ὡσπερ γαρ και πολεις ἐχθρας λεγομεν ἀλληλαις οὐ δια τα κτισματα και τους τοπους , ἀλλα δια τους ἐνοικουντας πολεμιους
ἐπισκεπτεσθε ἀλληλους και ἀντιλαμβανεσθε ἀλληλων , και μη μονοι τα κτισματα του θεου μεταλαμβανετε ἐκ καταχυματος , ἀλλα μεταδιδοτε και
9999981 σκεπασματα
ἱματιων λαβομενη φησι „ Κοιμηθητι μετ ' ἐμου „ . σκεπασματα δε ὡσπερ σωματος τα ἐσθηματα ἐστιν , οὑτως του
Φαρμακοις . βαφαις . Φαλαρα . τα περι τας γναθους σκεπασματα . Φαρσος . τρυφος , κλασμα . Φρενηρης .
9999981 ψηφισματα
και περι ταυτα ἐσπουδακεναι , ὡσπερ και περι ἐκεινα . ψηφισματα ] ἀντι του εἰπειν τα μυστηρια . καθιμα ]
χρη , ὁτι οὐ μονον νομοι ποιουσιν ἀντινομιαν ἀλλα και ψηφισματα προς ψηφισματα και ἁπλως παντα τα ῥητα : και
9999978 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999978 Ἀρισταρχου
ἀντικρυς , τους δε γραμματικους μηδε λεγοντος ἐκεινου αἰσθανεσθαι ἀπο Ἀρισταρχου και Κρατητος των κορυφαιων ἐν τῃ ἐπιστημῃ ταυτῃ .
ἐν τε γαρ τῳ Περι ἐνιαυσιου μεγεθους συγκρινας την ὑπο Ἀρισταρχου τετηρημενην θερινην τροπην τῳ νʹ ἐτει ληγοντι της πρωτης
9999978 δριμυτερων
τινες ἀλγηδονες ἀλλοιωθηναι μη δυναμεναι , εἰ μη τι των δριμυτερων αὐταις προσενεγκοις . ὁ γουν λογος οὐτε θαυμαζει τουτων
χολην μετα μελιτοϲ . παραιτειϲθαι μεντοι την ϲυνεχη χρηϲιν των δριμυτερων φαρμακων , ϲυνεχωϲ δε κεχρηϲθαι τῳ παλαιοτατῳ ἐλαιῳ .
9999978 μαθηματικως
ὁτι δει τον χωρογραφειν ἐπιχειρουντα πολλα των φυσικως τε και μαθηματικως λεγομενων ὑποθεσθαι , και προς την ἐκεινων ὑπονοιαν τε
εἰναι φασιν ἰδεας , οἱ δε τα μαθηματικα , οὐ μαθηματικως δε : οὐ γαρ τεμνεσθαι οὐτε μεγεθος παν εἰς
9999978 Λακεδαιμονιων
. Λακεδαιμονιοι δε κτἑ . : ἀρχη της διαφορας των Λακεδαιμονιων και Ἀθηναιων οἱ δ ' ἠλθον κτἑ . :
και Ἀπολλωνος Καρνειου ξοανα ἐστι κατα ταὐτα καθα δη και Λακεδαιμονιων νομιζουσιν οἱ Σπαρτην ἐχοντες . ἐπι δε της ἀκροπολεως
9999978 συνεθεντο
Ἀποστασις Πασιφιλου στρατηγου ἀπο Ἀγαθοκλεους . λεʹ . Ὡς Καρχηδονιοι συνεθεντο την εἰρηνην προς Ἀγαθοκλεα . λϚʹ . Ὡς Ῥοδον
: οὐ γαρ ἐστιν αὐτων πατρις αὑτη . Αἱ γυναικες συνεθεντο παντα μηχανησασθαι εἰς το δοξαι ἀνδρες εἰναι , και
9999978 ἀδιδακτον
, ἁπερ συλληβδην ὀτταν καλουμεν , το δε ἀτεχνον και ἀδιδακτον , τουτεστιν ἐνυπνια και ἐνθουσιασμους . οὐδε ταυτα οὐν
αὐτων ψυχης ἐνεργειας : ἐαν δε μεχρι παντος ἀπαιδαγωγητον και ἀδιδακτον ἐασῃς σεαυτον , δουλευσεις τον αἰωνα χαλεπαις δεσποιναις ,
9999978 ἐπεβουλευσεν
ἀσελγως εἰσπεπηδηκοσιν εἰς τους δημους ὀργιζομενη παρωξυντο , τηνικαυτα μοι ἐπεβουλευσεν . ἠν δ ' ἐκεινος μεν ὁ καιρος του
εἰπε τμητικον γεγονοτα εἰς ἀπωλειαν , παροσον δολιᾳ τεχνῃ χρησαμενος ἐπεβουλευσεν . ὁ γαρ Δαιδαλος ἐκ Κρητης εἰς Σικελιαν ἀφικομενος
9999978 σμικροτητος
ὡς ἐοικε , και ἰσοτητος ἀν μετειη και μεγεθους και σμικροτητος . Ἐοικεν . Και μην και οὐσιας γε δει
[ εἰπειν ] , οἱον πρωτον ἡ του μεγεθους και σμικροτητος , και ψυχροτητος και θερμοτητος , και πληθους και
9999978 τετταρακοντα
Διονυσιον ὠνησασθαι παρα των συγγενων του Φιλολαου ἀργυριου Ἀλεξανδρινων μνων τετταρακοντα και ἐντευθεν μεταγεγραφεναι τον Τιμαιον . : τελευτᾳ δ
γαρ δη δει πρωτον ἀναλαβειν ἡμας τον των πεντακισχιλιων και τετταρακοντα , ὁσας εἰχεν τε και ἐχει τομας προσφορους ὁ
9999977 βουλευτηριου
οἱ Ἀννιβου φιλοι , προυθηκε νυκτος λαθων γραμματα προ του βουλευτηριου , ὁτι παντας ὁ Ἀννιβας τους βουλευτας παρακαλοιη τῃ
ἐμελλον ἐγχειρησειν , ἱδρυσαν αὐτους ἐν ὁπλοις μεταξυ του τε βουλευτηριου και του θεατρου ἐν τῳ Πομπηιου περιπατῳ . Ἠν
9999977 τετρακοσιους
θυρωμασι και πετροις , ἐξεβιβασε δ ' εἰς αὐτον στρατιωτας τετρακοσιους και βελων πληθος παντοδαπων , ἀπεχοντος ἀπο των τειχων
ἐδεξατο ἐρετας πλειους των τετρακισχιλιων , εἰς δε τας ὑπηρεσιας τετρακοσιους : εἰς δε το καταστρωμα ἐπιβατας τρισχιλιους ἀποδεοντας ἑκατον
9999977 κατεκλεισεν
Σηλυμβριανος . οὑτος γαρ του ἐν Σαμῳ Παριου ἀγαλματος ἐρασθεις κατεκλεισεν αὑτον ἐν τῳ ναῳ , ὡς πλησιασαι δυνησομενος .
των ξενων ἐλασει προς ἀφθονιαν μεθιστησιν . ἡμας δε οὐ κατεκλεισεν εἰς τοιαυτην ἰασιν ἡ γη , οὐδ ' ἐστιν
9999977 μαθηματικοι
δε και Ἀριστοτελης και οἱ Στωικοι ἐτι δε και οἱ μαθηματικοι τας μεν μηνιαιας * συνοδευουσαν αὐτην τῳ ἡλιῳ και
δε φησιν ἠ τους ὁριστικους λογους , οἱς χρωνται οἱ μαθηματικοι , ἑκαστος κατα την ἑαυτων ἐπιστημην , οἱον ὁ
9999977 ἀνες
. ἐπειτ ' ἀκουσον , του ταχους δε τουδ ' ἀνες : εἰς μεν γαρ ἀλλο παν ἁμαρτανειν χρεων ,
προσηκοντα τῃ ἀρχῃ πραττε , ἐμε δε τον καιρον τουτον ἀνες τῳ Ἡλιῳ , δει γαρ με την εἰθισμενην εὐχην
9999977 παρεσχες
ταυτας ἀπικομενας ἐνθαδε ἐσωσα τοι ἐγω , σωστρα δε συ παρεσχες : ἐχω γαρ ἐκ σεο παιδας τρεις . Τουτους
του παθους αἰτια . Ἡ Λυσις ὁμοιως μεταστατικη : συ παρεσχες του θανατου την ἐπιθυμιαν γαμον ποιησας ἐξ ἐπιταγματος :
9999977 πληθυντικως
ἡνικα γαρ δευτερῳ προστασσεται , ἑνικως μεν γινεται λεγε , πληθυντικως δε λεγετε . οὐ μην ἐν τῳ λεγετω ταὐτον
το σημαινομενον ὑπαρχον , ἀμφοτερως ἐχρησαντο , ἑνικως φημι και πληθυντικως , και ἀει μετα της προθεσεως , οἱον ὑπο
9999977 τυγχανειν
γαρ ἐνεστι λεγειν μη πασαν ἀκαταληπτον φαντασιαν ἰσην πασῃ ἀκαταληπτῳ τυγχανειν φαντασιᾳ , ἀλλα την μεν μαλλον εἰναι ἀκαταληπτον την
περι των σπονδων οὑτως ἐσπεισαντο , ὡστε μη βεβαιους αὐτας τυγχανειν , ἀλλ ' ἀποτεινεται προς Ἀλκιβιαδην τε και Κλεοβουλον
9999977 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999977 ἐπενευσεν
: ὁς και σφισι και θερεος και χειματος ἀρχομενοιο σημαινειν ἐπενευσεν ἐπερχομενου τ ' ἀροτοιο . τας οὐν των καρπων
ἰδων τα μυστηρια ἐρωτησε μεμυημενον , εἰ οὑτως ἐχοι , ἐπενευσεν ἐκεινος και ὡς ἐξειπων τα μυστηρια ὑπαγεται τῳ νομῳ
9999977 συλλογιστικαι
ὁμοιως του τε ἀναγκαιου και του ὑπαρχοντος τιθεμενων αἱ συζυγιαι συλλογιστικαι : και γαρ ὁτε το ὑπαρχον καθολου ἀποφατικον ,
, οὑτως ἐχουσι και αὑται : αἱτινες γαρ ἐκει ἠσαν συλλογιστικαι , αὑται και ἐνταυθα γινονται : ὁμοιως και αἱ
9999977 ἀπαλλαγεις
οὐν ἰδων ἑρμαιον ᾠηθην , εἰ των κατα ἀστυ πραγματων ἀπαλλαγεις εἰς ἀγρον βαδιοιμην και συνεσοιμην ἀνδρι φιλῳ , γεωργῳ
αὐτου φυσιν ὠσθη εἰς ὁ ἐχει και ἐνταυθα και ἐντευθεν ἀπαλλαγεις εἰς ἀλλον τοιουτον τοπον φυσεως ὁλκαις . Τῳ δε
9999976 Ἀριστοφανην
ἱδρυσαντο ἱερον Ἀχαιας Δημητρος . οὐτως εὑρον ἐν Ὑπομνηματι εἰς Ἀριστοφανην . Ἀρης , παρα την ἀραν , την βλαβην
ὠ Διομηδη , ὁ Ἀριστοφανης του Ἀριστοφανους τῳ Ἀριστοφανει τον Ἀριστοφανην ὠ Ἀριστοφανη : ἐπι δε των ἐπιθετων οὐτε εἰς
9999976 Σικελου
Σικελων και Σικανων διαφοραν οἰδεν , ὡς και προερρεθη , Σικελου και Σικανου . [ . . . , ;
οἱ δ ' ἀλλοι ἐκ της Θαψου ἀνασταντες Ὑβλωνος βασιλεως Σικελου προδοντος την χωραν και καθηγησαμενου Μεγαρεας ᾠκισαν τους Ὑβλαιους
9999976 χαλεπωτατος
ὁς μετριαζων μεν ἐστιν εὐχαρις , ἐπιτεινομενος δε και διαταραττομενος χαλεπωτατος . φησι δ ' αὐτον και διδυμα τοξα ἐντυνεσθαι
λεχει τε μοιχος ἐντρυφων , και φαρμακειαι , και νοσων χαλεπωτατος φθονος , μεθ ' οὑ ζῃ παντα τον βιον
9999976 παραδιδοασι
και Βοηθος και Νουμηνιος τον του Πλατωνος ἰκτινον παραλαβοντες ἰκτινον παραδιδοασι , και τον λυκον λυκον , και ὀνον τον
και πιστεις του μη παθειν εἰληφοτες αὐτον τε τον βασιλεα παραδιδοασι και το φρουριον . Οἱ δε περι τον Δουκα
9999976 δακρυον
, το δ ' ἐπιπολης ὑδατωδες ὡσπερ το φλεγμα και δακρυον . Ταχα δε ταυτα μεν εὐλογως , το μεν
το στελεχος και τιτρανας ὁσον τε παλαιστιαιον το πανταχοθεν ἀπορρεον δακρυον ἐπι ταὐτο ἐᾳ καταρρειν . τουτο μεν οὐν ἀν
9999976 διωρισαν
φοβουμενοι των νομων , ἁς ἑνεκα των ἀσυλλογιστων του χρησιμου διωρισαν τινες , παραδεξαμενων αὐτας των πλειονων . Οὐδεν γαρ
ἀκροαται ὑποκεινται ὡς μελλοντες ζημιαν ἐπαγειν τινα , ἡν νομοι διωρισαν , ὡστε μαλλον ἀν [ εἰη ] ὑπο το
9999975 δυσκολου
: το δε ἑξης , ὑμας ἁπαντας ἀπαλλαγεντας ψυχρου και δυσκολου βιου ζησειν . 〛 ψυχρου : Νεκροποιου : τοιουτος
ψυχρου : Νεκροποιου : τοιουτος γαρ ὁ των πενητων . δυσκολου : Δυσποριστου . ἀπαλλαγεντας : Ἐλευθερωθεντας . . τι
9999975 Ἀραβικων
. Νοσορα , νησος ἐν τῃ Ἐρυθρᾳ θαλασσῃ . Οὐρανιος Ἀραβικων . . ὁ νησιωτης Νοσορηνος . ἐγχωριος ὁ τυπος
. : Μωβα , μοιρα της Ἀραβιας . Οὐρανιος ἐν Ἀραβικων δευτερῳ . Οἱ οἰκουντες Μωβηνοι , και θηλυκως Μωβηνη
9999975 εἰασεν
ἰσον τῳ ἐπ ' οὐδενι το παραπαν , ἀλλ ' εἰασεν αὐτον οἱα φυτον ἀγεωργητον ἀφαυαινεσθαι και στειρουμενον ἀγονιᾳ χρησθαι
εἰ γαρ , ἐλεγον , εὐθυς ἐν ἀρχῃ Μωυσεως ἐντυχοντος εἰασεν ἐξελθειν το ἐθνος , οὐδενος ἀν των γεγονοτων πειραθηναι
9999975 τεταρτοι
. ὑμεις δ ' , Αἰγιεες , οὐτε τριτοι οὐτε τεταρτοι οὐτε δυωδεκατοι οὐτ ' ἐν λογῳ οὐτ ' ἐν
τετραχορδοις , φανερον ἐκ των ὑποκειμενων : οἱ μεν γαρ τεταρτοι των ἑξης δια τεσσαρων συμφωνουντες συναφην ποιησουσιν , οἱ
9999975 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999975 τετελευτηκοτας
αὐτον εὐνοιαν . Ἀλεξανδρος δε μετα την νικην θαψας τους τετελευτηκοτας ἐπεβαλε τοις Ἀρβηλοις και πολλην μεν εὑρεν ἀφθονιαν της
τους δισμυριους . μετα δε την μαχην ὁ βασιλευς τους τετελευτηκοτας ἐθαψε μεγαλοπρεπως , σπευδων δια ταυτης της τιμης τους
9999975 ἀτελεια
κοινην των ἀνθρωπων ἐπι συστασει της οἰκουμενης δηπουθεν εἰσφοραν : ἀτελεια δε τισιν ὑστερον κατα το της γνωμης ἐπινενοηται δοξαν
φυσει μεν παν πραγμα κρινομενον τελειον ἐστιν , ἡ δε ἀτελεια αὐτου περι το ἐχειν ὀνομα ἐστι : δια τουτο
9999975 πιστευτεον
ἀταραξια ἀφοβια ἐλευθερια . οὐ γαρ τοις πολλοις περι τουτων πιστευτεον , οἱ λεγουσιν μονοις ἐξειναι παιδευεσθαι τοις ἐλευθεροις ,
Διδυμων ὁμοιως το ὑπερ γην ἡμισφαιριον της ἡμερας ἐστιν . πιστευτεον οὐν ἐν τῳ Ὑδροχοῳ μονον πιπτειν τον ὡροσκοπον .
9999975 θαυμασιωτατος
ἐκ της Μιλητου ἐκεινην Ἀσπασιαν , ᾑ και ὁ Ὀλυμπιος θαυμασιωτατος γε αὐτος συνην , οὐ φαυλον συνεσεως παραδειγμα προθεμενοι
Σωφρων δε στρουθωτα ἑλιγματα φησιν ἐντετιμημενα . Ὁμηρος δε ὁ θαυμασιωτατος των στρωματων τα μεν κατωτερα λιτα εἰναι φασκει ἠτοι
9999975 Λακωνικου
ὑμενα . * ἐκτα : ἐκτανε * Ἀμυκλαιου : του Λακωνικου * ἠραξε : ἐκοψε ὀποιο : ὀπον νυν τον
ὡς ἐοικε , συκοφαντας αἱρουμενοι τους ἀξιοπιστοτατους των πολιτων . Λακωνικου δε συκου μνημονευει Ἀριστοφανης : συκας φυτευω παντα πλην
9999975 Κρητικου
το αὐτο καθηψημενοις : ἡ δε ποσις δια γλυκεος γινεσθω Κρητικου # α , πιουσα δε περιπατειτω κινειτω τε ἐμμηνα
ʹ , πεπερεωϲ ⋖ α , οἰνου Χιου και γλυκεοϲ Κρητικου ἀνα κοτυλην α ∠ ʹ : λεαναϲ παντα ἐν
9999975 Ὀλυμπιον
τεως την Ἀθηναν την ἐν πολει ἠ τον Δια τον Ὀλυμπιον , και σοι ταυτα ἀποχρησει προς το Φειδιαν θαυμασαι
αἰνησα , τον εἰδον κρατεοντα χερος ἀλκᾳ βωμον παρ ' Ὀλυμπιον κεινον κατα χˈρονον ἰδεᾳ τε καλον ὡρᾳ τε κεκραμενον
9999975 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999975 ἀκαθαρτους
μεν τας καθαρας ἐπι τον ὑψιστον , τας δ ' ἀκαθαρτους μητ ' ἐκειναις πελαζειν μητ ' ἀλληλαις , δεισθαι
και μαλιστα θελει βαινειν ὁ ἱππος ἐπι τας ἀψηκτους και ἀκαθαρτους και ῥυπαρας . κυει δε δεκα μηνας : τῳ
9999975 σαν
ἀνηκουστα τας τυραννου παθεα μελεα θρεομενας ; ὀλοιμαν ἐγωγε πριν σαν , φιλα , κατανυσαι φρενων . ἰω μοι ,
ἁ δυστανος σοι κουρον , τον φρικαι ματρος βαλλω ταν σαν εἰς εὐναν , ἱνα μ ' ἐν λεχεσιν μελεαν
9999975 τραχηλου
νοσος ἐκ πληθους αἱματος και στεγνωσις και ἐκπυρωσις και του τραχηλου και ὀστεων ἀλγησις και ἀγρυπνια ὑπερβαλλουσα και ἐπιθυμια πολλη
οἱ παιδες , και ὁποτε ἠ πνιγεσθαι συμβαινοι , του τραχηλου ταθεντος ἐξαιφνης ἠ του στομαχου κατασταντος εἰς ἀποριας ,
9999975 συμπτωσεως
κυκλου περιφερειας δυο εὐθειαι ἐφαπτομεναι συμπιπτωσιν , ἡ ἀπο της συμπτωσεως ἀγομενη διαμετρος διχα τεμει την τας ἁφας ἐπιζευγνυουσαν εὐθειαν
προσεισιν : ἐκ γαρ της [ δια ] των τοπων συμπτωσεως προδηλα κρινειν των γενομενων τα πραγματα . και το
9999975 Σικελικον
εἰναι τα περι τον Ποντον , το δε Κρητικον και Σικελικον και Σαρδῳον πελαγος σφοδρα βαθεα : των γαρ ποταμων
της των Ἀθηναιων δυναμεως παραπλευσαντες εἰς Αἰγεσταν , Ὑκκαρα μεν Σικελικον πολισματιον ἑλοντες ἐκ των λαφυρων συνηγαγον ἑκατον ταλαντα :
9999975 κτητικων
και ἐγκλιθειη , ὁπερ ἰδιον αὐτῃ παρηκολουθει προς την των κτητικων ἀντεξετασιν , καθο αὑται μονως ὀρθοτονουνται : γινεται γαρ
νικησαι ἀγνοει . . Ἑξης ῥητεον και περι της των κτητικων ἀντωνυμιων συνταξεως . Αὑται δη προτασσομεναι των κτητικως νοουμενων
9999975 δουλεια
δε πραγμα παμπολλην ἐχει την διαφωνιαν . ἐκει μεν γαρ δουλεια σαφης και οὐ πολυ των ἀργυρωνητων και οἰκοτριβων διαφερουσιν
ἠδη γεγηρακως , της νεοτητος πλειονα δυναμενης βιον ἀρκεσαι . δουλεια δε πασα χαλεπον μεν ἑκαστῳ , πικροτερον δε τῳ
9999975 ναυμαχουντες
ἀκροπολιν ἀνηγαγον , πολλα δε και καλα και πεζῃ και ναυμαχουντες ἐστησαν τροπαια , ἐφ ' οἱς ἐτι και νυν
ναυτας ἀκοντιζοντες . τελος δε τουτῳ τῳ τροπῳ κατα κρατος ναυμαχουντες οἱ Συρακοσιοι ἐνικησαν , και οἱ Ἀθηναιοι τραπομενοι δια
9999975 ἐκινησαν
και εὐτελους προφασεως , οἱα τυραννιδος σφαλματα , πρωτοι ὁπλα ἐκινησαν ἐς τε ἀποστασιν εὐσταθως ὡρμησαν Λιβυες , ἐξ αἰτιας
Ἐπι Σαμνιτας γουν , τριακοσιοις ἀπῳκισμενους σημειοις , την στρατιαν ἐκινησαν , ἠς ἀφηγειτο Παπιριος Κουρσωρ , την της δικτατωριας
9999975 δροσου
γαρ δη ἐστι το ὑδωρ της τε αἰθριης και της δροσου . Παντων δε των ἡμεις ἰδμεν θνητων τουτο ἐξ
ὀθονη ἀραιᾳ ἠ κοσκινῳ πυκνῳ τιθει ὑπαιθρον ἡλιουσθαι και της δροσου μη μεταλαμβανειν φυλαττομενος μητε βραχηναι , ὀμβρου γιγνομενου ,
9999975 ἐγχειριδιον
πολιτειας . ‖ Τι ἐστι : Το [ γαρ ] ἐγχειριδιον σου [ , και τα ἑξης ] ‖ ;
. εἰ γαρ ἐγω ἐν ἀγορᾳ πληθουσῃ λαβων ὑπο μαλης ἐγχειριδιον λεγοιμι προς σε ὁτι ” Ὠ Πωλε , ἐμοι
9999974 κεν
παιδες ἀμυμονες , εἰσι δε λαοι και πολεες , των κεν τις ἐποιχομενος καλεσειεν : ἀλλα μαλα μεγαλη χρειω βεβιηκεν
' ἐπαυετο θειος ἀοιδος . . . Χ . ὁ κεν τερπῃσιν ἀειδων . * ) [ ἡ διπλη ὁτι
9999974 ἐλλειπει
ὡς μεν ὑπαρχοντων Θηβαιων Φιλιππῳ λιαν θορυβουμενων . . . ἐλλειπει γαρ το φιλων και συμμαχων . Την δε διατυπωσιν
γαρ ἀσωτια ὑπερβαλλει μεν τῃ δοσει , τῃ δε ληψει ἐλλειπει , ἡ δ ' ἀνελευθερια ἐλλειπει μεν τῃ δοσει
9999974 Νικομαχον
πραξεις και λογους , Νικομαχεια δε , διοτι προς τινα Νικομαχον ἐκπεφωνηται , εἰτε τον υἱον αὐτου του Ἀριστοτελους ,
θυγατερα ἐπι τοις διδυμοις παισιν Ἀντικλειαν γενεσθαι , της δε Νικομαχον τε εἰναι και Γοργασον , πατρος δε Μαχαονος του
9999974 σανιδος
εἰ μη καταβαλῃ αὐτον εὐστοχιᾳ σφενδονητικῃ ἀντι σκοπου κειμενον ὑπερ σανιδος . σισυρνα δε παχυ περιβολαιον ἠ δερματινον ἱματιον ἡ
αἱρετωτερον ἐστι βαθρον μαλλον παν το κατα το περας της σανιδος τετραγωνοις ἐκκοπαις ἐκκεκομμενον προς ἀσφαλη την εἰς αὐτο του
9999974 μειζονες
της ΚΛ . και ἐπει αἱ μεν ΘΖΗ της ΘΗ μειζονες εἰσιν , αἱ δε ΓΘΚ της ΓΚ , συναμφοτεροι
δυειν ὀρθων : αἱ ἀρα ὑπο ΑΒΔ , ΑΒΗ οὐ μειζονες εἰσι τριων ὀρθων . ἡ ἀρα ὑπο ΔΒΗ οὐκ
9999974 κυριωτατων
, ἡλιῳ καθαρῳ τον ἰδιον βιον ἀνταυγασοντες και δια των κυριωτατων αἰσθησεων τους συλλογους ὀνησοντες , ὁρωντας μεν ἡδιστας ὁμου
ἐκει - νως σημαινει , περι δε των μεγιστων και κυριωτατων δια καλλιστου ἀγγελου σημαινει ; τι ἐστιν ἀλλο ,
9999974 τρισκαιδεκατον
οἱον Ὀδυσσευς περι της ἀναιρεσεως Δολωνος λεγει Νεστορι , τον τρισκαιδεκατον σκοπον εἱλομεν ἐγγυθι νηων . εἱλομεν εἰπε , καιτοι
“ ἀγε , ὠ Ἡρακλες ” , ἐφη , “ τρισκαιδεκατον ἡμιν ἐπιτελεσον / ⌈ ἀθλον και ἑψησον τον φακον
9999974 κρατουσαν
το φως συναιτιον της ἐμφασεως : την δε χροαν την κρατουσαν μαλλον εἰς την ἑτεραν ἐμφαινεσθαι ἀει . τον αὐτον
ἐν τῃ ἀτελει και σωματικῃ , και την συνεχουσαν και κρατουσαν ἐν τῃ ἐχομενῃ και ἀρχομενῃ , ὡσπερ ἀν εἰ
9999974 τετραμμενα
δε κωλα αὐτων , ἁ τινες αὐλους καλουσιν , ἐξω τετραμμενα ἐωσιν , ὁπως δια των αὐλων ὁ σιτος ῥιπιζομενος
ὁ Μεγα - ρευς ἐνισταμενος λεγει και Μεγαρεις προς ἑσπεραν τετραμμενα τα σωματα των νεκρων τιθεναι : και μειζον ἐτι
9999974 ἀκαθαρτος
ἀληθως ἐμψυχον , οἱον και τοιαυτα συνειδως βεβιωμενα ἑαυτῳ ὁ ἀκαθαρτος οὑτοσι τολμησει βλεπειν εἰς ὑμας και τον βεβιωμενον αὑτῳ
και κωμικωτερον ὁ Ἀριστοφανους θυμαγροικος . Κιναιδος , πορνος , ἀκαθαρτος , βδελυρος , καταπυγων , θηλυδριας , γυναικιας ,
9999974 σκοπων
Οὐκ ἀνονητον ὀντωςὠ Μηνοδωρετουτο γε οὐδε ἀρετης πολιτικης παντῃ ἀμετοχον σκοπων εἰκοτως ἀν τις εὑροι . Δοκει σοι ἀρὠ '
του τροπου της χρησεως . Ποσαχως ἡ ἐνδειξις των θεραπευτικων σκοπων ; Πενταχως . Πρωτη μεν ἐνδειξις , ἡ ἀπο
9999974 Ἀναξιμενης
οὐτε διαβολας καθ ' ἑτερων ἐγνωκως ποιεισθαι συγγραφεων , ὡσπερ Ἀναξιμενης και Θεοπομπος ἐν τοις προοιμιοις των ἱστοριων ἐποιησαν .
Κιλικιαν ἀντιταξαμενος συν Δαρειωι εἰς Κυπρον διεδρα , καθα φησιν Ἀναξιμενης ἐν τηι † θ Των περι Ἀλεξανδρον . .
9999974 δραπετου
των Χιων τα ἐπικηρυχθεντα χρηματα και θαψας το σωμα του δραπετου εἰς την ἰδιαν ἐχωρησε . και οἱ Χιοι παλιν
το Ϛʹ περι τετραποδων , το ζʹ περι ἀηδιας ἠ δραπετου , το ηʹ περι κλεμματος ἠ ἀποβολης , το
9999974 παρελαμβανεν
την Ἑλλαδα ἐλανθανεν διαφθειρων τους συγγιγνομενους και μοχθηροτερους ἀποπεμπων ἠ παρελαμβανεν πλεον ἠ τετταρακοντα ἐτη οἰμαι γαρ αὐτον ἀποθανειν ἐγγυς
παθοιεν το παθημα το Λυδιον : ἀλλα τον μεν ἱππον παρελαμβανεν ἐξεπιτηδες ἐπ ' αὐτῳ τουτῳ παρεπομενος τις ὑπηρετης ,
9999974 οἰκειοτατα
ὀντεσσι και διαφοροις ταν φυσιν ἐξαρχει τι ζῳον κατ ' οἰκειοτατα ἐγγενη και δια το μετεχεν πλεον τω θειω .
δε γενει μεν ἐγγυτατω προσηκοντες , χρωμενοι δε ἐκεινῳ παντων οἰκειοτατα , δεδωκοτων δ ' ἡμιν και των νομων κατα
9999974 καθαρωτατου
τοις κακιστοις ἐξ ἀταξιας και πλεονεξιας , ἐξεληλακως ἐκ του καθαρωτατου της οὐσιας , οὐρανου . ὁ δε δευτερος κεφαλαιον
ἀρχηγετας του μικτου γενους ὑπελαβεν εἰναι , τουτονι δε του καθαρωτατου και διηθημενου , ὁπερ ὀντως ἐστι λογικον . καθαπερ
9999974 Λακεδαιμονιους
ἀλληλους φονευουσιν ; Ἀργειους ὁρᾳς , ὠ Χαρων , και Λακεδαιμονιους και τον ἡμιθνητα ἐκεινον στρατηγον Ὀθρυαδαν τον ἐπιγραφοντα το
. φημι δειν ἁμα τουτους ἀξιουν καθαιρειν τας στηλας και Λακεδαιμονιους ἀγειν εἰρηνην , ἐαν δε μη ' θελωσι ποιειν
9999974 Αἰγηιδος
τυπῳ δε Γαργιτης . Γαργηττος , πολις και δημος της Αἰγηιδος φυλης . ὁ δημοτης Γαργηττιος . Ἐπικουρος Νεοκλεους Γαργηττιος
μαστιγουμενος ἐπικελευων τῳ τυπτοντι . τἀν Διομειοις : Δημος της Αἰγηιδος φυλης , ἀπο Διομου του Ἡρακλεους . ἐστι δε
9999974 παρετασσετο
Συρακουσαις ὑπεικουσαν ὑποβαλοντες αὑτους τῃ Γελωνος δυναστειᾳ . Θηρων Καρχηδονιοις παρετασσετο . των δε πολεμιων φευγοντων οἱ Σικελιωται ἐμπιπτοντες ἐς
τουτου προθυμοτερον ὁ αὐτου στρατος [ ἐν ] τῃ Κορωνειᾳ παρετασσετο . Ὁτι Ἐπαμινωνδας ἐν μαχῃ ἰσορροπον το ἐργον ἰδων
9999974 παρεσκευασαν
θεοι τε και τυχη το της γνωμης ἀνοσιον κατιδοντες φωραθηναι παρεσκευασαν , ἀπο δε ἀγνοιας ὁτι συνεργον την ἐρημιαν της
ἐντος του πλεγματος περιβαλοντες ἱερεια προς την ἐπιθυμιαν , οὑτω παρεσκευασαν χειροηθη και πρᾳον τον ἀγριον , ὡστε μηθεν των
9999974 Περικλης
ταλαντα ἐς το δημοσιον πεντακοσιοις πλειονα και ἑξακισχιλιοις ἠ ὁσα Περικλης ὁ Ξανθιππου συνηγαγε , κατεσκευασε δε πομπεια τῃ θεῳ
ἀποδῳ τον λογον , ἀλλα πως μη ἀποδῳ . διοπερ Περικλης ἀποδεξαμενος την του παιδος ἀποφασιν ἐζητει , δι '
9999974 τρισαριστεως
δε ἀντιληψει του πραγματος ὡμολογημενου και τελειου ὀντος και του τρισαριστεως μοιχου φανερως ἑαλωκοτος ζητειται , εἰ τον τρισαριστεα φονευειν
εἰναι ὡς εἰς βαθος ὠλισθησε κακου τῃ ἑταιριᾳ ὁ του τρισαριστεως υἱος : και το ἑκοντι εἰς τουτο γεγονοτα τον
9999974 μαραθρου
και ποτιζειν λιβανωτιδος ἀφεψημα και σχινου ἀνθους , μιου , μαραθρου και μαλιστα ἀνηθου : καλως δε ποιει τουτοις και
, ἐχει δε οὑτως . Καρυου δραχμας δεκα ἑξ , μαραθρου δραχμας ἑξ , σελινου σπερματος δραχμας ὀκτω , λιβυστικου
9999974 μανδραγορας
μεν ὁμοιοτερα τουτῳ τον καυλον ἐχει κοιλον , καθαπερ ὁ μανδραγορας και το κωνειον και ὁ ἐλλεβορος και ὁ ἀνθερικος
ἀμφοτερα , ἀνδραχνη αὐτη τε και ὁ χυλος αὐτης , μανδραγορας , κιτριου το περι το σπερμα ὀξυ , πολυγονον
9999974 ἐρωτηματικως
ὑπνον συν ὁπλοις εἰς Πλαταιαν της Βοιωτιας ; και οὑτως ἐρωτηματικως τα μετα ταυτα διελευσομεθα . οὑτω δ ' ἀν
ὁς νεικεσσε θεας . δυναται δε και καθ ' ὑποκρισιν ἐρωτηματικως ἀκουεσθαι : αἱ παιδιαις και τρυφῃ ἠλθον εἰς Ἰδην
9999974 Εὐδοξον
και ταυτα δε πλειους εἰρηκασιν και ἐπι πλειονων ὑδατων . Εὐδοξον δ ' ἱστορειν την μεν ἐν Καλχηδονι κορκοδειλους ἐνναιειν
Ὑδροχοῳ , ἐαν γενωνται βρονται . . . κατα δε Εὐδοξον χειμωνας πολλους . [ . . . . .
9999974 θελοντι
σεληνη : τι μοι μαχεσθ ' , ἑταιροι , καὐτωι θελοντι πινειν ; Ἡ Τανταλου ποτ ' ἐστη λιθος Φρυγων
την μητερα και συμπαριστασθαι και βοηθειν τῳ Διι , ἐμοι θελοντι και ἐκεινῳ . . : προσλαβοντι ] Συναιρομενῳ τῃ
9999974 περικαλλεα
λεγει γαρ [ γ ] ἠελιος δ ' ἀνορουσε λιπων περικαλλεα λιμνην . ἐνθα δη και ἡδυνων τον λογον θηλυκως
ποταμον Ἰμβρασον , τῳ ῥα ποτ ' Ὠκυροην νυμφην , περικαλλεα κουρην , Χησιας εὐπατερεια τεκεν φιλοτητι μιγεισα , Ὠκυροην
9999974 ἐσπουδακεναι
και εἰποντος Μη γενοιτο : Οὐ προσηκει περι το κρατιστον ἐσπουδακεναι ; Παντων μαλιστα προσηκει . Τι οὐν κρεισσον ἐχομεν
και νομισας οὐκ ἀνευ θειας ἐπιφροσυνης περι το τοιουτον ἐργον ἐσπουδακεναι τον βασιλεα , σκεψαμενος τους παρ ' αὑτῳ δοκιμωτατους
9999974 πιστευομεν
εἰσιν ἡμιν συγγνωμην νεμειν , εἰ περι των δοκουντων Πλατωνι πιστευομεν οἱς αὐτος Ἑλλην ὠν , προς Ἑλληνας ἡμας ,
ὁτι δε ὁ σπουδαιος φιλος ἀλλος ὁ φιλων ἐστι , πιστευομεν ἐκ των ὁσημεραι . ἀν γαρ τις σφοδρα φιλῃ
9999974 μακροτερα
την ῥαβδον , καρυᾳ βασιλικῃ ὁμοια , βαρυοσμα δε και μακροτερα , ἐπ ' ἀκρων δε των καυλων σκιαδεια περιφερη
. Βολβος ὁ ἐμετικος ἐχει τα φυλλα ἱμαντωδεστερα και πολλῳ μακροτερα του ἐδωδιμου : ῥιζαν δ ' ἐοικυιαν , περι
9999974 θερμοτης
και τῳ θερει καιονται . Χρη δε , ὁσον ἡ θερμοτης του ἡλιου κατεισι , τοσουτον ὀρυττειν και φυτευειν ,
ὑγιασαντος τριψις ἐγενετο των ποδων του καμνοντος , και ἐντευθεν θερμοτης ἐκινηθη , και ἐδρασεν εἰς τα ἐνοχλουντα αἰτια και
9999974 βελτιστων
τα της ψυχης , διατηρουσαν την ὑγειαν και την των βελτιστων ἐπιτηδευματων ἐπιθυμιαν . φανερον δε εἰναι και δια της
και μετασχων τουτου του μαθηματος οὐκ ἀν ποτε ἀποσταιη των βελτιστων , οὐδε τουτων ἀμελησας αἰσχρον τι και φαυλον προελοιτ
9999974 γνωμην
διχα των ἀνδρων εἰς ἑν χωριον και λογον ἑαυταις δουσαι γνωμην ἐποιησαντο συμβατηριων ἀρξαι προς ἀμφοτερους αὐται λογων . ἡ
δ ' ἐνην ; Οὐ ταυτ ' ἀβουλου και κακου γνωμην πατρος ; δοκω μεν , εἰ και σης διχα
9999974 Ἀντιμαχον
καθευδειν μετα παιδισκης ὡραιοτατης , ἀνατριβομενῳ γε το δεινα . Ἀντιμαχον τον Ψακαδος , τον ξυγγραφη , τον μελεων ποητην
προς τοις τεσσαρακοντα . καθ ' ὁν δη χρονον και Ἀντιμαχον τον ποιητην Ἀπολλοδωρος ὁ Ἀθηναιος φησιν ἠνθηκεναι . Κατα
9999974 προσαγορευουσι
λευκην , εὐωδη σφοδρα . ἐξ ὡν ἐξαιρουντες ὀστα λευκα προσαγορευουσι μεν μαργαριτας , κατασκευαζουσι δ ' ἐξ αὐτων ὁρμισκους
προσηγοριας γινομενον , οἱον ἐν οἱς τινες τον ἐντυχοντα παντα προσαγορευουσι και την δεξιαν ἐμβαλλοντες χαιρετιζουσιν . ἀλλο εἰδος ,
9999974 συνεπιμεριζει
και βιαιῳ θανατῳ περιπεσειται ἠ φονῳ αἰσχρῳ . εἰ δε συνεπιμεριζει τῳ Ἀρει ὁ Ζευς και ὑπαρχει ὁ Ἀρης ἀκακωτος
ἐν τῳ καιρῳ καθ ' ὁν ὁ κακοποιος ἐπιμεριζει ἠ συνεπιμεριζει . εἰ δε ὁ κυριος του κληρου του κατα
9999974 σπουδαζειν
τοις δημοκρατουμενοις πρεπειν ὡς περι το ἰσον και το δικαιον σπουδαζειν . δει τοινυν τους λιαν ἐπ ' αὐτα παρακαλουντας
τοις ὁμοιοις τουτων . ἐγω μεν οὐν οὑτως οἰμαι ἰασθαι σπουδαζειν τους ἐσχηκοτας καταρρουν ἐπι θερμῃ δυσκρασιᾳ και ἀναπτυσαντας αἱμα
9999974 Αἰσωπος
τῳ Ξανθῳ το τελος και ἀπηλλαγησαν . Ὁ μεν οὐν Αἰσωπος ἠκολουθει προς την οἰκιαν ἀπιοντι τῳ Ξανθῳ . μεσημβρινου
Ζηνας ἀκουσας του Αἰσωπου οὑτως λαλουντος ἐθαμβηθη και φησιν ” Αἰσωπος λαλειν ἀρξαμενος ἐμε κεκρουκε : προκαταλαβωμαι αὐτου , ἐπει
9999974 ἡμετεροισι
: μαλα δε χρη σπευδεμεν ἐμπης : μνηστηρας κατεπεφνον ἐν ἡμετεροισι δομοισι λωβην τεινυμενος θυμαλγεα και κακα ἐργα . ”
? ? ? ] , βελεεσσιν ? ? ὑφ ' ἡμετεροισι ? δαμεντας [ ? , ] ὀφρα τις ἐν
9999974 χρωμενοϲ
ἐξαιρηϲειϲ δε ταυταϲ ἀποκτειναϲ , ἀποκτενειϲ δε τοιϲ πικροιϲ μαλιϲτα χρωμενοϲ βοηθημαϲιν . κοινηϲ μεν οὐν τηϲ θεραπειαϲ του πυρετου
ὑγειαν φυλαξει τοιϲ ϲωμαϲι τἀναντια προϲαγων , ποτε μεν ἀναψυξεϲι χρωμενοϲ , εἰ οὑτωϲ τυχοι , ποτε δε θερμαϲμαϲιν ,
9999973 κατελυσεν
Σερτωριον ὑστερον διαφθειραντες , ὑστατους δε Κανταβρους , οὑς [ κατελυσεν ] ὁ Σεβαστος Καισαρ : την [ τε ]
εὐβατος ἐστι περασθαι . . Ὑβρισε τας ἀρουρας , ἠτοι κατελυσεν και ἠρημωσεν . ἀφυβρισε δε πελαγος παρα Συνεσιῳ ,
9999973 κελευομενα
προς τα πραγματα και ἡ των πατρικιων νεοτης ἑτοιμος τα κελευομενα ποιειν : μεγιστον δε παντων ὁπλον και δυσκαταγωνιστον ,
των ἀλλοτριων ἐσθητων ἑκαστος οὐ φειδομενος ἑτοιμοτερος ἠν πραττειν τα κελευομενα . Χαρης ἀπηγε στρατοπεδον ἐκ Θρᾳκης : ἐπεκειντο οἱ
9999973 διακοσια
πολεμον ] τον περι Ἀμφιπολιν λεγει , εἰς ὁν χιλια διακοσια ταλαντα ἀνηλωθη . προσεσθ ' ] τῃ ζημιᾳ περιφρονησις
: μιλια δ ' ἐστι , φησι Πολυβιος , ταυτα διακοσια ἑξηκοντα ἑπτα . ταυτην δη την ὁδον ἐκ των
9999973 κινδυνευοντα
το σφοδρον του πυρετου ἐκτος τε κινδυνου ποιησας τον καμνοντα κινδυνευοντα διαφθαρηναι ὑπο των ἀκαιρων καταπλασματων και ἐνεματων , ὡς
το δε [ ἐργον ] της γνωμης . Ἀναγκη δε κινδυνευοντα περι αὑτῳ και που τι και ἐξαμαρτειν . Οὐ
9999973 ἀμετοχος
: μεγαλοφωνον τελλεται : γινεται ἀναλκιν : ἀδυνατον ἀμοιρος : ἀμετοχος ἀγαλλων : καλλωπιζων λαγετας : ἡγεμονας μεμαοτας : προθυμους
την οἰκειαν της φυσεως ληξιν ἀνακαμπτειν . ὁ δε κοσμος ἀμετοχος της ἐν τοις λεχθεισιν ἀταξιας ἐστιν . ἐπει ,

Back