κηρον και την ῥητινην ἐπ ' ἀνθρακων τηξας και διηθησας ἐπιπασσε την σανδυκα και την σανδαραχην λειοτατα γενομενα , και
, νιτρου ἐρυθρου ἀνα γο Ϛʹ . τηξας τα τηκτα ἐπιπασσε τα ξηρα λειοτατα κατα βραχυ και κατερασας εἰς θυειαν
9999974 Λακεδαιμονιων
. Λακεδαιμονιοι δε κτἑ . : ἀρχη της διαφορας των Λακεδαιμονιων και Ἀθηναιων οἱ δ ' ἠλθον κτἑ . :
και Ἀπολλωνος Καρνειου ξοανα ἐστι κατα ταὐτα καθα δη και Λακεδαιμονιων νομιζουσιν οἱ Σπαρτην ἐχοντες . ἐπι δε της ἀκροπολεως
9999972 Λακεδαιμονιους
ἀλληλους φονευουσιν ; Ἀργειους ὁρᾳς , ὠ Χαρων , και Λακεδαιμονιους και τον ἡμιθνητα ἐκεινον στρατηγον Ὀθρυαδαν τον ἐπιγραφοντα το
. φημι δειν ἁμα τουτους ἀξιουν καθαιρειν τας στηλας και Λακεδαιμονιους ἀγειν εἰρηνην , ἐαν δε μη ' θελωσι ποιειν
9999972 Αἰγηιδος
τυπῳ δε Γαργιτης . Γαργηττος , πολις και δημος της Αἰγηιδος φυλης . ὁ δημοτης Γαργηττιος . Ἐπικουρος Νεοκλεους Γαργηττιος
μαστιγουμενος ἐπικελευων τῳ τυπτοντι . τἀν Διομειοις : Δημος της Αἰγηιδος φυλης , ἀπο Διομου του Ἡρακλεους . ἐστι δε
9999971 συνεστρατευοντο
τον υἱον ἐκελευεν αὐτου ἡγεισθαι . προθυμως δ ' αὐτῳ συνεστρατευοντο Τεγεαται : ἐτι γαρ ἐζων οἱ περι Στασιππον ,
παντας και τους λοχαγους . και ἐπει παντες ἐπεισθησαν , συνεστρατευοντο και ἀφικνουνται ἐν δεξιᾳ ἐχοντες τον Ποντον δια των
9999971 Κορινθιον
Ἡσιοδος δε Ἰδυιαν . . . . Ἐπιμενιδης δε φησι Κορινθιον τωι γενει τον Αἰητην , μητερα δε αὐτου Ἐφυραν
οἰκειων ἐχειν ἁρματων θεις περας του δρομου ἐπαθλον γαμου τον Κορινθιον ἰσθμον εἰ δυνηθειεν ἀφικεσθαι μεχρι τουτου . αὐτος δε
9999970 τεταγμενη
, και αὑτη μεν ἐστι φυσικη ἡ παρα του τεχνικου τεταγμενη , ἀκολουθος οὐσα και αἰτιαν ἐχουσα , δι '
διωκειν . Αὑτη μεν σφι μια ἠν μοιρα της βασιληιης τεταγμενη ταυτην την ὁδον ἡ περ εἰρηται . Τας δε
9999970 πεντασυλλαβου
και κρητικου . το γʹ ὁμοιον διμετρον ὑπερκαταληκτον ἐκ παιωνος πεντασυλλαβου , διτροχαιου και συλλαβης . το δʹ ὁμοιον τῳ
διαλελυμενων χοριαμβων , του αʹ ἑξασυλλαβου , του δε δευτερου πεντασυλλαβου . το ιβʹ τροχαϊκον διμετρον ἀκαταληκτον . το ιγʹ
9999970 παρετασσετο
Συρακουσαις ὑπεικουσαν ὑποβαλοντες αὑτους τῃ Γελωνος δυναστειᾳ . Θηρων Καρχηδονιοις παρετασσετο . των δε πολεμιων φευγοντων οἱ Σικελιωται ἐμπιπτοντες ἐς
τουτου προθυμοτερον ὁ αὐτου στρατος [ ἐν ] τῃ Κορωνειᾳ παρετασσετο . Ὁτι Ἐπαμινωνδας ἐν μαχῃ ἰσορροπον το ἐργον ἰδων
9999970 τετρακοσιους
θυρωμασι και πετροις , ἐξεβιβασε δ ' εἰς αὐτον στρατιωτας τετρακοσιους και βελων πληθος παντοδαπων , ἀπεχοντος ἀπο των τειχων
ἐδεξατο ἐρετας πλειους των τετρακισχιλιων , εἰς δε τας ὑπηρεσιας τετρακοσιους : εἰς δε το καταστρωμα ἐπιβατας τρισχιλιους ἀποδεοντας ἑκατον
9999970 ἡμετεροισι
: μαλα δε χρη σπευδεμεν ἐμπης : μνηστηρας κατεπεφνον ἐν ἡμετεροισι δομοισι λωβην τεινυμενος θυμαλγεα και κακα ἐργα . ”
? ? ? ] , βελεεσσιν ? ? ὑφ ' ἡμετεροισι ? δαμεντας [ ? , ] ὀφρα τις ἐν
9999970 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999970 μακαριζειν
μακαριζειν τους ἀχρηματους , ἐνηλλαξε , και ἀντι του εἰπειν μακαριζειν λαμπειν εἰπεν . . ταυτα μοι διπλη μεριμν '
και ζητωμεν , εἰ οὐ δει ζωντας ἀλλα μετα τελευτην μακαριζειν : ταχα γαρ ἀν ἐξ ἐκεινης θεωρηθειη και το
9999969 ναυμαχουντες
ἀκροπολιν ἀνηγαγον , πολλα δε και καλα και πεζῃ και ναυμαχουντες ἐστησαν τροπαια , ἐφ ' οἱς ἐτι και νυν
ναυτας ἀκοντιζοντες . τελος δε τουτῳ τῳ τροπῳ κατα κρατος ναυμαχουντες οἱ Συρακοσιοι ἐνικησαν , και οἱ Ἀθηναιοι τραπομενοι δια
9999968 ἐπενευσεν
: ὁς και σφισι και θερεος και χειματος ἀρχομενοιο σημαινειν ἐπενευσεν ἐπερχομενου τ ' ἀροτοιο . τας οὐν των καρπων
ἰδων τα μυστηρια ἐρωτησε μεμυημενον , εἰ οὑτως ἐχοι , ἐπενευσεν ἐκεινος και ὡς ἐξειπων τα μυστηρια ὑπαγεται τῳ νομῳ
9999968 συνεστησεν
που τινα αὐτην καθ ' αὑτην αἰσθησεων ἑνεκα σαρκα οὑτω συνεστησεν , οἱον το της γλωττης εἰδος τα δε πλειστα
τοις κατ ' Αἰσχινου λογοις ἐξισαζοντος του ὁτι ἀμφοτεροι πολιτευονται συνεστησεν αὐτο εἰπων συ μεν γαρ ὑπερ των ἐχθρων ἐγω
9999968 παραυτικα
συμβαινει δε των διδυμων το μεν ζην , το δε παραυτικα θνῃσκειν ἠ μετ ' ὀλιγον τινα χρονον . Λεγει
τουτων γαρ ὁ καρπος και ἀποθησαυρισθεις ἀσηπτος μενει , και παραυτικα ἐσθιομενος προς τῳ τροφιμῳ και το οἰνωδες ἐχει .
9999968 τετρασι
τετρασι : ταις μεν τριασι συνημμεναις ἁπασαις , ταις δε τετρασι δυο μεν παρα δυο συνημμεναις , δυο δε παρα
λογος βιωφελης . διαφερει δε ἡ μεν γνωμη της χρειας τετρασι τοισδε , τῳ την μεν χρειαν παντως ἀναφερεσθαι εἰς
9999968 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999968 Ἀντιμαχον
καθευδειν μετα παιδισκης ὡραιοτατης , ἀνατριβομενῳ γε το δεινα . Ἀντιμαχον τον Ψακαδος , τον ξυγγραφη , τον μελεων ποητην
προς τοις τεσσαρακοντα . καθ ' ὁν δη χρονον και Ἀντιμαχον τον ποιητην Ἀπολλοδωρος ὁ Ἀθηναιος φησιν ἠνθηκεναι . Κατα
9999968 κουραις
ἐτι και κληροισιν ἐπηβολα τοια περ ὡραι εἰαριναι φορεουσιν ἐνεψιηματα κουραις , ἀλλοτε δε στρουθεια , τοτε βλοσυροιο Κυδωνος κεινο
ἀγαπατε , και ἐς χαιροντας ἀφικνευ . Αἰει τουτο Διος κουραις μελει , αἰεν ἀοιδοις , ὑμνειν ἀθανατους , ὑμνειν
9999968 ἰσχυροτεροι
οὐρανου τεταγμενοι : θεου μεν ἀσθενεστεροι , ἀνθρωπου δ ' ἰσχυροτεροι : θεων μεν ὑπηρεται , ἀνθρωπων δε ἐπισταται :
γε μεντοι οἱ ὑπο ταις ὠμοπλαταις ἠν παχεις ὠσιν , ἰσχυροτεροι τε και εὐπρεπεστεροι ὡσπερ ἀνδρος φαινονται . και μην
9999968 τρισκαιδεκατον
οἱον Ὀδυσσευς περι της ἀναιρεσεως Δολωνος λεγει Νεστορι , τον τρισκαιδεκατον σκοπον εἱλομεν ἐγγυθι νηων . εἱλομεν εἰπε , καιτοι
“ ἀγε , ὠ Ἡρακλες ” , ἐφη , “ τρισκαιδεκατον ἡμιν ἐπιτελεσον / ⌈ ἀθλον και ἑψησον τον φακον
9999968 πιστευτεον
ἀταραξια ἀφοβια ἐλευθερια . οὐ γαρ τοις πολλοις περι τουτων πιστευτεον , οἱ λεγουσιν μονοις ἐξειναι παιδευεσθαι τοις ἐλευθεροις ,
Διδυμων ὁμοιως το ὑπερ γην ἡμισφαιριον της ἡμερας ἐστιν . πιστευτεον οὐν ἐν τῳ Ὑδροχοῳ μονον πιπτειν τον ὡροσκοπον .
9999968 ὁμολογιαις
ἐπι ὡρισμενοις , ἠ ἐπ ' ἀλλοις δεσποταις θεοις : ὁμολογιαις : † εἰ μη τουσδε γε στερξεις νομους :
δε θατερωι γαμον ἀλλον . ἐπι ταυταις δε κληρουμενων ταις ὁμολογιαις ἐλαχε Θησευς , και παραλαβων την παρθενον οὐπω γαμων
9999968 συλλογιστικαι
ὁμοιως του τε ἀναγκαιου και του ὑπαρχοντος τιθεμενων αἱ συζυγιαι συλλογιστικαι : και γαρ ὁτε το ὑπαρχον καθολου ἀποφατικον ,
, οὑτως ἐχουσι και αὑται : αἱτινες γαρ ἐκει ἠσαν συλλογιστικαι , αὑται και ἐνταυθα γινονται : ὁμοιως και αἱ
9999968 Λακεδαιμονιοις
κᾀτα κελευειν βοηθειν αὐτοις , ἠ παλιν οὐκ ἐθελων χαρισασθαι Λακεδαιμονιοις , εἰτα προσταττειν ὑμιν κινδυνευειν ὑπερ αὐτων ; εἰ
, πειστεον . Οὐ γαρ πατριον , ὠ Σωκρατες , Λακεδαιμονιοις κινειν τους νομους , οὐδε παρα τα εἰωθοτα παιδευειν
9999968 ἀφοριζειν
ὡς ἐν τῳ προ τουτου λογῳ εἰρηται , γενεσθαι , ἀφοριζειν ἀπο ἑνος και δευτερου βανδου ἠ και προς το
γ κυκλων παραλληλων συνεστηκεν , ὡν οἱ μεν το πλατος ἀφοριζειν Λεγονται του ζῳδιακου κυκλου , ὁ δε δια μεσων
9999967 Συρακουσιους
στρατευσαντες ἐπι την Ἑλλαδα : ἑτερον δε , τῳ μονους Συρακουσιους , ἀν κατορθωσωσι , δοκειν νενικηκεναι τους Ἀθηναιους ,
Φιλιστον : και πρωτον μεν ἀποδυσαντας αὐτου τον θωρακα τους Συρακουσιους , και γυμνον ἐπιδειξαμενους το σωμα , προπηλακιζειν ,
9999967 ἀνηγαγεν
και ἀνασχων τον οὐρανον αὐτος , και τον Κερβερον ὡς ἀνηγαγεν ἐξ Ἁιδου και μετ ' αὐτου Θησεα τον των
ἁμα τῃ ἑῳ τον μαντιν ὁ Βαλακης παραλαβων ἐπι γεωλοφον ἀνηγαγεν , ἐνθα και στηλην συνεβαινεν ἱδρυσθαι δαιμονιου τινος ,
9999967 μιγνυσθαι
Ἀσελγαινειν : σημαινει μεν κυριως το παρα φυσιν ταις γυναιξι μιγνυσθαι : καταχρηστικως δε το ὁπωσδηποτε ἀκολασταινειν . εἰρηται δε
μετα το ἐπιφανηναι ἐπιμεινασαν , ὁκοταν ἠδη ξηρη ᾐ , μιγνυσθαι . Ἡ | τινι ἀν ἡ μητρη ἐμπυος γενηται
9999967 ἡγεμονικων
ἀρχην . ἀλλως . ὑπνος ἐστιν ἡσυχια και παυλα των ἡγεμονικων . τις ποιητικη αἰτια του ὑπνου ; ἡ ἐν
τον ἐγγυτερον ἠ ἀπωτερον του πληττομενου , των ἐν ἡμιν ἡγεμονικων τῃ συμφυτῳ μουσικῃ θαυμασιως ἁμα και προχειρως εὑρισκοντων τε
9999967 κτητικων
και ἐγκλιθειη , ὁπερ ἰδιον αὐτῃ παρηκολουθει προς την των κτητικων ἀντεξετασιν , καθο αὑται μονως ὀρθοτονουνται : γινεται γαρ
νικησαι ἀγνοει . . Ἑξης ῥητεον και περι της των κτητικων ἀντωνυμιων συνταξεως . Αὑται δη προτασσομεναι των κτητικως νοουμενων
9999967 ἀφαιρεσεις
μαθειν τι προτερον . Διδασκουσι μεν οὐν ἀναλογιαι τε και ἀφαιρεσεις και γνωσεις των ἐξ αὐτου και ἀναβασμοι τινες ,
λαμβανοντα οὐκ ἀναγκαιας ὡς προς τον νουν , τοτε δε ἀφαιρεσεις ἀτελη ποιουσας την διανοιαν , ἁς οὐκ ἀλλου τινος
9999967 πεπλασμενα
μεν γαρ ἡ προγεγονοτα πραγματα περιεχουσα , ὁ δε μυθος πεπλασμενα και ψευδη . μορφη και σχημα διαφερει . μορφη
, ἀθλων ὑστερον αὐτοις ἐν τοις ἀγωσι τιθεμενων ψευδη και πεπλασμενα λεγειν αἱρεισθαι , ἱνα δια τουτων ψυχαγωγουντες τους ἀκροωμενους
9999967 κινδυνευοντα
το σφοδρον του πυρετου ἐκτος τε κινδυνου ποιησας τον καμνοντα κινδυνευοντα διαφθαρηναι ὑπο των ἀκαιρων καταπλασματων και ἐνεματων , ὡς
το δε [ ἐργον ] της γνωμης . Ἀναγκη δε κινδυνευοντα περι αὑτῳ και που τι και ἐξαμαρτειν . Οὐ
9999967 ἐρημης
ἀλλην Μαλοθαν προς ποταμῳ κειμενην ἀφικνειται : εἰτα δι ' ἐρημης ὀλιγα ὑδρεια ἐχουσης ὁδος μεχρι Ἐγρας κωμης : ἐστι
ἐπ ' ὠμων την Ἀργω δωδεκα ἡμερας ἐπορευοντο δια της ἐρημης Λιβυης ὡς φησι Πινδαρος : τῃ δωδεκατῃ δε προς
9999967 ἀπαλλαγεις
οὐν ἰδων ἑρμαιον ᾠηθην , εἰ των κατα ἀστυ πραγματων ἀπαλλαγεις εἰς ἀγρον βαδιοιμην και συνεσοιμην ἀνδρι φιλῳ , γεωργῳ
αὐτου φυσιν ὠσθη εἰς ὁ ἐχει και ἐνταυθα και ἐντευθεν ἀπαλλαγεις εἰς ἀλλον τοιουτον τοπον φυσεως ὁλκαις . Τῳ δε
9999967 κελευουσι
και τῳ γυμναστῃ ἐπηρτημενης , εἰ τι παρ ' ἁ κελευουσι πραττοι . κελευουσι δε ἀπαραιτητα , ὡς παραιτουμενοις ταυτα
: νομῳ δε οὑτω : και οἱ νομοι δε οὑτω κελευουσι τας ἀποδειξεις ἐκ των φανερων ἐλεγχων και ἀναμφισβητητων :
9999967 σμικροτητος
ὡς ἐοικε , και ἰσοτητος ἀν μετειη και μεγεθους και σμικροτητος . Ἐοικεν . Και μην και οὐσιας γε δει
[ εἰπειν ] , οἱον πρωτον ἡ του μεγεθους και σμικροτητος , και ψυχροτητος και θερμοτητος , και πληθους και
9999967 κρυσταλλον
μεγιστου πιθου και πανυ γαστριδος . οὐκουν ἰχθυες πολλοι τον κρυσταλλον διαδραναι θελοντες οἱονει στεγην ἐπικειμενον και ποθουντες το φως
ἡτις οὐκ ἐχει ζων φυτον δια την χιονα και τον κρυσταλλον , ἀλλ ' ἐψιλωται . και παντα δε τα
9999967 κεχαρισμενα
των τις σοφιστεων τουτων γινεται , ὡς οὐκ ἀν ἀλλως κεχαρισμενα τοις θεοισι θυσαντας . Εἰσι δε και μαντικης οὑτοι
τοις τε νομοις της τεχνης ἐμμενειν και τοις πολλοις ᾀδειν κεχαρισμενα , την τεχνην εἱλετο ἀντι της φιλανθρωπιας . ἐγω
9999967 τετραμμενα
δε κωλα αὐτων , ἁ τινες αὐλους καλουσιν , ἐξω τετραμμενα ἐωσιν , ὁπως δια των αὐλων ὁ σιτος ῥιπιζομενος
ὁ Μεγα - ρευς ἐνισταμενος λεγει και Μεγαρεις προς ἑσπεραν τετραμμενα τα σωματα των νεκρων τιθεναι : και μειζον ἐτι
9999967 τραγικης
λυθεντα , μη δραμασι . νυνι δε , ὠ της τραγικης ὀντως , ὠ της ἀωρου και ἀπηνους των γνωρισματων
ἐστιν εἰδος , καθαπερ φησιν Ἀριστοξενος ἐν τῳ περι της τραγικης ὀρχησεως . ἐστι δε τοὐνομα και ἐν τῃ ἀρχαιᾳ
9999967 θουριδος
βοην ἀγαθος βαλεν Αἰας χερμαδιῳ προς στηθος , ἐπαυσε δε θουριδος ἀλκης ; και δη ἐγωγ ' ἐφαμην νεκυας και
Λυκιοι και Δαρδανοι ἀγχιμαχηται ἀνερες ἐστε φιλοι , μνησασθε δε θουριδος ἀλκης νηας ἀνα γλαφυρας : δη γαρ ἰδον ὀφθαλμοισιν
9999967 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999967 ἀποινα
δ ' ἐπιβοησαντες αἰδεισθαι θ ' ἱερηα και ἀγλαα δεχθαι ἀποινα της ἀγνωμοσυνης του μη πεπεισμενου γεγονασι παραναλωμα . Πλην
μιαινων την δικην , ἐπει παρα . ἰσθι μοι δωσων ἀποινα τησδε μωριας χαριν . κομπασον θαρσων , ἀλεκτωρ ὡστε
9999967 μονογενης
ἡ τον μεγιστον κυκλον ἐχουσα ὀρθον προς τον ἀξονα : μονογενης δε αὑτη ἐστιν ἡ θεσις , ὡς ἐφημεν ,
της μονοτητος αὐτου δια τουτου παρισταμενης : εἱς γαρ και μονογενης ὁ κοσμος ἐστι . τας δε Νυμφας διωκειν ,
9999966 τριαιναν
καθεξεις τἀν τῃ πολει των συμμαχων τ ' ἀρξεις ἐχων τριαιναν , ᾑ πολλα χρηματ ' ἐργασει σειων τε και
ἐν δωμασιν ] ? ? παλαι ? βακχευων . αὐδω τριαιναν τησδ ' ἀποστρεφειν ? ? ? ? ? ?
9999966 δεσποινης
: ὠ κακως φρονων πιθου : τι μαινηι ; τληθι δεσποινης ἐμης κτησει δ ' ἀνακτος δωμαθ ' ἑν πεισθεις
ἀδιαλειπτον παραμονην των οἰκετων ἐσημανεν , ἡν εἰχον μετα της δεσποινης : ἀντι του μετα ταυτα : Ἰδαια ματερ :
9999966 πυρικαυτα
ἐπιπασσε . ἀκακιαν ἐν ὀξει διεις ἐπιχριε . Τα δε πυρικαυτα των μετριως ῥυπτοντων δειται φαρμακων χωρις του θερμαινειν ἠ
: οὑ τα φυλλα ἑψηθεντα ϲυν οἰνῳ τραυματων ἐϲτι κολλητικα πυρικαυτα τε και ϲπληνικουϲ ὠφελει . ὁ δε χυλοϲ ἐρρινον
9999966 συλλαβαις
χρωμενος , ὡσπερ ἐχρησατο ἰσαις ταις γε κατα το τελος συλλαβαις ἐν τῳ ἁμα τῃ τε πολει βοηθειν ᾠετο δειν
τι δηποτε το μεν ηὐτε και ἠϋτε λεγεται ἐν τρισι συλλαβαις , ἠϋτε περ κλαγγη γερανων πελει , παλιν ἀναγκαιως
9999966 Σικελικον
εἰναι τα περι τον Ποντον , το δε Κρητικον και Σικελικον και Σαρδῳον πελαγος σφοδρα βαθεα : των γαρ ποταμων
της των Ἀθηναιων δυναμεως παραπλευσαντες εἰς Αἰγεσταν , Ὑκκαρα μεν Σικελικον πολισματιον ἑλοντες ἐκ των λαφυρων συνηγαγον ἑκατον ταλαντα :
9999966 ἐπικινδυνα
και ῥιζα δενδρου , ἡτις των ὀφεων δηγματα δοκει ἀπεχειν ἐπικινδυνα : τους μεν ἐκ της χωρας ἐν ᾑ πεφυκε
τοις Συρακουσιοις δηλονοτι . πονηρα : ἀσθενη ʃ ἐπισφαλη , ἐπικινδυνα . καταγγελτους : δηλους δια μηνυματων . λαθειν γαρ
9999966 ἐπιμηκες
σανις : οἱον , τανυς παρα το τασσεσθαι : το ἐπιμηκες ξυλον . σπεος ἀφωτιστον οἰκημα : ἀπο του βεος
δε οἰστρος ζῳον τι ἐστι ὁμοιον μεγιστῃ μυιᾳ κεντρον ἐχον ἐπιμηκες ἁτε ] καθα ὀξυ δε μελος : το διατεταμενον
9999966 τετταρακοντα
Διονυσιον ὠνησασθαι παρα των συγγενων του Φιλολαου ἀργυριου Ἀλεξανδρινων μνων τετταρακοντα και ἐντευθεν μεταγεγραφεναι τον Τιμαιον . : τελευτᾳ δ
γαρ δη δει πρωτον ἀναλαβειν ἡμας τον των πεντακισχιλιων και τετταρακοντα , ὁσας εἰχεν τε και ἐχει τομας προσφορους ὁ
9999966 πιστευσαντα
τουτοις ἐπειτα παντων ἀμνηστιαν λαβων και κακος φανεις περι τον πιστευσαντα ἐπανεστη κατα του βασιλεως . και πρωτα μεν λαθρᾳ
εἰκοτ ' , ἀλλ ' ὁμως σε βουλομαι θεοις τε πιστευσαντα τοις τ ' ἐμοις λογοις φιλου μετ ' ἀνδρος
9999966 θαυμασιωτατος
ἐκ της Μιλητου ἐκεινην Ἀσπασιαν , ᾑ και ὁ Ὀλυμπιος θαυμασιωτατος γε αὐτος συνην , οὐ φαυλον συνεσεως παραδειγμα προθεμενοι
Σωφρων δε στρουθωτα ἑλιγματα φησιν ἐντετιμημενα . Ὁμηρος δε ὁ θαυμασιωτατος των στρωματων τα μεν κατωτερα λιτα εἰναι φασκει ἠτοι
9999966 λαβουσαν
ἐκ της πολεως , και μιαν ἡμεραν παρα του Κρεοντος λαβουσαν εἰς την της φυγης παρασκευην , εἰς μεν τα
του ὀντος ἱστασθαι οὐκ ἐᾳ τα πραγματα , οὐδε τελος λαβουσαν την φοραν του φερεσθαι στηναι τε και παυσασθαι ,
9999966 τουτοιϲ
ἀρχηϲ των παροξυϲμων ἐϲτι ϲυμπτωματα ἐπι των τοιουτων κραϲεων , τουτοιϲ ἁπαϲιν ἀρτον ἐξ οἰνου κεκραμενου δια ταχεων προϲφερων ἐπαυϲα
, ἀγρυπνια τε εἰη και παραφροϲυνη και γλωϲϲηϲ τραχυτητεϲ , τουτοιϲ θερμαϲματα δει προϲφερειν , ὡϲτε ἑλκυϲθηναι το θερμον ἐπι
9999966 ὑπελειποντο
τῃ δυναμει ἡττηθησαν προς ἡμων , και λαμπρα τοις νενικηκοσιν ὑπελειποντο της οἰκειας ἀρετης ὑπομνηματα , ὡν την εὐκλειαν ἐς
ἐκ των νεοδαρτων βοων . δια τας τοιαυτας οὐν ἀναγκας ὑπελειποντο τινες των στρατιωτων : και ἰδοντες μελαν τι χωριον
9999966 ναρδινον
ἀλοιφη μεν οὐν ἐϲτω πηγανινον ἠ δαφνινον ἠ ἰρινον ἠ ναρδινον ἠ και του βαλϲαμου ὁ ὀποϲ , και μαλιϲτα
και ϲπλαγχνοιϲ ἐκλελυμενοιϲ ἁρμοττει : τοιαυτα δε ἐϲτι μαϲτιχινον , ναρδινον , γλευκινον , τονωτικωτερον δε το δια του ὀμφακιου
9999966 λαμπροτης
' ὑπηρχε τῳ Διωνι των προτερηματων μαλιστα μεν ἡ ἰδια λαμπροτης της ψυχης και ἀνδρεια και ἡ των ἐλευθερουσθαι μελλοντων
γαρ οὐκ ἐπι πολυ ἀντεχει , ἡ δε παραυτικα τε λαμπροτης και ἐς το ἐπειτα δοξα αἰειμνηστος καταλειπεται . ὑμεις
9999966 ἐποιησεν
ἀνθρωπος τῃ φυσει ὑστερος ἡμιν δε πρωτος : πρωτον γαρ ἐποιησεν ὁ θεος το πυρ το ὑδωρ και τα λοιπα
, σιτησιν , εἰκονας , πατριδ ' ἡ ζηλωτον αὐτον ἐποιησεν , ὀλιγου δεω λεγειν πανθ ' ὡν ἀνευ ζην
9999965 Πεισανδρον
Εὐρυαδην δ ' ἀρα Τηλεμαχος , Ἐλατον δε συβωτης , Πεισανδρον δ ' ἀρ ' ἐπεφνε βοων ἐπιβουκολος ἀνηρ .
δη του πατρος ἀεικεα τισετε λωβην . Ἠ , και Πεισανδρον μεν ἀφ ' ἱππων ὠσε χαμαζε δουρι βαλων προς
9999965 ἀσφαλης
. ὁ κακως εὐφυϊᾳ χρησαμενος ἀχαριστος τῃ φυσει νομιζεσθω . ἀσφαλης φυσις μεγαλων οὐτε ἀγαθων οὐτε κακων αἰτια . χαλεπωτερον
και παντοδαπων χρωματων πεποικιλμενῳ . την δε βασιν οὐκ ἠν ἀσφαλης ὁ θρονος οὐδε ἡδρασμενος , ἀλλα κινουμενος τε και
9999965 Ὀλυμπιον
τεως την Ἀθηναν την ἐν πολει ἠ τον Δια τον Ὀλυμπιον , και σοι ταυτα ἀποχρησει προς το Φειδιαν θαυμασαι
αἰνησα , τον εἰδον κρατεοντα χερος ἀλκᾳ βωμον παρ ' Ὀλυμπιον κεινον κατα χˈρονον ἰδεᾳ τε καλον ὡρᾳ τε κεκραμενον
9999965 ἀφαιρεθεντες
αἰσχιστον παθωμεν , ἐν ᾡ των ἀποντων ἐφιεμεθα τα παροντα ἀφαιρεθεντες . ἀλλα χρη τον ἐνθαδε ὑπομενοντα ἠδη τειχη τ
ἐπαθον , αἰσχρως και κακως τας ψυχας ὑπο των δημαρχων ἀφαιρεθεντες : πολλοι δ ' αὐθαδεις και τυραννικοι τους τροπους
9999965 ἐπιθετικα
ὑποδηματοραφος και ἱπποτροφος . Τα εἰς ΧΟΣ δισυλλαβα μη ὀντα ἐπιθετικα βαρυνεται : κολχος βρογχος μοσχος κοχλος τροχος βροχος .
αἰεν ἐφ ' Ἑκτορι , πανυ εὐλογως , ἐπει τα ἐπιθετικα μετα κυριων ἐκφερομενα συν ἀρθρῳ παραλαμβανεται : τοιουτον γαρ
9999965 νοσουσαν
πυρι ἐθαλπετο . Ἐδοξε τις ἀδελφην ἐχων πλουσιαν ἁμα και νοσουσαν προ της οἰκιας της ἀδελφης συκην πεφυκεναι και ἀπ
κατακρουσον , και οὑτω προσχωσον . ἐν δε τῳ ἀνθειν νοσουσαν θεραπευ - σεις , τρυγιαν οἰνου παλαιου καταχεων των
9999965 γινομενηϲ
προϲτιθεμενον ἀπαμβλυνει ταϲ εἰϲ την ἐκκριϲιν προθυμιαϲ . ϲυχνηϲ δε γινομενηϲ τηϲ ἐξαναϲταϲεωϲ ἀγαθιον ἐγκειϲθω προϲτετυπωμενον τῃ ἑδρᾳ ἀπο θερμων
τα ὑπερ των ἰξυων τηϲ ϲυναφηϲ τουδε κατα την ὀϲφυν γινομενηϲ παλιν τα περατα των ἱμαντων τουτων ϲυζευξαντεϲ ἑτερῳ τε
9999965 κελευομενα
προς τα πραγματα και ἡ των πατρικιων νεοτης ἑτοιμος τα κελευομενα ποιειν : μεγιστον δε παντων ὁπλον και δυσκαταγωνιστον ,
των ἀλλοτριων ἐσθητων ἑκαστος οὐ φειδομενος ἑτοιμοτερος ἠν πραττειν τα κελευομενα . Χαρης ἀπηγε στρατοπεδον ἐκ Θρᾳκης : ἐπεκειντο οἱ
9999965 κινδυνευσαντες
' ὡρας , εἰ μεν ἑξ εἰη ταγματα , δυο κινδυνευσαντες , εἰ δε πεντε , δυσιν ἐτι μικρον ἐπιθεντες
ἐναντιων φοβηθεντες , ἀλλ ' ἐν τοις σωμασι τοις ἑαυτων κινδυνευσαντες , τροπαιον μεν των πολεμιων ἐστησαν , μαρτυρας δε
9999965 ἠελιου
αἰνυσο και δινηεντας ἀναπλασσε τροχισκους : τους δ ' ἑκας ἠελιου ψυχεο τερσομενους . των δ ' ἠτοι δραχμας μεν
ἁλα πασας . αὐτη δ ' ὠκυτερη ἀμαρυγματος ἠε βολαων ἠελιου ὁτ ' ἀνεισι περαιης ὑψοθι γαιης , σευατ '
9999965 κερασι
τρηματα εὑραμενοι , ἐπιφραττειν αὐτα και ὑπανοιγειν ὁποτε βουλοιντο , κερασι τισιν ἠ βομβυξιν ὑφολμιοις ἐπετεχνασαντο , ἀνω και κατω
προς τους ἐπιτιθεμενους , ὁπλοις ἀμυντηριοις χρωμενοι τοις των ὀρυγων κερασι : ταυτα δε μεγαλα και τμητικα καθεστωτα μεγαλην παρεχεται
9999965 Κορινθιων
Ἠλειους δε ναυς τε κενας και χρηματα . αὐτων δε Κορινθιων νηες παρεσκευαζοντο τριακοντα και τρισχιλιοι ὁπλιται . Ἐπειδη δε
. Ἐπεμψαν δε και ἐς τας πολεις πρεσβεις οἱ Συρακοσιοι Κορινθιων και Ἀμπρακιωτων και Λακεδαιμονιων , ἀγγελλοντας την τε του
9999965 ἐπιμελειᾳ
ἡλικας ἀμυνεσθαι καλον και δικαιον που φησομεν , ἀναγκην σωματων ἐπιμελειᾳ τιθεντες . Ὀρθως , ἐφη . Και γαρ τοδε
εὐ πονουνθ ' ὁλως ἀπογνωναι ποτε . Ἁλωτα γιγνετ ' ἐπιμελειᾳ και πονῳ ἁπαντα . Σιωπῃ φασι τουτῳ τῳ θεῳ
9999965 χαλεπωτατος
ὁς μετριαζων μεν ἐστιν εὐχαρις , ἐπιτεινομενος δε και διαταραττομενος χαλεπωτατος . φησι δ ' αὐτον και διδυμα τοξα ἐντυνεσθαι
λεχει τε μοιχος ἐντρυφων , και φαρμακειαι , και νοσων χαλεπωτατος φθονος , μεθ ' οὑ ζῃ παντα τον βιον
9999965 ἀποστρεψαι
παντας τους πολεμιους παρεσκευασμενους παρερχεσθαι . δευτερον δυνασαι τον λογον ἀποστρεψαι προς τον πλουσιον , και εἰπειν αὐτο ὑπερ ἐμου
της ἠπειρου ἐρχομενοι ποταμοι ἠπειρον αὐτην ποιησωσι , δεηθηναι Ποσειδωνος ἀποστρεψαι τα των ποταμων ῥευματα : ἐπισχεθεντων οὐν τουτων ἀντι
9999965 πλημμυριδος
λοιμον ἐπεμψε , Ποσει - δων δε κητος ἀναφερομενον ὑπο πλημμυριδος , ὁ τους ἐν τῳ πεδιῳ συνηρπαζεν ἀνθρωπους .
ἐτι ἐλασσων , και κατα το ἑξης ἡ ἀνοιδησις της πλημμυριδος ἐτι μαλλον μειουται μεχρι της ἑβδομης , ἡτις διχοτομον
9999965 τοιαυτῃ
εἰτα καλυπτρᾳ μελαινῃ περιστελλειν . προς δε τῃ ἀηθειᾳ τῃ τοιαυτῃ πολλα και ἑωραται και μεμυθευται περι παντων κοινῃ των
τουτο κατα βουλησιν εἰναι των θεων , το τῃ ἀναγκῃ τοιαυτῃ συσχεθηναι : ἱνα δηλονοτι μισησωσι το μετα σωματος ζην
9999965 δεδογμενα
ἐκχυθεντας εἰς την ὀρεινην ἀποχωρησαι . οὑτοι μεν οὐν τα δεδογμενα συντελεσαντες ταις ἰδιαις ἑστιαις ἑκαστους ἐποιησαν ἐνταφηναι , αὐτοι
χρωνται μεν αὐτῃ , σπανιᾳ δε , ἁτε οὐ πασῃ δεδογμενα τῃ διανοιᾳ πραττοντες . φιλω μεν οὐν και τουτω
9999965 ἐπιζευχθεισης
ἀπο γαρ της πλευρας του τριγωνου του εἰκοσαεδρου ἀναγραφεντος πενταγωνου ἐπιζευχθεισης της ὑπο δυο πλευρας ὑποτεινουσης του πενταγωνου ὡς ἐπι
ὡς προς το περιγειον της ΛΖ εὐθειας νοησωμεν ἀπειλημμενην . ἐπιζευχθεισης γαρ της ΛΗ και ποιουσης τριγωνον το ΛΖΗ ,
9999965 ἐπηγοντο
γην δ ' ἐκ της Θαψου οἱ Ἀθηναιοι τα ἐπιτηδεια ἐπηγοντο . ἐπειδη δε τοις Συρακοσιοις ἀρκουντως ἐδοκει ἐχειν ὁσα
των τε ἀλλων χρηματων , ὡν ἐκ της Τυσκλανων λειας ἐπηγοντο πολλων πανυ ὀντων . ὡς δ ' ἁπαντα ὑπο
9999965 βελτιστων
τα της ψυχης , διατηρουσαν την ὑγειαν και την των βελτιστων ἐπιτηδευματων ἐπιθυμιαν . φανερον δε εἰναι και δια της
και μετασχων τουτου του μαθηματος οὐκ ἀν ποτε ἀποσταιη των βελτιστων , οὐδε τουτων ἀμελησας αἰσχρον τι και φαυλον προελοιτ
9999965 ἀκαθαρτους
μεν τας καθαρας ἐπι τον ὑψιστον , τας δ ' ἀκαθαρτους μητ ' ἐκειναις πελαζειν μητ ' ἀλληλαις , δεισθαι
και μαλιστα θελει βαινειν ὁ ἱππος ἐπι τας ἀψηκτους και ἀκαθαρτους και ῥυπαρας . κυει δε δεκα μηνας : τῳ
9999965 Ὀλυμπον
το ὑδωρ και ὁ ποταμος ὁ Συςτων δε περι τον Ὀλυμπον χειμαρρων και ὁ Συς ἐστι , τοτε οὐν οὑτος
προσεφη Τελαμωνιον υἱον : Αἰαν ἐπει τις νωϊ θεων οἱ Ὀλυμπον ἐχουσι μαντεϊ εἰδομενος κελεται παρα νηυσι μαχεσθαι , οὐδ
9999965 μετεστησεν
: ἠ γαρ το μεγεθος της συμφορας εἰς ἀπαθειαν αὐτον μετεστησεν , ἠ τῳ παιδι συγχαιρων της ληξεως , ἐμεινεν
ἐκ της ἀκροπολεως εἰς το “ βουλευτηριον και την ἀγοραν μετεστησεν Ἐφιαλτης , ὡς φησιν ” Ἀναξιμενης ἐν Φιλιππικοις .
9999965 μικροτεροι
μεγαλωϲ ὁ ἐγκεφαλοϲ ἀντιπραξειεν . Ψυχροτεραϲ καρδιαϲ γνωριϲματα . Ϲφυγμοι μικροτεροι των ϲυμμετρων , οὐ μην βραδυτεροι γε ἐξ ἀναγκηϲ
πελιδνοτερον , οὑϲτιναϲ καλουϲι μολιβδοχρωταϲ . οἱ ϲφυγμοι δε παντων μικροτεροι τε εἰϲι ἠ κατα λογον τηϲ θερμηϲ ἀμυδροτεροι τε
9999965 πυκτης
ἐγκαλειν οὐδ ' ἐκβαλλειν ἐκ των πολεων , ἐαν ὁ πυκτης τῃ πυκτικῃ χρηται τε και ἀδικως χρηται και ἀδικῃ
δικαιον προκρινειν ῥωμην της ἀγαθης σοφιης . οὐτε γαρ εἰ πυκτης ἀγαθος λαοισι μετειη οὐτ ' εἰ πενταθλειν οὐτε παλαισμοσυνην
9999965 ἐπανηκεν
οἱ μεν ἑαυτων ἐγενοντο οἱ παραφρονησαντες , ὁ δε ἀρχων ἐπανηκεν , ὁ δεσμος δε ἠν παρα τους νομους ,
ἐφυγεν , συνῳκισεν αὐτην ὁ πατηρ ἑτερῳ , μετα τουτο ἐπανηκεν ὁ την φθοραν ἐργασαμενος , και ὁ πατηρ ἀξιοι
9999965 παρεσκευασαν
θεοι τε και τυχη το της γνωμης ἀνοσιον κατιδοντες φωραθηναι παρεσκευασαν , ἀπο δε ἀγνοιας ὁτι συνεργον την ἐρημιαν της
ἐντος του πλεγματος περιβαλοντες ἱερεια προς την ἐπιθυμιαν , οὑτω παρεσκευασαν χειροηθη και πρᾳον τον ἀγριον , ὡστε μηθεν των
9999965 ναυμαχιας
των Αἰγυπτιων ἐπιβουλευειν τοις περι Φοινικην πραγμασιν . Της δε ναυμαχιας τοιουτον το τελος λαβουσης Ἀθηναιοι τοτε μεν εἰς Σηστον
ἀπο δυσμενεων Μηδων ναυται Διοδωρου ὁπλ ' ἀνεθεν Λατοι μναματα ναυμαχιας . Σωσος και Σωσω , σωτερ , σοι τονδ
9999965 ἐπεβουλευσεν
ἀσελγως εἰσπεπηδηκοσιν εἰς τους δημους ὀργιζομενη παρωξυντο , τηνικαυτα μοι ἐπεβουλευσεν . ἠν δ ' ἐκεινος μεν ὁ καιρος του
εἰπε τμητικον γεγονοτα εἰς ἀπωλειαν , παροσον δολιᾳ τεχνῃ χρησαμενος ἐπεβουλευσεν . ὁ γαρ Δαιδαλος ἐκ Κρητης εἰς Σικελιαν ἀφικομενος
9999965 Νικομαχον
πραξεις και λογους , Νικομαχεια δε , διοτι προς τινα Νικομαχον ἐκπεφωνηται , εἰτε τον υἱον αὐτου του Ἀριστοτελους ,
θυγατερα ἐπι τοις διδυμοις παισιν Ἀντικλειαν γενεσθαι , της δε Νικομαχον τε εἰναι και Γοργασον , πατρος δε Μαχαονος του
9999965 κροταφοις
δε Φιλιαδου Μεγαρεως : ἀνδρες τοι ποτ ' ἐναιον ὑπο κροταφοις Ἑλικωνος , ληματι των αὐχει Θεσπιας εὐρυχορος . πληθυντικως
σακος οἰσω και δυο δουρε και κυνεην παγχαλκον , ἐπι κροταφοις ' ἀραρυιαν , αὐτος τ ' ἀμφιβαλευμαι ἰων ,
9999965 Λακωνικου
ὑμενα . * ἐκτα : ἐκτανε * Ἀμυκλαιου : του Λακωνικου * ἠραξε : ἐκοψε ὀποιο : ὀπον νυν τον
ὡς ἐοικε , συκοφαντας αἱρουμενοι τους ἀξιοπιστοτατους των πολιτων . Λακωνικου δε συκου μνημονευει Ἀριστοφανης : συκας φυτευω παντα πλην
9999965 κυριευσαντες
Αἰγιου τους Ἀριστοδημου μισθοφορους μεταπεμψαμενοι παλιν ἐπεθεντο τῃ φρουρᾳ και κυριευσαντες της ἀκρας την μεν πολιν ἠλευθερωσαν , των δε
ἀδοξως βιουντες . χρηματων γαρ ἐξ ἀσεβειας και παρα φυσιν κυριευσαντες δια γοητειαν νυν εἰσιν περιβλεπτοι . και Ξενοκρατης δε
9999965 κουραν
τι ὑποθεμα στερεον , και οὑτως ἐπι την του σφηνος κουραν την ἠκροτομημενην ἐπιθεντα το του προκαθηγητηρος στομα κρατειν του
γαρ ἐσθητι ἐχρητο περιεργῳ ὁ Ἀριστοτελης και ὑποδεσει , και κουραν δε ἐκειρετο και ταυτην ἀηθη Πλατωνι , και δακτυλιους
9999965 φιλτατης
καλλει προηκειν της ἐμης εὐμορφιας και σης , Ἀθανα , φιλτατης ἐμοι θεων , εἰ μη κατασκαφεισαν ὀψομαι πολιν Πριαμου
ἐξαφειλετο , ὁς ς ' ὡδε μοι προὐπεμψεν , ἀντι φιλτατης μορφης σποδον τε και σκιαν ἀνωφελη . Οἰμοι μοι
9999965 ἀποπροθεν
νουσοισι τυπῃσι τε μουνον ὀλεθρος ἀντιαει , και δη τις ἀποπροθεν ἀμμε χαλεπτει , ὡς ὁγε , χαλκειος περ ἐων
δε σφεων εἰσιν ἑλισσομενων ἐνιαυτοι , μακρα δε σηματα κειται ἀποπροθεν εἰς ἑν ἰοντων , οὐδ ' ἐτι θαρσαλεος κεινων

Back