δημιουργων . τον ὁρμον ὁν ἐπεσκευασας : Ἀντι του ὁρμου Ἀττικως . ὡς προς τινα ἀπο τινος . βαλανος :
κωλων ιβʹ . ἀναξ δ ' ] περισσος ὁ δε Ἀττικως . ὁ πρεσβυς ] ὁ Ἀγαμεμνων . + ἀναξ
9999986 ἀττικως
' υἱον ] περι δε του υἱου . ἀντιπτωσις , ἀττικως μονος ] μονος ἐστιν . μονογενης πευσομενος ] μαθησομενος
] το τυφλον εἰναι σε . την τυφλωσιν κατειπε ] ἀττικως ὡς το “ ἐξειπε ” ἠπειλης ' ] και
9999981 Ἀττικοι
ληγοντα δια του εος κλινεται , Οἰνεος Τυδεος Πηλεος : Ἀττικοι δε της γενικης ταυτης τρεπουσιν το ο εἰς ω
, παιδαριον μονως το ἀρρεν Ἑλληνες . πεντετηρις πεντεκλινον πεντεμηνον Ἀττικοι , πενταετηρις και τἀλλα ὁμοιως Ἑλληνες . πιομαι πιθι
9999980 θετικως
ἐπηβολος εἰη , οἱον ἰατρικης ἠ ῥητορικης ἠ φιλοσοφιας , θετικως ἐπαγοντα τον ἐν τουτοις ἐπαινον , εἰς ὁσα τουτων
ἀντιτιθησι γαρ εὐεργεσιαν ἀντιστατικως πλατυνων αὐτην . δει δε και θετικως αὐτην μεταχειρισασθαι : ἀκολουθος γαρ τῃ ἀν - τιστασει
9999978 Εὐβουλου
δημων Αἰσχινης Κοθωκιδης . Ὁτι ἐδυνηθη νικησαι την κατηγοριαν , Εὐβουλου συνηγωνισμενου κατα του Δημοσθενους ἐν τῳ ποιησαι τους δικαστας
και εἰς [ τε ] Μυτιληνην ἐλθειν ἐπ ' ἀρχοντος Εὐβουλου τῳ τεταρτῳ ἐτει της ὀγδοης και ἑκατοστης Ὀλυμπιαδος .
9999978 μαθηματικως
ὁτι δει τον χωρογραφειν ἐπιχειρουντα πολλα των φυσικως τε και μαθηματικως λεγομενων ὑποθεσθαι , και προς την ἐκεινων ὑπονοιαν τε
εἰναι φασιν ἰδεας , οἱ δε τα μαθηματικα , οὐ μαθηματικως δε : οὐ γαρ τεμνεσθαι οὐτε μεγεθος παν εἰς
9999978 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999977 πιστευομεν
εἰσιν ἡμιν συγγνωμην νεμειν , εἰ περι των δοκουντων Πλατωνι πιστευομεν οἱς αὐτος Ἑλλην ὠν , προς Ἑλληνας ἡμας ,
ὁτι δε ὁ σπουδαιος φιλος ἀλλος ὁ φιλων ἐστι , πιστευομεν ἐκ των ὁσημεραι . ἀν γαρ τις σφοδρα φιλῃ
9999977 χαλεπωτατος
ὁς μετριαζων μεν ἐστιν εὐχαρις , ἐπιτεινομενος δε και διαταραττομενος χαλεπωτατος . φησι δ ' αὐτον και διδυμα τοξα ἐντυνεσθαι
λεχει τε μοιχος ἐντρυφων , και φαρμακειαι , και νοσων χαλεπωτατος φθονος , μεθ ' οὑ ζῃ παντα τον βιον
9999977 ἀποδεικτικως
αὐτο ἐπισταμενον . ἠ οὐκ ἐνδεχεται το ἀποδεικτον ἀλλως ἠ ἀποδεικτικως ἐπιστασθαι , ὡς μηδε το αὐτο ὁριστον τε εἰναι
γαρ ἐν τῳ προ τουτου βιβλιῳ τουτο εἰναι το ἐπιστασθαι ἀποδεικτικως , το ἐχειν ἀποδειξιν . εἰ τοινυν ἀποδεικτικως τα
9999977 ἡγεμονικων
ἀρχην . ἀλλως . ὑπνος ἐστιν ἡσυχια και παυλα των ἡγεμονικων . τις ποιητικη αἰτια του ὑπνου ; ἡ ἐν
τον ἐγγυτερον ἠ ἀπωτερον του πληττομενου , των ἐν ἡμιν ἡγεμονικων τῃ συμφυτῳ μουσικῃ θαυμασιως ἁμα και προχειρως εὑρισκοντων τε
9999977 κατελυσεν
Σερτωριον ὑστερον διαφθειραντες , ὑστατους δε Κανταβρους , οὑς [ κατελυσεν ] ὁ Σεβαστος Καισαρ : την [ τε ]
εὐβατος ἐστι περασθαι . . Ὑβρισε τας ἀρουρας , ἠτοι κατελυσεν και ἠρημωσεν . ἀφυβρισε δε πελαγος παρα Συνεσιῳ ,
9999977 ἀκαθαρτους
μεν τας καθαρας ἐπι τον ὑψιστον , τας δ ' ἀκαθαρτους μητ ' ἐκειναις πελαζειν μητ ' ἀλληλαις , δεισθαι
και μαλιστα θελει βαινειν ὁ ἱππος ἐπι τας ἀψηκτους και ἀκαθαρτους και ῥυπαρας . κυει δε δεκα μηνας : τῳ
9999976 παραπετασμα
τοσουτονι . ὀξυγλυκειαν τἀρα κοκκιεις ῥοαν . [ το ] παραπετασμα , το Κυπριον , το ποικιλον . ἐνταυθα δη
πλουσιαν : τα δε χρηματα ταυτ ' ἐστιν ὀψις , παραπετασμα του βιου . Κἀν μυριων γης κυριευῃς πηχεων ,
9999976 τρισκαιδεκατον
οἱον Ὀδυσσευς περι της ἀναιρεσεως Δολωνος λεγει Νεστορι , τον τρισκαιδεκατον σκοπον εἱλομεν ἐγγυθι νηων . εἱλομεν εἰπε , καιτοι
“ ἀγε , ὠ Ἡρακλες ” , ἐφη , “ τρισκαιδεκατον ἡμιν ἐπιτελεσον / ⌈ ἀθλον και ἑψησον τον φακον
9999975 φυσικως
πρωτης φυσεως εἱρμῳ , προγνωσθεντα δε και εὐπορησαντα των θεραπευοντων φυσικως παλιν καθ ' εἱμαρμενην ἠ ἀγενητα τελεον ἠ μετριωτερα
δ ' ἀν κινηθειη κατ ' αὐτας μονον , εἰ φυσικως ἐν τοπῳ ἐσται : πασαι γαρ αὑται κατα τοπον
9999975 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999975 μακαριος
ἡγειται , παντων δε ἀνθρωποις : ἡς ὁ γενησεσθαι μελλων μακαριος τε και εὐδαιμων ἐξ ἀρχης εὐθυς μετοχος εἰη ,
ἀθλιος μεν οὐδεποτε γενοιτ ' ἀν , ἀλλα μονον οὐ μακαριος της γε τυχης ἑνεκα , ἐαν Πριαμικαις περιπεσῃ τυχαις
9999975 πιστει
ἀναγκασας συνθεσθαι ? ? ? [ ] οὐκ ἐμμεινας τηι πιστει Ὀκταουιον ἀπεκτεινεν , Συλλας δ ' ἐπι της Ἀττικης
φανερως λογχῃ φονιοις ἐν ἀγωσι κρατησας , ἀλλ ' ἀνδρος πιστει χρησαμενος δολιου . Ἐνταυθα δη πιων ἀκονιτον ἐτελευτησεν ,
9999975 σανιδος
εἰ μη καταβαλῃ αὐτον εὐστοχιᾳ σφενδονητικῃ ἀντι σκοπου κειμενον ὑπερ σανιδος . σισυρνα δε παχυ περιβολαιον ἠ δερματινον ἱματιον ἡ
αἱρετωτερον ἐστι βαθρον μαλλον παν το κατα το περας της σανιδος τετραγωνοις ἐκκοπαις ἐκκεκομμενον προς ἀσφαλη την εἰς αὐτο του
9999975 γραμματικην
ἐν διδασκαλιῳ τουτον βαλων και χρονον ἱκανον ποιησας ἐκει την γραμματικην εἰς ἀκρον διηλθεν : εἰτα λεγει τῳ πατρι αὐτου
: φιλοσοφος , ὁς ἐπεκληθη και κριτικος γραμματικος , οἱα γραμματικην ἐχων παρασκευην . γεγονε δε ἐπι των διαδοχων .
9999975 κοσμουσι
ὑμων τους Ἀθηναιους ἀνενεγκοντες , οὑς αἱ μεν ἀλλαι συγγραφαι κοσμουσι σχεδον ὡς εἰπειν ἁπασαι , μονη δε ἡ κωμῳδια
λυμαινεται πονων ἀτελειαν ἐχουσα , ἀλλα μαλλον τας τεχνας αὑται κοσμουσι προθυμοτερους ποιουσαι τους μετιοντας , ὡσπερ τους μακραν πορευομενους
9999975 ἐκειτο
Ὀλυμπιῳ Διι , λογος δε ὁ ποιηθεις εἰς την πανηγυριν ἐκειτο , ἐμε δε τα τε ἀλλα ἐτηκε και ἀγρυπνια
χορευτης ἠν λαβων ἀκοντιῳ : ἀλλος στερηθεις της κεκαρμενης καρας ἐκειτο πρηνης σταυρικως ἡπλωμενος και τους ἑαυτου δυστυχως κινων ποδας
9999974 πληθυντικως
ἡνικα γαρ δευτερῳ προστασσεται , ἑνικως μεν γινεται λεγε , πληθυντικως δε λεγετε . οὐ μην ἐν τῳ λεγετω ταὐτον
το σημαινομενον ὑπαρχον , ἀμφοτερως ἐχρησαντο , ἑνικως φημι και πληθυντικως , και ἀει μετα της προθεσεως , οἱον ὑπο
9999974 κελευουσι
και τῳ γυμναστῃ ἐπηρτημενης , εἰ τι παρ ' ἁ κελευουσι πραττοι . κελευουσι δε ἀπαραιτητα , ὡς παραιτουμενοις ταυτα
: νομῳ δε οὑτω : και οἱ νομοι δε οὑτω κελευουσι τας ἀποδειξεις ἐκ των φανερων ἐλεγχων και ἀναμφισβητητων :
9999974 ἐμπλαστρου
ὑγρον δια των ἀδηλων πορων , ὡς εὑρισκεσθαι ἐπι της ἐμπλαστρου παχυτατον σφοδρα , χωρις του ῥηξαι : ποιει και
δε ταυτα τον κηρον και την ῥητινην ἐπεμβαλων , ὁταν ἐμπλαστρου παχος λαβῃ , καθελων ἀπο του πυρος και βαλων
9999974 πιστευσαντα
τουτοις ἐπειτα παντων ἀμνηστιαν λαβων και κακος φανεις περι τον πιστευσαντα ἐπανεστη κατα του βασιλεως . και πρωτα μεν λαθρᾳ
εἰκοτ ' , ἀλλ ' ὁμως σε βουλομαι θεοις τε πιστευσαντα τοις τ ' ἐμοις λογοις φιλου μετ ' ἀνδρος
9999974 τυπτουσι
ἠ ἐνεργειᾳ : ἐνεργειᾳ μεν , ὡς Αἰασι Αἰασιν , τυπτουσι τυπτουσιν , λεγουσι λεγουσιν , δυναμει δε , οἱον
, ὡς ἐπι ἐνεστωτος παρατατικου μελλοντος και ἀοριστου δευτερου . τυπτουσι : ἐνεστωτων και μελλοντων ὁμοφωνον ἐστι το τριτον προσωπον
9999974 ἀμολυντου
η , κεδριαϲ # Ϛ : τηξαϲ ὁμου ἑψε ἑωϲ ἀμολυντου . Ἀλλο , μαλακτικον . κηρου , πιϲϲηϲ ἀνα
Ἑψε λιθαργυρον , ψιμμυθιον , ἁλας λειοτατον ποιησας , μεχρις ἀμολυντου : εἰτα ἐπιβαλλε την μιλτον προλειωθεισαν μετ ' ὀξους
9999974 εὐετηριαν
χωρᾳ γεωργων ἀπωλειαν : ἐν δε Κριῳ μεγαλην ἀναβασιν και εὐετηριαν , τον δε της Συριας ἡγουμενον ἀπολεισθαι : ἐν
. ὁρω δη και τον ἀρχοντα δια των αὑτου πονων εὐετηριαν τε ποριζοντα και εἰρηνην ἐργαζομενον και βουλην αὐξοντα και
9999974 Συρακουσιοις
και λεγουσιν ἀλλο παραδειγμα : ἀναγομενων Ἀθηναιων ἀπο Κερκυρας ἀπαγγελλει Συρακουσιοις ὁ Ἑρμοκρατης την ἀφιξιν : ἰδου γαρ ἐνταυθα φασιν
ἐπιβαινοντες οὐδε τας κεφαλας ἐπι τοις ὠμοις φεροντες . Κορινθιοι Συρακουσιοις βοηθειαν πεμποντες , μαθοντες εἰκοσι ναυς Ἀττικας περι Ναυπακτον
9999974 πιστευτεον
ἀταραξια ἀφοβια ἐλευθερια . οὐ γαρ τοις πολλοις περι τουτων πιστευτεον , οἱ λεγουσιν μονοις ἐξειναι παιδευεσθαι τοις ἐλευθεροις ,
Διδυμων ὁμοιως το ὑπερ γην ἡμισφαιριον της ἡμερας ἐστιν . πιστευτεον οὐν ἐν τῳ Ὑδροχοῳ μονον πιπτειν τον ὡροσκοπον .
9999974 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999974 ἐνεργητικων
μονη ἐστιν των παθητικων ἡ συνταξις : των γε μην ἐνεργητικων ἐστιν και γενικη , οὐ συνουσης της ὑπο προθεσεως
μαι και την παραληγουσαν συστελλοντα προς την παραληγουσαν των πληθυντικων ἐνεργητικων παθητικα γινεται , τιθημι τιθεμαι , διδωμι διδομαι ,
9999974 κυλικων
διψος ἀκεσασθαι λυσιτελη : παρεχει γαρ ἀμυστι πιειν των ἁδρων κυλικων μειον οὐδε ἑν , ἑως ἀν ψυξῃς το ἀσθμα
κωρυκον . οἱ δε παροντες ἐνειρετε χειρας ἁπαντες ἐς σφαιρας κυλικων : και πριν ἐκεινον ἰδειν , ὀμματι βηματισαισθε τον
9999974 τελευτωσαν
ὁμως ἐτεσιν ἀντεσχε πολεμῳ τοσῳδε και λιμῳ , τοτε ἀρδην τελευτωσαν ἐς πανωλεθριαν ἐσχατην , λεγεται μεν δακρυσαι και φανερος
μηκος δ ' ἐκτεταμενα ὁσον τριακοσιων σταδιων και ποιουντα ῥαχιν τελευτωσαν πως ἐπι τα στενα . ἐν μεσῳ δ '
9999974 Ἑλλανων
εἰσιοντι εἰς τον ναον ἀριστερας χειρος : Αἱδ ' ὑπερ Ἑλλανων τε και ἀγχεμαχων πολιηταν ἑστασαν εὐχομεναι Κυπριδι δαιμονιᾳ .
. . Λακαινα μεν παρθενων ἀγελα Ὁμολα Ὁμολωϊα Βουλομαι παιδεσσιν Ἑλλανων . . . . * * * ἀν δε
9999974 ἐνδικως
του θανοτος τηνδ ' ἐθεσθ ' ἐπιστροφην : ὡστ ' ἐνδικως ὀψεσθε κἀμε συμμαχον , γῃ τῃδε τιμωρουντα τῳ θεῳ
τοι φεροντι σημ ' ὑπερκομπον τοδε γενοιτ ' ἀν ὀρθως ἐνδικως τ ' ἐπωνυμον , καὐτος καθ ' αὑτου τηνδ
9999974 εἰρωνικως
κενοδοξος και ἐπηρμενος και γεμων οἰησεως . . σεμνοστομος ] εἰρωνικως . . φρονηματος ] ἀλαζονειας . . πλεως ]
δουλων των του Διος υἱεων . και ὁς γελασας πανυ εἰρωνικως , Τους τραγῳδους , ἐφη , καλεις μαρτυρας .
9999974 κολασει
, αἱ δε ἡδοναι ἐκ παντος τροπου κακον : ἐπι κολασει γαρ ἐλθοντας δει κολασθηναι . θυειν χρη ἀνυποδητον και
μηδε ἡγεισθαι ἀδικεισθαι , εἰ καταφωρασας τινας των σων πλημμελουντας κολασει ἐπ ' αὐτους ἐχρησαμην ὡς οἱον τε ἐπιεικει .
9999974 ξηραντικης
ἀγριας ῥοιας : ἰσχυρως δε στυφει την γευσιν , και ξηραντικης δε και ψυκτικης ἐστι δυναμεως και παχυμερους , και
δυσεπουλωτα ἐν βουβωσι και μασχαλαις και τραχηλῳ , και καθολου ξηραντικης ἐστι δυναμεως : τουτους τους ἐπαινους Ἀσκληπιαδης περι αὐτης
9999974 ἀποστημα
∠ ʹ ἐγγιστα διαφορουσα κατα παν το ἀπο της γης ἀποστημα της σεληνης . διαιρειται δε παλιν και ἡ τηλικαυτη
κολλησιν . ἐαν δε ποτε το ἐν ἡπατι και σπληνι ἀποστημα ἀναστομωθῃ , ὡς το ὑγρον προχεομενον ὑποδραμειν το περιτοναιον
9999974 κατεκλεισεν
Σηλυμβριανος . οὑτος γαρ του ἐν Σαμῳ Παριου ἀγαλματος ἐρασθεις κατεκλεισεν αὑτον ἐν τῳ ναῳ , ὡς πλησιασαι δυνησομενος .
των ξενων ἐλασει προς ἀφθονιαν μεθιστησιν . ἡμας δε οὐ κατεκλεισεν εἰς τοιαυτην ἰασιν ἡ γη , οὐδ ' ἐστιν
9999973 παραγραφῃ
ὑπολαμβανει , παρεληλυθα , ἀλλα θανατου δεομενος . Ἐν πασῃ παραγραφῃ ἐκ μεν του παραγραφομενου ἁρμοσει σοι ἡ του ἀντιπιπτοντος
οὐσης , ὡμολογηται γαρ το ῥητον . προαγαγωμεν τοινυν τῃ παραγραφῃ τον λογον : ὁτι μεν οὐν περι μονον το
9999973 ἀξιωσουσι
πολεμου : εἰ δε την συνηθη φυλαξαντες αὐθαδειαν , οὐδεν ἀξιωσουσι συγχωρειν τοις συγγενεσι των δικαιων και μετριων , ἠπειλουν
ἐκειν ' ἰδειν δυναμαι , ὡς οὐχι παντες ἀνθρωποι τουτων ἀξιωσουσι τυχειν , ὁσοις περ ἐστι και ἡτισουν εὐεργεσιας προφασις
9999973 ἀκαθαρτος
ἀληθως ἐμψυχον , οἱον και τοιαυτα συνειδως βεβιωμενα ἑαυτῳ ὁ ἀκαθαρτος οὑτοσι τολμησει βλεπειν εἰς ὑμας και τον βεβιωμενον αὑτῳ
και κωμικωτερον ὁ Ἀριστοφανους θυμαγροικος . Κιναιδος , πορνος , ἀκαθαρτος , βδελυρος , καταπυγων , θηλυδριας , γυναικιας ,
9999973 Νικομαχον
πραξεις και λογους , Νικομαχεια δε , διοτι προς τινα Νικομαχον ἐκπεφωνηται , εἰτε τον υἱον αὐτου του Ἀριστοτελους ,
θυγατερα ἐπι τοις διδυμοις παισιν Ἀντικλειαν γενεσθαι , της δε Νικομαχον τε εἰναι και Γοργασον , πατρος δε Μαχαονος του
9999973 κατελαβοντο
ἐχοντας ὡς θεραπαινιδας δωρα τῃ κορῃ κομιζουσας . ἐπει δε κατελαβοντο την οἰκιαν , οἱ μεν τας μαχαιρας ἐσπασαντο ,
. Ὡς Ἀθηναιοι διαπλευσαντες εἰς τον μεγαν λιμενα των Συρακοσιων κατελαβοντο τους περι το Ὀλυμπιον τοπους . Ὡς Ἀθηναιοι τας
9999973 παρεσκευασαν
θεοι τε και τυχη το της γνωμης ἀνοσιον κατιδοντες φωραθηναι παρεσκευασαν , ἀπο δε ἀγνοιας ὁτι συνεργον την ἐρημιαν της
ἐντος του πλεγματος περιβαλοντες ἱερεια προς την ἐπιθυμιαν , οὑτω παρεσκευασαν χειροηθη και πρᾳον τον ἀγριον , ὡστε μηθεν των
9999973 ἐπενευσεν
: ὁς και σφισι και θερεος και χειματος ἀρχομενοιο σημαινειν ἐπενευσεν ἐπερχομενου τ ' ἀροτοιο . τας οὐν των καρπων
ἰδων τα μυστηρια ἐρωτησε μεμυημενον , εἰ οὑτως ἐχοι , ἐπενευσεν ἐκεινος και ὡς ἐξειπων τα μυστηρια ὑπαγεται τῳ νομῳ
9999973 ἀνες
. ἐπειτ ' ἀκουσον , του ταχους δε τουδ ' ἀνες : εἰς μεν γαρ ἀλλο παν ἁμαρτανειν χρεων ,
προσηκοντα τῃ ἀρχῃ πραττε , ἐμε δε τον καιρον τουτον ἀνες τῳ Ἡλιῳ , δει γαρ με την εἰθισμενην εὐχην
9999973 ἁρπαζειν
' , ἐφη , τας φυλακας , οὐκ οἰει και ἁρπαζειν ἐξουσιαν ἐσεσθαι τῳ βουλομενῳ ; ἀταρ , ἐφη ,
νεανισκος . Οὐκουν , ἐφη , εἰ μεν ἀργυριον δεοι ἁρπαζειν , τους φιλαργυρωτατους πρωτους καθισταντες ὀρθως ἀν ταττοιμεν ;
9999973 κτητικων
και ἐγκλιθειη , ὁπερ ἰδιον αὐτῃ παρηκολουθει προς την των κτητικων ἀντεξετασιν , καθο αὑται μονως ὀρθοτονουνται : γινεται γαρ
νικησαι ἀγνοει . . Ἑξης ῥητεον και περι της των κτητικων ἀντωνυμιων συνταξεως . Αὑται δη προτασσομεναι των κτητικως νοουμενων
9999973 ὑβριστικως
ἐσχηκεν ὁμιλον , οὐ διακρινουσα πλουσιον ἠ πενητα οὐδ ' ὑβριστικως αὐτοις χρωμενη . Ἀριστιππος δε κατ ' ἐτος δυο
παραδειγμα τοις ἀλλοις , ἱν ' εἰδωσιν ὁτι τοις λιαν ὑβριστικως τα θεια διακειμενοις οὐκ εἰς τους παιδας ἀποτιθενται τας
9999973 ὑπελειποντο
τῃ δυναμει ἡττηθησαν προς ἡμων , και λαμπρα τοις νενικηκοσιν ὑπελειποντο της οἰκειας ἀρετης ὑπομνηματα , ὡν την εὐκλειαν ἐς
ἐκ των νεοδαρτων βοων . δια τας τοιαυτας οὐν ἀναγκας ὑπελειποντο τινες των στρατιωτων : και ἰδοντες μελαν τι χωριον
9999973 Λακεδαιμονιων
. Λακεδαιμονιοι δε κτἑ . : ἀρχη της διαφορας των Λακεδαιμονιων και Ἀθηναιων οἱ δ ' ἠλθον κτἑ . :
και Ἀπολλωνος Καρνειου ξοανα ἐστι κατα ταὐτα καθα δη και Λακεδαιμονιων νομιζουσιν οἱ Σπαρτην ἐχοντες . ἐπι δε της ἀκροπολεως
9999973 Κρητικου
το αὐτο καθηψημενοις : ἡ δε ποσις δια γλυκεος γινεσθω Κρητικου # α , πιουσα δε περιπατειτω κινειτω τε ἐμμηνα
ʹ , πεπερεωϲ ⋖ α , οἰνου Χιου και γλυκεοϲ Κρητικου ἀνα κοτυλην α ∠ ʹ : λεαναϲ παντα ἐν
9999973 τετρακοσιους
θυρωμασι και πετροις , ἐξεβιβασε δ ' εἰς αὐτον στρατιωτας τετρακοσιους και βελων πληθος παντοδαπων , ἀπεχοντος ἀπο των τειχων
ἐδεξατο ἐρετας πλειους των τετρακισχιλιων , εἰς δε τας ὑπηρεσιας τετρακοσιους : εἰς δε το καταστρωμα ἐπιβατας τρισχιλιους ἀποδεοντας ἑκατον
9999973 φιλτατης
καλλει προηκειν της ἐμης εὐμορφιας και σης , Ἀθανα , φιλτατης ἐμοι θεων , εἰ μη κατασκαφεισαν ὀψομαι πολιν Πριαμου
ἐξαφειλετο , ὁς ς ' ὡδε μοι προὐπεμψεν , ἀντι φιλτατης μορφης σποδον τε και σκιαν ἀνωφελη . Οἰμοι μοι
9999972 ἀνιστατο
. Ὡς οἱ μεν χλοεροισιν ἰαινομενοι μελεεσσιν ἀλληλοις ψιθυριζον . ἀνιστατο φωριος εὐνη . χἠ μεν ἀνεγρομενη παλιν ἐστιχε μαλα
δ ' ἀθανατῃ πεπιθοντο . Πρωτος δ ' ἐν μεσσοισιν ἀνιστατο Νηλεος υἱος , οὐ μεν πυγμαχιῃσι λιλαιομενος πονεεσθαι οὐτε
9999972 Συρακουσιους
στρατευσαντες ἐπι την Ἑλλαδα : ἑτερον δε , τῳ μονους Συρακουσιους , ἀν κατορθωσωσι , δοκειν νενικηκεναι τους Ἀθηναιους ,
Φιλιστον : και πρωτον μεν ἀποδυσαντας αὐτου τον θωρακα τους Συρακουσιους , και γυμνον ἐπιδειξαμενους το σωμα , προπηλακιζειν ,
9999972 κουραις
ἐτι και κληροισιν ἐπηβολα τοια περ ὡραι εἰαριναι φορεουσιν ἐνεψιηματα κουραις , ἀλλοτε δε στρουθεια , τοτε βλοσυροιο Κυδωνος κεινο
ἀγαπατε , και ἐς χαιροντας ἀφικνευ . Αἰει τουτο Διος κουραις μελει , αἰεν ἀοιδοις , ὑμνειν ἀθανατους , ὑμνειν
9999972 τελευταιᾳ
την θαλασσαν μηνυει και ὀχλων συστροφας , ἐν δε τῃ τελευταιᾳ τριωρῳ Συριας και Αἰγυπτου ὀχλων συγκρουσεις και τοις ἐν
φθορας καρπων και φυτων και γης , ἐν δε τῃ τελευταιᾳ τριωρῳ τετραποδων διαφθοραν των ἐν τῃ δυσει . Σεληνη
9999972 Ἀλεξανδρος
παγων των τραχεων ἀκρωτηριων . * γρουνος : γρουνος ὁ Ἀλεξανδρος ἀρχαιαν δε ἐριν λεγει την ἀπο Ἰους των βʹ
τινος λυσιῳδου γυναικος ἐχαρισατο αὐτῃ . ἀκουσας δ ' ὁ Ἀλεξανδρος και συναγων φιλοσοφων και ἐπισημων ἀνδρων συμποσιον ἐκαλεσε και
9999972 ἀνομοιομερες
. . 〚 τι το φλαττοθρατ : Συστημα κατα περικοπην ἀνομοιομερες στιχων ἰαμβικων τριμετρων ἀκαταληκτων ιγʹ . ἐπι τῳ τελει
. ἡμετερα + τον ἁμον νυν : συστημα κατα περικοπην ἀνομοιομερες και στροφη κωλων εʹ . το αʹ ἀντισπαστικον τριμετρον
9999972 καταλαμβανω
ἡμων ἀπαγγελλομενων . Και ἡ ἀκαταληπτω δε και ἡ οὐ καταλαμβανω φωνη παθους οἰκειου ἐστι δηλωτικη , καθ ' ὁ
και μετ ' ὀλιγον εἰσεκληθην πανυ δεδιως και τρεμων , καταλαμβανω τε παντας ἁμα συγκαθημενους οὐδε αὐτους ἀφροντιδας : ὑπεταραττε
9999972 πεντασυλλαβου
και κρητικου . το γʹ ὁμοιον διμετρον ὑπερκαταληκτον ἐκ παιωνος πεντασυλλαβου , διτροχαιου και συλλαβης . το δʹ ὁμοιον τῳ
διαλελυμενων χοριαμβων , του αʹ ἑξασυλλαβου , του δε δευτερου πεντασυλλαβου . το ιβʹ τροχαϊκον διμετρον ἀκαταληκτον . το ιγʹ
9999972 Σικελικον
εἰναι τα περι τον Ποντον , το δε Κρητικον και Σικελικον και Σαρδῳον πελαγος σφοδρα βαθεα : των γαρ ποταμων
της των Ἀθηναιων δυναμεως παραπλευσαντες εἰς Αἰγεσταν , Ὑκκαρα μεν Σικελικον πολισματιον ἑλοντες ἐκ των λαφυρων συνηγαγον ἑκατον ταλαντα :
9999972 λαβουσαν
ἐκ της πολεως , και μιαν ἡμεραν παρα του Κρεοντος λαβουσαν εἰς την της φυγης παρασκευην , εἰς μεν τα
του ὀντος ἱστασθαι οὐκ ἐᾳ τα πραγματα , οὐδε τελος λαβουσαν την φοραν του φερεσθαι στηναι τε και παυσασθαι ,
9999972 Λακεδαιμονιοις
κᾀτα κελευειν βοηθειν αὐτοις , ἠ παλιν οὐκ ἐθελων χαρισασθαι Λακεδαιμονιοις , εἰτα προσταττειν ὑμιν κινδυνευειν ὑπερ αὐτων ; εἰ
, πειστεον . Οὐ γαρ πατριον , ὠ Σωκρατες , Λακεδαιμονιοις κινειν τους νομους , οὐδε παρα τα εἰωθοτα παιδευειν
9999972 θαυμασιωτατον
: ὁ δ ' ἁπαντων ἐστι των του ἀνδρος ἐγκωμιων θαυμασιωτατον και οὐπω τετευχε λογου , τουτ ' οἰομαι δειν
ἐποτισεν αὐτον ἑως ἐπαυσατο πινων „ , προς φιλανθρωπιαν διδαγμα θαυμασιωτατον : ἐαν γαρ τις πλειονων μεν τυγχανῃ χρειος ὠν
9999972 δουλεια
δε πραγμα παμπολλην ἐχει την διαφωνιαν . ἐκει μεν γαρ δουλεια σαφης και οὐ πολυ των ἀργυρωνητων και οἰκοτριβων διαφερουσιν
ἠδη γεγηρακως , της νεοτητος πλειονα δυναμενης βιον ἀρκεσαι . δουλεια δε πασα χαλεπον μεν ἑκαστῳ , πικροτερον δε τῳ
9999972 μειζονες
της ΚΛ . και ἐπει αἱ μεν ΘΖΗ της ΘΗ μειζονες εἰσιν , αἱ δε ΓΘΚ της ΓΚ , συναμφοτεροι
δυειν ὀρθων : αἱ ἀρα ὑπο ΑΒΔ , ΑΒΗ οὐ μειζονες εἰσι τριων ὀρθων . ἡ ἀρα ὑπο ΔΒΗ οὐκ
9999972 παρελαμβανεν
την Ἑλλαδα ἐλανθανεν διαφθειρων τους συγγιγνομενους και μοχθηροτερους ἀποπεμπων ἠ παρελαμβανεν πλεον ἠ τετταρακοντα ἐτη οἰμαι γαρ αὐτον ἀποθανειν ἐγγυς
παθοιεν το παθημα το Λυδιον : ἀλλα τον μεν ἱππον παρελαμβανεν ἐξεπιτηδες ἐπ ' αὐτῳ τουτῳ παρεπομενος τις ὑπηρετης ,
9999972 προβουλευμα
προς το δημοτικον ἠρεσκετο διαλλαγαις , οὐκ εἰα γενεσθαι το προβουλευμα τοιουτοις λογοις χρωμενος . Ἐβουλομην μεν ἀν ἐγωγε και
ἐχουσι παρ ' ὑμων δωρειαν , και οὐδε μιᾳ γεγενησθαι προβουλευμα πωποτε . ἐγω δ ' οἰομαι μεν οὐχι λεγειν
9999972 κακοδαιμονες
ἁρπαζουσιν , ἐπιορκουσιν , τοκογλυφουσιν , ὀβολοστατουσιν . Ἀθλιοι και κακοδαιμονες : οὐ γαρ ἰσασιν οἱα ἐναγχος κεκυρωται παρα τοις
οἰκειοι και συγγενεις . Τελευταιον δε ἀνενεγκων ὁ Ἁβροκομης ὠ κακοδαιμονες ἐφησεν ἡμεις , τι ἀρα πεισομεθα ἐν γῃ βαρβαρῳ
9999972 εὐφροσυνας
ἐαν δε ἡ Ἀφροδιτη δια φιλικας προφασεις ἠ ἑταιρειας ἠ εὐφροσυνας ἠ γυναικας , ἐαν δε ὁ Ἑρμης δια πανουργιας
παθειν . οὐ γαρ ἐπιστανται κατεχειν κορον , οὐδε παρουσας εὐφροσυνας κοσμειν δαιτος ἐν ἡσυχιῃ . . . . .
9999972 γινομενηϲ
προϲτιθεμενον ἀπαμβλυνει ταϲ εἰϲ την ἐκκριϲιν προθυμιαϲ . ϲυχνηϲ δε γινομενηϲ τηϲ ἐξαναϲταϲεωϲ ἀγαθιον ἐγκειϲθω προϲτετυπωμενον τῃ ἑδρᾳ ἀπο θερμων
τα ὑπερ των ἰξυων τηϲ ϲυναφηϲ τουδε κατα την ὀϲφυν γινομενηϲ παλιν τα περατα των ἱμαντων τουτων ϲυζευξαντεϲ ἑτερῳ τε
9999972 τρισαριστεως
δε ἀντιληψει του πραγματος ὡμολογημενου και τελειου ὀντος και του τρισαριστεως μοιχου φανερως ἑαλωκοτος ζητειται , εἰ τον τρισαριστεα φονευειν
εἰναι ὡς εἰς βαθος ὠλισθησε κακου τῃ ἑταιριᾳ ὁ του τρισαριστεως υἱος : και το ἑκοντι εἰς τουτο γεγονοτα τον
9999972 ὀκτακοσιους
σταδιους : ἀπο δε Μαλεων τους παντας περι χιλιους και ὀκτακοσιους . κατα δε τον Σχοινουντα ὁ διολκος το στενωτατον
ἀναλαβων τους κρατιστους , πεζους μεν ὀκτακισχιλιους , ἱππεις δε ὀκτακοσιους , ζευγη δε Λιβυων πεντηκοντα , κατα σπουδην ἐπηκολουθει
9999972 λιπαραν
εὐδιαν χωρειν και αὐ παλιν ἐξ εὐδιας χειμαζειν πεφυκασιν . λιπαραν : δια την ἐλαιαν την οὐσαν ἐν αὐτῳ .
ὀμβροφοροι “ ὁμοιον τῳ αʹ : το βʹ ” ἐλθωμεν λιπαραν “ ὁμοιον τῳ βʹ : το γʹ ” χθονα
9999972 σπουδαζειν
τοις δημοκρατουμενοις πρεπειν ὡς περι το ἰσον και το δικαιον σπουδαζειν . δει τοινυν τους λιαν ἐπ ' αὐτα παρακαλουντας
τοις ὁμοιοις τουτων . ἐγω μεν οὐν οὑτως οἰμαι ἰασθαι σπουδαζειν τους ἐσχηκοτας καταρρουν ἐπι θερμῃ δυσκρασιᾳ και ἀναπτυσαντας αἱμα
9999972 χαλεπος
μητρας , μυθος ἐστι . λιμωττων μεν οὐν λεων ἐντυχειν χαλεπος ἐστι , κορεσθεις δε πραοτατος : φασι δε και
βορεης ἀνεμος μεγας οὐδ ' ἐπι γαιῃ εἰα ἱστασθαι , χαλεπος δε τις ὠρορε δαιμων : τῃ τρεισκαιδεκατῃ δ '
9999972 ἀνακαθαιρει
Αὑτη διαχεει μαλιστα τας ἐν μαστοις σκληριας : ἐπισπαται , ἀνακαθαιρει , πληροι , κολλᾳ , ἐπουλοι , ποιει προς
ἰαται πινομενον και κολλᾳ μεν μεγαλα τραυματα χλωρον ἐμπλασσομενον , ἀνακαθαιρει δε τα ῥυπαρα και εἰς οὐλην ἀγει ταυτα .
9999972 μακαριζειν
μακαριζειν τους ἀχρηματους , ἐνηλλαξε , και ἀντι του εἰπειν μακαριζειν λαμπειν εἰπεν . . ταυτα μοι διπλη μεριμν '
και ζητωμεν , εἰ οὐ δει ζωντας ἀλλα μετα τελευτην μακαριζειν : ταχα γαρ ἀν ἐξ ἐκεινης θεωρηθειη και το
9999972 νυκτερινης
τριγωνου ἠ ἑξαγωνου και ὑπαρχουσιν ἀμφω κεκακωμενοι , και μαλιστα νυκτερινης οὐσης της ἐναλλαγης , βλαβησεται αὐτος τε και ὁ
γην ἡμισφαιριῳ , πολυ κρειττον το διαθεμα , ἐπι δε νυκτερινης γενεσεως τους μεν γεννηθεντας ἀφ ' ἑαυτων ποριζοντας ποιει
9999972 παραδιδοασι
και Βοηθος και Νουμηνιος τον του Πλατωνος ἰκτινον παραλαβοντες ἰκτινον παραδιδοασι , και τον λυκον λυκον , και ὀνον τον
και πιστεις του μη παθειν εἰληφοτες αὐτον τε τον βασιλεα παραδιδοασι και το φρουριον . Οἱ δε περι τον Δουκα
9999972 νοσουσαν
πυρι ἐθαλπετο . Ἐδοξε τις ἀδελφην ἐχων πλουσιαν ἁμα και νοσουσαν προ της οἰκιας της ἀδελφης συκην πεφυκεναι και ἀπ
κατακρουσον , και οὑτω προσχωσον . ἐν δε τῳ ἀνθειν νοσουσαν θεραπευ - σεις , τρυγιαν οἰνου παλαιου καταχεων των
9999972 καθαρωτατου
τοις κακιστοις ἐξ ἀταξιας και πλεονεξιας , ἐξεληλακως ἐκ του καθαρωτατου της οὐσιας , οὐρανου . ὁ δε δευτερος κεφαλαιον
ἀρχηγετας του μικτου γενους ὑπελαβεν εἰναι , τουτονι δε του καθαρωτατου και διηθημενου , ὁπερ ὀντως ἐστι λογικον . καθαπερ
9999972 εἰρηκεν
. οὑτω δε και ὁ θεος Καισαρ ἐν τοις ὑπομνημασιν εἰρηκεν . ὁ δε Σεβαστος Καισαρ τετραχη διελων τους μεν
εἰ μη ἀρα το πνειν ἐκ της γης ἀνεμον οὑτως εἰρηκεν ὡς εἰς ἀναγωγην καιρον εἰναι . ἐστι δ '
9999972 παρακολουθουν
, ῥυθμος ἀξιωματικος , μεταβολη μεγαλοπρεπης , το πασι τουτοις παρακολουθουν πρεπον : αἰτια δε και ἐνταυθα ἡ τε των
. εἰ οὐν φαινεται τῳ λογῳ το ἰδιον του ποσου παρακολουθουν , ποσον ἀν και ὁ λογος εἰη . ἀλλα
9999972 εἰκονες
και ἐχει τεχνης εὐ προς το μεγεθος ὁρωσιν , ἐνταυθα εἰκονες Ἀδριανου δυο μεν εἰσι Θασιου λιθου , δυο δε
κατοπτροις , το δ ' ἑτερον μερος , ὡν ταυτα εἰκονες , φυτα και ζῳα : τω δε νοατω το
9999972 Σελινουντιοι
εἰς την πολιν ἐμπιπτοντων , ἐξεωσθησαν ἐκ των στενωπων οἱ Σελινουντιοι . διο και της πολεως καταλαμβανομενης παρα μεν τοις
ἀμφισβητησιμου , ποταμου την χωραν των διαφερομενων πολεων ὁριζοντος . Σελινουντιοι δε διαβαντες το ῥειθρον το μεν πρωτον της παραποταμιας
9999972 ναυμαχουντες
ἀκροπολιν ἀνηγαγον , πολλα δε και καλα και πεζῃ και ναυμαχουντες ἐστησαν τροπαια , ἐφ ' οἱς ἐτι και νυν
ναυτας ἀκοντιζοντες . τελος δε τουτῳ τῳ τροπῳ κατα κρατος ναυμαχουντες οἱ Συρακοσιοι ἐνικησαν , και οἱ Ἀθηναιοι τραπομενοι δια
9999972 ἐπεβουλευσεν
ἀσελγως εἰσπεπηδηκοσιν εἰς τους δημους ὀργιζομενη παρωξυντο , τηνικαυτα μοι ἐπεβουλευσεν . ἠν δ ' ἐκεινος μεν ὁ καιρος του
εἰπε τμητικον γεγονοτα εἰς ἀπωλειαν , παροσον δολιᾳ τεχνῃ χρησαμενος ἐπεβουλευσεν . ὁ γαρ Δαιδαλος ἐκ Κρητης εἰς Σικελιαν ἀφικομενος
9999972 ἱκετευομεν
ἡν ὑπεσχου σωαν ἡμιν ἀποδωσειν . και νυν τουθ ' ἱκετευομεν , οὐχ ἱνα της σαυτου φυσεως ἀναξιον τι φρονησῃς
, ῥεθος ἀελιωι δειξον . βαρος ἀντιπαλον δακρυοις συναμιλλαται : ἱκετευομεν ἀμφι γενειαδα και γονυ και χερα σαν προπιτνων πολιον
9999971 λειπουσης
ἡ στροφη και ἀντιστροφος κωλων θʹ . το αʹ ἰαμβελεγος λειπουσης της πρωτης συλλαβης [ ἠ του τελους μετακειμενου ἐπι
, οὑτως οὐδε εἰ ἐστιν ἀλλα τινα αἰσθητα εἰσομεθα , λειπουσης ἡμιν της κριτικης αὐτων αἰσθησεως . ὁτι δε οὐκ
9999971 Λακεδαιμονιους
ἀλληλους φονευουσιν ; Ἀργειους ὁρᾳς , ὠ Χαρων , και Λακεδαιμονιους και τον ἡμιθνητα ἐκεινον στρατηγον Ὀθρυαδαν τον ἐπιγραφοντα το
. φημι δειν ἁμα τουτους ἀξιουν καθαιρειν τας στηλας και Λακεδαιμονιους ἀγειν εἰρηνην , ἐαν δε μη ' θελωσι ποιειν
9999971 δημιουργον
ἐθελοντες . το μεν γαρ εἰναι με μη κακων λογων δημιουργον συνεκεχωρητο , θατερον δε ἐδοκιμαζετο . και ἐδοξα τοις
θεους ὠνομασεν ὁ λογος τους ἀει και ὡσαυτως νοουντας τον δημιουργον θεον και ἀει προς το ἐκεινου ἀγαθον συντεταγμενους και
9999971 ἐμπιπτουσι
ποσον αὐτους ἐμπλησει μετρον , εἰτα λογισαμενοι το ἀποχρησον σφισιν ἐμπιπτουσι και ἀναχωρουσιν ἐπι ποδα ἐμπιπλαμενοι , το ῥευμα του
τοις ἑλιγμοις των ῥαβδων . ἐνιοτε δε και κατα βαθους ἐμπιπτουσι ποταμοις ῥεουσιν ὑπο την γην , ὡν της βιας
9999971 ἀποπροθεν
νουσοισι τυπῃσι τε μουνον ὀλεθρος ἀντιαει , και δη τις ἀποπροθεν ἀμμε χαλεπτει , ὡς ὁγε , χαλκειος περ ἐων
δε σφεων εἰσιν ἑλισσομενων ἐνιαυτοι , μακρα δε σηματα κειται ἀποπροθεν εἰς ἑν ἰοντων , οὐδ ' ἐτι θαρσαλεος κεινων

Back