γεγονεν ἠδη παιδιον και ἐς τουτο ἀφικνεεται , το μεν θηλυ ἐν τεσσαρακοντα ἡμερῃσι και δυο το μακροτατον , το
: ἁ δε φιλαδονια περι το ἐπιθυματικον , τουτο γαρ θηλυ και ὑγρον μερος τας ψυχας : ἁ δε γε
9999689 Παφλαγονιᾳ
τοπικα Κορυδαλλοθεν Κορυδαλλονδε Κορυδαλλοι . Κορυλειον , κωμη περισημος ἐν Παφλαγονιᾳ , ἀπο Κορυλου βασιλευσαντος . ὁ οἰκητωρ Κορυλειευς .
ἡμων φυλαξας ἐπεθου μεν Ἀριοβαρζανῃ και Νικομηδει και Γαλαταις και Παφλαγονιᾳ , ἐπεθου δε Ἀσιᾳ , τῳ ἡμετερῳ χωριῳ .
9999688 Κολοφωνα
Μυουντα : ἐν Λυδιᾳ Ϛʹ , Ἐφεσον , Λεβεδον , Κολοφωνα , Φωκαιαν , Τεων , Κλαζομενας . Μιλητος δε
ὑστεραιᾳ ἐπλευσαν εἰς Νοτιον , και ἐντευθεν παρασκευασαμενοι ἐπορευοντο εἰς Κολοφωνα . Κολοφωνιοι δε προσεχωρησαν . και της ἐπιουσης νυκτος
9999682 κεφαλαλγιαϲ
τον ὀφθαλμον . γιγνεται δε ταυτα και χωριϲ ἑλκωϲεωϲ , κεφαλαλγιαϲ προηγηϲαμενηϲ ἠ ὀφθαλμιαϲ : ϲυμβαινει δε και φλεγμονηϲ προγενομενηϲ
τηϲ γαϲτροϲ ἀναθυμιαϲειϲ γιγνεται ἠ δια ἐποχην κοιλιαϲ τα τηϲ κεφαλαλγιαϲ . εἰ δε ὑϲτερον μετα την ἑβδομην εἰϲβαλλοι ,
9999681 Ἀμφιτρυωνα
, ἐκπληγδην ἰαχησαν : ὁ δ ' ἐς πατερ ' Ἀμφιτρυωνα ἑρπετα δεικαναασκεν , ἐπαλλετο δ ' ὑψοθι χαιρων κουροσυνᾳ
, των οἰκειων ποιμνιων ὑπεραγωνιζομενους . Μεταπεμπεται Ἠλεκτρυων εἰς βοηθειαν Ἀμφιτρυωνα , και την Ἀλκμηνην τουτῳ κατεγγυᾳ . Κτεινει Ἀμφιτρυων
9999679 ἐκτοϲ
ὁμοιωϲ δε και ταϲ ἐφ ' ὑϲτεραϲ πεπονθυιαϲ ἐκλυομεναϲ ἰαϲθαι ἐκτοϲ ὀξυμελιτοϲ και διαδειν και τριβειν ϲκελη μαλιϲτα ἐπι των
διδυμοϲ ἀδηλοϲ ἐϲτιν οἱα τε πανταχοθεν περιπλεομενοϲ : εἰ δε ἐκτοϲ του ἐλυτροειδουϲ ὑπο τοιϲ δαρτοιϲ εἰη , δι '
9999677 ἐκληθη
ἀμφοτερογλωττοιο μεγα σθενος οὐκ ἀλαπαδνον Ζηνωνος . ἀμφοτερογλωσσος δ ' ἐκληθη οὐχ ὁτι διαλεκτικος ἠν , ὡς ὁ Κιττιευς ,
ἑκαστος την ἰδιαν γην ἀπελαμβανε διχα μαχης και φονου . ἐκληθη οὐν ἡ ῥαβδος , ἐν ᾑ ἐγεωμετρουν , ἀκαινα
9999677 Ὠκεανοιο
ποτ ' ἀρ ' ἐσμεν , εἰ μη ἐσχατιαις ἀκαλαρροου Ὠκεανοιο Λυγκευς εἰσενοησεν νησον πευκηεσσαν , ἰδ ' εὐρεα δωματ
ἑνος ἀνδρος ὑποτρομεεσκον ὁμοκλην . Και τοτ ' ἀπ ' Ὠκεανοιο κιεν χρυσηνιος Ἠως . Ὑπνος δ ' οὐρανον εὐρυν
9999674 κομιζε
διαλεγομενος μεγαλῃ τῃ φωνῃ καλεσας τοὐνομα Στρομβιχιδη , ἐφη , κομιζε μοι ἐπι το γυμνασιον τας βλαυτας τας ἀφορητους και
' ἰσως σφας , ἠν συ μη ληφθηις παρος . κομιζε δια μεσης με Θηβαιας χθονος : μονος γαρ αὐτων
9999674 ἐδιδαχθη
, και ξενισασα κοινῃ παραδιδωσι τας γυναικας ἑκαστοις ἀγεσθαι . ἐδιδαχθη ἐπι Καλλιου ἀρχοντος του μετα Κλεοκριτον ἀρξαντος . εἰσηκται
συνεστηκεν ἐκ γυναικων πολιτιδων , προλογιζει δε τροφος Μηδειας . ἐδιδαχθη ἐπι Πυθοδωρου ἀρχοντος ὀλυμπιαδος πζ ἐτει α . πρωτος
9999673 πλινθιῳ
και του ἀκρου της οὐρας και ἑνος των ἐν τῳ πλινθιῳ ἀστερων . ὁ δε δια Συηνης παραλληλος τῃ μεν
[ την ] πορειαν | οὐκετι συντεταγμενους ἐχων ἐν τῳ πλινθιῳ [ ] τους στρατιωτας , ἀλλ ' ἐων αὐτους
9999672 σχολη
, ὁπως ἀν τα τε οἰκονομικα καλως ἐχοι και ἡ σχολη γενοιτο , κατενοησε πως την στρατιωτικην συνταξιν . ὡς
φροντιζειν το τα θεια μελεταν . φροντιστηριον ἡ των φιλοσοφων σχολη και τα κοινως λεγομενα μοναστηρια . ἐνταυθ ' ]
9999669 λαβραξ
τις λευκοπαρηιος ἐρεσσεται ἀθροος ἰχθυς ἁλμην φυκιοεσσαν ἀλημονι γαστερι τεμνων λαβραξ ἠε τις ἀλλος ἐων γλυκυς . ἐκ δε θαλασσης
† . . , . , . , , : λαβραξ : παρα το λαβρως ἐσθιειν : ἀδηφαγον γαρ ἐστι
9999668 θριδακινη
και τα καλουμενα ἐπισπορα : ταυτα δ ' ἐστι τευτλιον θριδακινη εὐζωμον λαπαθον ναπυ κοριαννον ἀνηθον καρδαμον : καλουσι δε
κριθινοϲ ἠ μαζα ἐξ ἀλφιτων , λαχανων δε ϲευτλον , θριδακινη , ῥεφανοϲ τε και πραϲα και κραμβαι δυϲιν ὑδαϲιν
9999668 ἐκομισθη
πεντηκοντα : και αὐτος Ἀγησιλαος πολλοις περιπεπτωκως τραυμασιν εἰς Δελφους ἐκομισθη , κἀκει την ἐπιμελειαν του σωματος ἐποιειτο . Φαρναβαζος
εἰναι , πριν τι ὑμας ψηφισασθαι . Ἐπει δ ' ἐκομισθη τα ὀστα του ἀδελφου , ὁ μεν προσποιουμενος παλαι
9999667 ῥητορικῃ
ἡ ῥητορικη . Ὁτι δε και θεος αὐτος ἐχρησατο τῃ ῥητορικῃ , δεικνυουσιν οὑτω : τῳ μεν οὐν συμβουλευτικῳ φασι
ὡς και μετρων τινων μνησθηναι . και ὁταν ἐν τῃ ῥητορικῃ κατασκευαζωμεν , το δικαιον οὐ φιλοσοφιας ἐργον ποιουμεν ,
9999667 ἑωρακα
ἐτη ταυτα ἐστιν ἀφ ' οὑ σε οὐδεν ἀλλο ποιουντα ἑωρακα , ἠ παρα τους διδασκαλους φοιτωντα και ὡς το
ἠγνοουν εἰ Φιλιππος τελευτησειε : οὐ γαρ δη ταὐτον ἐνυπνιον ἑωρακα Δημοσθενει . . την ἀξιωσιν ] το νομιζειν ἀξιον
9999666 κυκλῳ
! ! ] ] υϲιν ? ? προϲκαθημενοι ] εϲ κυκλῳ . ] εναυϲομαι ] τιν . ἀλλ ' ὁμωϲ
ὁπλα και τα περι την ἀγοραν ὑπο των ἱππεων ἐφρουρειτο κυκλῳ , μια τε οὐ κατελειπετο τοις ἀπιεναι βουλομενοις ἐξοδος
9999664 Καλλιμαχῳ
: ἀλλα πας μεν ἐβαλλε και πας ἐφονευετο και τῳ Καλλιμαχῳ προσεπιπτεν * ὁς καθαπερ προνενευκοτι λιθῳ προς θαλασσαν *
ἀληθες ὑπαρχον , ἐστι και πεπηγος . Ἐπιταξ . παρα Καλλιμαχῳ . το ἐπιῤῥημα , παρα το ἐπιταξω , ἀποβολῃ
9999662 πινακα
ἐς λογους ἠιε , ὡς Λακεδαιμονιοι λεγουσι , ἐχων χαλκεον πινακα ἐν τῳ γης ἁπασης περιοδος ἐνετετμητο και θαλασσα τε
δε . τι οὐν ; ἐχεις ὀστρεια ; πολλα . πινακα μοι τουτων παραθησεις αὐτον ἐφ ' ἑαυτου μεγαν .
9999660 βαρεα
? [ ! ] ? . και τα μεν [ βαρεα ] ? και παχεα δυσκολως διαφορειται [ , τα
φυσει και γλυκεα τοιαυτα δοκει : ὁμοιως και θερμα και βαρεα και των ἀλλων ἑκαστα : τοις δε νοσουσι τας
9999656 ἀμαρακινῳ
χρυσων ὁλκειων ἠλειφε κροκινῳ μυρῳ και κινναμωμινῳ και ναρδινῳ και ἀμαρακινῳ και ἰρινῳ . και συγκαλων αὐτους εἰς εὐωχιαν ποτε
και ἀρτεμισιας , και ἐγχυματιζεσθωσαν εἰς τον κολπον σουσινῳ ἠ ἀμαρακινῳ , ἠ πεσσος προστιθεσθω οἱος ὁ ἐννεαφαρμακος και ὁ
9999655 δριμειαϲ
ἀλλα ἀϲθενεϲτερον . περι δε του ἐλαιου εἰρηται . Κινναβαριϲ δριμειαϲ μετριωϲ ἐϲτι δυναμεωϲ , ἐχει δε τι και ϲτυψεωϲ
. Κεφαλαι ταριχηρων μαινιδων καυθειϲαι ξηραντικηϲ γινονται δυναμεωϲ οὐ πανυ δριμειαϲ : ταϲ ἐν ἑδρᾳ γουν ῥαγαδαϲ και γαργαρεωναϲ χρονιωϲ
9999655 ἐδωδη
ποιον σοι ποτον ἡδυ , τις ἐξ ἁλος ἐσσετ ' ἐδωδη ; ἠ ἀρα τις θεος ἐσσι ; θεοις γ
, το ἐσθιω , ἐδη και κατα ἀναδιπλασιασμον ἐδηδη και ἐδωδη κατα τροπην του η εἰς ω . . .
9999652 μακαριε
' ὁδι προσερχεται ὡσπερ κατα θεον εἰς ἀγοραν . Ὠ μακαριε ἀλλαντοπωλα , δευρο δευρ ' , ὠ φιλτατε ,
ἑκτεον αὐτοις . Ποια δη διαστελλῃ ; Δριμυτητα , ὠ μακαριε , ἐφην , δει αὐτοις προς τα μαθηματα ὑπαρχειν
9999649 Ἀναγεγραφθω
ΓΒ τετραγωνου ἰσον ἐστι τῳ ἀπο της ΓΔ τετραγωνῳ . Ἀναγεγραφθω γαρ ἀπο της ΓΔ τετραγωνον το ΓΕΖΔ , και
της ΖΕ προς το ὑπο των ΖΕ , ΕΗ . Ἀναγεγραφθω γαρ ἀπο της ΖΕ τετραγωνον το ΔΖ , και
9999648 μακαριζω
* μακαριστος . εὐτυχη . ὡς ] * καθα . μακαριζω . * θεα - σασθαι . ὠ . ἠγουν
δ ' ἐγω μακαριζω μεν : τον δε ἀνδρα ἐγω μακαριζω Ἀρκεσιλαν τον σον πατερα και το ἐκεινου ἀνδρειον τε
9999648 ἐλεχθη
ἀλλα χρονιωτερον . Το δε της καππαριος ἰδιον , ὡσπερ ἐλεχθη , παρα ταυτα : και γαρ το φυλλον ἐπακανθιζον
ὁλως οὐ μιγνυουσιν ὡσπερ το ἐρυσισκηπτρον ὑπερ οὑ και ἀρτιως ἐλεχθη . Βρεχουσι δε συντιθεντες τῳ οἰνῳ τῳ εὐωδει :
9999647 Λευκιππην
το ὀνομα ἐλεγε : Μελιτην μεν εἰναι την μισθωσαμενην , Λευκιππην δε την ἀνῃρημενην . εἰ δε ταυτα γεγονεν οὑτως
προς θεαν , ὡς ᾠετο . ἐπει δε εἰδε την Λευκιππην , ἀνεφλεγη την ψυχην , και ἐδοξεν αὐτῳ τοτε
9999647 χαλεπῃ
Διαλλαγη ; Προσαγε λαβουσα πρωτα τους Λακωνικους , και μη χαλεπῃ τῃ χειρι μηδ ' αὐθαδικῃ , μηδ ' ὡσπερ
ἐθελωσιν , ὁ δ ' ἑσπεται ὁστε σαοφρων , πριν χαλεπῃ μαστιγι και οὐκ ἐθελων ἐλαηται . κεινοι και τεχνας
9999645 Αἰγυπτιᾳ
πεντακισχιλιας , χεννια ταριχηρα μυρια . και Ἱππαρχος ἐν τῃ Αἰγυπτιᾳ Ἰλιαδι : οὐδε μοι Αἰγυπτιων βιος ἠρεσεν οἱον ἐχουσι
μεν μεγεθει μικρον , τῃ δε προσοψει τῃ ἀκανθῃ τῃ Αἰγυπτιᾳ τῃ λευκῃ παρεμφερες , τα δε φυλλα του δενδρου
9999643 χαλεπα
: ἐνθα δε νυκτα ἀεσαν , και νυκτα μεν ἀεσαμεν χαλεπα φρεσιν ὁρμαινοντες , και Ὁμηρος οὑτως παρετυμολογει : αὐταρ
εἰπειν το Πλατωνικον ἐν τῃ Ἐπινομιδι εἰρημενον οὑτως : εἰτε χαλεπα εἰτε ῥᾳδια , ταυτῃ ἰτεον , ταυτα τα μαθηματα
9999643 κηρυκα
ἀνδριαντων λιθινων ἠ χαλκων μηδεν ἡμιν διαφερετωσαν : και μητε κηρυκα δεχωμεθα παρ ' αὐτων μητε σπονδας σπενδωμεθα : ἡ
δορυ ἐλαβε και πολεμαρχους και πεντηκοντηρας και ξεναγους καλειν τον κηρυκα ἐκελευεν . ὡς δε συνεδραμον οὑτοι , τοις μεν
9999643 ἐθεμεθα
τροπον ἀντιθεσεως εἰναι τον νυν εἰρημενον , ἀλλ ' ἁς ἐθεμεθα ἠδη κινησεις τε και μονας ἐναντιας και καθ '
και το προτερον κατεπολεμηθημεν , συν θεῳ ἀμεινον ἠ τοτε ἐθεμεθα τον πολεμον : και γαρ ναυς και τειχη ἐχοντες
9999642 ἁλιοιο
το γ ' ἐν ξυνῳ πεποναμενον εὐ μη λογον βλαπτων ἁλιοιο γεροντος κρυπτετω : κεινος αἰνειν και τον ἐχθρον παντι
] κρεατα γεντα ] τα μελη ἀλοιφῃ ] το λιπος ἁλιοιο δε θαλασσιου ἠγουν ἐνυδρου γυιοις ] σαρξι ἡ ταχινῃσι
9999640 φλογι
γ ' Ἐρεχθεως δομους . ποιοισι πανοις ἠ πυρος ποιαι φλογι ; ἐμελλες οἰκειν τἀμ ' , ἐμου βιαι λαβων
δυνανται , της ἀγαν ψυξεως καταπνιγουσης το πυρ και τῃ φλογι μη συγχωρουσης εἰς ὑψος ἐγειρεσθαι . δια τι ὁ
9999640 ἐκωλυσε
τι περι τον νεανισκον , εἰ μη το βραδεως ἐλθειν ἐκωλυσε το ἐργον . οὐ μην τας γε ἐλπιδας ἀνειλεν
. καταστηναι δε ἐς μαχην τῳ Ἑλληνικῳ και τοις Τρωσιν ἐκωλυσε τους βαρβαρους : παρασκευῃ τε γαρ ἰσοι τῃ ἁπασῃ
9999639 ναυμαχιᾳ
την Σαλαμινα , ναυμαχων δε και τοις Ἀθηναιοις νικησας τῃ ναυμαχιᾳ ὁσους ἐζωγρησεν ἀνευ λυτρων ἀφηκεν . ὁπερ μαθοντες οἱ
περι Ἐρασινιδην στρατηγων , ὁτι τους ἐν Ἀργινουσσαις ἐν τῃ ναυμαχιᾳ ἀπολομενους οὐκ ἀνειλοντο . ἐγενετο δε ἡ ναυμαχια ἐπι
9999637 ϲπλαγχνα
τι και ϲτυψεωϲ . ἡ μεν οὐν ῥιζα αὐτου τα ϲπλαγχνα διακαθαιρει ποθειϲα και των κακοηθων ἑλκων ἀριϲτον ἐϲτι φαρμακον
θερμον : ὁθεν και αἱ ϲαρκεϲ ἐνιων ζῳων και τα ϲπλαγχνα ϲυναυξεται τε και ϲυμμειουται και καθολου τα ϲωματα τα
9999634 Ἀγαμεμνονι
. ἐξ ὡν μιαν ἑλοντες , Χρυσαν , γερας ἐδοσαν Ἀγαμεμνονι Χρυσηιδα , Χρυσου ἱερεως Ἀπολλωνος θυγατερα . ὁ δε
ἐπι ἀρχοντος Φιλοκλεους ὀλυμπιαδι π ἐτει β . πρωτος Αἰσχυλος Ἀγαμεμνονι , Χοηφοροις , Εὐμενισι , Πρωτει σατυρικωι . ἐχορηγει
9999633 ἐριδα
ὑμνων τον Μελησιαν , τον ἀλειπτην του Τιμασαρχου , την ἐριδα και την φιλονεικιαν ἀποστρεψαι , την παρα των ἀλλων
ἀμφοτερους μακαρες θεοι ὀτρυνοντες συμβαλον , ἐν δ ' αὐτοις ἐριδα ῥηγνυντο βαρειαν : δεινον δε βροντησε πατηρ ἀνδρων τε
9999633 τρυγα
συγχωννυε . και ἀνευ δε του νοσειν αὐτην ἐπιχεας την τρυγα γλυκυτερον ποιησεις τον καρπον . και ὁ καρπος δε
. Τρυγοιπος . ὁ ὑλιστηρ . παρα το ἰπουσθαι την τρυγα . Τεκμωρ . παρα το τεκω τεκμωρ , και
9999631 Πολιτικῳ
ἐν πρωτῃ Πολιτειας : και „ ἰσαιτερον „ και ἐν Πολιτικῳ ” πλησιαιτερον ” και „ ἡσυχαιτατα „ . Ξενοφων
ἀνδρειως ὑπομενῃ και λανθανειν βουλοιτο . πολιτικης μοριου . ἐν Πολιτικῳ ὁ Σωκρατης την δικαστικην ὀργανον φησιν εἰναι της πολιτικης
9999629 Ἀνδρομαχη
βαθυζωνους τε γυναικας . ἀν δ ' Ἑκτωρ ἀποθανῃ , Ἀνδρομαχη λεγει τι και Ἑκαβη , ἀλλα και Ἑλενη και
οὐ στοχαζεται των ὑποκειμενων προσωπων . και γαρ νυν ἡ Ἀνδρομαχη τα αὐτα φιλοσοφει ἁπερ και ἐμπροσθεν ἡ Κασανδρα :
9999629 ὀφθαλμοϲ
ἑκατονταρχιον ὑδαρεϲτερον ἐγχυματιζειν ϲυμφερει , εἰ μη ἡλκωμενοϲ εἰη ὁ ὀφθαλμοϲ . και εἰ μεν ἡ φλεγμονη ἐπικρατει , προϲπλεκειν
ὀπτικον νευρον , ὡϲ προειρηται , ἀλλα και ὁλοϲ ὁ ὀφθαλμοϲ ἐνιοτε παραλυεται , ποτε μεν μετα του λοιπου ϲωματοϲ
9999629 ἠρεσε
ὑμιν φυλαξει το μετριον μηκος των λογων ἑκατερου . Ταυτα ἠρεσε τοις παρουσι , και παντες ἐπῃνεσαν , και ἐμε
. πολλακις γαρ οὐδε ἐν δειπνῳ δεκα ἀνθρωπων ὁ πλακους ἠρεσε πασιν , ἀλλ ' ὁ μεν ἑωλον εἰναι φησιν
9999627 σπυριδα
εἰς την της τροφης παρασκευην θυλακος σαγη ὠνομασται . και σπυριδα δε ὀψωνιοδοκον πλεκτην ὀψων σχοινον ἐν Ἀμφιαρεῳ Ἀριστοφανης ἐφη
στρεβλαις τα σωματα κατατεινων ἀποκτειναι κεκαινουργημεναις ἰδεαις θανατου : ἀμμου σπυριδα πληρη βροχοις ἐκδησαμενος ἀνηρτα κατα των αὐχενων , βαρυτατον
9999625 Καστωρ
μελος . Καστορειον δε εἰρηται , ἐπειδη ὁ του Τυνδαρεω Καστωρ πρωτος τουτο εὑρεν . Ἑπτακτυπου ] Ἠγουν ἑπταφθογγου και
τε και Φιλοχορος ὁ τας Ἀτθιδας οἱ τε τα Συρια Καστωρ και Θαλλος και ὁ τα παντων Διοδωρος ὁ τας
9999624 θαυμαζω
⌊ ⌋ αὐξομενου ληιστου των Ἑλληνων ἀλλο τι λεγοντα , θαυμαζω , και δεδοικα τουτον , ὁστις ἀν ἠι ποτε
ἐκ μονου του προσωπου κεφαλαιοις ἐχρησαντο . [ , ] θαυμαζω δε εἰ μη κρινομενου πραγματος αἰτιαν τις ἀποδωσει και
9999624 Σαμοιο
Βοιωτιακον Μινυειον , και Σαμον Θρηικιην συντιθεις „ μεσσηγυς τε Σαμοιο και Ἰμβρου , „ ἱνα χωρισῃ ἀπο της Ἰωνικης
δε τις νησος μεσσῃ ἁλι πετρηεσσα , μεσσηγυς Ἰθακης τε Σαμοιο τε παιπαλοεσσης , Ἀστερις , οὐ μεγαλη , λιμενες
9999623 Κλεωνι
εὐ μεν εἰδως ὁτι ὡς οἱον τε μαλιστα ἐπιτηδειος εἰη Κλεωνι , οὐχ ἡγουμενος δ ' ἀν αὐτον τολμησαι τι
δ ' ἀκονῃ σκληρᾳ παραθηγομενης βρυχεις κοπιδος , δηχθεις αἰθωνι Κλεωνι . χλανιδες δ ' οὐλαι καταβεβληνται , θωρακα δ
9999623 οἰνανθη
. ἐμπεπασθω δ ' ἐσθ ' ὁτε τῳ ῥοφουμενῳ ὑδατι οἰνανθη ἠ ἐμβρεχεσθωσαν τῳ ὑδατι ἑλικες ἀμπελου ἠ ῥοας χυλου
εὐσκεπεις και προσειλους . διατελειν γαρ ἀνθουντα δοκει και ἡ οἰνανθη και το ἰον το μελαν και ἀλλ ' ἀττα
9999623 ἀφηκε
ἀλλ ' εἰχε καιρον ἡ φαρετρα και βελος , κριους ἀφηκε και χελωνιους τεχνας και πετροπομπους σφενδονας και συνθεσεις δεινας
τους ἐραστας . ” ταυτα εἰπουσα ἀπεστραφη και συγκαλυψαμενη δακρυων ἀφηκε πηγας . εὐκολοι δε τοις ἐρωσιν αἱ διαλλαγαι και
9999621 Ἀνδρομεδα
Κριῳ ζῳδια ταυτα : Κηφευς τε Κασσιεπεια , Περσευς και Ἀνδρομεδα , Ἀθηνα τε και Δελτωτον , συν τουτοις και
ἀστρον δε το ἐκ πολλων ἀστερων συστημα , ὡς ἡ Ἀνδρομεδα ἠ ὁ Κενταυρος . οἰδε δε την διαφοραν και
9999621 ἠναγκασθη
και των ἀλλων ἐγχωριων ἁπαντων συνεπιθεμενων , ὁ βασιλευς διαπορουμενος ἠναγκασθη καταφυγειν ἐπι τους μισθοφορους , ὀντας εἰς τρισμυριους .
ὑπελθοντων , Ποπλιλιου υἱος ὡς ἐν πολλῃ καταλειφθεις πενιᾳ δανειον ἠναγκασθη λαβειν εἰς την ταφην του πατρος , ὡς ἐρανισθησομενος
9999621 ἐτυγχανε
. Ταυτην δε Διονυσος μεν ἠρα , ἐρων δε οὐκ ἐτυγχανε . Μη τυγχανων δε μηχαναις το λειπον τῃ γνωμῃ
γαρ πινῳ δε οἱ αὐσταλεος χρως , ἀπεσκληρυμμενος τῳ ῥυπῳ ἐτυγχανε . φοιβησαντες οὐν λαμπρυναντες , καθαραντες : φοιβον γαρ
9999620 χιτωνοϲ
φαινεται , δια το ἐν τῳ βαθει κατακρυπτεϲθαι του κερατοειδουϲ χιτωνοϲ . ἡ γαρ κατα φυϲιν χροα τηϲ φλυκταινηϲ ἐϲτι
: δοιαι γαρ * αἱ ϲχιδεϲ † μοναι ἀπηλλαγμεναι του χιτωνοϲ : ὁδε ὠν ἀφιϲταται μεν και ῥευματι , ἁτε
9999615 ϲτυπτικηϲ
ὁ καρποϲ και τα φυλλα ξηραινει κατα την τριτην ταξιν ϲτυπτικηϲ ὀντα δυναμεωϲ : ὁθεν τραυματα μεγαλα κολλᾳ και δυϲεντεριαϲ
ἐλαϲματα διαπυρα ταὐτον ἐργαζεται . μετεχει γαρ ὁ ϲιδηροϲ τηϲ ϲτυπτικηϲ δυναμεωϲ και τουτου γε χαριν παρεϲκευαϲαμην κυλινδρουϲ ϲιδηρουϲ πλεοναϲ
9999615 δακτυλικα
δυο διῃρημενον περιοδους . και εἰσι της μεν πρωτης περιοδου δακτυλικα τετραμετρα δʹ , και ἐν ἐκθεσει στιχος ὁμοιος ἑξαμετρος
σε τα της πολεως καρπουμενον . ἐν εἰσθεσει κωλα βʹ δακτυλικα διμετρα , ἀκαταληκτον το αʹ , το δε βʹ
9999615 ὀφρυν
αὐτοις αἰσθομενος μεθ ' ἡδονης . κἀν μεχρι νεφεων την ὀφρυν ἀνασπασῃς , ὁ θανατος αὐτην πασαν ἑλκυσει κατω .
το Κασταλιας ὑδωρ πιοντων , οὐδ ' ἐπι σοφιᾳ την ὀφρυν ποτε ἀνασπασαντων ; Λεγ ' οὐν περι ἀνδρειας ,
9999614 αἰδοιῳ
Χαλκηδονιον σκωπτων , ὁτι οὐρων οὐ προσηγε την χειρα τῳ αἰδοιῳ , ἐλεγε : χειρες μεν ἁγναι , φρην δ
τον Χαλκηδονιον σκωπτων ὁτι οὐρων οὐ προσηγε την χειρα τῳ αἰδοιῳ ἐλεγεν χειρες μεν ἁγναι , φρην δ ' ἐχει
9999614 γλωσσα
πνευμα μετριον , τοιουτον δε ἐνιοτε , οἱον Πολυκρατει : γλωσσα οὐκ ἀχρως . Μετα δε ἑβδομην της ὑποστροφης χυλοι
γαρ δεδιασιν οἱ ὑπηκοοι ἐτι . ἠλευθερωται οὐν αὐτων ἡ γλωσσα προς το κακηγορειν βασιλεα . ζυγον ἀλκας ] ἡ
9999614 Ἐκληθη
ἀρκτωα μερη , ὡς που και αὐτος φησιν ὑποκατιων . Ἐκληθη Σινωπη δια το ἐκεισε την Σινωπην οἰκησαι και κτισαι
ἀνῃρημενων , ἐθαψεν αὐτους και ἱδρυσατο το δικαστηριον τουτο . Ἐκληθη δε ἐπι Παλλαδιῳ , ὁτι το Παλλαδιον το ἐκ
9999613 ἀτειρεα
ἀρα Σθενελῳ βριαρην κορυν Ἀστεροπαιου χαλκειην και δουρε δυω και ἀτειρεα μιτρην . Ἀλλοις δ ' ἱππηεσσι και ὁπποσοι ἠματι
νειμαντες ἐς ἀσπισι πολλα καμοντος εἰς ἀρετην ; ποιον γαρ ἀτειρεα μοχθον ἀνυσσας οὐκ ἐτλην ; ποιον δε δι '
9999613 Ἀντιμαχῳ
το ἀργυριον ἀπο της τραπεζης παρα Φορμιωνος Αὐτονομος , ὁσπερ Ἀντιμαχῳ διετελει γραμματευων τον ἁπαντα χρονον . δοθεντος τοινυν του
μη σφω ' Αἰαντε το πληρες σφωε . παρα γαρ Ἀντιμαχῳ και μονοσυλλαβως ἐν τριτῃ Θηβαϊδος το και σφω γεινατο
9999612 ἐτυχθη
μιμνε ποληος . ” Ἰσκεν , ἀμαλδυνουσα φονου τελος οἱον ἐτυχθη ἀνδρασιν : αὐταρ ὁ τηνγε παραβληδην προσεειπεν : “
ἡ αἰτια . . ἡμεις δ ' ἑσταοτες θαυμαζομεν οἱον ἐτυχθη : ὁτι ἀντι του ἐξεπληττομεθα . . . .
9999612 ἡμισεα
μο λ διπλασιοι εἰσιν Ϟ η . Δις ἀρα τα ἡμισεα ἰσα ἐστι τοις διπλασιοις : πολλαπλασιασθεις δε ὁ μεσος
οὑτινοσουν μετρουμενοι , οἱτινες ἐκ παντος περιττα μερη ἐχουσι τα ἡμισεα κατα την εἰς ἰσα διαιρεσιν : ὡς τα δις
9999611 Αἰσχινη
ἐφη , ποιον τιν ' ἡγεισθαι δει ; οὐκουν , Αἰσχινη , και κατα σου τα ἰαμβεια ταυθ ' ἁρμοσει
ἐκεινος ἐλυσε τα πλοια λαβων , οὐχ ἡ πολις , Αἰσχινη . Φερε δ ' αὐτα τα ψηφισματα και την
9999611 δριμυν
. οἰνον ποιουσα , ὁς εἰς δακρυα τους πινοντας κινει δριμυν τινα καπνον ἀναπεμπων . δια το ὀξυχολον οὐν του
θριδακινην ἀνασπωσι , και τον ὀπον αὐτης πικρον ὀντα και δριμυν ὑπερ των ὀφθαλμων αἰωρουσι των σφετερων , και λειβομενον
9999609 κερκιδα
αὐτον , ὁταν περιελιξωσιν , εἰς το του ζυγου τρυπημα κερκιδα ξυλινην ἐμβαλοντες , ἡ καλειται ἐνδρυον . ἁμαξης μερη
δυο δε τους δακτυλους , δυο δ ' ἀλλοι την κερκιδα περιαγουσιν ἐπι το πρανες , ὁ δ ' ὑπολοιπος
9999609 Περσεα
καλουσι τον συαγρον . Αἰσχυλος γουν ἐν Φορκισι παρεικαζων τον Περσεα τῳ ἀγριῳ τουτῳ συι φησιν : ἐδυ δ '
λεγοντες και ἀλλας γυναικας και ταυτην ἐς Ἀργος συστρατευσασθαι , Περσεα δε , ὡς ἐκρατει της μαχης , φονευσαι των
9999608 θαυμασῃς
ψευσομαι . ἐαν μεντοι ἀναμιμνῃσκομενος ἀλλο ἀλλοθεν λεγω , μηδεν θαυμασῃς : οὐ γαρ τι ῥᾳδιον την σην ἀτοπιαν ὡδ
ἐπ ' αὐτῳ τουτῳ μαλιστα τῳ ᾀσματι . Μη δη θαυμασῃς εἰ και αὐτος εἰκασαι βουλομενος , ὁπερ ἠν τῳ
9999608 Ἀττικῃ
ἀποκτειναι μονον , ἀλλ ' οὐδε νεκρον εἰασαν ἐν τῃ Ἀττικῃ , ἀλλ ' ὑπερ τους ὁρους ἐξεβαλον . Νικιας
. και ὀντων αὐτων οὐ πολλας πω ἡμερας ἐν τῃ Ἀττικῃ ἡ νοσος πρωτον ἠρξατο γενεσθαι τοις Ἀθηναιοις , λεγομενον
9999607 κυριῳ
ἐτους : εἰτα ἐπιδωσεις τῳ ἀστερι τῳ ὑποκατωθεν ὀντι τῳ κυριῳ της περιοδου ἑτερας ἡμερας ζ , και καθεξης ἐστ
εἰς τινα τοπον και τυχῃ ὁ κυριος αὐτου συνοδευων τῳ κυριῳ του τριτου τοπου ἀπο του ὡροσκοπου της καταρχης ,
9999607 ἐφυλαχθη
ὁτι και ἡ ἐγγενομενη θεσις του ὀνοματος οὐκ ἀλλως ἀν ἐφυλαχθη , εἰ μη μετα το ὀνομα και το ῥημα
ἐπειδη και ἐν ὁλῳ τῳ μελλοντι , οὑτος εἰ μεν ἐφυλαχθη το νυν , ὡσπερ και τἀληθες ἐχει , περας
9999606 λεπιδοϲ
κεκαυμενου , κηκιδοϲ , ἀριϲτολοχιαϲ ϲτρογγυληϲ , ἁλοϲ ἀμμωνιακου , λεπιδοϲ χαλκου , ϲχιϲτηϲ ϲτυπτηριαϲ και ὑγραϲ , ἰρεωϲ ,
, χαλκου κεκαυμενου , ἀριϲτολοχιαϲ ϲτρογγυληϲ , ἰου ξυϲτου , λεπιδοϲ ϲτομωματοϲ , περιϲτερεωνοϲ ὀρθου , ϲτυπτηριαϲ ϲτρογγυληϲ ἀνα #
9999606 ἀφαιρῃ
, τους δε φιλους ἐχθρους ἀποκαλεις τε και τον στρατον ἀφαιρῃ και τα ἐθνη ; ” και ὁ Καισαρ “
παρακολουθῃς και τεκμαιρῃ την νοσον , ἐαν δε τοις ἀριθμοις ἀφαιρῃ ἐκλυτους και νοσωδεστερους ποιει και ταις λαλιαις τετραυλωμενους και
9999606 δρεπανῳ
, εἰδως γε μην κακον θηριον τον ὀφιν , τῳ δρεπανῳ διακοπτει τον θηρα : και μεντοι των ἀφυκτων δεσμων
δακτυλου : και την ἀπο του πριονος τραχυτητα χρη ὀξει δρεπανῳ λειαινειν . Το δε ἐντιθεμενον κλημα , μεχρι μηκους
9999606 ὀργιζεσθε
Ἀθηναιους ; εἰ δ ' ὑμετερα , πως οὐκ ἐκεινοις ὀργιζεσθε καταλαβουσι την ἀλλοτριαν ; εἰς τουτο δε προβεβηκαμεν ἐχθρας
, ὁτι οὐ παντες ἰσως ἐπι πασι τοις κατηγορουμενοις ὁμοιως ὀργιζεσθε , ἀλλ ' ἑκαστος τι ὑμων ἐχει προς ὁ
9999606 κτω
. αἰσχρον νομιζε το διανοηθηναι το αἰσχρον . μη πλειονα κτω ὡν το σωμα ἐπιζητει . οὐ γεγονας ἐντρυφησων τῃ
, ἐξ οὑ το ἐκτατο και ἀπεκτατο : ἐκ του κτω παραγωγον κταινω , ὡς φω φαινω , χρω χραινω
9999605 Ἀττικῳ
ταχθεντας νενικηκοτων . και τι μοι δει Περσικης μαρτυριας ἐξον Ἀττικῳ παραδειγματι χρησασθαι ; ἀκουεις που τον Κυνεγειρον : οὐ
ταως λεγονται και ἀποβολῃ του ς ποιουσι την γενικην τῳ Ἀττικῳ ἐθει , οἱον ὁ Τυφως του Τυφω και ὁ
9999604 δυαδα
περιεξουσι , παλιν κἀνταυθα της οἰκειοτητος του ἡμισους προς την δυαδα , καθ ' ἡν ἐπιδιμερης ὁ λογος ἐστι ,
ὡς Ἀπολλωνα μεν την μοναδα οὐσαν , Ἀρτεμιν δε την δυαδα , την ἑξαδα Γαμον και Ἀφροδιτην , την δε
9999603 ἐλυπηθη
ὁ δε Χαιρεας ἀκουσας , καιτοι φιλοπατωρ ὠν , ὁμως ἐλυπηθη πλεον ὁτι ἐμελλεν ἀπελευσεσθαι μονος : οὐ γαρ οἱον
ὁσσον : ὀλιγον . παχνωθη : ἀντι του ἐπαγη , ἐλυπηθη : ὁ τροπος εἰληπται ἀπο της παχνης . ἠ
9999602 ληφθειη
δεισας περι του ἀστεος , ὁπως μη ἐξ ἐπιδρομης βιᾳ ληφθειη τοις ὁπλοις , λαθων διαβαινει συν τοις ὁπλιταις τον
αὐτον ἐρχεται και τον κινδυνον λεγει και ὡς , εἰ ληφθειη παρων , εἰς βασανους ἀπαχθησεται . ὁ δε ἐτυχε
9999602 κηρωτηϲ
ποτε μεν μελιτοϲ ἐπιχριων , ἐϲτι δε ὁτε και δια κηρωτηϲ . Εὐκρατοτατοϲ ἐϲτιν ὁ ἀνθρωποϲ , ὁταν τῳ ϲωματι
⋖ η , ϲαμψυχου ⋖ α τριψαϲ μετ ' ἐλαιου κηρωτηϲ παχοϲ χρω . ἠ λατυπηϲ ⋖ ρ , λεπιδοϲ
9999602 φαιδρῳ
την δικην καλουντος . Εἰσεισι γουν ἡ γενναια και μεγαλοψυχος φαιδρῳ τῳ προσωπῳ και την εἰκονα δε κρυπτουσα ὑπο την
εἰναι δυναμιν Ἀγησιλαῳ της βασιλεως παρασκευης , Ἀγησιλαος δε μαλα φαιδρῳ τῳ προσωπῳ ἀπαγγειλαι Τισσαφερνει τους πρεσβεις ἐκελευσεν ὡς πολλην
9999602 κομηϲ
καϲϲιαϲ # β ἀγαρικου ⋖ δ κροκου ⋖ δ κενταυριου κομηϲ Γρʹ δ μελιτοϲ # β ῥοδων χυλου # δ
ὀξουϲ και καθαιρει γενναιωϲ τον μελαγχολικον χυμον . τηϲ δε κομηϲ κοπτομενηϲ και ϲυν ἑφθῳ μελιτι ἠ και ἑψηματι εἰϲ
9999601 Μεγαριδα
λεχθεισης , ἀπολαμβανοντα ἐντος τα προς τῃ Πελοποννησῳ την τε Μεγαριδα και την Ἀττικην . δια δε τουτο και Ἀκτην
ἐν τῳ ἐργῳ : ἐν τῳ πολεμῳ . ἐς την Μεγαριδα : γην δηλονοτι . δευτερᾳ και ἑξηκοστῃ ἡμερᾳ :
9999601 βαροϲ
ἐϲεϲθαι και μαλιϲτα των οὐρων ἐλαττωθεντων . προϲ τουτοιϲ δε βαροϲ ἐπιϲημον και ἀλγημα και ταϲιϲ ἐν τοιϲ καθ '
κατακαιει τα κατα την γαϲτερα , μηδε ἀναδοθηναι δυναμενα δια βαροϲ . ἀμεινον οὐν γευεϲθαι πολλων ἐφεξηϲ ἀλλων ἐπιϲκοπουμενον εἰλικρινη
9999601 δοκῃ
ἀξιον ἡγησεται του προς αὐτον εἰσελθειν ; ὡστε ἀν σοι δοκῃ και ἐνθυμηθῃς τι τοιουτον , κοπριαν μαλλον περιβλεπου κομψην
δε δει το ἑτερον και το πλουσιον , ἱνα μη δοκῃ πλουσιος εἰς ἑτερον ὁρᾳν πλουσιον . Οὑτος σπευδει μεν
9999600 εὑρεθῃ
. . . . . . εἰ δε τι ἀλλο εὑρεθῃ , κατα διαλεκτον ἠ παθος ἐγενετο , ὡς το
παν ὠφελιμος οὐδε βλαπτικος . ἐαν δε ὁ ὡροσκοπος ἀφετης εὑρεθῃ , τον κυριον των ὁριων τοτε σκοπειν δεησει και
9999599 ἀσιτιᾳ
' ἀπαρακαλυπτως ἡδυπαθει . βιους δε προς τα ὀγδοηκοντ ' ἀσιτιᾳ κατεστρεψε . Βιβλια δ ' αὐτου φερεται ταδε :
μεν οὐν οἱ φλεγματωδεστεροι και ὠμοι τῃ τε ἡσυχιᾳ και ἀσιτιᾳ και ὑπνῳ : των δ ' ἀλλων τους μεν
9999599 ἀπελθῃς
τῳ νομῳ αὐτου , ἐξελθῃς ἐκ της πολεως αὐτου και ἀπελθῃς ἐν τῃ πολει σου και τῳ σῳ νομῳ χρησῃ
οἰκει ; Ξενω γαρ ἐσμεν ἀρτιως ἀφιγμενω . Μηδεν μακραν ἀπελθῃς , μηδ ' αὐθις ἐπανερῃ με , ἀλλ '
9999599 θελησῃ
, ὡστε την του ὑδατος ἐπεχειν ὁρμην , ὁταν τις θελησῃ , και αὐ παλιν ἀνιεναι , ὁ κοινως πετυνιον
, μετα το ἀπολυθηναι την γυναικα μετανοησῃ ἡ γυνη και θελησῃ ἐπι τον ἑαυτης ἀνδρα ὑποστρεψαι , οὐ παραδεχθησεται ;
9999599 κυλικα
λεγοντα ὁτι Λιβυων των Νομαδων τινες οὐδεν ἀλλο κεκτηνται ἠ κυλικα και μαχαιραν και ὑδριαν , και ὁτι οἰκιας ἐχουσιν
δε ὁ πινων : λυσις , γαλακτος ὀνειου πισαι ὁσον κυλικα , ἐπειτα του φαρμακου , ὑφ ' οὑ το
9999598 Μενανδρῳ
που δε και χλαιναι και ῥηγεα σιγαλοεντα και οἱ παρα Μενανδρῳ καυνακαι , και χειμωνος σισυραι και το παρ '
το στεφανουν , ὡς παρα τε Θεοπομπῳ ἐν νζʹ και Μενανδρῳ ἐν Αὑτον πενθουντι . Στειριευς : Ὑπερειδης κατ '
9999598 οἰνοϲ
ἐν ἀπεπτῳ νοϲηματι κωλυοι : μεγαλαϲ γαρ ἐπι τουτων ὁ οἰνοϲ ἐργαζεται βλαβαϲ . και εἰ μεν θεροϲ εἰη και
παραπληϲια θερμα τυγχανοντα , ἐξαπτει τουϲ πυρετουϲ , ὡϲπερ και οἰνοϲ . ὀξυμελι δε οὐτε τουϲ πυρετουϲ ἐξαπτει , ἀλλα
9999598 νοοιο
παρ ' ἐκ μελαν αἱμα και ἱρα ἀθανατων ἐλαθοντο παραιβασιῃσι νοοιο . Τω και σφιν μετοπισθεν Ἐριννυες ἀλγεα τευχον :
' ἀνερι πορσυνουσαν ἠτορ και πραπιδων ἑτερηρεα δυσφορον ὁρμην πλαζομενοιο νοοιο , ποτμον γε μεν οὐτι φερουσαν νουσον , ἐχειν
9999596 βελονῃ
μερος της ποσιος . Τριχωσιος . Ὑποθεις το ῥαμμα τῃ βελονῃ τῃ το κυαρ ἐχουσῃ , κατα το ὀξυ της
μερος του κηρου διατηκων ἐξῃρει και μετα την ἀναγνωσιν τῃ βελονῃ αὐθις ἐπιχλιανας τον κηρον , τον τε κατω ὑπο
9999595 κραμβη
προσηγορικα και παραληγοι τῳ Ο : τυρβη Κομβη κυμβη Θισβη κραμβη Ἀλβη . το δε φορβη ἐχει το Ο .
εὐζωμον , ῥαφανος τελευταια λαμβανομενη : των δ ' ἑφθων κραμβη , λαπαθον , γογγυλη , και μαλλον ἑωλος .
9999595 εὑρισκω
ἀριθμουμεν ἀπο του δυτικου ὁριζοντος ἑως της μεσουρανουσης μοιρας : εὑρισκω μοιρας ρ αἱ πλεοναζουσι των Ϙ παλιν το θʹ
χρωμεθα μη μειον ἠ εἰκοσιν ἡμερων . ἐγω γαρ λογιζομενος εὑρισκω πλεον ἠ πεντεκαιδεκα ἡμερων ἐσομενην ὁδον , ἐν ᾑ

Back