. Ἀσκησας γαρ την γραμματικην ἐπιστημην ἐν τοις της Ἀσιας κλιμασι και παντων των ἐκει βελτιων γενομενος , διεγνων ἑως
” τοιαυτα δε και ὁ Τριπτολεμος ποιει . κἀν τοις κλιμασι δε κἀν τοις ἀνεμοις διαφαινει το πολυμαθες το περι
9999962 Πελοποννησος
οὐχ ὑπερσυντελικος . . . + . Ἀπια : ἡ Πελοποννησος , ποταμου , και Μελιτης της Ὠκεανου , τελευταιον
Ἰωνια , ” ἐκ δε θατερου ” ταδ ' ἐστι Πελοποννησος οὐκ Ἰωνια . „ Ἀλεξανδρος δε της Ἰνδικης στρατειας
9999952 βουλευσομεθα
λοιπων ὁμοιως . πλεον δε περι των κατα τας τεχνας βουλευσομεθα ἠ τας ἐπιστημας : πλεον γαρ δισταζομεν ἐν ταις
πολιτικοις , ἠ ὁποιον ἀν τι ἡμιν δοκῃ , τοτε βουλευσομεθα , βελτιους ὀντες βουλευεσθαι ἠ νυν . αἰσχρον γαρ
9999952 στρατευσῃ
καταλλασσῃ τῃ γυναικι α ἐαν κοινωνησῃς , βλαπτῃ β ἐαν στρατευσῃ , ταχυ προκοπτεις γ οὐκ ? ἐστιν ? ?
προκοπτεις ἀρτι Ϛ οὐ κοινωνεις ἀρτι τῳ πραγματι ζ ἐαν στρατευσῃ , μετανοησεις η μετα φοβου ἐρωτησον και ἀκουεις ἀληθειαν
9999950 γλυκυσιδης
νηστει διδοναι : ἠ δαυκου ῥιζην αἰθιοπικου , σεσελι , γλυκυσιδης ῥιζην τον αὐτον τροπον : ἠ ἱπποσελινου και δαυκου
δια μελιτος , ἀρτεμισιας , δικταμνου , κραμβης χυλου , γλυκυσιδης , πρασου χυλου , πηγανου , σκαμμωνιας . οἱ
9999949 θερμασιᾳ
τῃ ξανθῃ χολῃ . οὐ μονον δ ' ὁτι πολλῃ θερμασιᾳ τους τοιουτους ἐργαζεται χυμους πικρους , [ και ]
προσωπῳ , και πολ - λακις ἀναστομωσις ἀγγειου ἀπαντᾳ τῃ θερμασιᾳ . οἱ δε λεγοντες ὁτι ψυχουσι , φασιν ὁτι
9999949 ἀμφιβολια
κατα συνθεσιν και διαιρεσιν . ἐστι δε κατα πνευμα μεν ἀμφιβολια ὡς τοδε . κατελιπε τις φιλῳ την οὐσιαν ,
μολειν ] γρ . φυγειν . οὐκ ἐνι στασις ] ἀμφιβολια . τουτο οὐκ ἀδηλον . φευ , ταχεια ]
9999949 σκοτεινῳ
μετα δε το ἀριστον μη πολυν διατριψαντα χρονον καταδαρθειν ἐν σκοτεινῳ ἠ ψυχεινῳ τοπῳ και χωρις πνευματος : ἐγερθεντος δε
ἠ μαγειρειῳ , Κρονου δε παρα δουλικῳ προσωπῳ ἠ ἐν σκοτεινῳ τοπῳ ἠ ὑγρῳ ἠ ῥυπαρῳ ἠ ὑψηλῳ . ἐαν
9999949 γεννητικα
αὐξεται . και ἐν ἐκεινηι ἐστι τηι τροφηι μορια αἱματος γεννητικα και νευρων και ὀστεων και των ἀλλων : ἁ
ἁπαντα τα θερμαινοντα και χοληϲ τηϲ ὠχραϲ τε και ξανθηϲ γεννητικα και οἰνουϲ τουϲ παλαιουϲ τε και κιρρουϲ και μελαναϲ
9999948 ἠρνησατο
, το δε τα δεοντα εἰρηκεναι ἐξ ἀρχης μεν παντῃ ἠρνησατο , ἐπειτα συνεχωρησεν εἰς χαριν Φαιδρου : ὡστε πῃ
Πωρος ᾐτησεν , ὁ δε Ἀλεξανδρος ἐπραξε , και οὐκ ἠρνησατο : οὐδε γαρ οἱος τε ἠν . βασιλεα γαρ
9999948 χαλεπωτατα
προπεμπομενοι δεδιοτος , μη συλληφθεντες ἀπολωνται και συμβῃ δυο τα χαλεπωτατα , ἀνδρων τε , οἱ φυλης ἑκαστης ὀψις ἠσαν
μετιων : ὡς κἀν τουτῳ γεωργιαν θαυμασιωτεραν εἰναι , τῳ χαλεπωτατα εἰναι και ἀγριωτατα των ἐθνων , εἰπερ ὀντως ἐστιν
9999947 ἀποφαινῃ
και κατ ' ἰδιαν ἐξηγησαμεθα , συ δε πρωτον μεν ἀποφαινῃ γνωμην των μαντεων , ὡς παντες δια θεων ἠ
ἑκαστου ὡν λεγεις ποτερον αὐτος ταυτα λεγεις και γνωμην σαυτου ἀποφαινῃ , ἠ ἐμε ἐρωτᾳς . Ἀλλ ' ἐγωγε σε
9999947 κοιλια
ἐξουρειϲθαι ποιειν φηϲιν ὁ Διουϲκουριδηϲ . ἡ δε τηϲ γαληϲ κοιλια πινομενη παντοϲ ἀλεξιφαρμακον θηριου λεγεται . Κοκκοϲ Κνιδιοϲ ὁ
ΓΘ ἀλλως : τοις βοϊδιοις . ἡ γαρ του βοος κοιλια βολιτους ἐχει . λεγει δε φαυλοις εἰδεσιν ἐν αὐτοις
9999947 Δημοσθενες
αὐτῳ : ὁ δε δημος ὁ Ἀθηναιων ποι καταφυγῃ , Δημοσθενες ; προς ποιαν συμμαχων παρασκευην ; προς ποια χρηματα
λαβειν , και προς τουτοις ἐν τῳ ψηφισματι γραψαντος ὠ Δημοσθενες σου και ἑτερων πολλων , ζητειν την βουλην περι
9999947 ἠρωτησεν
] ἐνθυμημα . ἀντιβολω ] παρακαλω . ἀνηρετ ' ] ἠρωτησεν . ὁ Σφηττιος ] ὁ ἀπο τοπου Σφηττου .
, ἐν ταις χερσιν αὐτων κρατουντας ξιφη ἠκονημενα , και ἠρωτησεν Ἁβρααμ τον ἀρχιστρατηγον : Τινες εἰσιν οὑτοι ; και
9999947 κατεσκευασε
τρισμυριους νεανισκους ἐπιλεξας και παιδευσας τα πολεμικα των ἐργων ἀντιταγμα κατεσκευασε τῃ Μακεδονικῃ φαλαγγι . νβʹ . Ὡς Ἁρπαλος δια
ὑποτροχον δε πασαν τροχοις στερεοις τεσσαρσιν ὀκταπηχεσι το ὑψος . κατεσκευασε δε και κριους ὑπερμεγεθεις και χελωνας δυο κριοφορους .
9999947 κουρα
και Ἀλησιον οὐδας , και μοι τω Σκεδασου μελετον δυσπενθεε κουρα . ἐνθα μαχη πολυδακρυς ἐπερχεται : οὐδε τις αὐτην
ἱπποπειρην οὐκ ἐχεις ἐπεμβατην . κλυθι μεο γεροντος εὐεθειρα χρυσοπεπλε κουρα ἀλκιμων ς ' ὠ ' ριστοκλειδη πρωτον οἰκτιρω φιλων
9999946 πεντακισχιλια
πληθος ἀλλων κατασκευασματων , των παντων συναγομενων εἰς μυρια και πεντακισχιλια ταλαντα . ἠθροισθη δ ' αὐτῳ και ἀλλο πληθος
τῳ Περι μαθηματων φησιν εἰς την Τροιας ἁλωσιν ἐτη γεγονεναι πεντακισχιλια . ἐπειδη πολλαχου μεμνηται του Πλατωνος ὁ Ἀριστοτελης ὡς
9999946 Πελοπιδας
ἀν πολλακεις τους ἀληθεινους ἡγεμονας . οὐτε γαρ Ἐπαμεινωνδας οὐτε Πελοπιδας οὐτε Ἀθηνηθεν Ἰφικρατης και Χαβριας ἐστρατηγησαν ἀν οὐθ '
στρατηγους κατα τους ὑποκειμενους χρονους . ἐπιφανεστατοι δ ' ἠσαν Πελοπιδας και Γοργιας και Ἐπαμεινωνδας : οὑτος γαρ οὐ μονον
9999946 ἀπαιδες
ἐλθουσα θαψῃς την Πολυξενην : ὁσον το κατα σε μερος ἀπαιδες ἐσμεν . ὁσον το κατα σε ἡκεν : ἐζη
τροπων ἠθη συννομα πειρασθαι προσαρμοττειν . και ὁσοι μεν ἀν ἀπαιδες αὐτων ἠ ὀλιγοπαιδες ὀντες διαφερωνται , και παιδων ἑνεκα
9999946 θρια
του ἐγκεφαλου . ἐστι γαρ ὡσπερ δυο θρια συγκειμενα . θρια δε , τα της συκης φυλλα , και τα
, τα ῥα οἱ γερα παρθεσαν αὐτῳ : οὐ γαρ θρια και κανδυλον και ἀμητας μελιπηκτα τε τοις βασιλευσιν ἐξαιρετα
9999946 πολυιστωρ
παρισταμενοι βασιλει ” . Ἀφακη , πολις Λιβυης , ὡς πολυιστωρ ἐν Λιβυκων τριτῃ . το ἐθνικον Ἀφακιτης δια το
ἐθνικον Θυμιατηριος . Θυνη , πολις Λιβυης , ὡς ὁ πολυιστωρ Ἀλεξανδρος . ὁ πολιτης Θυναιος ὡς Δωδωναιος . Θυνια
9999946 δυνηθεισα
οὐδεν προκοπτει , μηδε χειρουργιας ἀμελησωμεν . ἰσως γαρ μη δυνηθεισα ἡ φυσις διαφορησαι τον χυμον , δευτερον πλουν πλευσασα
„ . ἡ δε ταυτα ἀκουσασα και προς μηδεν ἀντειπειν δυνηθεισα , ” ποθεν , ἀνερ ” , φησι „
9999946 δευτερῳ
μεταφυτευσις τον καρπον ποιει . και τα μεν ἐνριζα τῳ δευτερῳ ἐτει , ἠ και θαττον τον καρπον ἀποδιδωσι :
Πυρρον Μολοσσον Αἰακιδην και Τρωαδα . Λυσιμαχος δε ἐν τῳ δευτερῳ των Νοστων [ . ] φησι Προξενον * *
9999946 φορημα
και καθευδειν . ἐτι δε φανερωτερον και ἐν τοισδε οἱον φορημα ὁ φοβος : ἐνιοι γαρ φοβουμενοι μη ληφθεντες ἀποθανωσι
περιβεβληται τηβενναν , το ἐπιχωριον των ὑπατων τε και στρατηγων φορημα , στεφανον δ ' ἐπικειται δαφνης , μεμειωται δε
9999944 ἐκεκλετο
, σακε ' ὠμοισι κλιναντες . Αἰνειας δ ' ἑτερωθεν ἐκεκλετο οἱς ἑταροισι Δηϊφοβον τε Παριν τ ' ἐσορων και
και θυμον ἑκαστου . Αἰας δ ' αὐθ ' ἑτερωθεν ἐκεκλετο οἱς ἑταροισιν : αἰδως Ἀργειοι : νυν ἀρκιον ἠ
9999944 χαλεπωτεροι
: νυν δ ' ἐδεισαν μη οἱ Ἀθηναιοι ἐχοντες αὐτην χαλεπωτεροι σφισι παροικοι ὠσιν . Μετα δε ταυτα τριτον μερος
το μεγεθος , ἐπιμελη ποιουμενοι ζητησιν . οἱ μεν οὐν χαλεπωτεροι τας φυσεις ἐπι το μειζον τε και φοβερωτερον ἁπαντα
9999944 ἀπελθουσα
ξυντελειαν . . οὐκ ἐς φθορον ] οὐκ εἰς φθοραν ἀπελθουσα ἀφωνως μενεις . εἰωθαμεν δε τοιουτοις λογοις προς τους
ὁτι κἀκεινων ἀθανατος ἐστιν ἡ ψυχη , εἰ γε και ἀπελθουσα ἐπανερχεται παλιν και γνωριζει και ἐπανιστησι το σωμα και
9999944 ἐπεγραψε
το ὑψος εἰκοσι προς τοις ἑκατον , ἐφ ' ὡν ἐπεγραψε το τε μεγεθος της δυναμεως και το πληθος των
το ε και νομισας ἐχειν αὐτο την γραμμην , η ἐπεγραψε , και ἐπεγραψε σκηψις , ἀντι του η ,
9999944 ὠφελησεν
: τουτο πολλων προ αὐτου γεγενημενων και μηδεν ἀνυοντων μεγαλως ὠφελησεν . Ἠ κυπρου φυλλα λειωσας χλωρα ποιει τροχισκους ,
και κατεργαζεται . ἀρχομενας δε ὑπο ῥευμα παχυ ἐπι πολυ ὠφελησεν ὡσπερ την μυδριασιν ἐβλαψεν : οὐ καθ ' ὁ
9999944 λιθαργυρου
και χωσθεντος . Πισσης Βρυττιας # α # δ , λιθαργυρου # α # δ , λιβανου # η ,
, ἀλοης , σμυρνης , λιβανου , πανακος ῥιζης , λιθαργυρου , ψιμυθιου ἰσα παντα . λειουται ἐν ἡλιῳ θερους
9999944 ἐβουλευσατο
, ἐκεινο δοκει πρωτον των ἀλλων παντων αἱρεισθαι περι ὡν ἐβουλευσατο . Μετα ταυτα ζητει περι τινων βουλευονται οἱ ἀνθρωποι
' ἐσθ ' ἁ και καθ ' αὑτον ὁ δημος ἐβουλευσατο , τινα ταυτ ' ἐχει τοις ἀνδρασι φαυλοτητα ,
9999944 ναρδου
βραχεων : ἠ οἰνανθην λειαν ἐμπασσε τῳ ποτῳ μετα σταχυος ναρδου . ἁρμοζει δε και σεριν ἐσθιειν και καυλον θριδακινης
τοις κατα γαστερα και ἐντερα παθεσι ῥοωδεσιν ἱκανως βοηθει : ναρδου σταχυς , ὀξυακανθου ὁ καρπος ἐσθιομενος τε και πινομενος
9999944 χρισμα
: πολλα δε γινεται περι Κιλικιαν και ποιουσιν ἐξ αὐτων χρισμα . Φασι δε και εἰς τα σπουδαια των μυρων
τους διδυμους και περιναιον και ὀσφυν . Ἐκ των Ῥουφου χρισμα ἐνεργον , ἐντεινον το αἰδοιον ] . Σμυρνης ,
9999944 δυνησομεθα
. την οὐν ποιοτητα της πευσεως ἠτοι του πραγματος προειπειν δυνησομεθα ἐπαν ἀκριβως λαβωμεν την ὡροσκοπουσαν μοιραν ἐξ ὑδροσκοπιου ἠ
μηκος χωρις πλατους , οὐδ ' ὁμοιον τι αὐτου συνειναι δυνησομεθα εἰναι μηκος ἀπλατες . και μην οὐδε κατ '
9999943 ὀνομασθεισα
λιμνην : κυμα , οἰδημα τι ὀν : τινι δουλη ὀνομασθεισα προς τον οἰκον ἀφιξομαι : ἀρα , φησιν ,
τεθηναι . Χρυσαορις , πολις Καριας , ἡ ὑστερον Ἰδριας ὀνομασθεισα . Ἀπολλωνιος ἐν ἑβδομῳ Καρικων „ . . .
9999943 αἰφνιδιως
Βυζαντιων , ἐγνωσαν διαρπασαι την πολιν , και πολυς ταραχος αἰφνιδιως κατεσχε τους Βυζαντιους . ἐπει δε ὡπλιζοντο τε οἱ
Κορυβαντος και Δημοδικης παις , των της Ῥεας μυστηριων τελουμενων αἰφνιδιως [ την θεαν ] θεασαμενος , ἐμμανης ἐγενετο και
9999943 συμβαινῃ
] ἀπωνατο ; [ δεον πολλακις εὐλαβεισθαι , κἀν ἀρα συμβαινῃ τινι * * ] τῳ Βιωνι δοκει μη δυνατον
ἀλληλοις ἠ ἑξαγωνα , και μαλιστα , ὁταν ἐναλλαξ τουτο συμβαινῃ , πολυ δε πλειον , ὁταν ἡ του ἀνδρος
9999943 φανταζομεθα
. και ἐνταυθα το μεν ἐργον του φιλοσοφουντος τοιουτον τι φανταζομεθα , ὁτι δει την αὑτου βουλησιν συναρμοσαι τοις γινομενοις
ἐγρηγορεναι διαφοροι γινονται φαντασιαι , ἐπει ὡς καθ ' ὑπνους φανταζομεθα , οὐ φανταζομεθα ἐγρηγοροτες , οὐδε ὡς φανταζομεθα ἐγρηγοροτες
9999943 κουρευς
' ἐμου τον φαλακρον ἐξυπνισεν . Σχολαστικος και φαλακρος και κουρευς συνοδευοντες συνεθεντο προς τεσσαρας ὡρας βιγλευσαι . ἐλαχεν οὐν
ποιμενας , ἐν δε Χρυσῳ γενει Εὐπολιδος ἐπειθ ' ὁ κουρευς τας μαχαιριδας λαβων ὑπο της ὑπηνης κατακερει την εἰσφοραν
9999943 συγγενειᾳ
' αὐτον οἰδε νους . μετουσιᾳ δε και ἀλλοιωσει και συγγενειᾳ τα ὑπερ αὐτον . εἰ δε μη παντες ταυτα
ἀλλ ' ἡμιν γε ἀμεινον δεσποτας φυλαττεσθαι ἠ τῃ ἡμετερᾳ συγγενειᾳ χαριζεσθαι . ” οὑτω και των οἰκετων οὐ μεμπτεοι
9999943 ἐτεσι
: ὡς γαρ και ὑμεις ὁρατε , και ἐπι πλειστοις ἐτεσι διαρκουσας τροφας ἐχομεν . εἰ γουν δοκει σπονδας ποιησαμενοι
ἐκ της διορθωσεως ἐπιλελογισμενων ἀποκαταστασεων . ἐν μεν τοινυν Αἰγυπτιακοις ἐτεσι τ και νυχθημεροις οδ ὁ μεν ἡλιος ὑποκεισθω ποιουμενος
9999943 Ὑπομνημασι
γαρ αὐτον της Ἀλεξανδρειας , ὡς φησιν Ἡγησανδρος ἐν τοις Ὑπομνημασι , και δοκουντα διαπεφευγεναι τον κινδυνον : εἰρηκει γαρ
κυνηγετικῃ θεῳ ἡ κυνηγετις ἀνακειται . : Ἡγησανδρος ἐν τοις Ὑπομνημασι φησιν οὑτως : Περι Ἀπολλωνιαν την Χαλκιδικην δυο ποταμοι
9999943 ἠναγκαζοντο
ἑτερον ἐπι τους περι τον Ἀππιον οὐπω την ἐξουσιαν παρειληφοτας ἠναγκαζοντο καταφευγειν , τα μεν ἐν ταις ἐκκλησιαις δεομενοι ,
ὀρων , και μαστιγουμενοι και δεδιοτες και ὠθουμενοι και τρεμοντες ἠναγκαζοντο ἀποθνῃσκειν . ὡσπερ οὐν εἰ δυο ἀνθρωπω παλαιειν οὐκ
9999943 τρισχιλια
ἀποδημου αὐτου ὀντος ἐθεασατο αὐτον ἐν ὑπνοις ἐλθοντα και λεγοντα τρισχιλια ὀκτακοσια νομισματα ἠνεγκα . και ἀναθεμενος τινι των ἐπιστημονων
ὑπο Δαναου . οὑτος ἐποιησεν ᾀσματα και γριφους εἰς ἐπη τρισχιλια . Και το ἐπιγραμμα τινες το ἐπι Μιδᾳ τουτον
9999942 χρησιμωτατη
ἡλκωμενα : και ἀσθενη : και ῥευματιζομενα μορια δεονται : χρησιμωτατη δε γενησεται παση τε ἡλικια και ὡρα και κρασει
και ἐστιν αὑτη ἡ ἐπιστημη ἀναποδεικτος , δηλον ὁτι πανυ χρησιμωτατη ἐστιν ἡ παρουσα πραγματεια . ἐπειδη οὐν την πρωτην
9999942 ἀκανθωδης
' ἑκαστην ἀποφυσιν κεφαλη μια ἐοικυια ἐχινῳ , ὑπομηκης , ἀκανθωδης : ξηρανθεισα δε λευκη φαινεται . ἐχει δε και
' ἀνοδιας και προσκομματα πολλα , και τραχεια ἐστι και ἀκανθωδης . βλαβερα οὐν ἐστι τοις ἐν αὐτῃ πορευομενοις .
9999942 ἐντιθεσθω
ἐσχαταις προς την κατουλωσιν σωλην μολυβδους ἠ κασσιτερινος γινεσθω και ἐντιθεσθω μεχρι κατουλωσεως . και μετα την κατουλωσιν δε συμφερει
, τῳ δε κοιλῳ της χειρος πλαγια σκυταλη ἠ καυτηριον ἐντιθεσθω , ἐπειτα ἀσφαλιζεσθω προς το μετακαρπιον δια του καλουμενου
9999942 μελικρητῳ
. ἠν δε καταπινειν ῥηϊϲτον ᾐ , ἐλατηριου διδοναι ξυν μελικρητῳ και ὀρρῳ γαλακτοϲ , ὁκοϲον ἀν καθηραι ἱκανον ᾐ
ἀμφ ' αὐτῳ δε χοην χεισθαι πασιν νεκυεσσι , πρωτα μελικρητῳ , μετεπειτα δε ἡδεϊ οἰνῳ , το τριτον αὐθ
9999942 γλυκυτερα
. κρειττων δε , φησιν , ἡ βουνιας καθεστηκεν : γλυκυτερα γαρ ἐστι και πεπτικωτερα προς τῳ εὐστομαχος εἰναι και
Χαριβαηλ , τους ὁρμους μεν ἐπιτη - δειους και ὑδρευματα γλυκυτερα [ και ] κρεισσονα της Ὀκηλεως ἐχουσα , ἠδη
9999941 ἀπελιπεν
δε κρινας ἐχεσθαι του πολεμου , Πνυταγοραν μεν τον υἱον ἀπελιπεν ἡγε - μονα των ὁλων ποιησας ἐν τῃ Κυπρῳ
γε : τρις γαρ τελειος ὑπαρχουσα οὐδ ' ἐπιδοσιν αὐξησεως ἀπελιπεν , ἀλλα και δυο κυβων ἁμα συνθεσις , του
9999941 Αἰσονιδης
' ἐπ ' ἰκριοφιν , χειρος δε ἑ χειρι μεμαρπως Αἰσονιδης ἐκομιζε δια κληιδας ἰουσαν . ἐνθα δ ' ἀοιδῃσιν
, χθονιην , εὐαντεα δουναι ἐφορμην . εἱπετο δ ' Αἰσονιδης , πεφοβημενος : αὐταρ ὁγ ' ἠδη οἰμῃ θελγομενος
9999941 μαλακοτητι
κρατιστους δε τους ὀθονια ποιουντας τῃ τε λεπτοτητι και τῃ μαλακοτητι διαπρεπη , τας τε οἰκησεις ἀξιολογους και κατεσκευασμενας φιλοτιμως
κρατιστους δε τους ὀθονια ποιουντας τηι τε λεπτοτητι και τηι μαλακοτητι διαπρεπη , τας τε οἰκησεις ἀξιολογους και κατεσκευασμενας φιλοτιμως
9999941 ἐγκλημα
καειν , Ἀθηναιοις δε και το μη τρεφειν ἠ χειραγωγειν ἐγκλημα ἐδοκει . τινες δε και τουτο φασιν : ὡς
οὐν αὐξει το γεγονος δεινουντος του κατηγορου και μεγαλοποιουντος το ἐγκλημα ἠ το εὐεργετημα : ἐκ δε των ἐναντιων του
9999941 συνεληφθη
ἐργῳ πλησιαζων και ταρασσομενος και ἐκ τουδε ὑποπτος γενομενος , συνεληφθη τε και ὡμολογησε . και ὁ στρατος ὁ του
τῃ μαχῃ του υἱου ἐξηλθε χοας ἐποισουσα τῳ ἀριστει : συνεληφθη ὑπο των πολεμιων και βασανισθεισα τα ἀποῤῥητα ἐξειπεν ,
9999941 κτισθεισαν
τον Καυκασον ἐν δεκα ἡμεραις ἀφικετο εἰς Ἀλεξανδρειαν πολιν την κτισθεισαν ἐν Παραπαμισαδαις , ὁτε το πρωτον ἐπι Βακτρων ἐστελλετο
ἀπο τουτου Ῥηγιον ὀνομασθηναι , και την ὑστερον πολλοις ἐτεσι κτισθεισαν πολιν τυχειν της ὁμωνυμου προσηγοριας . ἐνιοι δε λεγουσι
9999941 θερμοτεροϲ
ὁ κιρροϲ την χροιαν . ὁ δε παλαιοτεροϲ του νεου θερμοτεροϲ τε και ξηροτεροϲ . αὑτη μεν ἡ του οἰνου
ἱκανωϲ ὀντεϲ και πνευματωδειϲ . ὁ δε Κυρηναιοϲ ἁπαντων ἐϲτι θερμοτεροϲ τε και λεπτομερεϲτεροϲ . Ὀριγανοι παϲαι τμητικηϲ τε και
9999941 ἀπικετο
Ἐγεγονεε μεν δη ὡδε Ἀλεξανδρος ὁ Ἀμυντεω . Ὡς δε ἀπικετο ἐς τας Ἀθηνας ἀποπεμφθεις ὑπο Μαρδονιου , ἐλεγε ταδε
μεν γαρ τοισι Κυπριοισι εἰρηται ὡς τριταιος ἐκ Σπαρτης Ἀλεξανδρος ἀπικετο ἐς το Ἰλιον ἀγων Ἑλενην , εὐαεϊ τε πνευματι
9999941 δεισθε
ἐκεινο , εἰ μη σαφως ἰστε , ἐπιδειξω , ὁτι δεισθε γνωμης ἐν τῳ παροντι , και τοιαυτα ὑμων τα
, τας δε κεγχρους ἡμιν ἀφετε . εἰ δε κεγχρων δεισθε , και ταυτας λαβετε . Οὐδε οἰνον ποιειτε ;
9999941 ποιητικῃ
τε και εὐεδροτερον γενοιτο . τουτο το στοιχειον ἐν μεν ποιητικῃ δαψιλεστερον ἐστιν , ἐν δε λογοις πεζοις σπανιωτερον :
ἐτι των καθολου λογων ὑπερηπλωνται . ταυταις δε προς τῃ ποιητικῃ και την τελικην αἰτιαν ἀποδοτεον , οὐχ ὁτι και
9999941 τυγχανοι
ἐστιν , ἠ ἡττον τι της κεραμευτικης ἠ της μαγειρικης τυγχανοι ἀν τουδε του ὀνοματος ; Οὐχ ἡττον ἰσως .
και ψαλλοιτο και ἀλλο ὁτιουν παθος πασχοι ἐκεινα ἐξ ὡν τυγχανοι οὐσα , ἀλλ ' ἑπεσθαι ἐκεινοις και οὐποτ '
9999941 ἐγρηγοροτα
ἐπιγινεσθαι . ὡστε και ἠν ἀν ποτε αἰσθανεσθαι τα φυτα ἐγρηγοροτα : ἀλλα τουτο ἀδυνατον : οὐκ ἀρα ὑπνοι τα
ἀπολωλεναι νομιζειν , ὡς ἀδυνατον αὑτῳ βοηθειν . ἐτι δε ἐγρηγοροτα μεν εὐχεσθαι καθυπνωσαι , ὁπως ἐπιλαθηται των φοβων ,
9999941 μηδετερῳ
και μενειν . Μηποτε οὐν το προϊον τοιουτον ἐστιν οἱον μηδετερῳ κρατεισθαι μητε μονῃ , μητε προοδῳ μονον , ἀλλα
, φησι Σπευσιππος , και κακον κακῳ και ἀμφω τῳ μηδετερῳ , τουτεστι και ἀμφω τα κακα τῳ ἀγαθῳ .
9999941 ἐστρατευσε
θυσας εὐωχειτο . ὁ δε Θειοδαμας ἐλθων εἰς την πολιν ἐστρατευσε καθ ' Ἡρακλεους , και εἰς τοσαυτην ἀναγκην κατεστη
Οὐολουσκοι δε και Ἑρνικες , ἐφ ' οὑς ὁ Κασσιος ἐστρατευσε , γνωμην μεν ἐποιησαντο δῃουμενης της χωρας περιοραν και
9999940 ἀποτομῃ
τῃ ὁλῃ : ὁπερ ἐστιν ἀδυνατον . Τῃ ἀρα μεσης ἀποτομῃ δευτερᾳ μια μονον προσαρμοζει εὐθεια μεση δυναμει μονον συμμετρος
μονον συμμετρος οὐσα τῃ ὁλῃ . Μια ἀρα μονη τῃ ἀποτομῃ προσαρμοζει ῥητη δυναμει μονον συμμετρος οὐσα τῃ ὁλῃ :
9999940 ἐνεμετο
πασχοντες . καρκινος ἀναβας ἀπο της θαλασσης ἐπι τινος αἰγιαλου ἐνεμετο . ἀλωπηξ δε λιμωττουσα ὡς ἐθεασατο αὐτον [ ἀπορουσα
ἑξῃ τροφης : και δοραν οἰος περιβεβλημενος μετα της ποιμνης ἐνεμετο τον ποιμενα φενακισας τῳ μηχανηματι . νυκτος δε γενομενης
9999940 μονοειδες
ἡντινουν ἐνδεχεται ; ἠ ἀει αὐτων ἑκαστον ὁ ἐστι , μονοειδες ὀν αὐτο καθ ' αὑτο , ὡσαυτως κατα ταὐτα
μεσπιλωδες : διοπερ οἱον ἀγρια μεσπιλη δοξειεν ἀν εἰναι . μονοειδες δε και οὐκ ἐχον διαφορας . Ὁ δε πρινος
9999940 ἀπεθετο
πυλης ἀγροικος εἰναι νομιζομενος . εἰσελθων δε το μεν πιλιον ἀπεθετο , γνωρισθεις δε ἐδεξιουτο παντας ὡς ἐπι σωτηριᾳ της
ὁτι ἀλλου θυοντος , ἡρπασεν ὀρνεον το κωλον και ἐκεισε ἀπεθετο . Ἡ δε Ταπροβανη της Ἀφρικης νησος ἱερα :
9999940 ἐτειχισαν
πρωτοι το Καπιτωλιον και το Παλατιον και τον Κυρινον λοφον ἐτειχισαν , ὁς ἠν οὑτως εὐεπιβατος τοις ἐξωθεν ὡστ '
πλειστον μερος ἐν θαλασσῃ , τας ἀπο της γης προσοδους ἐτειχισαν και πυργους πυκνους ἐποιησαν , και ταφρον ὀρυξαντες μεγαν
9999940 κοινωνιᾳ
κοινωνου . ἐν δε τοις προς ἑτερον ἀδυνατουσιν , ἐν κοινωνιᾳ , δια το μη ἐμπειριαν ἐχειν των πραγματων .
αὐτῳ περιθεντες κλαδους , ἐπικομιζονται και χειροηθεις ὀρνιθας ἐπι τῃ κοινωνιᾳ της ἀγρας . εἰναι δ ' αὐτους ταχεις προσηκει
9999940 σφραγιδας
ἀσωματους και νοητας ἰδεας παριστησιν , ἁς των αἰσθητων ἀποτελεσματων σφραγιδας εἰναι συμβεβηκε ; πριν γαρ χλοησαι την γην ,
. εὐ ἐσφραγισθαι ὁσα εὑρισκει ἐνδον . ῥυπους : τας σφραγιδας : ἐκ πηλου γαρ ὑπηρχον . παιζουσα λεγει μηδεν
9999940 τελευτησῃ
τε και μεγαλοπρεπους τυγχανει , και ἐαν πενης τις ὠν τελευτησῃ , και ἐπαινου αὐ ἐτυχεν , και ἐαν φαυλος
προς τουτῳ κεκακωμενη ἐστιν ἡ Ἀφροδιτη , δεος μη ποτε τελευτησῃ . Εἰ δε ἐπι τον Ἑρμην παραγενηται ὁ Ἀρης
9999940 Πυθαγορικοι
αὐτῳ ἀριθμους . ἐτι την ὑλην τῃ δυαδι προσαρμοττουσιν οἱ Πυθαγορικοι : ἑτεροτητος γαρ ἐκεινη μεν ἐν φυσει , δυας
τεταγμενα ὀκταμηνιαια , ὁ δια τοιουτου τινος ἐπιλογισμου συνεβιβαζον οἱ Πυθαγορικοι , δι ' ἀριθμητικων λογων και διαγραμματων την ἐφοδον
9999940 μελαγχολικα
Του μεν γαρ ἠρος , τα μανικα , και τα μελαγχολικα , και τα ἐπιληπτικα , και αἱματος ῥυσιες ,
. ἐκωλυθη δε δηλονοτι τα δυσδιαφορητα και παχεα , ἁ μελαγχολικα μαλλον ἐστιν ἠ τινος των ἀλλων χυμων . ἀλλα
9999940 φαινομεθα
κριθησεται , οὐ δη καλον , ἀφ ' ὡν εὐδοκιμουντες φαινομεθα και μεθ ' ὡν ἐπιτηδευματων διαγεγοναμεν , ἀκυρα ποιειν
ὁσα πολυχορδα και πολυαρμονια , δημιουργους οὐ θρεψομεν . Οὐ φαινομεθα . Τι δε ; αὐλοποιους ἠ αὐλητας παραδεξῃ εἰς
9999940 στερητικη
δε ὑπαρχον , οὐ . ὁμοιως δε και εἰ ἡ στερητικη εἰη καθολου ὑπαρχουσα , ἀναγκαια δε ἡ ἐλαττων ,
πρωτον παντως ἡ ἀποφατικη μειζων εὑρισκεται . ἐστω γαρ ἡ στερητικη πρωτον ἀναγκαια , ἡ δε κατηγορικη ὑπαρχουσα , και
9999940 ἀπηλλαττετο
μηλα τον πολον διεδεξατο . και οὑτως ἀνελομενος αὐτα Ἡρακλης ἀπηλλαττετο . ἐνιοι δε φασιν οὐ παρα Ἀτλαντος αὐτα λαβειν
τουτον μεν γαρ τον τροπον πραξας , ὁλου του πραγματος ἀπηλλαττετο , μονος μονῳ δ ' ἀποδιδους , τους ἐπι
9999940 Εὐρυσθεως
Ἡραν τουτοις ἐπαγων , ὡς αὐτην ταυτα Ἡρακλει δι ' Εὐρυσθεως ἐπαγγελλουσαν , το οὐ πιστον του λογου ἀποκρυπτειν ἐθελοι
δε και οἱ ἀλλοι Ἡρακλειδαι και οἱ συν αὐτοις ἀποθανοντος Εὐρυσθεως κατοικιζονται παλιν ἐν Θηβαις . ἐν δε τουτῳ και
9999940 πλησμονη
, των πονων προσαγετω πλειονας : κἠν μεν οὐν ἠ πλησμονη ἐνῃ ἀπο του σιτιου ἠ της κοιλιης πλημμελεια ,
, καθ ' ὁ τι ἀν τυχῃ του τοπου ἡ πλησμονη κινηθεισα . Ὁ τι δ ' ἀν τυχῃ ποιησας
9999940 ἀπεγραψατο
ποιων ἐγκαλειν ἐμοι , τηνικαυτα δε τῳ μεν δικην ἐρημον ἀπεγραψατο κατ ' ἐμου ἀποδημουντος και ταυτ ' ἐν Θετταλιᾳ
τῃ πολει εἰς Ἀφαρεα ἀνεφερεν λογῳ , ἐργῳ δε οὐκ ἀπεγραψατο προς αὐτον διαδικασιαν , εὐ εἰδως ὁτι ἐλεγχθησεται ψευδομενος
9999940 ἀσθενειᾳ
, διαφερειν δε ἀλληλων ἰσχυϊ και παχυτητι και λεπτοτητι και ἀσθενειᾳ : καλουσι δε τον μεν ἰσχυρον και παχυν χαρακιαν
του ὁλου σωματος κενωσεσιν : την δ ' ἐπ ' ἀσθενειᾳ του μοριου ἰασῃ , το μεν τι παντῃ του
9999940 ἀδελφοι
Ἐμοι δε μαρτυρες ἐστε παντες ὁτι οἱ της ἐμης γυναικος ἀδελφοι , Χαιρελεως και Μακαρτατος , οὐ των λῃτουργουντων ἠσαν
μεν γαρ και Χλωθαριος , ἐτι δε Θευδεριχος και Χλωθομηρος ἀδελφοι ἐγεγενηντο . οὑτοι δε ἐπειδη αὐτοις Χλωθοαιος ὁ πατηρ
9999939 κατεπλαγη
κρηνας και ἀρτους ἠν φερειν . Στιλπων δ ' οὐ κατεπλαγη την ἐγκρατειαν καταφαγων σκοροδα και κατακοιμηθεις ἐν τῳ της
εἰς το χωριον και εἰδε τε τους περι Ἁβροκομην και κατεπλαγη την εὐμορφιαν και εὐθυς μεγα κερδος νομιζων ᾐτησατο ἐκεινους
9999939 πιθανωτερα
ψυχρων και βαρεων ἀποκρινομενων του παντος . Ἐστι δε τις πιθανωτερα δοξα ταυτης εἰρηκοτων ἐνιων , ὡς οἱ διᾳττοντες ἀστερες
των ? [ γαρ ἀποντων ] αἰει τα [ παροντα πιθανωτερα ] και ? [ ἐπιδοξος ] ἑκαστος ἐστιν ἠ
9999939 Ὀλυμπικην
ἐλεγον : Ἀνδρες Ἑλληνες , δει φυλασσεσθαι την ἐσβολην την Ὀλυμπικην , ἱνα Θεσσαλιη τε και ἡ συμπασα Ἑλλας ἐν
: οὐ γαρ τινα Λυκον εὑρισκω Μεσσηνιον ἀσκησαντα πενταθλον οὐδε Ὀλυμπικην ἀνῃρημενον νικην . τουτο μεν δη χωμα ἐστι γης
9999939 ἀναπλασσε
περι τον ὀρθρον ἀπηθησον και λεανε ἐν ἡλιῳ ὡς τροχισκους ἀναπλασσε : ἐαν δ ' ὠπτημενης ᾐ χρεια , λαβων
. Κοψας , σησας , φυρασας τῳ ὑοσκυαμου χυλῳ , ἀναπλασσε ἀρτισκους ἐλαφρους και ψυχε ἐν σκιᾳ μεταστρεφων αὐτους καθ
9999939 κινησασα
προς Ἀφροδιτην ὀργῃ φερομεναι , διοτι πολλας αὐτων εἰς ἐρωτα κινησασα ἐπεισεν ἀνδρασι μιγηναι και τεκειν οἱον Καλλιοπην ἐξ Οἰαγρου
βουκερων ἀγαλμα το Αἰγυπτιον , ἀφεισα την Μεμφιν δευρο μετοικιζεται κινησασα μεν ὀνειρασι Σελευκον τον ἀπο του Σελευκου τεταρτον εἰς
9999939 νομαδες
ἐξ ἀρχης Ταυλαντιοι τε και Μαχαονες ἐκαλουντο το παλαιον , νομαδες οἱ πλειους αὐτων και αὐτονομοι και ἀβασιλευτοι ἐκ πολλου
. κακοβιοι τε δη και γυμνητες εἰσι τα πολλα και νομαδες : τα τε βοσκηματα αὐτοις ἐστι μικρα , προβατα
9999939 ἐκβληθεισα
ΑΒΔΖ , και τῃ Γ ἰση ἐνηρμοσθω ἡ ΑΒ και ἐκβληθεισα συμπιπτετω τῃ ἀπο του Δ ἐφαπτομενῃ του κυκλου κατα
ΒΔ της ΓΕ , και ἐπεζευχθω ἡ ΔΕ : ὁτι ἐκβληθεισα ἡ ΔΕ συμπιπτει τῃ ΒΓ . Κεισθω τῃ ΓΕ
9999939 Παναθηναια
ἡ διοικησις ἱκανη γενηται και εἰ τινος ἐνδει προς τα Παναθηναια διοικηθῃ , τους πρυτανεις τους της Πανδιονιδος καθισαι νομοθετας
Σιμος ὁ Θετταλος ἐχων Νεαιραν ταυτηνι ἀφικνειται δευρο εἰς τα Παναθηναια τα μεγαλα . συνηκολουθει δε και ἡ Νικαρετη αὐτῃ
9999939 καθαρτικη
. Οὐκουν το γε εἰκος . Ἐστω δη διακριτικης τεχνης καθαρτικη , καθαρτικης δε το περι ψυχην μερος ἀφωρισθω ,
ἐπικρατει δ ' ἐν μεν τῳ φλοιῳ της ῥιζης ἡ καθαρτικη , ἐν δε τοις ἀωροις μοροις ἡ ἐφεκτικη :
9999939 χερες
Κεινοι γε και ἀν διχομηνι σεληνῃ εἰσωποι τελεθοιεν : ἀταρ χερες οὐ μαλ ' ἐισαι : λεπτοτερη γαρ τῃ και
ἠδη γαρ με φοινια μεγαν δεδυκε λυσσα θυμον . ὠ χερες χερες , προς οἱον ἐργον ἐξοπλιζομεσθα : φευ ,
9999939 ποιωμεθα
και την των δυναμενων εἰς ἐκλειψιν ἐμπεσειν διακρισιν ἐξ ἑτοιμου ποιωμεθα . Και δια ποσων δ ' ὡς ἐπιπαν μηνων
ἀναιρων τα λοιπα . ἐαν δε ἠ ἐπι ἀμεσων ἀντικειμενων ποιωμεθα την διαιρεσιν ἠ ἐπι των ἐμμεσων ὡρισμενα δε ἐχοντων
9999938 γραμμα
δε τουτο καλως εἰδες και ὁπως ἀν λυθειη . το γραμμα γουν ὡς ἡκεν , εὐθυς τε ἡδομην και ᾠμην
την δε ὁλκην ϲυνωνυμωϲ και δραχμην λεγουϲιν . Το δε γραμμα ἐχει ὀβολον αʹ χαλκουϲ δʹ . Ὁ δε ὀβολοϲ
9999938 δεκα
μηδεν ἀηδες ἐν αὐτῃ μητ ' ἰδεινἑωθεν εὐθυς ἐξῃεσαν οἱ δεκα τα παρασημα της βασιλικης ἐξουσιας ἁπαντες ἐπαγομενοι . ὁ
τα κατα τον οὐρανον συμβαινοντα : δια δ ' ἡμερων δεκα πεμπεσθαι των μεν ἀνω προς τους κατω καθαπερ ἀγγελον
9999938 ἐθεραπευσεν
τις ἐγενετο ἰατρος ἀφυης ὁς τον ποδα τινος ἀλγουντος κακως ἐθεραπευσεν . . . , . . , . .
ὁ Ἀννιβας ἐπεμεινε τε τῃ σεμνολογιᾳ και τον Σκιπιωνα λαθων ἐθεραπευσεν ὡς καθελοντα τον ἀμεινονα Ἀλεξανδρου : διαλυομενης δε της
9999938 ἐπαγγελια
. . ἐπηγγειλα ] ἑταιρησεως ἠν γραφη και δοκιμασια και ἐπαγγελια . και ταυτα της κατα ἡταιρηκοτων κατηγοριας τα ὀνοματα
δωσουσι μελαιναν θηλυν ὑπορρηνον : ἡ διπλη ὁτι ἡ μεν ἐπαγγελια του δωρου ῥητη , το δε ἀποτελεσμα ὑποσεσιωπηται :
9999937 ὑπεσχομεθα
ὁ δ ' οὐρανος οὐκετι ἐν ἀλλῳ . Ὁ τοινυν ὑπεσχομεθα , δειξομεν , ὁτι πασαι λυονται αἱ ἀποριαι ,
Ἀλλα παρεντες το περι των τοιουτων λεπτολογειν σκοπωμεν , ὡς ὑπεσχομεθα , εἰ δυναται τελος , ὁσον ἐπι τῃ τοιαυτῃ
9999937 δοθεισα
ἀρα της ΒΔ προς την ΒΓ δοθεις : και ἐστι δοθεισα ἡ ὑπο των ΑΔΓ : ἡμισεια γαρ ἐστι της
, ᾐ δε συναμφοτερος δοθεισα , και ἑκατερα αὐτων ἐσται δοθεισα . δυο γαρ εὐθειαι αἱ ΑΒ , ΒΓ δοθεν
9999937 ἐκινδυνευσεν
μηδεν προσηκοντων κηδεται . παις ποτε λουομενος ἐν τινι ποταμῳ ἐκινδυνευσεν ἀποπνιγηναι : ἰδων δε τινα ὁδοιπορον τουτον ἐπι βοηθειαν
και ἀποθετον . ἐφ ' οἱς φωραθεις ἐν ταις Ἀθηναις ἐκινδυνευσεν ἀν , εἰ μη ἐφυγεν . και μετ '
9999937 μελαινηϲ
των νεκρων εἰωθαϲι ῥειν ϲωματων : ἡ δε ἀπο χοληϲ μελαινηϲ ἀρχομενη δυϲεντερια θαναϲιμοϲ ἐϲτι τον μεθ ' ἑλκωϲεωϲ δηλουϲα
οὐν αἱματωδη πτυϲματα μετρια , τα δε τηϲ ξανθηϲ ἠ μελαινηϲ χοληϲ χαλεπα . προϲεπιϲκεπτεϲθαι δε δει και τον τηϲ

Back