Περπενναν ἐτρεψατο και το στρατοπεδον αὐτου διηρπαζεν , ὁ δε Σερτωριος ἐνικα Πομπηιον , και ἐτρωθη δορατι ἐς τον μηρον
εἰναι Τιγρανοπολις . και ταδε μεν ἠν ἐν Ἀσιᾳ . Σερτωριος δ ' , Ἰβηριας ἡγουμενος , αὐτην τε Ἰβηριαν
9999978 κεκτημενους
και προσεταξεν ἀπο τιμησεως εἰναι το πολιτευμα και τους μεν κεκτημενους πλειω δραχμων δισχιλιων κυριους εἰναι του πολιτευματος και της
λεγομεν ἠ πως ἀλλως δειν κατασκευαζεσθαι ; μων ὁμοιους παντας κεκτημενους και μη διηκριβωμενους ἐστιν οὑς τραφεντας τε και πεπαιδευμενους
9999977 ἀπορος
δ ' οὐν ἐπισυναπτωμεν και τα περι της δυαδος . ἀπορος γαρ πως και αὑτη συνισταται κατα την των μοναδων
ἡ περαιωσις ὑψηλοτατοις οὐσι , τοις δε χαλεπη τε και ἀπορος , μη ὑπεραιρουσι του ῥευματος , διελθων δε ὁ
9999977 βλαπτομενους
Ἀνθρωπους δε , ὠ ἑταιρε , μη οὑτω φωμεν , βλαπτομενους εἰς την ἀνθρωπειαν ἀρετην χειρους γιγνεσθαι ; Πανυ μεν
τεχνης ταυτης της του λεγειν ; εὑροις ἀν τους μεν βλαπτομενους τους δ ' ὠφελουμενους . οἱ δ ' ἀκουοντες
9999977 στοχαζομενους
δε , ὡς ἐοικε , διετεινοντο μηδεποτε μηδεν πραττειν ἡδονης στοχαζομενους , και γαρ ἀσχημονα και βλαβερον ὡς ἐπι το
σοι ποτε ἀηθη Σικελιαν : τουτους γαρ και πανταπασιν εὑρησεις στοχαζομενους . πρωτον μεν γαρ αὐτου δει του που ποθ
9999977 ἐπικουρους
: ἀνδραποδ ' ἐκ Φρυγιας , ἀπο δ ' Ἀρκαδιας ἐπικουρους . αἱ Παγασαι δουλους και στιγματιας παρεχουσι . τας
Ἑλλαδος , οὐ μονον της ἑαυτου πολεως , και τοιουτους ἐπικουρους , ὠ Πλατων , τοις Ἑλλησι παρεσχετο . ὡστε
9999977 βους
. ὁ δε Λιγυς οὑτος κωλυων Ἡρακλη ἐπι τας Γηρυονου βους ἀνελθειν ἀνῃρεθη . και κατα μεν τους μη εἰδοτας
Ἀλεβιωνος ἀδελφου , ὁς Ἡρακλεα κωλυων ἀπερχομενον ἐπι τας Γηρυονου βους ἀνῃρεθη . Εὐρωπης δε και Λιβυης ἀκραι πορθμος σταδιων
9999977 μεμνημενους
και τα συμφεροντα , ἁ και πολλη ἀναγκη ποιειν ὑμας μεμνημενους των ὁρκων , ὡς προς εἰδοτας ἁπαντας οὐκ οἰδ
γαρ ἀν αὐτοις προσηκοι μη προς ἡδονας τραπεσθαι , ἀλλα μεμνημενους ἀν τον νουν προσε - χειν . Ἐν δε
9999977 σφοδροτερον
' αὐτου του ἁμματος , ἀλλα και του ἐπιδεσμου πιλουμενου σφοδροτερον ὑπ ' αὐτου , δεομενου του ἁμματος ἐσφιγχθαι βιαιοτερον
ὁ στιχος ὁμηρικος “ . . . : μειζον και σφοδροτερον πνευσῃ . ἐντευθεν δε δηλον , ὡς πυκνοτατον ἐστι
9999976 μουσικος
ἠν ὁ κωμῳδουμενος . ὀρθιον νομον ] εἰδος μελους . μουσικος γαρ ἠν . Γ ὀρθιον νομον ] ὁ Ἀριγνωτος
ἐκ μη ὀντος γινεται . ὡστε μη ὀν ἐστιν ᾑ μουσικος , ὁπερ ἀτοπον . λεγομεν οὐν και προς τον
9999976 Κυναιγειρος
τῃ ἐπι Μαραθωνι μαχῃ . ὁ μεν γαρ ἀδελφος αὐτου Κυναιγειρος ἀπεκοπη τας χειρας , αὐτος δε πολλα τρωθεις φοραδην
ἐχων ἐργα μεγαλα και θαυμαστα ἐν τῃ μαχῃ παρασχεσθαι : Κυναιγειρος δε εἱς τις ὠν των πολλων ἠπειγετο . συμμιξαντες
9999976 ἀναλαμβανουσιν
τοις ἐπιγιγνομενοις οὐτε της δυναμεως ἐπαινουνται , δοξαν ἐγκαταλιποντες τοις ἀναλαμβανουσιν αὐτων τας ἱστοριας , ὁτι τοιουτους ἐζηλωσαν αὐτοι βιους
οἱ Λακωνες , ὡν και οἱ υἱοι τα ἐμβατηρια μελη ἀναλαμβανουσιν , ἁπερ και ἐνοπλια καλειται . και αὐτοι δ
9999976 παρεστωτων
ἠξιωσαν οὐδε προσβλεψαι το παν . κρατιστα δη μοι των παρεστωτων τοτε ἐφαινετ ' εἰναι προσλαβοντα μητερα ἑκονθ ' ἑκοντι
λεγουσα πειθω νιν λογῳ . ἑπου . τα λῳστα των παρεστωτων λεγει . πειθου λιπουσα τονδ ' ἁμαξηρη θρονον .
9999975 νομιζομενους
οὐ γαρ εὐμαρες συνιεναι τροπον ἀνθρωπου , ὁπου γε τους νομιζομενους εἰναι χρηστους πονηρους πολλακις ἐξαιφνης εὑρισκομεν . ἑν δε
Ἑλληνικων ἐκδιδασκομενους μεχρις ἡβης . ἐπει δε ἀφικοντο προς τους νομιζομενους γονεις συμβηναι την διαφοραν αὐτοις προς τους Νεμετορος βουκολους
9999975 πορευομενους
λαμπραις τινεσθαι και ἀνταποδιδοναι αὐτῳ . λαμπραις . ἐν . πορευομενους . ἀνταποδιδοναι και ἀντιχαριζεσθαι αὐτῳ . . Ἐν ταις
τουτων τοις ἐναντιοις ἐπιφημισμασιν ἀφορμασθαι , πεζους τε ἀντι ναυβατων πορευομενους και ὁπλιτικῳ προσεχοντας μαλλον ἠ ναυτικῳ . ὁμως δε
9999975 τυπτειν
] δικαιως . . και πως γενοιτο ἀν τους υἱους τυπτειν ⌈ τους [ τον ] ἑαυτων ⌈ πατερας [
, και οὐδενι συγγνωμη ἀγνοησαντι , οἱον τον πατερα μη τυπτειν , μη ἱεροσυλειν , μη ἀνδροφονειν : τουτων γαρ
9999975 βλαπτοντος
πληθει των Φωκεων , εἰτε την γνωμην σφισι του θεου βλαπτοντος εἰτε και αὐτοις πεφυκοσιν ἐπιπροσθεν εὐσεβειας τα κερδη ποιεισθαι
, εὐψυχοτατοι δε το μεχρι πλειστου γενομενοι , τοτε , βλαπτοντος ἠδη του θεου , τῳ στρατηγῳ σφων ἀπεκριναντο ἀναξιως
9999975 ἐπιφανεστερον
το μετρον ὡρας και νεοτητος παντος ἀτεχνως φυτου κρειττον και ἐπιφανεστερον βλαστημα . ὁ δε ξυμπας οὐρανος τε και κοσμος
περι τας θυσιας και τας ἁγιστειας τας ἐν τοις ἱεροις ἐπιφανεστερον των ἀλλων ἐσπουδασεν ἡγουμενος , εἰ και μηδεν αὐτωι
9999975 λεπτομερεστερον
, καιομενον δ ' εἰς τον καλουμενον σανδυκα μεταβαλλει , λεπτομερεστερον ἑαυτου φαρ - μακον , οὐ μην ἠδη γε
την πρωτην προσβολην ὡς το πεπερι : ταυτῃ τοι και λεπτομερεστερον ἡττον ἐστι πεπερεως . φαινεται γουν δυσκατεργαστου τινος ἐτι
9999975 φαυλοτερος
ἀλλ ' ἡκεις ἐωνημενος , ὁπερ ἀν και σου τις φαυλοτερος , και την τιμην οἰκοθεν ἁπασαν οὐ καταβαλων δουλος
, ἀνδρειος , μεγαλοπρεπης , εὐμαθης . Ἀρα σοι δοκει φαυλοτερος εἰναι προφητης Σιβυλλης της Ἐρυθραιας , ἠ Βακιδος ἡ
9999975 ἰϲχυροτερον
: αἱ ῥιζαι δε αὐτου θερμοτεραι . το δε δρακοντιον ἰϲχυροτερον . Ἀρϲενικον καυϲτικηϲ ἐϲτι δυναμεωϲ , χρωνται δε αὐτῳ
και οἰδηματα διαφορει και ϲκολοπαϲ ἐπιϲπαται . το δε ἀγριον ἰϲχυροτερον ἐϲτι του ἡμερου . Ὀρυζα ἐχει τι ϲτυπτικον :
9999975 Ἀριστομενει
ὡσπερ Ἀλεξανδρον Ἀμμωνι οἱ Μακεδονες και Ἀρατον Ἀσκληπιῳ Σικυωνιοι : Ἀριστομενει δε πατερα Ἑλληνων μεν οἱ πολλοι Πυρρον φασιν εἰναι
λοχους ἀντι των τεθνεωτων κατελεγεν ἀνδρας ἐκ των εἱλωτων . Ἀριστομενει δε , ὡς ἀνεστρεψεν ἐς την Ἀνδανιαν , ταινιας
9999975 ἀναγκαζομενους
πραττοντας ἠ οὐκ ὀντων αὐτοις γνησιων παιδων ἠ δια πενιαν ἀναγκαζομενους ξενους ἀνθρωπους εἰσποιεισθαι , ὁπως ὠφελωνται τι ἀπ '
πραττοντας ἠ οὐκ ὀντων αὐτοις γνησιων παιδων ἠ δια πενιαν ἀναγκαζομενους ξενους ἀνθρωπους εἰσποιεισθαι , ὁπως ὠφελωνται τι ἀπ '
9999975 ὀρειος
πλησιον καθιδρυτο Πινδαρου , ἠ ὁτι συνεστι τῃ θεῳ ὡς ὀρειος ὠν . και ἡ Ῥεα δε ὀρειος λεγεται δια
. ἐστι δ ' εἰς ἁπαντα τα εἰρημενα πρακτικωτερα ἡ ὀρειος . Καλαμου φραγμιτου ἡ ῥιζα ῥυπτικης μετεχει δυναμεως οὐκ
9999975 θερμοτερος
ἐστιν : οὐτε γαρ ἐαν ᾐ ὁ Σωκρατης του Πλατωνος θερμοτερος , κατα τουτο διοισει αὐτου : ἀμελει γινεται και
περιεχων ἡμας ἀηρ συνεχως ἡμων τρεπει τας κρασεις , ἠτοι θερμοτερος ἀμετρως ἠ ψυχροτερος ἠ ξηροτερος ἠ ὑγροτερος γινομενος :
9999975 τελευταιος
. ὁ δε τοσουτον ἀπεκρινατο ἐπισκωπτων ὁτι των φιλων αὑτῳ τελευταιος ἐντυγχανοι . Νυκτος δ ' ἀφνω δοξης γενομενης ,
οἱ δε στιχοι εἰσιν ἰαμβικοι τριμετροι ἀκαταληκτοι σαʹ , ὡν τελευταιος “ ἐγω δε φευξομαι γε τους Ἀχαρνεας ” .
9999975 τελεισθαι
χρονου , και ἡλιου και σεληνης και ἀνεμων , και τελεισθαι ὀνομασιας σεληνης καλοσχηματιζουσης , οὐ γαρ προς τους ἀστερας
δε ᾑ πεφυκε ταυτῃ συμβαινει και τα περι αὐτο ἐνεργηματα τελεισθαι : ὡστε και τα ἀπο των θεων ἐγειροντα και
9999975 πολιτειαις
' ἡμεραν και τους ποτους οὐδενα νομιζω των ἐν ταις πολιτειαις ὀντων οὐτ ' ἀκρατεστερον οὐτε λιχνοτερον οὐτε δουλον γεγονεναι
τι των μεριζομενων : ὁθεν εἰρηνη γινεται και ταξις ταις πολιτειαις : ἀπο γαρ των ἐναντιων αἱ στασεις και μαχαι
9999975 Κλαζομενιον
. . . , ἀκουων , Ἀπολλωνιε , τον μεν Κλαζομενιον Ἀναξαγοραν ἀπο του κατα Ἰωνιαν Μιμαντος ἐπεσκεφθαι τα ἐν
' οὐχ οἱ δωδεκα θεοι οἱ δικαζοντες . Ἀναξαγοραν τον Κλαζομενιον φασι μητε γελωντα ποτε ὀφθηναι μητε μειδιωντα την ἀρχην
9999975 παρεχουσαι
μεν ἀοιδας , τοις δ ' αὐ δακρυων βιον ἀμβλωπον παρεχουσαι . ἀνδροκμητας δ ' ἀω - ρους ἀπεννεπω τυχας
μαχομενον αὑτῳ : συνεργαζονται δε και ζωσιν ἁμα , και παρεχουσαι την τροφην αὑταις και χρωμεναι . . . τι
9999975 τελειοτερας
παντα δρομεα , οὐδε τον παλαιοντα παλαιστην , ἀλλα της τελειοτερας του πραγματος ἑξεως ταυτα ὀνοματα . μεσος τοινυν Πλατωνος
την της ὑποδοχης της ἑξεως προκοπην δεξαμενα , εἰτα της τελειοτερας μεθεξεως εὐμοιρησαντα , του μεν μετεχομενου μενοντος , του
9999975 ἀντιδικος
ὁταν ἐπι δημοσιῳ ἀγωνι ] σκηπτομενου τινος καμνειν , ὁ ἀντιδικος ἀντωμνυται , φασκων [ προσποιεισθαι αὐτον , και περι
, λεγων . δʹ Συνδραμων δε παλιν , οἱς ὁ ἀντιδικος λεγει , δικαιοις οὐσι , το συμφερον ἀντιθησεις ,
9999975 κἀκειναι
ὀργανα του ζωτικου πνευματος ὑπαρχειν αὐτας . εἰ γαρ δη κἀκειναι τελεως εἰσιν αἱματος ἀμοροι , καθαπερ αἱ τραχειαι ἀρτηριαι
του πολλα και μη ἑν , ὁτι δοκουσι μεν πολλα κἀκειναι σημαινειν , οἱον ἡ λεγουσα ζῳον λογικον θνητον περιπατει
9999975 ἐμετος
, ἐκλυσις , φρικωδης διαδρομη : ποτε δε και χολωδης ἐμετος : στροφος , βαρος κεφαλης : σκοτοδινιασις , ὠχριασις
παθος περιεστη , ὑφ ' ᾑ και ὁ του αἱματος ἐμετος ἐνιοις ἑπεται , και μαλιστα ἐπι πλεον νηστευσασι .
9999975 Δωριος
: ὁ και γεγονεν . , ; , . . Δωριος ἀθρυπτος την δε τροφην ἐκληρωσατο μετριαν τινα και ἀθρυπτον
Γ ἁρμοττεσθαι ] ἁρμονιαν : ἡ μεν γαρ των ἁρμονιων Δωριος , ἡ δε Λυδιος , ἡ δε Φρυγιος ,
9999975 βαρυτερον
Πλεον δε αὑτου ὀν οὐ και ἐλαττον ἐσται , και βαρυτερον ὀν κουφοτερον , και πρεσβυτερον ὀν νεωτερον , και
: τιθημι δε και τον δευτερον γαμον ἐτι μοι τουτων βαρυτερον . ἀλλα μιαν ἀντι παντων αἰτουμαι χαριν παρα σου
9999975 συμφορος
πλουτον μεν ἐχειν ἀγαθοισιν ἐοικεν , ἡ πενιη δε κακωι συμφορος ἀνδρι φερειν . Ὠ μοι ἐγων ἡβης και γηραος
λιμος γαρ τοι παμπαν ἀεργῳ συμφορος ἀνδρι : το μεν συμφορος , εἰκοτως : οὐ λεγει τον συμφεροντα , ἀλλα
9999975 λεπος
δε λαμβανετω Ἑλληνες . λεμμα ἀντι του λεπισμα Ἑλληνες , λεπος κοινον . λαχειν δικην Ἀττικοι , ἐγκλημα ἀποδοσθαι Ἑλληνες
: ἀμφοτερα λεγεται . [ λεβηρις δε οἱον λεπηρις και λεπος ] . ταττεται και ἐπι τεττιγων και παντων των
9999975 ἐντελεστερον
τας φερομενας δοξας περι αὐτων τοις πολλοις , δει τους ἐντελεστερον πραγματευομενους μετα το διαρθρωσαι τας πεπλανημενας ὑποληψεις και ἀοριστους
ἁζομαι σε , οὐ μην την δευτεραν : ἐδειχθη γαρ ἐντελεστερον ὡς ἀδυνατον ἐστιν τας ἀντωνυμιας ἐγκλιθηναι συνερχομενας τοις ῥημασιν
9999974 χιτωνος
δ ' αὐτα και χλανιδισκια ἐκαλουν . κεραυνος δε εἰδος χιτωνος . και θηραιον ἱματιον , ἠτοι ἀπο της νησου
δε προ του δεοντος καιρου συρραγεντος του περιεχοντος το ὑγρον χιτωνος , ἐκκρισις γεγονε των ἠθροισμενων ὑγρων και ξηροτεροι ἐμειναν
9999974 πλευσαντας
ἀνεξελεγκτον την ἱστοριαν των ἀποφηναμενων τους Ἀργοναυτας ἀνα τον Ἰστρον πλευσαντας μεχρι των πηγων κατενεχθηναι δια της ἀντιπροσωπου ῥυσεως προς
, οὐ μεντοι ἱκανον γε ἐσται ἐπιτειχιζειν τε κωλυειν ἡμας πλευσαντας ἐς την ἐκεινων και , ᾑπερ ἰσχυομεν , ταις
9999974 ἐπιφανειαν
της δε Ἀσιας περι την Συριαν : δια δε την ἐπιφανειαν και την ἐπι πλεον ἐπιδημιαν αὐτης τους ἐγχωριους ἐξιδιαζεσθαι
μεν μηκος πηχων διακοσιων και ὀγδοηκοντα , την δ ' ἐπιφανειαν ἐχον την μεν ἐξωθεν ἐπιχρυσον , την δ '
9999974 συνειδοτος
του στρατηγου του ἀνελοντος τον συστρατηγον ὡς μοιχον και κρινομενου συνειδοτος : μετα γαρ την βουλησιν και δυναμιν ἐκ των
αὐτον ἐπισκεψομενη , την μεν γνωμην ὑπ ' αἰδους και συνειδοτος τοτε μαλιστα αὐτον ἐνοχλουμενον και σιωπωντα , το δε
9999974 προγενεστερος
τιμωσι παλαιοτερους ἀνθρωπους . Αἰας μεν γαρ ἐμει ' ὀλιγον προγενεστερος ἐστιν , οὑτος δε προτερης γενεης προτερων τ '
και μοι ὑποστητω ὁσσον βασιλευτερος εἰμι ἠδ ' ὁσσον γενεῃ προγενεστερος εὐχομαι εἰναι . Τον δ ' ἠμειβετ ' ἐπειτα
9999974 δανειστων
εἰς . λεγειν ] δημηγορειν , ῥητορευειν . χρηστων ] δανειστων . χρηστης και ὁ δανειζων και ὁ δανειζομενος ,
ἐμαυτου μηποτ ' ἀν ὑπομειναι παρα τινα των ἐν πολει δανειστων ἐλθειν μηδ ' ἀν εἰ φθανοιμι λιμῳ κατασκληναι .
9999974 αἱματηρον
: τοις σωφροσιν γαρ ἀντικεντρα γιγνεται . συ δ ' αἱματηρον πνευμ ' ἐπουρισασα τῳ , ἀτμῳ κατισχναινουσα , νηδυος
. ἀλλ ' ἡκομεν γαρ εἰς ἀναγκαιας τυχας , θυγατρος αἱματηρον ἐκπραξαι φονον . πως ; τις δ ' ἀναγκασει
9999974 ἐργαζομενους
ὁταν κρινωνται , δοκουντας μεν τι εἰναι , θαυμασια δε ἐργαζομενους , ὡς δεινον τι οἰομενους πεισεσθαι εἰ ἀποθανουνται ,
ποταμοι φερουσιν , οὐδε τους μυρμηκας τους τον χρυσον σφισιν ἐργαζομενους , οὐδε τους γρυπας τους φυλακας , οὐδε ὁσα
9999974 πυνθανομενους
ἰατρῳ ὑπαλειψαμενος τα ὑπο τους ὀφθαλμους παχει φαρμακῳ προς τους πυνθανομενους τι δε συ ; προσκομμα ἐφασκον . της δ
εἰ Σωκρατους ἐστι τις σιμοτερος ; τους γαρ τα τοιαυτα πυνθανομενους εὐστοχως ἐπιρραπιζει ὁ θεος , ὡς και τον πυθομενον
9999974 ἡγεμονος
ταις Ἱσπανιαις , μετα την των Σκιπιωνων τελευτην οὐκ ὀντος ἡγεμονος τῳ στρατευματι , πεμπεται Σκιπιων ἑτερος , ὁ καλουμενος
ἐφη , εἰ μη προς σε μαλλον τεινοι τα του ἡγεμονος ἐργα ἠ προς ἐμε . ἡ γαρ ἐμη φυλακη
9999974 πλατυτερον
, σχεσις δε ἀλλη και ἀλλη . περι τουτο δε πλατυτερον εἰσῃ ἐν τοις κατα πλατος . Συστημα δε ἐστι
στενον και καθαρον ἑλκος , βοθριον ἐπονομαζεται . το δε πλατυτερον του βοριου , ἡσσον δε βαθυ , κοιλωμα .
9999974 κριος
ἀγωνιωντι τῳ Φριξῳ κατα Διος βουλησιν ἐφθεγξατο θαρσυνων αὐτον ὁ κριος διασωσειν αὐτον εἰς την Σκυθιαν . τουτο δε αὐτο
: βους ἀγελαιος , ταυρος ὑληβατας , αἰξ οὐρανια , κριος τομιας , καπρος ἐκτομιας , ὑς οὐ τομιας ,
9999974 δουλευουσιν
' ἀμφοτερα , μαθοντες ὁτι οὐ τοις πραγμασιν οἱ καιροι δουλευουσιν , ἀλλα τοις καιροις τα πραγματα . Ταυτην ἀποδειξαμενου
: ὁτι οἱ διπροσωποι οὐ Θεῳ ἀλλα ταις ἐπιθυμιαις αὐτων δουλευουσιν , ἱνα τῳ Βελιαρ ἀρεσωσι και τοις ὁμοιοις αὐτων
9999974 λεπτομερους
, εἰ τις διακλυζοιτο τῳ ἀφεψηματι . το δε σπερμα λεπτομερους τε και θερμης ἐστι δυναμεως , ὡστε και τοις
ἀδηκτως δυναμεως , ἐχουσα τι και αὐτη στυψεως . Φορμιον λεπτομερους τε και ἑλκτικης και ῥυπτικης μετεχει δυναμεως . Φου
9999974 ἐπιλογιζεσθαι
θαυμαζειν οὐ χρη , εἰ και ἐν μεσοις τοις ἀγωσιν ἐπιλογιζεσθαι δει : και γαρ ὁ Δημοσθενης ἐν τῳ κατα
ἀνυπαρκτος ἐστιν ἡ ἀποδειξις , ἀπ ' αὐτων ὡν λεγουσιν ἐπιλογιζεσθαι δυνατον , ἑκαστον των περιεχομενων ἐν τῃ ἐννοιᾳ διατρεποντα
9999974 τουτουσι
πλησιοχωρους ὀντας οὐτε εἰς τους δευτερους τους μεγιστους των Ἑλληνων τουτουσι τους νυν ἀθλιους Λακεδαιμονιους , ἀλλ ' ἐνταυθα και
σοι γαρ ἐστι περιπατος καλλιστα περι γε τουτου . Ἐπειτα τουτουσι λαλειν ἐδιδαξα Φημι κἀγω . Ὡς πριν διδαξαι γ
9999974 πυρεττουσιν
δε θερμην κνισουται : εἰκοτως οὐν βλαβερον ἐστι και τοις πυρεττουσιν . πλειονος εἰ τις του μελιτος προσενεγκαιτο , προς
ἐστι , και ἡττον διψωσιν οὑτοι , και οὐ μαλα πυρεττουσιν , εἰ μη μεγα εἰη το ἑλκος ἠ .
9999974 ἀπορριπτειν
ἰδιῳ κορεις πανυ πολλους και μεγαλους εὑρων μυσαττεσθαι και βουλομενος ἀπορριπτειν αὐτους μη δυνασθαι . τῃ ὑστεραιᾳ μαθων ὁτι ἡ
καθαροτητι καρδιας δυνησεται το θελημα του Θεου κρατειν , και ἀπορριπτειν το θελημα του διαβολου . Ἡλιος και σεληνη και
9999974 εὐφορβιον
ἀγωγον , ὡϲ μη νιτρον ἐχειν μουνον , ἀλλα και εὐφορβιον , ὁϲον ὁλκηϲ τριωβολον και κολοκυνθιδοϲ το ἐντοϲ ,
. καλλιον δε χρησθαι τῳδε τῳ φαρμακῳ : ἐπιθυμον , εὐφορβιον και πεπερι και δαυκου σπερμα και πετροσελινου σπερμα ,
9999974 πλανωμενους
, φυλαττει δε ἀρα τους των νεοττιων δεσποτας ἀφεστωτας και πλανωμενους , και παρελθων ἐς καταγωγην ὀθνειαν ἐντικτει . οὐ
και εἰκοσι , τους λοιπους δε οἱ συμμαχουντες αὐτῳ Νουμιδαι πλανωμενους συνελαβον τε και παρεστησαντο τῳ ὑπατῳ . Μετα θαυμαστης
9999974 κος
μαλακος γεγενημενου τροπῃ του α εἰς η . Τα εἰς κος δισυλλαβα βραχει διχρονῳ παραληγομενα σπανια ἐστι μονογενη ὀντα :
κλισεως : τα μεν γαρ των εἰς ιξ ὀνοματων εἰς κος κλινεται ὡς το περ - διξ περδικος , τα
9999974 ἀναψαμενοι
μεν θεινουσι σιδηρειῃσι βολῃσιν , ἀλλοτε δ ' ἐν βροχιδεσσιν ἀναψαμενοι μεθεπουσιν . ὡς δ ' ὁτε νηπιαχα φρονεων παϊς
, εὐτ ' ἀν ὑπο πρωτον νυκτος κνεφας ἀσπαλιηες πυρσον ἀναψαμενοι , γλαφυρον σκαφος ἰθυνοντες , ἰχθυσιν ἀτρεμεουσιν ἀειδελον αἰσαν
9999974 ἡμερωτερον
ἐπι των ὠφελιμων , ἀπο της του βιου εἰς το ἡμερωτερον μεταβολης . οὐδ ' ἀπο γεισων ὑσεν : ἐπι
αὐτων ἐπι την ψυχην το παθος , καταιγιδος οὐδεν ὀν ἡμερωτερον και πυρος αὐτου δυνατωτερον , οἱα συγχεις και συνταραττεις
9999974 πρεσβυτερον
και την τἀκεινης μιμησομενην θυγατερα και τοιν υἱεοιν τον τε πρεσβυτερον και τον νυν γεγεννημενον . οὑ τοὐνομα ἀκηκοοτες συνησθημεν
το ἐναντιον το νεωτερον , εὑρησεις ὁτι συνεισφερεται αὐτῳ το πρεσβυτερον , τῳ δε πρεσβυτερῳ οὐκετι το νεωτερον συνεισφερεται .
9999974 τελειους
μη τοσαυτην δυναμιν κεκτηνται προς τε τας πραξεις και τους τελειους χρονους , πλην ἐνεργησουσιν . ἀναγκαιον δε και την
δε κἀν τοις ὁρισμοις : οἱ παντες γαρ προσοντες προσδιορισμοι τελειους αὐτους ἀποφαινουσιν ἑκαστους : ἀρκει δε προς το ἀτελες
9999974 λαμπροτερος
τους γονεις θανατῳ και τα αὐτων μειωσει , και ἐσται λαμπροτερος των γονεων δι ' ἑαυτου κτωμενος και ἐν ἱεροις
ἡ σεληνη των ἀλλων ἀστρων , ἠ ὁ ἡλιος ὁ λαμπροτερος , ἠ ὁσα ἀλλα ἐστι ποιητικωτερα . Σωφρων δε
9999974 καθεζομενοι
σπανια : θρονον δε τοις ἀνδρασιν ἐλεφαντινον , ἐν ᾡ καθεζομενοι δικασουσι , και λευκην ἐσθητα περιπορφυρον και τους προηγουμενους
' εἰναι , ἐν ἱερῳ δ ' οἱ ταυτα κρινοντες καθεζομενοι διεγνωσαν , διεμεινα δ ' ἐγω και οὐ προὐδωκ
9999974 εὐλογωτερον
περιφερειαν ἡ του ἡλιου μεταβασις εἰς τα προηγουμενα γινηται , εὐλογωτερον δ ' ἀν εἰη περιαφθηναι τῃ κατ ' ἐκκεντροτητα
Νη γελοιως γε , τι γαρ ? ? ἀν τις εὐλογωτερον [ ] δια την φθαρεισαν [ - ] ψεγοι
9999974 μεγαλαυχιας
' ἀνθρωπινην συστασιν οἰηθεντες φυσεως ἐπιλαχειν ταις τιμαις αὑτους ὑπο μεγαλαυχιας ἀποσεμνυναντες ἐξεθειωσαν . ἠδη γουν τινες ἐπετολμησαν τον ἀληθη
ἡ ψυχη και γαυρον τι ἀναστημα λαμβανουσα πληρουται χαρας και μεγαλαυχιας , ὡς αὐτη γεννησασα ὁπερ ἠκουσεν . ὁταν οὐν
9999974 προνοεισθαι
προσελθειν : “ συ δε ἐκελευσας μοι , δεσποτα , προνοεισθαι του λαθειν . ὀρθως δε προσεταξας : ἀνειληφας γαρ
, οἱ τον ἑαυτων βιον φαυλως διοικουντες των μηδεν προσηκοντων προνοεισθαι πειρωνται . μαντις ἐπι της ἀγορας καθεζομενος ἠργυρολογει .
9999974 κατειπειν
δυοιν κακοιν τοιν μεγιστοιν θατερον ἑλεσθαι , ἠ μη βουληθεντι κατειπειν τους ταυτα ποιησαντας οὐ περι ἐμου μονου ὀρρωδειν ,
ἡμας του θεου δικαιοτατης παιδειας οἱον προοιμιον . Τουτο των κατειπειν ᾑρημενων ἐκεινου σαφεστατος ἐλεγχος και τους ἀδικιαν κατ '
9999974 ἀμαυρος
και τοις νοσουσιν ὑγειαν : ὁ δε μη λαμπρος ἀλλα ἀμαυρος δυσθυμιαν σημαινει και τους νοσουντας οὐκ εἰς μακραν ἀναιρει
. Καρκινου ια Ϛʹ νο ξγ δʹ ὁ τουτῳ ἑπομενος ἀμαυρος . . . . . . . . .
9999974 ἀστρονομος
καθολου λογῳ . Καιτοι εἰ μη των αἰσθητων μεγεθων ὁ ἀστρονομος ἐστι θεατης , περι ἀστρα δε ἐχει και οὐρανον
αὐτος και πολιτικοςσοφιστης σοφιστικος , ποιητης ποιητικος , μουσικος , ἀστρονομος ἀστρονομικος , γεωμετρης γεωμετρικος , ἀριθμητικος , στατικος ,
9999974 παραστατας
Ἐπικουρος Δημοκριτος και το θηλυ προϊεσθαι σπερμα : ἐχει γαρ παραστατας ἀπεστραμμενους : δια τουτο και ὀρεξιν ἐχει περι τας
ἠρατο , πεμφθεις Ἰλιου κατασκοπος : κτανων δε φρουρους και παραστατας πυλων ἐξηλθεν : αἰει δ ' ἐν λοχοις εὑρισκεται
9999974 ἀπιστειν
εἰποντα , κακοδαιμονα τε και θεοις ἐχθρον ὀνομαζων , και ἀπιστειν προσποιῃ και ἀγανακτεις και σχετλιαζεις . ὁμως δε τα
φιλον οὐ δηπου τολμῳην ἀν ἐξαπαταν και ἐκεινῳ τοιουτῳ ὀντι ἀπιστειν , οὑ και ἀποθανοντος τρια ἐτη ἐτυραννευθησαν Ἀθηναιοι ὑπο
9999974 ἀπραγμων
ὁ καιρος αἰσχρα και διαλλαξας καλα . βιος δ ' ἀπραγμων τοις γερουσι συμφερει : μαλιστα δ ' εἰ τυχοιεν
κοινωνος . ἐστι δε τοις ἐμοις φιλοις ἡδεια μεν και ἀπραγμων σιτων και ποτων ἀπολαυσις : ἀνεχονται γαρ ἑως ἀν
9999974 ἐπεχουσαν
καλουμενος Μααρσαρης , ὁς τῳ μεν Εὐφρατῃ συμβαλλει κατα θεσιν ἐπεχουσαν μοιρας . . . . οη γʹ λε γοʹ
τῳ ἀπο του εἰρημενου περατος μεχρι του Ποντου κατα θεσιν ἐπεχουσαν μοιρας . . . . . . . .
9999974 ἰσχυροτερον
και ἐν παντι ζωῳ ἑκαστῳ γονης ἐνειναι και ἀσθενεστερον και ἰσχυροτερον : και οὐκ ἐς ἁπαξ χωρεει ἡ γονη ,
ἀρσενα : παρα μεν γαρ τοισιν ἐθηλυτοκεον , ἐκρατεετο το ἰσχυροτερον , πλεονος γενομενου του ἀσθενεος , και ἐγενετο θηλεα
9999974 κρατερος
ἐς ἱππον κητωεντα υἱος Ἀχιλληος , συν δ ' ὁ κρατερος Μενελαος ἠδ ' Ὀδυσευς Σθενελος τε και ἀντιθεος Διομηδης
ὁς ἱπποσυνῃ ἐκεκαστο : τῳ δ ' ἐπι Τυδεϊδης ὠρτο κρατερος Διομηδης , ἱππους δε Τρῳους ὑπαγε ζυγον , οὑς
9999974 ἀποβηναι
γενεσθαι . [ πολλακις ἐκ τινος ἐνθυμηματος ψευδους και ἀδυνατου ἀποβηναι πραγμα ἀληθες . ] εἰρηται δε μοι παντα ταυτα
ζωντας ὀλοφυρομαι : τοις μεν γαρ ἀκολουθιᾳ φυσεως το ἀναγκαιον ἀποβηναι τελος , βιον μεν εὐδαιμονα εὐκλεα δε θανατον ἐνδεξαμενοις
9999974 βεβαιοτερον
γαρ πεισθησεσθε , ἀν τι δοκωμεν λεγειν συμφερον , ἠ βεβαιοτερον περι ὡν ἐγωκατ ' ἐσεσθε πεπεισμενοι . ἀν γαρ
κεκρικα . και γαρ οἱ μαινομενοι : ἀλλ ' ὁσῳ βεβαιοτερον κρινουσι τα οὐκ ὀντα , τοσουτῳ πλειονος ἐλλεβορου δεονται
9999974 ἐμφανους
αὐθις ἐμελλεν ἐπιληψεσθαι κακον δευτερον . ἐκ μεν γε του ἐμφανους πολεμος προς τους Θηβαιους οὐκ ἠν συνεστηκως , ἀλλα
Κυπρον , οὑτω δε και οὑτοι των θηριων ἐκ του ἐμφανους κρατουσιν . κυνος ἡλικια ἐς το θειν : θηλειαν
9999974 τετραγωνοις
τετραγωνος ἰσος ἐστι τοις τε ἀπο των αγ , γβ τετραγωνοις και τῳ δις ἐκ των αγ , γβ ἐπιπεδῳ
περιεχεται τριγωνοις ηʹ και τετραγωνοις ιηʹ , το δε δευτερον τετραγωνοις ιβʹ , ἑξαγωνοις ηʹ και ὀκταγωνοις Ϛʹ . μετα
9999974 ἀπιστων
πιστευων ὑπερορω της ἀπολογιας : τῃ δε σκληροτητι του δαιμονος ἀπιστων ὀρρωδω , μη οὐ μονον της χρειας του παιδος
λαβειν ὑπερ του λαθειν ἀδυνατον . φυλαττου τον παρα των ἀπιστων ἐπαινον . ἐπαινεθεντες ποσοι ἀπωλοντο . κρινε σεαυτον ὡς
9999974 ἀλλοτριαις
τῳ ἐτει ἐκεινῳ και εὐφρανθησεται ἐπι γυναιξιν οἰκειαις τε και ἀλλοτριαις : ἰσως και παιδων ἐρασθησεται και παιδιαις χρησεται .
τοις παρ ' ὑμιν βουλευεσθε οὐν : ἐντευθεν οἱ ἐπιλογοι ἀλλοτριαις : ταις των Κορινθιων προσθησθε : ἀναθησθε , ἑαυτοις
9999974 ἐνεισιν
: ἐν τουτῳ γαρ πολλοι μεν των ὁμολογουντων ἱππευειν οὐκ ἐνεισιν , ἐνιοι δε των ἀποδημουντων ἐγγεγραμμενοι εἰσιν . ἐκεινος
ἐπαινετα μεν παντ ' ἐστιν τα τοιαυτα , ὁπου τινες ἐνεισιν καρτερησεις , ὁπου δε ἀνεινται , βλακικωτερα : ταχυ
9999974 Φαλαικος
περιπεσων φθιναδι τον βιον ἐπιπονως κατεστρεψεν . λδʹ . Ὡς Φαλαικος διαδεξαμενος την ἀρχην και ἀγεννως διοικων τον πολεμον ἐξεπεσεν
ἀνεθηκαν οὐν ἀμφω . ἐπει δε Ὀνομαρχος και Φαυλος και Φαλαικος ἁπαντα τα του ναου ἐξεκομισαν , το τελευταιον αἱ
9999974 γεννηματων
παντι τῳ κοσμῳ πολλα ἐσονται κακα και ἀνθρωπων φθορα , γεννηματων δε πληθος : ἐν δε Ταυρῳ ἀγαθα τῃ γῃ
τουτου ἠν τον ἁπαντα χρονον . και οὑτω των ἀϊδιων γεννηματων του δημιουργου θεου και ἡ ἀνθρωπινη ψυχη ἀνευρισκεται ,
9999974 πονοι
μη , ἐϲ ἐμπυημα τρεπεται , εὐτε ῥιγεα ἐνδεικνυται : πονοι νυγματωδεεϲ : ἀνακαθινυϲθαι θελουϲι : ἀναπνοη κακιων . δεοϲ
παντα , ῥᾳστωνη δε ἠν . Ἑκτῃ , των αὐτων πονοι παντων : οὐροισιν ἐναιωρημα : παρεκρουσε πολλα . Ἑβδομῃ
9999974 κουφοτερος
, πρακτικος ὁ μην και αὐτο , εἰ δε ἀγαθοποιοι κουφοτερος και μετριωτερος . καλως οὐν κειμενοι και οἱ κακοποιοι
? χωρις πνευματος βαρυτερος , πληρωθεις [ δε πνευματος ] κουφοτερος γινεται . και τα ζωια [ ἐκ β τουτων
9999974 πανουργιας
ἠ εὐφροσυνας ἠ γυναικας , ἐαν δε ὁ Ἑρμης δια πανουργιας . Γνωσομεθα τον μεν δραπετην ἐκ των τῃ Σεληνῃ
] χρωνται τοις ὀνομασιν . Ἁπλοτης μεν ἐστι φρονησις ἀπηλλαγμενη πανουργιας και οἱον ἁπλη τις οὐσα , μωρια δε ἐρημια
9999974 ἐκλυσιν
πρωτος Πυθαγορικος . . Λυκος δ ' ὁ Πυθαγορειος την ἐκλυσιν ποιουσαν γεννησεως φησι θριδακα πλατυφυλλον τετανην ἀκαυλον ὑπο μεν
τοι θερμους φαινομενους , χειρον τ ' ἀν εἰη και ἐκλυσιν τε και ἀδυναμιαν του καμνοντος σημαινει . σκοπειν δ
9999974 βλαπτοντας
γενηται , κυκλουσθαι τους πολεμιους και διωκειν , ὁσα δυναιντο βλαπτοντας , και το στρατοπεδον αὐτο Καισαρος ἀχαρακωτον ὀν διαρπαζειν
γλωσσαν ἀνηλωσεν . ὁ μυθος προς τους ἐν φιλονεικιαις ἑαυτους βλαπτοντας . γερων ποτε ξυλα κοψας και ταυτα φερων πολλην
9999974 ἀντιθεου
Νοησε δε θεσκελον αὐδην ἐκποθεν ἀισσουσαν ἀδην εἰς οὐατα Τρωων ἀντιθεου Ἑλενοιο κλυτος νοος : ἐν δ ' ἀρα θυμῳ
αὐτος ἀμφ ' ἀλλῃσι φαλαγξι πονευμενος , οὐ περι νεκρῳ ἀντιθεου Ἀχιληος , ὁπου μαλα δηρις ὀρωρει . Ὡς φατο
9999974 πλευσαντες
λῃστηριον ἐρχονται την ἐπι Πηλουσιου και τῳ ποταμῳ τῳ Νειλῳ πλευσαντες εἰς Ἑρμουπολιν της Αἰγυπτου και Σχεδιαν , ἐμβαλοντες εἰς
ἀπιστησεις , ἰδων την του σωματος ὁλκην . Τριων δε πλευσαντες ἡμερων εἰς Ἀλεξανδρειαν ἠλθομεν . ἀνιοντι δε μοι κατα
9999974 χοριον
λελιπασμενην εἰς το βαθος δει καθιεναι και ἐπι ποσον το χοριον ἐκλαβειν , εἰ δε προσπεφυκος ᾐ τῳ της ὑστερας
γενομενον προτεινῃ πανταχου την μητραν , και δηλονοτι και το χοριον τε τηνικαυτα στενοχωρουμενον ἀλλα μηδε τῃ ἐκ της μητρας
9999974 δος
. ] Κοριανδρον και ἡδυοσμον και ὑδωρ μετα μελιτος ἀποτριτωσας δος . [ Προς τραυμα γλυκυ . ] Ἀφοδευμα χοιρου
κακηπελεοντα ] τον κακουμενον κοπτε ] κοψον ποροις ] και δος ἐν νεκταρι ] ἐν οἰνῳ τα ] τα σησαμα
9999974 ἀπορροιας
συναφαι τον μελλοντα δηλουσιν , ὁρωμεν τον Ἀρην της Ἡλιου ἀπορροιας κρατουντα και λεγομεν προ της γενεσεως της παρουσης ἐξ
ἐστιν ἡ λεγομενη κωνειον : αὑτη ἐκ της του Ἀρεος ἀπορροιας δοκει γεγενησθαι : ἐτυχε δε ἐπι της κοσμικης καταβολης
9999974 ἐπιβαλλουσι
φυλλοις ἐβαλλον περιερχομενους : ὡς και νυν τοις ἐπιφανως ἀγωνισαμενοις ἐπιβαλλουσι πετασους και ζωνας , οἱ δε χιτωνας . ἐκ
ἑκαστος δε καιρος ἀρχην ἐχει και μεσον και τελευτην , ἐπιβαλλουσι καθ ' ἑκαστον καιρον ζῳδια γ ἁτινα τετρακις πολυπλασιαζομενα
9999974 ἐχουσαν
καταπτας ἡρπασε , και ἐπι των ἐμπυρων ἐθηκε ῥαβδον μικραν ἐχουσαν σφυραν , το δε ξιφος ἐπεβαλε δαμαλει τινι παρα
Ἡρακλειῳ τῳ ἐν Γαδειροις εἰναι ποτιμον , βαθμων ὀλιγων καταβασιν ἐχουσαν εἰς το ὑδωρ , ἡν ταις παλιρροιαις της θαλαττης
9999974 βορειοτερος
μετα τουτον προς [ τας ] ἀρκτους αὐτου κειμενος μικρῳ βορειοτερος ἐστι του θερινου τροπικου : και των ἐν τοις
ζ ∠ ʹ γʹ των λοιπων και ἑπομενων β ὁ βορειοτερος . . . . . . . . Σκορπιου
9999974 σκευαζομενον
, ἀρτον ἑψησας ἐν ὑδρελαιῳ καταπλασσε ἠ κριθινον ἀλευρον παραπλησιως σκευαζομενον : καταντλεισθω δ ' ὑδατι το μοριον ἀλθαιας ῥιζης
, . : ἱππακης : βρωμα Σκυθικον δια γαλακτος ἱππειου σκευαζομενον . . . . Ἐθν . . , .

Back