ἀνθρωπῳ , μαλλον δε ἰσως τα ὑπο τῳ θειῳ τα θηριωδη ποιουντα της φυσεως , αἰσχρα δε τα ὑπο τῳ
προ τουτων την σην γνωμην φοβηθεις , μη με ἡγησῃ θηριωδη και δυσσεβη και των τιμιωτατων προδοτην , ὑπο τουτων
9999844 ἐνικησε
των Κορκυραιων , ἱνα μη τοις πολεμιοις ὑποχειριοι γενωνται . ἐνικησε δε και πεζῃ τους ἐπι τῃ γῃ λοφον τινα
τῳ Κλαυδιῳ . τους μεν οὐν Τιγυριους ὑποστρατηγος αὐτου Λαβιηνος ἐνικησε , τους δε ἀλλους ὁ Καισαρ , και Τρικουρους
9999844 Καρχηδονιοι
, και τησδε παρα τας συνθηκας ἐφιεμενος . οἱ δε Καρχηδονιοι πεζοις μεν δισμυριοις και πεντακισχιλιοις , ἱππευσι δε πολιτικοις
και την ὁλην εὐνοιαν , Φιλινῳ μεν παντα δοκουσιν οἱ Καρχηδονιοι πεπραχθαι φρονιμως , καλως , ἀνδρωδως , οἱ δε
9999841 εὐειδες
των Ὀλυνθιων αἰτειν ἐπεχειρησεν , ὁ την μεν ὀψιν ἠν εὐειδες και χαριεν , ἠν δε και αἰχμαλωτος ἐκ Μακεδονιας
και το μεχρι των ἐμφυτων καρποις και ἐτι φυλλοις το εὐειδες και το ῥᾳστα εὐανθες και ῥαδινον και ποικιλον ,
9999838 ὀχυροτητι
πολιν ἐπιφανεστατην των ἐν τουτοις τοις τοποις και φυσικῃ διαφερουσαν ὀχυροτητι , του δε βασιλεως ἐγγισαντος κατεπλαγη το τε μεγεθος
τοις πληθεσιν ὑπερειχον , οἱ δε φυγαδες τῃ των τοπων ὀχυροτητι . τελος δε Κριτιου πεσοντος οἱ μετα των τριακοντα
9999834 θηριωδες
το των νεμομενων τας χωρας ἐκεινας ἀμορφον και ἀκαθαρτον και θηριωδες . τα δε λοιπα του τεταρτημοριου μερη περι το
οἰδε γαρ Ἱπποκρατης και ἐμμεσα ἐναντια . ιβʹ . Το θηριωδες φθινοπωρον , καρδιαλγιαι και το φρικωδες και τα μελαγχολικα
9999834 ἐργαζομεθα
συναπτωμεν , και το ὁλον τουτο , ὁπως , ἁ ἐργαζομεθα , εὐχωμεθα και εὐχωμεθα , ἁ ἐνεργουμεν , συναψας
ἀλληλων και κεχωρισται τα ζητηματα , συναπτειν μεν ἐπιχειρουντες συγχυσιν ἐργαζομεθα : διαιρουντες δε εὐκρινη και σαφη τον λογον παρεξομεθα
9999833 πινακες
. . . . . . . . ια , πινακες . . . . . . . . .
Εὐρωπης πινακες ι , χωραι λδ πολεις ριη , Λιβυης πινακες δ , χωραι ιβ , πολεις μβ , Ἀσιας
9999832 δυνησῃ
το προσταχθεν ἀκριβως εἰργασαι προσωπον , ἐκ τινος ἑτερου παραστησαι δυνησῃ ; Και μην ὀρχηστης μεν ἠ τραγῳδιας ὑποκριτης ἠ
τε γαρ του μυθου ἐκβησῃ και τα ὁμογενη τουτοις συνοραν δυνησῃ : μαλιστα δε σεαυτον ἀποδος εἰς την των ἀρχων
9999832 ἐμφυσα
ψολοεντος ἐχιδνης , ἡνικα θορνυμενου ἐχιος θολερῳ κυνοδοντι θουρας ἀμυξ ἐμφυσα καρην ἀπεκοψεν ὁμευνου : οἱ δε πατρος λωβην μετεκιαθον
διαψα : ἠ ὀνιδα καυσας την [ αὐτην ] σποδον ἐμφυσα : ἠ χυλισας την ὀνιδα ἐνσταζε τον χυλον :
9999830 κολοκυνθης
τον στομαχον κυστιν πληρωσας ὑδατος ψυχρου ἠ χιονα ἐπιβαλλε ἠ κολοκυνθης ξεσματα . Ἐκκαιομενοις ἀδιψον καταποτιον : σικυου ἡμερου σπερματος
λεκιθων , καρυων , ζωμου , πολφων , οἰνου , κολοκυνθης . Εἱς οἰωνος ἀριστος ἀμυνεσθαι περι δειπνου . ὡς
9999829 ἐβουλομεθα
ὀντας και τα ὁπλα ἐχοντας ἐν χερσιν , οὐτε προτερον ἐβουλομεθα μαχην συναπτειν οὐτε νυν ἐτι θαρσουμεν ἐπι τοιουτοις συμμαχοις
δη γελοιοτατον , πασαι γαρ ἐπι ταὐτον ἀνισταμεναι ἀλληλας λανθανειν ἐβουλομεθα : θατερᾳ δε οἱ ἀνθρωποι ὑπο την λοχμην παρηρχοντο
9999829 ἐριδες
την Ἀττικην , και μαλιστα ἐξ οὑ φιλοσοφια και λογων ἐριδες ἐπεπολασαν αὐτοις : μαχομενων γαρ προς ἀλληλους και κεκραγοτων
συζευχθησεται γυναικι ἠ τεχθησεται αὐτῳ παις : πληθυνουσι δε αἱ ἐριδες αὐτου και τα κατ ' αὐτον πραγματα συνταραχθησονται και
9999829 τετταρες
, οἱπερ δη και ἀκριβως ἀναδεικνυνται τῳ ταυτῃ δερματι , τετταρες εἰσι τον ἀριθμον . ἐκ μεν των ἀνωθεν μερων
ἐστι γενναια γυνη . ἠσαν ἀνθρωποι δε πεντε και γυναικες τετταρες . θολος Ἰδου κατοπτρον : εἰπε μοι τουτῳ τι
9999828 κοιλιᾳ
ἀληθως ἐστι θειος : „ ἐπι τῳ στηθει και τῃ κοιλιᾳ πορευσῃ „ : περι μεν γαρ τα στερνα ὁ
πιτταν . εἰχον γαρ οἱ Λακεδαιμονιοι τριηρεις . κενῃ τῃ κοιλιᾳ : ἀντι του πενης ὠν ἀναξιως ἐκ των κοινων
9999828 βαλανειῳ
, οἱ δ ' ὀφθαλμοι μενωσιν ὠχροι , διδου ἐν βαλανειῳ ὀξους δριμυτατου κοχλιαριον δια των μυκτηρων ἀνελκειν : ἀπορρει
, μετα κρασεως κονδιτου θερμανθεντος : διδοται δε ἐν τῳ βαλανειῳ , ἐν τῃ ἐμβασει του θερμου . Εὐδοκιμει ,
9999828 εὐγε
ἡττον των ὁλων παθων ἠ των ὁλων Ῥωμαιων κρατησασαν : εὐγε , διεχεθη γαρ μοι παλιν τας ψυχας το ἀκροατηριον
κυβερνητης , ὁ της περισωθεισης τησδε Ῥωμαϊκης στρατιας ῥυστης , εὐγε ὁ ἀσωματος μικρου δειν ἐν σωματι : ὀναιμεθα σου
9999828 ἐνεβαλε
καταφρακτον ἑξακισχιλιαν ἱππον ἐκταξας ἐπεδειξεν , ἡνικα εἰς την Μηδιαν ἐνεβαλε συν αὐτῳ . ταυτης δε της ἱππειας οὐ Μηδοι
ἐπορευετο δια της χωρας : ἐπει δε εἰς την Θρᾳκην ἐνεβαλε , παρα την θαλατταν ᾐει : και γαρ ἠσθενει
9999827 αἰσθητικη
περιελκεται και συρεται ὑπο της ἐπιθυμιας , ἀλλ ' ἡ αἰσθητικη , ἠτοι ἡ μερικη δοξα ἡτταται ὑπο της ἐπιθυμιας
' ἁπλως τα καθ ' ἑκαστα και ἐν οἱς ἡ αἰσθητικη γνωσις ἐνεργειν πεφυκεν . εἰ γαρ τις περι τησδε
9999826 σμικροτητι
ἀλληλων και του ὁλου , ἀλλ ' ἠ μεγεθει και σμικροτητι ; Ἐκεινως μοι φαινεται , ὠ Σωκρατες , ὡσπερ
μεν και κουφον και μαλακον και σκληρον και μεγεθει και σμικροτητι και τῳ μανῳ και πυκνῳ , θερμον δε και
9999825 ἐβουλετο
ἑαλωκοτα , κοινωνει τραπεζης , λυει αὐτῳ των δεσμωτων οὑς ἐβουλετο , τελευταιον και αὐτον της αἰχμαλωσιας ἐλευθεροι και συμβολα
οὐ βαλοντος οὐδε τυχοντος οὑ τ ' ἐβαλλε και ὁ ἐβουλετο και περι οὑ ἐβουλευετο και οὑ ἐφιετο . Ταυτα
9999825 νομισθειη
ψυχρον ἀν νομισθειη , προς δε το ψυχρον συγκρινομενον θερμον νομισθειη ἀν : οὑτως οὐν και κατα τον αὐτον τροπον
τουτι το πνευμα φαινεσθαι , τις ἀν μαλλον προσηκουσα ὡδε νομισθειη διαιτα , εἰ μη ἡ μετριως ψυχουσα και ξηραινουσα
9999825 γεννησῃ
και το γεννωμενον οὐκ ἀνευ κινησεως , το μεν ἱνα γεννησῃ , το δε ἱνα γεννηθῃ : μονον δ '
αἰδους ἐχων . Ἀλλ ' ἀνδρα χρη , κἀν σωμα γεννησῃ μεγα , δοκειν πεσειν ἀν κἀν ἀπο σμικρου κακου
9999822 κρατῃ
φονευει ἠ τα αἰδοια κατεσθιει ἱνα μη ἀλλος της ἀγελης κρατῃ . ὁτι ἡνικα διωκεται , τοις ποσι λακτιζων λιθους
[ . Ὡς χαλεπον ἐστιν οἰνος [ , ἀν τἀνδρος κρατῃ . Ὡς εὐαλωτος προς το κερδος [ ἐσθ '
9999822 δραμα
οὐκ οἰδα ποθεν δαιμων ἐπικωμασας ἐμοι και βασκηνας του ἐρωτος δραμα καινον ἐπι την ἐμην ἐτολμησεν οἰκιαν . και σιωπω
ἐμφερεις εἰναι τους του χορου , ἐξ ὡν και το δραμα : οἱ ὁτε μεν ἠσαν νεοι , πικρως ταις
9999822 κοινῳ
ἐσθ ' ὁτε , και αὑται μεν αἱ ἀλλοιωσεις τῳ κοινῳ δη λογῳ γινονται , του παντος ἀλλοιωθεντος σωματος .
ἐστι δημοσιᾳ βλαβος εἰ τις ψευδεται , ἐν δε τῳ κοινῳ μη χρησθαι τῳ νομῳ τουτῳ την πολιν την αὐτην
9999822 πλαστιγγα
της πλαστιγγος , ἀπο τουτου δε καταχρηστικως και ὁλην την πλαστιγγα σταθμην φασι . Περισσας δε λεγει , ἐπειδη ἡ
, ὡσπερ εἰπον , ἐγχεον , ἐντευθενι δε σπαρτιοις ἠρτημενην πλαστιγγα προσθες , καὐτο σοι γενησεται τα συκ ' ἐν
9999820 ὀξυτητι
, του γενουϲ μεν ἐϲτι και οὑτοϲ των καυϲωδων , ὀξυτητι δε αὐτων διενηνοχεν . Των ϲυνεχων πυρετων ἡ μεν
στολον γαρ ἐλεγον τα ἀπωξυμμενα , οἱον συνεσταλμενα ἐν τῃ ὀξυτητι . λεγει δε χαλκηρη τον χαλκῳ περιβεβλημενον . .
9999820 ἐργωδες
; ἐν ᾡ ὁτι πανταχοθεν οὐτε ἀσυμφορον , οὐτε ὁλοκληρον ἐργωδες το ἐγχειρημα , ἀλλα και ὀλιγα ἀρκεσει χρηματα :
Το δε και ταυτας ἐκθεσθαι πολυχουν τε ταις δειξεσιν και ἐργωδες ἐν τοις ἐπιλογισμοις μη ὡρισμενων καθ ' ἑκαστην των
9999820 θηριακη
βλαψει : παραδοξως δε ποιει και ἡ δι ' ἐχιδνων θηριακη κατα της πληγης ἐπιτιθεμενη και ποτιζομενη . Ὠφελουσι δε
πολυπλασιονα την ἐνεργειαν της θερμης ἀποδεικνυσι . Πως δε ἡ θηριακη ἀμπελος γενοιτο , ἠ οἰνος ἀψινθιτης , ἠ σκιλλιτης
9999820 μαστιγα
' ἑτερου δε κιονος πλησιον ἱστατο νεανιας τις ὁμοιος χαλκην μαστιγα φερων . πνευματος δε σφοδρου ἐπιοντος φασιν ἐμπιπτειν την
ἠειρεν ἱμασι και ἐξηλαυνεν ὁμιλου τοξῳ ἐπιπλησσων , ἐπει οὐ μαστιγα φαεινην ποικιλου ἐκ διφροιο νοησατο χερσιν ἑλεσθαι : ῥοιζησεν
9999820 ἐνεπρησε
ἀπο Θηβων και τον πεφυκοτα πυργον προς τῃ Ὑδρᾳ προσελθων ἐνεπρησε , και συν ταυτῃ τῃ δυναμει ἐκπορθει αὐτους ὁ
και λιθειας πολυτελειαν ὑπο Περσων σεσυλησθαι καθ ' οὑς καιρους ἐνεπρησε τα κατ ' Αἰγυπτον ἱερα Καμβυσης : ὁτε δη
9999819 ἐτρεφετο
εἰκοσι ἱππους . Κυνων δε Ἰνδικων τοσουτο δη τι πληθος ἐτρεφετο ὡστε τεσσερες των ἐν τῳ πεδιῳ κωμαι μεγαλαι ,
Ἀριστοφανης ἠξιωσε τοις πατρῳοις τοιαυτα προσθειναι χρηματα , ἀλλ ' ἐτρεφετο μεν τοις οἰκοθεν ἐν ξενῃ , το δε διαπεφευγεναι
9999819 ἀγαθη
ἀποθνησκει . ἠν δε και ἡ γυνη οὐ πανυ τι ἀγαθη . και ἀλλη τον αὐτον εἰδεν ὀνειρον , και
μαλα συμφορος ἐστι φυτοισιν | ἀνδρογονος ⌊ δ ' ⌋ ἀγαθη : την ἑκκαιδεκατην , μεσην ἑκτην εἰπων , ὠφελιμον
9999819 ὀργανικα
πρωτον ἐστι τῃ γενεσει , τα δε ὁμοιομερη και τα ὀργανικα ὑστερα . εἰ τοινυν και το πυρ πρωτον τῃ
, οὐκ ἀν ποιησειε βουλομενος ταυτα . και γαρ τα ὀργανικα μερη και χειρες και ποδες οὐκ ἐξωθεν ὑπ '
9999819 Περικλεα
ὁτι οἱ μεν προγονοι νομοθετας ᾑρουντο Σολωνα και Θεμιστοκλεα και Περικλεα , ἡγουμενοι τοιουτους ἐσεσθαι τους νομους οἱοιπερ ἀν ὠσιν
και τοιαυτας ἠφιει προς Ἀλκιβιαδην Σωκρατης φωνας , οὐκ ἐννοων Περικλεα τον Ἀλκμαιωνιδην , οὐ λογιζομενος τους προγονους τους ἀνωθεν
9999818 Μακεδονα
Καυκασῳ . τουτον φασι διαβηναι συν ὁπλοις πρωτον Ἀλεξανδρον τον Μακεδονα , μεθ ' Ἡρακλεα τε και Διονυσον , στρατευσαντα
. παιαν δ ' ἐστιν και ὁ εἰς Κρατερον τον Μακεδονα γραφεις , ὁν ἐτεκτηνατο Ἀλεξινος ὁ διαλεκτικος , φησιν
9999818 Ἀρκαδες
πολιν , ἡν ὀνομαζουσι και ἐς ἡμας ἐτι Πτολιν οἱ Ἀρκαδες : ἐκειθεν δε Ἀντινοη Κηφεως του Ἀλεου θυγατηρ κατα
. . . . . δʹ , : Πυλιοι και Ἀρκαδες περι γης ὁρων ἐπολεμουν περι το καλουμενον Ἀγκαιον ὀρος
9999818 πνευμονι
ἀποτελευτᾳ τοις ἐσχατοις ἑαυτων στομασιν εἰς τον περικειμενον ὑμενα τῳ πνευμονι . αὐτος Ἐρασιστρατος ἐν αὐτῳ τῳ διαιρεισθαι το δερμα
ὑπο της ἐν ἐντεροις φλεγμονης οὐσης . των δε ἐπι πνευμονι πασχοντων ἐστι τεκμηρια το μαλιστα βηχας γινεσθαι και καταψυχεσθαι
9999817 πυκνοτητι
δυσχεραινοντας , ᾠμην δε γε αὐτοις ὁ ἠλιθιος χαριζεσθαι τῃ πυκνοτητι , κατελυσα και ἁ προτερον ἐν πλειοσι , ταυτ
δασυμετωπους , εὐκερωτας , ὀλιγοκερωτας , σκεπομενους τα ὠτα τῃ πυκνοτητι των ἐριων , πλατυνωτους , ἐχοντας τους διδυμους μεγαλους
9999816 ἀπελυσε
τοξευσας τον ἀετον ἀπεκτεινε , τον Προμηθεα δε κακης μεριμνης ἀπελυσε . ταυτα δε ἠν πασχων ὁ Προμηθευς δια δυο
παρεσπονδηκοτων ὑμων και ἐς πρεσβεις ἁμαρτοντων , ἡ τε πολις ἀπελυσε , κἀγω καταχθεντας ἐς το στρατοπεδον προς ὑμας ἠδη
9999816 ταχεα
γραφεται δοχμιη ἀνακλιθεισα . τανυσαμενη : ἐξαπλωσασα . θοα : ταχεα , ταχεως . κωλα : ὀστα , ποδας .
βοος μετρηθηναι . Ἐφεξης δε ἡ μικροτερα Συρτις τον ἀγαν ταχεα ῥευματα ἐχοντα ὁλκον συστρεφει . Μετα ταυτην δε ἀλλη
9999816 Παραδειγμα
ἀδοξα ἀσυστατα : τα δε μη προς ὑπερβολην συνισταται . Παραδειγμα ἀλλο του ἀπιθανου . Περικλης τῃ Ἀσπασιᾳ συνοντα Σωκρατη
ἀφεις το ὁριζεσθαι ἐπι το ὁμοιον αὐτο δεικνυναι μεταβαινει . Παραδειγμα ὁρου , τον μη ὁλοκληρον μη ἱερασθαι , μη
9999815 λαμβανῃ
ποτον ἰσχῃ ] την ποσιν πινῃ . περιφραστικως ἰσχῃ ] λαμβανῃ λεπτα ] τα ἰσχνα διαστειλας ] ἀποπεμψας , κωλυσας
των θερμων ἐαν μη ἀρτιβλαστη ᾐ ἠ και ἐν ἀνθησει λαμβανῃ : τοτε γαρ ἀποκαει τα ψυχρα καθαπερ εἰρηται .
9999815 πορρωτατω
εὑρηματα ἀνθρωπου τους νομους ἀλλα θεου χρησμους σαφεστατους εἰναι , πορρωτατω των πολεων ἀπηγαγε το ἐθνος εἰς ἐρημην βαθειαν και
ἀτομοι ἀπειροι οὐσαι , ὡς ἀρτι ἀπεδειχθη , φερονται και πορρωτατω . οὐ γαρ κατανηλωνται αἱ τοιαυται ἀτομοι ἐξ ὡν
9999815 ἡδυν
' ἁμων ἀκουσει . Οὐδεις δε λεγει τον Ἀριστειδου βιον ἡδυν ἀλλα τον Σμινδυριδου του Συβαριτου και τον Σαρδαναπαλου ,
φυγην εἰς την θαλασσαν οἰνοποιιαν σημαινειν φασι παλαι γνωριζομενην . ἡδυν γαρ εἰναι τον οἰνον παρεγχεομενης θαλασσης . ἐπαινων δε
9999813 Διονυσιῳ
την ἐπιστολην ἐπεδωκε και ” ταυτην “ εἰπε ” δος Διονυσιῳ τῳ δυστυχει , ὁν παρατιθημι σοι τε και βασιλει
χρυσῳ στεφανῳ τιμηθεντα ἐπ ' ἀθλῳ πολυποσιας τοις Χουσι παρα Διονυσιῳ , ἐξιοντα θειναι προς τον ἱδρυμενον Ἑρμην , ἐνθαπερ
9999813 θεωρητικη
και πρακτικαι , λεγομεν ὁτι κυριως μονη ἡ φιλοσοφια ἐστι θεωρητικη και πρακτικη . και θεωρητικη μεν κυριως μονη ἐστιν
: θεωρητικη , πρακτικη , ποιητικη και μικτη . Και θεωρητικη μεν λεγεται ἡ δια μονου του λογου παραδιδουσα τα
9999813 ἐτυραννησε
ἑως δεσποται γενωνται των ἐξαπατηθεντων . ἰδιωτατα δε παντων Ἀγαθοκλης ἐτυραννησε των Συρακοσιων , ἀφορμαις μεν ἐλαχισταις χρησαμενος , ἀτυχημασι
Ἀρη βασιλει Καππαδοκων θεμενοι . και Ταρσου δε Ἐπικουρειος φιλοσοφος ἐτυραννησε , Λυσιας ὀνομα : ὁς ὑπο της πατριδος στεφανηφορος
9999813 ἀβλαβες
' ἑαυτῳ , ἐλευθερον ἐσται , εὐρουν , εὐδαιμον , ἀβλαβες , μεγαλοφρον , εὐσεβες , χαριν ἐχον ὑπερ παντων
πλην πλευρων και ἰσχιων : ἐν δ ' Ὑδροχῳ το ἀβλαβες ἐξωθεν του ὑδερου . ἐν δ ' Ἰχθυσι το
9999813 Ἀγαμεμνονα
ἐστι , και των ἀγαθων τηι πολει μεταδωσομεν και τον Ἀγαμεμνονα ἀκινδυνως θρηνησομεν . και τοτε ] ὁταν ἀπαλλαγωμεν .
ὀργην οὑτω πολιτικως ἐσχες ὡστ ' οὐδ ' αὐτον τον Ἀγαμεμνονα ᾠου δειν τεθναναι : μεγα τουτου τεκμηριον : οὐκουν
9999813 Ἑλληνικῃ
την οἰκησιν ἐν ᾡ βουλονται χωριῳ , και χρησασθαι δυναμει Ἑλληνικῃ συμμαχῳ μαλλον ἠ διαφορῳ : ἀμφοτερους δε το ὀναρ
το ἀνηγκακα βαρβαρον ἐστιν : οὐχ εὑρισκεται γαρ ἐν χρησει Ἑλληνικῃ , ὡς λεγει Ἡρωδιανος : ἐν μονῃ γαρ τῃ
9999812 χρυσα
περιουσιαν και τα ἐπι Θρᾳκης κτηματα και ἐν Σκαπτησυλῃ μεταλλα χρυσα . δοκει οὐν τισιν ὑιδους εἰναι του Μιλτιαδου ἠ
φορων σχιαστας δια μαργαριτων και κλαβια ἀνα πεντε , και χρυσα ψελια εἰς τας χειρας αὐτου , ἐν δε τῃ
9999812 ἀτρεκες
γυναικος ἐχει ποθος εἰτε και ἀνδρος , οὐκ ἐφατ ' ἀτρεκες ἰδμεν , ἀταρ τοσον : αἰεν Ἐρωτος ἀκρατω ἐπεχειτο
πληρωσω πληρωτος ἀπληρωτος . . . . . ἀτρεκεως και ἀτρεκες : ἀτρεκεως και ἀτρεκες : . . . ἠ
9999812 εἰσηνεγκε
. Ὁτι δια των λογων ἐκκαυσας των ὀχλων την ὁρμην εἰσηνεγκε ψηφισμα πολεμειν τῳ μεν λογῳ προς Λακεδαιμονιους , τῳ
, και ἐκει δραμα την Γαλατειαν ἐποιησεν , ἐν ᾡ εἰσηνεγκε τον Κυκλωπα ἐρωντα της Γαλατειας : τουτο δε αἰνιττομενος
9999812 εὐελπιδες
δυναμιν τολμηται και παρα γνωμην κινδυνευται και ἐν τοις δεινοις εὐελπιδες : το δε ὑμετερον της τε δυναμεως ἐνδεα πραξαι
ἐχουσιν ἀξιωμα . οἱ μεν γαρ δια το πολλακις κατωρθωκεναι εὐελπιδες μετα φρονηματος τινος ἐπιασι , οἱ δε δι '
9999811 χαρακτηρα
' ἀλληλων ποιησαμενους ὁμοεθνεις μηκετι διασωζειν τον αὐτον της διαλεκτου χαρακτηρα δια τας προς τους πελας ὁμιλιας : το δε
οὑτος σωσει και μετ ' ἐνιαυτον του παθητικου λογου τον χαρακτηρα . Διαιρεθησεται δε ὁ ἐπιταφιος λογος , ὁ παθητικος
9999810 γνωμονι
ΕΞ : ὁλον ἀρα το ΑΞ ἰσον ἐστι τῳ ΦΧΨ γνωμονι . ἀλλα ὁ ΦΧΨ γνωμων τῳ Γ ἰσος ἐστιν
τῳ τυχοντι ἀποδωσομεν , ἀλλα κατα την αὐτην ἀναλογιαν , γνωμονι χρωμενοι και οἱον κανονι τῳ μητε πλεονεκτησαντι μητε πλεονεκτηθεντι
9999810 Κριτωνι
εἰδεναι ἁ δη τουτοις συμφερει , μαρτυρει δε νυνι μονος Κριτωνι παρειναι , ὁτε παρ ' ἐμου την οἰκιαν ἐωνειτο
Φαιδωνα δε δι ' αἰχμαλωσιαν ἐπ ' οἰκηματος καθημενον προσεταξε Κριτωνι λυτρωσασθαι , και φιλοσοφον ἀπειργασατο . Ἀλλα και λυριζειν
9999809 ἐξεπλευσε
ἐπεδειξατο , ὁστις παραλαβων πασας πολεις ἐφ ' ἁς ἀρξων ἐξεπλευσε στασιαζουσας δια το τας πολιτειας κινηθηναι , ἐπει Ἀθηναιοι
της γυναικος ἀναιρεσιν και του Περδικκου , τον στολον ἀναλαβων ἐξεπλευσε και κατηντησεν εἰς Τυρον . ὁ δε της πολεως
9999809 ἠλθες
δ ' ἐφθεγξατο τοιον : Ξεινε τις εἰ ; ποθεν ἠλθες ἐπ ' ἠϊονας ; τις ὁ φυσας ; παντα
Ὀδυσσευς ποθεν ἠλθεν ὁ Ἐλπηνωρ , και οὐ φησι ποθεν ἠλθες ; οὐ μην την ἐφοδον , δι ' ὁ
9999809 βουκολικα
ἐκπορευεσθε . σιττ ' ἀμνιδες : το σιττα και ψιττα βουκολικα ἐπιφθεγματα : εἰσι δε ἐπιρρηματα . σιττ ' ἀμνιδες
, και ἐπλησιασε τῃ κορῃ . ἐκ δε τουτου τα βουκολικα μελη πρωτον ᾐσθη , και εἰχεν ὑποθεσιν το παθος
9999809 ἁρμονιᾳ
. ἁρμονικη δε κεκληται ἡ μεσοτης ὁτι σπερματικως τους ἐν ἁρμονιᾳ λογους ἐστιν ἐνιδειν αὐτῃ , οἱον ἐν τῃ γʹ
κατα τον οἰκον του ἰδοντος ἐσεσθαι σημαινουσιν , ἐπειδη τῃ ἁρμονιᾳ οὐκετι χρωνται [ και ὁταν σαλευομενοι μη ἐκπιπτωσιν ]
9999809 τηλικαυτῃ
αἱ δ ' εἰς Αἰγυπτον ἀπερριφησαν . ὁ δε Θιβρων τηλικαυτῃ συμφορᾳ περιπεσων ὁμως ἀντειχετο του πολεμου , προχειρισαμενος δε
παραταξει Ἀγαθοκλεα τας Συρακουσσας ἐπολιορκουν , ἐν Λιβυῃ δε Ἀγαθοκλης τηλικαυτῃ μαχῃ προτερησας εἰς πολιορκιαν ἐνεκλεισε Καρχηδονιους , και το
9999808 χιτωνα
ἁ δωμαθ ' ἱκηται : [ ἑσσαι με χλαιναν τε χιτωνα τε , εἱματα καλα : ] πριν δε κε
χρισαν ἐλαιῳ , ἀμφι δε μιν φαρος καλον βαλον ἠδε χιτωνα , αὐτος τον γ ' Ἀχιλευς λεχεων ἐπεθηκεν ἀειρας
9999808 γεωμετρικῃ
μειζονων , οἱον βʹ δʹ εʹ . ὑπηναντιωται δε τῃ γεωμετρικῃ , διοτι ἐπι μεν ἐκεινης ἠν ἡ των μειζονων
γ του δυο ἡμιολιος . ἐοικε δε και αὑτη τῃ γεωμετρικῃ ἐναντιοτητι : ἐπιστρεφει γαρ ἡ των λογων μεσοτης ὡς
9999807 σαυτῳ
καταμισθοδοτησας και παντα τροπον διαφθειρας , και οὐδε τοτε μεντοι σαυτῳ πραττειν την δυναστειαν λεγων , ἀλλ ' ἡμιν φυλαξειν
ἐφη ” ὠ Ἀσκληπιε , την ἀρρητον τε και συγγενη σαυτῳ φιλοσοφιαν μη συγχωρων τοις φαυλοις δευρο ἡκειν , μηδ
9999807 ἠρεμια
λεγεται ἰδια ἑκαστης εἰναι αἰσθησεως , κοινα δε πλειονων κινησις ἠρεμια ἀριθμος σχημα μεγεθος . ἀλλα κινησις μεν ἁπασων κοινον
συμφωνων ἀνομοιοτητα : και μεταξυ γαρ δυο ἐναντιων κινησεων ἐστιν ἠρεμια , ὡς ἐν τῳ σφυγμῳ δεικνυται . εἰ δε
9999807 βλεφαρα
ἀμετρου παρουσης και ἐσχαρας οὐσης , ὡστε και νεμεσθαι τα βλεφαρα , και τῳ ἀρνογλωσσῳ τῳ μικρῳ ἠ τῳ μεγαλῳ
καιρια ὁστις φυλασσει πραγος ἐν πρυμνῃ πολεως οἰακα νωμων , βλεφαρα μη κοιμων ὑπνῳ . εἰ μεν γαρ εὐ πραξαιμεν
9999807 Ἰασονα
: τας δε φαρμακευτικας ἐπαοιδας ἐξεδιδαξεν ἡ Ἀφροδιτη τον σοφον Ἰασονα . λιτας τ ' ἐπαοιδας : λιτανευτικας , καθο
θαλασσῃ Ποσειδωνι θυσιαν ἀλλους τε πολλους ἐπι ταυτῃ και τον Ἰασονα μετεπεμψατο . ὁ δε ποθῳ γεωργιας ἐν τοις χωριοις
9999807 ἐκθωμεθα
ἐν τῳ κυλινδρῳ οὑτως : ἐαν ἐν ἐπιπεδῳ δυο εὐθειας ἐκθωμεθα ὀρθας ἀλληλαις , ὡν ἡ μεν μια ἰση ἐστιν
φυσιν , οἱον δε ὁρισμον αὐτου ποιουντων , τας διαφορας ἐκθωμεθα . συγκεφαλαιουμενοι δε και τουτων οἱ τροποι εὐαριθμητοι γινονται
9999807 χαλασμα
κροταφοις , το δε μεσον των ἀγκυλων διπλουν της καιριας χαλασμα κατα του μετωπου , και τοτε παραλαμβανεται ἐπιδεσμος ὁ
τιλμασι διαστελλομεν , προς το μη την σαρκα φυεισαν , χαλασμα παρασχειν : τα δε ἐν τοις ὠσιν ἠ μυκτηρσιν
9999806 ἀπεδειχθη
παλιν , ἐπει το μεν της ἡλιακης ἀνωμαλιας πλειστον διαφορον ἀπεδειχθη μοιρων β κγ , το δε της σεληνιακης το
διο και την εὐτονιαν αὐταις συνεβαινεν ὑπαρχειν , καθως ἀνωτερον ἀπεδειχθη . περι μεν οὐν των χαλκοτονων και της περι
9999806 ἠναγκαζετο
Ἀρευϊ καταθανειν καλον , και παλιν μιξαντες ἀλληλοισιν Ἀρευατουτου χαριν ἠναγκαζετο Ζεος εἰναι κατα την γενικην κατα ἀποβολην του υ
ἀντι μαχης ἐλαμβανεν . ὡς δε ἀληθειν ἀντι του πολεμειν ἠναγκαζετο , την παρουσαν ἐδακρυε τυχην , της δε πρωτης
9999806 γαργαρεωνα
ξηρανθειϲ δε ἡττον . το δε ἀφεψημα αὐτου ταϲ κατα γαργαρεωνα φλεγμοναϲ ἰαται διακλυζομενον . το δε κομμι του δενδρου
ξηρα καταπαϲϲειν : τα δε ὑγρα ὑγροτατα ποιεοντα ἐϲ τον γαργαρεωνα ἐγχεειν . ἠν δε αἱ ἐϲχαραι ἠδη τε ἀπολυωνται
9999806 κολλωδες
και μιξαντες τον καρπον του παλιουρου . Τουτου γαρ συμμιγεντος κολλωδες μεν το παν πολυ μαλλον γινεται , δοκει δ
οἰνον , ἠ ἐμβληθηναι εἰς τους πιθους , παχυ και κολλωδες ᾐ το γλευκος , μονιμωτερος ἐσται ὁ οἰνος :
9999806 αἰσθητικα
, νου και λογου οὐσα ἀποτεγμα . ἐτι τα ὁπωσουν αἰσθητικα πρωτην την ἁφην ἐχειν ἀναγκη : τρεφεσθαι γαρ ἀναγκη
ὠτα αἰσθητικα νευρα . τῃ οὐν ἀκρᾳ ψυξει σπωμενα τα αἰσθητικα νευρα προς ἑαυτα ἐφελκονται τους λοβους των ὠτων ,
9999806 βελτιστε
μακαριως πεπραγα . ἐρησῃ με ἰσως τινα τροπον , ὠ βελτιστε Τραπεζοχαρων . ἐγω δητα σοι φρασω και πριν ἐρεσθαι
την ἀμοιβην και μονον οὐκ ὀνειδιζει λεγων , ” Ὠ βελτιστε Ἀπολλον , ἐγω μεν σου τον νεων τεως ἀστεφανωτον
9999806 ὀξεες
δε μαλ ' ἀργαλεη περααν : σκολοπες γαρ ἐν αὐτῃ ὀξεες ἑστασιν , ποτι δ ' αὐτους τειχος Ἀχαιων ,
τουτων κακουσθαι : φρικωδεες πυκνα : πολλακις πυρετοι ξυνεχεες , ὀξεες : ἱδρωτες ἀκαιροι , πουλλοι , ψυχροι δια τελεος
9999806 μεγεθοϲ
και ἀλοηϲ ἐπι τῳ δειπνῳ λαμβανειν ὁϲον ἐρεβινθων γ το μεγεθοϲ . καλλιϲτον δε και ἐπιθυμοϲ ἐν οἰνῳ πινομενοϲ μετα
δε χοληϲ περι τουϲ ὀφθαλμουϲ και το προϲωπον ἐλατηριου ὀροβιαιον μεγεθοϲ μετα γαλακτοϲ γυναικειου ἐνϲταζε τῃ ῥινι ἐν βαλανειῳ και
9999806 πτωτικα
λογου πλειονα πιπτῃ , τα δε ἀρθρα ὡς προς τα πτωτικα , τα τε ὀνοματα ἐπι τα συνοντα των ῥηματων
ποιεισθαι την των ἀρθρων ἐπενθεσιν , καθο οὐκετι τα συνοντα πτωτικα παντως ἐν ἀγνοιᾳ ἐστιν . ἡ γαρ ἐκ των
9999805 Εὐρωπην
τας Ἀττικας ναυς . ἐν δε ταυταις κομισθεις εἰς την Εὐρωπην προηγε συμμιξων Ἀντιπατρῳ . κατα δε τουτους τους καιρους
ταυρον . τουτον Ἀ . μεν εἰναι φησι τον διαπορθμευσαντα Εὐρωπην Διι . . . Αὐτονοης δε και Ἀρισταιου παις
9999805 Ἐχιναδες
, αἱς Ἀχελῳος ὁ ποταμος προσβαλλει ἰλυν . λεγονται και Ἐχιναδες δια το τραχυ και ὀξυ , παρα τον ἐχινον
ἀροτρου : Ἐχετος ὀνομα κυριον : ἐχυρος : ἐχινος : Ἐχιναδες νησοι οὑτω καλουμενοι . Ἡ αι διφθογγος ἐν ἀρχῃ
9999805 σαρκες
, πυτια πασα , κοπρος πασα , ὑσσωπον μετριως , σαρκες ἐχιδνων ἰσχυρως ἐπι το δερμα κινουσαι τα περιττωματα ,
των δ ' ἀλλων ζῳων , καθ ' ὁσον αἱ σαρκες εἰς ἀρετην τροφης ἀπολειπονται των ὑων , κατα τοσουτον
9999805 ἀπειληφθω
καθετος ἡ ΟΛΜ , και τῃ μεν ΗΛ περιφερειᾳ ἰση ἀπειληφθω ἡ ΓΒ , τῃ δε ΚΜ εὐθειᾳ ἡ ΘΔ
ὀρθας ἡ ΒΔ , και της μεν ὑπο ΔΒΓ τριτον ἀπειληφθω μερος ἡ ὑπο ΔΒΖ , της δε ὑπο ΑΒΔ
9999805 Ἀθηνη
Ἡρακληος θειοιο ὑψηλον , το ῥα οἱ Τρωες και Παλλας Ἀθηνη ποιεον , ὀφρα το κητος ὑπεκπροφυγων ἀλεαιτο ] Ποσειδων
ὡς ἐφατ ' εὐχομενος : του δ ' ἐκλυε Παλλας Ἀθηνη , γυια δ ' ἐθηκεν ἐλαφρα , ποδας και
9999805 βραδυτητι
κατα λογον , και συντομους ποιεισθαι , ἱνα μη τῃ βραδυτητι της συμπλοκης δια της των ἐναντιων συνεχους τοξειας πλειονα
βραδυτητι : ἐν . βαρυνεται : συνεχεται , δεσμειται . βραδυτητι βαρυνεται : ἠτοι βαρεια φαινεται ὑπο της βραδυτητος ,
9999805 ὠφειλετο
, παλαι τουτῳ και δι ' ἀρετην τουτο το γερας ὠφειλετο . και γαρ τοι ἐκεινοις μεν περι της βασιλειας
κατελαμβανε , τουτο δε της τιμης , ἡ τοις ἀριστοις ὠφειλετο . λαβοντες δε οὑτω τας παρα των θεων δωρεας
9999805 ἐνοσησε
δε ἐκ γενεης , ἠ αὐξομενοισιν , ἠ ὑπο νουσου ἐνοσησε και ἐξαρθρα ἐγενετο , οὑτοι μαλιστα κακουνται δια την
ὁ ἐπικληθεις Εὐδαιμονικος κατεγελα Ἀλεξανδρου ἑαυτον ἐκθεουντος . ἐπει δε ἐνοσησε ποτε Ἀλεξανδρος . εἰτα προσεταξεν αὐτωι ὁ ἰατρος ῥοφημα
9999804 ἀττικη
, πολλην , ἐξακουστον , ἀπειρον , το δε περιωσιον ἀττικη ἡ αὐξησις , ὡς το πλωϊζω πλωτον . περιωσιον
. οὑτω και το ἀναξ ὠναξ . εἰ δε ἐστιν ἀττικη συναλοιφη ἀντι του ὠ ἀναξ , περισπαται δια το
9999804 αἰσθητῳ
ἐνδεικνυται , χοανην μεμιμηται : διατετρηται γαρ εἰς το καταντες αἰσθητῳ πορῳ μεχρι της κατα τον ἀδενα κοιλιας : ἐπει
δη και ἡ ψυχη δια μεν του σωματος προς τῳ αἰσθητῳ γινομενη ἰλιγγιᾳ τε και ταραττεται και οἱον μεθυει ,
9999804 ἐλαλησε
ἡττον γινονται ἐκ των προηγησαμενων : ἐνθεν εἰπου τις πολλα ἐλαλησε και ἀσθενεστερον ἐποιησε τον λαρυγγα , ἐκει μαλλον ἐπεσυρατο
μετα των πατερων αὐτου . Ἀντιγραφον διαθηκης Ἀσηρ , ἁ ἐλαλησε τοις υἱοις αὐτου ἑκατοστῳ εἰκοστῳ ἐτει ζωης αὐτου .
9999804 χιονι
το ἀγγειον εἰς ὑδωρ ψυχρον : βελτιον δε εἰ και χιονι περιπλασθῃ το ἀγγειον . ἐπι δε της χρησεως μιγνυμεν
ἐξηπλωμενην , πλατυ . σκιασει : σκεπασει . νιφαδεσσιν : χιονι , χιοσι , χιονεσσιν . ἀλωην : ἀλωϊα ,
9999803 πτισανη
και των ἀλλων ὑγρων ἐστι τροφιμα , οἱον γαλα , πτισανη , οἰνος . τα γουν ὑποτιτθια γαλακτι διαρκειται .
εἰη , και μηδενι θερμῳ ἠ ἁλμυρῳ . πανταπασιν οὐν πτισανη τουτοις χρησιμη καθ ' ἑαυτην και μετα ὀλιγου ὑδρομηλου
9999803 βαλε
ἑλκετο χαιτας . ” και ἐπι του “ προθελυμνα χαμαι βαλε δενδρεα ” ἀλλα ἐπ ' ἀλλοις ἐστιν πεπτωκοτα ,
ἀσπαραγον πολυν ποιησαι , κριων ἀγριων κερατα εἰς λεπτα κοψας βαλε εἰς τας πρασιας , και ἀρδευε . τινες φασι
9999803 εὐβουλιᾳ
– ] ⚗˘˘˘οι – ] ? : το δ ' εὐβουλιᾳ τε και αἰδοι [ ] ἐγκειμενον ? ? [
και ἐν Περσαις , ὁθεν ἠν γενος , ἐπι τε εὐβουλιᾳ και καλλει σωματος . Δεινος δε και θηρας αἱρειν
9999803 κλειω
συμφερω , ἀναφερω , περιφερω , προφερω , ὑποφερω . κλειω , ἀνοιγω , ἐγκλειω , περικλειω , συγκλειω .
[ τοδε μεν Σκυθικων [ γαμων ειμεδωρ ? ? [ κλειω δομον ? ? θ [ θοσφρ ! ! !
9999803 σπλαγχνοισι
' ἡμιν και θυη πεττειν τινα κελευ ' , ἱνα σπλαγχνοισι συγγενωμεθα . Ἀντιφανης δ ' ἐν Ὀμφαλῃ : ἐν
ἀναγωγον δε πτυελου ἐστι και ἀδιψον : ὑποχονδριῳ δε και σπλαγχνοισι και ταυτῃ εὐμενες : και τας ἀπο μελιτος βλαβας
9999803 ἡδοιτο
ἐπιδεξιως και συμπαρακαθεζεσθαι και συμβαδιζειν , και δηλον γενεσθαι ὁτι ἡδοιτο ὁρωμενῳ . μεταδιωκτεον δε και ἐν ἀγορᾳ τοπον οὑ
πριν ἀμφιεννυσθαι καθ ' ἑκαστον λουτρον . εἰ μεν οὐν ἡδοιτο τῳ γαλακτι , και μετα το δευτερον λουτρον δωσομεν
9999802 θυμβρα
σιτιων . ἐνταυθα δηπου και ὀριγανον και ὑσσωπον και ἡ θυμβρα και ὁ σκανδιξ και ὁ θυμος ἐπιτηδεια , και
και θωρακα , ἀδιαντον ἠ ἀμυγδαλα πικρα , γληχων , θυμβρα , ἰσχαδες λιπαραι . τουτοις ἁπασι χρηστεον ἐπι των
9999802 ἐτολμησεν
ὑπνος . Πυθαγορας δε ὁ Σαμιος πρωτος ἐν τοις Ἑλλησιν ἐτολμησεν εἰπειν , ὁτι αὐτῳ το μεν σωμα τεθνηξεται ,
βασιλικων ἁπαντων , ἐγνωσαν πολεμιους ὀντας . εἱς οὐν ἐκεινων ἐτολμησεν ἀγνοων ἐξοπισθεν βαλειν τον Κυρον ἀκοντιωι : της δε

Back