ἐτι ἐκπαιδευεται και αὐξεται τα δεινα . . . οἱ θινες δε και οἱ σωροι των νεκρων καιπερ φωνην μη
ἀκται μεν γαρ εἰσιν οἱ πετρωδεις τοποι της θαλασσης , θινες δε οἱ ἀμμωδεις . ἀκοντιον δορατος διαφερει . ἀκοντιον
9999973 διπλασιονες
. και ἐπει αἱ ΞΛ , ΛΝ ἰσαι εἰσιν , διπλασιονες ἀρα εἰσι της ΛΝ , ὡστε ἡ ΞΝ της
ἐκ τριων μακρων , μολοττος . Τετρασυλλαβοι δε οἱ τουτων διπλασιονες ιϚʹ , ὡν τετραχρονος εἱς , ἐκ τεσσαρων βραχειων
9999970 ἀμεινονες
διοριζεται λεγων ὁτι Ἐν πολεμῳ , ἀγορῃ δε τ ' ἀμεινονες εἰσι και ἀλλοι . ἐχων οὐν ἐνεχυρον ὁ Ὀδυσσευς
' ἐπισταμενος σαφα εἰπειν : ἡμεις τοι πατερων μεγ ' ἀμεινονες εὐχομεθ ' εἰναι : ἡμεις και Θηβης ἑδος εἱλομεν
9999968 διειλοντο
πλημυριδος , ἐπικλυσθεισα ἡ Κυρβη ἐρημος ἐγενετο , αὐτοι δε διειλοντο την χωραν , και ἑκαστος ἑαυτου πολιν ὁμωνυμον ἐκτισε
δεινοτατοι ὀντες των βαρβαρων ; ἐξ ὁλοσφυρου γαρ ἰσον μερισμον διειλοντο , και πρωτοι χαρακτηρα ἐβαλον , † εἰς τον
9999968 ἐφεστιοι
Λημνου τ ' ἐξελαθεντες ὑπ ' ἀνδρασι Τυρσηνοισιν Σπαρτην εἰσαφικανον ἐφεστιοι : ἐκ δε λιποντας Σπαρτην Αὐτεσιωνος ἐυς παις ἠγαγε
ἀδαημονες οὐδε μοθοιο , ξεινοι δ ' εὐχομεθ ' εἰναι ἐφεστιοι , ὡς γαρ ἀμεινον . Ὡς φατο : του
9999967 τεσσαρεσκαιδεκατον
, ἐμετος χολωδων ἠ φλεγματωδων . τουτων προφαινομενων περι το τεσσαρεσκαιδεκατον ἐτος , δει τον ἰατρον τεκμαιρεσθαι ὡς ἐπειγει ἡ
παιδι Κλεοδαμου νικησαντι την οϚʹ Ὀλυμπιαδα . . . Το τεσσαρεσκαιδεκατον εἰδος μονοστροφικον ἐστιν ἐκ ιηʹ κωλων και ιζʹ .
9999967 ἐναργεστερα
ἐπιστημην προσειπε , τα δε μαθηματα οὐτε δοξαν δια το ἐναργεστερα εἰναι των αἰσθητων , οὐτε ἐπιστημην δια το ἀμυδροτερα
λαβειν τους εἰσιοντας προς τους θεους , νομισαντες μαλλον ἐκεινα ἐναργεστερα εἰναι της θεας του θεου , ᾡ ἑορταζειν προσηκει
9999967 ἀληθες
εἰ τινες ὑμας των λεγοντων λανθανουσι : το δ ' ἀληθες οὐ βουλεσθε , οἰμαι , προς ὑμας αὐτους λεγειν
ἐλθοντος παιδιου , ταχυ ἐλθοντι παιδιῳ . εἰ δε τουτο ἀληθες , ἐδει το ἀρθρον , εἰπερ ἐπιρρηματικως παρεκειτο ,
9999967 εὐδαιμονως
ἠν δε εἰ συμβαλλονται τι τοις εὐδαιμονως ζησασι και τελευτησασιν εὐδαιμονως αἱ των ἐκγονων τυχαι προς το διαμενειν την εὐδαιμονιαν
προτιμωντες ἐν ἐλευθερᾳ τῃ πατριδι , εἰ και τα ἀλλα εὐδαιμονως δουλευειν παρειη . ἐπετραφη δε νεοτης και ἀλλαχου της
9999967 τετρακισχιλιων
τους ὁρους τους της Καρμανιας και της Περσιδος πλειοσι των τετρακισχιλιων και τετρακοσιων : σχεδον δη τι προς την δια
μετα ταυτα γενομενους εὐδαιμονας , ἐκδεκατευσαι τας οὐσιας οὐσας ταλαντων τετρακισχιλιων . Λευκολλος γαρ ὁ των καθ ' αὑτον Ῥωμαιων
9999966 ἐναυμαχησαν
. και τελος ἐκπλευσαντες εἰς Ὠρωπον ἀπαρασκευοι προς τους Πελοποννησιους ἐναυμαχησαν : κακως δε και την μαχην ἐνστησαμενοι και τον
και τριακοντα ἐπι τας των Ἀθηναιων δυο και τριακοντα ἀναγαγομενων ἐναυμαχησαν : και καρτερας γενομενης ναυμαχιας οὐκ ἐλασσον ἐχοντες ἐν
9999966 ἐλαττονες
πηχων ἑκκαιδεκα , καταργυρος ὠν ὁλος , οἱ δε τρεις ἐλαττονες ὀντες διαλιθοι κατα μεσον ὑπηρχον . Μετα τουτους ἐφεροντο
τῃ κατεψυγμενῃ ζωνῃ . Ἀναπαλιν δε τοις προς μεσημβριαν οἰκουσιν ἐλαττονες ἀει μαλλον και ἐλαττονες αἱ ἡμεραι γινονται . Παρ
9999966 τεσσαρακοστης
περιξ ἁπαντα , και δια τουτο πολλακις και μεχρι της τεσσαρακοστης ἡμερας ἐκτεινονται : και γαρ και μετα το παυσασθαι
εὐωνοτερους εἰναι , και το ψηφισμα ἀκυρον γεγονε . της τεσσαρακοστης : Οὑτος ἐγραψε τεσσαρακοστην εἰσενεγκειν ἀπο της οὐσιας εἰς
9999966 ἀποτυγχανει
τινων μεν τυγχανει του ὀντος , ἐπι δε των πολλων ἀποτυγχανει . Οὐ μην οἱ γε θεοπεμπτοι καλουμενοι ὀνειροι τουτον
παντα τελειοι , ἡ δε διψυχια μη καταπιστευουσα ἑαυτῃ παντων ἀποτυγχανει των ἐργων αὐτης ὡν πρασσει . βλεπεις οὐν ,
9999966 δριμυτητος
Τἀναντια δ ' αὐ ὡδε ὁσα και εἰς ξηροτητα μετα δριμυτητος ὁ χολωδης αἱματικου πεπλεονεκτηκε χυμου και ταις μεν πεψεσι
ὠ Παφλαγων ] προς τον Κλεωνα . Γ ἐσκοροδισας ] δριμυτητος ἐνεπλησας . τον δακτυλιον ] την σφραγιδα , της
9999966 χειρονες
πανυ με θραττει , πως ὡς κρειττονες παρακαλουμενοι ἐπιταττονται ὡς χειρονες : ἐγω δε σοι ἐρω την ὁλην περι των
ἐργων οὐ γνωμῃ διαφεροντες ἀλληλων οἱ μεν βελτιονες οἱ δε χειρονες εἰσιν , ἀλλα σαφως ἐπιμελειᾳ . ἁ γαρ και
9999965 κρατουσης
τυχῃ αὐτην εἰναι θερμοτεραν , ψυχρον ὑδωρ προς λογον της κρατουσης δυσκρασιας ἐπιβαλειν τῃ κεφαλῃ συμμετρως . ἀλλα τουτο γε
. δοξης μεν οὐν ἐπι το ἀριστον λογῳ ἀγουσης και κρατουσης τῳ κρατει σωφροσυνη ὀνομα : ἐπιθυμιας δε ἀλογως ἑλκουσης
9999965 Πυθαγορικους
: εἰ αὐταρκειαν ἀσπαζῃ , φιλοσοφε , τι οὐ τους Πυθαγορικους ἐκεινους ζηλοις , περι ὡν φησιν Ἀντιφανης μεν ἐν
το δεχομενον αὐτην οὐκετι προσδιοριζουσιν , ὡσπερ ἐνδεχομενον κατα τους Πυθαγορικους μυθους , οἱς ἐκεινος μεν ἐχρητο πολιτικως , οὑτοι
9999965 πεπονες
, κιναρα , και μαλλον ὁταν σκληροτερα γενηται , σικυοι πεπονες , μηλοπεπονες δ ' ἡττον . κολοκυνθη τουτων μεν
χυμον ψυχροι και ὑγροι ἱκανως τυγχανοντες και δυσπεπτοι . οἱ πεπονες δε ὡς πεπανσιν λαβοντες πολλῳ γ ' ἀμεινους :
9999965 τετραπλασιοι
, παντως οἱ διαγωνιοι ἐσονται τετραπλασιοι , εἰ δε ἐκεινοι τετραπλασιοι , εὐθυς οὑτοι πενταπλασιοι , και τουτο μεχρις ἀει
οἱ ἐπι πλατος εἰεν τριπλασιοι , παντως οἱ διαγωνιοι ἐσονται τετραπλασιοι , εἰ δε ἐκεινοι τετραπλασιοι , εὐθυς οὑτοι πενταπλασιοι
9999965 γλυκυτητος
εἰ και βραχυ , ἀλλ ' οὐν ἐχειν τι και γλυκυτητος , δηλον γε μην , ὁπερ ἐφην , ὁτι
δυο , μεστη χυλου , δριμεια μετα ποσης στυψεως και γλυκυτητος , ὑπερυθρος : ὁμοιως δε και ὁ χυλος ἐρυθρος
9999965 Περσιδος
Μηδιαν στρατηγου συναγαγοντος ἐπ ' αὐτον ἐκ τε Μηδιας και Περσιδος και των συνεγγυς τοπων στρατιωτας πεζους μεν πλειους των
οὐκ ἐτι της αὐτης βασιλειας , ἀλλ ' ἠδη της Περσιδος , ἡν ἀφ ' ὑψους παραπλεοντι ὡς σταδιους δισχιλιους
9999965 παραφροσυνη
νοσειν με κατα σε κριτην , ἐαν νοσημα ἐστι και παραφροσυνη και μανια το μισειν τους ἐμους ἐχθρους . .
, ἐμετος , και λειποψυχιη γινεται . Ἐπι αἱματος ῥυσει παραφροσυνη ἠ σπασμος , κακον . Ἐπι εἰλεῳ ἐμετος ,
9999965 ἡγησαντο
πρωτον ἐξετυφλωσαν , εἰτα ἀπεκτειναν . οἱ δε Ἀθηναιοι μεγαλην ἡγησαντο συμφοραν το γενομενον παθος , ἐδοξε δε αὐτοις περιελεσθαι
εἰσῃει αὐτους ὁπως ἀν και ἐχοντες τι οἰκαδε ἀφικωνται . ἡγησαντο οὐν , εἰ ἑνα ἑλοιντο ἀρχοντα , μαλλον ἀν
9999965 παρεκελευσατο
ἐπειθε , τοις Ἑλλησι ἐφρασε κρυφα τα πραττομενα , και παρεκελευσατο φυλαττεσθαι . Οἱ δε , θυσιαν τινα παρασκευασαμενοι και
χωριων και ἐδει κατα ταχος βοηθειν , ἐξορμων ὁ Ἱππαρινος παρεκελευσατο τῳ παιδι , εἰτις ἐντος της αὐλης βιαζοιτο ,
9999965 παρελαμβανετο
. Ἐπι πασι δε τοις κατειλεγμενοις ὁ τουτων συνδετικος συνδεσμος παρελαμβανετο , οὐδεν δυναμενος ἰδιᾳ παραστησαι χωρις της των λεξεων
' ἀν τουτο πιθανον , εἰ παντοτε ἀντι του και παρελαμβανετο ὁ κατα . και φαινεται ὁτι , δι '
9999965 φιλανθρωποι
των αὑτοις οἰκειων ὁσηνπερ των ἀλλοτριων ποιεισθαι , ἱνα μη φιλανθρωποι μονον , ἀλλα και νουν ἐχοντες φαινησθε . Ἰσως
προς αὐτους ὁτι εἰσιν Ἑλληνες τινες ἀνθρωποι οὑτως ἡμεροι και φιλανθρωποι τους τροπους ὡστε πολλ ' ὑφ ' ὑμων ἠδικημενοι
9999965 ἐδυνηθησαν
ἐμον θειον οὑτοι ἀπεκτειναν και μισθον ἐλαβον , οἱ οὐκ ἐδυνηθησαν ἐμης νοσου λογον εἰπειν , οὐδε ἐξ ἐπομβριας πως
: ἠτοι ἀριθμῳ , ἠ ἀντι του πολλακις . ὁσοι ἐδυνηθησαν ἐν γῃ και ἐν Ἁιδῃ . . . .
9999965 Σικελιωτων
τῃ ναυμαχιᾳ των μεν Καρχηδονιων οὐκ ὀλιγοι , των δε Σικελιωτων ναυς μεν πλειω των ἑκατον , ἀνδρες δ '
ἐν τοιαυταις ἀναγκαις τοτε στασιωτικων καιρων κατειλημμενοι ξυνεστρατευον , και Σικελιωτων Ναξιοι και Καταναιοι , βαρβαρων δε Ἐγεσταιοι τε ,
9999965 Πυθαγορικος
μη μοι βαιων : κακος ἰχθυς . ΒΟΥΓΛΩΣΣΟΣ . ὁ Πυθαγορικος δε δι ' ἐγκρατειαν Ἀρχεστρατος φησιν : εἰτα λαβειν
νυκτι μιῃ . Γεγονασι δε Λυκωνες και ἀλλοι : πρωτος Πυθαγορικος , δευτερος αὐτος οὑτος , τριτος ἐπων ποιητης ,
9999965 παραδειγμα
τῳ χρωμενῳ μοχθηροις ὀργανοις και ὑποκειμενοις . Το του στρατοπεδου παραδειγμα ὡς ἐν ταξει ὀργανου παρελαβεν , τα δε σκυτη
εἰναι ἰδεᾳ ἐν τῳ παραδειγμα εἰναι τι , το δε παραδειγμα προς τι : τινος γαρ το παραδειγμα . ἐτι
9999965 παιδικα
μεν αἱρει τους ὀρνιθοθηρας ᾑρημενη . περιαγουσι γουν αὐτην ὡς παιδικα ἠ και νη Δια περιαπτα ἐπι των ὠμων .
. ἀλλῳ τοξον ἐν ἡδονῃ , τῳ δε ἱππος τα παιδικα , ἐμοι δε βιβλια και λογοι . ἀλλ '
9999964 ἀγαθοποιοι
κακοποιοι σκοπει ποτε ἀλλαξουσι τους τοπους και ἀντ ' αὐτων ἀγαθοποιοι εἰσελευσονται , και τοτε την ἐπανοδον ὑπονοητεον ἠ ὁτε
ἐαν οὐν κακοποιος τυχῃ , ἐτι χειρον . οἱ δε ἀγαθοποιοι ἀφαιρουντες τα αὐτα ἀπεργαζονται , ἐπι τουτοις δε και
9999964 τετραμμενη
ἐννοιαι τραχεως ἐκει και μεθωδευθησαν . Λεξις δε τραχεια ἡ τετραμμενη και [ ἡ ] ἀφ ' ἑαυτης σκληρα ,
φεροι , ἡ δε δια των ὀρεων και προς ἀρκτον τετραμμενη ὁτι εἰς Καρδουχους ἀγοι . τουτους δε ἐφασαν οἰκειν
9999964 μακαρεσσιν
προχεοντο , χερσι δε και μυθοισιν ἐδεικανοωντο ἑκαστον , εὐχομεναι μακαρεσσιν ἀπημονα νοστον ὀπασσαι . ὡς δε και Ὑψιπυλη ἠρησατο
: βιοτοιο μεν ὁς κ ' ἐπιδευης / στρωφαται , μακαρεσσιν ἐπι ψογον αἰνον ἰαπτει / ἀχνυμενος , σφετερην δ
9999964 ἐγχειρισαι
Πτολεμαιος , ὁ της Αἰγυπτου σατραπης , ἐπειθε πολλοις χρημασιν ἐγχειρισαι οἱ την Συριαν , προβολην τε οὐσαν Αἰγυπτου και
Ἐραον , Δαναην , Εὐρυμαχον . Φασι δε Πυρρῳ μεν ἐγχειρισαι την βασιλειαν τον πατερα , Μολοσσῳ δε την ἐκ
9999964 Ἑλληνιδας
οὐδε δογματος ἀνθρωπινου προεστασιν ὡσπερ ἐνιοι . Κατοικουντες δε πολεις Ἑλληνιδας τε και βαρβαρους ὡς ἑκαστος ἐκληρωθη , και τοις
: κυριως το πολιτιδας γυναικας ἐταξεν , οἱονει : τας Ἑλληνιδας γυναικας ἀπαρνησαμενοι συμβιουν βαρ - βαροις ἠλθομεν ; και
9999964 δακρυοις
τε φερεσβιος ἠδ ' Ἀιδωνευς Νηστις θ ' , ἡ δακρυοις τεγγει κρουνωμα βροτειον . Ζηνα μεν εἰπε τον αἰθερα
τον ὑπνωι παρειμενον ἐασετ ' ἐκλαθεσθαι κακων ; κατα σε δακρυοις στενω , πρεσβυ , και τεκεα και το καλλινικον
9999964 ἀσθενεστερα
ἰσχυροτερα ταχεως ἐργαζεται το ἑαυτης ἐργον , ἡ δ ' ἀσθενεστερα βραδυτερον , οὐδε λογου δει . δια ταυτα μεν
: διαμενον γαρ και τουτο φαινεται και ἑτερα πολλῳ τουτων ἀσθενεστερα . Ταυτα μεν οὐν οὐ λυει την ἀποριαν ἀλλ
9999964 ὠδινες
της ὀγδοαδος , ὁτι ἀτελεσιουργητοι αἱ κατα τον ὀγδοον μηνα ὠδινες , ἠλιτομηνοι πως δια τουτο λεγομεναι . ὁτι του
και αἰδοιον πυριῃν , και ἐνιζεσθαι δε , ὁταν αἱ ὠδινες σφοδρα ὀχλεωσι μαλιστα , και μηδεν ἐν νοῳ ἑτερον
9999964 ἐστεφανωσαν
τῃ δε οἱ φιλοι Πλαταιεις και το λοιπον σωμα παντες ἐστεφανωσαν ὡσπερ τροπαιον . συ δε , ὠ τεκνον ,
δημον , σωθεντες ὑπο του δημου , οἱον Εὐβοεις ἐλευθερωθεντες ἐστεφανωσαν τον δημον , παλιν Κονων ἀπο της ναυμαχιας της
9999964 Ὑπερειδης
. κακοδαιμων , κακουργος , κακολογος κακηγορος , κακοπραγμων ὡς Ὑπερειδης , κακοβιος , κακοβουλος , κακονους ὡς Ἀντιφων ,
ταις πλαστιγξιν , ἀντιθειναι τα ἱσταμενα . και σηκωματα ὡς Ὑπερειδης , και βαρυσταθμα ὡς Ἀριστοφανης . και ἀνασηκωθηναι δε
9999964 Πυθαγορειος
, : ποσωι δε βελτιων Κελσου . . . ὁ Πυθαγορειος Νουμηνιος , ὁστις ἐν τωι πρωτωι Περι τἀγαθου λεγων
ἀν ἐφερε τῃ μεθοδῳ : ἐπει δε Πρωρος μεν ὁ Πυθαγορειος πολλα και σεμνα και θεοπρεπη περι ἑπταδος εἰπων οὐδεμιᾳ
9999964 ἰδιωτικων
δε περι δημοσιων , ὁ δε περι δημοσιων ἁμα και ἰδιωτικων : περι ἰδιωτικων μεν οἱον ἱππον τις τον ἐποχον
, μεστας οἰκητορων , και πολιτειας ἐγχειριζεσθαι μελλων και πραγματων ἰδιωτικων τε και δημοσιων και ἱερων ἐπιμελειαν , ἡν οὐκ
9999964 Αἰγινητου
δε του Γελωνος το ἁρμα ἀνακειται Φιλων , τεχνη του Αἰγινητου Γλαυκιου . τουτῳ τῳ Φιλωνι Σιμωνιδης ὁ Λεωπρεπους ἐλεγειον
ἀνδριας του Θεαγενους ἐστιν ἐν τῃ Ἀλτει , τεχνη του Αἰγινητου Γλαυκιου . πλησιον δε ἁρμα τε ἐστι χαλκουν και
9999964 ὑπολαμβανετε
οὑτως σεμνα και καλα και προσηκοντα τοις ὑμετεροις ἠθεσιν ὑμεις ὑπολαμβανετε εἰναι , ὡστε και των προγονων τους ταυτα πραξαντας
ὁταν μεν μη φῃ την βουλην αἰτειν , ταυθ ' ὑπολαμβανετε : ὁτι δ ' οὐδε τον δημον ἐᾳ διδοναι
9999964 ἀπολοιτο
ἀντι ἀγαθων και ὁπως αὐτος μεν ἐκκοπειη τους ὀφθαλμους και ἀπολοιτο , συνεκτριβειη δε τουτῳ και ὁ πορφυρογεννητος , οὐκ
τουτεστιν ὁ μη κεκορεσμενος : και νυ κεν ἐνθ ' ἀπολοιτο Ἀρης ἀτος πολεμοιο . ἐστι δε τοιουτον περι του
9999964 ἀνθρωποειδες
οὑ δηλον , ὁτι τον δυσελπιν οὐκ ἀνθρωπον ἀλλ ' ἀνθρωποειδες ἡγειται θηριον το οἰκειοτατον ἀνθρωπινης ψυχης , ἐλπιδα ,
] ντ ' απερ τεθριππον ? [ . . . ἀνθρωποειδες θηριον ὑδατι συζων δαυλος δ ' ὑπηνη και γενειαδος
9999964 Σαλαμινιος
κοινωνουσι : των γαρ Αἰαντων ὁ μεν ἐστι Τελαμωνος υἱος Σαλαμινιος , ὁς ἐμονομαχησεν Ἑκτορι , ὁ δε ἑτερος Ὀιλεως
ἠ ὁτι ἐν Ἀργει ἐναυπηγηθη , ὡς φησιν Ἡγησανδρος ὁ Σαλαμινιος . πεταυρον δε καλειται ἡ πλατεια σανις . αὑτη
9999964 ὀγδοος
. ἑπτα μεν ἠσαν συγγενεις μου ἐπισκοποι , ἐγω δε ὀγδοος : και παντοτε την ἡμεραν ἠγαγον οἱ συγγενεις μου
ἑκκαιδεκατος ὠν ἐκ Δαρειου του Ὑστασπου , Περσων βασιλεως , ὀγδοος δ ' ἀπο Μιθριδατου , του Μακεδονων ἀποσταντος τε
9999964 χαλεπων
εὐνομιαι ἀγαθα , ἁπερ ἐπικουρηματα τηι ζωηι και παραψυχη των χαλεπων ἐξ αὐτης γιγνεται : τα δ ' ἐκ της
των ἀλλων ζωων . Ἀνηρ γαρ καμνων νουσηματι μητε των χαλεπων τε και ἀφορων , μητ ' αὐ των πανταπασιν
9999964 Μουσης
. Ἀλλ ' εἰτε νεα των μετρων ἡ θεωρια εἰτε Μουσης εὑρημα παλαιας ἑκατερον ἑξει καλως . ἀρχαια μεν γαρ
ἀνευθε χορδης . Ἀγε , ζωγραφων ἀριστε , λυρικης ἀκουε Μουσης * * * * * * * * *
9999963 ἐπικρατειᾳ
' ὁλα τα ὀντα τῃ της αἰτιας δυναμει και τῃ ἐπικρατειᾳ εὐλογως ἀν ἀποδοιη τις , ἡ δ ' ἐχει
ὀξει ἐν Σικανοις της Σικελιας : ἐν τῃ Καρχηδονιων δε ἐπικρατειᾳ κρηνη ἐστιν ᾑ το ἐφισταμενον ἐλαιῳ ἐστιν ὁμοιον ,
9999963 ἐμνησθημεν
τα παρ ' ἀμφοτερων . 〚 ἐπει δε της νομοθεσιας ἐμνησθημεν , οὐκ ἀνοικειον εἰναι της ὑποκειμενης ἱστοριας 〛 νομιζομεν
σκοπου ὁρατιζομεν . ἐλαιου τοιγαρουν ἐπιζητουντες οὐσιαν , δεοντως τουτων ἐμνησθημεν , ἱνα μη μονον ἐν τῳ παρ ' ἡμων
9999963 συνειχετο
τοις ἀδικοις ἐναντιουται . ὁδοιπορος πολλην ὁδον διανυσας ἐπειδη κοπῳ συνειχετο , πεσων παρα τι φρεαρ ἐκοιματο . μελλοντος δε
. οὑτος ὡδε ἐκ Κροτωνος ἀπιγμενος Πολυκρατει ὡμιλησε . πατρι συνειχετο ἐν τηι Κροτωνι ὀργην χαλεπωι . τουτον ἐπειτε οὐκ
9999963 δριμειαι
. αἱ δε ῥιζαι των λαχανωδων φυτων κακοχυμοι μεν ὁσαι δριμειαι , καθαπερ ἡ των κρομμυων και πρασων και σκοροδων
και προς τας ἐκκρισεις εὐ ἐχουσιν . σαλπαι αἱ πελαγιαι δριμειαι , εὐστομοι , δυσφθαρτοι , δυσδιαχωρητοι , τροφωδεις ,
9999963 τετρακισχιλιους
των Νομαδων των καλουμενων Ἀρεακιδων ἐς φιλιαν ὑπηγετο . και τετρακισχιλιους ἱππεας αὐτομολους αὐτῳ προσφυγοντας , οἱ Συφακος ὀντες τοτε
φιλων Ἀθηναιον , δους δ ' αὐτῳ πεζους μεν εὐζωνους τετρακισχιλιους , ἱππεις δε τους ἐπιτηδειους εἰς δρομον ἑξακοσιους συνεταξεν
9999963 ἐνεπλησαν
ἐπι τους ἡγεμονας ὁρμησαντες και τινας ἀνελοντες ταραχης και στασεως ἐνεπλησαν το στρατοπεδον . μογις δ ' οἱ στρατηγοι των
, ὁ τε Δαφνις ἐβαδιζεν ἐγγυς της Χλοης , ὡστε ἐνεπλησαν ἑως νυκτος ἀλληλους και συνεθεντο θαττον τας ἀγελας της
9999963 Αἰγυπτιου
δε μεθ ' ὑδρομελιτος εἰς νυκτα , κυαμου το μεγεθος Αἰγυπτιου . ὁμοιως και προς τους ἐμπνευματουμενους στομαχους ἠ στροφουμενους
οἰνῳ γλυκει , ἠ κλυζειν αὐτον ἐν τουτοισι : νιτρου Αἰγυπτιου ὁκοσον ἀστραγαλον ὀϊος , τουτο τριψαι λειον , και
9999963 συνεκειτο
δε των ἑπτα ὁ Δαρειος , του ἱππου , καθα συνεκειτο ἀλληλοις , πρωτου μηχανηι τινι και τεχνηι , ἐπειδαν
οἱ ποδες ἠσαν , δι ' ὡν ὁ πας λογος συνεκειτο . Των ποιουσων μεγεθος λογου και ὀγκον ἐφην μετα
9999962 Ἀριστοτελες
ὁρων φανερον . νυν μονον ἐχεις ὁρους , φασιν , Ἀριστοτελες : δια τι γαρ μη και προτερον , ὁτε
, αἱ αὐται εἰσιν . ὁταν οὐν λεγῃς , ὠ Ἀριστοτελες , των δε γε ὑπ ' ἀλληλα τεταγμενων οὐδεν
9999962 ἐτελευτησαν
των ἰδιων , ὁσα ἑκαστῳ ἐγενετο ἐπειδη ἐκεινοι οἱ ἀνδρες ἐτελευτησαν , τιμωρησατε τον αἰτιον τουτων . ἀποδεδεικται δ '
κοιμηθεντες ἐν τῳ συνελκειν ἐν ταις ἀναπνοαις αὐτης την ἐνεργειαν ἐτελευτησαν . Ἀνομοιος δε ἡ Κρητη την ἀκτινοβολιαν : την
9999962 ἐντιμως
παρθενους λυτρωσαμενος ὁ Βιας παρα λῃστων ἠγεν ὡς ἰδιας θυγατερας ἐντιμως . μετα δε τινας χρονους παραγενομενων των συγγενων κατα
κακοποιου κατα τον καιρον της ἐναλλαγης , οὐ σωθησεται πλην ἐντιμως ἀποθανειται . Ἑκτον εἰπομεν εἰδος το εἰναι τον ἐπιμερισμον
9999962 ἀταραξιαν
γνωσεως εἰτε κατα συναφην λεγομενων εἰτε αὐτοτελως νομιζειν εἰναι ἠπερ ἀταραξιαν και πιστιν βεβαιον , καθαπερ και ἐπι των λοιπων
οἰδεν ἐπι την του σωματος ὑγιειαν και την της ψυχης ἀταραξιαν , ἐπει τουτο του μακαριως ζην ἐστι τελος .
9999962 Αἰγυπτιοις
Ζευς παντος του αἰσθητου κοσμου δημιουργος , οὑτος παρ ' Αἰγυπτιοις Ἀμμων καλειται ἀπο του ἀφανους εἰς το ἐμφανες παντα
Ὠριωνος ἐπιτελλει . Ἱππαρχῳ ἐτησιαι ἀρχονται πνειν . κεʹ . Αἰγυπτιοις ζεφυρος ἠ ἀργεστης και καυμα . κϚʹ . ὡρων
9999962 Ἀρσινοης
βασιλειοι ταφοι των καλουμενων Εὐρυπωντιδων : παρα δε το Ἑλληνιον Ἀρσινοης ἱερον , Λευκιππου τε θυγατρος και γυναικων των Πολυδευκους
ἀδελφην Ἀρσινοην ἐγημε και εἰσεποιησατο αὐτῃ τους ἐκ της προτερας Ἀρσινοης γενηθεντας αὐτῳ παιδας : αὐτη γαρ ἡ Φιλαδελφος ἀτεκνος
9999962 φλεγματωδεις
και τους ἀλλους ἁπαντας , ὁσοι τε μελαγχολικοι και ὁσοι φλεγματωδεις εἰσι και σπλαγχνων φλεγμονης ἐκγονοι : και γαρ οὐν
οὐδ ' ἐκφυσαν ἠ πινειν ψυχρον . γινονται δε και φλεγματωδεις ἐμετοι . και ὁσα δια γαστρος ἐκκενουται , ψυχροτερα
9999962 ἐκρατουν
ὁμως δε ὡς οἱ μεν περι τον Κλεομβροτον το πρωτον ἐκρατουν τῃ μαχῃ σαφει τουτῳ τεκμηριῳ γνοιη τις ἀν :
πολεμου . ᾐσαν ἐς χειρας : συνεπλακησαν . ἐπειχον : ἐκρατουν . οὑτοι δε ἐν τῳ εὐωνυμῳ μαλλον : οἱ
9999962 ὀκτακισχιλιους
την Ἀμιλκα δυναμιν ὑπερβηναι . και ἐστρατευσεν ἑξακισμυριους , ἱππεις ὀκτακισχιλιους , ἐλεφαντας διακοσιους . ὑπο δε οἰκετου ἐπιβουλευθεις ἐσφαγη
πεζους μεν πλειους των δισμυριων ὀκτακισχιλιων , ἱππεις δ ' ὀκτακισχιλιους πεντακοσιους , ἐλεφαντας δε ἑξηκοντα πεντε . Διηλλαγμεναις δ
9999962 ἐστεφανουντο
ἑταιρε , ἐξηγουμενος το χωριον ἐφη , ὁτι και λυγοις ἐστεφανουντο οἱ ἀρχαιοι . Τεναρος δε ἀγροικων εἰναι λεγει στεφανωμα
το ἀπεριττον και ἀπεριεργον : διο και οἱ Διοσκουροι καλαμῳ ἐστεφανουντο . λευκῳ ] περικαλλει και ὡραιῳ . σωφρονος ]
9999962 παιδες
ἠ Ἀρτεμιδες . Και παλιν τῳ αὐτῳ γινονται ἀπο Ῥεας παιδες ἑπτα , ὡν ὁ νεωτατος ἁμα τῃ γενεσει ἀφιερωθη
μηδε γηρασας ματαιοτερας τας φρενας ἐκτησαμην , Ἐρωτι , ὠ παιδες κατεσπεισθε και Ἐρωτι ὑμων μελει . Πανυ ἐτερφθησαν ὡσπερ
9999962 ἐσπουδακοτας
συνεπεσεν ἐρις , ὁς ἀναβησεται πρωτος . ἐδοξεν ἀν τις ἐσπουδακοτας ἰδων οὐ προς ἀγωνα και κινδυνον αὐτους ἀναβαινειν ,
Ἀδαμ „ , τους γηϊνους ἁπαντας τροπους οὐρανιον οὐδεν ἀγαθον ἐσπουδακοτας ἰδειν ἠλασεν , ἀοικους και ἀπολιδας και σποραδας ὀντως
9999962 ἐπανηγαγεν
δ ' οὐχ αὑτον τε και σε παλαι προς ταυτην ἐπανηγαγεν ἀπο τοσαυτης γλωττης , κατηγορησομεν , το τιμημα δε
. Δειξασα δε μοι τα τοσαυτα κἀμε τοις ἐπαινουσιν ἐκεινοις ἐπανηγαγεν αὐθις , οὐκετι την αὐτην ἐσθητα ἐκεινην ἐνδεδυκοτα ἡν
9999962 κατεταξεν
ξανθην χολην ἐν τοις σιμοις του ἡπατος ἐν ἀγγειῳ τινι κατεταξεν , ὁ κεκληται χοληδοχος κυστις . και τα μεν
των συζυγιων , ἁς ὁ τεχνικος ἐν τῃ αὐτου βιβλῳ κατεταξεν , κατα μερος ἐπισκοπησωμεν ἀπο του τυπτω και λειβω
9999962 ἡγεμονικου
τα ἀρσενικα τῳ κυριῳ „ . εἰπων περι των του ἡγεμονικου γεννηματων ἀρχεται διδασκειν και περι των του ἀλογου ,
ἡγεμονικου μεχρι ὀφθαλμων , ἀκοην δε πνευμα διατεινον ἀπο του ἡγεμονικου μεχρι των ὠτων : των δε λοιπων το μεν
9999962 ὑπερβαλλουσῃ
ὡστε παν εἰδεναι το στρατοπεδον . τουτου και οἱ ἑταιροι ὑπερβαλλουσῃ τροφῃ ἐχρησαντο . ὡν εἱς ὠν ὁ Ἁγνων χρυσους
κατηγορειτο πορνοβοσκος ὠν ἑταιρας : ἀλλοι δε , ἐπι των ὑπερβαλλουσῃ πονηριᾳ χρωμενων . Ζευς κατειδε χρονιος εἰς τας διφθερας
9999962 παρειλετο
ναυσιν ἀργυριου ταλαντα ἑξακοσια ἀπεσταλμενα εἰς Μακεδονιαν προς τους βασιλεις παρειλετο , φασκων ἑαυτῳ χρειαν ἐχειν προς τας των ξενων
τα ῥηματα κατηγορουντα του ἐπιθετικου εὐλογως την του ἀρθρου συνταξιν παρειλετο . Ἡ αὐτη συνταξις και ἐν προσηγορικοις και [
9999961 γνησιοι
μεν ἀδελφοι ὠσιν ὁμοπατορες : και ἐαν παιδες ἐξ ἀδελφων γνησιοι , την του πατρος μοιραν λαγχανειν : ἐαν δε
ἐπιλεκτους σχολας συγγραψας : και Ὠριων και ἀλλοι οὑς οἱ γνησιοι Ἐπικουρειοι σοφιστας ἀποκαλουσιν . Ἠσαν δε και ἀλλοι Ἐπικουροι
9999961 πεντακοσια
ἑξηκοντα ναυς ἐπληρωσε , τα δε φορτηγα πλοια περι χιλια πεντακοσια παρεσκευασατο . ἐν τουτοις την τε δυναμιν διεκομιζε και
δ ' ἐναγχος οὐχ ἁπαντες ἡμεις ὠμνυμεν ταλαντ ' ἐσεσθαι πεντακοσια τῃ πολει της τετταρακοστης , ἡν ἐπορις ' Εὐριπιδης
9999961 Πυθαγορειους
μεγεθη τε και αἰσθητα ποιουντας , ἀπορει προς μεν τους Πυθαγορειους , πως ἐξ ἀβαρων και ἀμεγεθων των ἀριθμων τα
αὐλου ῥυθμον κατα πολεμιων χωρουντας . φασι δε και τους Πυθαγορειους , εἰ ποτε κινηθειεν αὐτοις τα παθη ἠ τινας
9999961 ἱκετευσας
ἱκετας μεγιστον γιγνεται ἁμαρτημα ἑκαστοις : μεθ ' οὑ γαρ ἱκετευσας μαρτυρος ὁ ἱκετης θεου ἐτυχεν ὁμολογιων , φυλαξ διαφερων
, φρουρειν τοις οἰκεταις παρακελευσαμενος : ἑωθεν δε εἰσερχεται πολλα ἱκετευσας . και παρελθων ἐπι πολυ μεν ἐζητει τον Ἀντιφιλον
9999961 ὁποτερ
Εἰ δε μητε ἐσται αὐριον , οὐκ ἀν εἰη το ὁποτερ ' ἐτυχεν : δειξας ὁτι οὐκ ἐγχωρει συμψευδεσθαι ,
ὑπο δυο ἀπολαμ - βανομενων περιεχομενον ὀρθογωνιον , ἐφ ' ὁποτερ ' ἀν χρῃ των δοθεντων σημειων . και ταυτης
9999961 διεφθαρησαν
πλειστοι φευγοντες ἐπι τον ἑτερον χαρακα ὑπο των ἱππεων καταλαμβανομενοι διεφθαρησαν . Τουτον δε τον τροπον ἁλοντος του των Σαβινων
. Ἀλλα γαρ τἀληθη εἰρησεται . Ἐπει γαρ αἱ νηες διεφθαρησαν και ἡ πολιορκια ἐγενετο , ἐβουλευσασθε περι ὁμονοιας ,
9999961 ἀφισταντο
και παρανομιας εἰς φοβον ἐνεπιπτον και τινες μεν μισθοφορους ἐχοντες ἀφισταντο του βασιλεως , τινες δε χρηματα συσκευασαμενοι δρασμους ἐποιουντο
δ ' αὑτων τα ἐργα και την δοξαν Σκιπιωνα , ἀφισταντο ἀπο του Μαρκιου και ἐφ ' ἑαυτων ἐστρατοπεδευον .
9999961 Τινες
ὑδατι την καλουμενην ἀμμοκονιαν , ἐπιμελως τα ἐνδον χριε . Τινες δε εἰς την κονιασιν και κτηνων οὐρον μιγνυουσιν ,
. ιθʹ . Ὀλιγον σιτιον , ἀκοπον , ἀδιψον . Τινες τουτον τον λογον του ἀνωτερω χωριζουσιν , ὁτι περι
9999961 γεγενημενη
. καθολου μεν οὐν σχεδον παρ ' ἁπαν μερος † γεγενημενη † διορθωσις : τα μεν γαρ περιῃρηται , τα
συνοικει αὐτῳ ; ἀλλα μεμαρτυρηται ἑταιρα οὐσα και δουλη Νικαρετης γεγενημενη . ἀλλ ' οὐ γυναικα εἰναι αὐτου , ἀλλα
9999961 διανοητικη
, εἰη ἀν ἡ προαιρεσις ἠ ὀρεκτικος νους ἠ ὀρεξις διανοητικη : ταυτα δ ' ἀν εἰη ἐν μονῳ τῳ
ἡ γραμμη ἀπλατης ὑπαρχει , και καθολου φαναι πασα ἐπιστημη διανοητικη , τουτεστιν ἡ λογῳ μονῳ χρωμενη , ὡσπερ γεωμετρια
9999961 Παρμενιδης
των ὁλων ἀρχην , περι ἡς οὐτ ' αὐτος οὐτε Παρμενιδης οὐτε Πυθαγορας ἐπετρεπον ἑαυτοις λογους καταβαλλεσθαι πλειονας , τας
. . . τουτους οἱ μεν θαλασσης παιδας φασι , Παρμενιδης δ ' ἐκ των Ἀκταιωνος κυνων γενεσθαι μεταμορφωθεντων ὑπο
9999961 νεανισκον
” παθος ψυχης σχολαζουσης ” . Ὁ αὐτος ἐν συμποσιῳ νεανισκον τινα βλεπων ἡσυχιαν ἀγοντα εἰπεν : „ εἰ μεν
διεξοδικως λεγειν και προς ἐρωτησιν : ὁθεν και Ναυσιφανην ἠδη νεανισκον ὀντα θηραθηναι . ἐφασκε γουν γινεσθαι δειν της μεν
9999961 κρητικου
καταληκτικος ἐξ τριτων ἐπιτριτων δυο – – ˘ – και κρητικου ἠτοι ἀμφιμακρου – ˘ – , και ἐστι χοριαμβικος
αʹ ἀντισπαστικον τριμετρον καταληκτικον ἐκ διιαμβου , παιωνος πρωτου και κρητικου . το βʹ ὁμοιον τριμετρον ἀκαταληκτον ἐκ παιωνος τεταρτου
9999961 ἐλυμαινετο
ὑμεις ἐκινδυνευετε ἐκπλεοντες , οὑτος αὐτου μενων τους Σολωνος νομους ἐλυμαινετο . ἀλλ ' ὁτι χρηματα δεδαπανηκε και πολλας εἰσφορας
ἠν το κητος ἀνελῃ , ὁ ἐπιον την χωραν αὐτου ἐλυμαινετο , δωσειν τους αὐτου ἱππους , ὡς οὐκ ἐδωκε
9999961 λευκοτητα
ἱνα τοιανδε ἑτεροχροιαν και οὐ την σαφη του γαλακτος την λευκοτητα θεασαμεθα , ὁθεν προδηλως και τον κακωσαντα χυμον ὁρισομεν
λευκον , ὁπερ ἐστιν οὐσια : οὐδε γαρ δυνανται την λευκοτητα διελειν εἰς ψιμυθιον και κυκνον και χιονα , ἐπειδη
9999961 τριπλασιοι
τριαδων και ἑξης ἀκολουθως . ἐκ δε των πλασθεντων διπλασιων τριπλασιοι , πρωτοι παλιν ἐκ πρωτων και συνεχεις ἐκ συνεχων
το βαθος και την ὑποτεινουσαν . ἐκ μεν γαρ διπλασιων τριπλασιοι τε και ἡμιολιοι φυσονται , ἐκ δε τριπλασιων τετραπλασιοι
9999961 ἀπαγωγης
٨ ٣ ٤٠ ٥٩ ١٢ ٣٠ Ἐκ της εἰς ἀτοπον ἀπαγωγης . Ἡ ΒΑ ٣ ٤٩ ٤٢ ἡ ΒΓ ١
: εἰ βουλει δε , και ἐκ της εἰς ἀτοπον ἀπαγωγης : εἰ γαρ μη του Ἑρμογενους το παρον βιβλιον
9999961 ἀπουσιᾳ
, ἡ πολις ἐκεινη διαφθειρεται ; και μην σωμα μεν ἀπουσιᾳ ψυχης , ψυχη δε ἀπουσιᾳ λογισμου , λογισμος δε
γης . μεταξυ γαρ ἐστιν Εὐρωπης και Ἀσιας . τῃ ἀπουσιᾳ αὐτων ἐπιμονως πενθουσαι , ὡς δοκειν ἁβρυνεσθαι ἐπι τῳ
9999961 καταλαμβανῃ
, ἐς δε τεταρταιον καταστησεσθαι , ἠν διαλειπῃ τε και καταλαμβανῃ πεπλανημενον τροπον , και ταυτα ποιεων τῳ φθινοπωρῳ προσπελασῃ
διεγειρωνται , και τα μηλα ἐρυθραινηται , και τις ὁρμη καταλαμβανῃ τους πεπονθοτας προς ἀφροδισια , τοτε σατυριασιν καλουσιν ,
9999961 Συρακουσαις
' οὑ τα ἐπιτηδεια ἑξει . Τῳ δε Ἁβροκομῃ ἐν Συρακουσαις ὡς χρονος πολυς ἐγενετο , ἀθυμια ἐμπιπτει και ἀπορια
και ὁσων δεοι παρασκευασωνται ὡς ἐς το ἐαρ ἐπιχειρησοντες ταις Συρακουσαις . Και οἱ μεν ταυτῃ τῃ γνωμῃ ἀπεπλευσαν ἐς
9999961 αὐτοκρατορες
ἐλεγον ἀπαλλαξειων , χαριν ὑμιν , ἐφην , ἐχω , αὐτοκρατορες , πασης προνοιας και τιμης ἡν με τετιμηκατε .
. . . : οὐκ ἐπι του αὐτεξουσιου τεθεικε το αὐτοκρατορες : ἐπει πως συναψει τις αὐτῳ το ” και
9999961 φοβηθηναι
παν μεν ποιησειν , παν δε πεισεσθαι ὑπερ νικης , φοβηθηναι δε ἑν μονον , την ἐκ του μη φυλαξαι
λιαν ὀργιλως ἐλαλησεν , ὡστε με συγχυθηναι και λιαν αὐτον φοβηθηναι : ἡ μορφη γαρ αὐτου ἠλλοιωθη , ὡστε μη
9999961 Αἰγυπτιακων
” . Χηνοβοσκια , πολις Αἰγυπτου . Ἀλεξανδρος ἐν πρωτῳ Αἰγυπτιακων „ ἀντικρυ δε του Διοσπολιτου [ νομου ] Χηνοβοσκιον
' ἐν τοις Περσικοις και Λυκεας ὁ Ναυκρατιτης ἐν τριτῃ Αἰγυπτιακων την Νειτητιν Κυρῳ πεμφθηναι φασιν ὑπο Ἀμασιδος : ἐξ
9999961 συμφανες
ὡροσκοπον γινωσκειν Χαλδαιοι , οὐκ ἰσασι δε , ἐκ τουτων συμφανες : ὁτι δε οὐδε το ὡροσκοπιον ἀπλανες ἐστιν αὐτοις
ἐν ἰσοις χρονοις και τας ἀνατολας γινεσθαι . τουτο δε συμφανες ἐκ των ἐν τοις φαινομενοις δεικνυμενων . ὁμοιως δε

Back