ἑκαστον των φιλων , μαθων δε τους πλειστους διεφθαρμενους ὑπο Καμβυσου του υἱεος , και φασκοντος Καμβυσου κατα προσταγμα το
τυχης ἀνερριπισθη , του Ξερξου παρῃει την ὀφρυν , του Καμβυσου την παροινιαν , οὐδε ἀνδραποδοις μετριως χρωμενος τοις ὑπ
9999968 Σικελου
Σικελων και Σικανων διαφοραν οἰδεν , ὡς και προερρεθη , Σικελου και Σικανου . [ . . . , ;
οἱ δ ' ἀλλοι ἐκ της Θαψου ἀνασταντες Ὑβλωνος βασιλεως Σικελου προδοντος την χωραν και καθηγησαμενου Μεγαρεας ᾠκισαν τους Ὑβλαιους
9999966 τρισκαιδεκατον
οἱον Ὀδυσσευς περι της ἀναιρεσεως Δολωνος λεγει Νεστορι , τον τρισκαιδεκατον σκοπον εἱλομεν ἐγγυθι νηων . εἱλομεν εἰπε , καιτοι
“ ἀγε , ὠ Ἡρακλες ” , ἐφη , “ τρισκαιδεκατον ἡμιν ἐπιτελεσον / ⌈ ἀθλον και ἑψησον τον φακον
9999965 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999965 γλυκυτατον
τον Δια τον σωτηρα , κεχαρισαι γε μοι , ὠ γλυκυτατον , την γραυν ἀπαλλαξασα μου . ὡστ ' ἀντι
ἀντι των φιληματων τα δακρυων χευματα . οἱαν , ὠ γλυκυτατον τεκνον , ὡς φασιν , ἀπο του ἀστεος πομπην
9999965 νοσουσαν
πυρι ἐθαλπετο . Ἐδοξε τις ἀδελφην ἐχων πλουσιαν ἁμα και νοσουσαν προ της οἰκιας της ἀδελφης συκην πεφυκεναι και ἀπ
κατακρουσον , και οὑτω προσχωσον . ἐν δε τῳ ἀνθειν νοσουσαν θεραπευ - σεις , τρυγιαν οἰνου παλαιου καταχεων των
9999965 πινομενοϲ
οὐτε πυκνοϲ ἐϲτιν οὐτε καρτεροϲ και δυναται μετ ' οἰνου πινομενοϲ ἀκρατου αἱμοπτυικουϲ ὠφελειν . ὁ δε ἐκλευκοϲ και ϲποδιζων
ὀξυκρατου διδοαϲιν . Ἀκτηϲ του φλοιου τηϲ ῥιζηϲ ὁ χυλοϲ πινομενοϲ ὁϲον # β ϲυν οἰνῳ ὑδωρ ἀγει . Κολοκυνθιδοϲ
9999965 ὑπερβαλλουσα
ἑο μνησασθαι ἀναγκῃ και μαλα τειρομενον και ἐνιπλησθηναι ἀνωγει . ὑπερβαλλουσα γαρ ἐν τουτοις φαινεται αὐτου λαιμαργια μετα του μηδε
το ἐπισκυνιον , ὀδοντες λευκοι και καθαρωτατοι , σκελων ὠκυτης ὑπερβαλλουσα και προς αὐτον συγκρινομενη τον ζεφυρον , ὁν οἱ
9999965 τετραχορδου
τον ἀπο του βαρυτατου δευτερον του μετα την ὀξυτεραν διαζευξιν τετραχορδου , και παρανητην διεζευγμενων τον τριτον , τριτην δε
ἐν ἑκατερᾳ των διαιρεσεων . το δ ' εἰδος του τετραχορδου ταὐτο , δι ' ὁπερ και τους των διαστηματων
9999964 τετρασι
τετρασι : ταις μεν τριασι συνημμεναις ἁπασαις , ταις δε τετρασι δυο μεν παρα δυο συνημμεναις , δυο δε παρα
λογος βιωφελης . διαφερει δε ἡ μεν γνωμη της χρειας τετρασι τοισδε , τῳ την μεν χρειαν παντως ἀναφερεσθαι εἰς
9999964 τυραννιδος
την πολιν ἐλευθεροι , τιμην αὑτῳ και γενει ἀϊδιον ἀντι τυραννιδος ἐφη - μερου και ἀδικου κτωμενος . τριτον δε
κατεχομενον , μετα ταυτα ἐκεινος ἐτυραννησεν ἀφεθεις : καταλυθεισης της τυραννιδος κρινεται συνειδοτος ὁ στρατηγος : ἐνταυθα γαρ ἐν τῃ
9999964 κυβερνων
ἐμαντευετο και Ἑρμων ὁ την ναυν του Λυσανδρου την στρατηγιδα κυβερνων . τουτον μεν δη τον Ἑρμωνα Θεοκοσμος ποιησειν ἐμελλεν
τους ἀδικησαντας ὁτιουν των ἱερων ἀπειργουσιν . Ἐαν δε τις κυβερνων σκαφος διαμαρτῃ , προσιοντες ἐφεξης ἑκαστοι ἐμπτυουσιν αὐτῳ .
9999964 βελτιστων
τα της ψυχης , διατηρουσαν την ὑγειαν και την των βελτιστων ἐπιτηδευματων ἐπιθυμιαν . φανερον δε εἰναι και δια της
και μετασχων τουτου του μαθηματος οὐκ ἀν ποτε ἀποσταιη των βελτιστων , οὐδε τουτων ἀμελησας αἰσχρον τι και φαυλον προελοιτ
9999964 Ἀρισταρχου
ἀντικρυς , τους δε γραμματικους μηδε λεγοντος ἐκεινου αἰσθανεσθαι ἀπο Ἀρισταρχου και Κρατητος των κορυφαιων ἐν τῃ ἐπιστημῃ ταυτῃ .
ἐν τε γαρ τῳ Περι ἐνιαυσιου μεγεθους συγκρινας την ὑπο Ἀρισταρχου τετηρημενην θερινην τροπην τῳ νʹ ἐτει ληγοντι της πρωτης
9999964 προσεταξεν
και τον κιονα , ἐν ᾡ ταυτα ἐγεγραπτο , καθελειν προσεταξεν εἰπων προς τους φιλους : οὐδαμως συμφερει τοις βασιλευσιν
, ; , . . τριβωνοφορος ὑπεμεινεν ὁ δε Προκλος προσεταξεν Ἰσιδωρον μετασχηματισασθαι προς τον ἀριστον βιον και τριβωνοφορειν :
9999963 τετρακοσιους
θυρωμασι και πετροις , ἐξεβιβασε δ ' εἰς αὐτον στρατιωτας τετρακοσιους και βελων πληθος παντοδαπων , ἀπεχοντος ἀπο των τειχων
ἐδεξατο ἐρετας πλειους των τετρακισχιλιων , εἰς δε τας ὑπηρεσιας τετρακοσιους : εἰς δε το καταστρωμα ἐπιβατας τρισχιλιους ἀποδεοντας ἑκατον
9999963 κατεσκευασμενην
Σφιγγα την ὠμοσιτον ἐνωμα και ἐκινει και ἐφερε προσμεμηχανημενην και κατεσκευασμενην ἐν σακει χαλκηλατῳ γομφοις , ἠτοι διαπεπερονημενῳ τοις ἡλοις
, ἠ το μελαιναν θηκην ἐχον , ὡς ἐκ δερματος κατεσκευασμενην , ἠ το ἐκ μελανος σιδηρου δεδεμενον . Ὁ
9999962 σμικροτητος
ὡς ἐοικε , και ἰσοτητος ἀν μετειη και μεγεθους και σμικροτητος . Ἐοικεν . Και μην και οὐσιας γε δει
[ εἰπειν ] , οἱον πρωτον ἡ του μεγεθους και σμικροτητος , και ψυχροτητος και θερμοτητος , και πληθους και
9999962 συμπτωσεως
κυκλου περιφερειας δυο εὐθειαι ἐφαπτομεναι συμπιπτωσιν , ἡ ἀπο της συμπτωσεως ἀγομενη διαμετρος διχα τεμει την τας ἁφας ἐπιζευγνυουσαν εὐθειαν
προσεισιν : ἐκ γαρ της [ δια ] των τοπων συμπτωσεως προδηλα κρινειν των γενομενων τα πραγματα . και το
9999962 ἐκειτο
Ὀλυμπιῳ Διι , λογος δε ὁ ποιηθεις εἰς την πανηγυριν ἐκειτο , ἐμε δε τα τε ἀλλα ἐτηκε και ἀγρυπνια
χορευτης ἠν λαβων ἀκοντιῳ : ἀλλος στερηθεις της κεκαρμενης καρας ἐκειτο πρηνης σταυρικως ἡπλωμενος και τους ἑαυτου δυστυχως κινων ποδας
9999962 δουλεια
δε πραγμα παμπολλην ἐχει την διαφωνιαν . ἐκει μεν γαρ δουλεια σαφης και οὐ πολυ των ἀργυρωνητων και οἰκοτριβων διαφερουσιν
ἠδη γεγηρακως , της νεοτητος πλειονα δυναμενης βιον ἀρκεσαι . δουλεια δε πασα χαλεπον μεν ἑκαστῳ , πικροτερον δε τῳ
9999962 διακοσια
πολεμον ] τον περι Ἀμφιπολιν λεγει , εἰς ὁν χιλια διακοσια ταλαντα ἀνηλωθη . προσεσθ ' ] τῃ ζημιᾳ περιφρονησις
: μιλια δ ' ἐστι , φησι Πολυβιος , ταυτα διακοσια ἑξηκοντα ἑπτα . ταυτην δη την ὁδον ἐκ των
9999962 μακαριζειν
μακαριζειν τους ἀχρηματους , ἐνηλλαξε , και ἀντι του εἰπειν μακαριζειν λαμπειν εἰπεν . . ταυτα μοι διπλη μεριμν '
και ζητωμεν , εἰ οὐ δει ζωντας ἀλλα μετα τελευτην μακαριζειν : ταχα γαρ ἀν ἐξ ἐκεινης θεωρηθειη και το
9999962 γινομενηϲ
προϲτιθεμενον ἀπαμβλυνει ταϲ εἰϲ την ἐκκριϲιν προθυμιαϲ . ϲυχνηϲ δε γινομενηϲ τηϲ ἐξαναϲταϲεωϲ ἀγαθιον ἐγκειϲθω προϲτετυπωμενον τῃ ἑδρᾳ ἀπο θερμων
τα ὑπερ των ἰξυων τηϲ ϲυναφηϲ τουδε κατα την ὀϲφυν γινομενηϲ παλιν τα περατα των ἱμαντων τουτων ϲυζευξαντεϲ ἑτερῳ τε
9999962 σκοπων
Οὐκ ἀνονητον ὀντωςὠ Μηνοδωρετουτο γε οὐδε ἀρετης πολιτικης παντῃ ἀμετοχον σκοπων εἰκοτως ἀν τις εὑροι . Δοκει σοι ἀρὠ '
του τροπου της χρησεως . Ποσαχως ἡ ἐνδειξις των θεραπευτικων σκοπων ; Πενταχως . Πρωτη μεν ἐνδειξις , ἡ ἀπο
9999962 Αἰγηιδος
τυπῳ δε Γαργιτης . Γαργηττος , πολις και δημος της Αἰγηιδος φυλης . ὁ δημοτης Γαργηττιος . Ἐπικουρος Νεοκλεους Γαργηττιος
μαστιγουμενος ἐπικελευων τῳ τυπτοντι . τἀν Διομειοις : Δημος της Αἰγηιδος φυλης , ἀπο Διομου του Ἡρακλεους . ἐστι δε
9999962 κατηγορησεν
ἐπι το ἀρχειον αὑτων . και ὁ Καισαρ οὐκετι ἐνεγκων κατηγορησεν ἐπι της βουλης των περι τον Μαρυλλον ὡς ἐπιβουλευοντων
τῃ φωνῃ , ὡσπερ και νυν , μαρτυρα μεν ὡν κατηγορησεν οὐδενα παρασχομενος οὐτε των δημοτων οὐτε των ἀλλων πολιτων
9999962 διεφθειροντο
. Θουκυδιδης ἑβδομῃ : εἰ δ ' οὐδεν ὑπεκρινοντο , διεφθειροντο . και οἱ Ἰωνες οὑτως , ὡς Ἡροδοτος :
, οἱ μεν ἐρριπτεον ἑωυτους κατα του τειχεος κατω και διεφθειροντο , οἱ δε ἐς το μεγαρον κατεφευγον . Των
9999962 γυμνικοις
ἀγωνιστικως . ἀλλα τοις μεν κριται καθηνται , τοις δε γυμνικοις ἐφεστασι βραβευται , οὑς και βραβεας ὁ Πλατων καλει
ἐσται καλους κἀγαθους ἐχων συνεργους ; ἀλλα και ἐν τοις γυμνικοις ἀγωσι δηλον ἐστιν , ὁτι , εἰ ἐξην τοις
9999962 φαραγγος
την σκολιοτητα και την ἐκ τοσουτου συναγωγην και το της φαραγγος βαθος εὐθυς τοις πορρωθεν προσιουσιν ὁ ψοφος βροντῃ προσπιπτει
! ! ! ! ! ! ] ν αἰγα της φαραγγος [ ] ἐξειλκον ! ! ! ! ! καλου
9999962 ναυμαχουντες
ἀκροπολιν ἀνηγαγον , πολλα δε και καλα και πεζῃ και ναυμαχουντες ἐστησαν τροπαια , ἐφ ' οἱς ἐτι και νυν
ναυτας ἀκοντιζοντες . τελος δε τουτῳ τῳ τροπῳ κατα κρατος ναυμαχουντες οἱ Συρακοσιοι ἐνικησαν , και οἱ Ἀθηναιοι τραπομενοι δια
9999962 ὀξυτατου
γυναικειον αἰδοιον . οὑτω Θεοπομπος . κεπφος : εἰδος ὀρνεου ὀξυτατου . κερας , κερως , κερᾳ : ἐπι της
ποιειν του πρωτου , και ἐπι τα αὐτα ἀπο του ὀξυτατου , δια το και καθολου παν ὁτιουν το κατα
9999962 θαυμασιωτατος
ἐκ της Μιλητου ἐκεινην Ἀσπασιαν , ᾑ και ὁ Ὀλυμπιος θαυμασιωτατος γε αὐτος συνην , οὐ φαυλον συνεσεως παραδειγμα προθεμενοι
Σωφρων δε στρουθωτα ἑλιγματα φησιν ἐντετιμημενα . Ὁμηρος δε ὁ θαυμασιωτατος των στρωματων τα μεν κατωτερα λιτα εἰναι φασκει ἠτοι
9999962 σεληνην
δυσεων , και ἀπο της ἁλω της γινομενης περι την σεληνην , και ἀπο των διαϊσσοντων ἀστερων , και ἀπο
σεληνης τας προσηγοριας των ἡμερων κατωνομασθαι . Του δε κατα σεληνην ἀγειν ἀκριβως τας ἡμερας παραδειγμα ἐστι το τας μεν
9999961 ἀναγινωσκων
, ἀλλα μαλλον ἁπτομενα ἀλληλων . μη γαρ μοι τις ἀναγινωσκων συναπτετω το συντεθῃ μετα του κατα μιαν , ἀλλ
συγκαλουμενος , ὀνειδιζων την δωρεαν , φασκων νενικημενα συνεχως , ἀναγινωσκων τον περι των τυραννοκτονων νομον , και τα τοιαυτα
9999961 Ἀριστοφανην
ἱδρυσαντο ἱερον Ἀχαιας Δημητρος . οὐτως εὑρον ἐν Ὑπομνηματι εἰς Ἀριστοφανην . Ἀρης , παρα την ἀραν , την βλαβην
ὠ Διομηδη , ὁ Ἀριστοφανης του Ἀριστοφανους τῳ Ἀριστοφανει τον Ἀριστοφανην ὠ Ἀριστοφανη : ἐπι δε των ἐπιθετων οὐτε εἰς
9999961 γυναια
ὡρκωσαν τους ἀριστους , ὁταν ἡ πολις ἁλισκηται , τα γυναια και τους παιδας ἀνελειν και το πυρ ἁψαι και
πατρις ἠν ἐν σκεπῃ του κινδυνου διεστηκυια της συμπλοκης , γυναια τε και παιδες και ὁσον ἐξ ἡλικιας ἠ φυσεως
9999961 χαλεπος
μητρας , μυθος ἐστι . λιμωττων μεν οὐν λεων ἐντυχειν χαλεπος ἐστι , κορεσθεις δε πραοτατος : φασι δε και
βορεης ἀνεμος μεγας οὐδ ' ἐπι γαιῃ εἰα ἱστασθαι , χαλεπος δε τις ὠρορε δαιμων : τῃ τρεισκαιδεκατῃ δ '
9999961 λοχου
γιγνεται . χρη οὐν τον λοχαγον , ἁτε πρωτον του λοχου ταττομενον , τον κρατιστον ἐπιλεγεσθαι : ὁ δε αὐτος
λοχαγον κατ ' ἀρετην διαφερειν , τον δε του τεταρτου λοχου λοχαγον δευτερευειν τῃ δυναμει , τον δε του τριτου
9999961 συνεστησεν
που τινα αὐτην καθ ' αὑτην αἰσθησεων ἑνεκα σαρκα οὑτω συνεστησεν , οἱον το της γλωττης εἰδος τα δε πλειστα
τοις κατ ' Αἰσχινου λογοις ἐξισαζοντος του ὁτι ἀμφοτεροι πολιτευονται συνεστησεν αὐτο εἰπων συ μεν γαρ ὑπερ των ἐχθρων ἐγω
9999961 ἀφαιρεσεις
μαθειν τι προτερον . Διδασκουσι μεν οὐν ἀναλογιαι τε και ἀφαιρεσεις και γνωσεις των ἐξ αὐτου και ἀναβασμοι τινες ,
λαμβανοντα οὐκ ἀναγκαιας ὡς προς τον νουν , τοτε δε ἀφαιρεσεις ἀτελη ποιουσας την διανοιαν , ἁς οὐκ ἀλλου τινος
9999961 βελτιονων
ᾑ και τα ἐμψυχα : ἐδει γαρ εἰς την των βελτιονων δηλωσιν γενεσιν ὑποστηναι και των χειρονων ὑπο δυναμεως της
ἀν αὐτοι φησαιτε . ἀλλ ' ὁτι βελτιων και ἐκ βελτιονων ὁ φευγων ἐμου ; ἀλλ ' οὐδ ' ἀν
9999961 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999961 ἀποσκευης
ἱππικη τε και πεζη μεθ ' ὁπλων τε βαρους και ἀποσκευης , ὁσης οὐδ ' ἀν εἰποι τις , ἐτι
ἐχυραν , τοις ὀπισθοφυλακουσιν ἐπιπεμψας ἱππικα στιφη πολυ μερος της ἀποσκευης αὐτου κατεσυρεν . Ἀντιγονος περι την Γαβιηνην συνεβαλλεν Εὐμενει
9999961 ἀναπληρωσαι
των ἐπιτεταγμενων ἐγκαθιστωνται αὐτοις ἀλλοι ἐπ ' εὐθειας , ὡς ἀναπληρωσαι το προσθεν ἀπολειπομενον κενον της φαλαγγος : προσταξιν δε
εὐπορωτερων ταλαιπωροτερον ἐπι την του βιου κτησιν ὡρμηνται το ἐλλειπον ἀναπληρωσαι της τυχης σπευδοντες , οὑτως , οἱς μη παρεστι
9999961 κατεπιεν
, ὀρος Ἀρκαδιας , ἐν ᾡ τον λιθον ὁ Κρονος κατεπιεν . οἱ ἐνοικουντες Θαυμασιοι . Θαψακος , πολις Συριας
ἀνασπασας την βοτανην ταυτην , τον μεν χυλον αὐτης διαμασησαμενος κατεπιεν ὡς ἀποκρουστικον του ἰου , το δε μασημα ἐπεθηκε
9999961 κελευομενα
προς τα πραγματα και ἡ των πατρικιων νεοτης ἑτοιμος τα κελευομενα ποιειν : μεγιστον δε παντων ὁπλον και δυσκαταγωνιστον ,
των ἀλλοτριων ἐσθητων ἑκαστος οὐ φειδομενος ἑτοιμοτερος ἠν πραττειν τα κελευομενα . Χαρης ἀπηγε στρατοπεδον ἐκ Θρᾳκης : ἐπεκειντο οἱ
9999961 μαχομενα
μερος αὐτο εἰναι των ἐναντιων δεκτικον . εἰ οὐν τα μαχομενα περι ἑν ὑποκειμενον μαχονται , ὡς φησιν ὁ Πλωτινος
κατακλινομενοι χειμεριον . Και ὠτα κρουων ὀνος χειμεριον : και μαχομενα προβατα και ὀρνιθες περι σιτου παρα το ἐθος :
9999961 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999961 πλημμυριδος
λοιμον ἐπεμψε , Ποσει - δων δε κητος ἀναφερομενον ὑπο πλημμυριδος , ὁ τους ἐν τῳ πεδιῳ συνηρπαζεν ἀνθρωπους .
ἐτι ἐλασσων , και κατα το ἑξης ἡ ἀνοιδησις της πλημμυριδος ἐτι μαλλον μειουται μεχρι της ἑβδομης , ἡτις διχοτομον
9999961 πενταπλασια
. πενταπλασιον δε το ἀπο ΑΓ του ἀπο ΗΕ : πενταπλασια ἀρα και τα ἀπο ΓΒΔ του ἀπο ΓΕ ,
. και ἐπει τετραπλασια ἐστιν ἡ ΒΖ της ΖΚ , πενταπλασια ἀρα ἐστιν ἡ ΒΚ της ΚΖ : εἰκοσιπενταπλασιον ἀρα
9999961 πολεμιῳ
ἐν τοις ἀναθημασι τουτοις και αὐτος ὁ Φορμις ἀνδρι ἀνθεστηκως πολεμιῳ , και ἐφεξης ἑτερῳ και τριτῳ γε αὐθις μαχεται
βασιλεα ἀποβλεποντες μετεωρον τε την γνωμην ἐχοντες , κυκλωσασθαι αὐτους πολεμιῳ νομῳ , και τιτρωσκειν μεν ἠ παιειν μηδενα ,
9999961 τετελευτηκοτας
αὐτον εὐνοιαν . Ἀλεξανδρος δε μετα την νικην θαψας τους τετελευτηκοτας ἐπεβαλε τοις Ἀρβηλοις και πολλην μεν εὑρεν ἀφθονιαν της
τους δισμυριους . μετα δε την μαχην ὁ βασιλευς τους τετελευτηκοτας ἐθαψε μεγαλοπρεπως , σπευδων δια ταυτης της τιμης τους
9999961 ἀνες
. ἐπειτ ' ἀκουσον , του ταχους δε τουδ ' ἀνες : εἰς μεν γαρ ἀλλο παν ἁμαρτανειν χρεων ,
προσηκοντα τῃ ἀρχῃ πραττε , ἐμε δε τον καιρον τουτον ἀνες τῳ Ἡλιῳ , δει γαρ με την εἰθισμενην εὐχην
9999961 τεταμενη
λουτρα τα μεν τετελεσμενα , τα δε ἀνιοντα , στοα τεταμενη τε εἰς μηκος και εἰς ὡραν ἀνθουσα τοσουτον ἐχουσα
δε ἀπορραγεν τουτο ὀφρυς ἠν ὡρας εἱνεκα ὑπερ της θυρας τεταμενη λιθου του στιλβοντος ἐγκειμενου τῳ μη τοιουτῳ : ὁν
9999961 ἀφοριζειν
ὡς ἐν τῳ προ τουτου λογῳ εἰρηται , γενεσθαι , ἀφοριζειν ἀπο ἑνος και δευτερου βανδου ἠ και προς το
γ κυκλων παραλληλων συνεστηκεν , ὡν οἱ μεν το πλατος ἀφοριζειν Λεγονται του ζῳδιακου κυκλου , ὁ δε δια μεσων
9999961 πονηρια
, χαιρεις διδους . ποτι πονηρον οὐκ ἀχρηστον ὁπλον ἁ πονηρια . προς σταθμαι πετρον τιθεσθαι , μη τι προς
ἀμφισβητησις : και εἰ προεκειτο , ποτερον φυσικη ἐστιν ἡ πονηρια ἠ δυναμενη μεταβαλλεσθαι τῳ Αἰσχινῃ , γενικη ἠν ἡ
9999961 Ποτειδαιαν
τι πεποιηκοτος αὐτοις Φιλιππου πως αὐτῳ χρωνται ; ἐκεινος ἐκεινοις Ποτειδαιαν οὐχι τηνικαυτ ' ἀπεδωκεν , ἡνικ ' ἀποστερειν οὐδεθ
οὐ γαρ ἀν Κερκυραν τε ὑπολαβοντες βιᾳ ἡμων εἰχον και Ποτειδαιαν ἐπολιορκουν , ὡν το μεν ἐπικαιροτατον χωριον προς τα
9999961 εὑρισκομενης
ἀνισου τε και ἀνωμαλου και της ἀκριβους ὁμοιοτητος οὐδε παμπαν εὑρισκομενης , οὐπω λεγω κατα τα προσωπα , ἀλλα κατα
ἐστι , και της διαιρεσεως των κεφαλαιων φανερως ἐκ τουτων εὑρισκομενης : εἰ γαρ το πολιτικον ζητημα περι προσωπα και
9999961 μακαριος
ἡγειται , παντων δε ἀνθρωποις : ἡς ὁ γενησεσθαι μελλων μακαριος τε και εὐδαιμων ἐξ ἀρχης εὐθυς μετοχος εἰη ,
ἀθλιος μεν οὐδεποτε γενοιτ ' ἀν , ἀλλα μονον οὐ μακαριος της γε τυχης ἑνεκα , ἐαν Πριαμικαις περιπεσῃ τυχαις
9999961 κυβερνηταις
πρυμνας κεκοσμημενας λαφυροις και ἀκροστολιοις αἰχμαλωτων τριηρων : τοις δε κυβερνηταις ἐνετειλατο κατα το πελαγος παραπλειν πασι μεν ὁρμοις ,
νεων , τριηραρχαις τε φημι και ναυαρχαις , ἐτι δε κυβερνηταις και κελευσταις και τοις ἀλλοις , ἐκελευσεν ἀποπλειν .
9999961 βουλευτηριου
οἱ Ἀννιβου φιλοι , προυθηκε νυκτος λαθων γραμματα προ του βουλευτηριου , ὁτι παντας ὁ Ἀννιβας τους βουλευτας παρακαλοιη τῃ
ἐμελλον ἐγχειρησειν , ἱδρυσαν αὐτους ἐν ὁπλοις μεταξυ του τε βουλευτηριου και του θεατρου ἐν τῳ Πομπηιου περιπατῳ . Ἠν
9999961 συνεθεντο
Ἀποστασις Πασιφιλου στρατηγου ἀπο Ἀγαθοκλεους . λεʹ . Ὡς Καρχηδονιοι συνεθεντο την εἰρηνην προς Ἀγαθοκλεα . λϚʹ . Ὡς Ῥοδον
: οὐ γαρ ἐστιν αὐτων πατρις αὑτη . Αἱ γυναικες συνεθεντο παντα μηχανησασθαι εἰς το δοξαι ἀνδρες εἰναι , και
9999961 βλαστησεως
οὐδεν περιττον οὐδε παροχετευομενον ἐκπιπτει της τροφης ὡστε μη εἰναι βλαστησεως ἀρχην : ὁταν οὐν παντα ταυθ ' ὑπαρχῃ πασι
χρονων . ἡ δ ' ὑπο του ψυχους κωλυσις της βλαστησεως ἀληθης μεν οὐκ ἐτι δε ποιει μερισμον φυσικον .
9999961 τετταρακοντα
Διονυσιον ὠνησασθαι παρα των συγγενων του Φιλολαου ἀργυριου Ἀλεξανδρινων μνων τετταρακοντα και ἐντευθεν μεταγεγραφεναι τον Τιμαιον . : τελευτᾳ δ
γαρ δη δει πρωτον ἀναλαβειν ἡμας τον των πεντακισχιλιων και τετταρακοντα , ὁσας εἰχεν τε και ἐχει τομας προσφορους ὁ
9999961 πιστευσαντα
τουτοις ἐπειτα παντων ἀμνηστιαν λαβων και κακος φανεις περι τον πιστευσαντα ἐπανεστη κατα του βασιλεως . και πρωτα μεν λαθρᾳ
εἰκοτ ' , ἀλλ ' ὁμως σε βουλομαι θεοις τε πιστευσαντα τοις τ ' ἐμοις λογοις φιλου μετ ' ἀνδρος
9999961 γυναικεια
: Σαρρᾳ γουν οὐ διαλεξεται , πριν ἐκλιπειν ἐκεινην τα γυναικεια παντα και ἀναδραμειν εἰς ἁγνευουσης παρθενου ταξιν . ἀλλ
ὡσπερ ἀπο δακτυλων ῥοδοδακτυλος . και δακτυλιος και δακτυλιδια τα γυναικεια , και δακτυλιογλυφος και δακτυλιογλυφια παρα Πλατωνι . και
9999961 πιστευτεον
ἀταραξια ἀφοβια ἐλευθερια . οὐ γαρ τοις πολλοις περι τουτων πιστευτεον , οἱ λεγουσιν μονοις ἐξειναι παιδευεσθαι τοις ἐλευθεροις ,
Διδυμων ὁμοιως το ὑπερ γην ἡμισφαιριον της ἡμερας ἐστιν . πιστευτεον οὐν ἐν τῳ Ὑδροχοῳ μονον πιπτειν τον ὡροσκοπον .
9999961 κινδυνευοντα
το σφοδρον του πυρετου ἐκτος τε κινδυνου ποιησας τον καμνοντα κινδυνευοντα διαφθαρηναι ὑπο των ἀκαιρων καταπλασματων και ἐνεματων , ὡς
το δε [ ἐργον ] της γνωμης . Ἀναγκη δε κινδυνευοντα περι αὑτῳ και που τι και ἐξαμαρτειν . Οὐ
9999961 Ἐρατοσθενης
τετραχη αὐ τεμνομενης μεγιστην μεν μοιραν των Ἰνδων γην ποιει Ἐρατοσθενης τε και Μεγασθενης , ὁς ξυνην μεν Σιβυρτιῳ τῳ
εἰη συναπτων πως ἠδη τῃ ἀοικητῳ . φησι δ ' Ἐρατοσθενης τον ὑπο των Ἑλληνων γνωριζομενον περιπλουν της θαλαττης ταυτης
9999961 ἡγεμονικους
ἐστι : των ποδων ἑκαστος ὁλοις ὀνομασιν περιειλημμενος παντας ὁμοιως ἡγεμονικους και ἀκολουθητικους ἐχει τους † ποδας † , οἱον
Ζευς και Ἡλιος ὁμοσε ἰοντες λαμπρους ἐπιδοξους ἀποτελουσιν , ἀρχικους ἡγεμονικους τυραννικους πρακτικους ὑπο ὀχλων τιμωμενους και εὐφημουμενους , εὐπορους
9999960 προσαγορευουσι
λευκην , εὐωδη σφοδρα . ἐξ ὡν ἐξαιρουντες ὀστα λευκα προσαγορευουσι μεν μαργαριτας , κατασκευαζουσι δ ' ἐξ αὐτων ὁρμισκους
προσηγοριας γινομενον , οἱον ἐν οἱς τινες τον ἐντυχοντα παντα προσαγορευουσι και την δεξιαν ἐμβαλλοντες χαιρετιζουσιν . ἀλλο εἰδος ,
9999960 κατεληξεν
οἱον τε ἀνθρωπον ἀγαθον ἀποτελουσα . εἰς τουτο γαρ και κατεληξεν ὁ λογος μελλων μεταβαινειν ἐπι τα θεοποια παραγγελματα .
ζῳδιῳ παρειχον μοιρας λ : και ὁπου δ ' ἀν κατεληξεν , ἐκεινο ἐλεγον εἰναι το δωδεκατημοριον . οὑτω και
9999960 Σικελικον
εἰναι τα περι τον Ποντον , το δε Κρητικον και Σικελικον και Σαρδῳον πελαγος σφοδρα βαθεα : των γαρ ποταμων
της των Ἀθηναιων δυναμεως παραπλευσαντες εἰς Αἰγεσταν , Ὑκκαρα μεν Σικελικον πολισματιον ἑλοντες ἐκ των λαφυρων συνηγαγον ἑκατον ταλαντα :
9999960 συνεστησατο
τῃ ἑπταχορδῳ λυρᾳ την ὀγδοην Πυθαγορας προσθεις την δια πασων συνεστησατο ἁρμονιαν . Πως οἱ ἀριθμητικοι των φθογγων λογοι εὑρεθησαν
προτεραν και πρεσβυτεραν ψυχην σωματος ὡς δεσποτιν και ἀρξουσαν ἀρξομενου συνεστησατο ἐκ τωνδε τε και τοιῳδε τροπῳ . της ἀμεριστου
9999960 δριμυτερων
τινες ἀλγηδονες ἀλλοιωθηναι μη δυναμεναι , εἰ μη τι των δριμυτερων αὐταις προσενεγκοις . ὁ γουν λογος οὐτε θαυμαζει τουτων
χολην μετα μελιτοϲ . παραιτειϲθαι μεντοι την ϲυνεχη χρηϲιν των δριμυτερων φαρμακων , ϲυνεχωϲ δε κεχρηϲθαι τῳ παλαιοτατῳ ἐλαιῳ .
9999960 χρυσου
ἀνθρωπειου , οὐδε ὁσια την ἐκεινου κτησιν τῃ του θνητου χρυσου κτησει συμμειγνυντας μιαινειν , διοτι πολλα και ἀνοσια περι
. . ἠ ⌈ ἀργυριου [ ἀργυρου ] ⌈ ἠ χρυσου . ἐπι του κομματος οὐν ἐνοησεν ὁ Στρεψιαδης το
9999960 ἠελιου
αἰνυσο και δινηεντας ἀναπλασσε τροχισκους : τους δ ' ἑκας ἠελιου ψυχεο τερσομενους . των δ ' ἠτοι δραχμας μεν
ἁλα πασας . αὐτη δ ' ὠκυτερη ἀμαρυγματος ἠε βολαων ἠελιου ὁτ ' ἀνεισι περαιης ὑψοθι γαιης , σευατ '
9999960 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999960 εἰλημμενα
δυο ἠ ἀλλο τι ἠ μηδεν , ματην ἀν εἰη εἰλημμενα κατ ' ἀμφοτερα : εἰ μεν γαρ ἀλλο τι
και τα προς φαρμακιην [ ἐς τας καθαρσιας ] , εἰλημμενα ἀπο τοπων των καθηκοντων , ἐσκευασμενα εἰς ὁν δει
9999960 θερμοτης
και τῳ θερει καιονται . Χρη δε , ὁσον ἡ θερμοτης του ἡλιου κατεισι , τοσουτον ὀρυττειν και φυτευειν ,
ὑγιασαντος τριψις ἐγενετο των ποδων του καμνοντος , και ἐντευθεν θερμοτης ἐκινηθη , και ἐδρασεν εἰς τα ἐνοχλουντα αἰτια και
9999960 κἀκειθεν
! [ ἠνεγκεν ] | ἐπι ? θαλασσαν | . κἀκειθεν [ ] ? [ ] | Ἐφεσωι προσεβιασθη [
τους παιδας μετα των περιγενομενων Ἑνετων εἰς την Θρᾳκην περισωθηναι κἀκειθεν διαπεσειν εἰς την λεγομενην κατα τον Ἀδριαν Ἑνετικην ,
9999960 Ὀλυμπον
το ὑδωρ και ὁ ποταμος ὁ Συςτων δε περι τον Ὀλυμπον χειμαρρων και ὁ Συς ἐστι , τοτε οὐν οὑτος
προσεφη Τελαμωνιον υἱον : Αἰαν ἐπει τις νωϊ θεων οἱ Ὀλυμπον ἐχουσι μαντεϊ εἰδομενος κελεται παρα νηυσι μαχεσθαι , οὐδ
9999960 ἀφικομενη
μεν οὐν κοινωνησασα των ἀγωνων αὐτῳ στρατια πλουτῳ βαρει ' ἀφικομενη την τ ' ἀναπαυλαν οὐκ ἀηδως ἐδεξατο του πολεμου
* κουρους ἐκ χρησμου εἱπετο βοϊ πλανηθεισῃ ἐκ Μυσιας ἡτις ἀφικομενη ἐπι τον λεγομενον της Φρυγιας † Ἀκτης τοπον κατεκλινετο
9999960 ἀποδεικνυουσι
τοις ἀγαθοδαιμονουσι ζῳδιοις ὀντες του Ἡλιου μετα Διος ἀποκεκλικοτος ἀτεκνους ἀποδεικνυουσι : κακοποιου τον πεμπτον τοπον ἐπεχοντος του ἑτερου μετα
ἀνατολεων ἀρξαμενον γην περι πασαν ῥεειν , ἐργῳ δε οὐκ ἀποδεικνυουσι . Ἐνθευτεν τον Ἡρακλεα ὡς ἀπικεσθαι ἐς την νυν
9999960 δεσποινης
: ὠ κακως φρονων πιθου : τι μαινηι ; τληθι δεσποινης ἐμης κτησει δ ' ἀνακτος δωμαθ ' ἑν πεισθεις
ἀδιαλειπτον παραμονην των οἰκετων ἐσημανεν , ἡν εἰχον μετα της δεσποινης : ἀντι του μετα ταυτα : Ἰδαια ματερ :
9999960 ἐπεταξεν
και σαφη τα δικαια . και προ τουτων γ ' ἐπεταξεν ἐκθειναι προσθε των ἐπωνυμων και τῳ γραμματει παραδουναι ,
ἀγων ; ὡρισε ζημιαν ὁ δικαστης , ἡν ὁ διωκων ἐπεταξεν . ἐδωκε τιμωριαν ὁ φευγων , ὁσην ὁ του
9999960 συνεχεσι
και ὁ παις ἐν νοσοις πολλαις και κινδυνοις ἐσσεται και συνεχεσι ῥευματισμοις , ἐπι δε ζῳδιων θηλυκων ἐτι χειρον :
: εἰ δε εἰη δειλος , ἐφοδοις αὐτον ἀδοκητοις και συνεχεσι καταπληκτητω . Ἰσος ἐστω προς τε τους συμμαχους και
9999960 δακτυλον
ἐθεασαμην οὑτω φανταζομενην και περισφιγγουσαν ἑαυτης τον μεσον της χειρος δακτυλον , ὡς ἐν αὐτῳ τον ὁλον κοσμον βασταζουσαν .
' Ὀλυμπον , χρησαμενος τῳ ἁρματιῳ νομῳ και τῳ κατα δακτυλον εἰδει , ὁ τινες ἐξ ὀρθιου νομου φασιν εἰναι
9999960 κοιλοτερα
το βουλεσθαι αὐτους σῳζειν . Κατακειμενος δε ἀκουει ὡς εἰς κοιλοτερα τεως ἐνεργων : δει γαρ προσφορως ταις ὑποθεσεσι και
δε και ἀσθενης και οἱον ἐγκεκαλυμμενη περι τα καταδεεστερα και κοιλοτερα στρεφομενη , ἐχοι ἀν και οὑτω πολλην ἀληθειαν ὁ
9999960 Κυλληνην
εἰχε την πατρῳαν ληξιν : ἀπο δε Ἐλατου των παιδων Κυλληνην το ὀρος καλουσιν ἀπο Κυλληνος , και ἀπο Στυμφηλου
Σιμου την ἀρχην , Αἰγινηται κατα ἐμποριαν ἐσεπλεον ναυσιν ἐς Κυλληνην , ἐκειθεν δε ὑποζυγιοις τα φορτια ἀνηγον παρα τους
9999960 ὀνομαζει
τοις δε ἀλλοις οὐ συνηθη , ὡς εἰ τις ἀγοραν ὀνομαζει τον λιμενα , καθαπερ Θετταλοι , ἠ κλεινον ἀντι
ἐν τῳ ὀντι . Ὡστε την οὑτω διαθεσιν εἰ τις ὀνομαζει προνοιαν , οὑτω νοειτω , ὁτι ἐστι προ τουδε
9999960 κακοδαιμονες
ἁρπαζουσιν , ἐπιορκουσιν , τοκογλυφουσιν , ὀβολοστατουσιν . Ἀθλιοι και κακοδαιμονες : οὐ γαρ ἰσασιν οἱα ἐναγχος κεκυρωται παρα τοις
οἰκειοι και συγγενεις . Τελευταιον δε ἀνενεγκων ὁ Ἁβροκομης ὠ κακοδαιμονες ἐφησεν ἡμεις , τι ἀρα πεισομεθα ἐν γῃ βαρβαρῳ
9999959 σεμνοτερα
τωνδε των πολλων ἐξῃρημενα , και οὑτω τα τε πραγματα σεμνοτερα θεασομεθα και ἡμεις ἡμιν αὐτοις οὐ διαφωνησομεν . ταυτα
τι και ἀρετης μεταποιουμενους ἐγνωμεν , οὐτ ' εἰ πολλα σεμνοτερα ὁ κολπος ἁμα και καθαρωτερα οὐτε εἰ ὁ Σαγγαρις
9999959 δημιουργικους
δε τοιαυτα παντα ὁ Πλατων ἰδεας προσηγορευσε λεγων λογους εἰναι δημιουργικους , και ἐξ αὐτων τα τῃδε γινεσθαι κατα μεθεξιν
δεσμον του σωματος τον δεθεντα ὑπο της προνοιας ἀνατρεπει τους δημιουργικους νομους : οὐ δει οὐν θαναταν . εἰ τοινυν
9999959 φιλοσοφουντι
θεος . γινωσκειν σε χρη , ὡς παντελως σπανιον το φιλοσοφουντι σοι ἀκρως δυναμενον ἠθος συγκραθηναι . δωρον ἀλλο μειζον
ἐψευσθην , ἐγενομην μεν γαρ ἁ χρη τον φιλοσοφησαντα , φιλοσοφουντι δε ὁποσα δωσειν ἐφη , παντ ' ἐχω .
9999959 κρατεροι
κλονεουσι ῥινοισιν πισυνοι σακεεσσι τε και τελαμωσι , τους οὐτε κρατεροι γενυων ταμνουσιν ὀδοντες , οὐτε σιδηρειων ὀνυχων πειρουσιν ἀκωκαι
, νυν μοι ἐελδομενῳ τεκμηρατε , οἱ τινες ἐστε ἐκπαγλως κρατεροι και ἀμυμονες : ἠ γαρ ἱκανει ἐργον ἀναγκαιης .
9999959 εἰρωνικως
κενοδοξος και ἐπηρμενος και γεμων οἰησεως . . σεμνοστομος ] εἰρωνικως . . φρονηματος ] ἀλαζονειας . . πλεως ]
δουλων των του Διος υἱεων . και ὁς γελασας πανυ εἰρωνικως , Τους τραγῳδους , ἐφη , καλεις μαρτυρας .
9999959 κροταφοις
δε Φιλιαδου Μεγαρεως : ἀνδρες τοι ποτ ' ἐναιον ὑπο κροταφοις Ἑλικωνος , ληματι των αὐχει Θεσπιας εὐρυχορος . πληθυντικως
σακος οἰσω και δυο δουρε και κυνεην παγχαλκον , ἐπι κροταφοις ' ἀραρυιαν , αὐτος τ ' ἀμφιβαλευμαι ἰων ,
9999959 Λακεδαιμονιων
. Λακεδαιμονιοι δε κτἑ . : ἀρχη της διαφορας των Λακεδαιμονιων και Ἀθηναιων οἱ δ ' ἠλθον κτἑ . :
και Ἀπολλωνος Καρνειου ξοανα ἐστι κατα ταὐτα καθα δη και Λακεδαιμονιων νομιζουσιν οἱ Σπαρτην ἐχοντες . ἐπι δε της ἀκροπολεως
9999959 ἀπεδειξαμεν
και ἑτερον ψυχρον ἑλκει , ὁπερ ψευδος ἐστιν , ὡς ἀπεδειξαμεν . Και αὑται μοι ἀναγκαι προηγμεναι . Ἀποδειξας ἀνωτερω
. λαʹ . Ἡμεις δε το παραλελειμμενον ὑπο του Θεοδοσιου ἀπεδειξαμεν ἀστρονομικωτατα τουτον τον τροπον . Ἀνατελλετω γαρ ὁ ἡλιος

Back