εἰτα Πυρρωνα , ὡν ὑπο μεν Κραντορος πιθανουργικος , ὑπο Διοδωρου δε σοφιστης , ὑπο δε Πυρρωνος ἐγενετο παντοδαπος και
ἐχθραν . και λεγοντων ἐξ αὐτων των χιλιων Ἱππασου και Διοδωρου και Θεαγους ὑπερ του παντας κοινωνειν των ἀρχων και
9999975 πλεονασμου
ἀφ ' οὑ και μεχρι νυν , κατ ' εὐχην πλεονασμου ὑγροτητος , και ἐν τοις ὑδραγωγιοις των χωριων γεμοντες
δια του ω : ὁμοιως δε και ὁσα ἐχει ἀπο πλεονασμου το η κατα την τριτην ἀπο τελους : οἱον
9999975 Περιανδρου
την πολιν ἐπιτροπευοι . Θρασυβουλος δε τον ἐλθοντα παρα του Περιανδρου ἐξηγαγε ἐξω του ἀστεος , ἐσβας δε ἐς ἀρουραν
, φευγων την Πεισιστρατου τυραννιδα , οὐ φευγων δε την Περιανδρου . οὐ γαρ ἠν ὁμοιον : ὁ μεν καταλυσας
9999974 ποιητικην
ἀκηρατον εἰναι και παντος κακου ἀχραντον . δει γαρ τοις ποιητικην μετιουσιν αἰδους μεμοιρασθαι παντως : διο και τας Μουσας
την δ ' ἁπλως οὐδ ' εἰναι τεχνην , την ποιητικην , ἀλλ ' ἐπιπνοιαν ἐκ Μουσων , ὁς δ
9999974 ἀπαγγειλαντος
. Του δε κηρυκος τα λεχθεντα παρα της Οἰνωνης θαττον ἀπαγγειλαντος ἀθυμησας ὁ Ἀλεξανδρος ἐξεπνευσεν , Οἰνωνη δε , ἐπει
εἰς τοπον καλουμενον Φλιουντα . του δε Σισυφου τῳ Ἀσωπῳ ἀπαγγειλαντος την του Διος μιξιν ὁ Ἀσωπος προς το μαθειν
9999974 ἀπαλλαγησεσθαι
ποαν τῃ ὑδρᾳ παραπλησιον : ἐκεινης γαρ καταπλασαμενον των ἑλκων ἀπαλλαγησεσθαι . Εὑρε δε τον ποταμον και την πυθοχρηστον ποαν
αὐτην τοισι Ἀχαιοισι , μελλοντα γε δη των παρεοντων κακων ἀπαλλαγησεσθαι . Οὐ μεν οὐδε ἡ βασιληιη ἐς Ἀλεξανδρον περιηϊε
9999974 δημιουργησαντος
παντα ποιησαντος και ἑνος μονου , τῃ δε αὐτου θελησει δημιουργησαντος τα ὀντα : τουτο γαρ ἐστι το σωμα ἐκεινου
τα δε [ τινα ] τουτοις ἀνομοια κεκτημενος θεληματι του δημιουργησαντος πνευματος μετειληφεν ὑλικου . τα δε καθ ' ἑκαστα
9999974 μικρου
γαρ παρ ' αὐτοις εἰρηται . Τα δια του οψ μικρου τε και μεγαλου γραφομενα ἀδιωριστα καθεστηκεν ὁμοιως ἐπι κυριων
δηλωσαι ὁ Πλατων την ὑλην δια του μεγαλου και του μικρου ἐδηλου αὐτην . φησιν οὐν ὁ Ἀριστοτελης ὁτι το
9999974 ποιητικης
παιδικην ἀγωγην ἐφυλαξαν μεχρι των τελειων ἡλικιων , και δια ποιητικης ἱκανως σωφρονιζεσθαι πασαν ἡλικιαν ὑπελαβον : χρονοις δ '
” ; καιτοι λαβομενος ἀν ἐγω των Ἀθηνων ἐπι της ποιητικης ἐξουσιας ἐπεισηγον ἀν ἐρωτας θεων και κρισεις και κατοικησεις
9999974 πεντεκαιδεκατον
δια των σκιοθηρικων δεικνυται . Το δε του ὁλου κυκλου πεντεκαιδεκατον πεμπτον ἐγγιστα της διαμετρου γινεται . Ἀν τοινυν ἐπιπεδον
ἐστιν αὐ συν εἰκαδι , Ὑδροχοου τεσσαρα λαμπρομοιρια , Το πεντεκαιδεκατον αὐ συν εἰκαδι , Των Ἰχθυων δε δωδεκα συν
9999974 ἀποκριτικης
δικην ἀψυχου : δευτερον , το ἐπι πλημμελει βλαβῃ της ἀποκριτικης δυναμεως γινομενον . Τοιγαρ ὁτι της ἀποκριτικης δυναμεως πλημελως
κρισεως παχος ἐχοντα παρυφισταμενα φαινεται , δια ῥωμην μαλλον της ἀποκριτικης δυναμεως γινεται , τα φαυλα και ἀρχεια πανυ διωθουμενης
9999973 ἐπιγενοιτο
ἐμβαλλειν . Ταυτα εὐ χρη εἰδεναι : και γαρ εἰ ἐπιγενοιτο σπασμος ἐμβαλλοντι , ἐλπιδες μεν οὐ πολλαι σωτηριης :
και χρονῳ γεγυμνασμενον , μη οἱ διωκοντι τον Πομπηιον κατοπιν ἐπιγενοιτο , τονδε μεν αὐτος ἐγνω προκαθελειν ἐς Ἰβηριαν ἐλασας
9999973 Ταιναρου
της Πελοποννησου , το δ ' Ἀντιρριον Λοκριδος . Ἀπο Ταιναρου ἐπι Φυκουντα Λιβυης το διαρμα σταδια ͵γ . Αἰγινα
και του λοιπου τοιαυτα ἐπιδεικνυσθαι , μεμιασμενην ἐναποπλυνασα ἐσθητα . Ταιναρου δε της ἀκρας πλουν ὁσον τεσσαρακοντα σταδιων ἀφεστηκε Καινηπολις
9999973 ἀποδεικνυων
πεδαις δεσμευων εἰς τας συνεργασιας ἐνεβαλλε , τους δε νομεις ἀποδεικνυων οὐτ ' ἐσθητας οὐτε τροφας ἐχορηγει τας ἁρμοττουσας .
, ὁ δε διωκων ἀδικον αὐτο δια των ἐναντιων λογισμων ἀποδεικνυων . ἐν μεν γαρ ἀντιληψει λεγοντος του φευγοντος εἰ
9999973 εὐδαιμονιαν
το δ ' ὁτι συχνας διδωσιν ἡ ποιητικη ἀφορμας προς εὐδαιμονιαν δηλον ἐκ του την ὀντως κρατιστην και ἠθοποιον φιλοσοφιαν
ἑκτεον . αἰει [ ] δε των εὐπαγων ἑνεκα προς εὐδαιμονιαν και των κατασκευαζομενων [ ] τους λογους ποιητεον [
9999973 κορου
τῳ λυπουντι της θερμης . και ὁ μεν ὀμβρους ἀχρι κορου παρεχει τῃ γῃ ψυχος ἀφελων , ἡ δε ἀνιησι
. Ἀχρι κορου : παροιμια ἠν , ὁτι , ἀχρι κορου ἐκεινος ἀναισθητος ἐστιν : και : οὑτος ἀχρι κορου
9999973 συλλογιστικος
τουτῳ και το Α ὑπαρχει παντι οἱον τῳ Γ , συλλογιστικος οὑτος ὁ λογος . ἐαν δε οὑτως εἰπω ,
γε πως ἐξει το πραγμα ; ὁ δε κατα συστολην συλλογιστικος : ἀλλα μην ἡμερα ἐστιν , φως ἀρα ἐστιν
9999973 φορου
Παρθων βασιλευοντες ἐθεντο . ὡν ὁ πατηρ † την του φορου ἀπαρνησαμενος ἀπαγωγην τον πολεμον ὑπεδεξατο και τουτον μετα της
δη ἐλεγε προς τους πυθομενους ὁτι πρεσβευοι περι κουφισμου του φορου : τελοιεν γαρ δραχμας ἑκατον πεντηκοντα και τας ἑκατον
9999973 σπονδειου
γαρ εἰναι πανυ φημι δικην ” διμετρον ἐξ ἀναπαιστου , σπονδειου και δυο ἀναπαιστων : το ιθʹ “ οὐκ εἰναι
σπονδειου : το νεʹ ἐκ βʹ σπονδειων , δακτυλου και σπονδειου : το νϘʹ ἐκ σπονδειου , ἀναπαιστου και αὐ
9999972 πιστωσασθαι
δ ' ἀπεριοριστον , ὀλιγα των ὁσα μεγαληγοριας ἀποτελεστικα του πιστωσασθαι το προκειμενον ἑνεκα και δη διεξιμεν . ἀποδειξιν ὁ
τις ὑπολαβοι , οὐδε δια της εἰς ἀδυνατον δειξεως δυνατον πιστωσασθαι , ὁτι προς ἑαυτην ἀντιστρεφει ἡ του καθολου ἐνδεχομενου
9999972 ἀποβαλουσα
αὐθωρον πτωμα γινονται . συκη τις ὡρᾳ χειμωνος τα ἑαυτης ἀποβαλουσα φυλλα ὑπο τινος ἐλαιας πλησιαζουσης την γυμνωσιν ὠνειδιζετο λεγουσης
οὐτε πλησιαζουσαν βλαβην ἐκκλιναι , φερομενον δε ἀσκοπως οἱα ναυς ἀποβαλουσα τον κυβερνητην , ὡστε και ἐπι πετραν και αἰγιαλον
9999972 νευρου
και ὁσα δυνανται οἱ ἀλλοι ὁμοιως . εἰς ἱμαντα ἀπο νευρου συντιθενται τῳ τροπῳ τουτῳ , ἱνα φαινωνται οἱ λιθοι
τουτο ἡ φυσις και δυο μυας ἑκατερωθεν τουτου του κοιλου νευρου τεταχεν , ἱνα ὡσπερ ὑπο χειρων τινων ἀντισπωμενος ἀνευρυνηται
9999972 ἀσπαραγος
ἀρνογλωσσου τα φυλλα και μαλλον τα ξηρα , ἀρον , ἀσπαραγος μυακανθινος , ἀσταφις ἀγρια , ἀσφοδελου ἡ ῥιζα ,
φυεται πλη - σιον της ῥαμνου και αὐτης της ῥαμνου ἀσπαραγος , εἰτα και ὁ καρπος της πευκης , ὡς
9999972 καθαιρεσει
φιλεριν και λογων πιθανοτητας ὡσπερ τινας συμβολας και ἐρανους ἐπι καθαιρεσει του καλου ποριζοντα και ἀκρατῳ φλεγομενον και καταμεθυοντα ἀρετης
, ὁσα δη ἐγκωμιαζομεν ἠ ψεγομεν . δει δε μη καθαιρεσει των ἐξεταζομενων αὐξειν τα ἡμετερα , οὑτω γαρ οὐ
9999972 Ὑδρου
ἀνατελλουσης ὁ μεν Ἀρατος φησι δεδυκεναι τα τε λοιπα του Ὑδρου και τον Κενταυρον , ἀνατεταλκεναι δε τον Νοτιον Ἰχθυν
δʹ δʹ ὁ ἐπ ' ἀκρου του ποδος κοινος του Ὑδρου . . . . . . . . .
9999972 γνωσεως
, οὑτω και της νοερας και ψυχικης εἰναι τινα κοινοτητα γνωσεως οὐσιωδους , οὐ συννοων ὁτι ἡ ψυχικη ἀπο της
. εἰ δε συνεπιμεριζει τουτῳ ὁ Ζευς , δηλοι προσθηκην γνωσεως και παιδευσεως δι ' ὡν ὠφεληθησεται και ἐπικτησεται ὠφελειας
9999972 ὀπισθιοις
των λιποθυμιων εἰσβολαις , ποτε δε και σικυας προσβαλλειν τοις ὀπισθιοις και ἐμπροσθιοις μερεσι του στομαχου , ἐπι πλευρα τε
αἱ τρυγονες οὐ μονον τῳ στοματι , ἀλλα και τοις ὀπισθιοις μερεσιν ἠχουσι . Ταττεται δε ἐπι των πολλα λαλουντων
9999972 λιπαρου
βδελλιου του Σκυθικου μιγνυς και μαστιχης Αἰγυπτιας και ἀμμωνιακου θυμιαματος λιπαρου τε και μη παλαιου και χαλβανης ὡσαυτως . κἀπειδη
κοϲτου , καρποβαλϲαμου , ὀποβαλϲαμου ἀνα # γ , ϲτυρακοϲ λιπαρου # δ , οἰνου εὐωδουϲ Ἀμινναιου Ἰταλικου # ι
9999972 γεγραμμενοι
και ὁ οἰσυπηρος και οἱ παραπλησιοι ἐν τῳ ιδʹ λογῳ γεγραμμενοι . χριονται δε συν οἰνῳ γλυκει , μιγνυνται δε
” φησι “ βουστροφηδον ἠσαν οἱ ἀξονες και οἱ κυρβεις γεγραμμενοι ” δεδηλωκεν Εὐφοριων ἐν τῳ Ἀπολλοδωρῳ . ἠ ἐπει
9999972 ἐκτεταμενως
' ἰσῃ πολιτειᾳ των Συρακουσιων . Φωκεας : οἱ μεν ἐκτεταμενως ἀναγινωσκουσιν , ὡς Πρασιας , οἱ δε συνεσταλμενως .
ῥοδη δε το φυτον . σταχυς βραχεως το ἑνικον , ἐκτεταμενως το πληθυντικον . σχισται τα ὑποδηματα . σχιστας ἐνεργειν
9999972 μελικρατου
πλειοναϲ ὁϲον κοχλιαρια β καθ ' ἑκαϲτην ἡμεραν μετα του μελικρατου πινομενον . Ἐκ των Ἀϲκληπιαδου προϲ ἐπιληπτικουϲ . ὀξαλιδα
παχεα και φλεγματωδη : πληθος δ ' ἐξαρκει τετρωβολον μετα μελικρατου . Τα μεν οὐν κατω καθαιροντα , ὁσα ἐγω
9999972 ἐξαγγελλειν
μεχρι τινος ἀνεβαλλομην τας ἐπι τοις οὐροις ἐξευρημενας μοι αἰτιας ἐξαγγελλειν , παλαι παραλειφθεισας τῃ των μετιοντων την τεχνην ἀπραγμοσυνῃ
κοινωνον της ἀρχης αὐτον λαβειν ὡς τα παρα των θεων ἐξαγγελλειν ἱκανον : και κατ ' ἀρχας μεν ἱερεα κατασταθηναι
9999971 ἀποτροπην
περιεχουσιν ἰνες ὁμοιαι ῥυτισιν ἠ και γραμμαις . Τουτον προς ἀποτροπην παντων των ἑρπετων φασι χρησιμωτατον εἰναι και οἱ γε
παρακλησεσιν ἱκετευουσα . . φλαυρον ] κακον , φοβερον . ἀποτροπην τελειν ] ἀποδιωξιν πληρουν . . φθιτοις ] νεκροις
9999971 βλαβερος
. βλαβη ] λυπη . ἀνιαρος ] λυπηρος . , βλαβερος . λυσανιας ] ἐλευθερωτης , λυων τας λυπας ,
τον τοιουτον ἐραστην , και δειξαι ὁτι και κακος και βλαβερος ἐστι , και ὁτι αἰσχρος , και λοιπον ὁτι
9999971 νομιστεον
ὁ μουσικος ἐν Νομῳ παιδευτικῳ . φησι γουν διαφοραν τηνδε νομιστεον αἰδους και αἰσχυνης , ὁτι ἡ μεν αἰδως προς
ἀπολογια : τοσουτον της ἐν πλουτῳ διαφερουσης αἱρετωτεραν την εὐειδη νομιστεον , ὁσον ἡ μεν ἰσως ἀν εὑροι χρηματαἠδη γαρ
9999971 χαλεποις
. οὐκ ᾐδειμεν δε παραπλησιοις ἐν αὐτῃ των πρῳην ὁμιλειν χαλεποις , ἠ και χειροσι , και δια ταυτα γε
. . α . , . Ἀταρτηροις : σκληροις και χαλεποις : παρα την ἀτην , ὁ σημαινει την βλαβην
9999971 ἀνακτησασθαι
ἀπο της χθεσινης διαρροιας τον στομαχον ἡμων θελει τῳ ὀξει ἀνακτησασθαι . ” και μετα το πιειν αὐτους προς δυο
λοφου τους τοτε κατοικουντας Σικελους : διο δη φασκοντες πατρῳαν ἀνακτησασθαι χωραν και περι ὡν εἰς τους ἑαυτων προγονους ἐξημαρτον
9999971 βελτιστοις
ἐτι δρωντος , την αὐτην δε ἰοντος οὐχ ὁμοια τοις βελτιστοις ἡ χαρις . ἡ γαρ ἐπι τῳδε λυπη βαπτιζουσα
ἐπισταμενους ὁτι ὁ θανατος κοινος και τοις χειριστοις και τοις βελτιστοις ; οὐτε γαρ τους πονηρους ὑπερορᾳ οὐτε τους ἀγαθους
9999971 ἀναγεγραφθαι
, οὐτε τον τοπον , ἐν ὡι συμβαινει την συνθηκην ἀναγεγραφθαι , διεσαφησεν ἡμιν οὐτε τους ἀρχοντας τους δειξαντας αὐτωι
ἡκιστα και δια τουτο χρονον τον αὐτον της φαντασιας ἀμφοτεροις ἀναγεγραφθαι . ὁ μεν οὐν ἀρχιοινοχοος οἰνοφλυγιαν , ὁ δε
9999971 συλλαβας
δε , ἐπει ἑωρα τα εἰς σος ληγοντα ὑπερ δυο συλλαβας ὀξυνομενα , τῳ η παραληγομενα , ἑτερον ἐχοντα σ
δια διφθογγου γραφεται . Τα δια του υρος ὑπερ δυο συλλαβας , εἰτε κυρια , εἰτε προσηγορικα , εἰτε ὀξυτονα
9999971 Λακωνικας
ἐνδεδυκως , χλαμυδα δε ἐφεστριδα περιβεβλημενος πολυτελη και ὑποδουμενος λευκας Λακωνικας , στεφανον δαφνης χρυσουν ἐστεμμενος , και διανεμων τα
μα τον Διονυσον , οὐδ ' ἐγω γαρ τας ἐμας Λακωνικας , ἀλλ ' ὡς ἐτυχον χεζητιων , ἐς τω
9999971 ἐπικρατουσης
ὀρθως τῳ σωματι και † αὐτα κατορθουμενα . κακιας γαρ ἐπικρατουσης ἐν τῃ ψυχῃ , εἰς πονηρα και αὐτα συντελεσουσι
ψιλην δυσκρασιαν καμοντων τα οὐρα πανυ λεπτα διαφαινεται της οἱασδητινος ἐπικρατουσης δυσκρασιας , ἡττον δ ' αὐ λεπτα διαφαινεται ,
9999971 ἐπιστευετο
ἐλασσον ἐχων ἀπειμι . τοιαυτης ὑπογενομενης ἀλλοτριοτητος πρωτον μεν Ἡφαιστιων ἐπιστευετο λεγων ὁτι συνθεμενος προς αὐτον ὁ Καλλισθενης προσκυνησαι ψευσαιτο
πως γαρ , εἰπερ μουσικη περι της των παθων ἐπανορθωσεως ἐπιστευετο , τον μεν Ἀγαμεμνονα ἡ Κλυταιμνηστρα ἐπι της ἰδιας
9999971 Διονυσιου
ἐν τοις συμμαχοις ἐνικησεν . ἐπει δε περιεπλευσαν οἱ παρα Διονυσιου εἰς Λακεδαιμονα , λαβων αὐτους Ἀρχιδαμος μετα των πολιτικων
τῃ ὑστεραιᾳ δικαζειν ποτερον Χαιρεου γυναικα Καλλιροην εἰναι δει ἠ Διονυσιου , μετεωρος ἠν πασα Βαβυλων , και ἐν οἰκιαις
9999971 κυριωτατον
δεομενον δε κρισεως οὐκ ἐσται κριτηριον . το δε παντων κυριωτατον , εἰπερ τινα των δογματικων λεγομεν εἰναι κριτην της
ἐπραξε προτειναι ἀν , οἱον ὁτι γυμνασιου και ἀκροχειριζομενος . κυριωτατον οὐν ἐν τοις δι ' ἀγνοιαν το οὑ ἑνεκα
9999971 Ἀρκτουρου
γινομενων κατα την Αἰθιοπιαν κατα την Κυνος ἀνατολην ἑως ἐπιτολης Ἀρκτουρου , καθ ' οὑς χρονους και οἱ ἐτησιαι πνεουσιν
ἐπιτολης του Κυνος ἐκτεινουσι το θερος , ἐντευθεν δε μεχρι Ἀρκτουρου την ὀπωραν : οἱ δ ' αὐτοι τον χειμωνα
9999971 ἀποθνησκουσι
ἀπολλυνται : ἐκ δε των ἀλλων ἐμπυηματων οἱ νεωτεροι μαλλον ἀποθνησκουσι . Ὁκοσοι δε των ἐμπυων καιονται ἠ τεμνονται ,
δη ἐτραπησαν δια του ναπους εἰς τον ποταμον . και ἀποθνησκουσι μεν τρισχιλιοι ἐν τῃ φυγῃ , ζωντες δε ὀλιγοι
9999971 μεμνης
τυπτε . , σχετλιαζε , δερε . , τιμωρει . μεμνης ' ] ἐνθυμου . . ὁπως ] ἱνα .
. Ὡς φαμενην προσεειπε πυκα φρονεων Μενελαος : Μηκετι νυν μεμνης ' ἁ τ ' ἐπασχομεν ἀλγεα θυμῳ : ἀλλα
9999971 Λακεδαιμονιον
κατα την ὀγδοην και τριακοστην , ὁτε νικησαι μεν Εὐτελιδαν Λακεδαιμονιον , την δε ἰδεαν ταυτην μηκετι ἀγωνισασθαι παιδα ἐν
τοτε ἐτυχον ἐπιδημουντες , συνηρπαζον δε παντα τινα και ὁν Λακεδαιμονιον σαφως ὀντα ἠπισταντο και ὁτῳ κουρας ἠ ὑποδηματων ἑνεκα
9999971 ποιητικοι
περι ἰδεων γενικων λογον , ἀκριβεστερον λεξομεν . Ἐτι καλλους ποιητικοι και οἱ κατα συζυγιαν μερισμοι δια τας ἰσοκωλιας ,
μεν ἐπι των ποδων β ἀστερες της αὐτης ἐνεργειας εἰσι ποιητικοι τῳ τε του Ἑρμου και ἠρεμα τῳ του Ἀρεως
9999971 ἀπηλλαγμενοι
αὐτοις περι τας κωμας , ἀριστοκρατιᾳ δ ' ἐχρωντο , ἀπηλλαγμενοι δ ' ἠσαν των βαρεων δημαγωγων , ἡδοντο τοις
και τα δεοντ ' ἐσομεθ ' ἐγνωκοτες και λογων ματαιων ἀπηλλαγμενοι : οὐ γαρ ἁττα ποτ ' ἐσται δει σκοπειν
9999971 Ἀρχιγενους
και του περιτοναιου γεγονε ρβʹ . Περι ἑλκωθεισης μητρας , Ἀρχιγενους ργʹ . Θεραπεια των ἐν τῃ μητρᾳ ἀνθρακωδων ἑλκων
κοιλιας ἐπεχομενης κζʹ Περι ἐμπνευματωσεως κηʹ Περι εἰλεου και χορδαψου Ἀρχιγενους κθʹ Περι των ὑπο δριμεος χυμου ὀδυνωμενων το κωλον
9999971 ἀδιαφορου
δε ἠ και ἐπι κακῳ , ἐπειδη κατ ' ἐμφασιν ἀδιαφορου πραγματος οὐ κινειται παθος : παντα γαρ συνισταται ἠ
μονομετρου ἰαμβικου και τροχαϊκης κατακλειδος ἠτοι τροχαιου και μιας συλλαβης ἀδιαφορου : αἱ γαρ ληξεις των μετρων παντων ἀδιαφοροι :
9999971 ἀμαρακον
και μελιλωτινον λαλων και ῥοδα προσσεσηρως : ὠ φιλων μεν ἀμαρακον , προσκυνων δε σελινα , γελων δ ' ἱπποσελινα
κεκαυμενον ἐλαια αἰγειρου τα ἀνθη και ἡ ῥητινη ἀκορον ἀμωμον ἀμαρακον ἀμμι ἀνηθον κεκαυμενον ἀνιϲον ἀρκευθοϲ ἀϲαρου ἡ ῥιζα βραθυ
9999971 θαυμαστων
σεαυτου προς αὐτον συγγενειαν ἀνενεωσω και των ταπεινοτερων τουτων , θαυμαστων δε τοις ἀλλοις κατεφρονησας , φιλοτιμιας και πλουτου και
ἱεραν χθονα ] την θειαν Ἀττικην . ζαθεων ] λιαν θαυμαστων ἠ ταχυτατων . κελαδηματα ] ἠχους . κελαδοντα ]
9999971 ἀπουσης
μεν και ταις ἀλλαις ἀρεταις γινεται χωρα και τοπος , ἀπουσης δε οὐδε ὁτιουν ὀφελος οὐδ ' ἐκεινων οὐδεμιας .
και κινησει κινειται . Ἐνταυθα δε κινησει μεν κινειται , ἀπουσης δε ἠρεμει ἐστερημενον της ὀφειλομενης κινησεως . Ἐπειτα δε
9999971 ὀξυνομενα
ληκινδα , ὀστρακινδα , ὀνοματα παιδιων , και ὡς τα ὀξυνομενα συνυπαρχει τοις εἰς δον περατουμενοις , καναχηδον καναχηδα ,
, ἐπει ἑωρα τα εἰς σος ληγοντα ὑπερ δυο συλλαβας ὀξυνομενα , τῳ η παραληγομενα , ἑτερον ἐχοντα σ ,
9999971 ἀναλογιαις
του αὐτου δη πνευματος πεφυκοτος , διαφοραι αἰσθητικων πνευματων ταις ἀναλογιαις των αἰσθητηριων γινονται . Ἠ δηλονοτι και τουτο της
ναυς και καταδυειν , μετροις τισι και σταθμοις προτερον και ἀναλογιαις ἀπευθυνουσι τε και διευθετουσιν αὐτοις προς τας ὁλκαδας την
9999971 Μαντινης
οὑτως ἐς την ξυμμαχιαν προσεδεχοντο τους ἐθελοντας των Ἑλληνων , Μαντινης δ ' αὐτοις και οἱ ξυμμαχοι αὐτων πρωτοι προσεχωρησαν
ἰδιας ὠφελιας Δωριης ἐπι Δωριας μετα Ἀθηναιων Ἰωνων ἠκολουθουν , Μαντινης δε και ἀλλοι Ἀρκαδων μισθοφοροι ἐπι τους αἰει πολεμιους
9999971 ἀκριβειαν
ἡπτοντο , ὁπως μηποτ ' ἀν ἀψυχα ὀντα οὑτως εἰς ἀκριβειαν θαυμαστοις λογισμοις ἀν ἐχρητο , νουν μη κεκτημενα :
ἠ δυναμεως οὑτως ἐπαινει , ὁ μεν της λεξεως την ἀκριβειαν , ὁ δε του νου την λεπτοτητα , ὁ
9999971 ἀποροι
ϲκηνοϲ , τα δε ϲπλαγχνα καιεϲθαι δοκεουϲι : ἀϲωδεεϲ , ἀποροι , οὐκ ἐϲ μακρον θνῃϲκουϲι : πυριφλεγεεϲ διψαι .
παρα σφας ὁσαι νυκτες τον χουν : ὡς δε παντῃ ἀποροι τῃ γνωμῃ ἐγινοντο οἱ βαρβαροι , ἐδοκει ἀναχωρειν .
9999971 χειρουργιαν
τοπων και ὡρων . θεραπευτικα δε : των μεν εἰς χειρουργιαν ἀνηκοντων : Περι ἀγμων , Περι ἀρθρων , Περι
ἀποκρουϲτικοιϲ ἠ και διαφορειν δυναμενοιϲ ὑπειξαι βοηθημαϲιν , ἐπι την χειρουργιαν ἀφικνουμεθα δια το μη τοιϲ ϲυνεχεϲιν ἐρεθιϲμοιϲ βηχαϲ τε
9999971 χονδρος
οὐκ εἰπε χονδρους ἁλας . Περι δε της συνταξεως του χονδρος ἁλς , εἰτε ὁμοιοπτωτως δει συνταττειν εἰτε ἀνομοιοπτωτως ,
οἱ οἰκαδ ' ἰοντι παλιν ποτιδορπιον εἰη . . . χονδρος δ ' ἡδυπροσωπος , ὁν Ἡφαιστος καμεν ἑψων Ἀττικῳ
9999970 ἀποτυγχανειν
τουτο ποιει , ” μελετω , “ εἰπεν , ” ἀποτυγχανειν . “ αἰτων τινακαι γαρ τουτο πρωτον ἐποιησε δια
ἀργαλεωτατῃ νοσῳ , ἐπαιρομενοι . προς γαρ τῳ του τελους ἀποτυγχανειν ἐτι μετ ' οὐ μικρας βλαβης μεγαλην αἰσχυνην ὑπομενουσιν
9999970 Ἐπικουρου
κατετεινε την ψυχην . εἰχε δε ἀρα το βιβλιον τας Ἐπικουρου δοξας , ἁς ἐκεινοι κυριας οὑτω καλουσιν , Ἐπικουρου
και ἀργον και ἐπτηχοτα ; Σαρδαναπαλλου μοι βιον λεγεις , Ἐπικουρου μοι βιον λεγεις . Ἀντιθωμεν αὐτοις , Κυρον μεν
9999970 ἀποδιδρασκων
ἀπο Σελευκου εἱς . οὑτος , ὡς φησι Πολυβιος , ἀποδιδρασκων ἐκ της αὐλης ἐνιοτε τους θεραπευοντας , οὑ τυχοι
Σελευκου εἱς : περι οὑ φησι Πολυβιος ταδε , ὡς ἀποδιδρασκων ἐκ της αὐλης ἐνιοτε τους θεραπευοντας οὑ τυχοι της
9999970 μετωνομασθησαν
Θρᾳκων ἐθνος , ὡν τινες διαβαντες εἰς την Ἀσιαν Φρυγες μετωνομασθησαν : μετα δε Θεσσαλονικειαν ἐστι τα λοιπα του Θερμαιου
τετταρες , Κεκροπις Αὐτοχθων Ἀκταια Παραλια , ἐπι δε Κραναου μετωνομασθησαν Κραναϊς Ἀτθις Μεσογαια Διακρις , ἐπι δε Ἐριχθονιου Διας
9999970 ἀποδεικνυει
μυθος δια φιλαδελφιαν , την δε ἀρετην φιλανθρωπον ὁ λογος ἀποδεικνυει . Το περιβλεπεσθαι τας μεν ἑταιρας ποιει πλουσιας ,
δε τῳ πενητι της τελευτης ἐστιν οὐχ ὑπευθυνος ; οὐκ ἀποδεικνυει κρινομενος : εἰτα προσθες ἐνθυμημα : ἠ γαρ οὐκ
9999970 ἐπικρατουν
παντων μεν ἐν πασιν ἐνοντων , ἑκαστου δε κατα το ἐπικρατουν ἐν αὐτωι χαρακτηριζομενου . χρυσος γαρ φαινεται ἐκεινο ,
, ἀλλα παντα μεν μεμικται , λεγεται δε κατα το ἐπικρατουν ἑκαστον . Ἐπει οὐδε την γην ἀνευ ὑγρου φασι
9999970 Πινδαρου
μεν ἐνιοι φασιν , ὁτι και ὁ Παν πλησιον καθιδρυτο Πινδαρου , ἠ ὁτι συνεστι τῃ θεῳ ὡς ὀρειος ὠν
ἀριζηλωτοι : πληρεις ἠ γεμουσαι κατορθωματων . ΓΘ ] ἀπο Πινδαρου παρῳδηται . Γ μοναρχον ] τον Δημον . Γ
9999970 θαυμασαντες
μεν ὀρθως γιγνωσκετε . Ὀρεστην δε και Πυλαδην τινος μαλιστα θαυμασαντες ἰσοθεους ἐποιησασθε , και ταυτα ἐπηλυδας ὑμιν ὀντας και
αἰχμαλωτους ἐλαμβανεν , μαχας ἐνικα πολλας , ὡστε οἱ Γαβιοι θαυμασαντες αὐτοκρατορα στρατηγον αὐτον ἀπεφηναν . ὁ δε ἀγγελον κρυφα
9999970 κορυθαιολος
' ἑνα πολλοι : Τρωας δ ' ἐνθαδε παντας ἀγει κορυθαιολος Ἑκτωρ . ἀλλα τι ἠ μοι ταυτα φιλος διελεξατο
σοισιν ἐτῃσι . Την δ ' ἠμειβετ ' ἐπειτα μεγας κορυθαιολος Ἑκτωρ : μη μοι οἰνον ἀειρε μελιφρονα ποτνια μητερ
9999970 ἀμεταβολου
ὀντα και ἐχοντα ἀμεταβολον προ του η και προ του ἀμεταβολου ἑτερον συμφωνον : ἀλλα μην δια του τος οὐκ
δε τα ἀμεταβολα ἐκτεινουσιν : ὁτι , φασι , του ἀμεταβολου ἡ ὑγροτης σχεδον ὁμοια ἐστι τῃ του φωνηεντος :
9999970 χαλκοις
κλιμακα ἠ το ὑδωρ ἠ το ἐλαιον θερμον ἐν ἀγγειοις χαλκοις , περιβληθεντος σχοινιου τροχιλῳ ἀνω κατα το ἀκρον της
, οἱ δε ἐν τῃ της οἰκιας αὐλῃ ὑπο τοις χαλκοις ἀνδριασιν . ἐστι δε οὐδεν τουτων ἀληθες , εἰ
9999970 ἐμβαλλομενα
και ἰξωδες τριβεσθαι το φαρμακον : οὑτως γαρ ἑνωθησεται τα ἐμβαλλομενα προς ἀλληλα : εἰ δε παν ἐπιχυθειη το ὑγρον
γην και παραπλησιον το συμβαινον ὡσπερ τα ἐπι το ζεον ἐμβαλλομενα των ἑψομενων : οὐδεμιαν γαρ οὐδε κἀκεινα λαμβανει μολυνσιν
9999970 ἀκουσιοι
Δημοσθενης . . ἐπι Παλλαδιῳ ] ἐπι τουτῳ ἐκρινοντο οἱ ἀκουσιοι φονοι . οἱ δε ἐν τουτῳ τῳ δικαστηριῳ δικαζοντες
κοινωνειν αὐτῳ της ἐπι τῳ πολεμῳ τυχης ἀρξαμενοι οὐδε ἡμιν ἀκουσιοι πολεμιοι φανεισθε . Ἐδηλωσαμεν σοι και προτερον περι Δολοβελλα
9999970 δακρυσιν
βηματος κραυγη τε παρα παντων ἐξαισιος ἐγινετο και δεησεις μεμιγμεναι δακρυσιν , ἱνα μενῃ τε και διακατεχῃ τα πραγματα μηδενα
πεμψαντος ; ὠ δεινοι λογοι . κατεδακρυσα και βλεφαρον ὑγραινω δακρυσιν : ἁ Διος μ ' ἀλοχος ὠλεσεν . Ἡρα
9999970 ἀκαθαρτον
ὁ μεν γαρ λογος τροφη διανοιας ἐστι : τουτον δε ἀκαθαρτον ἡ πονηρια ποιει των ἀνθρωπων . Ἀνδοκυδου Πυθαγορειου .
το αἱμα . τουτο οὐν ἀναδιδοται εἰς παν το σωμα ἀκαθαρτον ὀν , και λοιπον καινοτομειται το της φυσεως νομιμον
9999970 κληρονομησεις
, ὡς ἡ τυχη θελει . εἰτ ' ἀν εἰπῃ κληρονομησεις , ὡς παρ ' αὐτου την κληρονομιαν εἰληφοτες εὐχαριστουμεν
ὀψει θανατον ἐπικερδη θ νικησεις . ἀγωνιζου ἑως τελους ι κληρονομησεις ταχεως α οὐχ εὑρησεις δανεισασθαι β τεξεται καλον και
9999970 λαμπροτητος
' αὐταις , ἀρκεσθησεσθαι δε τῳ θ ' ἱππῳ της λαμπροτητος των σημειων ἑνεκεν και ἑνι αἰχμαλωτῳ , ὁς ἐτυχεν
τα ἑξης . Ἀλλ ' ὁπερ ἐλεγομεν , κατα μεν λαμπροτητος σχηματα οὑτως ἀκμη γινεται : κατα δ ' αὐ
9999970 ἐλευθερου
ἐνεντες και ἑαυτους ἐπικατασφαξαντες , ἐλευθεροι το πεπρωμενον ἀπ ' ἐλευθερου και εὐγενους φρονηματος ἐξεπλησαν . ἀλλ ' οὑτοι μεν
τον νουν ἐχων ὑποχειριον εἰς τον πιθον δεδωκα . οὐκ ἐλευθερου φερειν νενομικα κοινωνουσαν ἡδονην ὑβρει . τον τῃ φυσει
9999970 Λευκιον
, Γαιον Σερουιλιον , Λευκιον Κοϊνκτιον , Λευκιον Κορνηλιον , Λευκιον Οὐαλεριον Αὐλον Μαλλιον . ἐπι δε τουτων Καρχηδονιοι στρατευσαντες
, δια δε Φουλβιαν ὁμως και δια Μανιον ἐς τον Λευκιον ἰοντων και τους ἀποκλειοντας βιαζομενων , ὁ Καισαρ ὑπηντα
9999970 ἀσθενεστεροις
, διδου ⋖ αʹ μετ ' οἰνου , τοις δε ἀσθενεστεροις μετα γαλακτος . Εὐζωμου σπερματος ⋖ βʹ , κυμινου
δ ' αὐ δια την του χυμου συγγενειαν ἐπ ' ἀσθενεστεροις , εἰ μη που τις προσαποδοθεισα αἰτια κἀπι τουτου
9999970 τιμωρησασθαι
των ὁσιων χρηματων , ἠ τον τουτους πειρωμενον σῳζειν μη τιμωρησασθαι ; και τι κωλυσει ἁπαντας εἰναι πονηρους , ὠ
ὁτι καλον , ὑπηκοον ἐχειν υἱον , ὁτι δικαιον αὐτον τιμωρησασθαι , ὁτι συμφερει , ἱνα ὠσιν οἱ παιδες πειθηνιοι
9999970 ἐφροντισαν
πλειστοι , τον στρατηγον ἐγκαταλιποντες , της ἰδιας ἀσφαλειας μονον ἐφροντισαν . Ἀντιγονος δε παραδοξως κυριευσας του τ ' Εὐμενους
ἀποβαινον ] [ ] [ ! ! ! ! ! ἐφροντισαν ] [ ! ! ! ! ! ! ]
9999970 χοιρου
νυσσοιντο . φυλακτεον δε ὁμοιως , μη πως ἐριφου ἠ χοιρου τριχας καταπιωσι . διαφθειρονται γαρ καταπινοντα . ἁμα δε
ζωμον εὐ πανυ πεποιημενον . και μετα ταυτα περιεπλασα του χοιρου την ἡμισειαν , ὡς ὁρατε , ἀλφιτοις πολλοις κριθης
9999970 λαγονας
βυρσαν ἐξεδειρεν ἠ δρομευς δισσους διαυλους ἱππιους διηνυσεν , κἀνειτο λαγονας . ἱερα δ ' ἐς χειρας λαβων Αἰγισθος ἠθρει
του στοματος εἰς την κοιλιαν του κητους , αὐτου τας λαγονας διεφθειρεν . ὁ δε Λαομεδων ὑπαλλαξας θνητους διδωσιν ἱππους
9999970 κεδρου
περιποιησας , ὑποθυμιῃν . Αἰγος σπυραθους και φωκης πλευμονα και κεδρου πρισματα ὑποθυμιῃν . Βολβιτον , κερατος πρισματα , και
και Φαινιου του Ἐρεσιου ἐννοιαν ἡμιν διδοντος μηποτε ἀπο της κεδρου το κιτριον ὠνομασται . και γαρ την κεδρον φησιν
9999970 κενωσεως
διαθεσεως αἰσθητικης . γινεσθαι δε και των ἐναντιων ἐπιθυμιαν οἱον κενωσεως τε και ἀπουσιας και του μη αἰσθανεσθαι ἐνιων .
, μη αὐξανομενους δε καθαιρειν εἰς τοσουτο την ποσοτητα της κενωσεως εἰς ὁσον ἐμειωθησαν αὐτοι . μεγεθος δε νοσηματος και
9999970 ἐπετυχες
ἐπεισακτον κακον κατα των ἑαυτου πραγματων πεπορισμενος . εἰτ ' ἐπετυχες γαρ , φησι , γημας το προτερον , εὐημερων
καμειν , τυχης . φαυλως ] εὐχερως . εὑρες ] ἐπετυχες , και οὐ δια την ἀρετην ἐδοθη . την
9999970 ταλαιπωρου
διωκειν , ὑβρεος οὐ ποθου χαριν . Ἑλλαδος ἐγωγε της ταλαιπωρου στενω , ἡ Κυδιαν ναυαρχον ἐξεπεμψατο . Ὁς νυν
γεγωτες αὐτοι διαφυλαξασθαι πολιν . Ἑλλαδος μαλιστ ' ἐγωγε της ταλαιπωρου στενω , ἡ , θελουσα δραν τι κεδνον ,
9999970 ὀνειδιζειν
γε τι πλημμελουνθ ' ὡς φασιν : ὁπερ οὐδ ' ὀνειδιζειν ἀξιον . τους Ἑρμας περιεκοπτεν . ἁπαντα μεν ,
την ἀλκην ἐπι του παροντος , μηδενα των παροντων ὡς ὀνειδιζειν μελλοντα φυλασσομενος : γαμου γαρ παιδες ἁπαντες , και
9999970 μυστηριον
τουτο , πολλα τε βεβαμμενου χρυσου το θειον και ἀμεταδοτον μυστηριον . Ἐπειτα και το σωμα της μαγνησιας προσερεται .
, και εἰς ἑν ἐργον συντεινουσιν . Νοησον οὐν το μυστηριον , τεκνον , του φαρμακου της χηρας . Ἡ
9999970 Ἀριστομαχου
βασιλευοντος ἐν Ἠλιδι , τηνικαυτα ὁ Δωριεων στολος συν τοις Ἀριστομαχου παισιν ἠθροιζετο ἐπι καθοδῳ τῃ ἐς Πελοποννησον . γινεται
Ἀριστοδαμιδα του Μεροπος του Θεστιου του Κισσου του Τημενου του Ἀριστομαχου του Κλεοδαιου του Ὑλλου του Ἡρακλεους . ἐνιοι δε
9999970 ϲτομαχον
ἐμβαλων τῳ ἀργυρῳ περιαπτε : φορειτωϲαν δε ἀει περι τον ϲτομαχον τον χλωριζοντα ἰαϲπιν . Προϲ φλεγμοναϲ ὀφθαλμων . Λυκιον
ὠφελει δε και ταϲ καθ ' ἡπαρ και κοιλιαν και ϲτομαχον φλεγμοναϲ . Ϲχοινου λειαϲ . Ἡ μεν ὀξυϲχοινοϲ ὀνομαζεται
9999970 τετριμμενην
πεσῃ , στρεψαντας δει προς τους ἐναντιους την ὑγιη την τετριμμενην ἐπισκευαζειν : προς δε τα ἀλλα συμπτωματα ἐκ τουτων
σεμιδαλιν δ ' ἑφθην ἠ των σιτανιων ἀλευρων ἠ κεγχρον τετριμμενην . ἁπαντα δε ταυτα καλως ἑψειν και πολυν χρονον
9999970 βελτιστους
εἰναι οἱοισπερ προτερον † , ὑστερον δε δυνασθεισιν ἀπολλυναι τους βελτιστους , αὐτους δε μονους λειφθεντας δι ' αὐτο τουτο
οἱ δε λογοι τῳ χρονῳ συμπροβαινουσι , και τους γε βελτιστους αὐτων οὐδεν οὑτως ὡς χρονος δεικνυσιν , ὡσπερ τον
9999970 καταλειφθῃ
λι . δ ∠ ʹ ἑψονται , ἑωϲ οὑ μετριον καταλειφθῃ του χυλου , και ἐπιβαλλεται βουτυρου # Ϛ ,
γραφεται και ἀζαι : ἐν τοις ἀγγειοις γαρ ἐπειδαν τι καταλειφθῃ ξηρανθεν , ἀζα λεγεται . γραφεται και αὐται ,
9999970 ἀπαγγελλειν
διεφθαρη ἡ ναυς , παρειναι τους οἰκετας τους ἑαυτου και ἀπαγγελλειν ἑαυτῳ , και ὁτι ἡ ναυς κενη διεφθαρη παραπλεουσα
ἀπηγγειλε , τινα δε ἠν ταυτα ; πρωτον του μεν ἀπαγγελλειν τι περι των πρεσβευομενων ἠ περι των ἐν τῃ
9999970 ἀπογραφης
φαινεται . ὁ κἀμοι δοκει οὐδενος ἐλαττον εἰναι τεκμηριον της ἀπογραφης ὁτι ἀληθης οὐσα τυγχανει : εἰ γαρ μη πολλα
. τουτ ' ἐσθ ' ἡ τεχνη , οὐκ ἐξ ἀπογραφης οὐδε δι ' ὑπομνηματων . και μαγειρων μεν ἁλις
9999970 καταλαβουσης
μηδεν παθουσας . παρδαλεως δε ποτε ὀξυτατῳ δρομῳ τον ἐκκαλουμενον καταλαβουσης φθασας τῳ ἀκοντιῳ μελλουσαν δηξεσθαι , την μεν ἀπεκτεινε
ὁσον εὐγενειας χαριν πολυ των εὐπατριδων ἀπελειπετο . ἡμερας οὐν καταλαβουσης κατηλθεν ἐπι το συνεδριον της βουλης οὐτε το πυρ

Back