των μελεων ποιεει , ἑλκωδες τε ἐστι και ἐντερου και ἑδρης : ἀλεξητηρια δε τουτεων γεγραψεται . Ἀνευ μεν οὐν
δε παρασσον ᾡ κρατεϊ βρισαντες ἰῃ στυφελιξαν ἐρωῃ νειοθεν ἐξ ἑδρης , ἐπι δ ' ἐρρωσαντο ποδεσσιν προπροβιαζομενοι : ἡ
9999960 Ἀντισθενης
Πλατωνος ἐν τριτῳ Ἀπομνημονευματων . λεγεται δ ' ὁτι και Ἀντισθενης μελλων ἀναγινωσκειν τι των γεγραμμενων αὐτῳ παρεκαλεσεν αὐτον παρατυχειν
τε εἰσιν ὁσοι ἐξηγηνται αὐτου το συγγραμμα : και γαρ Ἀντισθενης και Ἡρακλειδης ὁ Ποντικος [ . ] , Κλεανθης
9999960 στυπτικης
ῥᾳστον αὐτην ἐστι διακριναι μακρου πεπερεως . Περσεας τα φυλλα στυπτικης μετειληφε δυναμεως . Περικλυμενου ὁ καρπος και τα φυλλα
οἱ ἐκ της θαλασσης ἐκ δυοιν ποιοτητων ῥυπτικης τε και στυπτικης : ὁτι δ ' ἀμφοτεροι και ξηραινουσι δηλον .
9999960 Κλεαρχον
ἁρπαζειν , ὑβριζειν , τιτρωσκειν . ἀγανακτουντες οἱ πολιται παρεκαλεσαν Κλεαρχον βοηθειν : ὁ δε οὐκ ἀλλως ἐφη δυνατον εἰναι
οὐδεν ἡττον ἐτρωσεν αὐτον . Τισσαφερνης οὐκ ὠμοσε τοις περι Κλεαρχον ; τι δε ; ὁ βασιλευς οὐχι και τους
9999959 σποδου
ἰω , παι , δακρυα φερεις φιλαι ματρι των ὀλωλοτων σποδου τε πληθος ὀλιγον ἀντι σωματων εὐδοκιμων δη ποτ '
ὀλιγου πυρος , εἰτα ἐπιχειται αὐτῃ ὑδωρ θερμον διηθημενον δια σποδου κληματινης , και ἀνακινειται ἡ πισσα . ὁταν οὐν
9999959 Πυθαγορας
θιγγανω αἱματος , οὐδ ' εἰ βωμιον αὐτο εἰη , Πυθαγορας τε γαρ ὡδε ἐγιγνωσκεν οἱ τε ἀπ ' αὐτου
της τουτων διαταξεως , πατρος ἐπεχουσα τοις αἰσθητοις ταξιν . Πυθαγορας τα λεγομενα εἰδη και τας ἰδεας ἐν τοις ἀριθμοις
9999959 Ἀρισταγορης
, πολιν περικατημενος και βουλομενων των Θρηικων ὑποσπονδων ἐξιεναι . Ἀρισταγορης μεν νυν Ἰωνιην ἀποστησας οὑτω τελευτᾳ . Ἱστιαιος δε
ἐκομισαν : ἐνθευτεν δε πεζῃ κομιζομενοι ἀπικοντο ἐς Παιονιην . Ἀρισταγορης δε , ἐπειδη οἱ τε Ἀθηναιοι ἀπικοντο εἰκοσι νηυσι
9999959 ἀκρωτηριου
ἠγεν Ἰολην αἰχμαλωτον . και προσορμισθεις Κηναιῳ της Εὐβοιας ἐπι ἀκρωτηριου Διος Κηναιου βωμον ἱδρυσατο . μελλων δε ἱερουργειν εἰς
δε δεξιων των της Λιβυης μερων μεχρι του καλουμενου Πρασου ἀκρωτηριου και της Μενουθιαδος νησου τας μεν προσηγοριας των πολεων
9999958 Πυθαγορειους
μεγεθη τε και αἰσθητα ποιουντας , ἀπορει προς μεν τους Πυθαγορειους , πως ἐξ ἀβαρων και ἀμεγεθων των ἀριθμων τα
αὐλου ῥυθμον κατα πολεμιων χωρουντας . φασι δε και τους Πυθαγορειους , εἰ ποτε κινηθειεν αὐτοις τα παθη ἠ τινας
9999956 ἡκουσης
' ἐν τινι ἐρημῳ τοπῳ ἐδιψησεν , οὐδεπω της θεραπειας ἡκουσης , ἐκηρυχθη τῳ στρατοπεδῳ , εἰ τις ἐχει ὑδωρ
ἐλογιζοντο τας ἀχρι των ὑμεναιων ἡμερας , της δε κυριας ἡκουσης ἠριθμουν αὐτης προϊουσης τας ὡρας . εἰτα ληγουσης ἀκτινος
9999956 ναυμαχησαι
Κονων δε ὡς ἐφθη ὑπο των πολεμιων κατακωλυθεις , ἠναγκασθη ναυμαχησαι προς τῳ λιμενι , και ἀπωλεσε ναυς τριακοντα :
μελησει προ των Ἀθηνεων ναυμαχεειν . Ἠν δε αὐτικα ἐπειχθῃς ναυμαχησαι , δειμαινω μη ὁ ναυτικος στρατος κακωθεις τον πεζον
9999956 θεραπειης
το οὐλον σωμα θεραπευειν παντα , ὁκοιης ἀν δοκεῃ δεεσθαι θεραπειης , ἠν τε σοι δοκεῃ ἐξ ἁπαντος του σωματος
δε χρη παρα τον ἀνδρα , ὁταν τα ὑπο της θεραπειης καλως ἐχῃ , ληγοντων ἠ ἀρχομενων των ἐπιμηνιων :
9999956 Πυθαγορειος
, : ποσωι δε βελτιων Κελσου . . . ὁ Πυθαγορειος Νουμηνιος , ὁστις ἐν τωι πρωτωι Περι τἀγαθου λεγων
ἀν ἐφερε τῃ μεθοδῳ : ἐπει δε Πρωρος μεν ὁ Πυθαγορειος πολλα και σεμνα και θεοπρεπη περι ἑπταδος εἰπων οὐδεμιᾳ
9999956 ἀπορησειεν
μηδεμιαν ἐχοντα διαφοραν . Τοδε δ ' ἀν τις ἰσως ἀπορησειεν προς αὐτον τον πρωτον οὐρανον ἀναφερων , ποτερον ἡ
λαμπρου φωτιζεσθαι . περι δε των ἀστερων ὁρωμενων ἐν νυκτι ἀπορησειεν ἀν τις : εἰ γαρ αἰτια του μη ἐν
9999955 Σαλαμινιος
κοινωνουσι : των γαρ Αἰαντων ὁ μεν ἐστι Τελαμωνος υἱος Σαλαμινιος , ὁς ἐμονομαχησεν Ἑκτορι , ὁ δε ἑτερος Ὀιλεως
ἠ ὁτι ἐν Ἀργει ἐναυπηγηθη , ὡς φησιν Ἡγησανδρος ὁ Σαλαμινιος . πεταυρον δε καλειται ἡ πλατεια σανις . αὑτη
9999955 μελλοντοϲ
. ἐαν τυφθωμεν ἐαν τυφθητε ἐαν τυφθωϲι Μεϲου ἀοριϲτου και μελλοντοϲ αʹ Ἑν . ἐαν τυψωμαι τυψῃ τυψηται Δυ .
Δυ . τυψαϲθον τυψαϲθων Πληθ . τυψαϲθε τυψαϲθωϲαν Ἀοριϲτου και μελλοντοϲ βʹ Ἑν . τυπηθι τυπητω Δυ . τυπητον τυπητων
9999955 παρελθουσης
„ Λυκηρον τον βασιλεα ἠδικησεν , ὠ βασιλευ , της παρελθουσης νυκτος οὑτος ὁ αἰλουρος : ἀλεκτρυονα γαρ αὐτου πεφονευκε
ἐθεασαμην . εἰδον . εὐφρονης παροιθεν ἐπι , και της παρελθουσης νυκτος , ἐπι της παρελθουσης νυκτος δυϊκως : ἐνομισθησαν
9999955 ἀνεχωρησεν
του ἀνακτος λεγει , τουτεστι † της τυφωσεως † , ἀνεχωρησεν ἡ φλοξ : ἠ ἡ φλοξ του ἀνακτος τουτου
και πολλα τετραποδα καταλιπων του καπνου σκοτεινοτεραν την νυκτα ποιουντος ἀνεχωρησεν ἐς τοπον δασυ και συσκιον . ἡμερας δε γενομενης
9999954 Αἰγυπτιακων
” . Χηνοβοσκια , πολις Αἰγυπτου . Ἀλεξανδρος ἐν πρωτῳ Αἰγυπτιακων „ ἀντικρυ δε του Διοσπολιτου [ νομου ] Χηνοβοσκιον
' ἐν τοις Περσικοις και Λυκεας ὁ Ναυκρατιτης ἐν τριτῃ Αἰγυπτιακων την Νειτητιν Κυρῳ πεμφθηναι φασιν ὑπο Ἀμασιδος : ἐξ
9999954 ἀκροτατης
δειν καρπον ἑτερον ἀπο των τοιουτων θεωρηματων , ἁ της ἀκροτατης ἀληθειας κεκοινωνηκε : και φιλοθεαμονα ὀντα τας τοιαυτας των
πολιτειας τυραννις καθισταται ἠ ἐκ δημοκρατιας , ἐξ οἰμαι της ἀκροτατης ἐλευθεριας δουλεια πλειστη τε και ἀγριωτατη . Ἐχει γαρ
9999954 Εὐκλειδου
του ῥω καππα τε . Των δ ' ἀπ ' Εὐκλειδου ἐστι και Ἰχθυας Μεταλλου , ἀνηρ γενναιος , προς
της προς ἀλλα των οὑτω ταχθεντων ἀκολουθιας ὡμολογηται παρα πασιν Εὐκλειδου εἰναι . σκοπος δε τουτου του βιβλιου περι των
9999954 ἐποιησατο
ἀν ἐγωγ ' αὐτον ἐρωτησαιμι ποτερ ' ἐννομον και δικαιαν ἐποιησατο του ψηφισματος την γραφην ἠ τοὐναντιον ἀδικον και παρανομον
και πολεμικοις κινδυνοις . συστησαμενος οὐν στρατοπεδον ἀξιολογον , συμμαχιαν ἐποιησατο προς Ἀριαιον τον βασιλεα της Ἀραβιας , ἡ κατ
9999954 παμπολυν
; ἀσφαλες ἐστιν ἡμων το τειχος , τροφας ἐχομεν ἐπι παμπολυν χρονον , την ἀλλην ἁπασαν παρασκευην . ταυτα ἐστι
ὁ δυστυχης ἀρα την δαιτα ἀσατο , Αἰγυπτιων τε λεων παμπολυν ἀποσπασας γαμετων και τεκνων ἐς Περσας ἠγαγεν ἀνοικτως .
9999954 Μιθριδατου
Ἐρετριας δε και Χαλκιδος , και ὁλης Εὐβοιας τοις του Μιθριδατου προσθεμενων , και ἀλλων πολεων αὐτῳ προσχωρουντων , και
Κῳοι Μιθριδατῃ δεδωκεσαν : τα δε και ὑπ ' αὐτου Μιθριδατου κατεσκευαστο και συνειλεκτο , φιλοκαλου και περι κατασκευην γενομενου
9999953 Ἀγαμεμνων
παρα του κοινου των Ἑλληνων εἰληφεναι . οἱς ἀντιλεγων ὁ Ἀγαμεμνων οὐκ ἀπορει , ὁπως και αὐτος θεραπευσῃ το πληθος
λαχοιην , αἰθ ' οὑτως ἐπι πασι χολον τελεσει ' Ἀγαμεμνων : και μηποτε τα της συνταξεως δοξῃ κατα παρολκην
9999953 δημιουργος
πυρετου . και παλιν ἐαν εἰπω ὁτι ῥητορικη ἐστι πειθους δημιουργος , οὐκ ἀντιστρεφει : εἰ τι μεν γαρ ῥητορικη
ἐστιν την φυσιν , ἡνπερ θεος τοιωσδε ποιησας παλαι ὡς δημιουργος ἐκτισε , προς συστασιν τρεψαι φυσιν , μη οὐσαν
9999953 τολμης
: ὁδε οὐ βουλεται τουδε εἰναι πατηρ : καρτερικη της τολμης χαριν : τῃ Περσεφονῃ : πολλους μεν ἠδη :
ὑπομενουσι δ ' οὐ , δια το την ἐπιστημην της τολμης ἡσσω ἐχειν . παραστητω δε τινι και τοδε ,
9999953 διειλοντο
πλημυριδος , ἐπικλυσθεισα ἡ Κυρβη ἐρημος ἐγενετο , αὐτοι δε διειλοντο την χωραν , και ἑκαστος ἑαυτου πολιν ὁμωνυμον ἐκτισε
δεινοτατοι ὀντες των βαρβαρων ; ἐξ ὁλοσφυρου γαρ ἰσον μερισμον διειλοντο , και πρωτοι χαρακτηρα ἐβαλον , † εἰς τον
9999953 κλησει
ἐστιν οἱονπερ εἰ τις κυνας ἐν θηρᾳ ἀνακαλοιτο ἀει τῃ κλησει ᾑπερ ὁταν το θηριον ὁρᾳ . το μεν γαρ
μετα τουδε του γραμματος , ἀλλα συ τριπλην ἀνεις τῃ κλησει την ὁδον , ὡν ἡμιν τω δυο , ποιηταις
9999953 παραδωσω
. . . : της προκειμενης , οἱον : οὐ παραδωσω . . . λυπαις . . . : ἀντι
ἀταφον βουλονται Πολυνεικην εἰναι , ἐγω δε τουτων ἀκοντων ταφῃ παραδωσω . . δεινον το κοινον ] χαλεπη και βιαιος
9999953 ἀναστρεψαντι
ὁρα δε , μη συναρπασθησῃ τῃ ὁμοφωνιᾳ των λεξεων της ἀναστρεψαντι και της ἀντιστρεφει και νοησεις ἑν σημαινειν ταυτας ,
την ΔΓ , συνθεντι και τα ἡμιση των ἡγουμενων και ἀναστρεψαντι ἀρα ἐστιν ὡς ἡ ΒΕ προς την ΕΓ ,
9999953 ἰδιωτικων
δε περι δημοσιων , ὁ δε περι δημοσιων ἁμα και ἰδιωτικων : περι ἰδιωτικων μεν οἱον ἱππον τις τον ἐποχον
, μεστας οἰκητορων , και πολιτειας ἐγχειριζεσθαι μελλων και πραγματων ἰδιωτικων τε και δημοσιων και ἱερων ἐπιμελειαν , ἡν οὐκ
9999953 ἐγχειρησαι
, εἰτε πυρεκτικως ἐχοιεν εἰτε και μη , και εἰτε ἐγχειρησαι ἠ ἀπαγορευσαι . Αἱ μεν οὐν ὀλεθριως διακειμεναι καταφερονται
τοις νομοις , ἰσμεν ἁπαντες . ἐγω μεντοι οὐδ ' ἐγχειρησαι οἰμαι προτερον τον Λυκουργον ταυτην την εὐταξιαν καθισταναι πριν
9999953 φιλομαθης
ἀναπειθουσα ἑαυτης , ὁ δε μανθανων την διδασκουσαν , ὁποτε φιλομαθης εἰη . πολλακις δε τις των μεσας ἐπιστημας ὑφηγουμενων
το παραπαν ἐξιεναι . Συγγιγνωσκε μοι , ὠ ἀριστε . φιλομαθης γαρ εἰμι : τα μεν οὐν χωρια και τα
9999953 ἀδελφων
, φιλος ἀνδρι : κρεισσων δε τινων μυριων ὁμαιμονων και ἀδελφων , ἠ κοινως εἰπειν συγγενων : συναναπλασθῃ : ξενος
την συναφην της Σεληνης ἀπεκδεχομενος ὡς ἐπι το πλειστον σπανιν ἀδελφων ἀρρενων ποιει . Το μεν οὐν ἀτεκνον τουτον γεγενησθαι
9999953 δωδεκαεδρον
. νβʹ . Εἰς την δοθεισαν σφαιραν [ το ] δωδεκαεδρον ἐγγραψαι . Ἐγγεγραφθω , και ἐστω σημεια των γωνιων
. οἱον το μεν εἰκοσαεδρον του δωδεκαεδρου , το δε δωδεκαεδρον του ὀκταεδρου , και ὁμοιως το μεν ὀκταεδρον του
9999953 αἰσχυνομαι
ἐμαυτου παθος , ὁ μυριακις παθων οἰδα , διηγουμενος οὐκ αἰσχυνομαι : βουληθεις ἐστιν ὁτε κατα την συνηθη των κατα
Σαβαζιον . Διεφθορας τον ὁρκον ἡμων . Την γυναικα δε αἰσχυνομαι τω τ ' οὐ φρονουντε παιδιω . Ὁ δ
9999953 βλαστοι
, κυαμος ἐξωθεν ἐπιτιθεμενος , κυπαρισσου τα φυλλα και οἱ βλαστοι και τα σφαιρια τα νεα και μαλακα , κυπερου
μαλαχη ἀγρια , μαστιχη Χια , μελι , περσικης οἱ βλαστοι και τα φυλλα , ῥοδοδαφνη , ὀλυνθοι , ὀποβαλσαμον
9999953 διπλασιονες
. και ἐπει αἱ ΞΛ , ΛΝ ἰσαι εἰσιν , διπλασιονες ἀρα εἰσι της ΛΝ , ὡστε ἡ ΞΝ της
ἐκ τριων μακρων , μολοττος . Τετρασυλλαβοι δε οἱ τουτων διπλασιονες ιϚʹ , ὡν τετραχρονος εἱς , ἐκ τεσσαρων βραχειων
9999953 Πυθαγορειων
των ἠθων . ταυτα δ ' οὐ μονον παρα των Πυθαγορειων ἀκουειν ἐστι λεγοντων , ἀλλα και Ἀριστοξενος οὑτως ἀποφαινεται
κατα γενη τεταγμενως οὑτω διηλθομεν περι Πυθαγορου τε και των Πυθαγορειων , ἰθι δη το μετα τουτο και τας σποραδην
9999953 ἡλικιωτας
και παιδιαν τινα οὐκ ἀτερπη ἐδοκει ἐχειν και προς τους ἡλικιωτας ἐπιδειξιν , εἰ φαινοιμην θεους τε γλυφων και ἀγαλματια
ἐξευρων γενναιοτατας : ὁ μεν γαρ φησι τους ἑταιρους και ἡλικιωτας συμπαντας μαρτυρας παρεχεται προς χαριν μαρτυρουντας : ἐγω δε
9999953 τεσσαρεσκαιδεκατον
, ἐμετος χολωδων ἠ φλεγματωδων . τουτων προφαινομενων περι το τεσσαρεσκαιδεκατον ἐτος , δει τον ἰατρον τεκμαιρεσθαι ὡς ἐπειγει ἡ
παιδι Κλεοδαμου νικησαντι την οϚʹ Ὀλυμπιαδα . . . Το τεσσαρεσκαιδεκατον εἰδος μονοστροφικον ἐστιν ἐκ ιηʹ κωλων και ιζʹ .
9999952 εὐδοκιμησαι
παθειν ἐστιν ὀφειλομενον . και τουτον ἐν τε τῳ παραυτικα εὐδοκιμησαι και ἐπιτηδειοτερον ἐς το ἐπειτα Ἀλεξανδρῳ γενεσθαι . Ἐν
ἐς ἁπαν και ἐς ληθην ὀλιγου δειν ἡκουσαν ἀνθρωποις . εὐδοκιμησαι δε Γοργιαν λογων ἑνεκα ἐν τε πανηγυρει τηι Ὀλυμπικηι
9999952 βελτιους
του Ἀπολλωνιου λογων ξυγκροτηθεντες ἀποθνησκειν τε ὑπερ φιλοσοφιας ἐρρωντο και βελτιους των ἀποδραντων φαινεσθαι . Προσῃεσαν μεν οὐν ταις πυλαις
ἀριστους , ἐπειδαν εἰς ἀγωνα ἐλθωσιν , εἰναι τα τελευταια βελτιους ἠ τα πρωτα των δρομων , και ὁ καλος
9999952 καθεστηκε
ἱερον ἰασι του Αἰσυμνητου . ταυτα μεν σφισιν οὑτω δραν καθεστηκε , του περιβολου δε ἐστιν ἐντος της Λαφριας και
και πυρετος ἐπιλαμβανει , και ἐν τῃ κεφαλῃ ἡ ὀδυνη καθεστηκε , και ὁκοταν προς τα σπλαγχνα ἡ ὀδυνη καταστῃ
9999952 καταπλασματι
ῥοδινῳ βεβρεγμενῳ . εἰτ ' ἐξωθεν ὁλη ἡ κεφαλη καταπλασσεσθω καταπλασματι παρηγορικῳ , ὡς τῳ δια μελιλωτου ἠ λινοσπερμου ἀλευρου
φιλοπονως ὡστε εὐαφες γενεσθαι : και μαλαξας παραπτομενος ῥοδινῳ χρω καταπλασματι ἐπιρριπτων και ἐξωθεν φυλακης χαριν φυλλα σευτλου ἠ θριδακινης
9999952 σκοπωμεν
ἐχων ἀνειργεσθαι της ἀπατης και του ἐν αὐτῃ ὑπνου . σκοπωμεν οὐν τα γεγραμμενα : γραφῃ γαρ παρεστηκαμεν . περικεινται
δει δε τους ἑτερους ἑλομενους μη καταλιπειν μηδε προδουναι , σκοπωμεν ποτερων μαλλον προνοηθηναι προσηκει . φερε δη προς του
9999952 θαυμαζειν
και τῃ κινησει διαδεικνυσθαι , ὡστε τῃ ποικιλιᾳ των ἐξω θαυμαζειν τας περι των ἐνδον νοησεις : οἱονει τις ζωγραφος
την των ἁρμονιων ἀκριβειαν . ὁ δε μαλιστα των ἀλλων θαυμαζειν ἀξιον , ῥυθμος οὐδεις των μακρων οἱ φυσιν ἐχουσιν
9999952 Σικελιωτων
τῃ ναυμαχιᾳ των μεν Καρχηδονιων οὐκ ὀλιγοι , των δε Σικελιωτων ναυς μεν πλειω των ἑκατον , ἀνδρες δ '
ἐν τοιαυταις ἀναγκαις τοτε στασιωτικων καιρων κατειλημμενοι ξυνεστρατευον , και Σικελιωτων Ναξιοι και Καταναιοι , βαρβαρων δε Ἐγεσταιοι τε ,
9999952 ῥητορικων
ἡδονῃ : ἀκοης χαριτι , γλυκυτητι , κολακειᾳ . ʃ ῥητορικων λογων καινοτερα και παραδοξα ὑμιν εἰσηγουμενων . σοφιστας δε
οὐκ ἐσιγησεν . ὁτι Ἀσπασια σοφη του Σωκρατους διδασκαλος των ῥητορικων λογων ἐφη ποτε προς Σωκρατη ἰδουσα αὐτου το καταστημα
9999952 θαυμαζοντα
δε λογων των ἑαυτου . ἐλεγε τε πολλακις και Ἐπικουρον θαυμαζοντα την Πυρρωνος ἀναστροφην συνεχες αὐτου πυνθανεσθαι περι αὐτου διηκουσε
ἐτι νεος τε και εὐηθης ἐστι . Κἀγω γνους αὐτον θαυμαζοντα , Ἀρα οὐκ οἰσθα , ἐφην , ὠ Κλεινια
9999952 Ποσειδωνιος
, τοσουτον εἰποντες μονον ὁτι των Παρθυαιων συνεδριον φησιν εἰναι Ποσειδωνιος διττον , το μεν συγγενων το δε σοφων και
πολιους : ἐκπινεται γαρ ἡ οἰκεια της τριχος ὑγροτης . Ποσειδωνιος δε φησιν : ἐν Συριᾳ ἐν τοις βασιλικοις συμποσιοις
9999952 συλλογιστικης
δια κατηγορικου συλλογισμου . κἀν το συνεχες δε δεηται δειξεως συλλογιστικης , κἀκεινο δια κατηγορικου δειχθησεται συλλογισμου : εἰ γαρ
δι ' ἀκριβειας ἐν τοις ἑπομενοις ῥηθησεται οὐ περι της συλλογιστικης της κοινης ἁπλως εἰπεν , ἀλλα περι της διαλεκτικης
9999952 ἐπραγματευσατο
κατηγορημενα . τουτο και Δημοσθενης ἐν τῳ περι του στεφανου ἐπραγματευσατο . ἐγκωμιον αὑτου ἠθελησεν γραψαι , και την ἀπολογιαν
κατα την οἰκιαν , εὑρον λογον γεγραμμενον πολυτελως , ὁν ἐπραγματευσατο προς τα πληθη , πεισων ἐξ ἁπαντων των πολιτων
9999952 Λακεδαιμονιου
θυγατηρ Χειλωνος του Λακεδαιμονιου , Κρατησικλεια Λακαινα γυνη Κλεανορος του Λακεδαιμονιου , Θεανω γυνη του Μεταποντινου Βροτινου , Μυια γυνη
, αὐτος ἀπετεμε , και ἐθριαμβευσεν . ἀναχωρησις Κλεαρχου του Λακεδαιμονιου ἁμα των συν αὐτωι Ἑλληνων της νυκτος : και
9999952 Ταυρικης
καθ ' Ἑλλαδα ] : συ δ ' εἰπας ἐλθειν Ταυρικης μ ' ὁρους χθονος , ἐνθ ' Ἀρτεμις σοι
Εὐρωπῃ λιμνῃ τῃ Μαιωτιδι : εἰτα μετα τον ἰσθμον της Ταυρικης χερρονησου ἀπολαμβανει του Ποντου τα μεχρι Βορυσθενους ποταμου .
9999952 Ἀλκινοος
θ ' , ὁσον ἠθελε θυμος , τοισιν δ ' Ἀλκινοος ἀγορησατο και μετεειπε : “ κεκλυτε , Φαιηκων ἡγητορες
' ἠγερθεν ὁμηγερεες τ ' ἐγενοντο , τοισιν δ ' Ἀλκινοος ἀγορησατο και μετεειπε : “ κεκλυτε , Φαιηκων ἡγητορες
9999952 βοτανης
και τα παραπλησια τα προῤῥηθεντα ἐν τοις νεφριτικοις . Προσωπιδος βοτανης , ἡν σκορδονιαν καλουσιν οἱ Ῥωμαιοι , και περσωναν
και μεσπιλων : ἀκρως δε ποιει και ὁ της σιδηριτιδος βοτανης χυλος . Ἑκαστον μεντοι τουτων συν ῥοδινῳ ἠ μυρσινινῳ
9999952 ἐστρατευσαν
δυναμεως ἀπηρεν εἰς την Ἀσιαν . Ὡς Καρχηδονιοι μεγαλαις δυναμεσιν ἐστρατευσαν εἰς την Σικελιαν . Ὡς Γελων καταστρατηγησας τους βαρβαρους
μερων ἀνθρωποι το γενος ἀσημοι , καταθαρσησαντες ἐπι την χωραν ἐστρατευσαν , και ῥᾳδιως ἀμαχητι ταυτην κατα κρατος εἱλον .
9999952 πιστευει
ἁμα και ἐπεστρεψε τους ἀκουοντας και την πιστιν προκατελαβε : πιστευει γαρ ἑκαστος των ἀκουοντων ἐννοων , ὁτι οὐκ ἀν
τους λογους και των φιλων οἱ ἐντιμοτατοι και οἱς μαλιστα πιστευει τα τοιαυτα οὐκ ἀπετρεψαν : ἐτι δε και ἡ
9999952 τελειοτητι
ἐξαιθριασαντες προσεπλεξαν τῳ κηριῳ και θειῳ : και οὑτως ἐκπυρωσαντες τελειοτητι και συμμετροις πυριαις , τουτεστιν λειωσεσιν ἠ ὀπτησεσιν ἀνελομενοι
ἀλογως δ ' ἀν οὐτε ἀπορησειεν οὐτε ἀξιωσειεν : ἐν τελειοτητι μεν γαρ τινι το σπερμοφυειν και των ζωων ὁσων
9999952 θαλασσαν
ὁπου ταις δυσιν σιαγοσι ˈ φυσων ὁ Βορεας κυκαι την θαλασσαν οὐ γαρ φερω ἐπι μνημης τα ἰαμβεια ἐπιλαθομενος :
των φωστηρων κατα μηνα συνοδου ἁπαντα κατα τε γην και θαλασσαν ζωογονειται και ἀλλοιουται . χρη οὐν ἐπι πασης καταρχης
9999952 βουλομενῳ
, πολλους ἀγωνιστας ἑξετε της ἀρετης , ἀν δε τῳ βουλομενῳ και τοις διαπραξαμενοις χαριζησθε , και τας ἐπιεικεις φυσεις
ουτε . καιτοι τις οὐκ οἰδεν , ὁτι παντι τῳ βουλομενῳ ῥᾳστον ἐργον ἀν γενοιτο συγχεαι και ἀνελειν ὁμονοιαν ἐκ
9999952 Μενεκρατης
Φρυγιας , ἀπο Βλαυδου του τον τοπον εὑροντος , ὡς Μενεκρατης . . . . , : Μενεκρατης δε ὁ
βραχιονα ἐτρωθη , και ὁ ὀβελος ἐξῃρεθη , ὁ δε Μενεκρατης τον μηρον ἀκοντιῳ πολυγλωχινι Ἰβηρικῳ ὁλοσιδηρῳ , και οὐκ
9999952 Ὑπερειδης
. κακοδαιμων , κακουργος , κακολογος κακηγορος , κακοπραγμων ὡς Ὑπερειδης , κακοβιος , κακοβουλος , κακονους ὡς Ἀντιφων ,
ταις πλαστιγξιν , ἀντιθειναι τα ἱσταμενα . και σηκωματα ὡς Ὑπερειδης , και βαρυσταθμα ὡς Ἀριστοφανης . και ἀνασηκωθηναι δε
9999952 τετραπλασια
προς γ : της δε ἡμισειας της ΒΔ δυναμει ἐστι τετραπλασια , ὡστε δια τουτο μειζονα γινεσθαι ἑκατεραν των ΒΖ
δυναμει τετραπλασιονες . Ἰσμεν , ὁτι τα μηκει διπλασια δυναμει τετραπλασια . ὡστε και ἡ Α ὁλη της ἡμισειας αὐτης
9999951 συνεχωρησεν
. ἐπεβουλευον : και οἱς σπεισαμενος Δημοσθενης Μαντινευσι και Μενεδαϊῳ συνεχωρησεν ἀναχωρησαι , οὑτοι κρυφα ἐβουλευοντο ἀναχωρειν , ἱνα μητε
βαρβαρον και πολεμικον : οὑ δη περιδεης Διονυσιος γενομενος ἁπαντα συνεχωρησεν και ἐτι πλειω τοις τοτε συλλεχθεισι των πελταστων .
9999951 γιγνωσκον
παιδιον , και θηριον δε , ἱκανον εἰναι ἰασθαι αὑτο γιγνωσκον ἑαυτῳ το ὑγιεινον , ἀλλα ἐνταυθα δη ἀλλον ἀλλου
προ αὐτης το αὐτοζων , κατα δε την ἐσχατην το γιγνωσκον ἑαυτο και το γνωθι σαυτον : και ἐχουσι προς
9999951 Ἀμφιτριτης
τε παρεξ ἁλα και στομα Ποντου στεινον ἀμειβομενοι δολιχον δρομον Ἀμφιτριτης . ὡς δ ' ὁτ ' ἀπ ' Αἰθιοπων
διδου οὐν , φησιν , ὠ Ποσειδον , ὠ ποσις Ἀμφιτριτης , εὐπλοησαι καματων ἐκτος ἐοντα . τελος ἀπηνης Ἀγησιᾳ
9999951 αὐτοκρατορες
ἐλεγον ἀπαλλαξειων , χαριν ὑμιν , ἐφην , ἐχω , αὐτοκρατορες , πασης προνοιας και τιμης ἡν με τετιμηκατε .
. . . : οὐκ ἐπι του αὐτεξουσιου τεθεικε το αὐτοκρατορες : ἐπει πως συναψει τις αὐτῳ το ” και
9999951 ἐπετελεσε
ἀττα των τοιουτων ἐπιτηδευματων ἐχομενα , ὁσα τε Πυθαγορας αὐτος ἐπετελεσε γενναιως , ἀποδημων πανταχου μονος και προς πονους και
ἑορτην γυναιξιν ἁμα και τεκνοις , ἐπειδη τας τε θυσιας ἐπετελεσε τῳ Ποσειδωνι και τους ἀγωνας , τῃ τελευταιᾳ των
9999951 Παρμενιδης
των ὁλων ἀρχην , περι ἡς οὐτ ' αὐτος οὐτε Παρμενιδης οὐτε Πυθαγορας ἐπετρεπον ἑαυτοις λογους καταβαλλεσθαι πλειονας , τας
. . . τουτους οἱ μεν θαλασσης παιδας φασι , Παρμενιδης δ ' ἐκ των Ἀκταιωνος κυνων γενεσθαι μεταμορφωθεντων ὑπο
9999951 συμμετρα
οἱ τοιαυτα οὐρουντες οὐρα και ἐμεθεισων ἀποκατασταιη αὐτα συμμετρα τα συμμετρα των οὐρων και τα προσεχη ὑπο ξανθης χολης ,
ΑΓ , ΓΒ . ἀλλα τῳ μεν ἀπο της ΑΓ συμμετρα ἐστι τα ἀπο των ΑΓ , ΓΒ : δυναμει
9999951 ἐποιουντο
. ὡς το εἰκος οὐν , οἱ ξυγγενεις αὐτων σπουδην ἐποιουντο πρασσειν : την εἰρηνην δηλονοτι . οὐπως ἠθελον :
ἀλλας ὑπερ των ἀνδρων πρεσβειας τε και ἱκεσιας ἐπιπεμποντων λογον ἐποιουντο οὐδενα . ἑπτακαιδεκατῳ δε ὑστερον ἐτει τριακοσιους ἠ και
9999951 προμηκες
, παρομοιον ὀστρεῳ : το δ ' ἐστιν ἁδρον και προμηκες , ἐχον ἐν αὑτῳ σαρκα και μεγαλην και λευκην
το ἐχειν τον αὐτον λογον το ὑπο των μειζονων ὁρων προμηκες προς τα ὑπο των ἐλαττονων , ὁνπερ και ὁ
9999950 ἐστεφανουντο
ἑταιρε , ἐξηγουμενος το χωριον ἐφη , ὁτι και λυγοις ἐστεφανουντο οἱ ἀρχαιοι . Τεναρος δε ἀγροικων εἰναι λεγει στεφανωμα
το ἀπεριττον και ἀπεριεργον : διο και οἱ Διοσκουροι καλαμῳ ἐστεφανουντο . λευκῳ ] περικαλλει και ὡραιῳ . σωφρονος ]
9999950 Ἀντισθενην
Ἀμυνων : Ῥητωρ ἡταιρηκως , οὐκ ἰατρος ὁ Ἀμυνων . Ἀντισθενην : ἰατρος θηλυδριωδης . και οὑτος των καταπρωκτων .
το γενεσθαι ἐν προκοπῃ τους περι Σωκρατην , Διογενην , Ἀντισθενην . εἰναι δε και την κακιαν ὑπαρκτην δια το
9999950 ἀπαλλαγηναι
κωνειον πιειν ἠ προδοντα την ναυν ὁτι ταχιστα των κακων ἀπαλλαγηναι : ἐπι ζημιας κεινται και προστιμηματος . Ὁ Κρης
προφασει μεν ἀλλοτε ἀλλῃ , το δε δη ἀληθες οὐτε ἀπαλλαγηναι της Καλλιροης δυναμενος οὐτε ἐπαγεσθαι θελων αὐτην : ἐμελλε
9999950 κρυπτουσι
ἁπαλωτεροι γινεσθαι κατακρυπτομενοι τῳ κονιορτῳ δι ' ὁ και Μεγαρεις κρυπτουσι . Θαυμαζεται δ ' εἰ ξηρος ὠν τρεφει :
ὁτι , ὡς αἱ θινες ἀλλαι ἐπ ' ἀλλαις ἐπιφορουμεναι κρυπτουσι τας προτερας , οὑτως ἐν τῳ βιῳ τα προτερα
9999950 στρατευμασι
Ξερξης ἐξηρτησε την θαλασσαν ναυσι και κατεσπειρε την ὁλην γην στρατευμασι και ἐσκεπασε τοις ὁπλοις τον ἀερα και ἐπληρωσε την
ἑτερα κωλων ιζʹ . + εἰωθασιν οἱ περιλειφθεντες ἐν τοις στρατευμασι κομιζειν εἰς τους οἰκους των ἀπολωλοτων ὁσαπερ ἐτι ζωντες
9999950 εὐρυχορου
Τωνδε δι ' ἀνθρωπων ἀρεταν οὐχ ἱκετο καπνος αἰθερα δαιομενας εὐρυχορου Τεγεας , οἱ βουλοντο πολιν μεν ἐλευθεριᾳ τεθαλυιαν παισι
ἀλλος ἀυτει ἁρματι : τοι δ ' ἐφεροντο δι ' εὐρυχορου πεδιοιο . . . . . . Ἠλιδος ἐκ
9999950 μελημα
χαιταισιν ἱσδει : [ Ἀστυμελοισα ] κατα στρατον [ ] μελημα δαμωι [ ] μαν ? ἑλοισα [ ] λεγω
ἐν ἁλιξι θησεμεν ἐν και παλαιτεροις , νεαισιν τε παρθενοισι μελημα . και γαρ ἑτεροις ἑτερων ἐρωτες ἐκˈνιξαν φρενας :
9999950 ἀπραγμοσυνης
, ὁ δ ' οὐ τουτ ' ἐφασκεν , ἀλλα ἀπραγμοσυνης ἐρων ἐκει οἰκησαι , το δε ἀρα ἐς δικας
” ἀπραγμοσυνης “ ἀντι του ” οὐ πολυπραγμοσυνης “ . ἀπραγμοσυνης ] εἰδος βοτανης . ἡ λευκη ὁμοια πλατανῳ .
9999950 ἀπλανης
δε ὁ μη πασχων πολος δυναται μεν εἰναι και ἡ ἀπλανης σφαιρα , βελτιον δε ἰσως αἰωνα ἀκινητον νοεισθαι .
ὁτι οὐ παν σωμα ἐν τοπῳ , οὐδε γαρ ἡ ἀπλανης , ὁτι ἐαν συναχθωσιν αἱ σφαιραι , και ὁλος
9999950 Μελης
στιγματιης , πολυγηραος , ἰσος ἀλητῃ ἠλθε κνισοκολαξ , εὐτε Μελης ἐγαμει , ἀκλητος , ζωμου κεχρημενος : ἐν δε
. εἰ δε δει και τουτο προσθειναι , και ὁ Μελης οὐκ ἀηδης μοι και ὁ Κινησιας , ἀλλ '
9999950 γινωσκουσι
και κρινομενων . ἁ γαρ παντες οἱ γινωσκοντες και κρινοντες γινωσκουσι και κρινουσι , ταυτα παντα ἐστι τα γινωσκομενα και
. τουτον δε τον τροπον και οἱ μαθηματικοι το αἰσθητον γινωσκουσι τριγωνον , οὐ καθοσον ἀντικειται τῃ ὁρασει ἠ τῃ
9999950 καταλαμβανῃ
, ἐς δε τεταρταιον καταστησεσθαι , ἠν διαλειπῃ τε και καταλαμβανῃ πεπλανημενον τροπον , και ταυτα ποιεων τῳ φθινοπωρῳ προσπελασῃ
διεγειρωνται , και τα μηλα ἐρυθραινηται , και τις ὁρμη καταλαμβανῃ τους πεπονθοτας προς ἀφροδισια , τοτε σατυριασιν καλουσιν ,
9999950 τεσσαρακοστης
περιξ ἁπαντα , και δια τουτο πολλακις και μεχρι της τεσσαρακοστης ἡμερας ἐκτεινονται : και γαρ και μετα το παυσασθαι
εὐωνοτερους εἰναι , και το ψηφισμα ἀκυρον γεγονε . της τεσσαρακοστης : Οὑτος ἐγραψε τεσσαρακοστην εἰσενεγκειν ἀπο της οὐσιας εἰς
9999950 βραβευτης
χορτος . Βραβευτης , διοικητης , κριτης , παροχευς . βραβευτης δε οὐ πανυ τι λεγεται , ἀλλα μαλλον Βραβευς
αἰκιᾳ χαλεπῃ των ὑπομενοντων ἐνεργουσιν . εἰ δε μηδεις οἱα βραβευτης παρελθων μεσος διαλυσειε , μετα πλειονος ἐξουσιας καταπαλαιουσι ,
9999950 ἀμεινονες
διοριζεται λεγων ὁτι Ἐν πολεμῳ , ἀγορῃ δε τ ' ἀμεινονες εἰσι και ἀλλοι . ἐχων οὐν ἐνεχυρον ὁ Ὀδυσσευς
' ἐπισταμενος σαφα εἰπειν : ἡμεις τοι πατερων μεγ ' ἀμεινονες εὐχομεθ ' εἰναι : ἡμεις και Θηβης ἑδος εἱλομεν
9999950 ἀμφιλαφης
χαιτην . ἀλλα Νοτος κοτεων , μεθεπων σφριγοωσαν ἀπειλην , ἀμφιλαφης ἑκατερθεν ἀκοστησαντα χαλεπτων , μοχθον ἐχων ἀτελεστον ἀμοχθητων ἀπο
ὀπωπα παρεζομενων ὑπο δισκον , και διδυμη Φαεθοντα νεοσσυτον ἡνιοχευει ἀμφιλαφης ἑκατερθεν ὁμου τροχαουσα γαληνη και φλογα χερσιν ἀειρεν :
9999950 φαλαγγιων
Λεγουσι φυσικοι ἀνδρες την ἐλαφον καθαρσεως δεομενην σεσελιν ἐσθιειν , φαλαγγιων δε κνησμασιν ἐχομενην καρκινους . Ὀλυμπιας τῃ Φιλιππου θυγατρι
πατηρ ὠν . λεγονται δε και των ἑτερων δακετων και φαλαγγιων δε ἀντιπαλοι τοδε το γενος εἰναι . και ταυτα
9999950 τετραπουν
ἀπο της ΖΚ , ἐστι δε το ἀπο της ΖΚ τετραπουν , το ἀπο της ΜΚ το πενταπλασιον αὐτου ἐσται
τας τριχας . ἐστι δε το ζῳον ὁμοιον σαυρᾳ , τετραπουν , βραχυκερκον . * ἀπεχθες : δολιον , χαλεπον
9999950 Ἀμφιτρυωνος
μαλλον παρ ' Αἰγυπτιων και Ἑλληνων οὑτοι οἱ θεμενοι τῳ Ἀμφιτρυωνος γονῳ τοὐνομα Ἡρακλεα , πολλα μοι και ἀλλα τεκμηρια
ἀρετην ἠξιωθη της αὐτης τῳ θεῳ προσηγοριας ὁ Ἀλκμηνης και Ἀμφιτρυωνος υἱος , ὡστε δυσδιακριτα γεγονεναι τα του θεου ἰδια
9999950 ῥητορικας
ποιητας και νομοθετας γενεσθαι . τας τε γαρ τεχνας τας ῥητορικας και τους λογους τους ἐπιδεικτικους και τους νομους τους
της πραγματειας , ὡς οὐ μειρακιον ἠν , ὁτε τας ῥητορικας συνεταττετο τεχνας , ἀλλ ' ἐν τῃ κρατιστῃ γεγονως
9999950 συνδρομης
ἡρωικως δε μαχομενος και πολλοις τραυμασι περιπεσων ἐτελευτησε , τοτε συνδρομης γενομενης περι του πτωματος νεκρων πληθος ἐσωρευθη . ἀναρχιας
συμπτωματων εἰδως , πολλακις ἀνομοιου δοκουσης εἰναι τοις πολλοις της συνδρομης , τοις αὐτοις χρησεται , οἱον ὀπισθοτονικοι τινες λεγονται
9999950 χειρονες
πανυ με θραττει , πως ὡς κρειττονες παρακαλουμενοι ἐπιταττονται ὡς χειρονες : ἐγω δε σοι ἐρω την ὁλην περι των
ἐργων οὐ γνωμῃ διαφεροντες ἀλληλων οἱ μεν βελτιονες οἱ δε χειρονες εἰσιν , ἀλλα σαφως ἐπιμελειᾳ . ἁ γαρ και
9999950 ἡγεμονικου
τα ἀρσενικα τῳ κυριῳ „ . εἰπων περι των του ἡγεμονικου γεννηματων ἀρχεται διδασκειν και περι των του ἀλογου ,
ἡγεμονικου μεχρι ὀφθαλμων , ἀκοην δε πνευμα διατεινον ἀπο του ἡγεμονικου μεχρι των ὠτων : των δε λοιπων το μεν
9999950 κελευθου
ὀιζυος ἰδριες εἰμεν ; ἀλλα παρεξ ἐχε διφρον ἐυξοον ἠδε κελευθου εἰκε † παρεξ ἰεναι † : Τρηχιναδε τοι παρελαυνω
τυχῃς παρα πατρος ἐμοιο . δηομεν ἀγλαον ἀλσος Ἀθηνης ἀγχι κελευθου αἰγειρων , ἐν δε κρηνη ναει , ἀμφι δε
9999950 τετραπλασιοι
, παντως οἱ διαγωνιοι ἐσονται τετραπλασιοι , εἰ δε ἐκεινοι τετραπλασιοι , εὐθυς οὑτοι πενταπλασιοι , και τουτο μεχρις ἀει
οἱ ἐπι πλατος εἰεν τριπλασιοι , παντως οἱ διαγωνιοι ἐσονται τετραπλασιοι , εἰ δε ἐκεινοι τετραπλασιοι , εὐθυς οὑτοι πενταπλασιοι
9999950 δαιμονιοι
συγγενικων . Ξ ἀντισπαστικα ἡμιολια βʹ και ἑν μονομετρον . δαιμονιοι ] ἀθλιοι . δαιμονιοι ] δυστυχεις . θΞ ἀντιφονων
. και εἰπερ αἱ δυναμεις αἱ ἐν τῳ παντι αἱ δαιμονιοι ἠ αἱ θειαι ἐχουσι μερη του κοσμου περικειμενα αὐταις

Back