ἡμων , ἀλλα τροπον τινα ὁ τεσσαρακοντουτης , ἐαν νουν ὁποσονουν ἐχῃ , παντα τα γεγονοτα και τα ἐσομενα ἑωρακε
ναρδινον , παντων δε μαλιστα ἡ στακτη , διαμενει γαρ ὁποσονουν χρονον . Μυροπωλης δε τις ἐφη παρ ' αὐτῳ
9999968 καταληκτικα
το Ϛʹ μονομετρον , τα δε λοιπα διμετρα ἀκαταληκτα και καταληκτικα , ἠτοι ἑφθημιμερη . ὠμοι πεπληγμαι ] εἰσθεσις διπλης
ἀκαταληκτων ηʹ . ἐν ἐκθεσει δε κωλα βʹ ἰαμβικα διμετρα καταληκτικα ἠτοι ἑφθημιμερη , ἁ καλειται , ὡς εἰρηται ,
9999966 κρατουν
, φασιν , τους νομους ἐν τῃ πολει ἑκαστοτε το κρατουν . ἠ γαρ ; Ἀληθη λεγεις . Ἀρ '
εἰ θεον καλειν σε δει . δει δε : το κρατουν γαρ νυν νομιζεται θεος . ἐφ ' ὁσον βαδιζεις
9999966 ἐγραψαμεν
εἰη τον ἱερεα τυχειν . οὑτω πολλας εὐφημιας πυρος ἀγγειοις ἐγραψαμεν . ταυτα γυναικας οἰκουρειν εἰθισμενας προιεναι παρασκευαζει και τας
, ἡμεις μεν , ὠ ἀνδρες δικασται , οὐτε μαρτυριας ἐγραψαμεν περι των ὁμολογουμενων , οὐτε μαρτυρας προσεκαλεσαμεθα , ἀλλ
9999965 ἑλκομενη
περιδρομος οὐρεσι γαια , Κασπιαδων πυλεων νοτιωτερον οἰμον ἐχουσα , ἑλκομενη και μεχρις ὁμωνυμου ἀμφιτριτης . τριχθα δε μιν ναιουσι
οἱα δρακοντος διττη μελαινα προεκυπτεν , ὑπο τριχων και αὐτη ἑλκομενη . και ὁ Πελλαιος δε δρακων προϋπηρχεν και οἰκοι
9999965 προπολεωϲ
, εὐφορβιου ⋖ ιϚ , ὑποκιϲτιδοϲ χυλου ⋖ ιϚ , προπολεωϲ ⋖ ιϚ , ϲμυρνηϲ ⋖ ιϚ , ἑλενιου ⋖
ψυχη βοτανη . ἀντι ὀπου πευκεδανου γλυκυριζηϲ χυλοϲ . ἀντι προπολεωϲ λαδανον . ἀντι πιτυοκαμπηϲ ϲφηκεϲ εἰϲ κεδριαν . ἀντι
9999965 ἐνεποιησεν
λαβειν . την δ ' ἐπιθυμιαν ὁ γενναιος ἡμιν ἐκεινος ἐνεποιησεν ἀγων , ὁν δειξας ἐπειτα κατεκλεισας ἀδικων σαυτον τε
δη και ποτε ὀμοσας τους ὁρκους τουτους τῳ δημῳ θορυβον ἐνεποιησεν ὡσπερ και ἐπι τῳ ὀμνυναι τον Ἀσκληπιον , χρωμενος
9999965 ἐλευθεριοτητα
οὐν ὑπο ἐθους ἠ ὁπωσουν μεταβαλλοι , ἐλθοι ἀν εἰς ἐλευθεριοτητα : ἀλλ ' ὁ μεν τῳ ὀντι ἀσωτος βελτιων
του προκειμενου ἐργου , ὡς ἐρει . Ὁτε ἐλεγε την ἐλευθεριοτητα περι χρηματων μεσοτητα . ὡς γαρ ἡ ἐλευθεριοτης ἀπο
9999965 πιστευουσι
και Τανταλον γεννησας , ὡς οἱ μυθοι λεγουσι και παντες πιστευουσι , το μεν ὡς οἱ μυθοι λεγουσιν ἀναφορα ,
: ἀλλ ' ἰδου γιγνωσκει , διαφοιτᾳ γαρ , και πιστευουσι μεν ἠδη μυριοι , πηδωσι δ ' ὑφ '
9999965 βουν
παχυτερου γεννητικη , βελτιονος δ ' εἰς εὐχυμιαν ἠ κατα βουν και προβατον . κακοχυμος δε τουτων οὐδεν ἡττον ἐστι
της θεου φερειν τευχη διδοται , τῳ δε δευτερῳ τον βουν ἀγειν , ὁ δε τριτος τας θυηλας ἐπιτιθησιν .
9999965 δουσης
ἐν καλῳ παρατυχον σφισι ξυμβαλειν : τοις Ἀργειοις της τυχης δουσης ἐπι συμφεροντι συμβαλειν . αὐτων : των Ἀργειων .
και το σωμα αὐτῃ , ὡς οὐδεν ἀν παθουσης , δουσης δε ἑτερῳ , ὁτι μη θεμις φθονον ἐν τοις
9999964 Ἀλεξανδρου
και βιαιως το δορυ ὠσαμενος διαρρηξας τε την τε ἀσπιδα Ἀλεξανδρου και την δεξιαν ἐπωμιδα διηλασε δια του θωρακος .
κατα τους ὑστερον χρονους Ἀγαθοκλεα τον Συρακοσιων βασιλεα μιμησαμενον την Ἀλεξανδρου στρατηγιαν ἀνελπιστον και μεγαλην νικην περιποιησασθαι : διαβαντα γαρ
9999964 ἀναλαβουσα
του ποδος το παθος καταμαθουσα οἰκτειρει τον νεοττον , και ἀναλαβουσα συν πολλῃ τῃ φειδοι κατειλει την πληγην , και
πραγμα πεπειραμενῳ . Οὑτω γαρ κατασκευαζεται ψυχης καθαρα διαθεσις , ἀναλαβουσα τα καλλιστα : και προς το παντων κυριωτατον νενευκυια
9999964 εὐνουν
δεδιοτες . . . : φοβουμενοι το στρατευμα ὡς οὐκ εὐνουν αὐτοις . γραφεται δε ἐν τισι , μη εὐνουν
περι των κατα μερος ἀπολογησαμενος , ἁπασαν ἐσχε την βουλην εὐνουν . οἱ δε περι τον Κριτιαν φοβουμενοι τον ἀνδρα
9999964 κληθεν
εἰς την Καριαν κατεσχεν ἀκρωτηριον το ἀπ ' ἐκεινου Τριοπιον κληθεν . οἱ δε λοιποι του Ἡλιου παιδες δια το
ὁθενπερ και τοὐνομα αὐτῳ καμαρωσιν ἐθεντο . λοιπον δε το κληθεν ὑπ ' αὐτων ἀποκοπημα ῥωγμη τις ἐστιν , οὐ
9999964 ἀπαγορευων
ἐς τον ὁμοιον τῳ βασιλει λογον οἰομενου τε , ὡς ἀπαγορευων προς τα δεσμα ψευσεται τι κατα των ἀνδρων „
ἠ προσπορευησθε τῳ θυσιαστηριῳ ” . ταυτα δ ' οὐκ ἀπαγορευων μαλλον ἠ γνωμην ἀποφαινομενος διεξερχεται : τῳ μεν γε
9999964 δουλοσυνης
. Ἠθελες , ὠ Ζηνων , ἀνδρα τυραννον κτεινας ἐκλυσαι δουλοσυνης Ἐλεαν . ἀλλ ' ἐδαμης : δη γαρ σε
ἐπ ' ἡμεας μουνους ἐστρατηλατεε ὁ Περσης τεισασθαι της προσθε δουλοσυνης βουλομενος , χρην αὐτον παντων των ἀλλων ἀπεχομενον ἰεναι
9999963 Ἐμπειρικοι
μεταβασεως ῥητεον . ἐδεηθησαν δε της του ὁμοιου μεταβασεως οἱ Ἐμπειρικοι δια ταδε : ἐπει γαρ πλειστα και σχεδον ἀπειρα
, το δε διαλλαττον ἐκεινων ἀναιρειν . οἱ μεν οὐν Ἐμπειρικοι το ἀπο ἐνδειξεως τα συμφεροντα λαμβανεσθαι πειρασονται ἀδυνατον ἀποφαινειν
9999963 Καλλικρατης
δε ἐπελαβετο αὐτικα ὁ Ῥωμαιος της προφασεως , και ὁποσοις Καλλικρατης ἐπηγεν αἰτιαν Περσει σφας φρονησαι τα αὐτα , ἀνεπεμπεν
της βουλης . και αὐτων ὁ μεν κατα την ὁδον Καλλικρατης τελευτᾳ νοσῳ , οὐδε οἰδα εἰ ἀφικομενος ἐς Ῥωμην
9999962 Σικελιαν
ταυτης δ ' ἐτι καθεστωσης ἐν πολεμῳ διεβησαν εἰς την Σικελιαν , ἀφελομενοι δε Καρχηδονιων αὐτην ἐπανηλθον ἐπι τους περι
ὑπαρχοντα σωζειν . ἐπειδη δε ἐτελευτησεν ἐκεινος , ὠνειροπολουν μεν Σικελιαν , ἐφιεντο δε Ἰταλιας , ὠρεγοντο δε Καρχηδονος και
9999962 χαλεπωτατων
και ἐπιστημην ἐλθειν του εἰναι τι ἀπο τοιουτου τροπου των χαλεπωτατων ἐστιν . εἰρηται γαρ και προτερον ὁτι το ἀπο
χερσι καλλιστον διδασκαλιον γινεται : περι δε των ἀφανεστατων και χαλεπωτατων νουσηματων δοξῃ μαλλον ἠ τεχνῃ κρινεται : διαφερει δε
9999962 ποιῳ
συνδεσμους εἰδεναι καθως προειπομεν , σκο - πειν δε ἐν ποιῳ κλιματι εὑρισκεται ἀπο των κεντρων ἠτοι προς ἀνατολας ἠ
τριων δε οὐσων κινησεων φυσικων , της ἐν ποσῳ και ποιῳ και που , εἰτ ' οὐν φορας , ἀλλοιωσεως
9999962 μουσικα
τας των φυσει γιγνομενων , γαμετρια δε και ἀριθμητικα και μουσικα τας περι το ποσον και το ἐμμελες . ὁστις
κυκνον μεταβαλλοντα εἰς ἀνθρωπινου βιου αἱρεσιν , και ἀλλα ζῳα μουσικα ὡσαυτως . εἰκοστην δε λαχουσαν ψυχην ἑλεσθαι λεοντος βιον
9999962 Βορυσθενης
πεντακοσιων σταδιων , ἱερα του Ἀχιλλεως , πελαγια . Εἰτα Βορυσθενης ποταμος πλωτος ἐφ ' ἑξακοσιους σταδιους και πλησιον ἀλλος
Ὀλβια καλουμενη , μετα ταυθ ' ὑφ ' Ἑλληνων παλιν Βορυσθενης κληθεισα : ταυτην την πολιν Μιλησιοι κτιζουσι κατα την
9999962 καταπλασμασι
πλειον ποτον και τα οὐρητικα , ταις πυριαις δε και καταπλασμασι και ἐγκαθισμασιν ἀνιεναι τα μερη , και κενουν την
σκληροτερα τυχῃ , συν τινι των λεπτομερων ἐλαιων . και καταπλασμασι δ ' ἀν τις ἐπι των φλεγμαινοντων και σηπομενων
9999962 ἐξαρχης
ἐκφωνουνται και ἀπαγγελλονται . Οὐκ εἰχον δε γραμματα οἱ Ἑλληνες ἐξαρχης : ἀλλα δια Φοινικων γραμματων ἐγραφον τα ἑαυτων .
περι τουτων εἰσαυθις ἀκριβεστερον . Νυν δ ' αὐ παλιν ἐξαρχης εἰπωμεν περι της ἀρχης , ἡτις ἐστιν οὐ κατα
9999962 μνημονευουσι
ἀφειλετο και ἀνθρωπων εἰκονας χαλκας . ἀρχαιοτατον δε ἀγωνισμα γενεσθαι μνημονευουσι και ἐφ ' ᾡ πρωτον ἀθλα ἐθεσαν , ᾀσαι
πολεων των μετεχουσων της Ἀμφικτυονιας τινες οἱπερ ἐκαλουντο Πυλαγοραι : μνημονευουσι δε και τουτων πολλοι , ὡσπερ και Δημοσθενης ἐν
9999962 ἠμελουν
ἐν οἰνωι σπουδαζεται . ἀλλ ' ὁμως οὐδε Θετταλοι σοφιας ἠμελουν , ἀλλ ' ἐγοργιαζον ἐν Θετταλιαι μικραι και μειζους
και σοι ἐτι πλειω καταλιπων . Ἀλλ ' οἱ ἀλλοι ἠμελουν των τοιουτων κτηματων και οὐδεις ἐθεραπευεν ἡμας κληρονομησειν προσδοκων
9999962 συνελαβεν
οἱσπερ οὑς ἠγγυησαντο . Ἡ δε βουλη ἐξελθουσα ἐν ἀπορρητῳ συνελαβεν ἡμας και ἐδησεν ἐν τοις ξυλοις . Ἀνακαλεσαντες δε
οὐκ ἀργην . ὀλιγον οὐν προ του πτωματος ἡ γυνη συνελαβεν . ἀλλα δια τους κινδυνους και την ταλαιπωριαν την
9999962 τουνεκα
ἐκεδασσαν , ᾑ ἐνι πειρομεν οἰδμα κατα χρεος ἐμβεβαωτες . τουνεκα νυν ὑμεας γουναζομεθ ' , αἰ κε πιθησθε ,
ἐπεσι φησιν ἀστροφαη Διονυσον ἐν ἀκτινεσσι πυρωπον , Ὀρφευς δε τουνεκα μιν καλεουσι Φανητα τε και Διονυσον . φασι δε
9999962 στυφουσης
, ξηραινει δ ' ἱκανως : συγκειται δ ' ἐκ στυφουσης αὐταρκους οὐσιας και δριμειας θερμης οὐ πολλης και τινος
, της πρωτης δε των ξηραινοντων . Ῥοα πασα της στυφουσης μετεχει ποιοτητος , οὐ μην ἐπικρατουσης γε παντως :
9999962 βραχυτατην
δεηθεντες δια το ἐν τοις κατ ' οὐρανον παραλλαξιν ὁποιανουν βραχυτατην ἡμιν ἐπινοουμενην οὐ μικραν ἐργαζεσθαι διαφοραν , ἑκαστον των
λυσιτελειν ἀπεχθανεσθαι και φιλονικειν μηδε τῃ μεγιστῃ πολει προς την βραχυτατην κωμην : ὁταν δε δη προς ἀνθρωπους ᾐ πολιν
9999962 ἐξομοιουν
' ἀλλοιον τελεθειν και χωρᾳ ἑπεσθαι : ὁτι προσηκει ἑκαστον ἐξομοιουν ἑαυτον τουτοις , ἐν οἱς ἀν και γενηται τοποις
δ ' ἀλλοιον τελεθειν και χωρᾳ ἑπεσθαι : ὁτι προσηκει ἐξομοιουν ἑαυτον ἐν οἱοις ἀν τοποις γενοιτο . εἰρηται δε
9999962 πυκνουν
. σκοπος οὐν ἐστι της ἰασεως ἐπισπασασθαι μεν αἱμα , πυκνουν δ ' ἠρεμα και σφιγγειν το κεχαυνω - μενον
διαφερειν , διαβαλλειν , κερκιζειν , πληττειν , πιεζειν , πυκνουν . ὑφασμα δε ἐστιν εἰπειν λεπτον , εὐυφες ,
9999962 δουλοσυνην
ἀν προκαμων ἀλλωι καματον μεταδοιης , οὐτ ' ἀν πτωχευων δουλοσυνην τελεοις : οὐδ ' , εἰ γηρας ἱκοιο ,
τουτους ηὐξησατε ῥυματα δοντες , και δια ταυτα κακην ἐσχετε δουλοσυνην . ὑμεων δ ' εἱς μεν ἑκαστος ἀλωπεκος ἰχνεσι
9999962 Θεμιστοκλεους
, του Φιλελληνος . καταφερεται κτἑ . : ἀλλο δυστυχημα Θεμιστοκλεους ἐπολιορκει Ναξον : δια την ἀποστασιαν αὐτης δι '
ὀργην ἐκκαλουμενον : καταδραμειται δε οὐ μονον Ἀλκιβιαδου φευγοντος ἠ Θεμιστοκλεους ἠ ὁπερ ἀν ᾐ το προσωπον , ἀλλα κοινος
9999962 Μεσοποταμιαν
: ἐνεχθεντες δε δια Μηδιας και Παραιτακηνης ἐμβαλλουσιν εἰς την Μεσοποταμιαν , ἡν ἀπολαμβανοντες εἰς μεσον αἰτιοι κατεστησαν τῃ χωρᾳ
ἐπι το Σεμιραμιδος σημα , και ἐν δεξιᾳ ἐχων την Μεσοποταμιαν ἐξιησι δια Σελευκειας εἰς τον Περσικον κολπον . Ἡ
9999961 Εὐρυμαχος
δ ' ἐν Ὀστολογοις ἀγκυλητους λεγει κοτταβους δια τουτων : Εὐρυμαχος , οὐ γαρ ἀλλος , οὐδεν ἡσσον . .
ξεινοδοκος μεν ἐγων , ἐπι δ ' αἰνειτον βασιληες , Εὐρυμαχος τε και Ἀντινοος , πεπνυμενω ἀμφω . ” ὡς
9999961 κολοφωνιας
, εἰ δε μαλακτικωτερον σκευασαι βουλει , ἐμβαλλε κηρου , κολοφωνιας και ἐλαιου , ἀνα οὐγγιας η , του δε
ὑγιαινουσιν . Προς μερικας ἀποστασεις ἐπι νευροτρωτων . Κηρου , κολοφωνιας , βουτυρου ἀνα # α , πισσης ξηρας ,
9999961 κεκαυμενη
των βασιλικων ἀσπαραγων ῥιζαι και του βατου και ὑαλος ἡ κεκαυμενη ἀγρωστεως τε ἡ ῥιζα και το ἀδιαντον και το
, ξανθιον λειον κατα - πλαϲϲομενον , τρυγια οἰνου παλαιου κεκαυμενη και ϲυν ἐλαιῳ βαλανινῳ λειουμενη , ὡϲ ἱκανον ἐχειν
9999961 τμητικην
ὁ και ψυχοτροφον , Ῥωμαϊστι δε βεττονικη , δυναμιν ἐχει τμητικην : πικρα γουν ἐστι και ὑποδριμυς . Κηκις ἡ
και διακρατειν εὐτονως τα ἀκρα . ὀσφραντα δε προσαγεσθω τα τμητικην ἐχοντα δυναμιν , και ἐν ταις ἀνεσεσι σικυαζεσθωσαν ἐνεργως
9999961 ἠθελησαν
ὀντος κατα το βρεγμα τα γειτνιωντα αὐτῳ σωματα ἀφισταται : ἠθελησαν γαρ οἱ τῳδε τῳ ἐπιδεσμῳ χρησαμενοι τα μεν ἀφεστωτα
οἰκετων φασκοι ταυτα εἰδεναι , ἡμιν παραδουναι , οὐτε λαβειν ἠθελησαν οὐθ ' ἡμιν ‖ παραδουναι . Και μοι λαβε
9999961 βαρυτερα
ἐπι των βαρων ἐστιν ἰδειν : συνιοντα γαρ τα βαρη βαρυτερα γινεται ἠ ὁταν ᾐ διακεκριμενα . και προς τουτοις
χρωματικη μεχρι της βαρυτατης χρωματικης ἡ τε της διατονου συντονωτατης βαρυτερα πασα ἐστι διατονος μεχρι της βαρυτατης διατονου . νοητεον
9999961 ὀπισθεν
πτελεας , προμηκεστερον δε , την χροαν ἐπι θατερα χλοερον ὀπισθεν δε ἐπιλευκαινον , και πολυϊνον ἐκ των ὀπισθεν ταις
ὀπισθεν , σπασμον ἐπικαλεεται : και ὁλως δε ψυξις των ὀπισθεν , σπασμωδες . Αἱ ἐκ νωτου φρικαι πυκναι ,
9999961 κατασκευαστικα
τοιαυτα . ΠΡΟΒΟΛΗ ΟΡΟΥ . Γνωστεον , ὁτι του ἀνθορισμου κατασκευαστικα και τα ἑξης τυγχανει κεφαλαια : και τον αὐτον
ἐστι και ἀφανους πραγματος , τα δε του κατηγορου κεφαλαια κατασκευαστικα , οὐκ ἀποδειξεις , οὐκ ἠδυνηθη ταυτα προταγηναι εἰς
9999961 πληρουν
της προς Φιλιππον εἰρηνης και συμμαχιας σταθεισαν , ναυς δε πληρουν και τα ἀλλα ἐνεργειν τα του πολεμου . .
α : οἱ δε και λιβανου ⋖ δ . Ξηρον πληρουν κεφαλικον . Ὀροβινου ἀλευρου , ἁλικος , ἀμυλου ,
9999961 φοινικας
φασκειν ἐληλυθεναι : τουτου δε ἐν τῳ κοιλοτατῳ πεφυκεναι τους φοινικας . ταυτα μεν οὐν ταχ ' ἀμφοτερως ἀν εἰη
ἰδειν δε ἐν Βαβυλωνι ὁ αὐτος λε - γει τους φοινικας αὐτορριζους ἀνατρεπομενους ὑπο των ἐλεφαντων τον αὐτον τροπον ,
9999961 Σικελικων
. και Ἀνδρεας ὁ Πανορμιτης ἐν τῳ τριακοστῳ τριτῳ των Σικελικων των κατα πολιν , ὡς ἀπο δυο νεων προσαγοιτο
δευτερῳ . : Ὑκκαρον , φρουριον Σικελιας , ὡς Φιλιστος Σικελικων πρωτῳ . Ἀπολλοδωρος δ ' ἐν δευτερῳ Χρονικων πολιν
9999961 κεκραμενη
πονηρον πραγμα χρηστος ὠν ποιει . Ὡς ἡδυ συνεσει χρηστοτης κεκραμενη . Θανοντων δε και λογοι φιλοι προδοται . Ἁπαντα
ἱστορει γραφων , εἰς την Σινωπην την προσωτερω πολιν . κεκραμενη δ ' ἀριστα της Ἀσιας σχεδον χωρια γενη τε
9999961 αὐταρκες
ἁπλουν και αὐταρκες ὀντως οὐδεν δειται : το δε δευτερως αὐταρκες , δεομενον δε ἑαυτου , τουτο δειται του νοειν
ἐκρινεν αὐτην , τῃ δ ' ἀναλογικῃ ἁρμονιᾳ : | αὐταρκες τ ' ἐνομιζε μεχρι του δια πασων στησαι την
9999961 στυπτηριαν
, και ἐχε χρυσον καλλιστον . ΞΑΝΘΩΣΙΣ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥ . Λαβων στυπτηριαν ἑως στραφῃ ὡς οἰδας , και ἐπιβαλε ἀργυρῳ :
βραχεις , και ῥανθεις , μυιας ἀναιρει . ἐαν δε στυπτηριαν και ὀριγανον λειωσας χρισῃς , οὐ καθεδουνται . Εἰς
9999961 ὁρμης
κοπιωσιν . ἀμβλυνονται : ἐξασθενουσιν , ἀπονεκρουνται . ἐρωης : ὁρμης , της δυναμεως : ἀπο του ῥω ῥωη ,
και γνωμῃ προεχων πρωτον μεν ἐπεσχε και ἐπαυσε της ἐκεισε ὁρμης , ἐπειτα κατεστησεν εἰς ὁρμον ἀγων . και νυν
9999960 κρατουσα
. Οὑτω συμβουλευσαμενη ἡ Ἀθηνα ἀνεβη εἰς τον διφρον , κρατουσα ἐν ταις χερσι νικην και δοξαν , τουτεστι ,
δυναται . εἰ δ ' ἐπι πλεον ἡ θερμασια φαινοιτο κρατουσα , και την των ψυχοντων δυναμιν ἐπιτεινειν σε χρη
9999960 μελανες
, και ὁ οἰνος μελας , ἐπειδη των οἰνων οἱ μελανες εἰσι φυσει παχυτεροι . Και ταυτα και τα ψυχοντα
τε οὐσαις ; οὐτε γαρ αἱ μεν λευκαι αἱ δε μελανες . θεσιν δε οὐ δυνατον εἰπειν , ἐπει οὑτως
9999960 ἐπικαιρῳ
ταυτα μεν τους Κρητας πεισοντα ἐκλιπειν , τα δε ἐν ἐπικαιρῳ του παραπλου συνοικιουντα ἀντ ' αὐτων . ἀνεστησαν δε
ἐκ των δωδεκα ἐκεινων ταλαντων οἰκιαν τε ἠδη ᾠκοδομησαμην ἐν ἐπικαιρῳ μικρον ὑπερ την Ποικιλην , την παρα τον Ἰλισσον
9999960 χρονοκρατωρ
δια ἀφροδισιακα ἐργα βλαβησεται . Εἰ δε ὁ Ἡλιος ὑπαρχει χρονοκρατωρ και συνοδευσει ὁ Ἑρμης κατα τε πηξιν και κατα
' ἀδελφων και συγγενων . Εἰ δε ἐστιν ὁ Ἡλιος χρονοκρατωρ και ὑπαρχει ἐν τοις δυσι καιροις ἐν τῳ βʹ
9999960 θεραπαινιδας
. ἐκ μακρας οὐν θαλασσης ἀπολουσαι την ἀσιν : ἐχεις θεραπαινιδας . ” μολις μεν και μη βουλομενην , προηγαγε
ὡς οὐν ἡκεν οὑτος εἰς τους ἀγρους , καταλαμβανει τας θεραπαινιδας ζητουσας την Λευκιππην και πανυ τεταραγμενας : ὡς δε
9999960 Συρακουσσας
ἀχρηστους εἰς πολεμον των ἐκ Κυρηνης παραγενομενων ἐμβιβασας ἀπεστειλεν εἰς Συρακουσσας . χειμωνων δ ' ἐπιγενομενων ἁ μεν διεφθαρη των
. διαδοντος δ ' αὐτου λογον ὡς κατα σπουδην εἰς Συρακουσσας ἀναζευγνυειν διεγνωκε , τριακοσιοι των ἐκ Λιβυης ἱππεων κατα
9999960 νησιωτης
κτισαντος . ἐκαλειτο δε και Ὀφιουσα και Δρυοπις . ὁ νησιωτης Κυθνιος . και Κυθνιος τυρος και Κυδιας ὁ ζωγραφος
τον Μενελαου φησι . και δη ἁπαντα ἐσκοπιαζον ὁσα ὁ νησιωτης ἐκεινος νεανισκος . ὁρω δε οὐχ Ἑλενην , μα
9999960 διετριβεν
τους στρατιωτας πολυ της πολεως , ἐν ᾑ καθηστο και διετριβεν , ἀπεχοντας . ἐδεδιει γαρ , οἰμαι , μη
αὐτῃ : παρεδιδου δε και τα Ἀλινδα , ἐν ᾡ διετριβεν αὐτη : ἐπαινεσας δε και βασιλισσαν ἀναδειξας , ἁλουσης
9999959 σοφωτατου
ἐπιστειλαντος μου μεριμνησειν ὑπερ των Θεοφιλου πραγματων , ἀνδρος και σοφωτατου και δικαιοτατου και ὁς ἐν μεσῳ βιβλιων και ἐγρηγορε
της εὐδαιμονιας τελος , και ταυτα δια του παρεισαγομενου προσωπου σοφωτατου παρ ' αὐτῳ . Πεποιηται γαρ Ὀδυσσευς ἀναφωνων :
9999959 ἑλκουσαν
μετα . και την μεν ἀν προσειδες εὐθηλον ποριν μυκωμενην ἑλκουσαν ἐν χεροιν διχα , ἀλλαι δε δαμαλας διεφορουν σπαραγμασιν
μεγιστος οὐ φοβειται τους ψοφους : Και νους ἐχεφρων πασαν ἑλκουσαν βιαν . Ἀκων μεν , ὡς Ζευς οἰδεν :
9999959 μετειληφεν
τον Ἀπολλω τον Πυθιον , των εὐκτικων και ἀπευκτικων ὑμνων μετειληφεν ἰχνη . Οὐκ ἀγνοω δε ὁτι ἀπορητικους τινες τεθεικασι
προς το ἀδηκτοτατον εἰναι : ἐτι και της οὐσιας εὐκρατου μετειληφεν κατα τε θερμοτητα και ψυχροτητα : ὁ δε αἱματιτης
9999959 χωρουν
νυν ἀγαθων ὀνησιν πασι : ταυτ ' εὐχωμεθα . κοτυλας χωρουν δεκα ἐν Καππαδοκιᾳ κονδυ χρυσουν , Στρουθια , τρις
του ἑκτου του μεδιμνου ἠτοι το ⌈ ἐχον τετταρας ⌈ χωρουν χοινικας . ἠγουν ὁ ὀκτω ἀριθμος : ὁ γαρ
9999959 ἀνθρωποειδες
οὑ δηλον , ὁτι τον δυσελπιν οὐκ ἀνθρωπον ἀλλ ' ἀνθρωποειδες ἡγειται θηριον το οἰκειοτατον ἀνθρωπινης ψυχης , ἐλπιδα ,
] ντ ' απερ τεθριππον ? [ . . . ἀνθρωποειδες θηριον ὑδατι συζων δαυλος δ ' ὑπηνη και γενειαδος
9999959 συνελθουσης
τῳ κρατυναντι τον θηρα την δοραν δωσειν ἀριστειον ὑπεσχετο , συνελθουσης δε μετα των ἀριστεων και Ἀταλαντης της Σχοινεως ,
Ῥεας Σιλβιας , οὑτω καλουμενης Ἑστιακης παρθενου , τῳ Ἀρεϊ συνελθουσης , ὡς ὁ πολυς κατειχε λογος , ἐκ διδυμου
9999959 κυκλοτερες
ἀποσπασμα του ἡλιου λεγουσιν αὐτην . ὡς και Ἐ . κυκλοτερες . . . φως [ ] . ̈ .
Ὁσοι τε : και ἀλλοι . περιμετρον : μεγα , κυκλοτερες , περιττον κατα μετρον , μεγα και ὑπερ μετρον
9999959 Πυθαγορειου
και μετροις ἀειδομενα . . . . . . Ἀρχυτα Πυθαγορειου ἐκ του Περι νομου και δικαιοσυνης . Δει δε
τᾳ ἀτιμιᾳ καλοκαγαθω . . . . . . Διωτογενεος Πυθαγορειου ἐκ του Περι ὁσιοτητος . Τως δε νομως οὐκ
9999959 πυκνωσεως
ἐπειτα προσαγειν τα ὀπισω ζυγα , και ταυτης γενομενης της πυκνωσεως ἐπιστρεφειν ἐπι δορυ , και ἐσται το συνταγμα ἐπεστραμμενον
ἐπι τους πολεμιους ποιουντες . Τουτο δε το προ της πυκνωσεως ἐπιτηδειως γινεται . Εἰ δε πεπυκνωται και οὐ συμφθαζει
9999959 τυγχανουσαν
τοιαυτα : την δε μιαραν μητρυιαν πολεμιον τῳ προγονῳ φυσει τυγχανουσαν , δια τον φονον εἰκος μηδε μιας ἀποσχεσθαι κατα
αὐτου δεσποινης γεννητορων οἰκιαν , μητε ταυτην εἰδεναι προσποιουμενος ἐκεινων τυγχανουσαν , μητε μην ἐν αὐτῃ την δεσποιναν μενουσαν .
9999959 ἀδελφαις
αὐτην συνετελει πατραν , ὡστε προτερον ποθῳ της συνοδου γιγνομενης ἀδελφαις συν ἀδελφῳ , ἑτερα τις ἱερων ἐτεθη κοινωνικη συνοδος
δε των γυναικων αὐτων καλως εὐνοηθεντες . τινες δε τουτων ἀδελφαις συνερχονται ἀνομως και τεκνα το δεινοτατον ἀπογεννωνται ταυταις :
9999959 μνημονευει
ἑτεροις : τα της θεου γαρ πανταχως ἐχειν καλως . μνημονευει αὐτου και ἐν Ἀνδρογυνῳ ἠ Κρητι . Τιμοκλης δ
ὁ Λυκουργος παρ ' Ἀρκασιν , ὡς φησιν Ἀριστομενης . μνημονευει και Ὁμηρος τουτου του Λυκουργου : τον Λυκοοργοςὑποφθας δουρι
9999959 ἀναπληρουν
ἀνδριζομενους , ἀπειλειν τοις ἀποδειλιωσι , παρακαλειν τους μελλοντας , ἀναπληρουν το ἐλλειπον , ἀντιμεταγειν εἰ δεοι λοχον , ἐπαμυνειν
τον μελλοντα βιωσεσθαι καθ ' ἡδονην τας ἐγγιγνομενας ὀρεξεις ἁπασας ἀναπληρουν . ἠ τι φης ; Κἀμοι δοκει . Οὐκουν
9999959 παραλαμβανεσθω
ἐνδειξιν [ ἐλαβεν ] , ὡστε το μεν πρωτον λουτρον παραλαμβανεσθω δια την διαθεσιν , το δε δευτερον δια την
ἡ δε διαιτα ἐστω λεπτη και ξηραινουσα . και χρησις παραλαμβανεσθω αὐτοφυων ὑδατων στυπτηριωδων και νιτρωδων μαλλον , εἰτα θειωδων
9999959 ἀναγεγραμμενα
τοιγαρουν ἐπι τοις ἠριοις μαρτυρια ἐστιν ἰδειν της ἀρετης αὐτων ἀναγεγραμμενα ἀληθη προς ἁπαντας τους Ἑλληνας , ἐκεινοις μεν :
και τα ἀπ ' αὐτων εὐθυγραμμα ὁμοια τε και ὁμοιως ἀναγεγραμμενα ἀναλογον ἐσται . Και αἱ λοιπαι ἀρα πλευραι .
9999959 εὐμενες
δηλονοτι ἐρωτωντος και του την ἀποκρισιν διδοντος , ὑπερ του εὐμενες αὐτοις ἐσεσθαι το θειον και το ἐσομενον ἀποκαλυψαι κατα
χυμοις ἠ πυκνωσει δερματος συνισταμενων . ἐστι δε και ὑποχονδριῳ εὐμενες , εἰπερ τι και ἀλλο . ἐξανθηματων δε δια
9999959 θυγατερα
πολις ἐν Θεσσαλιᾳ . Τινες δε φασι την Κυρηνην Πηνειου θυγατερα γενεσθαι , κακως . Ἐνεμεν γαρ παρ ' αὐτῳ
δε κἀκεινο προς τουτοις , ὁτι ἀρα ἀπορων ἐκδουναι την θυγατερα , ἐδωκεν αὐτῃ προικα ἐχειν τα ἐπη τα Κυπρια
9999959 θριδακος
μιγνυναι τι των ψυχοντων , ἠ της κολοκυντης ἠ της θριδακος τον χυλον και του στρυχνου και του ὀμφακος .
αἱ ῥιζαι των λαχανων και αὐτα τα λαχανα παντα πλην θριδακος και ἰντυβου . οἰνων οἱ παχεις και νεοι δυσπεπτοι
9999959 ἀπεχωρουν
Τολμιδου του Τολμαιου στρατηγουντος . και Χαιρωνειαν ἑλοντες και ἀνδραποδισαντες ἀπεχωρουν φυλακην καταστησαντες . πορευομενοις δ ' αὐτοις ἐν Κορωνειᾳ
. αἱ μεν οὐν ἀλλαι των αἰχμαλωτιδων προς τους βαρβαρους ἀπεχωρουν , ἡ δε μητηρ του Δαρειου Σισυγγαμβρις παρακαλουσων αὐτην
9999959 ἐλευθεροι
θεραποντες δ ' ὁσοι κατα το κηρυγμα προς Κινναν ἐκδραμοντες ἐλευθεροι γεγενηντο και αὐτῳ Κιννᾳ τοτε ἐστρατευοντο , ταις οἰκιαις
τους δεσμωτας ποιει , ὁμως μετα τιμης και δοξης αὐτους ἐλευθεροι . Σεληνη ἐν τοις αὐτοις οὐσα ζῳδιοις και ὑπο
9999959 γιγνωσκομεν
μηδενος ὁλως ἀποτυγχανειν : ἀλλ ' ὡσπερ ἡμεις τα ζῳα γιγνωσκομεν ὁρωντες , ὁτι τουτο μεν ἐστι προβατον , εἰ
οὐ προσδιδασκουσιν , οὐκ ἐννοουντες ὁτι πολλοστον μερος ἐστιν ἁ γιγνωσκομεν ὡν ἀγνοουμεν : ἀλλως τε ὁτι και των ἐναντιων
9999959 κοσμηθεν
ἠλομεν και ἀλομεν και κατα συγκοπην ἀλεν ὡς το κοσμηθημεν κοσμηθεν , οἱον : οἱ δη τοι εἰς ἀστυ ἀλεν
οἱον ἐκοσμηθημεν , ἐκοσμηθησαν , ὡς το : αὐταρ ἐπει κοσμηθεν και φυλασσει την παραληγουσαν της γενικης των μετοχων :
9999959 παραλληλογραμμῳ
. ἐστι δε και το μεν ΓΖ παραλληλογραμμον τῳ ΒΜ παραλληλογραμμῳ ἰσον , το δε ΓΗ τῳ ΒΝ : ἀπεναντιον
ἐστι [ και ὁμοιον ] το ΚΛ παραλληλογραμμον τῳ ΓΝ παραλληλογραμμῳ . δια τα αὐτα δη και το μεν ΚΜ
9999959 ἐστρατευσαντο
οἱ Τεγεαται ἐπεμψαν ἐς Δελφους , Λακεδαιμονιους ὁτε ἐπι σφας ἐστρατευσαντο αἰχμαλωτους ἑλοντες : Λακεδαιμονιων δε ἀπαντικρυ τουτων ἀναθηματα ἐστιν
τετελευτηκοτα : ἠτοι γαρ οὐδε ὁλως ἐστρατευσαντο , ἠ εἰπερ ἐστρατευσαντο , παντες ἐφυγον . Ἀντισθενης μεν οὐν και Διογενης
9999958 βακτηριαν
˘˘˘ – ἀπαλλαγηναι ] . . α ἀζημιος ] ι βακτηριαν ] ι ] προς το “ φενακισας ” φησι
τις ἐγενετο ἀνηρ Ἀθηνησι μεγιστων τιμων λαχων . Δαφνινην φορω βακτηριαν : ἐπι των ὑπο τινων ἐπιβουλευομενων : παροσον ἀλεξιφαρμακον
9999958 ἀξιουν
μη τι ἠν ἀδυνατον , οὐκ ἀν περιεμενον ὡστε ὑμας ἀξιουν , ἀλλ ' αὐτος ἀν ἠξιουν και παρεκαλουν .
συνθεσθαι . Βουλομενον τε Δαβιδ οἰκοδομησαι ἱερον τῳ Θεῳ , ἀξιουν τον Θεον τοπον αὐτῳ δειξαι του θυσιαστηριου : ἐνθα
9999958 τμητικης
ταξιν , θερμοτητα δ ' οὐδεμιαν ἐπιφανη κεκτηται . Μυρικη τμητικης ἐστι και ῥυπτικης δυναμεως ἀνευ του ξηραινειν ἐπιφανως :
, ἐχει δε τι και διαφορητικον . ὁ δε καρπος τμητικης μετεχει δυναμεως . Παπυρος καυθεισα φαρμακον γινεται ξηραντικον ὡς
9999958 δικαστηρια
δικανικου , συμβουλευτικου , πανηγυρικου , τοποι του μεν δικανικου δικαστηρια , του δε συμβουλευτικου ἐκκλησιαι και δικαστηρια , του
ἁπαντας μεν γαρ τους ὁμιλουντας οὐ . πολλοις γαρ τα δικαστηρια μεταλλα . δει δε οὐδε ἁπαντων κατεγνωκεναι κακιαν .
9999958 κατενευσεν
' ἐκφατο μυθον : Εἰ μεν δη Μεμνων τοι ἀριφραδεως κατενευσεν ἡμεων αἰνον ὀλεθρον ἀπωσεμεν , οὐ τι μεγαιρω μιμνειν
, ὠγυγιος τις ἠλιθιοτης . οὐδε γαρ Μωυσῃ τῳ πανσοφῳ κατενευσεν ὁ θεος τουτο γε , καιτοι γε μυριας ποιησαμενῳ
9999958 ἀπωνατο
φοιτωντων παρ ' αὐτῳ . τοσουτον , ὡς ἐοικεν , ἀπωνατο της συνουσιας αὐτου . ταυτ ' οὐν ἡμεις ἐπι
τον δανεισαμενον δεον ἐστιν ἀπιδειν προς την ὠφελειαν , ἡν ἀπωνατο και ταξαι την ἀντευποιϊαν . ζητει δε τουτο εἰς
9999958 κομισθεντα
δενδρα ταυτα τα ἀγλαοκαρπα , ὁτι σοι μη ἐθελοι δευρο κομισθεντα βριθομενων των κλαδων ἐναρμοσθεντα τῃ γῃ ταὐτον ποιειν .
λαβειν . τα μεν οὐν εἰς Ἰταλιαν ὑπ ' Αἰνειου κομισθεντα ἱερα τοις εἰρημενοις ἀνδρασι πειθομενος γραφω των τε μεγαλων
9999958 ἀριθμητικης
και ἡ ἐπαγωγικη πιστις ἀπο των μαθηματων , γεωμετριας ἀστρολογιας ἀριθμητικης . ἀλλα τις ἀναγκη τοιαυτην εἰναι ἐπιστημην , ἡτις
ἑξεις αἱ περι αὐτα , ὡς ἐπι γεωμετριας ἐχει και ἀριθμητικης . ἐπει γαρ ἑτερον ἀριθμος και ἑτερον μεγεθος ,
9999958 φιλανθρωπιαν
φοβων , νυν δε πειθων , νυν δε ἐναγων εἰς φιλανθρωπιαν , νυν δε το δικαιον ἀπαιτων . και οὐκ
την στασιν τεκμηριον ἠν . Ἐχει σου και τριτην λεγειν φιλανθρωπιαν ὁ δημος ὁ Καισαρεων . σιτοδειας γαρ ἐναγχος ἐκεινοις
9999958 μεμαθηκεν
ἐφη : και Ζηνωνειον γε φακην ἑψειν ὁς μη φρονιμως μεμαθηκεν , ὡς οὐκ ἀλλως δυναμενης ἑψηθηναι φακης εἰ μη
γε ἠ ὁτι οἱος τ ' ἀν εἰη ἁ μη μεμαθηκεν ἐνεργειν ; Οὐκουνὠ Θωμασιεκαι ἐπι των ἀλλων τεχνων ,
9999958 Τροφωνιου
: ᾡ οἱ κατοικουντες πλακουντας ἐβαλλον μελιτι δεδευμενους . ἐς Τροφωνιου ] τον οἰκον . τι κυπταζεις ἐχων : περιττευει
και Ἡρᾳ τε Ἡνιοχῃ και Δημητρι ἡν ἐπονομαζοντες Εὐρωπην του Τροφωνιου φασιν εἰναι τροφον . καθ ' ἑκαστην δε των
9999958 Πυθαγορου
. . . , Ἀνδρωνος γαρ ἐν τωι Τριποδι περι Πυθαγορου του φιλοσοφου τα περι τας προρρησεις ἱστορηκοτος εἰποντος τε
και ἀποκεκρυμμενη , ἡ μονοις τοις εἰδοσι παιδειαν παρεδοθη ὑπο Πυθαγορου κατα την Αἰγυπτιων και των ἀρχαιοτατων παρ ' Ἑλλησι
9999958 ἐλευθεριοι
ἀναγκη γινεσθαι κινουμενης πως της ψυχης , και αἱ μεν ἐλευθεριοι και καλαι ποιουσι τοιαυτας , αἱ δ ' ἐναντιαι
ὀντες βουλεσθαι δικαιοπραγειν , και ἐλευθερια πραττειν , μη ὀντες ἐλευθεριοι . ἐπειτα οὐδε τελεια ἐστιν ἡ ἀρετη ἐν μονῃ
9999958 βεβουλευμενα
: τα προτερον ἐγνωσμενα λυσας βεβαιοις τα μετ ' ἐκεινα βεβουλευμενα . μενε τοινυν ἐπι των τελευταιων και φυλαττε την
Μολοσσων ἐξανιστανται ταραχθεντες και οἱ Ἀμβρακιωται φωρασαντες τα ἐπι σφισι βεβουλευμενα ἐπιχειρουσιν ἐν τῃ νυκτι , και ἐκρατησαν μαχῃ των
9999958 μεγαλῃ
' ἐασω το γε μηδ ' ἐργῳ συμβαν θεων τινος μεγαλῃ προνοιᾳ : παλιν δε με ὑπεισιν ὡς οὐδ '
οἱ δ ' ἀπηγαγον τον ἀνδρα δια της ἀγορας μαλα μεγαλῃ τῃ φωνῃ δηλουντα οἱα ἐπασχε . λεγεται δ '
9999958 τετραπλευρα
ἐφαπτομεναις και ταις διαμετροις , τα γινομενα ὑπο των ἀχθεισων τετραπλευρα , βεβηκοτα δε ἐπι των διαμετρων , ἰσα ἐσται
περατων ἐντος συστησηται δυο πλευρας ἐντος : τα τοιαυτα γαρ τετραπλευρα μεν ἐστι , τριγωνα δε : οὑτω δ '
9999958 κυαμου
τον δε ἰσχυροτερον ἐνδεχεται . Της δ ' ἀσθενειας του κυαμου κἀκεινο σημειον ἀν τις λαβοι : μονος γαρ δοκει
φυλλα , ἰσα λειωσας ἀναπλασσε και παραπλασας χυλῳ διδου καταπινειν κυαμου μεγεθος και ἐπιρροφειτω οἰνον κεκραμμενον : κινει και καταμηνια

Back