. Θεοπομπος πεντηκοστῳ ἑβδομῳ . Μεσσαπια , χωρα Ἰαπυγιας προσεχης Ταραντι . το ἐθνικον Μεσσαπιος . Παυσανιας δεκατῳ . Μεσσαπιον
το παραπαν ἐπιουσα οὐδε ἀλογῳ ζῳῳ . βουν δε ἐν Ταραντι ἰδων ἐν παμμιγει νομῃ και κυαμων χλωρων παραπτομενον ,
9999984 Ταραντινοι
Κροτωνιατης και Τιμαιος ὁ Λοκρος και Φιλολαος και Ἀρχυτας οἱ Ταραντινοι και ἀλλοι πλειους , και μετα ταυτα Πλατων ἐν
πρωτος ἐξεθηκε την ἐννεακαιδεκαετηριδα . Ὡς την ἐν Ἰταλιᾳ Ἡρακλειαν Ταραντινοι ἐκτισαν . Ὡς ἐπι της Ῥωμης Σποριος Μαιλιος ἐπιθεμενος
9999975 ξηραντικης
ἀγριας ῥοιας : ἰσχυρως δε στυφει την γευσιν , και ξηραντικης δε και ψυκτικης ἐστι δυναμεως και παχυμερους , και
δυσεπουλωτα ἐν βουβωσι και μασχαλαις και τραχηλῳ , και καθολου ξηραντικης ἐστι δυναμεως : τουτους τους ἐπαινους Ἀσκληπιαδης περι αὐτης
9999975 ἡγεμονικων
ἀρχην . ἀλλως . ὑπνος ἐστιν ἡσυχια και παυλα των ἡγεμονικων . τις ποιητικη αἰτια του ὑπνου ; ἡ ἐν
τον ἐγγυτερον ἠ ἀπωτερον του πληττομενου , των ἐν ἡμιν ἡγεμονικων τῃ συμφυτῳ μουσικῃ θαυμασιως ἁμα και προχειρως εὑρισκοντων τε
9999973 σωτηριαν
οὑτωσι δηλων , τουτο δε ὡς οὐδεν ἀλλο εἰποντος εἰς σωτηριαν του Φημιου μειζον ἠ ὁτι οὐδενος ἀνθρωπων ἐστι μαθητης
και τῳ πληθει των οἰκτιρμων σου ὡρισας μετανοιαν ἁμαρτωλοις εἰς σωτηριαν . συ οὐν , κυριε ὁ θεος των δικαιων
9999973 συστρατευσαι
Ζελειτας δε ἀφηκε της αἰτιας , ὁτι προς βιαν ἐγνω συστρατευσαι τοις βαρβαροις : Δασκυλιον δε παραληψομενον Παρμενιωνα ἐκπεμπει :
την χωραν των Ἀμαζονων μετα στρατιας της συνεκπεσουσης αὐτωι : συστρατευσαι δε και Σιπυλον τωι Μοψωι τον Σκυθην πεφυγαδευμενον ὁμοιως
9999973 ναυμαχουντες
ἀκροπολιν ἀνηγαγον , πολλα δε και καλα και πεζῃ και ναυμαχουντες ἐστησαν τροπαια , ἐφ ' οἱς ἐτι και νυν
ναυτας ἀκοντιζοντες . τελος δε τουτῳ τῳ τροπῳ κατα κρατος ναυμαχουντες οἱ Συρακοσιοι ἐνικησαν , και οἱ Ἀθηναιοι τραπομενοι δια
9999972 κρασει
ἀμφι προθεσεως και της ἰων μετοχης γεγονεν ἀμφιιων , και κρασει των δυο ιι εἰς ι μακρον γινεται Ἀμφιων .
, ἠτοι ἐπιτηδειοτητος προκοπη , ὑπο την ποιοτητα ἀναγονται ὡς κρασει ἑπομεναι , ὁθεν και ἐπιτηδειοτητα προκοπης την δυναμιν λεγουσιν
9999972 δεικνυσι
ὑποτιθεται την ΔΖ ἐλασσονα της ἐκ του κεντρου και παλιν δεικνυσι το ΑΒ μεγεθος ἐλασσον του ΔΖ μεγεθους . Ἀπο
] το δε ἀποδωσετε καλως εἰπε και οὐχι δωσετε . δεικνυσι και δια τουτου ὁτι οὐκ ἐστιν αὐτων , ἀλλα
9999972 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999972 ὑπεμειναν
ἠρεσκεν : ἀμεινους γαρ ἠσαν ὑμων , και οὐκ ἀν ὑπεμειναν οὐδε εἱς αὐτων οὐδεν μαλλον ἠ των λεοντων τις
λαβειν οὐ θελησαντες , ἀλλα δια την ἀκαιρον δεισιδαιμονιαν χαλεπον ὑπεμειναν ἐχειν δεσποτην . . : , , , .
9999972 Ἑλλανων
εἰσιοντι εἰς τον ναον ἀριστερας χειρος : Αἱδ ' ὑπερ Ἑλλανων τε και ἀγχεμαχων πολιηταν ἑστασαν εὐχομεναι Κυπριδι δαιμονιᾳ .
. . Λακαινα μεν παρθενων ἀγελα Ὁμολα Ὁμολωϊα Βουλομαι παιδεσσιν Ἑλλανων . . . . * * * ἀν δε
9999972 ἀπεδειξαμεν
και ἑτερον ψυχρον ἑλκει , ὁπερ ψευδος ἐστιν , ὡς ἀπεδειξαμεν . Και αὑται μοι ἀναγκαι προηγμεναι . Ἀποδειξας ἀνωτερω
. λαʹ . Ἡμεις δε το παραλελειμμενον ὑπο του Θεοδοσιου ἀπεδειξαμεν ἀστρονομικωτατα τουτον τον τροπον . Ἀνατελλετω γαρ ὁ ἡλιος
9999972 διδασκουσι
φυουσιν ἀλληλοις και κροκοδειλους ποιουσι και τα τοιαυτα ἀπορα ἐρωταν διδασκουσι τον νουν . Ἀλλα ἐμε ἀμαθη και ἀπαιδευτον εἰναι
ἐκδιδασκει . και αἱ Ἰδεαι δε το βιβλιον εὑρεσεις τινων διδασκουσι . τι οὐν ἐστιν εἰπειν ; ἠ ὁτι ἐν
9999972 λιπαραν
εὐδιαν χωρειν και αὐ παλιν ἐξ εὐδιας χειμαζειν πεφυκασιν . λιπαραν : δια την ἐλαιαν την οὐσαν ἐν αὐτῳ .
ὀμβροφοροι “ ὁμοιον τῳ αʹ : το βʹ ” ἐλθωμεν λιπαραν “ ὁμοιον τῳ βʹ : το γʹ ” χθονα
9999971 ἀποσκευης
ἱππικη τε και πεζη μεθ ' ὁπλων τε βαρους και ἀποσκευης , ὁσης οὐδ ' ἀν εἰποι τις , ἐτι
ἐχυραν , τοις ὀπισθοφυλακουσιν ἐπιπεμψας ἱππικα στιφη πολυ μερος της ἀποσκευης αὐτου κατεσυρεν . Ἀντιγονος περι την Γαβιηνην συνεβαλλεν Εὐμενει
9999971 ἀνακαθαιρει
Αὑτη διαχεει μαλιστα τας ἐν μαστοις σκληριας : ἐπισπαται , ἀνακαθαιρει , πληροι , κολλᾳ , ἐπουλοι , ποιει προς
ἰαται πινομενον και κολλᾳ μεν μεγαλα τραυματα χλωρον ἐμπλασσομενον , ἀνακαθαιρει δε τα ῥυπαρα και εἰς οὐλην ἀγει ταυτα .
9999971 κτητικων
και ἐγκλιθειη , ὁπερ ἰδιον αὐτῃ παρηκολουθει προς την των κτητικων ἀντεξετασιν , καθο αὑται μονως ὀρθοτονουνται : γινεται γαρ
νικησαι ἀγνοει . . Ἑξης ῥητεον και περι της των κτητικων ἀντωνυμιων συνταξεως . Αὑται δη προτασσομεναι των κτητικως νοουμενων
9999970 Ἐπικρατης
ΑΙΑΚΙΣ ἡ κυλιξ καλειται . ΑΚΑΤΟΣ ποτηριον ἐοικος πλοιῳ . Ἐπικρατης : καταβαλλε τἀκατια , τα κυμβια αἰρου τα μειζω
[ τι ] βουλεται [ ] [ , ἐφη , Ἐπικρατης ] πραγματα ? ἐχειν , [ ὡι ἐξεστι λαβοντι
9999970 ὑπηκουσαν
και οὐ πολεμιοις , και ὁτι οὐδε οἱ πατερες ὑμων ὑπηκουσαν μηδενι , μητε Ξερξῃ μητε Μαρδονιῳ μητε Δαρειῳ μητε
προς ἁρπαγην ὡρμησαν : των δε ἡγεμονων διωκειν κελευοντων οὐχ ὑπηκουσαν ὠφελειαν φανεραν οὐ καλον ἡγουμενοι προεσθαι . Μιθριδατης δε
9999970 Σικελικον
εἰναι τα περι τον Ποντον , το δε Κρητικον και Σικελικον και Σαρδῳον πελαγος σφοδρα βαθεα : των γαρ ποταμων
της των Ἀθηναιων δυναμεως παραπλευσαντες εἰς Αἰγεσταν , Ὑκκαρα μεν Σικελικον πολισματιον ἑλοντες ἐκ των λαφυρων συνηγαγον ἑκατον ταλαντα :
9999970 πιστευσαντα
τουτοις ἐπειτα παντων ἀμνηστιαν λαβων και κακος φανεις περι τον πιστευσαντα ἐπανεστη κατα του βασιλεως . και πρωτα μεν λαθρᾳ
εἰκοτ ' , ἀλλ ' ὁμως σε βουλομαι θεοις τε πιστευσαντα τοις τ ' ἐμοις λογοις φιλου μετ ' ἀνδρος
9999970 νοσουσαν
πυρι ἐθαλπετο . Ἐδοξε τις ἀδελφην ἐχων πλουσιαν ἁμα και νοσουσαν προ της οἰκιας της ἀδελφης συκην πεφυκεναι και ἀπ
κατακρουσον , και οὑτω προσχωσον . ἐν δε τῳ ἀνθειν νοσουσαν θεραπευ - σεις , τρυγιαν οἰνου παλαιου καταχεων των
9999970 πεντασυλλαβου
και κρητικου . το γʹ ὁμοιον διμετρον ὑπερκαταληκτον ἐκ παιωνος πεντασυλλαβου , διτροχαιου και συλλαβης . το δʹ ὁμοιον τῳ
διαλελυμενων χοριαμβων , του αʹ ἑξασυλλαβου , του δε δευτερου πεντασυλλαβου . το ιβʹ τροχαϊκον διμετρον ἀκαταληκτον . το ιγʹ
9999970 διδασκοντι
τυμπανα γραφοντος , παις μεν ὠν τῳ πατρι ὑπηρετει γραμματα διδασκοντι , ἀνηρ δε γενομενος το μεν πρωτον ὑπεγραμματευσε ταις
ἐξωθεν ἐπαγομενους κινδυνους καλουμενος ὁ δημος εὐπειθης γενοιτο , και διδασκοντι , ὡς εἰ βιαν προσαξουσι τοις μη πειθομενοις εἰς
9999970 ἀπεδωκαμεν
καινοτερον Ἀττικοι και Ἑλληνες . ἀπεδομεν ἀπεδοτε ἀπεδοσαν Ἀττικοι , ἀπεδωκαμεν ἀπεδωκατε ἀπεδωκαν Ἑλληνες . ἀπολλυς Ἀττικοι , ἀπολλυων Ἑλληνες
ὁτι αὑτη ἐστιν ἡ αἰτια τουτου του πραγματος , ἡν ἀπεδωκαμεν , και οὐκ ἀλλη . οἱον του ὀνομαζεσθαι τους
9999970 ἀποκηρυξιν
της ὑβρεως : λογιζομαι γαρ ὡς ἀπο τινος δικαστηριου την ἀποκηρυξιν : τινι ταυτην εἰπε μοι την τιμωριαν παρεσχηκας ;
ἐξην ἑτερως πληγαις , ἀπειλαις . και ὁτι αὐτην την ἀποκηρυξιν ἠν ἀνελειν , και ὁτι χρονου παρελθοντος οὐκ ἐπεκλασθη
9999970 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999970 τρισκαιδεκατον
οἱον Ὀδυσσευς περι της ἀναιρεσεως Δολωνος λεγει Νεστορι , τον τρισκαιδεκατον σκοπον εἱλομεν ἐγγυθι νηων . εἱλομεν εἰπε , καιτοι
“ ἀγε , ὠ Ἡρακλες ” , ἐφη , “ τρισκαιδεκατον ἡμιν ἐπιτελεσον / ⌈ ἀθλον και ἑψησον τον φακον
9999970 διδακτεον
ἀνθρωποις παθηματα , ἐν πασιν τοις τοιουτοις της ἑκαστων διαθεσεως διδακτεον και ὁριστεον το τε καλον και μη . μετα
τα προτερον προς τους ἀναλογιστικους των γραμματικων εἰρημενα , και διδακτεον ὁτι τῃ συνηθειᾳ προσεκτεον μαλλον ἐστι θελοντας εὐ λεγειν
9999970 πιστευομεν
εἰσιν ἡμιν συγγνωμην νεμειν , εἰ περι των δοκουντων Πλατωνι πιστευομεν οἱς αὐτος Ἑλλην ὠν , προς Ἑλληνας ἡμας ,
ὁτι δε ὁ σπουδαιος φιλος ἀλλος ὁ φιλων ἐστι , πιστευομεν ἐκ των ὁσημεραι . ἀν γαρ τις σφοδρα φιλῃ
9999970 τελευτησαντι
πολεως και φυλακα , και τιμας δοτεον και ζωντι και τελευτησαντι , ταφων τε και των ἀλλων μνημειων μεγιστα γερα
οἰκειοτατων ἐπιβουλευθεις ἀπωλετο . ζωντι μεν Δαρειῳ τοιαυτα ξυνηνεχθη , τελευτησαντι δε ταφη τε ἡ βασιλικη και των παιδων ὁποια
9999969 ἐνεργητικων
μονη ἐστιν των παθητικων ἡ συνταξις : των γε μην ἐνεργητικων ἐστιν και γενικη , οὐ συνουσης της ὑπο προθεσεως
μαι και την παραληγουσαν συστελλοντα προς την παραληγουσαν των πληθυντικων ἐνεργητικων παθητικα γινεται , τιθημι τιθεμαι , διδωμι διδομαι ,
9999969 ἀνθρωπινη
. κγʹ Ἐπιρρυεισης δε της τροφης Φυσικως ἐχει πασα ψυχη ἀνθρωπινη το ἀναγεσθαι : τουτο οὐν λεγει την δυναμιν αὐτης
ἀθεατος θεοσσυτος ] ἐκ θεου ὁρμηθεισα ἠγουν θεια βροτειος ] ἀνθρωπινη κεκραμενη ] μεμιγμενη ἠγουν ἡρωϊκη ἱκετο ] ἀφικετο τερμονιον
9999969 ναρδινον
ἀλοιφη μεν οὐν ἐϲτω πηγανινον ἠ δαφνινον ἠ ἰρινον ἠ ναρδινον ἠ και του βαλϲαμου ὁ ὀποϲ , και μαλιϲτα
και ϲπλαγχνοιϲ ἐκλελυμενοιϲ ἁρμοττει : τοιαυτα δε ἐϲτι μαϲτιχινον , ναρδινον , γλευκινον , τονωτικωτερον δε το δια του ὀμφακιου
9999969 τετρασι
τετρασι : ταις μεν τριασι συνημμεναις ἁπασαις , ταις δε τετρασι δυο μεν παρα δυο συνημμεναις , δυο δε παρα
λογος βιωφελης . διαφερει δε ἡ μεν γνωμη της χρειας τετρασι τοισδε , τῳ την μεν χρειαν παντως ἀναφερεσθαι εἰς
9999969 ἐμπιπτουσι
ποσον αὐτους ἐμπλησει μετρον , εἰτα λογισαμενοι το ἀποχρησον σφισιν ἐμπιπτουσι και ἀναχωρουσιν ἐπι ποδα ἐμπιπλαμενοι , το ῥευμα του
τοις ἑλιγμοις των ῥαβδων . ἐνιοτε δε και κατα βαθους ἐμπιπτουσι ποταμοις ῥεουσιν ὑπο την γην , ὡν της βιας
9999969 ἀνθρωπινα
και ἐπελθοι πολλακις ἐν τοις βροτοις . ἠ οὑτως , ἀνθρωπινα και οὐ καινα ἀν τοις βροτοις τυχοι και ἐπελθοι
ἀδικια , ἡ δε ἀκολασια κακια ; φυσικα δε και ἀνθρωπινα λεγοι ἀν πειναν διψαν και ὁσα τουτοις ἑπεται ,
9999968 ἀναισθητως
σαιμεν γελωτος , ἀλλ ' οὐδε τους ἀλλους λαθοιμεν οὑτως ἀναισθητως ἐχοντες : εἰ δ ' ὁμολογησαιμεν , τι δ
: τους δε λεληθε και αὐτο τουτο , οὑτω πανταπασιν ἀναισθητως ἐχουσι και τοσουτον εἰσι πορρω των ἱερων . οὐκουν
9999968 συνισταντο
μαχιμωτατα των κατα την Ἰταλιαν ἐθνων περι ἡγεμονιας φιλοτιμουμενα παντοιους συνισταντο κινδυνους . οἱ μεν οὐν των Ῥωμαιων ὑπατοι μερος
ὁ κρατιστος ἐλαμβανεν : εἰ δε τις ἑτερος ἀντιποιησαιτο , συνισταντο μονομαχησοντες μεχρι θανατου . ἀλλοι δ ' ἐν θεατρῳ
9999968 συνεταξατο
δε θυγατηρ αὐτου Σκυλλα θεωρησασα τον Μινωα ἐφιλησεν αὐτον και συνεταξατο αὐτῳ προδουναι την πολιν , εἰ λαβοι αὐτην γυναικα
ἀρχοντα και ὁ κατα Μει - διου λογος , ὁν συνεταξατο μετα την χειροτονιαν , ἡν ὁ δημος αὐτῳ κατεχειροτονησε
9999968 μονογενης
ἡ τον μεγιστον κυκλον ἐχουσα ὀρθον προς τον ἀξονα : μονογενης δε αὑτη ἐστιν ἡ θεσις , ὡς ἐφημεν ,
της μονοτητος αὐτου δια τουτου παρισταμενης : εἱς γαρ και μονογενης ὁ κοσμος ἐστι . τας δε Νυμφας διωκειν ,
9999968 καταλαμβανω
ἡμων ἀπαγγελλομενων . Και ἡ ἀκαταληπτω δε και ἡ οὐ καταλαμβανω φωνη παθους οἰκειου ἐστι δηλωτικη , καθ ' ὁ
και μετ ' ὀλιγον εἰσεκληθην πανυ δεδιως και τρεμων , καταλαμβανω τε παντας ἁμα συγκαθημενους οὐδε αὐτους ἀφροντιδας : ὑπεταραττε
9999968 γραμματικης
' ὡς θεωριαι ἁπλως τῳ εἰδει διαφοροι : και μερη γραμματικης ἀναγνωστικον ἐξηγητικον κριτικον , ὡς δε θεωριαι τινες και
ὁ περι των ἰδεων λογος ῥητορικης ἐστι , καιτοι δια γραμματικης πολλης κατασκευαζομενος : και γαρ εἰς τοσουτον χρειας ἠλθεν
9999968 Ἱπποκρατης
ἱδρωτα . ἀλλ ' ὁρα πως οἰδε τας διαφορας ὁ Ἱπποκρατης . ἀλλο γαρ σκληρον και καρφαλεον και περιτεταμενον ,
παρα το αἰρω , το προσφερω , ἐστιν , ὡς Ἱπποκρατης ἐν Ἀφορισμοις προσαρματα τας τροφας καλει : ὡς δε
9999968 Λακεδαιμονιοις
κᾀτα κελευειν βοηθειν αὐτοις , ἠ παλιν οὐκ ἐθελων χαρισασθαι Λακεδαιμονιοις , εἰτα προσταττειν ὑμιν κινδυνευειν ὑπερ αὐτων ; εἰ
, πειστεον . Οὐ γαρ πατριον , ὠ Σωκρατες , Λακεδαιμονιοις κινειν τους νομους , οὐδε παρα τα εἰωθοτα παιδευειν
9999968 Λακεδαιμονιων
. Λακεδαιμονιοι δε κτἑ . : ἀρχη της διαφορας των Λακεδαιμονιων και Ἀθηναιων οἱ δ ' ἠλθον κτἑ . :
και Ἀπολλωνος Καρνειου ξοανα ἐστι κατα ταὐτα καθα δη και Λακεδαιμονιων νομιζουσιν οἱ Σπαρτην ἐχοντες . ἐπι δε της ἀκροπολεως
9999968 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999968 φιλανθρωπιας
ὀργιων , ἀν τε καλα , πασιν αὐτα ἐξαγορευσει ὑπο φιλανθρωπιας : ὡστε τους Ἀθηναιους ἠδη λιθους ἐπ ' αὐτον
προαιρεσιν . διο και τους ἁλισκομενους των Θρᾳκων ἀπολυων μετα φιλανθρωπιας πολλους ἐσχε κηρυκας της ἰδιας ἐπιεικειας . ἁ δη
9999968 τετραμμενα
δε κωλα αὐτων , ἁ τινες αὐλους καλουσιν , ἐξω τετραμμενα ἐωσιν , ὁπως δια των αὐλων ὁ σιτος ῥιπιζομενος
ὁ Μεγα - ρευς ἐνισταμενος λεγει και Μεγαρεις προς ἑσπεραν τετραμμενα τα σωματα των νεκρων τιθεναι : και μειζον ἐτι
9999968 αἰσθητηριον
οὐ : και μετα τινος ἀπορροιας το ὀσφραντον ἐπι το αἰσθητηριον προεισιν , ὁθεν ἐπι των δυσωδων ῥακους ταις ῥισιν
ὑποκειμενων αἰσθησεται , και οὐ δηπου κἀν τῳ ὑμενι το αἰσθητηριον . οὑτως οὐδ ' ἀν εἰη δια ταυτα το
9999968 ἐπεδειξαντο
γε ἀπομνημονευει την χαριν αὐτοις ὁ Ζευς ἡν προς αὐτον ἐπεδειξαντο δωδεκα ἑξης ἡμερας ἑστιασαντες , και ταυτα ἐπαγομενον και
. περι δε των κολακων ἐκεινων και της ἀχαριστιας ἡν ἐπεδειξαντο προς αὐτον , και αὐθις μεν σκεψομαι και δικην
9999968 κελευουσι
και τῳ γυμναστῃ ἐπηρτημενης , εἰ τι παρ ' ἁ κελευουσι πραττοι . κελευουσι δε ἀπαραιτητα , ὡς παραιτουμενοις ταυτα
: νομῳ δε οὑτω : και οἱ νομοι δε οὑτω κελευουσι τας ἀποδειξεις ἐκ των φανερων ἐλεγχων και ἀναμφισβητητων :
9999968 τοιαυτῃ
εἰτα καλυπτρᾳ μελαινῃ περιστελλειν . προς δε τῃ ἀηθειᾳ τῃ τοιαυτῃ πολλα και ἑωραται και μεμυθευται περι παντων κοινῃ των
τουτο κατα βουλησιν εἰναι των θεων , το τῃ ἀναγκῃ τοιαυτῃ συσχεθηναι : ἱνα δηλονοτι μισησωσι το μετα σωματος ζην
9999968 Ἀθηνης
περιπορπιδα θηησαιο . Τοι ' ἀρα δωρα θεας Ἰτωνιδος ἠεν Ἀθηνης : δεξιτερῃ δ ' ἑλεν ἐγχος ἑκηβολον , ὁ
, την νυκτ ' , Οἰνειδαο παις , δια μητιν Ἀθηνης . ἀθετειται , ὁτι και τῃ συνθεσει εὐτελης :
9999968 χαλεπωτατος
ὁς μετριαζων μεν ἐστιν εὐχαρις , ἐπιτεινομενος δε και διαταραττομενος χαλεπωτατος . φησι δ ' αὐτον και διδυμα τοξα ἐντυνεσθαι
λεχει τε μοιχος ἐντρυφων , και φαρμακειαι , και νοσων χαλεπωτατος φθονος , μεθ ' οὑ ζῃ παντα τον βιον
9999968 ἐλευθεριως
ἐλεγε και οὐ χρη νομοις πειθαρχειν τον σοφον , ἀλλα ἐλευθεριως ζην . . , . , . Δ .
, εἰπε ποθεν γεγεννησαι : οἱον προς το εἰδος και ἐλευθεριως φθεγγου . φαμι διδασκαλιαν Χειρωνος οἰσειν : φημι και
9999968 φιλοσοφουντι
θεος . γινωσκειν σε χρη , ὡς παντελως σπανιον το φιλοσοφουντι σοι ἀκρως δυναμενον ἠθος συγκραθηναι . δωρον ἀλλο μειζον
ἐψευσθην , ἐγενομην μεν γαρ ἁ χρη τον φιλοσοφησαντα , φιλοσοφουντι δε ὁποσα δωσειν ἐφη , παντ ' ἐχω .
9999968 παρεσκευασαν
θεοι τε και τυχη το της γνωμης ἀνοσιον κατιδοντες φωραθηναι παρεσκευασαν , ἀπο δε ἀγνοιας ὁτι συνεργον την ἐρημιαν της
ἐντος του πλεγματος περιβαλοντες ἱερεια προς την ἐπιθυμιαν , οὑτω παρεσκευασαν χειροηθη και πρᾳον τον ἀγριον , ὡστε μηθεν των
9999968 κατελαβοντο
ἐχοντας ὡς θεραπαινιδας δωρα τῃ κορῃ κομιζουσας . ἐπει δε κατελαβοντο την οἰκιαν , οἱ μεν τας μαχαιρας ἐσπασαντο ,
. Ὡς Ἀθηναιοι διαπλευσαντες εἰς τον μεγαν λιμενα των Συρακοσιων κατελαβοντο τους περι το Ὀλυμπιον τοπους . Ὡς Ἀθηναιοι τας
9999968 φιλτατης
καλλει προηκειν της ἐμης εὐμορφιας και σης , Ἀθανα , φιλτατης ἐμοι θεων , εἰ μη κατασκαφεισαν ὀψομαι πολιν Πριαμου
ἐξαφειλετο , ὁς ς ' ὡδε μοι προὐπεμψεν , ἀντι φιλτατης μορφης σποδον τε και σκιαν ἀνωφελη . Οἰμοι μοι
9999968 ὡροσκοπουντων
μετα Κρονου ἠ και Ἀρεως ἠ και τουτων των ἀστερων ὡροσκοπουντων και τοτε συντυχε τῳ δυσωπουντι σε : τοτε γαρ
ὑπο ἐξουσιας τινος και φρουρας . Ἀρεως δε και Κρονου ὡροσκοπουντων ἑαυτους παραδωσουσιν ἐξουσιαις τισιν . Ἀρης δε και Ἀφροδιτη
9999968 παρακολουθουν
, ῥυθμος ἀξιωματικος , μεταβολη μεγαλοπρεπης , το πασι τουτοις παρακολουθουν πρεπον : αἰτια δε και ἐνταυθα ἡ τε των
. εἰ οὐν φαινεται τῳ λογῳ το ἰδιον του ποσου παρακολουθουν , ποσον ἀν και ὁ λογος εἰη . ἀλλα
9999968 τεταμενη
λουτρα τα μεν τετελεσμενα , τα δε ἀνιοντα , στοα τεταμενη τε εἰς μηκος και εἰς ὡραν ἀνθουσα τοσουτον ἐχουσα
δε ἀπορραγεν τουτο ὀφρυς ἠν ὡρας εἱνεκα ὑπερ της θυρας τεταμενη λιθου του στιλβοντος ἐγκειμενου τῳ μη τοιουτῳ : ὁν
9999968 ἐπικινδυνα
και ῥιζα δενδρου , ἡτις των ὀφεων δηγματα δοκει ἀπεχειν ἐπικινδυνα : τους μεν ἐκ της χωρας ἐν ᾑ πεφυκε
τοις Συρακουσιοις δηλονοτι . πονηρα : ἀσθενη ʃ ἐπισφαλη , ἐπικινδυνα . καταγγελτους : δηλους δια μηνυματων . λαθειν γαρ
9999968 εἰρηκασι
. . . περι δε των κληρικων ἀλλοι τε παλιν εἰρηκασι ῥητορες και Ὑπ . ἐν τῳ περι του Ἱππεως
οἱ παλαιοι περι του ὀντος διαλεχθηναι βουλομενοι περι της οὐσιας εἰρηκασι : και οἱ μεν ἑν εἰρηκασιν εἰναι το ὀν
9999967 σπουδαζειν
τοις δημοκρατουμενοις πρεπειν ὡς περι το ἰσον και το δικαιον σπουδαζειν . δει τοινυν τους λιαν ἐπ ' αὐτα παρακαλουντας
τοις ὁμοιοις τουτων . ἐγω μεν οὐν οὑτως οἰμαι ἰασθαι σπουδαζειν τους ἐσχηκοτας καταρρουν ἐπι θερμῃ δυσκρασιᾳ και ἀναπτυσαντας αἱμα
9999967 εἰπες
μοι θνῃσκων λεχεων ἐκ χειρας ὀρεξας , οὐδε τι μοι εἰπες πυκινον ἐπος , οὑ τε κεν αἰει μεμνῃμην νυκτας
Ποτερον σχημα ἡ στρογγυλοτης ἐστιν ἠ σχημα τι ; “ εἰπες δηπου ἀν ὁτι σχημα τι . Πανυ γε .
9999967 ἁρπαζειν
' , ἐφη , τας φυλακας , οὐκ οἰει και ἁρπαζειν ἐξουσιαν ἐσεσθαι τῳ βουλομενῳ ; ἀταρ , ἐφη ,
νεανισκος . Οὐκουν , ἐφη , εἰ μεν ἀργυριον δεοι ἁρπαζειν , τους φιλαργυρωτατους πρωτους καθισταντες ὀρθως ἀν ταττοιμεν ;
9999967 λυπησει
εἰπεν , οὐ γαρ οὑτως ἐμε εὐφρανει , ὡς σε λυπησει . Ὡσπερ γαρ ἠν ἐρωτικος ὁ βασιλευς οὑτος ,
ὠ ταλαινα καρδια , ἐκεινο σε πλεον των ἀλλων βλαβων λυπησει ὁταν ὁ Ἀχιλευς ἀνελων τον Ἑκτορα ἐφ ' ἁρματος
9999967 ἀγανακτησιν
και ἀντιθεσις κινηθησεται : ὡς δεος μη τῳ δαιμονιῳ κινησωμεν ἀγανακτησιν , τιμωντες ὁν τιμασθαι τῃ συμφορᾳ κεκωλυκεν : βαρυνομενος
μη τοις ὁμοιοις ἡμων της κακιας ὑπολισθαινοντες πλημμελημασι την θειαν ἀγανακτησιν ἐφ ' ἑαυτους ἐπισπωνται . οὐδε γαρ ἀλλου τινος
9999967 κουραν
τι ὑποθεμα στερεον , και οὑτως ἐπι την του σφηνος κουραν την ἠκροτομημενην ἐπιθεντα το του προκαθηγητηρος στομα κρατειν του
γαρ ἐσθητι ἐχρητο περιεργῳ ὁ Ἀριστοτελης και ὑποδεσει , και κουραν δε ἐκειρετο και ταυτην ἀηθη Πλατωνι , και δακτυλιους
9999967 ἀναγινωσκουσι
[ ] την ? Ἀφροδιτην Θεων [ και Τυραννιων ] ἀναγινωσκουσι [ χρυσω ] κατα γενικην , ἱν ' ἠι
των πλεοναζοντων ὑγρων ποιειται τας ἐκκρισεις , τοις μεν συντονωτερον ἀναγινωσκουσι μαλλον και δι ' ἱδρωτων , τοις δ '
9999967 καθηκουσης
ἀσκαριζω . ἀρωματοπωλαι δοκιμον . ἀωροθανατος : ὁ προ της καθηκουσης ὡρας ἀποθανων , ἀνηρ και γυνη . ἀστρατηγια :
ιϚʹ . Ἐντευθεν τα μερη Θρᾳκης της εἰς τον Ποντον καθηκουσης ἐκδεχεται , και ὁροι των Θρᾳκων . Τα δε
9999967 μαγειρικης
ἀλλοι ἀδελφοι . οὑτως ἐνδοξον ἠν και μεγιστον το της μαγειρικης τεχνης ἀξιωμα . και παρα Ῥωμαιοις δ ' οἱ
τακτικης , ἑκαστα που τεθησεται : ἀριθμῳ το πληθος εἰδεναι μαγειρικης . οὐθεις ἑτερος σοι προς ἐμε και γραφησεται .
9999967 εὐετηριαν
χωρᾳ γεωργων ἀπωλειαν : ἐν δε Κριῳ μεγαλην ἀναβασιν και εὐετηριαν , τον δε της Συριας ἡγουμενον ἀπολεισθαι : ἐν
. ὁρω δη και τον ἀρχοντα δια των αὑτου πονων εὐετηριαν τε ποριζοντα και εἰρηνην ἐργαζομενον και βουλην αὐξοντα και
9999967 ἀφαιρεσεις
μαθειν τι προτερον . Διδασκουσι μεν οὐν ἀναλογιαι τε και ἀφαιρεσεις και γνωσεις των ἐξ αὐτου και ἀναβασμοι τινες ,
λαμβανοντα οὐκ ἀναγκαιας ὡς προς τον νουν , τοτε δε ἀφαιρεσεις ἀτελη ποιουσας την διανοιαν , ἁς οὐκ ἀλλου τινος
9999967 πιπτουσι
μικρον . . . ὑπερπεταμεναι γαρ τον καπνον σκοτουνται και πιπτουσι : συγκοψαντες δ ' αὐτας μεθ ' ἁλμυριδος μαζας
δη που και των ἐν πολεμῳ νικωντων ἐνιους πεσειν . πιπτουσι μεν και τοις νικωσι τινες , οὐ μην τοσουτοι
9999967 θεμελιοις
ἀνερχομενης δει θεμελιους πηγνυειν , βορραν δε ἀνερχομενης δει τοις θεμελιοις τοιχους ἐποικοδομειν , βορραν δε κατερχομενης τοιχους καθαιρειν ,
: ἐπι γαρ ? τοις ὑπο [ Λεωσθενους ] τεθεισιν θεμελιοις οἰκοδομουσιν οἱ νυν τας ὑστερον πραξεις . Και μηδεις
9999967 ἐμπλαστρου
ὑγρον δια των ἀδηλων πορων , ὡς εὑρισκεσθαι ἐπι της ἐμπλαστρου παχυτατον σφοδρα , χωρις του ῥηξαι : ποιει και
δε ταυτα τον κηρον και την ῥητινην ἐπεμβαλων , ὁταν ἐμπλαστρου παχος λαβῃ , καθελων ἀπο του πυρος και βαλων
9999967 θαυμασιωτατον
: ὁ δ ' ἁπαντων ἐστι των του ἀνδρος ἐγκωμιων θαυμασιωτατον και οὐπω τετευχε λογου , τουτ ' οἰομαι δειν
ἐποτισεν αὐτον ἑως ἐπαυσατο πινων „ , προς φιλανθρωπιαν διδαγμα θαυμασιωτατον : ἐαν γαρ τις πλειονων μεν τυγχανῃ χρειος ὠν
9999967 θετικως
ἐπηβολος εἰη , οἱον ἰατρικης ἠ ῥητορικης ἠ φιλοσοφιας , θετικως ἐπαγοντα τον ἐν τουτοις ἐπαινον , εἰς ὁσα τουτων
ἀντιτιθησι γαρ εὐεργεσιαν ἀντιστατικως πλατυνων αὐτην . δει δε και θετικως αὐτην μεταχειρισασθαι : ἀκολουθος γαρ τῃ ἀν - τιστασει
9999967 Ἑλληνικης
' αὐτοις Ἐτεοκρητας λεγομενους . πρωτους δε Κρητας φασι της Ἑλληνικης ἀρξαι θαλαττης τας τε νησιωτιδας πολεις κατασχειν , ἁς
οὐν Δαρειος Ὑστασπου βουλεται της σης ἀκροασεως μετασχειν και παιδειας Ἑλληνικης . ἐρχου δη συντομως προς ἐμην ὀψιν και βασιλειον
9999967 ἐπεταξεν
και σαφη τα δικαια . και προ τουτων γ ' ἐπεταξεν ἐκθειναι προσθε των ἐπωνυμων και τῳ γραμματει παραδουναι ,
ἀγων ; ὡρισε ζημιαν ὁ δικαστης , ἡν ὁ διωκων ἐπεταξεν . ἐδωκε τιμωριαν ὁ φευγων , ὁσην ὁ του
9999967 ἐπηγοντο
γην δ ' ἐκ της Θαψου οἱ Ἀθηναιοι τα ἐπιτηδεια ἐπηγοντο . ἐπειδη δε τοις Συρακοσιοις ἀρκουντως ἐδοκει ἐχειν ὁσα
των τε ἀλλων χρηματων , ὡν ἐκ της Τυσκλανων λειας ἐπηγοντο πολλων πανυ ὀντων . ὡς δ ' ἁπαντα ὑπο
9999967 ἀπεικοτως
λωποδυται φευγουσι τα μεσα * * * του ὀργανου οὐκ ἀπεικοτως και ἀπιστουνται , εἰ μη και την γλωτταν ἀπολλυουσιν
πληγεις ' ἀμφοτεραις χερσι κρατει πολεμου . και ταυτα οὐκ ἀπεικοτως παρυμνησεν οὐδ ' ἐξηρεν οὑτως ὡς ποιητης . ἐκεινα
9999967 κυκλοθεν
κωπηρη στολον , οἱ Ἑλληνες δε οὐκ ἀβουλως και ἀδιδακτως κυκλοθεν ἐτυπτον τους Περσας , ἐπιπτον δε αἱ νηες :
τας κυκλῳ και ἐξω καταλυσεις εἰρηκεν , ὁ δε Ἀρισταρχος κυκλοθεν του οἰκου οἱον ἐκ στιβαδων ᾠκοδομημενον , προς οὑ
9999967 τεταρτημοριαιαν
τον λπ κυκλον ἐπι τον φυ : ὁ δε ἡλιος τεταρτημοριαιαν κεκινησθω περιφερειαν την πτ : ἐσται οὐν ἐπι του
: ὁ δε ἡλιος ἐπι τα αὐτα τουτῳ φερομενος ὁμοιως τεταρτημοριαιαν ἐνηνεχθω περιφερειαν του εζηκ την εζ : ἐσται οὐν
9999967 Ταρκυνιου
ταις πολεσιν ὀλιγου δειν παντων δωρεαις τε και ὑποσχεσεσιν ὑπο Ταρκυνιου τε και Μαμιλιου διεφθαρμενων , των δε δημοτικων ,
και Ἀγκου ἑτερου του και Μαρκιου , ἐπιγονου Νουμα , Ταρκυνιου , Σερουιου Τυλλιου και Ταρκυνιου Λευκιου του Ταρκυνιου ,
9999967 ἀποδεικτικως
αὐτο ἐπισταμενον . ἠ οὐκ ἐνδεχεται το ἀποδεικτον ἀλλως ἠ ἀποδεικτικως ἐπιστασθαι , ὡς μηδε το αὐτο ὁριστον τε εἰναι
γαρ ἐν τῳ προ τουτου βιβλιῳ τουτο εἰναι το ἐπιστασθαι ἀποδεικτικως , το ἐχειν ἀποδειξιν . εἰ τοινυν ἀποδεικτικως τα
9999967 σανιδος
εἰ μη καταβαλῃ αὐτον εὐστοχιᾳ σφενδονητικῃ ἀντι σκοπου κειμενον ὑπερ σανιδος . σισυρνα δε παχυ περιβολαιον ἠ δερματινον ἱματιον ἡ
αἱρετωτερον ἐστι βαθρον μαλλον παν το κατα το περας της σανιδος τετραγωνοις ἐκκοπαις ἐκκεκομμενον προς ἀσφαλη την εἰς αὐτο του
9999967 παρηγγειλεν
Ἰφικρατην στρατηγον εἱλοντο . ἐπει δε τα ἱερα ἐγενετο και παρηγγειλεν ἐν Ἀκαδημειᾳ δειπνοποιεισθαι , πολλους ἐφασαν προτερους αὐτου Ἰφικρατους
τον Καλλιου . οὑτος δε καταλεξας των πολιτων τους ἱκανους παρηγγειλεν αὐτοις , ἐκθεμενος ἡμεραν ἐν ᾑ την ἐκ της
9999967 τελευτωσαν
ὁμως ἐτεσιν ἀντεσχε πολεμῳ τοσῳδε και λιμῳ , τοτε ἀρδην τελευτωσαν ἐς πανωλεθριαν ἐσχατην , λεγεται μεν δακρυσαι και φανερος
μηκος δ ' ἐκτεταμενα ὁσον τριακοσιων σταδιων και ποιουντα ῥαχιν τελευτωσαν πως ἐπι τα στενα . ἐν μεσῳ δ '
9999967 ἐξαιρετους
μετα ἀδειας ὡν ἐκτησαμεθα πονων : δυνησομεθα δε αὐτους ἐλεγεν ἐξαιρετους παρα Ἀψυρτου λαβειν δωρεαν . Ταυτα εἰπων ῥᾳδιως ἐπειθεν
, εἰς ἁφην : ἑκαστῃ μεντοι προσενειμεν ὁ ποιων και ἐξαιρετους ὑλας και κριτηριον ἰδιον , ᾡ δικασει τα ὑποπιπτοντα
9999967 ὑπεμεινεν
ὑπεχειν , ὡστ ' εἰ και μηδεις ἀλλος τοιονδε ἀγωνα ὑπεμεινεν εἰσελθειν , ἐγω μονος οὐ παραιτουμαι , ἀλλα συγχωρω
: ὁρμηθη δ ' Ἀκαμαντος : ὁ δ ' οὐχ ὑπεμεινεν ἐρωην Πηνελεωο ἀνακτος : ὁ δ ' οὐτασεν Ἰλιονηα
9999967 μακροτερα
την ῥαβδον , καρυᾳ βασιλικῃ ὁμοια , βαρυοσμα δε και μακροτερα , ἐπ ' ἀκρων δε των καυλων σκιαδεια περιφερη
. Βολβος ὁ ἐμετικος ἐχει τα φυλλα ἱμαντωδεστερα και πολλῳ μακροτερα του ἐδωδιμου : ῥιζαν δ ' ἐοικυιαν , περι
9999967 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999967 ἀκολουθησει
κινουντι πολλα , ἑως ἀν τοιαυτην κινησῃ κινησιν , ᾑ ἀκολουθησει το πραγμα . ὡς γαρ αἱ πολλαι ῥανιδες ἐπιτηδειον
, ὡσαυτως δε και το ι και το υ , ἀκολουθησει και το ε και το η ἑν εἰναι στοιχειον
9999967 μεσοτητα
συνδεσμος , ἀρθρον : ὁ δ ' Ἀντιπατρος και την μεσοτητα τιθησιν ἐν τοις Περι λεξεως και των λεγομενων .
δι ' ὁλου το ὀστουν ὁλοτελως παθοι , χρη την μεσοτητα πασαν αὐτου ἀναιρειν . θεραπευτεον δε τας μεν χωρις
9999967 μαθηματικως
ὁτι δει τον χωρογραφειν ἐπιχειρουντα πολλα των φυσικως τε και μαθηματικως λεγομενων ὑποθεσθαι , και προς την ἐκεινων ὑπονοιαν τε
εἰναι φασιν ἰδεας , οἱ δε τα μαθηματικα , οὐ μαθηματικως δε : οὐ γαρ τεμνεσθαι οὐτε μεγεθος παν εἰς
9999967 Λακεδαιμονιους
ἀλληλους φονευουσιν ; Ἀργειους ὁρᾳς , ὠ Χαρων , και Λακεδαιμονιους και τον ἡμιθνητα ἐκεινον στρατηγον Ὀθρυαδαν τον ἐπιγραφοντα το
. φημι δειν ἁμα τουτους ἀξιουν καθαιρειν τας στηλας και Λακεδαιμονιους ἀγειν εἰρηνην , ἐαν δε μη ' θελωσι ποιειν

Back