ᾡ οὐ μονον δυο κυνες ἀργοι εἱποντο , ὡς τῳ Τηλεμαχῳ ἐκκλησιαζοντι , ἀλλα των Ἀκταιωνος πολυ πλειονες . ῥητορων
τετραετει των μνηστηρων ἀσωτιᾳ . Τουτον οὐν τον ἀθροιζομενον ἐν Τηλεμαχῳ λογισμον Ἀθηνας ἐπιφανειαν ἠλληγορησεν . Ὁμοιωθεισα γαρ γεροντι ἡκει
9999335 ἀτοπα
θεων „ εἰπεν „ ὑμας ἐρησομαι πρωτον , τι μαθοντες ἀτοπα και γελοια θεων εἰδη παραδεδωκατε τοις δευρο ἀνθρωποις πλην
δεισθαι , ὡν εἱς ἐστι και μαλιστα ὁ Ἀριστοτελης , ἀτοπα ταυτα δοκει . εἰ γαρ ὁ εὐδαιμων , φησειεν
9999269 ἐθοϲ
πολλον χρονον ἰῃ , μελετη μεν ἐγγιγνεται τῃ φορῃ , ἐθοϲ δε τοιϲι τῃδε χωριοιϲι ἐϲ ὑποδεξιν του αἱματοϲ :
ἐϲ την κοιλιην , ἀλλ ' ἀνεληφθη βιῃ , τουτεοιϲι ἐθοϲ ἐπιφλεγμαινειν τα κατω ἐντερα . ξυνηθεϲ δε το παθοϲ
9999242 ὁρᾳς
σοι ὁτουουν πεποιηκεναι ; τουτῳ γαρ που και συγγεγονας και ὁρᾳς οἱος ἐστιν . εἰ δε βουλει , Περικλεα ,
ὁ ἀνοητος . Και τι σοι λεγομεν τον Ἀπολλω ; ὁρᾳς τουτονι τον Ἡλιον τον προγονον του Ἀπολλωνος , ὡς
9999236 ῥοδινῃ
οὐ δει τα μορια θερμαινειν , ἀλλα ψυχειν ἐπιεικως τῃ ῥοδινῃ κηρωτῃ [ τῃ ] μεθ ' ὑδατος ἀνακοπτομενῃ και
ἐν τοιϲ χαλκειοιϲ , ἡτιϲ ἐποπτηθειϲα λειοτριβειται και ἀναλαμβανεται κηρωτῃ ῥοδινῃ μεχρι ϲυϲταϲεωϲ ἐμπλαϲτρωδουϲ . ταυτα μεν ἐξωθεν : ἐϲωθεν
9999223 ῥοδινῳ
αἱ ῥαγαδες , το δια των κεκαυμενων χαρτων ξηρον πολλῳ ῥοδινῳ ἐκλυσας ἐπιτιθει δια μοτων , και γαρ ἐκτυλοι και
βοειου ἠ αἰγειου ἀρτου το ἐντοϲ ἐπιβαλλε και μαλαξαϲ παραπτου ῥοδινῳ και χρω καταπλαϲματι , ἠ το ὀπιον και τον
9999207 κραϲεωϲ
. κατακειϲθω δε ὁ καμνων ἐν τοπῳ φωτοϲ τε και κραϲεωϲ ϲυμμετρωϲ ἐχοντι και ποικιλων τινων ἀπηλλαγμενῳ ζωγραφιων , ἐν
. ἡ δε διαγνωϲιϲ ϲοι ἐϲτω πρωτον μεν ἐκ τηϲ κραϲεωϲ και τηϲ ἑξεωϲ του ἀνθρωπου , ἐπειτα δε κἀκ
9999200 Ῥωμῃ
ἐπι διαλλαγῃ . Γιγνομενων δε τουτων τερατα και σημεια ἐν Ῥωμῃ πολλα και φοβερα ἠν . κυνες τε γαρ ὠρυοντο
ἐνιαυτον . Ἐπ ' ἀρχοντος δ ' Ἀθηνησι Τιμοσθενους ἐν Ῥωμῃ την ὑπατικην ἀρχην διεδεξαντο Καισων Φαβιος και Λευκιος Αἰμιλιος
9999178 ιβʹʹ
ληʹ ιβʹʹ λϚʹ γʹʹ ιβʹʹ Ἡρακλεια ληʹ γʹʹ λϚʹ γʹʹ ιβʹʹ Ὑψα ποταμου ἐκβολαι λη ∠ ʹʹ λϚʹ γʹʹ ιβʹʹ
Πολα λϚʹ μδʹ γοʹʹ Νεσακτον λϚʹ δʹʹ μδʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Πολεις δε εἰσι μεσογειοι της μεν Ἰστριας Πουκινον λδʹ
9999173 χυλῳ
. . ⎭ τα ξηρα κοψας και σησας ἀναλαμβανε τῳ χυλῳ και ἑψηματι ἠ γλυκει παλαιῳ Κρητικῳ , και χρω
σκαμμωνιας συν νιτρῳ και ὑδατι θερμοις , ἠ νιτρον συν χυλῳ ἀψινθιου και ὀξει , ἠ πρασου χυλον μετα μελιτος
9999146 Εἰρηνῃ
λινου . της κολλυρας δε καλουμενου ἀρτου Ἀριστοφανης μεμνηται ἐν Εἰρηνῃ . ὁ δε ὀβελιας ἀρτος κεκληται ἠτοι ὁτι ὀβολου
ἐν τοις Ἀχαρνευσιν ἠ Βαβυλωνιοις , ἠ ἐν τῃ ἑτερᾳ Εἰρηνῃ ” και σποραδην † δια † τινα ποιηματα παρατιθεται
9999129 κραϲιϲ
. ἀντιπραττει δε τῃ φλεβοτομιᾳ παιδικη και γεροντικη ἡλικια , κραϲιϲ θερμη τε ἀγαν και ξηρα και χωρα και ὡρα
κατωθεν δε μεχρι μεϲων μηρων ὁρμητικη μεν οὐν ἡ τοιαυτη κραϲιϲ ἱκανωϲ ἐϲτιν ἐπ ' ἀφροδιϲια , ταχιϲτα μεν ἐμπιπλαμενη
9999086 τἀδελφῳ
το σωμα οὐ ῥωμαλεοι , οἱπερ οὐν χρονῳ ὑστερον βασκηναντες τἀδελφῳ της τε ἀρετης και της ἀλλης εὐδαιμονιας ἐκεινον μεν
βουλει , τῳ πατρι και τοις ἀδελφοις , ἀλλα και τἀδελφῳ του πατρος ” , ἐπιστραφεις και τουτους ἐν ᾡπερ
9999084 φυϲεωϲ
? ! ? Ἀφροδιτ [ ] των ἐν μερει ] φυϲεωϲ εὐ γ ' , ὠ ϲεβαϲ ] ! οκνει
ἡ του κατα φυϲιν ἐκτροπη , πολυ δε το τηϲ φυϲεωϲ οἰκειον . περι δε ταϲ ἀκμαϲ ἡ του παρα
9999081 πηλικῳ
τι κατα των μυστηριων κολαζοντος . ΠΗΛΙΚΟΤΗΣ . Ἐντευθεν τῳ πηλικῳ : κατασκευασεις δε , ὡς ἠδη προειπομεν , τουτο
σου του παιδος μετ ' ἐκεινον πραττομενα : εἰτα τῳ πηλικῳ : ὁτι και δεινον και πολλης ἀξιον ἀγανακτησεως το
9999081 ἠλθε
αὐτῳ καταλεξειαν ἁπερ βουλοιτο . και πρωτη μεν ἡ Ἐλπηνορος ἠλθε ψυχη , ὁς ἐν τῃ Κιρκης οἰκιᾳ ἐτι ἀθαπτος
' ἀγων ὁδ ' οὐκ ἀφροντιστος παλαι : νεικης παλαιας ἠλθε , συν χρονῳ γε μην : ἑστηκα δ '
9999080 ὀξουϲ
καθ ' αὑτο και μετα χηνειου ϲτεατοϲ ἰρινον μετ ' ὀξουϲ δαφνινον ϲυκα ξηρα μετα ϲιναπεωϲ κρομμυου χυλοϲ μετα ϲτεατοϲ
ἀκοποιϲ τε και μαλαγμαϲιν : ὁ καρποϲ δε μετ ' ὀξουϲ πινομενοϲ ἐπιληπτικουϲ ὠφελει . Αἰδοιον ἀρρενοϲ ἐλαφου ξηρανθεν τε
9999065 Πυρηνῃ
ὀρεσι διοριζεται . τουτων δε το μεν παραλληλον ἐστι τῃ Πυρηνῃ , την ἀρχην ἀπο των Κανταβρων ἐχον , τελευτην
Λιγυστικης ἀρξαμεναι μεχρι των πηγων του Ῥηνου . τῃ δε Πυρηνῃ προς ὀρθας ἠκται Κεμμενον ὀρος δια μεσων των πεδιων
9999052 ῥᾳδιωϲ
ξηρανϲιϲ ἐπι τοϲουτον , ὡϲ ἀποϲτηναι το πεπονθοϲ ὀϲτουν . ῥᾳδιωϲ οὐν ἀναπλευϲει τα ἐγκαθημενα των ὀϲτων , εἰ μηκωνοϲ
, εἰ μεν ἁπαξ ϲυϲταιη , δια ἐμετων καθαρθειϲα καθιϲταται ῥᾳδιωϲ : εἰ δε αὐθιϲ ἐξ ἑτερου τινοϲ ἠ ἑτερων
9999030 φοινιξι
πλησιον τοπων , ἡ δε ὑλη πολλακις εἰρηται κειμενη ἐν φοινιξι , σταφισι , κηκισι , σιδιοις , στυπτηριᾳ ,
, ἐν ᾑ ταφος Ἐρυθρα δεικνυται , χωμα μεγα ἀγριοις φοινιξι καταφυτον : τουτον δε βασιλευσαι των τοπων και ἀπ
9999030 σαλῳ
. α . ἀποσαλευσας : ἀποφυγων ἐκ του λιμενος και σαλῳ ὁμιλησας , . . . ἀπολεκτον : οὐχι το
πολλων ποταμων : παρακινδυνως μεν οὐν ὁρμιζονται μετεωρα ἐν τῳ σαλῳ τα ναυκληρια , το μεντοι λυσιτελες νικᾳ : και
9999013 ῥιζηϲ
ὀϲφραντον δε τουτο καλλιϲτον : μηκωνοϲ λευκηϲ κωδιων πεφωγμενων μανδραγορου ῥιζηϲ φλοιου το ἰϲον λεια ποιηϲαϲ και φυραϲαϲ οἰνῳ και
παιωνιαϲ ἡ ῥιζα ἐρεβινθων μελανων ἀφεψημα ἀμυγδαλα μαλιϲτα πικρα ἠρυγγιου ῥιζηϲ ἀφεψημα δαμαϲωνιον ἀδιαντον ϲελινου ϲπερμα μαραθρου δαυκου πετροϲελινου ἀμεωϲ
9999011 πιτυοϲ
και προϲ νομαϲ . Ἀλλο . ἀριϲτολοχιαϲ ⋖ Ϛ , πιτυοϲ φλοιου ⋖ Ϛ , μαννηϲ ⋖ Ϛ , κιϲηρεωϲ
, κηκιδων , ψιμυθιου , ἀκακιαϲ , ὑποκιϲτιδοϲ χυλου , πιτυοϲ φλοιου , λιβανου , ϲμυρνηϲ Ἀμινναιαϲ ἰϲα : ξηροιϲ
9999009 Ἀμφιαρεω
. ἀριστον ] ἐξαιρετον . ἀριστον ] + γενναιον . Ἀμφιαρεω βιαν ] περιφραστικως . Ἀμφιαρεω βιαν ] τον Ἀμφιαραον
σκυτειῳ παρεοντων και ἀλλων την τε ποιησιν αὐτοις ἐπεδεικνυτο , Ἀμφιαρεω τε την ἐξελασιαν την ἐς Θηβας , και τους
9999003 Χαλκιδι
, Ξενοκρατους μεν ἐν Ἀκαδημειᾳ , Ἀριστοτελους δ ' ἐν Χαλκιδι διατριβοντος . τελευτησαντος δε Ἀλεξανδρου του Μακεδονος και των
ἐν Πιεριᾳ ἀπο του Ἑλικωνος , των δε το ἐν Χαλκιδι ἀπο της Ἀρεθουσης , εἰτα ἐρωτωντων αὐτον ποιῳ συγκατατιθεται
9998999 Εὐρωπη
τα ἀλλα ἀνευρηται ὁμοια παρεχομενη τῃ Λιβυῃ . Ἡ δε Εὐρωπη προς οὐδαμων φανερη ἐστι γινωσκομενη , οὐτε τα προς
ὡς ἐκεινος ; εὐφροσυνης κατεπλησας την οἰκουμενην ; Ἀσια και Εὐρωπη τας ἐκ σου γεγενημενας δωρεας οὐ χωρει ; καινας
9998994 ϲυνεχωϲ
, οὐδε ὁλωϲ ὁϲοι δια πολλου νοϲουϲιν . εἰ δε ϲυνεχωϲ τιϲ φαινοιτο νοϲων , εἰ μεν πληθωρικοϲ , ϲκοποϲ
γληχωνοϲ ἀφεψημα ἀγνου φυλλα θυμου ἀφεψημα χαμαιπιτυϲ βουτυρον νεαρον ἐκλειχομενον ϲυνεχωϲ χημαι ἑψηθειϲαι πανυ και ἐϲθιομεναι ἐπιρροφουμενου του ζωμου ἐλαιον
9998990 δριμυ
. Κἀπειτ ' ἐπειδη τἀργυριον ἐπραττομην , ἐβλεψεν εἰς με δριμυ κἀμυκατο γε Τουτου πανυ τοὐργον : οὑτος ὁ τροπος
δευτερον , ὁτε δε οἱον πολυπου θολον , ὁτε δε δριμυ οἱον ὀξος , ὁτε δε σιαλον και λαπην ,
9998979 λυκῳ
λεοντι ἀν ἠ παρδαλει αὐτον ὁμοιωσαις . την οὐραν δε λυκῳ φερει παραπλησιαν . καταγραφος αὐτῳ πασα ἡ δορα και
. . παρδαλει ] δια το ποικιλον της γνωμης . λυκῳ ] δια το ἁρπακτικον . κομητην ] δασυτριχον ,
9998975 Σκορπιῳ
σημαινει , ἐν δε Ζυγῳ φανερωθῃ , ἀλλα και τῳ Σκορπιῳ : Τοξοτῃ γαρ οὐδεποτε , βραδυ δ ' ἐν
ἑω ὁλως προσακοντισαι προσων Καρκινῳ ἠ Ἰχθυι ἠ τῳ δεινῳ Σκορπιῳ , Περσαις μηνυει ἀγαθα : ἐκχυθεντες γαρ οὑτοι πλουτον
9998975 ἀϲφαλτοϲ
πιτυοϲ τε και πευκηϲ φλοιοι , ϲμυρνα , λιβανωτοϲ , ἀϲφαλτοϲ , ἀλοη , ἀριϲτολοχια , τεφρα κληματινη , ψιμυθιον
ὁμοιωϲ ἡ τεφρα λειοτατη , κοπροϲ ὀνου και ἱππου , ἀϲφαλτοϲ , βατραχου ϲποδια , διφρυγεϲ , κηκιϲ , μυρϲινη
9998972 ψυξεωϲ
ταϲ τροφαϲ ἐκ προϲαγωγηϲ ϲυϲταλτεον τηϲ ἑξεωϲ αὐτων ἀρχην ἠδη ψυξεωϲ λαμβανουϲηϲ . μεγιϲτον δε γνωριϲμα του ἀριϲτα κατεϲκευαϲμενου ϲωματοϲ
ἐπι των εὐπαθη την κεφαλην ἐχοντων . καταφοραϲ γαρ και ψυξεωϲ κινδυνωδουϲ καταρχει . χρωμεθα δε προϲκλυϲματι και ἐπι ῥευματιζομενων
9998966 ληφθῃ
ὁταν γαρ , φησι , και ἐπι τουτων των δευτερων ληφθῃ τι ταὐτον κατα παντα , ὡς κατ ' ἐκεινο
] δια το κδʹ του εʹ . ἐαν γαρ πρωτος ληφθῃ ὁ ΜΚ , δευτερος ὁ ΖΔ , τριτος ὁ
9998963 κδʹ
τρομων . κβʹ . Ὀφθαλμικα . κγʹ . Ὠτικα . κδʹ . Περι των τηϲ ῥινοϲ και τηϲ ὀϲφρηϲεωϲ παθων
ὡς μετα ἑξηκοστα ἡμερας μιας μδ ιζ της ἐν τῃ κδʹ του Θωθ μεσημβριας γεγονεναι την μεσην συνοδον : τουτεστιν
9998960 Ὀλυμπῳ
εἰναι νομισωσι το μηδεν , τουτους δε θεους τους ἐν Ὀλυμπῳ ; Τοτε χρη στρουθων νεφος ἀρθεν και σπερμολογων ἐκ
της Μακε - δονιας , τα δ ' ἐν τῳ Ὀλυμπῳ τῳ Μυσιῳ και ἐν Πινδῳ , τα δ '
9998937 ψαμμῳ
τι προς την θαλασσαν ὡρμησαν : ἐχουσαι δε οὐδεν ἐν ψαμμῳ τρωξιμον , ἐλθουσαι προς την ναυν αἱ θρασυτεραι αὐτων
αἱματος : και ἠν μεν χολωδης ᾐ , ἐπι τῃ ψαμμῳ ξηραινομενον το αἱμα χλωρον γινεται : ἠν δε φλεγματωδης
9998932 πνεω
ἡ ἀγαν εἰλουσα . ἠ παρα το ἀω , το πνεω , οἱον : Βορεης [ και ] Ζεφυρος ,
. και γαρ το ἠτορ παρα το ἀω ἐστι το πνεω , ἀητορ , και ἀποβολῃ του α , ἠτορ
9998929 μυελῳ
προς δε τας βαθυτερας ἐπιρρηξεις ἐπαλειφε αἰγειῳ τεθεραπευμενῳ λιπει ἠ μυελῳ βοειῳ ἠ στεατι χηνειῳ . Ὁταν δια γηρας οἱ
ῥιζα ὀπτη συν ῥοδινῳ και τα ἀνθη συν κηρωτῃ και μυελῳ και στεατι , ὑσσωπον συν βουτυρῳ και μελικρατῳ .
9998922 λαθρῃ
' ἠελιον τε , της γενεης ἐκλεψεν ἀναξ ἀνδρων Ἀγχισης λαθρῃ Λαομεδοντος ὑποσχων θηλεας ἱππους : των οἱ ἑξ ἐγενοντο
' Ἀφροδιτης , την ἀρ ὑπο μνηστηρσιν ἐχον μισγοντο δε λαθρῃ . ” ἀφανδανει ἀπαρεσκει . ἀφενος πλουτος , ἠτοι
9998920 Εὐρωπηι
. . Σκυλλαιον : ἀκρα , περι ἡς Ἑκαταιος ἐν Εὐρωπηι φησιν . . Λοκροι Ἐπιζεφυριοι : πολις Ἰταλιας .
Πευκετιαντες : ἐθνος τοις Οἰνωτροις προσεχες , ὡς Ἑκαταιος ἐν Εὐρωπηι . . . . Ἀδρια : πολις και παρ
9998917 κωμικῳ
, συμποτικος συμποτικωτατος , και ποτις γυνη παρα Φρυνιχῳ τῳ κωμικῳ . προπινειν διαπινειν , διαμιλλασθαι ἐν ποτῳ , ἐκπινειν
των χυδην εἰρημενων . Μετρῳ δε ταυτην ἐκτιθεναι προειλετο τῳ κωμικῳ δε , της σαφηνειας χαριν : εὐμνημονευτον ἐσομενην οὑτως
9998909 Πυλῳ
, Γ ὡς Φιλοχορος φησιν . μετα τα ' ν Πυλῳ Γ : μετα τα ἐν Πυλῳ και τους τʹ
και ψηφισαμενων Ἀθηναιων αὐτῳ τον πλουν , των τε ἐν Πυλῳ στρατηγων ἑνα προσελομενος Δημοσθενη , την ἀναγωγην δια ταχους
9998900 ʹʹ
ʹʹδʹʹ μβʹ γʹʹ Κλωδιανου ποτ . ἐκβολαι ιθʹ μβʹ ∠ ʹʹ Ῥοδη πολις ιθʹ ∠ ʹʹ μβʹ ∠ ʹʹ μεθ
νʹ Νουαισιον λαʹ ∠ ʹʹ ναʹ Ϛʹʹ Μηλοκαβος λαʹ ∠ ʹʹ νʹ γοʹʹ Γραυιοναριον λαʹ ∠ ʹʹ νʹ Ϛʹʹ Λοκοριτον
9998891 ΕΖ
ὑπο ΔΕΑ μετα του ἀπο ΑΖ ἰσον ἐστιν τῳ ἀπο ΕΖ , και ἐστιν το ἀπο ΑΖ ἰσον τῳ ὑπο
μειζων της ΕΖ . ὁτι δε μειζων ἡ ΔΕ της ΕΖ , δηλον ἐκ του δυνασθαι την μεν ΔΓ ἑξαγωνου
9998885 πωϲ
δε τριτην θερμαινουϲαν μεν ἰϲχυρωϲ , οὐ μην ἠδη γε πωϲ καιουϲαν : ἐφ ' ᾑ τεταρτην τε και ἐϲχατην
Γη Κρητικη ἠ κρηταριον . Ἡ δε Κρητικη γη παραπληϲια πωϲ ἐϲτι τῃ τε Ϲαμιᾳ και ταιϲ ὁμοιαιϲ , ἀλλ
9998879 ῥιγοϲ
πλανητων τε και ἀτακτων καλουμενων . προϊοντι δε αὐτῳ γιγνεται ῥιγοϲ και αὐξανομενῳ ϲυναυξεται και το ῥιγοϲ . ἡ δε
μενον ἐν ὁλῳ πλεοναϲει τῳ ϲωματι , το ἀνεκθερμαντον ἐργαζεται ῥιγοϲ ἀνευ πυρετου : ἐπι γαρ των ἐπι χυμοιϲ ἀναπτομενων
9998875 λυπῃ
τῳ ποδι παραχρημα νεκρον ἐδειξεν . ὁ δε πατηρ τῃ λυπῃ συσχεθεις και πελεκυν ἁρπα - σας ἐπειρατο φονευσαι τον
ἀλλ ' ὁτι τῳ μεν ἠμελημενῳ το λυπηθηναι , τῃ λυπῃ δε ἠκολουθησεν ἀν οὐκ ἀλογως ἡ σιγη . τουτῳ
9998874 Φοινιξι
ἐπειδη ἐστι κηρυκες κηρυκων κηρυξι κηρυκας κηρυκες και Φοινικες Φοινικων Φοινιξι Φοινικας Φοινικες : και ἰδου ἐπι τουτων ἡ δοτικη
προσθεσει του ι ποιει την δοτικην των πληθυντικων , Πελοψι Φοινιξι . τους θωρακας , ὠ θωρακες . Ἑνικα .
9998864 κηʹ
του Οὐαρου ποταμου ἐκβολας ἐν τῳ Λιγυστικῳ πελαγει Μασσαλιωτων Νικαια κηʹ μγʹ ιβʹʹ Ἡρακλεους λιμην κηʹ δʹʹ μβʹ ∠ ʹʹδʹʹ
φυτα και εἰ ζῳα κζʹ . Περι τροφης και αὐξησεως κηʹ . Ποθεν αἱ ὀρεξεις γινονται τοις ζῳοις και αἱ
9998863 λυμῃ
τα ἐκεινου ἐφρονεον , ἀνδρα τον δοκιμωτατον ἑωυτων οὑτω αἰσχρως λυμῃ διακειμενον , οὐδενα δη χρονον ἐπισχοντες ἀπιστεατο προς τους
' ἀλλα περιεωρων ἀπολλυμενα . Ἑρνικες δε δυσανασχετουντες ἐπι τῃ λυμῃ και διαρπαγῃ των ἀγρων , ἀναλαβοντες τα ὁπλα ἐξηλθον
9998862 Νεμεα
πʹ Ὀλυμπιαδα . Ἀλκιμεδοντι παιδι παλαιστῃ , και Τιμοσθενει παλαιστῃ Νεμεα . Μελησιᾳ ἀλειπτῃ . Ἀλκιμεδοντι παιδι παλαιστῃ και Τιμοσθενει
αὐτος ὁ Ἀλκιμεδων Ὀλυμπια νενικηκεν , ὁ δε ἀδελφος Τιμοσθενης Νεμεα : διο οὐ παντες παντων κοινωνουσι των ἀγαθων .
9998860 ἑλκωθῃ
ἰσχιον εἰληθεωσι , μη προσφερειν δριμυ μηδεν : ἠν γαρ ἑλκωθῃ ἐπην φλεγμηνῃ , κινδυνος το παμπαν ἀτοκον γενεσθαι :
και συκης και ῥοας και μηλεας : ἐνια δε κἀν ἑλκωθῃ και μειζον και βαθυτερον ἀπολλυται . τα δ '
9998856 εἱλε
ζημιαν , ἱνα σοι της ἀγορας ἀνιουσα διηγησηται , ποσους εἱλε των θεωμενων , ἐπαιρομενη μεν τοις διηγημασιν , ἐρυθριαν
Ἠ ῥα μεγα φρονεων . τους δ ' ἀγριος εἰσαϊοντας εἱλε χολος , περι δ ' αὐ Πολυδευκεα τυψεν ὁμοκλη
9998855 Λιβυη
ἐχομεν γαρ ἐξ ἱστοριας δειξαι , ὁτι ἱερα ἠν ἡ Λιβυη τῃ θεῳ . ὁ δε νους : ὑπεδεξατο δε
Ὀλυμπια Ὠκεανια Ἐσχατια Κορυφη Ἑσπερια Ὀρτυγια Ἀμμωνις Αἰθιοπια Κυρηνη Ὀφιουσσα Λιβυη Κηφηνια Ἀερια ” . το ἐθνικον [ Λιβυς ]
9998850 ἰδιωϲ
ἀρχαϲ πλην των ἀγαν τε δριμεων και των καυϲτικων : ἰδιωϲ δε προχριϲαϲ ἐλαιῳ το δηγμα μαραθρου ῥιζηϲ μετα μελιτοϲ
προϲ φλεγμοναϲ εἰρημενα πλην των ἐλαιωδων τε και δριμεων , ἰδιωϲ δε τουτο : ῥοιαν γλυκειαν ἑψηϲαϲ ἐν οἰνῳ και
9998832 Μελι
μεχρι παχυ τε ὁμαλως και γλυκυτερον του ὠμου γενηται . Μελι δ ' ἀριστον ἐστι το γλυκυτατον τε και δριμυτατον
ἐρεικηϲ καρποϲ και τα τουτοιϲ ὁμογενη . Ὠτων καθαρτικα . Μελι οἰνομελι γλυκυϲ οἰνοϲ ἐλαιον καρυινον ἀμυγδαλινον καθ ' αὑτο
9998822 Αὐλιδι
Ἀγησιλαου ἐλθειν ἐπ ' αὐτον οὐδε θυσαι ἐασαιεν αὐτον ἐν Αὐλιδι τῃ Ἀρτεμιδι , ἐνθαπερ ὁτε Ἀγαμεμνων εἰς την Ἀσιαν
τας του Λεω θυγατερας ἀπεκτεινεν , αὑτη προς σφαγην ἐν Αὐλιδι την Ἀγαμεμνονος ἐξεδωκε παιδα . μηδεις οὐν ἀστοργον εἰναι
9998819 Εἰληφθω
ΗΘ : ὁτι ἰση ἐστιν ἡ ΒΕ τῃ ΘΚ . Εἰληφθω το κεντρον του ΑΒΓ κυκλου το Λ , και
, τουτεστι το ὑπο ΑΒΓ . . . Ἀλλως . Εἰληφθω το κεντρον του κυκλου το Ε , και ἐπεζευχθω
9998813 ἑωϲ
θεριναι . αὑτη ἡ ὡρα αὐξει ἐν ἀνθρωποιϲ χολην μελαιναν ἑωϲ ἰϲημεριαϲ φθινοπωρινηϲ . χρω οὐν ψυχρῳ και τοιϲ εὐωδεϲι
ἠ βραχιοϲιν : ϲυμπαϲχει γε μην και τα προαιρετικα . ἑωϲ μεν οὐν ταιϲ των ποδων διαρθρωϲεϲι και μονον ὁ
9998804 βωμῳ
πλατυς , ἐν ᾡ το ἐτνος ἐτιθεσαν και προσηγον τῳ βωμῳ . ἐλατηρ δε παν το πλατυ . εἰσι δε
φωνην ἀκουειν ψευδων ἀνεπιγνωστον : ὑστερον δε και παρα τῳ βωμῳ του Διος μαντευεσθαι ἐκ της του πυρος ἀναδοσεως .
9998803 κωμῃ
και λιτρωδεστερα , ὡς και τα ἐν τῃ καλουμενῃ Λεοντος κωμῃ της Φρυγιας . τα δε περι Δορυλαιον και πινομενα
. Κλεαρχος Κυρου πεσοντος ἀναχωρων μετα των Ἑλληνων ἐστρατοπεδευεν ἐν κωμῃ τροφην ἀφθονον ἐχουσῃ . Τισαφερνης πρεσβεις πεμψας ἠξιου μενειν
9998800 ὁκοσῳ
. Αἱ δε ἀλλαι νουσοι οὐκ ἐχουσι δια γνωμην ἐν ὁκοσῳ ὑγιεες ἐσονται ἀποφαινεσθαι . Οὑτω δε ἐχουσι και τα
διαλιμπανοντα , ὁτε μεν σφοδρα , ὁτε δε ἡσσον : ὁκοσῳ δ ' ἀν ὁ χρονος τῃ νουσῳ προϊῃ ,
9998793 Ἀρχιαδῃ
ἐαν ἐν τῳ οἰκῳ εἰναι τον Λεωκρατην υἱον εἰσποιητον τῳ Ἀρχιαδῃ , συνεχωρησεν ὁ Μειδυλιδης , οὐχ ἡττηθεις ἐν δικαστηριῳ
προφασιν Λεωκρατης ὁ τουτουι πατηρ Λεωστρατου εἰσποιει αὑτον υἱον τῳ Ἀρχιαδῃ , και ἐνεβατευσεν οὑτως εἰς την οὐσιαν ὡς ὑπ
9998788 Εὐρυπυλῳ
οἱ ἐνι φρεσι μεμβλετ ' Ἀχαιων τειρομενων ὑπο Τρωσι και Εὐρυπυλῳ μεγαθυμῳ . Οἱ δ ' Ἀχιληιον υἱα παρεζομενοι ἑκατερθε
ἀριστειαν ἀνονητον και τῳ Διομηδει και τῳ Ὀδυσσει [ και Εὐρυπυλῳ ] , και τον Αἰαντα φησι μαχεσθαι προθυμως ,
9998780 λιθαργυρῳ
λειον μετα χοληϲ αἰγοϲ και βοοϲ και προβατου καταχριομενον ϲυν λιθαργυρῳ , προβατειοϲ ἀϲτραγαλοϲ κεκαυμενοϲ λειοϲ ϲυν αὐϲτηρῳ οἰνῳ ,
το οὐρον του βουρδωνος και συνεψησῃ κηρῳ και ἐλαιῳ και λιθαργυρῳ , και καταπλασσῃ ποδαγρῳ , ὁ μεν ἀσθενων ἰαθησεται
9998780 γο
ἐπι ἰσχιαδικων θαρρων . Ἰου γο αʹ ςʹʹ , μαννης γο αʹ ςʹʹ , οἰσυπου γο αʹ ςʹʹ , ἀμμωνιακου
οἰσυπου γο αʹ , ὀποβαλσαμου γο αʹ , ἐλαιου ὀμφακινου γο Ϛʹ , ναρδινου μυρου γο Ϛʹ . κοπτε ἐν
9998772 ὀψε
, βραχεα ἐκεκτηντο , και τουτων τα πολλα πεντηκοντορους : ὀψε τε ἀφ ' οὑ Ἀθηναιους Θεμιστοκλης ἐπεισεν Αἰγινηταις πολεμουντας
καταγνωναι των ἐξαπατησαντων ἐκεινων , οἱ δε κἀν αἰσθωνται ἐξηπατημενοι ὀψε ποτε γεροντες ἠδη γενομενοι , ὀκνουσιν ἀναστρεφειν αἰδουμενοι εἰ
9998761 ὑψηλη
' ἐνι προδομῳ εὑρ ' ἡμενον , ἐνθα οἱ αὐλη ὑψηλη δεδμητο , περισκεπτῳ ἐνι χωρῳ , καλη τε μεγαλη
: ” ἡ τε γαρ πλατανος αὑτη μαλα ἀμφιλαφης και ὑψηλη , και του ἀγνου δε το ὑψος και το
9998760 ὑληϲ
. και ἡ λεπιϲ δε του ϲτομωματοϲ τηϲ αὐτηϲ ἐϲτιν ὑληϲ . ὁϲα μεν οὐν των ϲτυφοντων ἱκανωϲ γεωδη ταιϲ
ἠ πλευρον ἠ πνευμονα ἠ τι των κυριων μεταϲταϲηϲ τηϲ ὑληϲ . βελτιον μεν οὐν ἐπι μεν των χολωδεϲτερων ἠ
9998757 ξηραϲ
ἀει τηϲ ἐπικρατουϲηϲ ποιοτητοϲ ἐπικρατηϲει τα γνωριϲματα . Θερμηϲ και ξηραϲ κραϲεωϲ ϲημεια . Ἡ δε θερμη και ξηρα κραϲιϲ
ληφθειϲ αἱμα δι ' οὐρων ἀγει . Ὀροβακχη ψυχραϲ και ξηραϲ ἐϲτι κραϲεωϲ κατα την πρωτην ταξιν . Ὀρυζα ἐχει
9998750 ἑλκῃ
του μη ἐπι του βηματος , ἠ παρακελευηται , ἠ ἑλκῃ τον ἐπιστατην , ἀφειμενης της ἐκκλησιας ἠ της βουλης
διιοντα ἠν . Το ἐν ψυχει κεισθαι ἐπιβεβλημενον , ὡς ἑλκῃ μεν το ψυχρον , θαλπῃ δε το τοιουτον εἰδος
9998744 ναρκῃ
: θαλασσιων βατῳ τῳ λειῳ , σκορπιῳ , γογγρῳ , ναρκῃ , ἐγχελυϊ , ψησσῃ , κωβιῳ , ἑψειν δε
ἡ ἐν θνητῳ σωματι ἀρετη , ἀλλα παραπλησιον τι πασχουσα ναρκῃ , μικρον ὁσον ὑποχωλαινουσα . ” ἐναρκησε ” γαρ
9998742 δοιδυξ
, τους περδικας , ὠ περδικες . Ἑνικα . Ὁ δοιδυξ του δοιδυκος , ὁ Βεβρυξ του Βεβρυκος : ὁσα
. Ἐστωσαν δε ἐν τῃ τοιαυτῃ σφαιροποιϊᾳ ἐργαλεια τοιαυτα : δοιδυξ ἀργυρους , λαβις ἀργυρα , χειροδακτυλοι ἀργυροι : και
9998737 δʹʹ
πρωτη ἐξοχη λθʹ γʹʹ νθʹ γʹʹ το ἀνατολικωτατον αὐτης μʹ δʹʹ νηʹ ∠ ʹʹ ἡ ὑπο ταυτην ἐφεξης λζʹ νζʹ
πολις νβʹ ∠ ʹʹ μαʹ δʹʹ Ἰμβρος νγʹ γʹʹ μαʹ δʹʹ Ἡ δε Χερσονησος περιοριζεται ἀπο μεν ἀρκτων τῃ εἰρημενῃ
9998734 Στυγα
στοιχεια . και μη θαυμασῃς , εἰ νυν μεν την Στυγα ὑλην εἰπε , νυν δε την Ῥεαν . δοξαι
. ἐνθα δε ναιεταει . τινες οὑτως ἐπειραθησαν ἀλληγορειν , Στυγα την φθοραν λεγοντες του θανατου , ὁπου , φησι
9998733 μυρμηξ
γενοιτο κενον το μεταξυ , ὁρασθαι ἀν ἀκριβως , εἰ μυρμηξ ἐν τωι οὐρανωι εἰη . . . Α .
περιπηγνυσιν , ὡς πολυχωρητοτερον το τοιουτον σχημα , και ὁ μυρμηξ τον σιτον ἐν τοις ἑαυτου λαβυρινθοις ἀποθησαυρισθεντα διαιρει ,
9998733 ἠθικῃ
και ἡμεις τον Λογον Διος ἀδελφον ἀνεπλασαμεν , ὡς ἐν ἠθικῃ συνοψει . Ἁ τοινυν χρη ἐν τοις πεπλασμενοις των
ὑποκειμενον αὐτης , περι ὁ καταγινεται . ὑποκειμενον δε τῃ ἠθικῃ και πολιτικῃ τα ἐν βιῳ ἐστι πραγματα και αἱ
9998727 ῥιζῃ
ἐν τῳ μεϲῳ καθεϲτηκε . το δ ' ἐν τῃ ῥιζῃ δακνωδεϲ τε και λεπτομερεϲ ἐϲτι μεν ὀλιγον , ἐϲτι
ἀρτιου και περισσου εἰδη ὡς πηγῃ τινι και ἀμφοτερων ἀδιακριτῳ ῥιζῃ και ἀναγκαιως ἀδιαιρετῳ παρα τα ἀλλα παντα . και
9998719 ἁλοϲ
μεν ὀξυκρατῳ ἑψων αὐτην , ἐν δε ταιϲ περιοδικαιϲ ἀναγωγαιϲ ἁλοϲ ὀλιγον ϲυμπλεκων , ποτιζε μεθ ' ὑδατοϲ : ὁτε
. Ἀλλο . μελανθιου λειου ⋖ η ἀφρονιτρου ⋖ α ἁλοϲ ἀμμωνιακου ⋖ α ἐλαιῳ ἠ ἰρινῳ ἠ κυπρινῳ ἀνεϲαϲ
9998706 ΒΔ
. ιηʹ . Παλιν των ΑΒ ΒΓ μεση ἀναλογον ἡ ΒΔ , και τῃ ΓΔ ἰση κεισθω ἡ ΔΕ :
ἡ ὑπο ΒΑΓ γωνια . ἐπει γαρ το ὑπο των ΒΔ , ΔΓ περιεχομενον ὀρθογωνιον ἰσον ἐστι τῳ ἀπο της
9998700 σχῃ
μελι και το ἑψημα και ἑψε , ἑως μελιτος παχος σχῃ , και ἀνελομενος χρω θαρρων ἐπι τα εἰρημενα :
ὑπνου , διανασταντας ἀνατριψασθαι σινδονιῳ , μεχρις ἀν ἐρευθος τι σχῃ το δερμα , κἀπειτα τῃ δια ἐλαιου τριψει συμμετρως
9998694 πιε
ὑδωρ ἐκ της ὑδριας σου . ἡ δε εἰπε : πιε , κυριε . και σπευσασα καθειλε την ὑδριαν ἐπι
* φυρσαμενος : μιξας , ἐνωσας κυκησας * πιεειν : πιε πιειν * οἰνης : ἀμπελου * ἀρκιος : ὠφελιμος
9998694 ἐλλεβοροϲ
ἀνθοϲ ποθεντα ϲυν μελικρατῳ ὀβολοι ε καθαιρει ἀνω , ὡϲπερ ἐλλεβοροϲ λευκοϲ , ἀκινδυνωϲ : ὁ δε καρποϲ και κατω
κοιλιᾳ τε και ϲτομαχῳ χολην ἀγουϲα . ἁρμοζει δε ὁ ἐλλεβοροϲ και τοιϲ ὀξεωϲ νοϲουϲι και τοιϲ ἐν χρονιοιϲ νοϲημαϲι
9998692 Σινωπῃ
ἐθνικον της Μηδικης Πτεριηνος , της δ ' ἐν τῃ Σινωπῃ Πτεριος . Πτολεμαϊς , πολις Φοινικης . ἐκαλειτο δε
σκευη γαρ ἑλκων ᾠχετ ' ἐκ της οἰκιας . οἱ Σινωπῃ δ ' αὐ συνοντες οὐχ ὑδρᾳ συνεισι νυν ;
9998683 ὁρμω
Πυθαγορικωτερον ἐκδεξαιτ ' ἀν τις ἐκ των αὐτων τοις ἀνωθεν ὁρμω - μενος . ἐπει γαρ σωματοτητι και ζῳωδιᾳ και
φαινομαι : ἀλλως : ὑπερθεν , φησι , της μητρος ὁρμω το σωμα καταλιπων , οἱον φαντασμα ποιησας , ἐπι
9998681 σιωπῃ
ἀκην , οἱον : παντες , ἀκην δ ' ἐγενοντο σιωπῃ : και ἐξ αὐτου ἀκεων : ἀλλ ' ἀκεων
. † τουτεστιν ἐκαλυπτετο ὑπο πολλης χιονος , ἀντι του σιωπῃ . * ἐν . . Δεον εἰπειν νωνυμως ,
9998681 φοβῳ
. Ἀλλ ' οὐχ ἱκανως , εἰπον , ἐδηλωθη , φοβῳ ὡν ὑμεις ἀντιλαμβανομενοι δεδηλωκατε μακραν και χαλεπην αὐτου την
ὑμας , ἀλλ ' ὑπερ ὑμων δεδιεναι , και τοιουτῳ φοβῳ παρα παντων των ὑπηκοων δορυφορεισθαι ὑμιν την βασιλειαν :
9998680 πησσω
σημαινει την κιβωτον και παρα την ἀντι προθεσιν και το πησσω γεγονεν : το μολιβδοτηξ , ὡς φησιν ὁ Ἡρωδιανος
ὑλαω ὑλασσω , ὀδυω ὀδυσσω , γινεται ἀφυγετος , ὡς πησσω παγετος , και πλεονασμῳ του σ ἀφυσγετος , 〚
9998674 θωρηκοϲ
, ξυν ὀξεϊ πυρετῳ , εὐτε ξυνεϲτι αὐτεοιϲι βαροϲ του θωρηκοϲ : ἀπονιη , ἠν μουνοϲ φλεγμηνῃ πνευμων . ἀπονοϲ
. ἐν γαρ τῃ νειαιρῃ γαϲτρι κατωτατω ἱζει προϲωτατω του θωρηκοϲ : ἀλλα και το ἐργον αὐτεηϲ ἐπικαιρον , ἡ
9998673 χυμοϲ
ἀϲθενεια δια παντοϲ ἐνυπαρχει τοιϲ ἀϲθενουϲιν ἀρθροιϲ : οὐτε δε χυμοϲ μονοϲ : οὐ γαρ δη τοιϲ ἀρθροιϲ ἐνεϲκηπται μονοιϲ
παντωϲ αἱματοϲ ἀφαιρετεον . ἐϲθ ' ὁτε γαρ ὠμοϲ τιϲ χυμοϲ ἠθροιϲται κατα το ϲωμα : διο προϲεχειν χρη ἀκριβωϲ
9998664 κηρυξι
εὐτραφες των ἡμιονων ἑωρακοτες και την παρασκευην των τροφων τοις κηρυξι πιστευσαντες ὡς οὐκ ἀν δυναμενοι χρονῳ μακρῳ την πολιν
τε των ἰδιων και των δημοσιων . ἡ δε τριτη κηρυξι και πρε - σβειας [ ἀξιοι ] χρηματιζειν ,
9998661 φορμιγγι
: Ἁρμονιας δε ποτ ' εἰς ὑμεναιους ἠλυθον οὐρανιδαι , φορμιγγι τε τειχεα Θηβας τας Ἀμφιονιας τε λυρας ὑπο πυργος
, φωτες , οἱ χρυσαμπυκων ἐς διφρον Μοισαν ἐβαινον κλυτᾳ φορμιγγι συναντομενοι , ῥιμφα παιδειους ἐτοξευον μελιγαρυας ὑμνους , ὁστις
9998657 σκωληξ
ὁ Ἰνδος ἀθηρος ἐστι , μονος δε ἐν αὐτωι τικτεται σκωληξ φασι . και το μεν εἰδος αὐτωι ὁποιον δηπου
. + . ἀλωπηξ : κλινεται ἀλωπεκος , το γαρ σκωληξ παραληγομενον τῳ ω τῳ κανονι οὐκ ἀντικειται , ἐπει
9998649 δασυ
βοτανης παραπλησιον ἡδυοσμῳ , ἀλλ ' οὐ [ δε ] δασυ ἐστιν του ] του πινοντος νεατος ] ὁ ἐσχατος
εἰχομην : και γαρ , φησιν , ἐν τῳ ἐχω δασυ ἠν το ε , ἐψιλωθη δε δια την ἐπιφοραν
9998648 ἐθρεψε
' ἐστιν ἐκεινα , ἐξ ὡν ἀνδρας Μαραθωνομαχους ἡμη παιδευσις ἐθρεψε . Τοιαυτ ' ἀττα ὁ Μιλτιαδης ἀποκρινειται , οὐτ
πασας , αὐταρ ὁ Θυμβραιος [ τους ] | ἁλς ἐθρεψε δρακοντας , Πορκην και [ Χαριβοιαν ] | ,
9998647 Σκυθικῃ
τεθορυβημενους , ἱνα παραμενοιεν τε ἐπι πλεω χρονον ἐν τῃ Σκυθικῃ και παραμενοντες ἀνιῳατο των παντων ἐπιδευεες ἐοντες , ἐποιευν
: τουτοις δε Ἡροδοτος ὁμολογουντα ἐγραψε Ταυρους τους προς τῃ Σκυθικῃ θυειν παρθενῳ τους ναυαγους , φαναι δε αὐτους την
9998631 θυμιῃν
ἐπιθεμα , την στοιβην ὑποκαιων , πρισματα κυπαρισσου ὑποβαλλων , θυμιῃν . Σκαμμωνιην , σμυρναν , λιβανωτον , μυρον περιχεας
και μυρον ἐπιχεας , φθοϊδας ποιεειν , και ἐπι πυρι θυμιῃν . Ἠ αἰγος κερας καταπρισας , ἐλαιῳ ἀνακυκᾳν ,
9998628 ἡσσω
τα δε ἀπο ὀνοματων περισπαται : θαλασσα θαλασσω , ἡσσων ἡσσω , κρεισσων κρεισσω , κισσος κισσω , λυσσα λυσσω
' οὐδεν ἀγουσι . δια το την ἐπιστημην της τολμης ἡσσω ἐχειν : ἠτοι δια το τολμαν μεν ἐχειν αὐτους
9998614 Φαραω
ἀποφηνας : ” διδωμι γαρ σε ” φησι „ θεον Φαραω „ : θεος δε ἐλλειψιν ἠ προσθεσιν οὐκ ἀνεχεται
σωματικης χωρας βασιλευς : ” ἐπιστραφεις ” γαρ φησι „ Φαραω εἰσηλθεν εἰς τον οἰκον αὐτου , και οὐκ ἐπεστησε
9998608 ὀξοϲ
εἰϲ ψυχρον ὑδωρ ἀλλαϲϲων . εἰ δε ἀντι του ὑδατοϲ ὀξοϲ μιξῃϲ τῃ κηρωτῃ ἐπιρραινων ἐν τῳ λειουϲθαι αὐτο ἐν
εἰδη κοπεντα , τα δε χλωρα ἀκοπα βαλλε εἰϲ το ὀξοϲ , και παλιν μετα ζ ἡμεραϲ παντα ϲιρωϲαϲ ἐπιβαλλε
9998608 δωσω
' ἀλλα . κακοδαιμων ἐγω . οἱαν δικην τοις κορεσι δωσω τημερον . φροντιζε δη και διαθρει παντα τροπον τε
. πιμπλη συ μεν ἐμοι , σοι δ ' ἐγω δωσω πιειν : ἀμυγδαλη μεν παιζετω παρ ' ἀμυγδαλην .

Back