και ὀβ . δʹ , κασιας , σχοινου ἀνθους , κινναμωμου ἀνα ⋖ δʹ , κοστου ⋖ βʹ , σκορδιου
. . . . . . δραχ . αʹ ʹʹ κινναμωμου ἀληθινου . . . . . . . .
9999971 δακρυον
, το δ ' ἐπιπολης ὑδατωδες ὡσπερ το φλεγμα και δακρυον . Ταχα δε ταυτα μεν εὐλογως , το μεν
το στελεχος και τιτρανας ὁσον τε παλαιστιαιον το πανταχοθεν ἀπορρεον δακρυον ἐπι ταὐτο ἐᾳ καταρρειν . τουτο μεν οὐν ἀν
9999970 Συρακουσιους
στρατευσαντες ἐπι την Ἑλλαδα : ἑτερον δε , τῳ μονους Συρακουσιους , ἀν κατορθωσωσι , δοκειν νενικηκεναι τους Ἀθηναιους ,
Φιλιστον : και πρωτον μεν ἀποδυσαντας αὐτου τον θωρακα τους Συρακουσιους , και γυμνον ἐπιδειξαμενους το σωμα , προπηλακιζειν ,
9999969 κτητικων
και ἐγκλιθειη , ὁπερ ἰδιον αὐτῃ παρηκολουθει προς την των κτητικων ἀντεξετασιν , καθο αὑται μονως ὀρθοτονουνται : γινεται γαρ
νικησαι ἀγνοει . . Ἑξης ῥητεον και περι της των κτητικων ἀντωνυμιων συνταξεως . Αὑται δη προτασσομεναι των κτητικως νοουμενων
9999969 Ἀττικως
δημιουργων . τον ὁρμον ὁν ἐπεσκευασας : Ἀντι του ὁρμου Ἀττικως . ὡς προς τινα ἀπο τινος . βαλανος :
κωλων ιβʹ . ἀναξ δ ' ] περισσος ὁ δε Ἀττικως . ὁ πρεσβυς ] ὁ Ἀγαμεμνων . + ἀναξ
9999968 κρυσταλλον
μεγιστου πιθου και πανυ γαστριδος . οὐκουν ἰχθυες πολλοι τον κρυσταλλον διαδραναι θελοντες οἱονει στεγην ἐπικειμενον και ποθουντες το φως
ἡτις οὐκ ἐχει ζων φυτον δια την χιονα και τον κρυσταλλον , ἀλλ ' ἐψιλωται . και παντα δε τα
9999968 ἐνεργητικων
μονη ἐστιν των παθητικων ἡ συνταξις : των γε μην ἐνεργητικων ἐστιν και γενικη , οὐ συνουσης της ὑπο προθεσεως
μαι και την παραληγουσαν συστελλοντα προς την παραληγουσαν των πληθυντικων ἐνεργητικων παθητικα γινεται , τιθημι τιθεμαι , διδωμι διδομαι ,
9999968 τετρακοσιους
θυρωμασι και πετροις , ἐξεβιβασε δ ' εἰς αὐτον στρατιωτας τετρακοσιους και βελων πληθος παντοδαπων , ἀπεχοντος ἀπο των τειχων
ἐδεξατο ἐρετας πλειους των τετρακισχιλιων , εἰς δε τας ὑπηρεσιας τετρακοσιους : εἰς δε το καταστρωμα ἐπιβατας τρισχιλιους ἀποδεοντας ἑκατον
9999968 Μιλησιοις
ἐπιμιξια . Πυθου ἀνδρος ἐνδοξου θυγατηρ Πιερια ἑορτης οὐσης παρα Μιλησιοις , ἡν Νηληϊδα κλῃζουσιν , ἡκεν ἐς Μιλητον .
Προχοννησον λεγουσιν εἰρησθαι ἀπο της προχοου , ἡν ἐχουσα τοις Μιλησιοις ἀπηντησεν ἡ παρθενος , ὁτε την ἀποικιαν ἐστελλοντο .
9999968 μετουσιᾳ
δε τε νεικεϊ λυγρῳ , ἐμφαινων ὡς γην μεν καταλαμβανομεθα μετουσιᾳ γης , ὑδωρ δε κατα μετοχην ὑδατος , ἀερα
θειας ἀποδοχης ἠξιωμενος ὡς το της φυσεως ἰσον τῃ κρειττονι μετουσιᾳ κοσμησας . προσηκει γαρ τιμαν τῳ ἐραστῃ του θεου
9999968 Λακεδαιμονιων
. Λακεδαιμονιοι δε κτἑ . : ἀρχη της διαφορας των Λακεδαιμονιων και Ἀθηναιων οἱ δ ' ἠλθον κτἑ . :
και Ἀπολλωνος Καρνειου ξοανα ἐστι κατα ταὐτα καθα δη και Λακεδαιμονιων νομιζουσιν οἱ Σπαρτην ἐχοντες . ἐπι δε της ἀκροπολεως
9999968 ἀπερισκεπτως
ἡδυ . ἐπειτα οὐχ ὡς ἐτυχεν ἀξιοι ταυτα τιθεναι οὐδε ἀπερισκεπτως συναρμοττειν θατερα τοις ἑτεροις , ἀλλα διακρινουσα τα ποια
ἀλλ ' υἱωνους αὐτου γραφοντα τους παιδας . πανταπασι γαρ ἀπερισκεπτως και ῥᾳθυμως οἱ συγγραφεις περι αὐτων ταυτην ἐξενηνοχασι την
9999968 Περικλης
ταλαντα ἐς το δημοσιον πεντακοσιοις πλειονα και ἑξακισχιλιοις ἠ ὁσα Περικλης ὁ Ξανθιππου συνηγαγε , κατεσκευασε δε πομπεια τῃ θεῳ
ἀποδῳ τον λογον , ἀλλα πως μη ἀποδῳ . διοπερ Περικλης ἀποδεξαμενος την του παιδος ἀποφασιν ἐζητει , δι '
9999968 μαλακην
καθεζομενον ἠ προς τοις πηδαλιοις ἑστωτα και προς τινα ᾐονα μαλακην ἀπευθυνοντα την ναυν , οἱ προσενεχθεισα ἐμελλεν αὐτη μεν
ηὐξανε , ἠκμαζε . μαλακην φυρασαμενος ] γυναικωδη ποιησας . μαλακην ] χαλαραν . , χαυνην , ἡπλωμενην . φυρασαμενος
9999967 ἀποφατικως
ἑν τι καθ ' ἑνος κατη - γορων καταφατικως ἠ ἀποφατικως και δια τουτο λεγομενος κατηγορικος , ἠ ὁ σχεσιν
την ἐπιφανειαν ἀρχης ἐπεχει λογον : διο το μεν σημειον ἀποφατικως μονως ἐδιδαξεν , την δε γραμμην και ἀποφατικως και
9999967 ποιητικως
Ῥοδον και Ἀταβυριν , και ἐτι Λακεδαιμονα και Ταϋγετον : ποιητικως δε τοὐναντιον . ἐν μεντοι τῳ „ ναιεταω δ
του Διος ἐνιεσθαι χαριν του σῳζειν τον ἀριθμον αὐτων , ποιητικως αἰνιττομενος ὁτι των Πλειαδων ἑξ ὁρωμενων ὁμως ὁ ἀριθμος
9999967 τοιγαρουν
του γαρ ἐν τῳ τοιγαρτοι , και μετα του οὐν τοιγαρουν . δυναμιν γαρ ἐχουσιν οἱ τοιουτοι ἰσην τῳ ἀρα
ἐστιν ἀπ ' ἐκεινων , οἱς ὁ Βορεας προγονος . τοιγαρουν δειται του Βορεου προς το κινεισθαι , κἀν μη
9999967 τετταρακοντα
Διονυσιον ὠνησασθαι παρα των συγγενων του Φιλολαου ἀργυριου Ἀλεξανδρινων μνων τετταρακοντα και ἐντευθεν μεταγεγραφεναι τον Τιμαιον . : τελευτᾳ δ
γαρ δη δει πρωτον ἀναλαβειν ἡμας τον των πεντακισχιλιων και τετταρακοντα , ὁσας εἰχεν τε και ἐχει τομας προσφορους ὁ
9999967 πληθυντικως
ἡνικα γαρ δευτερῳ προστασσεται , ἑνικως μεν γινεται λεγε , πληθυντικως δε λεγετε . οὐ μην ἐν τῳ λεγετω ταὐτον
το σημαινομενον ὑπαρχον , ἀμφοτερως ἐχρησαντο , ἑνικως φημι και πληθυντικως , και ἀει μετα της προθεσεως , οἱον ὑπο
9999966 οἰκουμενη
και ἡμισεως : και νησος ἐν μεσῳ τῳ πλῳ τουτῳ οἰκουμενη , ᾑ ὀνομα Αἰθαλια , και ἀλλαι πολλαι ἐρημοι
ἰστε ὁτι οὐ μεγιστη των πολεων οὐσα οὐδε πλειστον χρονον οἰκουμενη πολλων γνωριμωτερα ἐστι και παρα τοις ἀλλοις ἀνθρωποις ,
9999966 σανιδος
εἰ μη καταβαλῃ αὐτον εὐστοχιᾳ σφενδονητικῃ ἀντι σκοπου κειμενον ὑπερ σανιδος . σισυρνα δε παχυ περιβολαιον ἠ δερματινον ἱματιον ἡ
αἱρετωτερον ἐστι βαθρον μαλλον παν το κατα το περας της σανιδος τετραγωνοις ἐκκοπαις ἐκκεκομμενον προς ἀσφαλη την εἰς αὐτο του
9999966 παραυτικα
συμβαινει δε των διδυμων το μεν ζην , το δε παραυτικα θνῃσκειν ἠ μετ ' ὀλιγον τινα χρονον . Λεγει
τουτων γαρ ὁ καρπος και ἀποθησαυρισθεις ἀσηπτος μενει , και παραυτικα ἐσθιομενος προς τῳ τροφιμῳ και το οἰνωδες ἐχει .
9999966 διακοσια
πολεμον ] τον περι Ἀμφιπολιν λεγει , εἰς ὁν χιλια διακοσια ταλαντα ἀνηλωθη . προσεσθ ' ] τῃ ζημιᾳ περιφρονησις
: μιλια δ ' ἐστι , φησι Πολυβιος , ταυτα διακοσια ἑξηκοντα ἑπτα . ταυτην δη την ὁδον ἐκ των
9999966 μεταφορικως
. : ἡμιοπος : αὐλος ὁ ὑποτεταγμενος τωι τελειωι . μεταφορικως δε ἡμιοπος † θρασος † . . Ὀνομαστ .
“ κυτταρον ” δε “ οὐρανου ” λεγοι ἀν νυνι μεταφορικως το κοιλοτατον και μυχαιτατον : μεταφορικως δε το κοιλοτατον
9999966 μεσουσης
. ἐσιασι δε πριν μεν ἡλιον ἀνισχειν συμβαλουντες δρομεας , μεσουσης δε της ἡμερας ἐπι το πενταθλον και ὁσα βαρεα
λεγοντος εἰναι το ῥηθεν μνημης ἐτυχε , το δε δευτερον μεσουσης αὐτης και της ἀποφασεως ἀρχομενης , οἱον Πιττακου του
9999966 ταραχαις
ἐν τοις φυσει κακοις νομιζομενοις παρ ' αὐτῳ γενηται , ταραχαις οὐχι ταις τυχουσαις περιπιπτει : τους γαρ ἀναποβλητα εἰναι
ἐπωφελως διαξουσιν . ἐαν δε κακοποιοι , και ἐπι ξενης ταραχαις και ζημιαις περιτραπησονται ἠ και ἀπο ξενων και δουλων
9999965 σπουδαζειν
τοις δημοκρατουμενοις πρεπειν ὡς περι το ἰσον και το δικαιον σπουδαζειν . δει τοινυν τους λιαν ἐπ ' αὐτα παρακαλουντας
τοις ὁμοιοις τουτων . ἐγω μεν οὐν οὑτως οἰμαι ἰασθαι σπουδαζειν τους ἐσχηκοτας καταρρουν ἐπι θερμῃ δυσκρασιᾳ και ἀναπτυσαντας αἱμα
9999965 χαλεπωτατος
ὁς μετριαζων μεν ἐστιν εὐχαρις , ἐπιτεινομενος δε και διαταραττομενος χαλεπωτατος . φησι δ ' αὐτον και διδυμα τοξα ἐντυνεσθαι
λεχει τε μοιχος ἐντρυφων , και φαρμακειαι , και νοσων χαλεπωτατος φθονος , μεθ ' οὑ ζῃ παντα τον βιον
9999965 κερατια
ϲταγια ζʹ . Το μικρον ϲικλον ϲταγια ζʹ Το ϲταγιον κερατια κδʹ . Το κερατιον ϲιταρια δʹ . Ἡ δραχμη
προπομα και καθαρον γινεται . Ναρδοσταχυος γραμματα ε . κροκου κερατια γ . ἀψινθιου δραχ . α . μαστιχης γραμματα
9999965 ἡγεμονικων
ἀρχην . ἀλλως . ὑπνος ἐστιν ἡσυχια και παυλα των ἡγεμονικων . τις ποιητικη αἰτια του ὑπνου ; ἡ ἐν
τον ἐγγυτερον ἠ ἀπωτερον του πληττομενου , των ἐν ἡμιν ἡγεμονικων τῃ συμφυτῳ μουσικῃ θαυμασιως ἁμα και προχειρως εὑρισκοντων τε
9999965 ἀποινα
δ ' ἐπιβοησαντες αἰδεισθαι θ ' ἱερηα και ἀγλαα δεχθαι ἀποινα της ἀγνωμοσυνης του μη πεπεισμενου γεγονασι παραναλωμα . Πλην
μιαινων την δικην , ἐπει παρα . ἰσθι μοι δωσων ἀποινα τησδε μωριας χαριν . κομπασον θαρσων , ἀλεκτωρ ὡστε
9999965 δακρυοντα
ἀποδακρυσας : οὐ σημαινει το δακρυσαι , ἀλλα το παυσασθαι δακρυοντα , ὡς το ἀπολοφυρεσθαι και τα ὁμοια . ἀποδειξαι
ἰδων εἰς τον Δαφνιν και ὁρων αὐτον χλωριωντα και κρυφα δακρυοντα ταχεως ἐφωρασε τον ἐρωτα : και ὡς ὑπερ παιδος
9999965 κομισασθαι
ἑτερωσε ὁρωσαν λαβειν ζητει και τους εἰωθοτας μισθους των εὐεργεσιων κομισασθαι . δια ταυτα οἱ Φωκεις και το Τιλφωσσαιον ὑμνειται
μεν Ποτιδαιαν και τας ἀποικιας , Αἰγινηται δε την αὑτων κομισασθαι , Μεγαρεις δε ἀγοραις και λιμεσι χρησθαι τοις Ἀθηναιων
9999965 ἐντυγχανων
δε λυπων το πνευμα το ἁγιον ἀνομιαν ἐργαζεται , μη ἐντυγχανων μηδε ἐξομολογουμενος τῳ κυριῳ . παντοτε γαρ λυπηρου ἀνδρος
ἠν τῃ προσβολῃ των ὀφθαλμων , τοις του σωματος τυποις ἐντυγχανων , γνωριζειν το ἠθος , και καταμαντευεσθαι της ψυχης
9999965 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999965 Δημοσθενεις
τους Πηλεις ὠ Πηλεις , οἱ Δημοσθενεις τους Δημοσθενεις ὠ Δημοσθενεις : οὑτως οὐν και οἱ βους τους βους ὠ
ἀπαλειφειν τους νομους λαβοντος την φρουραν του Πεισιστρατου και οἱ Δημοσθενεις τρεις , ὁ μετα Χαιρωνειαν προσαγων ἑαυτον και ὁ
9999965 Λακεδαιμονιους
ἀλληλους φονευουσιν ; Ἀργειους ὁρᾳς , ὠ Χαρων , και Λακεδαιμονιους και τον ἡμιθνητα ἐκεινον στρατηγον Ὀθρυαδαν τον ἐπιγραφοντα το
. φημι δειν ἁμα τουτους ἀξιουν καθαιρειν τας στηλας και Λακεδαιμονιους ἀγειν εἰρηνην , ἐαν δε μη ' θελωσι ποιειν
9999965 ἰσημερια
. και ἡ μεν ἐστιν ἐαρινη , ἡ δε μετοπωρινη ἰσημερια , ἐαρινη μεν ἐν Κριωι , ὁτε ἐφαπτεται του
, ἐαρ θερος φθινοπωρον και χειμωνα . Ἐαρινη μεν οὐν ἰσημερια γινεται περι την των ἀνθεων ἀκμην ἐν Κριου μιᾳ
9999965 τροφιμωτεροι
και των ἐν θωρακι γλιϲχρων εὐαναγωγοι : διϲεφθοι δε γιγνομενοι τροφιμωτεροι μεν , οὐκ εὐαναγωγοι δε , το πικρον ἀποβαλλοντεϲ
παγουρου και μαλιστα τριγλων . παρα δε σκευασιας ὀπτοι μεν τροφιμωτεροι , δυσδιαχωρητοι δε : ἑφθοι δ ' ὀλιγοτροφοι ,
9999965 ἰσχυροτεροι
οὐρανου τεταγμενοι : θεου μεν ἀσθενεστεροι , ἀνθρωπου δ ' ἰσχυροτεροι : θεων μεν ὑπηρεται , ἀνθρωπων δε ἐπισταται :
γε μεντοι οἱ ὑπο ταις ὠμοπλαταις ἠν παχεις ὠσιν , ἰσχυροτεροι τε και εὐπρεπεστεροι ὡσπερ ἀνδρος φαινονται . και μην
9999965 μαλαχην
ψυχοντος την θριδακινην παραλαμβανειν , ἀντι δε του χαλωντος την μαλαχην , ἠ την καλουμε - νην ἀλθαιαν : ἀλλα
μετα τε το λουτρον δοτεον πιειν ἀφεψοντα πρασα κεφαλωτα , μαλαχην , σελινον , μαραθρον και των ἀλλων λαχανων γενη
9999965 ἐκλειπτικων
τον ὁριζοντα . τουτων δ ' ἑκατερον ἐν ἑκαστῳ των ἐκλειπτικων χρονων πλειστην ἀν και ἀπεριληπτον παρασχοι περι τας μετα
μειζων ἡ κατα πλατος μηνιαια παροδος γινηται της ὑπο των ἐκλειπτικων ὁρων του ἡλιου περιεχομενης , κἀν ἀδιαφορως ταις τε
9999965 κοσμουσι
ὑμων τους Ἀθηναιους ἀνενεγκοντες , οὑς αἱ μεν ἀλλαι συγγραφαι κοσμουσι σχεδον ὡς εἰπειν ἁπασαι , μονη δε ἡ κωμῳδια
λυμαινεται πονων ἀτελειαν ἐχουσα , ἀλλα μαλλον τας τεχνας αὑται κοσμουσι προθυμοτερους ποιουσαι τους μετιοντας , ὡσπερ τους μακραν πορευομενους
9999965 γινομενηϲ
προϲτιθεμενον ἀπαμβλυνει ταϲ εἰϲ την ἐκκριϲιν προθυμιαϲ . ϲυχνηϲ δε γινομενηϲ τηϲ ἐξαναϲταϲεωϲ ἀγαθιον ἐγκειϲθω προϲτετυπωμενον τῃ ἑδρᾳ ἀπο θερμων
τα ὑπερ των ἰξυων τηϲ ϲυναφηϲ τουδε κατα την ὀϲφυν γινομενηϲ παλιν τα περατα των ἱμαντων τουτων ϲυζευξαντεϲ ἑτερῳ τε
9999965 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999965 κορην
μι ' ὡρα χρονος ἐστι τοις ποθουσιν . Μικρον οὐν κορην προσειπων , μελεων ἐμων ἀφορμην , θαλιης μελισμα πασης
δια το και την ἀκριδα μελαιναν εἰναι και αὐτην την κορην Συραν . μαντις καλαμαια δια το μη λευκην εἰναι
9999965 εἰρηκεν
. οὑτω δε και ὁ θεος Καισαρ ἐν τοις ὑπομνημασιν εἰρηκεν . ὁ δε Σεβαστος Καισαρ τετραχη διελων τους μεν
εἰ μη ἀρα το πνειν ἐκ της γης ἀνεμον οὑτως εἰρηκεν ὡς εἰς ἀναγωγην καιρον εἰναι . ἐστι δ '
9999965 χαλεπος
μητρας , μυθος ἐστι . λιμωττων μεν οὐν λεων ἐντυχειν χαλεπος ἐστι , κορεσθεις δε πραοτατος : φασι δε και
βορεης ἀνεμος μεγας οὐδ ' ἐπι γαιῃ εἰα ἱστασθαι , χαλεπος δε τις ὠρορε δαιμων : τῃ τρεισκαιδεκατῃ δ '
9999965 κρατουσαν
το φως συναιτιον της ἐμφασεως : την δε χροαν την κρατουσαν μαλλον εἰς την ἑτεραν ἐμφαινεσθαι ἀει . τον αὐτον
ἐν τῃ ἀτελει και σωματικῃ , και την συνεχουσαν και κρατουσαν ἐν τῃ ἐχομενῃ και ἀρχομενῃ , ὡσπερ ἀν εἰ
9999965 παρακολουθουν
, ῥυθμος ἀξιωματικος , μεταβολη μεγαλοπρεπης , το πασι τουτοις παρακολουθουν πρεπον : αἰτια δε και ἐνταυθα ἡ τε των
. εἰ οὐν φαινεται τῳ λογῳ το ἰδιον του ποσου παρακολουθουν , ποσον ἀν και ὁ λογος εἰη . ἀλλα
9999965 στρατευμ
δε και θανων κεκτησεται θεων πατρῳων , οὑς ἀτιμασας ὁδε στρατευμ ' ἐπακτον ἐμβαλων ᾑρει πολιν . οὑτω πετηνων τονδ
τους συμμαχους ἀξιουν , και ὁπως το συνεστηκος τουτο συμμενει στρατευμ ' ὁραν και πραττειν , ἱν ' ὡσπερ ἐκεινος
9999965 αἰσχυνας
λευκος μυελος γλυκερος , λεπτοις ἀραχνας ἐναλιγκιοισι πεπλοις συγκαλυπτων ὀψιν αἰσχυνας ὑπο , μη κατιδῃ τις μηλογενες . . .
προς τῳ τους ἀφ ' αἱματος διαφθειρειν βλαβας ἁμα και αἰσχυνας προδηλοι . Ἡ περι ὀδοντων κρισις πολλην ἐπιδεχομενη διαιρεσιν
9999964 παραδεισῳ
. Ταυτα του Δαφνιδος λεγοντος ἠκουσεν ὁ Γναθων ἐν τῳ παραδεισῳ λανθανων : και καιρον ἡκειν διαλλαγων προς αὐτον νομιζων
φυτα και σπερματα και χλοαι : τα δε ἐν τῳ παραδεισῳ ἐγενηθη διαφορῳ καλλονῃ και ὡραιοτητι , ὁπου γε και
9999964 χαλεπους
ἠ τους κυνας ποιουσι : τους μεν γαρ κυνας τους χαλεπους τας μεν ἡμερας διδεασι , τας δε νυκτας ἀφιασι
προθυμιᾳ χρησαμενος . ὁθεν ἐν τῃ πολιτειᾳ περιβοητος ἐγενετο και χαλεπους ἐφ ' ἑαυτῳ τους ἐχθρους ἐπεσπασατο τους τε μεγαλων
9999964 κινδυνευσαντες
' ὡρας , εἰ μεν ἑξ εἰη ταγματα , δυο κινδυνευσαντες , εἰ δε πεντε , δυσιν ἐτι μικρον ἐπιθεντες
ἐναντιων φοβηθεντες , ἀλλ ' ἐν τοις σωμασι τοις ἑαυτων κινδυνευσαντες , τροπαιον μεν των πολεμιων ἐστησαν , μαρτυρας δε
9999964 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999964 δικελλαν
: την μεν γαρ λιτραν εἰρηκασιν οἱ Σικελικοι κωμῳδοι , δικελλαν δε πενταστατηρον Σωσικρατης ἐν Παρακαταθηκῃ την πενταλιτρον . ὁ
μηχανας , πυρ ἐπι την κομην , ἐπι τους ὀφθαλμους δικελλαν , θυρας τινες ἐπι το στομα και τας της
9999964 Πεισανδρον
Εὐρυαδην δ ' ἀρα Τηλεμαχος , Ἐλατον δε συβωτης , Πεισανδρον δ ' ἀρ ' ἐπεφνε βοων ἐπιβουκολος ἀνηρ .
δη του πατρος ἀεικεα τισετε λωβην . Ἠ , και Πεισανδρον μεν ἀφ ' ἱππων ὠσε χαμαζε δουρι βαλων προς
9999964 βελτιον
, ὡστε και το χειρον προς το χειρον ὡς το βελτιον προς το βελτιον , οἱον ὡς ὀμμα προς ὀμμα
ἀναμφισβητητως ἀγαθον ἐστι : ποιον γαρ ἀν τις πραγμα οὐ βελτιον πραττοι σοφος ὠν ἠ ἀμαθης ; Τι δε ;
9999964 ὁροι
ὑπο των ἀκρων γινομενου . ἀν δε οἱ δυο ἀκροι ὁροι μη ἀρτιοι ἐκτεθωσιν , ἀλλα περισσοι , οἱον ε
Ὀλυμπιαν και του Ἀλφειου τας ἐκβολας προς την Μεσσηνιαν εἰσιν ὁροι , τα δε προς Ἀχαϊαν Δυμαιων εἰσιν ὁμοροι .
9999964 γραμμαις
οὐδε διοισει τινι ἀξιολογῳ , κἀν παραλληλοις χρησωμεθα ταις μεσημβριναις γραμμαις , εὐθειαις δε ταις των παραλληλων , ἐαν μονον
μετα την των κοινων στοιχειων ποιησιν τοις βουλομενοις ἀναλαμβανειν ἐν γραμμαις δυναμιν εὑρετικην των προτεινομενων αὐτοις προβληματων , και εἰς
9999964 καταφρονητικως
το χαλεπως ἐχειν προς ἀτιμιαν , ἐκ τουτων δε το καταφρονητικως ἐχειν της τυχης . οὑτοι μεν οὐν των ἀτομων
δε της ἑαυτων εὐγενειας ὑπομνησθεντες και φραξαμενοι δυνατωτερᾳ χειρι μαλα καταφρονητικως ᾐεσαν ὡς αὐτοβοει περιεσομενοι και συμπλακεντες τους μεν εὐθυς
9999964 τυγχανειν
γαρ ἐνεστι λεγειν μη πασαν ἀκαταληπτον φαντασιαν ἰσην πασῃ ἀκαταληπτῳ τυγχανειν φαντασιᾳ , ἀλλα την μεν μαλλον εἰναι ἀκαταληπτον την
περι των σπονδων οὑτως ἐσπεισαντο , ὡστε μη βεβαιους αὐτας τυγχανειν , ἀλλ ' ἀποτεινεται προς Ἀλκιβιαδην τε και Κλεοβουλον
9999964 θεωρητικων
το λογικον ὑπο ποιων λογων εὐφραινεται , ὁτι ὑπο των θεωρητικων : το δε ἐπιθυμητικον ὑπο τοιωνδε και τα τοιαυτα
[ ] , ἐν βιῳ ὁ ἀπαιδευτος . Ἐπι των θεωρητικων φαντασιων παντες σχεδον το ἀγαθον και το κακον ἐν
9999964 ἡμικυκλιων
Ἐν δε τῳ τριτῳ βιβλιῳ αἱ μεν πλειονες ὑποθεσεις ἐπι ἡμικυκλιων εἰσιν , ὀλιγαι δε ἐπι κυκλου και τμηματων ,
δε αἱ ἰσον ἀπεχουσαι του θερινου τροπικου ἐν ἑκατερῳ των ἡμικυκλιων . γεγραφθω παραλληλος κυκλος ὁ ΔΘ : ἰση ἀρα
9999964 σπουδαιοις
δεινοι τινες εἰναι της ἀληθειας καταστοχαζομενοι και του ἀγαθου τοις σπουδαιοις ἡδεις γινονται : οἱ μεν οὐν οὑτω φιλουμενοι οὐ
. Ἀχρειογελως ἀνθρωπος : ὁ ἐπι τοις ἀχρηστοις και μη σπουδαιοις γελων και χαιρων . Ἀχειρ νιφθηναι βουλεται : ἐπι
9999964 ἀποδεικτικης
και πως γινεται : εἰρηται δ ' ἁμα και περι ἀποδεικτικης ἐπιστημης : ταυτης γαρ ἐργον ἀποδειξις . Περι δε
και τῃ ἀποδειξει συναγεται , την δυναμιν της συλλογιστικης και ἀποδεικτικης ἐπιστημης ἐπεγνωμεν , και αὐθις ἐκ των κατ '
9999964 σκοπων
Οὐκ ἀνονητον ὀντωςὠ Μηνοδωρετουτο γε οὐδε ἀρετης πολιτικης παντῃ ἀμετοχον σκοπων εἰκοτως ἀν τις εὑροι . Δοκει σοι ἀρὠ '
του τροπου της χρησεως . Ποσαχως ἡ ἐνδειξις των θεραπευτικων σκοπων ; Πενταχως . Πρωτη μεν ἐνδειξις , ἡ ἀπο
9999964 παραφροσυνης
. πεμφιγωδεις οὐν φασι , τους ἁπτομενους την ψυχην μετα παραφροσυνης . πεμφιγας δε λεγει τας φλυκταινας τας ἀπο παχυτερου
χειλος το κατω σειεται . Ταυτα δε ἐν ἀρχῃσιν ἐπιφαινομενα παραφροσυνης δηλωτικα ἐστι σφοδρης , και ὡς ἐπιτοπολυ ἀποθνησκουσιν :
9999964 χαλεπωτερον
, προς Ἱμεραιους καταψευσομαι σου , κἀν ἐτι παραστῃ . χαλεπωτερον δε σοι οἰμαι και τουθ ' , ὁπερ προπεμπειν
, ἀλλα χαλεπωτερον γε ἐκεινου και ποικιλωτερον : πως δε χαλεπωτερον και ποσαχως συμβαινει και πως προς αὐτο ἐνστατεον ,
9999964 δριμεσιν
ὑπο των θηριων : γιγνεται γαρ ἐν ἁπασι και τοις δριμεσιν , ἡκιστα δε ἐν τῳ σικυωνι : οὐ μην
ὁ κορωνοπους και τα κιχορια . Τοις [ δε ] δριμεσιν οἱον κρομυῳ , σκοροδῳ , τοις ἀλλοις οὐκετι προσφορον
9999964 Κρητικου
το αὐτο καθηψημενοις : ἡ δε ποσις δια γλυκεος γινεσθω Κρητικου # α , πιουσα δε περιπατειτω κινειτω τε ἐμμηνα
ʹ , πεπερεωϲ ⋖ α , οἰνου Χιου και γλυκεοϲ Κρητικου ἀνα κοτυλην α ∠ ʹ : λεαναϲ παντα ἐν
9999964 ἱκετευομεν
ἡν ὑπεσχου σωαν ἡμιν ἀποδωσειν . και νυν τουθ ' ἱκετευομεν , οὐχ ἱνα της σαυτου φυσεως ἀναξιον τι φρονησῃς
, ῥεθος ἀελιωι δειξον . βαρος ἀντιπαλον δακρυοις συναμιλλαται : ἱκετευομεν ἀμφι γενειαδα και γονυ και χερα σαν προπιτνων πολιον
9999964 ἀρκουσης
μεγα . Πολυαρκεος : της πολλας ἐχουσης ἀρκυς ἠ πολλα ἀρκουσης , ὁ ἐστι ῥωννυουσα , πολυδικτυου . Χαραδραις :
και βραχυπεψιαις γινεσθαι . Της τοινυν θρεπτικης δυναμεως ὑλης μεν ἀρκουσης ἀπορουσης , τα κρειττω δε ταυτης προσλαμβανομενης τα χειρω
9999964 παραταξεσι
, μετ ' ὀλιγον δε τον Ἀννιβιακον κληθεντα πολεμον συστησαμενη παραταξεσι και ναυμαχιαις και πολλαις περιβοητοις πραξεσι νικησασα , στρατηγον
δ ' ἐξ ἐπιλεκτων ἀνθρωπων μεγαλας ποιειται ῥοπας ἐν ταις παραταξεσι και κατα το πλειστον αἰτιος γινεται της νικης .
9999964 Μελησιου
Λυσιμαχος ἀρτι περι του πατρος του αὑτου τε και του Μελησιου , πανυ μοι δοκει εὐ εἰρησθαι και εἰς ἐκεινους
: ἀλλ ' οὐκ Ἀνδροτιων , ἀλλα και αὐτος τον Μελησιου . . . . . , : Κλεων δημαγωγος
9999964 ὑπερβαλλουσα
ἑο μνησασθαι ἀναγκῃ και μαλα τειρομενον και ἐνιπλησθηναι ἀνωγει . ὑπερβαλλουσα γαρ ἐν τουτοις φαινεται αὐτου λαιμαργια μετα του μηδε
το ἐπισκυνιον , ὀδοντες λευκοι και καθαρωτατοι , σκελων ὠκυτης ὑπερβαλλουσα και προς αὐτον συγκρινομενη τον ζεφυρον , ὁν οἱ
9999964 πικροις
εὐμενως εὐχου κατω . “ ἰον δε πως βαζοντες ἐν πικροις λογοις κλησιν κατεπλουτησαν ἰαμβογραφων . ποιητικον δε παν ἀνωνυμως
και βοειᾳ χολῃ φυραθεισα , χριε . ἀλλο . ἀμυγδαλοις πικροις μετ ' ὀξυκρατου ἀποσμηχε . ἀλλο . ἀφρονιτρον και
9999964 Αἰγοκερωτος
του αὐτου ζῳδιου ἠγουν του Ὑδροχοου , τον δε Κρονον Αἰγοκερωτος μοιρᾳ εʹ , τον δε Ἑρμην ἐπ ' αὐτου
, ἀπο Καρκινου ἑως του βορειου πολου και ἀπο του Αἰγοκερωτος , του χειμερινου τροπικου , ἑως του νοτιου πολου
9999964 κελευομενα
προς τα πραγματα και ἡ των πατρικιων νεοτης ἑτοιμος τα κελευομενα ποιειν : μεγιστον δε παντων ὁπλον και δυσκαταγωνιστον ,
των ἀλλοτριων ἐσθητων ἑκαστος οὐ φειδομενος ἑτοιμοτερος ἠν πραττειν τα κελευομενα . Χαρης ἀπηγε στρατοπεδον ἐκ Θρᾳκης : ἐπεκειντο οἱ
9999964 παρεσκευασμενα
πλασαι οἱον βουλεται , εἰ μη ἐξ ὡν γε πλαττοιτο παρεσκευασμενα εἰη ὡς πειθεσθαι τῃ του χειροτεχνου γνωμῃ : οὐδε
του καθαρου και ποτιμου ὑδατος ῥυσιν , ὑπολαμβανουσιν εἰς ἀγγεια παρεσκευασμενα ὁσον ἀν δεῃ , και πορθμευουσιν εἰς την πολιν
9999964 ἐστεφανουτο
ἡς ἠρχεν ὑπευθυνος ἠν , ἐφ ' οἱς δ ' ἐστεφανουτο οὐχ ὑπευθυνος . οὐκουν οὐδ ' ἐγω : ταὐτα
ἐνταυθα δηλουν ὁτι ὁ στεφανουμενος προ του ἀγωνισασθαι τους τραγῳδους ἐστεφανουτο . . . . μετα γαρ τον στεφανον ἠγωνιζοντο
9999964 μαραθου
ὀσσε ἀμβλυωττει ἀμβλυωττει , τυφλωττει μαραθου : ὁ χυλος του μαραθου ὀξυδορκιαν παρεχει , ὁθεν οἱ δρακοντες περιχριουσιν ἑαυτους τῃ
ἀλεκτοριδων λευκων ἠ κορακινων των ἰχθυων . ἐνιοτε δε και μαραθου χυλον λαμβανουσιν ἠ ἐλαιον το δια παλαιοτητα ἠδη λεπτον
9999964 ξηραντικην
, ἐχουσα τι και ὑποθερμον και ἑλκτικον : και καθολου ξηραντικην ἐχουσι δυναμιν και ἀδηκτον . Ἀναγυρις δυσωδης ἐστι και
: Ἀφροι χαζαρμες : παραπλησιαν ἐχει δυναμιν τῳ αἱματιτῃ , ξηραντικην και ῥυπτικην και ἑλκτικην , ψυχραν , και ξηραν
9999964 δυσκολου
: το δε ἑξης , ὑμας ἁπαντας ἀπαλλαγεντας ψυχρου και δυσκολου βιου ζησειν . 〛 ψυχρου : Νεκροποιου : τοιουτος
ψυχρου : Νεκροποιου : τοιουτος γαρ ὁ των πενητων . δυσκολου : Δυσποριστου . ἀπαλλαγεντας : Ἐλευθερωθεντας . . τι
9999964 δημιουργικους
δε τοιαυτα παντα ὁ Πλατων ἰδεας προσηγορευσε λεγων λογους εἰναι δημιουργικους , και ἐξ αὐτων τα τῃδε γινεσθαι κατα μεθεξιν
δεσμον του σωματος τον δεθεντα ὑπο της προνοιας ἀνατρεπει τους δημιουργικους νομους : οὐ δει οὐν θαναταν . εἰ τοινυν
9999964 συλλογιστικαι
ὁμοιως του τε ἀναγκαιου και του ὑπαρχοντος τιθεμενων αἱ συζυγιαι συλλογιστικαι : και γαρ ὁτε το ὑπαρχον καθολου ἀποφατικον ,
, οὑτως ἐχουσι και αὑται : αἱτινες γαρ ἐκει ἠσαν συλλογιστικαι , αὑται και ἐνταυθα γινονται : ὁμοιως και αἱ
9999964 ἐπλανηθησαν
τε ἐπαγονται και ἐκβαλλουσι τον δημον . και οἱ μεν ἐπλανηθησαν ὡς ἑκαστοι , οἱ δε δυνατοι ὁμολογησαντες Συρακοσιοις και
των Λεοντινων . ἐπαγονται : εἰς βοηθειαν της πολεως . ἐπλανηθησαν ὡς ἑκαστοι : πλανηθεντες διεστησαν . ὁμολογησαντες : συνθεμενοι
9999964 Λακεδαιμονιοις
κᾀτα κελευειν βοηθειν αὐτοις , ἠ παλιν οὐκ ἐθελων χαρισασθαι Λακεδαιμονιοις , εἰτα προσταττειν ὑμιν κινδυνευειν ὑπερ αὐτων ; εἰ
, πειστεον . Οὐ γαρ πατριον , ὠ Σωκρατες , Λακεδαιμονιοις κινειν τους νομους , οὐδε παρα τα εἰωθοτα παιδευειν
9999964 εὐποριαν
δια τιμην , ἠ φιλαρχιαν , ἠ κερδος , ἠ εὐποριαν . Καταλυεσθαι δε τας πολιτειας δια δυο αἰτιας ,
χηρᾳ διαβολην . Ὁ μεγας ἀγαθα σημαινει μεγιστα : δουλῳ εὐποριαν , παρθενῳ γαμον , χηρᾳ ὠφελειαν . Ὀνυχες ἀριστερου
9999964 ἀπαλλαγεις
οὐν ἰδων ἑρμαιον ᾠηθην , εἰ των κατα ἀστυ πραγματων ἀπαλλαγεις εἰς ἀγρον βαδιοιμην και συνεσοιμην ἀνδρι φιλῳ , γεωργῳ
αὐτου φυσιν ὠσθη εἰς ὁ ἐχει και ἐνταυθα και ἐντευθεν ἀπαλλαγεις εἰς ἀλλον τοιουτον τοπον φυσεως ὁλκαις . Τῳ δε
9999964 γυμνασιοις
προς πεδωι βαληις . . Ὀνομαστ . : των δε γυμνασιοις προσηκοντων σκευων . . . και ὠμολινον , οὐ
Ἱπποκρατης ἐν αὐτῳ τῳ παθει και τῃ χαλεπωτατῃ ὀδυνῃ ἐπιταξαι γυμνασιοις . και ταυτα εἰρηκως Ἡρωδικος , τους πυρεταινοντας ἐκτεινας
9999964 ὑπτιοι
οἱ δ ' ἐφεβοντο . πολλοι δε πρηνεις τε και ὑπτιοι ἐκπεσον ἱππων Ἀτρεϊδεω ὑπο χερσι : περι προ γαρ
κακου ϲυμπαν το ϲωμα νωθρον και οἱον νεκρωδεϲ γιγνεται , ὑπτιοι κατακειμενοι ἐπι ποδαϲ καταρρεουϲι , διερριμμενοι ταϲ χειραϲ και
9999963 Αἰγοκερων
της ἀπωτερον . ὡσαυτως δε και ἐπι του μετα τον Αἰγοκερων ἡμικυκλιου αἱ ἰσαι περιφερειαι οὐκ ἐν ἰσοις χρονοις ἐξαλλασσουσι
της Ἀφροδιτης μονος γινεται οἰκοδεσποτης του κατα τον Ταυρον και Αἰγοκερων τριγωνου , της σεληνης εἰς τα ὁρια μη παραλαμβανομενης
9999963 Σικυωνιοις
, ἐν ᾡ οἱ οἰκουντες Ἀκρωρειται . Οὑτω δε παρα Σικυωνιοις ἐτιματο [ ὁ Διονυσος ] . Ἐκαλειτο δε παρα
και Μεγαλοπολιτων Λυδιαδης και Λεωκυδης : Ἀρατῳ δε ἐπετετραπτο και Σικυωνιοις τε και Ἀχαιοις το μεσον . Λακεδαιμονιοι δε και
9999963 μαλακου
μεν την του ἐναρμονιου , τρεις δε του χρωματικου , μαλακου τε και ἡμιολιου και τονιαιου , τας δε λοιπας
φαρμακον , εἰτ ' εἰς χαλκουν ἀναληφθεν ἀγγειον ἑψεται ἐπι μαλακου πυρος , μεχρι γενηται ἰξωδες , εἰτα μεταχειται εἰς
9999963 γενοιτο
δευτερου κεφαλαιου . τριτον κεφαλαιον : ζητεισθω πως ἑν πλεγμα γενοιτο ὑπο τουτων , εἰ γε οἱ εἰς του γραμματικου
εἰναι δοξει . Ἀπαγε , ὠ Σολων , ὑμιν ταυτα γενοιτο τα ὠφελιμα και τερπνα , ἐμε δε εἰ τις
9999963 παραλλαξ
στεφανη καλειται . κατειληπται δ ' ἡλοις σιδηροις και ξυλινοις παραλλαξ ἑκατεροις , και πλοκανον ἐν μεσῳ πεπλεκται , ὡς
δρωντες ἁν ἡδωμεθα οὐκ ἀντιτισειν αὐθις ἁν λυπωμεθα . Ἑρπει παραλλαξ ταυτα . Προσθεν οὑτος ἠν αἰθων ὑβριστης , νυν
9999963 μετεξετεροι
οὐ δηλοι , ἑτερωθι δε δεδηλωκε . Τα δη και μετεξετεροι των θεησαμενων Μεμνονος εἰκονα εἰκαζουσι μιν εἰναι , πολλον
δε ἐς τας τρεις και δεκα μυριαδας . Και ταδε μετεξετεροι Ἰνδων περι Ἡρακλεος λεγουσιν : ἐπελθοντα αὐτον πασαν γην
9999963 τυπτουσι
ἠ ἐνεργειᾳ : ἐνεργειᾳ μεν , ὡς Αἰασι Αἰασιν , τυπτουσι τυπτουσιν , λεγουσι λεγουσιν , δυναμει δε , οἱον
, ὡς ἐπι ἐνεστωτος παρατατικου μελλοντος και ἀοριστου δευτερου . τυπτουσι : ἐνεστωτων και μελλοντων ὁμοφωνον ἐστι το τριτον προσωπον
9999963 ἐκπεπληγμενοι
ἐνοχους . και ἡμεις ἐπειδη ταχιστα ἐπυθομεθα το γεγονος , ἐκπεπληγμενοι τῳ πραγματι προσῃμεν τουτῳ τῳ ἀρχιτεκτονι της ὁλης ἐπιβουλης
ἀναρσιοι πολεμιοι , ἀπο του συνηρμοσθαι τοις ἠθεσιν . ἀνεῳ ἐκπεπληγμενοι , και οἱον ἀνωϊοι , ἀφωνοι δι ' ἐκπληξιν

Back