεποικιλμενον φαρος ,
εὑρειν τεχνην , δι ' ἡς ἀρθεις ἀφ ' Ἑλληνων ὑποπτερος , μεταρσιος ἐκεισε πετωμαι . ἀλλα γαρ ἐφθης ,
9999990 κατηγορους
ταυθ ' ὁταν εἰπω , πολλους ἀνιστημι σοι πολλαχοθεν τους κατηγορους , οἱ οὐκ ἀλλους ἀνθ ' ἑαυτων εὐδαιμονειν ἠθελον
Πομπηιος ὑπακουσαι τῃ δικῃ : και παλιν του δημου τους κατηγορους ἐνοχλουντος , σφαγη τις ἐκ των Πομπηιου στρατιωτων ἐπιδραμοντων
9999990 Ἀρισταιος
ἐλθειν . εὑρισκονται γουν πολλοι των Πυθαγορειων αὐτηι κεχρημενοι ὡσπερ Ἀρισταιος ὁ Κροτωνιατης και Τιμαιος ὁ Λοκρος [ . ]
Αὐτουχον και Ἀρισταιον : Αὐτουχος μεν ἐν Λιβυηι ἐμεινεν , Ἀρισταιος δε ἀφικετο εἰς Κεω . . . . :
9999990 καταγραφειν
” ἐν τῃ ψυχῃ αὐτα και μη ἐν τοις χαρτιοις καταγραφειν . “ ὡσπερ ὑπο του ἰου τον σιδηρον ,
αὐτοκρατορας του πολεμου Τυλλον τε και Μαρκιον δυναμεις τε ψηφιζονται καταγραφειν και χρηματ ' εἰσφερειν και τἀλλα παρασκευασασθαι , ὁσων
9999990 παρατηρειν
ποιειν ἀναγκαζεσθαι , ἠ τι τοιουτον : τουτο γαρ μονον παρατηρειν ἀξιος εἰ ἐπι τῳ αὐτῳ πραγματι : ποιησαι τι
, και το προδυνον ὁ ἐστιν Ϛʹ ἀπο του ὡροσκοπου παρατηρειν και τους κακωτικους των ἀστερων πως ἐσχηματισμενοι προς αὐτα
9999990 πρακτικον
γουν δυο μερη του νοος εἰσιν , εἰκοτως Κρονιδην το πρακτικον φησι του νοος . καλως δε και του εἰπε
τρεφειν και αὐξειν , ὡς ἑπομενον δε και ἐπι τον πρακτικον χωρειν βιον . Ἡ δε του φιλοσοφου σπουδη κατα
9999990 γυμναζεται
: φυσει γαρ οὐσα φιλοτιμος ἡ νεοτης ἐλπιδι τινος ἀμοιβης γυμναζεται τα πολεμια , ἑκαστῳ δε μισθος ἐστι το ποθουμενον
το σωμα , οὑτως ὀφειλει και ἡ ψυχη γυμναζεσθαι . γυμναζεται δε ἡ ψυχη δια πλειονων , ἐπειδη ἑν εἰδος
9999990 τοιους
μυδρος ὁ θ ' ὑγρος εἰς γην ὀμβρος ἐκπορευεται . τοιους δε περιεστησεν ἀνθρωποις φοβους , δι ' οὑς καλως
μεν ἐχῃ κεντρον σοφος Ἑρμης , αὐταρ ἐπαντελλῃ Παφιη , τοιους ἀνεφηναν , προς δ ' ἐτι και πασης τεχνης
9999990 ἐπιστρατευειν
συμβῃ την χωραν εὐεπιβουλευτον γενεσθαι , δειχθεισης παροδου τοις ἐξωθεν ἐπιστρατευειν ἐθελουσιν . ὡς δ ' ἐπυθετο λογῳ μεν πεμπομενον
Μινυειον . δι ' ἀνυδριαν : των νησων δηλονοτι . ἐπιστρατευειν : ταις νησοις . Κνιδαιων : Κνιδαιος , εἰ
9999990 ἀθροιζομενον
οὐχ ὡς ὁ Σωρανος ᾠηθη φλεγμονην εἰναι : το γαρ ἀθροιζομενον αὐταις κατα βραχυ σπερμα μενον και καταψυχομενον , διδωσι
γενναται μαλλον τῃ χοληδοχῳ κυστει ἐοικοτα , ἐν οἱς το ἀθροιζομενον ὑγρον περιεχεται . παρεπεται δε ταις πασχουσαις ὀγκος μεγας
9999990 καλαμην
. ἠ ἀπο του ποια ἡ βοτανη . ἡ πριν καλαμην συλλεγουσα και σταχυολογουσα . ποιολογευσα : ἀσταχυολογουσα . κυριως
ἐκ καταμονης νικην . δις δε κεχρηται τῃ λεξει . καλαμην ἐπι της του Ξ ῥαψῳδιας της Ὀδυσσειας “ ἀλλ
9999989 πλανον
τωνδε και βαδιζε δευρ ' ἁμα . Κηφισοδωρον φασιν ἐπικαλουμενον πλανον τιν ' ἐν Ἀθηναις γενεσθαι , την σχολην εἰς
και τιτθαι και παιδαγωγοι και μυριοι ἀλλοι των συνηθων ἐνεχαραξαν πλανον ἀνηνυτον περι της του ἀριστου γνωσεως ἀπεργασαμενοι . τι
9999989 παραινεσεσιν
μηδαμως ἀμελειν , ἐπειθον τε κατ ' ἀρχας λογοις και παραινεσεσιν : ὡς δε οὐκ ἠνυον , μετα πληγων ἐπεχειρουν
προς τον ἀνθρωπινον βιον . οὐ χρη δε ταις ἐνιων παραινεσεσιν ἑπομενους ἀνθρωπινα φρονειν ἀνθρωπους ὀντας και θνητα θνητους ,
9999989 συντελει
τα παντα , και οὐδεν ἐστιν , ὁ τι μη συντελει εἰς τα παντα , οὐδεν ἐστιν αὐτου , ὁ
ἑκαστος , ἀλλ ' εἰ τον φθογγον τον αὑτου εἰσφερομενος συντελει εἰς μιαν ἁρμονιαν ζωην και αὐτος φωνων , ἐλαττω
9999989 παραβαλλοντες
τα ἀλλα ὁποιος εἰμι πολιτης ἐγω , προς ὁντινα βουλεσθε παραβαλλοντες τοσουτων οὑς οὐ κατακαετε . ἐστι μεν γαρ χωρια
. διαγνωσομεθα δε , εἰ το νοσημα σωτηριον ἐστι , παραβαλλοντες δηλονοτι τον τονον της δυναμεως τῳ μεγεθει του νοσηματος
9999989 καταρρους
του ἐγκεφαλου προς τους μυκτηρας ἐμφραττουσα αὐτους , ὡσπερ και καταρρους ἐστι , φερομενον δι ' ὑπερῳας ἐκεινο το ὑγρον
χρησαιο δ ' ἀν τουτῳ προς τε τας κορυζας και καταρρους μισγων κηριου τι . χρησαιτο δ ' ἀν τις
9999989 φαμενοι
και Ἀχαιων Αἰγιεις ἐπι της ἀγορας , Ταλθυβιου και οὑτοι φαμενοι μνημα εἰναι . Ταλθυβιου δε τουτου μηνιμα ἐπι τῳ
ἀνεπεισαν μιν οἱ μαγοι , δευτερα προσεφερον , αὐτοι μεν φαμενοι Περσας παντας συγκαλεειν ὑπο το βασιληιον τειχος , κεινον
9999989 παρεπεσθαι
ἠ ἀραιοτεραν ἠ διαστροφον ἐχειν τον σχηματισμον ἠ παρα το παρεπεσθαι δυσκρασιαν μοχθηραν . Διοκλης δι ' ἀτονιαν των ἀνδρων
οὐσαις συνεχεσι , φαντασιαν ὁ χρονος συνεχειας ἐκ του αὐταις παρεπεσθαι διδωσιν , οὑτως αὐτος φαντασιαν ἀμεσοτητος ἐξ αὐτων ἀναδεχεται
9999989 καινοτατον
, παντα γαρ ἰσα ἀλληλοις . ἀλλ ' ὁ γε καινοτατον , ἐπι θρονου γαρ , οἱου συ , καθιζων
ἠ κοιλον μελλωσιν ὑπερβαινειν , και ὑπομιμνησκειν αὐτους , το καινοτατον , ὁτι βαδιζουσιν . δεινον οὐν ἐποιειτο , εἰ
9999989 παρελθοντων
ἐν δε τοις Σιβυλλειοις εὑρεθη χρησμοις , ὁτι πολεμιων ἀλλοεθνων παρελθοντων εἰς το τειχος ἀγων ὑπερ ἀνδραποδισμου καταληψεται την πολιν
περι των καθολου ἠ περι των ἀναγκαιων ἠ περι των παρελθοντων ἠ περι των ὡς ἐπι το πολυ ἐνδεχομενων ἠ
9999989 παρακαλουντων
φρουραν ἐκβαλουντες , παραγενομενων δε πρεσβευτων ἐκ της Ἀλεξανδρειας και παρακαλουντων παυσασθαι της φιλοτιμιας τουτους μεν ἀπεκτειναν , την δ
ἐπ ' ἀκουσιῳ τῳ κακῳ , των δε ἀλληλους ἀμυνειν παρακαλουντων : και οἱ μεν ὀπισθεν ἀνειχον τους ποδας χερσι
9999989 λαμπροτερον
. και οὐκ οἰδα γε , εἰ τι παραδειγμα τουτου λαμπροτερον ἐχομεν του μεχρι τουτου Λασθενης φιλος ὠνομαζετο Φιλιππου και
σε τινες ἀφ ' ἑαυτων ἐπιχειρησουσιν , ἀλλ ' ὁσῳ λαμπροτερον τἀκει χωρησειν ὑπολαμβανω , τοσουτῳ σφοδροτερον ἐπικεισθαι τουτους ἡγουμαι
9999989 παραταττεσθαι
ταὐτον ἐμοι ἐφη , Ὑγιαινε , βασιλευ , καιρος ἠδη παραταττεσθαι . ταραχθεντων δε των παροντων προς το παραδοξον της
πως δε κἀν ἡμεις οἱ μηδε την ἀγοραν εἰδοτες ὑπομειναιμεν παραταττεσθαι και ὁπλομαχοις ἀνδρασιν ὑπηρετειν ; δυοιν δε ὀντοιν χαλεποιν
9999989 ἐνδεικνυμενον
φαντασια μεν οὐν ἐστι παθος ἐν τῃ ψυχῃ γινομενον , ἐνδεικνυμενον ἐν αὑτῳ και το πεποιηκος : οἱον , ἐπειδαν
φαντασμα , φαντασιαν μεν λεγοντες το παθος της ψυχης το ἐνδεικνυμενον ἐν ἑαυτῳ [ . . . . , το
9999989 συντομωτερον
φαινοιτο ἑκαστα των κεφαλαιων περιγεγραμμενα . εἰ δε τινα και συντομωτερον ἐπι - δεδραμηκαμεν , οὐκ ἀξιον δυσχεραινειν : ὁσα
ὁλης της ἡμερας , ἱνα σαρξ αὐτοις πλειων προστεθῃ και συντομωτερον αὐξηθωσι και ἰσχυροι γενωνται . ὡσπερ και οἱ οἰνωμενοι
9999989 ἐπιστατουντος
λοχαγου τοπον ἀντιμεταλαβῃ , οἱον λοχαγουντος του αβγδε και ἑξης ἐπιστατουντος του ζηθικ και ἐφ ' ἑξης του λμνξο ,
καταπολεμησαι τουτον παρεσκευαζετο . μετα δε ταυτα Θρασυδαιου του Θηρωνος ἐπιστατουντος της των Ἱμεραιων πολεως βαρυτερον του καθηκοντος , συνεβη
9999989 πατρικων
λεγων το πραγμα πασι τοις ὑπηκοοις : ἐπληττε γαρ σε πατρικων στρατευματων πληθυς σφαλεισα τοις ὁμοστολοις πονοις , ἀλλ '
ἠ συμπαρων χαριν παλαιων τινων [ ἠ χρονων ] ἠ πατρικων ἠ των ὁμοιων ἠ πρεσβυτερας κεφαλης χαριν . ἐπαν
9999989 παρατατικον
, ὁπερ ἀπο του καλεω συνεκοπη . Ἠ και εἰς παρατατικον , ἀπο του κεκλω , ὁπερ ἀπο του κλεω
προ πολλου : και εἰ μεν ἀτελες , ποιει τον παρατατικον , οἱον ἐγραφον ἐποιουν : εἰ δε τελειον ,
9999989 στρατευουσιν
προτεραις συνθηκαις ἐνεγραφη . οὐ πολυ δε ὑστερον οἱ Καρχηδονιοι στρατευουσιν ἐς Ἰβηριαν και αὐτην κατα μερος ὑπηγοντο , μεχρι
, Λακεδαιμονιοι , της ἐπικηρυκειας αὐτοις ὑπαρχουσης προς Ἀθηναιους , στρατευουσιν ἐπι Μεγαλην πολιν . Ἀρκαδες δε , ἀσχολουμενων Θηβαιων
9999989 παραθεις
ἐμπλησαι , ἑστιαν δ ' αὐτον και μυρτοις ᾠετο και παραθεις ἀν των ῥοδων ἠ των ἰων κομιδῃ ὀλιγα .
ἐμε ἐξηπατησας ἐν τῃ νομῃ των κρεων ὀστα πιμελῃ κεκαλυμμενα παραθεις και την ἀμεινω των μοιρων σεαυτῳ φυλαττων , τι
9999989 πολιτευομενοις
οὐχ ὑμιν , ὠ Οὐεργινιε , τοις τα καλα ταυτα πολιτευομενοις ; ἡμιν μεν οὐν , οἱς ἀναγκη μηδεν ταπεινον
, και ταυτα εἰδοτα , ὁτι τοις μεν ἐν δημοκρατιᾳ πολιτευομενοις ἡ ἀναφορα περι παντων των πραγματων εἰς τον νομον
9999989 προαιρετον
γεγονος εἰναι , δια τουτ ' οὐδ ' ἀν εἰη προαιρετον το γεγονος . τιθησι δε και του λεγομενου παραδειγμα
προαιρετον ὀν ἐκ της βουλης προεκριθη : διο φησι το προαιρετον ἀφωρισμενον ἠδη εἰναι . μεχρι μεν γαρ βουλευομεθα περι
9999989 παραμειναι
ὁ θεος την μετανοιαν αὐτων καλην και καθαραν και δυναμενους παραμειναι ἐν μετανοιᾳ αὐτων . ἐκελευσεν οὐν τας ἁμαρτιας αὐτων
διαπηγματος και της σπαθης , ἡς αἱ ἀρχαι ἐξω ἐωνται παραμειναι . προς δε τον καταρτισμον παρεστωτος του πασχοντος τῳ
9999989 λουσαμενοι
ἡμων στεφανους μεν των ἀσταχυων ἀποτιθενται παρα τῃ θεῳ , λουσαμενοι δε τῳ ποταμῳ και αὐθις στεφανους ἐπιθεμενοι κισσου προς
ἀναπεμπει και συνεξαιρει . Πολλοι δε και μη πιοντες ἀλλα λουσαμενοι μονον ἐπαυσαντο συντομως σφοδρα πεινωντες : ἐνδυομενη γαρ ἐξωθεν
9999989 ἐξαιρησεται
κεκολασθαι τα περι την τραπεζαν : ἐμου δε τουτο οὐδεις ἐξαιρησεται , ὡς οὐκ ἐκειθεν , ἀλλα παρα σου γεγονα
ἀμαθια : το δε σε καρτερικωτατα σιωπαν τι της μεμψεως ἐξαιρησεται ; εἰ δε τις λογισαιτο το και ἐν λογοις
9999989 συνεχεστερον
θεοσεβειας . ἀρχομενος ἀπο θεου πραττε ὁ ἀν πραττῃς . συνεχεστερον νοει τον θεον ἠ ἀναπνει . ἁ μαθοντα δει
ποιησας κηρωτην και ἀναμιξας ἐν τῃ θυϊᾳ και ἀναλαβων χρω συνεχεστερον . εἰ δε ὀδυνη τις εἰη πολλη , και
9999989 ἀπεχομενους
τον Ὁμηρον Συρον ὀντα το γενος κατα τα πατρια ἰχθυων ἀπεχομενους ποιησαι τους Ἀχαιους δαψιλειας πολλης οὐσης κατα τον Ἑλλησποντον
, οὑ μηποτε φυσιν την αὑτου ῥιζωθεν ληψεται γονιμον , ἀπεχομενους δε ἀρουρας θηλειας πασης ἐν ᾑ μη βουλοιο ἀν
9999989 παρακαταθεσθαι
ὁταν παρακαταθεσθαι κτλ . . ὁτι ὁ δικαιος χρησιμος ὁταν παρακαταθεσθαι δει ἀργυριον και σων εἰναι , ὡς φησι Πολεμαρχος
Αἰητῃ δε την Ἐφυραιαν : και Αἰητην ἀπιοντα ἐς Κολχους παρακαταθεσθαι Βουνῳ την γην , Βουνον δε Ἑρμου και Ἀλκιδαμειας
9999989 καλαν
εἰμεν βουνος , και χιλον ποτιφερεσθαι ἁδυν και ἀμπεχεσθαι ἀμπεχοναν καλαν ἠ εἰμεν χιλος ἠ ἀμπεχονα . ἀλλ ' ὑποδραμων
Νεοπτολεμος ἀνθερικον ᾠηθη τον ἀθερα του σταχυος , γελοιως . καλαν : ἐπιθετον . ἐστι ῥημα καζω , ὁ δηλοι
9999989 ἀναστατον
ἀλλοις συμμαχοις οἰκισαι την Μεσσηνην , πολλα μεν ἐτη γεγενημενην ἀναστατον ὑπο Λακεδαιμονιων , τοπον δ ' εὐθετον ἐχουσαν κατα
' , ἐν οἰκῳ διαπεπυκτευκας τῳ δουλαριῳ , την οἰκιαν ἀναστατον πεποιηκας , τους γειτονας συντεταραχας : και ἐρχῃ μοι
9999989 διεγειρεται
λυσσῃ : μανιᾳ του ἐρωτος , πυρωθεις . Μαινεται : διεγειρεται μανικως , ἐρχεται , ἐγειρεται , ὁρμᾳ , μανικως
: ἠχη δε κτυπωδης των τε τυμπανων και των κυμβαλων διεγειρεται . Οὐδαμως γαρ οὑτως ἐπι τοις αἰγιαλοις της Θρᾳκικης
9999989 στρατηγουντος
τε περι την Ἰλλυριδα ἡττατο ὑπο Ὀκταουιου κατα Δολοβελλα Πομπηιῳ στρατηγουντος , και στρατια Καισαρος ἀλλη περι Πλακεντιαν στασιασασα των
Μαραθωνα στρατοπεδευσαμενοι , συν οἱς και ὁ τυραννος Ἱππιας Μιλτιαδου στρατηγουντος Ἀθηναιων και Στησιλεου πολεμαρχουντος δε Καλλιμαχου και Κυναιγειρου και
9999989 ἐπιλαμβανεσθαι
ἡ βατος , ” ἐμου βουληθεισα ἐπιλαβεσθαι , ἡτις παντων ἐπιλαμβανεσθαι εἰωθα . ” ὁ μυθος δηλοι , ὁτι οὑτω
ψυχη οὐν αἰτια τοιαυτην ἐχουσα φυσιν ὡστε των αἰσθητων παραρρεοντων ἐπιλαμβανεσθαι των ὁμοιων τυπων και ἐναποτιθεσθαι τῃ μνημῃ , συλλεγουσαν
9999989 σταδιον
λειτουργιας : ὡν ἀπαλλαγεις ἐοικα δραμεισθαι προς ὑμας των τον σταδιον τρεχοντων πολυ προθυμοτερον : ὡς ἐκεινοι γε βραχυτατον χρονον
ἐπισταντων δε αὐτῃ των ἑλλανοδικων ὁτι ἐτολμησε παρελθειν εἰς το σταδιον , ἀποκρινασθαι τινι γαρ ἀλλῃ τουτο γυναικι δεδωκε καυχησασθαι
9999989 ὑποτεταγμενους
και τἀλλα ἀγαθα παντα τωι βασιλει διατηρουντι τα προς τους ὑποτεταγμενους δικαια . ἀνθομολογεισθαι δ ' ἠν ἀναγκαιον και τας
ἀγνοημασι . τοιαυτηι δε χρωμενων των βασιλεων δικαιοσυνηι προς τους ὑποτεταγμενους , τα πληθη ταις εἰς τους ἡγουμενους εὐνοιαις πασαν
9999989 παρελεσθαι
τυραννιδος των Ἀθηναιων κατεσχεν . Πεισιστρατος Ἀθηναιων τα ὁπλα βουλομενος παρελεσθαι παρηγγειλεν ἡκειν ἁπαντας εἰς το Ἀνακειον μετα των ὁπλων
σαθρος ἐστι μηδεν ἀνειναι ῥωμης , ἀλλ ' ἐπικεισθαι και παρελεσθαι τας λαβας και μη τἀκεινῳ συμφεροντα προκριναι . οὐ
9999989 προϋπαρχον
: ἀριθμος γαρ κινησεως , ἡ δε κινησις ἐξιστησι το προϋπαρχον . εἰ δε ταυτα λεγεται καλως , φανερον ὁτι
πρωτος αὐτῳ πειθεσθαι : τοσουτον εὐνοιας οὐδε προς ἑτερους ἀνωθεν προϋπαρχον ἐστι μοι . ἁ δε και θαρρουντως ἀνεσταναι με
9999989 προγενεστερον
τουτον μεν οὐν βασιλευσαι του συμπαντος κοσμου , τον δε προγενεστερον , δυναστευοντα της προειρημενης νησου , δεκα παιδας γεννησαι
ποιει γαρ και προαιρεσεως οὐ δεηθεν , ἁτε προαιρεσεως ὀν προγενεστερον : διο και πολλα δουλευει αὐτῳ ταις δυναμεσιν .
9999989 ἀληθεστερον
μηδεν μεταξυ ἀμφοιν τιθεις : εἰ δε χρη δογμα κινειν ἀληθεστερον , ὁ λογος ἐργον ἠν αὐτου . λογου δε
των τε χειρον λεγομενων περι αὐτων και των ἀμεινον και ἀληθεστερον . χειρον μεν , ὁτι προς δυσιν ἐσχατη ἠκουεν
9999989 παρεχεις
ὠν περι το βουλευεσθαι , ἀκινδυνως και ἀφοβως ἐπαινειν σε παρεχεις μοι : οὐ γαρ ἐστι μοι δεος μη δοξω
καθησθαι ὁπου οἱ συγκλητικοι . Ὁρᾳς ὁτι συ σαυτῳ στενοχωριαν παρεχεις , συ σαυτον θλιβεις ; Πως οὐν ἀλλως θεωρησω
9999989 εὐφρανθησεται
δια τε τροφων και ἱματισμων και ὠφεληθησεται δια φιλων και εὐφρανθησεται ἐπι τεκνοις ἠ προστεθησεται τεκνον και πλειων ἡ εἰσφορα
ἑνεκε της προς Θεον θρησκειας και ἐπαινεθησεται παρα πολλων και εὐφρανθησεται ἐπ ' ἀδελφοις και ἐπι φημαις τισιν : εἰ
9999989 παραινουντος
, καιπερ ἐν πολλῃ ταραχῃ και φοβῳ ὀντας και Βρασιδου παραινουντος , ὡς λεγεται , Ἀλκιδᾳ , ἰσοψηφου δε οὐκ
μικρον ὑδωρ ἐχων . και δη του ἐν τῃ λιμνῃ παραινουντος τον ἑτερον μεταβηναι προς αὐτον , ἱνα και ἀμεινονος
9999989 παρακελευεται
πειθεσθαι , αὑτῳ δε προσεχειν τον νουν , και ἐσθιειν παρακελευεται τα και τα , οὐδεν ἀποδεων του παρα Δαμοξενῳ
, ἁς πρωτας ἐν ἑαυτῳ δεικνυς συντρεχουσας ὁ φιλοσοφωτατος αὐτοκρατωρ παρακελευεται και ἡμιν ἐν γηρᾳ γουν ἀκολουθησαι νεοτητι φιλοσοφουσῃ και
9999989 λυπηθησεται
ἑξει , ἐσται δε μονοτονος , τους ὑποτασσομενους εὐποιων , λυπηθησεται δε ἐπι τεκνοις , θεοσεβης δε ἐσται και εὐχρηματιστος
φιλονεικησει τε ματαιως και μωμον ὑποστησεται δια θηλεια τεκνα και λυπηθησεται ἐπ ' αὐτοις και ἡ ἐξοδος αὐτου πλειων ἐσται
9999989 γινομεναις
ἡ μεν βασις ἰση ἐστιν ταις ὑπο των ΑΔ ΔΓ γινομεναις κατα την στροφην ἐπιφανειαις , ὑψος δε ἡ ἀπο
προς ᾠδαις ἀναρθροις και προς ταις συνουσιαις ταις παιδιας χαριν γινομεναις , ὑπ ' οὐδενος περισπωμενοι , δια την εὐκοπιαν
9999989 ὀνομαζομεναι
ναυαγια . Κωλιαδος δε ἐστιν ἐνταυθα Ἀφροδιτης ἀγαλμα και Γενετυλλιδες ὀνομαζομεναι θεαι : δοκω δε και Φωκαευσι τοις ἐν Ἰωνιᾳ
ταις εἰδικαις ἀνθυπακουσονται , μετα της ὑπο προθεσεως και αὑται ὀνομαζομεναι . Πολλαπλασιεπιμοριος μεν οὐν ἐστι σχεσις , ὁταν των
9999989 φθειρεται
του ἀνισου κρατηθεισης . ὑπ ' ἀμφοτερων δε των πολεμων φθειρεται τα ἐπιγεια , προς μεν ἐχθρων δενδροτομιαις , δῃωσεσιν
. δυστερπει φιλοτησιῳ : γαμῳ ἐρωτικῳ . ὀλλυτ ' : φθειρεται , δια την μιξιν ὀλλυται . Ὡς δ '
9999989 πολιτευομενων
. πολλοις γαρ δη και ἀλλοις των ἀπο του βελτιστου πολιτευομενων τα παραπλησια συνεβη παθειν : και σπανιοι δη τινες
ἐντευθεν , ὁπερ εἰκος , εἰς ἐχθραν τινι προηλθε των πολιτευομενων . ὁ δε ζωντι μεν ἐφθονει μονον , τελευτησαντος
9999989 καστοριον
ἀκρου δε σπαρτιῳ δεδεμενον ἐσω εἰς το ἐπισπασθαι , ἠ καστοριον λειον συν ὑδατι ἀνηλειμμενῳ ἐριῳ ἐντιθεναι ὁμοιως τῳ δακτυλῳ
ταριχηρων μαινιδων κεκαυμεναι , κερας ἐλαφου και αἰγος κεκαυμενα , καστοριον , ὀστα κεκαυμενα ἰσχυρως , τριχες , σηπεας ὀστρακον
9999989 καθαιρον
ὑδατι διεις , εἰριῳ ἑλιξας , προστιθει . Ἑτερον χολην καθαιρον : σικυης ἐντεριωνην λειην τριψας , μελιτι φυρησας ,
μιξας και ἐλαιον ἀνθινον , κλυζειν . Φλεγμα και χολην καθαιρον : κοκκους κνιδιους ἑξηκοντα , μελι τε και ἐλαιον
9999989 τοπους
καταλαμβανεται και της συγκρασεως της τε προς ἀλληλους και τους τοπους , καθ ' ὡν ἀν ὠσι τετυχηκοτες . ὁ
τα ὑγρα , ποτε δε ἀποστρεφομενης της ὑλης εἰς ἑτερους τοπους και δι ' ἐκεινων ἐκκρινομενης : ἱδρωτων γαρ δια
9999989 ἀπουσιαν
: ὀφιν δε της χειας ἐξελθοντα κατα την της Ὑψιπυλης ἀπουσιαν περιπλακηναι τῳ παιδι και ταις σπειραις ἀποτεταμενον ἀποπνιξαι το
φιλε κουρε δυσαμμορος . σειο ποθῳ : δια την σην ἀπουσιαν . ᾡ ἐπι μουνῳ : ἀρρενι μονῳ . εἰχεν
9999989 δεκατον
ἐς Ἀθηνας ἀποπλειν , Θησεα δε , ὡς ἑκτον και δεκατον ἐτος ἐγεγονει , την πετραν ἀνωσαντα οἰχεσθαι [ και
και τεταρτῳ διαφερειν ἀπεχοντα μοιρας λγʹ γʹʹ . τον δε δεκατον ὡραις δυσι και ἡμισει διαφερειν ἀπεχοντα μοιρας λϚʹ :
9999989 καταστασεως
ταις ἀπαντησεσι ταις προς τας ἀντιθεσεις ἠ και ἀλλως χωρις καταστασεως ταχειαις χρησθαι , οἱον ποι δη προσορμιουμεθα ; ἠρετο
πολιτην ὑβρισεν , οὑτος ἐγραφετο : ποιησεις την εἰςαγωγην της καταστασεως παθητικην , ὡς ἐθος ποιειν Πολεμωνι : ἐν οἱς
9999989 πεδον
τις αἱματος ; οὐ φησι : καιτοι πολλ ' ἐπεστραφη πεδον . χρονος δε τις τωι παιδι διαπεπραγμενωι ; σοι
ἐμπεδον , το ἑδραιον , και βεβαιον : παρα το πεδον , παρα το ἑω το καθεζομαι : ἐδον :
9999989 εἰρηναιον
ἰχθυων ἀγελαι ἐσνεουσιν . ἠρος δε ὑπολαμποντος και των ἀνεμων εἰρηναιον ἠδη καταπνεοντων και του ἀερος φαιδρου τε ὀντος και
ἀλλας ἐπισκευασαντες . ὡς δε ὁ κηρυξ τε ἀπηγγειλεν οὐδεν εἰρηναιον παρα των Κορινθιων και αἱ νηες αὐτοις ἐπεπληρωντο οὐσαι
9999989 τεταγμενους
μεν αὑτον , ἐπειτα τους ἀλλους τους ὑπ ' αὐτῳ τεταγμενους . και γαρ δη ὡσπερ οἱ σωφρονες νομεις ,
ἐχοντες . και των ἡγεμονων τους μεν προαγωνιζεσθαι ἐν πρωτοις τεταγμενους , τους δε κατοπιν γενομενους ἐπειγειν τους λειπομενους προς
9999989 ἀμφιβιον
ὡροσκοπος κοσμου , ἀγαθων δηλωσεων , ὀχλικον , πολυγονον , ἀμφιβιον , οἰκος Σεληνης , ὑψωμα Διος περι μοιρας ιηʹ
ἐπιβουλην ἀποστρεφει . Φωκη ζῳον ἐστι τετραπουν , ἐνυδρον , ἀμφιβιον χειρας ἐχουσα ὁμοιας ἀνθρωπου , προσωπον δε μοσχου βοος
9999989 παραδοντα
ὁρκου ὀντος της τετραδος : οὐ μα τον ἁμετερᾳ κεφαλᾳ παραδοντα τετρακτυν , παγαν ἀεναου φυσεως ῥιζωματ ' ἐχουσαν .
που και Ἐμπεδοκλης : οὐ , μα τον ἁμετερᾳ γενεᾳ παραδοντα τετρακτυν , παγαν ἀεναου φυσεως ῥιζωματ ' ἐχουσαν .
9999989 ἀναλαμβανεται
ὑποϲταθμηϲ τηϲ ἐν τοιϲ χαλκειοιϲ , ἡτιϲ ἐποπτηθειϲα λειοτριβειται και ἀναλαμβανεται κηρωτῃ ῥοδινῃ μεχρι ϲυϲταϲεωϲ ἐμπλαϲτρωδουϲ . ταυτα μεν ἐξωθεν
το τηλεφιλον . εἰτε δε τουτο εἰτε ἐκεινο ἐστιν , ἀναλαμβανεται παρα των ἐρωντων το τηλεφιλον , και πληττομενον εἰ
9999989 παρασκευαζουσιν
αὑτοις τας δια του σωματος : διο διψας τινας αὑτοις παρασκευαζουσιν , ἱνα πινοντες ἡδωνται . αἱ μεν οὐν ἀβλαβεις
Εὐριπιδῃ . Ὁταν μελλωσι περδικες προς τῳ τικτειν εἰναι , παρασκευαζουσιν ἑαυτοις ἐκ τινων καρφων την καλουμενην ἁλω . πλεγμα
9999989 κατειλημμενον
οἱδε οὐδε ἑν . γηρᾳ δε παρειμενον ἐλεφαντα ἠ νοσῳ κατειλημμενον οὐκ ἀν ποτε οἱ συναγελαζομενοι καταλιποιεν , ἀλλα πιστως
και την γην διαξαινων το μεν οὐραιον βλεπων τῃ ψαμμῳ κατειλημμενον , το δε ἡμιτομον το ἐκ της γαστρος ἐς

Back