ὁ δη δηλον ἐσται ἀπο τε του εἰδους και της ὀδμης και πριν μεν ἠ φαναι την καμνουσαν ἐρεις την
, και ταις ἀπο των βοτανων εὐπνοιαις της των θηρων ὀδμης διακιδναμενης εἰς το ἐξιτηλον και οὐ ποδηγουσης την ὀσφρησιν
9999974 παρεχουσης
. [ το δε δραμα την ἐπιγραφην ἐσχεν ἀπο της παρεχουσης την ὑποθεσιν Ἀντιγονης . ] Κειται δε ἡ μυθοποιια
Ζακυνθῳ λιμνης φησιν Εὐδοξον ἱστορειν ὁτι ἀναφερεται πισσα , καιτοι παρεχουσης αὐτης ἰχθυς . Ὁ τι δ ' ἀν ἐμβαλῃς
9999972 ἁρπαζοντων
τουτεστι της φυσεως ἡμων δεηθεισης αὐτων ἐπενοηθησαν : οἱον πολλων ἁρπαζοντων και φονων ἐκ τουτων γινομενων ὁ νομοι της ἁρπαγης
ἀναιδεια ὑμιν ἐμποδων γενηται τους καδισκους ἀνατρεποντων ἠ τας ψηφους ἁρπαζοντων ἠ ἀλλο τι περι την ψηφοφοριαν ἀκοσμουντων , δειξατε
9999971 φυλαξασθαι
κυλικα , ἐν τουτῳ δε Ἀλεξανδρῳ δοθηναι ἐπιστολην παρα Παρμενιωνος φυλαξασθαι Φιλιππον : ἀκουειν γαρ διεφθαρθαι ὑπο Δαρειου χρημασιν ὡστε
. φυλακτεον ] δει φυλαξασθαι . φυλακτεον ] ἀξιον ἐστι φυλαξασθαι και σκοπησαι ἱνα ἀρκουντα τινα ἀντιταξῃς αὐτῳ . θ
9999971 Μελισσον
δε [ . την κινησιν ] οἱ περι Παρμενιδην και Μελισσον , οὑς ὁ Ἀριστοτελης στασιωτας τε και ἀφυσικους κεκληκεν
. , [ . ] οὐδε κατα Π . και Μελισσον ἑν το παν λεγοντας εἰναι και δια το τας
9999971 ἀγανακτων
λαβοντα ἀποχωρειν . και μηδεις νομισῃ ὡς ἐγω ὑπερ ἐμαυτου ἀγανακτων ταυτα εἰρηκα μαλλον ἠ ὑπερ ὑμων δεδιως μηποτε ἀρα
ἐπι τῃ τυραννιδι αἰτιαν σχων και φυγῃ ἀιδιῳ ἐλασθεις , ἀγανακτων τ ' ἐπι τῃ συμφορᾳ και τιμωριαν παρα των
9999971 μετωνομασεν
: ὁς ἀκμασας εἰς τιμην του συγκυρηματος τον ποταμον Τιγριν μετωνομασεν , καθως ἱστορει Ἀριστωνυμος ἐν γʹ * * .
δε ὡς οὐδε Πρωτευς ἐτι καλεισθαι ἀξιοι , ἀλλα Φοινικα μετωνομασεν ἑαυτον , ὁτι και φοινιξ , το Ἰνδικον ὀρνεον
9999971 ἐνδεχομενως
τῳ Β ἐνδεχεται , παντων ἀρα των μερων αὐτου κεχωρισται ἐνδεχομενως : ἑν δε των μερων του Β το Γ
ἐπει δε λεγεται ἐνδεχομενον και ὁ ὑπαρχει μεν ἠδη , ἐνδεχομενως δ ' ὑπαρχει και οὐκ ἀναγκαιως , λεγεται δε
9999971 ἀποφατικης
ἐαν ἀμφω τα διαστηματα στερητικα τεθῃ , μεταληφθεισης της ἐνδεχομενης ἀποφατικης εἰς καταφατικην παλιν τα αὐτα συναγεται συμπερασματα , οἱα
ἱππῳ ἐξ ἀναγκης , της μερικης νυν ἀντι της καθολου ἀποφατικης λαμβανομενης : συναγει γαρ ὑπνος παντι καθευδοντι ἀνθρωπῳ ἐξ
9999971 Μαρδονιον
κιθωνας κατηρειξαντο παντες βοῃ τε και οἰμωγῃ ἐχρεωντο ἀπλετῳ , Μαρδονιον ἐν αἰτιῃ τιθεντες . Οὐκ οὑτω δε περι των
εὐ ἠπιστεατο ὡς ἐκ παντος νοου παρεσκευασται μενων πολεμησειν : Μαρδονιον δ ' οὐδεν τουτων ἐλανθανε ὡς μαλιστα ἐμπειρον ἐοντα
9999970 δημιουργησαντος
παντα ποιησαντος και ἑνος μονου , τῃ δε αὐτου θελησει δημιουργησαντος τα ὀντα : τουτο γαρ ἐστι το σωμα ἐκεινου
τα δε [ τινα ] τουτοις ἀνομοια κεκτημενος θεληματι του δημιουργησαντος πνευματος μετειληφεν ὑλικου . τα δε καθ ' ἑκαστα
9999970 γραφικης
, καθα και Δικαιαρχος ἐν πρωτῳ Περι βιων , και γραφικης ἐπιμεληθηναι και ποιηματα γραψαι , πρωτον μεν διθυραμβους ,
ὁν οὐδεις μεμφεται πλην ἀλογιᾳ χρωμενος , ὡσπερ οἱ της γραφικης ἀπειροι τα ποικιλα και γλαφυρα και χαριεντα της τεχνης
9999970 χαιρουσαν
καχαλω καγχαλω . παρα το ἐν χαλασματι εἰναι την ψυχην χαιρουσαν , εἰ γε το ἐναντιον ἐν τῃ λυπῃ συνεσταλται
με παρα το εἰωθος και τῳ προσωπῳ και τοις ὀφθαλμοις χαιρουσαν ὠ Γλυκεριον ἠροντο , τι σοι τηλικουτον γεγονεν ἀγαθον
9999970 ἐπικρατουσης
ὀρθως τῳ σωματι και † αὐτα κατορθουμενα . κακιας γαρ ἐπικρατουσης ἐν τῃ ψυχῃ , εἰς πονηρα και αὐτα συντελεσουσι
ψιλην δυσκρασιαν καμοντων τα οὐρα πανυ λεπτα διαφαινεται της οἱασδητινος ἐπικρατουσης δυσκρασιας , ἡττον δ ' αὐ λεπτα διαφαινεται ,
9999970 μαθηματικης
γαρ ἀν ῥᾳστα μαθοιμεν το ἑν και το πληθος της μαθηματικης ἐπιστημης , ποταπον ἐστι και κατα ποιας διαφορας κρινεται
και περι τουτων . Ἐπει δε το κοινον της ὁλης μαθηματικης ἐπιστημης γενος κυριωτατον ἐστιν εἰς ἐπιστημην της παρουσης θεωριας
9999970 ὁποιονουν
πλειους ἀντιδοξουσι των κατ ' αὐτο συμφωνουντων : οἱ γαρ ὁποιονουν ἀπολιποντες κριτηριον ἑτερον του συμφωνεισθαι δοκουντος παρα τισιν ἀντιδοξουσι
[ ἀν τι προσειποις ] [ ὀρθως οὐδ ] ' ὁποιονουν [ τι . Οὐκ ] ? εὐκαταφρονητον [ ]
9999970 ἀκολουθησαι
τῃ των ἀγαθων ἐταξαν συστοιχιᾳ , οἱς δη και Σπευσιππος ἀκολουθησαι δοκει . ἡ δε συστοιχια των ἀγαθων , ἡν
' οὐχ ἑπῃ τουτο δρωντι : ἐπει ὀφελον και νυν ἀκολουθησαι δυνησῃ . Θαυμαστα λεγεις , εἰ μη δυνησομαι καταμαθειν
9999970 ἀγανακτουντων
των κατα την ἀγοραν των μεν οἰκτειροντων , των δε ἀγανακτουντων , των δε ὁμοσε τοις δεδρακοσι χωρειν ἐσπουδακοτων .
τας τουτων οὐσιας ἀφῃρειτο . ἐφ ' οἱς δυσχεραινοντων και ἀγανακτουντων , την παρα παντων ὀργην ἐπαναιρουμενος ταχυ τοις ὑποτεταγμενοις
9999970 παραφροσυνην
ἀνακεκλισθαι τους ἀνθρωπους ἐν τῳ ὑγιαινειν : δηλοι γαρ ἠ παραφροσυνην ἠ μεγιστην ὀδυνην των περι την γαστερα χωριων ,
και σφυγμος ἐνειη ἐν τῳ ὑποχονδριῳ , θορυβον σημαινει ἠ παραφροσυνην [ . . ] : τινα των ἀντιγραφων “
9999970 ἀφανισθηναι
λιμενος : ἐτι δε λεγοντος αὐτου καταρραγηναι γνοφον και τελος ἀφανισθηναι την ναυν . Τουτοις δε ἐπιγενομενος Πυθαγορας , Μνησαρχου
* κατα συγκοπην * . ἐπειδη γαρ ἐν πυρι ἐμελλεν ἀφανισθηναι την Τροιαν ἐξ αἰτιας του Ἀλεξανδρου , ἐπρεπε κατακαυθηναι
9999969 θεμελιους
Θρᾳκων ὁ μυς ἀργιλος καλειται , σκαπτοντων δε εἰς το θεμελιους καταβαλεσθαι πρωτος μυς ὠφθη . . . Αὐταριαται :
και ἐξουσιαν λαμβανειν και μαλιστα των προς βορραν τοπων , θεμελιους τιθεναι οἰκοδομης ἀνευ του στεγαζειν , ποταμους διαιρειν ,
9999969 θανουσης
εἰργειν : ἐγω δε σου προμηθιαν ἐχω . ἠ της θανουσης θαλαμον ἐσβησας τρεφω ; και πως ἐπεσφρω τηνδε τωι
μονον γαρ ζωσης αὐτης βλαπτει ὁ ἰος , ἀλλα και θανουσης , οὐ μονον ζωα βλαπτει , ἀλλα και φυτα
9999969 τυγχανοντα
φανῃ τουτο ἀπροφασιστως ποιων , τουτον ὁρω παρα Κυρου τιμης τυγχανοντα : το τε προς τους πολεμιους ἀλκιμον εἰναι οὐ
δια του ω μεγαλου γραφονται , ὀξυτονα τε και βαρυτονα τυγχανοντα : λωρος : χωρος : Ὠρος ὀνομα κυριον :
9999969 ἀμμωνιακον
και παλαιου ἐλαιου ἠ ἀψινθιον μετα νιτρου και μελιτος ἠ ἀμμωνιακον διειμενον μελιτι . Ἀναγαργαρισμα . Πηγανου χυλος μετα γαλακτος
. ηʹ , ὠα δʹ . ταυτα λειοτριβησας προβρεχε το ἀμμωνιακον εἰς το γαλα και λειου εἰτα κολοφωνιας οὐγγ .
9999969 τρια
πρεμνων . Χρη δε κοπριζειν τας ἐλαιας παρα δυο ἠ τρια ἐτη . δει δε τον φυτευοντα ἐλαιαν παντι τροπῳ
ἑνος τον τρια προς ἑνα τριπλασιον , καταλειπεται δυο προς τρια ὑποημιολιος . Ὁτε οἱ τρεις ὁροι οὐκ εἰσιν ἐν
9999968 φερουσης
ἰχνους λαβεσθαι οἱος τε ὠν οὐδε ἀρχης ἡστινοσουν ἐπιδραξασθαι εἰσω φερουσης , ὁτε δε ὁ προφητης ἐκεινος ἀναπετασας τα προπυλαια
ἀπο των αὐτων φυτευομενων αἱ θ ' ὁλως ἀκαρπιαι μη φερουσης της χωρας . Ἐκ δυοιν γαρ ἠ και πλειονων
9999968 Λακωνικας
ἐνδεδυκως , χλαμυδα δε ἐφεστριδα περιβεβλημενος πολυτελη και ὑποδουμενος λευκας Λακωνικας , στεφανον δαφνης χρυσουν ἐστεμμενος , και διανεμων τα
μα τον Διονυσον , οὐδ ' ἐγω γαρ τας ἐμας Λακωνικας , ἀλλ ' ὡς ἐτυχον χεζητιων , ἐς τω
9999968 ἐκκλησιων
ὁπερ εἰπον , εἰρηκει προτερον , ἀναστας τῃ προτερᾳ των ἐκκλησιων ἐν αἱς περι της εἰρηνης ἐβουλευεσθε , ἠρξατ '
ἠδη βεβουλευσθαι . Εἰρηκε δε ὡς ἐν τῃ προτερᾳ των ἐκκλησιων δημηγορησαντος Φιλοκρατους , ὑστερον ἀναβας ἐγω κατεμεμψαμην ἡν εἰσηγειτο
9999968 τριμετροι
διπλης μονοστροφικης και συνεχους . οἱ δε στιχοι εἰσιν ἰαμβικοι τριμετροι ἀκαταληκτοι ρμθʹ , ὡν τελευταιος : και ταυτ '
ἐν ἐκθεσει του δραματος . οἱ δε στιχοι εἰσιν ἰαμβικοι τριμετροι ἀκαταληκτοι ιηʹ . βατ ' ἐκ δομων ] ἑτερα
9999968 Δημοσθενικον
τους εὐδοκιμωτατους διαρρηδην ἀποφαινεσθαι ἀριστον των πολιτικων λογων εἰναι τον Δημοσθενικον : ἀλλα τους μεν δικανικους και συμβουλευτικους των λογων
ἀρχης ἐλθοντες λεγωμεν τας ἰδεας , ἐξ ὡν ἐφην τον Δημοσθενικον συγκεισθαι λογον : τας δε ὑποβεβηκυιας αὐταις ἠ και
9999968 μεσουρανουσης
ὁταν ἡ διαστασις των μοιρων της τε ὡροσκοπουσης και της μεσουρανουσης ἐλαττων ᾐ των Ϙ μοιρων , ἡ διαστασις της
” . ταυτης γαρ „ ὑψι μαλα „ φερομενης και μεσουρανουσης , οὐχ ὁ Τοξοτης ἀνατελλει , ἀλλ ' ὁ
9999968 διελεγοντο
ζευγισιον ἠν , εἰς ὁ οἱ τελουντες ἀπο διακοσιων μετρων διελεγοντο , ἀνηλισκον δε εἰς το δημοσιον δεκα μνας .
, ἀλλα και περι των φυσικων ἐν αὐτοις τοις συγγραμμασι διελεγοντο και δια τουτο ἰσως οὐ παρηιτουντο Περι φυσεως ἐπιγραφειν
9999968 τεταμενα
τε ξυνεχουσι τενοντες Ἀγκωνος : ἡ διπλη ὁτι παντα τα τεταμενα νευρα τενοντας Ὁμηρος λεγει . . . . αὐταρ
αὐτοις της ἐπιφανειας ὁλης : τα μεντοι κατα της γαστρος τεταμενα ἀγγεια πελιουνται . Πολλη δε δυσελπιστια ἐστιν , εἰ
9999968 ποταμιοι
. ἐστι δε ἡδυς εἰς βρωσιν και καλος . Καρκινοι ποταμιοι λειοι ποθεντες συν γαλακτι αἰγειῳ θεραπευουσιν σκορπιοπληκτους , φαλαγγιοδηκτους
μαλθακης σαρκος ποιητικοι , αἱματος γονιμοι , λαπακτικοι γαστρος : ποταμιοι δε και λιμναιοι κακοστομαχοι , παχυμερους ὑλης δραστικοι ,
9999968 τεταρταιοι
οἱσι μεν ἀν ὁ πονος ἀρξηται τῃ πρωτῃ ἡμερᾳ , τεταρταιοι μαλιστα πιεζουνται και πεμπταιοι , ἐς δε την ἑβδομην
και παλιν δυο ἀμφημερινοι και τρεις ἀμφημερινοι : και δυο τεταρταιοι και τρεις τεταρταιοι : ἑτερογενεις δε , οἱ ἀπο
9999968 παραφροσυνης
. πεμφιγωδεις οὐν φασι , τους ἁπτομενους την ψυχην μετα παραφροσυνης . πεμφιγας δε λεγει τας φλυκταινας τας ἀπο παχυτερου
χειλος το κατω σειεται . Ταυτα δε ἐν ἀρχῃσιν ἐπιφαινομενα παραφροσυνης δηλωτικα ἐστι σφοδρης , και ὡς ἐπιτοπολυ ἀποθνησκουσιν :
9999968 Ἰνδικης
ιβ ∠ ʹ . Νησοι δε παρακεινται τῳ ἐκκειμενῳ της Ἰνδικης μερει , ἐν μεν τῳ Κανθι κολπῳ , Βαρακη
ταυτα γαρ οἱ Ἑλληνες και Καυκασον ὠνομαζον , διεχοντα της Ἰνδικης πλειους ἠ τρισμυριους σταδιους , και ἐνταυθα ἐμυθευσαν τα
9999968 ποιητικης
παιδικην ἀγωγην ἐφυλαξαν μεχρι των τελειων ἡλικιων , και δια ποιητικης ἱκανως σωφρονιζεσθαι πασαν ἡλικιαν ὑπελαβον : χρονοις δ '
” ; καιτοι λαβομενος ἀν ἐγω των Ἀθηνων ἐπι της ποιητικης ἐξουσιας ἐπεισηγον ἀν ἐρωτας θεων και κρισεις και κατοικησεις
9999968 πεντεκαιδεκατον
δια των σκιοθηρικων δεικνυται . Το δε του ὁλου κυκλου πεντεκαιδεκατον πεμπτον ἐγγιστα της διαμετρου γινεται . Ἀν τοινυν ἐπιπεδον
ἐστιν αὐ συν εἰκαδι , Ὑδροχοου τεσσαρα λαμπρομοιρια , Το πεντεκαιδεκατον αὐ συν εἰκαδι , Των Ἰχθυων δε δωδεκα συν
9999968 ἀκολουθησας
τεχνων ἐξεταζεσθαι : τῃ γαρ περι τον λογον ἀτοπιᾳ τις ἀκολουθησας νεον τον κοσμον ἀποφανει κομιδῃ μολις προ χιλιων παγεντα
ᾑ φασι τον Ἡφαιστον χαλκευειν . πλαγκτην δε αὐτην εἰρηκεν ἀκολουθησας τοις περι Ἰταλιαν και Σικελιαν μυθολογουσι την Ὀδυσσεως πλανην
9999968 ἐπωνομασαν
δεδομενων βιβλιον ὁ Εὐκλειδης ἐξεπονησεν , ὁν και στοιχειωτην κυριως ἐπωνομασαν . πασης γαρ σχεδον μαθηματικης ἐπιστημης στοιχεια και οἱον
αὐτοις ὁ Ἀπολλων , ἐνθα τεμενος κατασκευασαντες Ἑῳον τον θεον ἐπωνομασαν : τα τε περι την Μαριανδυνιαν και ἐνταυθα κειμενην
9999968 συμπασαν
αὐτον Ἱππαρχον εἰκαζεται λεγεσθαι ὁσον χιλιων σταδιων , ὡστε την συμπασαν κατ ' Ἐρατοσθενη κεφαλαιουσθαι ἐννακισχιλιων ἑξακοσιων : αὐτος συντετμηκε
, ὡς φησιν Ἀσκληπιαδης ὁ Μυρλεανος . Ῥωμαιοι δε την συμπασαν καλεσαντες ὁμωνυμως Ἰβηριαν τε και Ἱσπανιαν το μεν αὐτης
9999968 ἀπαγγελλειν
διεφθαρη ἡ ναυς , παρειναι τους οἰκετας τους ἑαυτου και ἀπαγγελλειν ἑαυτῳ , και ὁτι ἡ ναυς κενη διεφθαρη παραπλεουσα
ἀπηγγειλε , τινα δε ἠν ταυτα ; πρωτον του μεν ἀπαγγελλειν τι περι των πρεσβευομενων ἠ περι των ἐν τῃ
9999968 παρεθηκεν
θεων ὀπιν ᾐδεσατ ' οὐδε τραπεζαν , την ἡν οἱ παρεθηκεν : ἐπειτα δε πεφνε και αὐτον . καιτοι θεος
Πολυδωρον τον υἱον Πριαμου : αὐτωι γαρ ὁ βασιλευς Πριαμος παρεθηκεν μικρον ὀντα μετα των χρηματων , ἱνα αὐτος περισωθηι
9999968 νομιζομενα
μεν ἐχωρισθη της ἐν ταὐτῳ ἡμιν συνουσιας , τα δε νομιζομενα συνετελεσαμεν και κοινῃ και ἰδιᾳ τιμωντες ἐκεινον , ἐχωριζομεθα
τα καλα και τα αἰσχρα ἀρτεον ὡς ? ψευδως ? νομιζομενα ? , ὁτι οὐ ? ? πασι ταὐτα ἐστιν
9999968 σκαμμωνιας
τουτῳ νεωστι και λεβορου Φωκικου μεταποτεον , δοτεον δε και σκαμμωνιας αὐτῳ νεωστι και προσφατως αὐτης ἐπισκευασθεισης , ὡστε τον
κραμβης χυλου , γλυκυσιδης , πρασου χυλου , πηγανου , σκαμμωνιας . οἱ δε στυπτικοι την ἐναντιαν χρειαν ὡς προς
9999968 πεφροντικεν
μεν της παιδιας διαφερεται , των ὀστρακιων δ ' οὐ πεφροντικεν , οὑτως δε και οὑτος τας μεν ὑλας παρ
ἐμφαινεται δε ἐντευθεν ὁτι οὐδεις ὡς πατριδος της ἰδιας πολεως πεφροντικεν οὐτε λογου μιᾳ γνωμῃ ἀκροασθαι : οὐτε ὁμονοουντας ἑνος
9999968 κληθηναι
τουτῳ γαρ τῳ ἀγωνι Ἀθηναια ὀνομα ἠν , Παναθηναια δε κληθηναι φασιν ἐπι Θησεως , ὁτι ὑπο Ἀθηναιων ἐτεθη συνειλεγμενων
ὀκτω . Μερος Ἰλλυρικιανων βανδα ὑπερκερασται βανδα ἡμισεος δευτερου Λεγει κληθηναι ὡς ἑκαστον μερος του ἐν αὐτῳ στρατου εἰς τα
9999968 θαυμασιων
καταρρυτον εἰναι , και Ὀφιουσσα . Ἀριστοτελης ἐν τῳ περι θαυμασιων ἀκουσματων φησιν ὁτι ἐν Τηνῳ τῃ νησῳ φασιν εἰναι
, ὁ την ἡμεραν οὐ βλεπει , ὡς Ἀριστοτελης περι θαυμασιων , τους δε Λωτοφαγους καθευδειν ἑξαμηνον . Γερμη ,
9999968 Σικελιωται
οἱ πολεμιοι σκηνας ἐπι τας ναυς ἐφευγον . οἱ δε Σικελιωται διωκοντες παρα ταις ναυσι τους πλειστους διεφθειραν . Σελινουντιοι
δη λογους εἰπεν . Οὐτε πολεως ὠν ἐλαχιστης , ὠ Σικελιωται , τους λογους ποιησομαι οὐτε πονουμενης μαλιστα τῳ πολεμῳ
9999968 τριηρης
τριηρης : ὡστε ὁ ἀνθρωπος ἐσται και οὐκ ἀνθρωπος και τριηρης και οὐ τριηρης . ταυτα οὐν τα ἀτοπα ἑπονται
γαρ ὁ ἀνθρωπος οὐκ ἀνθρωπος ἐστι , πολλῳ πλεον οὐ τριηρης , οὐ τοιχος , οὐ σιδηρος : αἱ γαρ
9999968 θαυμαζεσθαι
ἀπο τυχης : μακαριζω : ἀντι του : ἀξιους κρινω θαυμαζεσθαι : ἀντι του ἐχοντας : ἐπιλεκτοις ἐκκριτοις : την
μαντικης δε εἰς ἐξουσιαν παριουσης , λογων δε εἰς το θαυμαζεσθαι , Ῥωμαιων δε εἰς το θαρρειν , βαρβαρων δε
9999968 θαυμαζοντων
των δε Λατμιων προελθοντων και την εὐσεβειαν αὐτης θεωμενων και θαυμαζοντων οἱ ἀποκεκρυμμενοι ἐξανασταντες κατελαβοντο την πολιν κρατησαντες αὐλοις και
της πραξεως γενομενης καθ ' ὁλην την Ἑλλαδα και παντων θαυμαζοντων το παραδοξον , ὁ μεν βασιλευς Κρεων θαυμασας την
9999968 πεντακοσιοις
και προδοτην ⌈ ὀντ ' ⌉ εἰσαγγειλας και ἐξελεγξας ἐν πεντακοσιοις και δισχιλιοις των πολιτων ὁτι μισθωσας αὑτον Πυθοκλει κατ
ἱππεων τετρακοσιων , μαλα θρασεως ἐπειχθεις ἐπεπεσε τοις χιλιοις και πεντακοσιοις εὐναζομενοις ἐτι περι πολιν Ὑριαν και ἐκπληξας ἀμαχει παρελαβε
9999968 νομισθηναι
συνοδων και κοινογαμιων ὀντων . διο και ἐδοξε τισιν διφυης νομισθηναι , οὐκ εἰδοτων των προτερον δια το πληθος τον
οἱ Κορινθιοι , ὡστε και τα ὑστερον εὑρεθεντα ἰδια αὐτων νομισθηναι . ἀλλως : και οὐ μονον νικην παρεσχον ὑμιν
9999967 Κυρηναιους
αὐτος Στρατονικος σπαταλωνας και θερμοποτας θεωρων ἐφη αὐτους λευκους εἰναι Κυρηναιους . και αὐτην δε την Ῥοδον ἐκαλει μνηστηρων πολιν
, ὡσπερ ἐκ του ὀλεθρου , τους Ῥοδιους ἐκαλει λευκους Κυρηναιους και μνηστηρων πολιν , την Ἡρακλειαν Ἀνδροκορινθον , το
9999967 ὀργισθηναι
πριν αἱματος μου την ψυχην ἐξαφρισαι , ἀντι του πριν ὀργισθηναι με αὐτηι . δα : γη Δωρικως ὁθεν και
παθητικοι τουτων λεγομεθα , οἱον καθ ' ἁς ἐσμεν δυνατοι ὀργισθηναι ἠ λυπηθηναι ἠ ἐλεησαι . ἑξεις δε οἱ τροποι
9999967 κατεχουσης
δυσπειθης , ἀλλα καιπερ τοσαυτης τρυφης και ἀπονιας τον νυν κατεχουσης βιον , ὁμως σπανιος ἐστιν ὁ μη και δι
εἰς το θεατρον εἰσπηδωντος ὁπως τυχοι , και τοιαυτης αἰσχυνης κατεχουσης την πολιν , ᾐδειν μεν οὐδ ' ὁτιουν τουτων
9999967 ἀκοντια
Ἀθηναιοις . Γ πελτη μηχανη τις ἐστιν ἀφ ' ἡς ἀκοντια και ἀλλα τινα ἀφιασιν , οἱ δε ἀσπις φασιν
και κρανη και δορατα , ἐτι δε θωρακας τε και ἀκοντια και βελων διαφορων πολυ τι χρημα , των τε
9999967 ἐγρηγοροτων
ἠ μεταξυ του ἐγρηγορεναι και καθευδειν ὀντων ἠ και παντελως ἐγρηγοροτων αἱ φωναι ἀκουονται . Και ποτε μεν ἀναφες και
σοι και δοξαν , ὁσην δικαιον , και πληθος ὁμιλητων ἐγρηγοροτων . ἐν δ ' αὐ τοις πολλοις ἀγαθοις ἑνος
9999967 ἀναστρεψας
, προς ταχος ἐμαυτον ἀπορρυψας ἀπειμι κοσμιως μαλα ἐσχηματισμενος , ἀναστρεψας το τριβωνιον ὡς ἐπι του καθαρωτερου γενοιτο ἡ ἀναβολη
ἀπηγαγε την δυναμιν . ὡς δε νυξ ἐπηλθε , συντονως ἀναστρεψας ἐπι τας Σαρδεις ἠγαγε και προσπεσων τοις τειχεσιν ἀφυλακτοις
9999967 θεραπευσεις
, περιβαλλων ἡμιν ἱερωτερον τειχος . Πολιν , οὐκ ἀνδρα θεραπευσεις , βουλην δε νοσουσαν και κινδυνευουσαν ἀποκλεισθηναι , μελλεις
εἰ δακνωδες ἁμα και γλισχρον εἰη το ἐπιῤῥεον , ἀριστα θεραπευσεις . Περι διαγνωσεως του εἰναι το ἐνοχλουν αἰτιον ψυχρον
9999967 ἐμποριαν
, τι ὠφελουνται ; ἠ τοσουτον αὐτων πλεονεκτουμεν κατα την ἐμποριαν , ὡστε παντα τα ἀγαθα παρ ' αὐτων λαμβανομεν
της δε φανερας ἐκοινωνουν . ἐργασαμενου δε Διοδοτου κατ ' ἐμποριαν πολλα χρηματα πειθει αὐτον Διογειτων λαβειν την ἑαυτου θυγατερα
9999967 κατεβαλεν
ἐπιστρεφεται , ἀλλα φευγουσι παντες κἀν τις δυνηται , πληξας κατεβαλεν . συ κεντρον ἐχεις τοιουτον , ὡστε ὁν ἀν
δαπιδα , και πρῳην δυο μνας , και το ἐνοικιον κατεβαλεν ὑπερ ἡμων , οὐ σανδαλα Παταρικα και τυρον Γυθιακον
9999967 ἐπιζευγνυουσαν
ἀχθεισα εὐθεια τεμνῃ ἑκατεραν των τομων και την τας ἁφας ἐπιζευγνυουσαν , ἐσται , ὡς ὁλη ἡ διηγμενη προς την
οδ μδ γοʹ ἀπο δε ἀνατολων Ἰβηριᾳ , κατα την ἐπιζευγνυουσαν τα ἐκτεθειμενα περατα δια των Καυκασιων ὀρων γραμμην ,
9999967 ἀναγεγραφθαι
, οὐτε τον τοπον , ἐν ὡι συμβαινει την συνθηκην ἀναγεγραφθαι , διεσαφησεν ἡμιν οὐτε τους ἀρχοντας τους δειξαντας αὐτωι
ἡκιστα και δια τουτο χρονον τον αὐτον της φαντασιας ἀμφοτεροις ἀναγεγραφθαι . ὁ μεν οὐν ἀρχιοινοχοος οἰνοφλυγιαν , ὁ δε
9999967 ὑπερβαλλουσης
ἀνδρων , ἐνδοξου δε και μεγαλοπρεπους προαιρεσεως ἡς προειλοντο , ὑπερβαλλουσης ? ? ? δε ἀρετης και ἀνδραγαθιας ? ?
, και οὑτως ἀν ἐχοι την ἐνδειξιν της ἀπορου και ὑπερβαλλουσης . Ἐκεινο μην οὐκ ἀξιον παρελθειν ἀνεπισημαντον ὁτι ἡ
9999967 κατεπλευσαν
παρεδοσαν . μετα δε την ναυμαχιαν οἱ μεν Κορινθιοι καταπλαγεντες κατεπλευσαν εἰς Πελοποννησον , οἱ δε Κερκυραιοι θαλαττοκρατουντες της κατ
ὁτι ἡ Μυτιληνη ἑαλωκεν . βουλομενοι δε το σαφες εἰδεναι κατεπλευσαν ἐς Ἐμβατον της Ἐρυθραιας : ἡμεραι δε μαλιστα ἠσαν
9999967 Νικης
το Λακεδαιμονιων γνωριμον τοις πασιν ἐποιησεν : Ἀθηναιοι δε και Νικης ἀνεθηκαν ἀγαλμα ἐν ἀκροπολει χαλκουν ἐς μνημην των ἐν
Ἀργειοι δ ' ἐπι νηας ἐβαν μεγα καγχαλοωντες , μελποντες Νικης ἐρικυδεος ὀβριμον ἀλκην , ἀλλοτε δε ζαθεον μακαρων γενος
9999967 ἀποστροφης
ἁπαντα πλην της τροφης : οὐδ ' οὑτω δε της ἀποστροφης τυγχανοντες εἰς μεγαλην ἀποριαν ἐμπιπτουσι δια το μητε νησον
βιου ἑκαστην πραξιν ἐνεργῃς , ἀπηλλαγμενος πασης εἰκαιοτητος και ἐμπαθους ἀποστροφης ἀπο του αἱρουντος λογου και ὑποκρισεως και φιλαυτιας και
9999967 προστιθεισα
, ἱερα , ταφους , ἐλευθεριαν , ὑπαρξιν , οὐδαμου προστιθεισα πολιν την Καρχηδονα , παρακρυπτουσα δε την ταυτης ἀναιρεσιν
χρωματι διαπρεπη . αἰδως δ ' ἐπερρυθμιζεν ἠπιωτατον ἐρυθημα λαμπρῳ προστιθεισα χρωματι : κομαι δε κηροχρωτος ὡς ἀγαλματος αὐτοισι βοστρυχοισιν
9999967 συνισταμενη
δε ξηρα και καπνωδης . και ἡ πλεοναζουσα ὑγρα και συνισταμενη νεφη ποιει και κατα μεταβολην ὑετους και ὀμβρους και
ἐπει δε ἀποδειξις προηγουμενως μεν ἡ ἐκ πρωτων και ἀμεσων συνισταμενη , λεγομεν δε ἀποδειξιν κἀκεινην την ἐκ τοιουτων συνισταμενην
9999967 καταφρονητικως
το χαλεπως ἐχειν προς ἀτιμιαν , ἐκ τουτων δε το καταφρονητικως ἐχειν της τυχης . οὑτοι μεν οὐν των ἀτομων
δε της ἑαυτων εὐγενειας ὑπομνησθεντες και φραξαμενοι δυνατωτερᾳ χειρι μαλα καταφρονητικως ᾐεσαν ὡς αὐτοβοει περιεσομενοι και συμπλακεντες τους μεν εὐθυς
9999967 συλλογισμον
ταυτα του πατρος , ὁ ἐστι του κατηγορου , τον συλλογισμον ἐπαγοντος , και ὡς μηδεν διαφερουσι λεγοντος , οὐ
εὑρισκεται το προς τι ἀπο του ἰσου , σιωπωμεν τον συλλογισμον , εἰ μη ἀρα δυναμεθα αὐτον μεθοδῳ τινι εἰσαγαγειν
9999967 δοτικης
ἑξης . Αἱ κατα το πρωτον και δευτερον προσωπον της δοτικης ὀξυνο - μεναι την κατα το τριτον περισπωμενην ἐχουσι
και πληθυντικα πρωτου και δευτερου προσωπου , δηλονοτι γενικης και δοτικης και αἰτιατικης , προς τρια πληθυντικα τριτου προσωπου ,
9999967 θεραπευομεν
ἡμεις δ ' ὑπερ ἡμων αὐτων λεγοντες και το σον θεραπευομεν . μαλλον δε της μεν σης ἀπολογιας και ἡμεις
ἐχειν οἰκειοτερον : ἐπει και του σωματος ἀει το καμνον θεραπευομεν και πλειονα ποιουμεθα προνοιαν ποδων ἠ ὀφθαλμων , ὁταν
9999967 κρατουσι
ὑπο ἡγεμονι Ὑλλῳ τῳ Ἡρακλεους Ἀχαιοι περι ἰσθμον τον Κορινθιων κρατουσι μαχῃ , και Ἐχεμος ἀποκτιννυσιν Ὑλλον μονομαχησαντα οἱ κατα
' εὐρυνωτοι φωτες ἀσφαλεστατοι , ἀλλ ' οἱ φρονουντες εὐ κρατουσι πανταχου . Μεγας δε πλευρα βους ὑπο σμικρας ὁμως
9999967 ἐξαγγελλειν
μεχρι τινος ἀνεβαλλομην τας ἐπι τοις οὐροις ἐξευρημενας μοι αἰτιας ἐξαγγελλειν , παλαι παραλειφθεισας τῃ των μετιοντων την τεχνην ἀπραγμοσυνῃ
κοινωνον της ἀρχης αὐτον λαβειν ὡς τα παρα των θεων ἐξαγγελλειν ἱκανον : και κατ ' ἀρχας μεν ἱερεα κατασταθηναι
9999967 θεραπευσομεν
φαυλως ἐχειν δοκει περι θεων , οὐ δια τοιαυτης ἀπολογιας θεραπευσομεν ; Ταξις δε μοι γενησεται των λογων ἡ των
και τοις καρποις γινομενων την μεν χειρουργιαν ἀπαγορευειν χρη . θεραπευσομεν δ ' αὐτο κατα τροπους δισσους : ἠ γαρ
9999967 ἐνιοι
ἰξιας , ἐλλεβορος μελας , ἀγαρικον , ἐφημερον , ὁ ἐνιοι Κολχικον καλουσιν : λαχανων σμιλαξ , στρυχνον μανικον ,
ζητειν ἀπηλλαγην : ἐδιδαξε γαρ με , ὁτι και ζωντες ἐνιοι τεθνηκασι και τεθνηκοτες ζωσι . τους μεν γε φαυλους
9999967 ἐποιουν
ἐπεισαν ἐν τῃ βουλῃ κατηγορειν των στρατηγων . ἐντευθεν ἐκκλησιαν ἐποιουν , εἰς ἡν ἡ βουλη εἰσηνεγκε την ἑαυτης γνωμην
, εἰ μη ἐδυναντο ταυτα ποιειν , οὐκ ἀν ποτε ἐποιουν ; Δηλον δη . Ἀλλα μεντοι δυναμει γε δυνανται
9999967 ἑκουσιοι
φλαυροι , ἐπην διαφυγωσιν . , . Δου . οἱ ἑκουσιοι πονοι την των ἀκουσιων ὑπομονην ἐλαφροτερην παρασκευαζουσι . του
ποιησαι ἀπ ' ἀρχης αὐτων μεχρι τελους : και εἰσιν ἑκουσιοι κυριως : ἡ δε ἑξις οὐ γινωσκεται παντελως .
9999967 σκληρους
Σκαμβον ξυλον οὐδεποτ ' ὀρθον : προς τους ἀκαμπτους και σκληρους . Σκυτη βλεπει : ἐπι των ὑφορωμενων πεισεσθαι τι
και ἀλφους δε διαφορει συν ὀξει και χοιραδας και ὀγκους σκληρους διαφορει , τοις ἐπιτηδειοις προς ταυτα φαρμακοις μιγνυμενος .
9999967 πικροτατον
ἐστι το κρεας : το δε αἰτιον , πεφυκεν εἰναι πικροτατον . Εἰναι δε ἀλογα μεν ζῳα , φυσικην δε
σον ἐστιν , ὁμοια σε τῳ Σαλαιθῳ ποιειν , ὁς πικροτατον κατα μοιχων θεις τοις Κροτωνιαταις νομον και θαυμαζομενος ἐπ
9999967 τοσουτο
παρα τοις πολεμιοις ἐλεφαντων , ἁπαντες διηπορουντο ποθεν αὐτῃ συνακολουθει τοσουτο πληθος θηριων . οὐ μην ἐμεινε γε το ψευδος
τον ἡλιον διψωντες ᾀδουσιν ὑπο ἀνοιας οὐδεν ὠφελουμενοι . πλην τοσουτο γε μονον οὐκ ἀξιον ἰσως παραλιπειν περι των μνηματων
9999967 σεληνης
ὁμοιως κειμενου του ἐπικυκλου κατα το ἐλαχιστον δε ἀποστημα της σεληνης ὁπερ ἀποδεδεικται τοιουτων λγ λγ , οἱου ἐστιν ἡ
και πεντηκοντακις καταμετρειται ὁ κυκλος οὑτος ὑπο της διαμετρου της σεληνης , δις δε και ἡμισακις ὁ της σκιας κατα
9999967 παθημα
ἀκατασχετων . τινες δε ᾠηθησαν ἐπι καρδιᾳ φλεγμαινουσῃ γινεσθαι το παθημα και δια ταυτην του τονου την ἐκλυσιν καρδιακην ἠτοι
δε το δευτερον ἀσωματον μεν ἡ ψυχη ἐγινετο . Και παθημα μεν ὀν θαυμαστον οὐδεν εἰχε μιαν ποιοτητα γενομενην ἐξ
9999967 λογισμους
μεν οὐδε ἐκεινον οἰμαι λεγων πεποιηκεναι τουτο : και τους λογισμους ἐκθησομεθα δι ' οὑς οὐκ ἀν ἐπραξεν : εἰ
ἐγωγε . και των περι ἀστρονομιαν τε και ἁρμονιας και λογισμους ; προθυμουμαι γε δη . και γαρ ἐγω ,
9999967 δοκουσαν
ἰστεον δε ὁτι το ἐμμεναι ὁ Ἡρακλειδης οὐ κατα την δοκουσαν τοις πλειοσιν ἀκολουθιαν παραγει , ἀλλα την προπαραληγουσαν αὐτου
και λεγοντας οἱς λεγεις ἐκαλυψας . ὁς γε και την δοκουσαν ὡραν των ἐμων ἐπιστολων παρελη - λυθας . ἀλλ
9999967 ἀποδεικνυων
πεδαις δεσμευων εἰς τας συνεργασιας ἐνεβαλλε , τους δε νομεις ἀποδεικνυων οὐτ ' ἐσθητας οὐτε τροφας ἐχορηγει τας ἁρμοττουσας .
, ὁ δε διωκων ἀδικον αὐτο δια των ἐναντιων λογισμων ἀποδεικνυων . ἐν μεν γαρ ἀντιληψει λεγοντος του φευγοντος εἰ
9999967 κατειληφοτες
παραπλειν ἐπι τον λοφον τον καλουμενον Ταυρον . τουτον δε κατειληφοτες ἠσαν Σικελοι , συχνοι μεν το πληθος ὀντες ,
, ἠ πεπονθοσι τοποις , οἱον αἱματος ἐνοχλουντος , μη κατειληφοτες , ὁτι αἱμα ἐστι το νοσαζον , ἀπο δε
9999967 συντιθεμενα
ὁμοιως και το χαριστος . Ἰστεον ὁτι τα παρα πολις συντιθεμενα του ἁπλου φυλαττει την κλισιν , Νικοπολεως Ἀμφιπολεως :
ἐστιν , οὑ ἐν ἀρχῃ τα φυλλα λαχανευεται εἰς ἁλμαιας συντιθεμενα . ἐστι δε πλατεα , τραχεα τοις περιξ ,
9999967 τετελευτηκοτων
ὁσιοτητος διττος τροπος : ἠ γαρ περι την ἐκφοραν των τετελευτηκοτων αἱ τιμαι γινονται ἠ περι τα νομιζομενα κατα τα
φυσει . φυλαξαμενος οὐν γυμνοις ὀνομασι καλεσαι γονεις ἐπι παιδων τετελευτηκοτων κληρονομιαν , ὑπερ του μη δοκειν ἀπευκτην ὠφελειαν προσνεμων
9999967 λεχθησομενα
παραθεμενος ἑαυτῳ δελτον , εἰς ἡν νυκτος ἐμελλε γραψειν τα λεχθησομενα ἐν τῳ δημῳ , νεκρος ἀνευ τραυματος εὑρεθη ,
γαρ μετ ' ὀλιγον εἰ ληρος εἰναι σοι δοξει τα λεχθησομενα . και πρωτον γε ἐκεινο πανυ ἠγνοηκεναι μοι δοκεις
9999967 ὀπισθιοις
των λιποθυμιων εἰσβολαις , ποτε δε και σικυας προσβαλλειν τοις ὀπισθιοις και ἐμπροσθιοις μερεσι του στομαχου , ἐπι πλευρα τε
αἱ τρυγονες οὐ μονον τῳ στοματι , ἀλλα και τοις ὀπισθιοις μερεσιν ἠχουσι . Ταττεται δε ἐπι των πολλα λαλουντων
9999967 βραχυτεραι
Τοισι δε νεανισκοισιν ἐπωδυνοι μεν οὐχ ἡσσον αἱ ἰσχιαδες , βραχυτεραι δε : και γαρ τεσσαρακονθημεροι ἀπαλλασσονται : ἀλλ '
των ἐλασσονων ἐστι και συμμετρα τῃ θηρᾳ τα σκευη : βραχυτεραι δε ὁρμιαι και ἀγκιστρα και οὐ πολλη τις τροφη
9999966 κατεσκευαζον
τον χρυσον , αἱ δε δη Πραξιτελειοι χειρες ζωτικα διολου κατεσκευαζον τα τεχνηματα . ἀλσος ἠν και Διο - νυσος
τα ἐν ἐρημιᾳ μηχανηματα , ἑφθον τῃ ῥυμῃ το ᾠον κατεσκευαζον . . , Οὐκ ἐπαναλωσαμεν τῳ πολεμῳ χρονον ,
9999966 νης
ψοφου ἀνοιγεσθαι . της δε κατα του τεγους δεχομε - νης τον μοιχον , χλευαζοντας τους γειτονας ἐπι των μηδεν
και οἱ του ἐργου ἐπισταται , ὡς ὁ Δημοσθε - νης ἑαυτον τειχοποιον καλει . ἐρεις δε ταφρον ἠλασαντο ,
9999966 τριακοσιους
τροφας τῳ στρατευματι παρ ' αὐτων λαβων ἐσθητας τε και τριακοσιους υἱους εἰς ὁμηρειαν ἐκ των ἐπιφανεστατων οἰκων ἐπιλεξαμενος ᾠχετο
ΟΡΩ ΑΠΟ ΤΟΥ ΚΛΕΩΝΟΣ . Ἀλλ ' οὐκ ἠγαγες τους τριακοσιους : διο ταυτης τυχειν οὐκ εἰ ἀξιος της δωρεας
9999966 γιγνωσκοντες
μη λογῳ ἐργῳ τε ἱκανοι φυλακες εἰεν , ἀρετης περι γιγνωσκοντες ἱκανως , θαυμαστον τι ταυτην την πολιν ἀφυλακτον οὐσαν
' ἀκολουθει τις νεμεσις τῳ τολμηματι . ἁ και Λακεδαιμονιοι γιγνωσκοντες οὐδεν οὑτως ὡς τας δια πολλου στρατειας φυλαττονται .
9999966 νηστιν
ἀνερχομενος ἐμε την ἀθλιαν ὀπισω καταδιωκει , και ποιει πλανασθαι νηστιν . . : ἈΛΛΩΣ : το γαρ φασμα του
δε χρη μαλιστα , ὁσον πληθος ἀν ᾐ κοχλιαριου , νηστιν ὀντα ἠ εἰς κοιτην . βλαπτει δε οὐδεν ,

Back