. Περι των ἐν ὠϲι ῥυπων . ναρδινον μυρον χλιαναϲ ἐνϲταζε και τῃ ἑξηϲ δια κυαθιϲκου μηλωτριδοϲ το προχειροτερον ἐκκαθαιρε
ἠ θερμῳ γαλακτι γυναικειῳ βραχυ ἀποτριβων λιβανου : ἠ ἁλμην ἐνϲταζε , και μαλιϲτα ἀπο Καππαδοκικων ἁλων : και πυριᾳ
9999724 φωνῃ
Μυν , τουτον ἀποσταλεντα ὑπο Μαρδονιου τον Μυν ἐπερεσθαι τε φωνῃ τῃ σφετερᾳ και οἱ χρησαι τον θεον , οὐχ
προσβολῃ μαχην , προεισι γουν χαιρουσα φαιδρῳ βλεμματι και λαμπρᾳ φωνῃ προσκαλειται κειμενον το σωμα : οὑτω φησιν ἐργοις ,
9999716 Ἀρεα
ὑπαυγου αὐτης οὐσης ὁ διαθεμενος ταχεως τελευτησει . τον δε Ἀρεα δει παραφυλαττεσθαι ἀναγκαιως ἱνα μητε ὡροσκοπῃ μητε συν τῃ
ψυχροτητος ἐκ του θερμου κἀν ὁλως , τον δ ' Ἀρεα ξηροτατον ἐντυγχανοντα κρασει το της νυκτος ὑγροτατον παρενεβαλον μιξει
9999716 Καρχηδονι
των δ ' ἐχθρων Συφακα μεν αἰχμαλωτον ἑλειν αὐτοχειρι , Καρχηδονι δ ' αἰτιον της ἀναστασεως γενεσθαι , παμπαν ἀσθενη
Φοινικουσσαι : δυο νησοι ἐν τωι Λιβυκωι κολπωι προς τηι Καρχηδονι , ὡς Ἑκαταιος Περιηγησει Λιβυης . . Κυβος :
9999711 σαρκωδη
κλειτοριζειν το ψηλαφαν την κλειτοριδα . τα δ ' ἑκατερωθεν σαρκωδη μυρτοχειλιδες ἠ κρημνοι ἠ πτερυγωματα . παρασταται δ '
και νευρα και ὀστα και ὑμενας : ὁσα μεν γαρ σαρκωδη την ἰδεαν ἐστι , ἐξ αἱματος ἐγενετο , τα
9999707 ἐδωκε
, ἀλλ ' αὐτου τερποιτο μενων : μεγα γαρ οἱ ἐδωκε Ζευς ἀφενος , ναιεν δ ' ὁ γ '
ἐδωκε τα ὀργανα ἠ ἀμφω . Ἀλλ ' εἰ μεν ἐδωκε και τας αἰσθησεις , οὐκ ἠσαν αἰσθητικαι προτερον ψυχαι
9999705 ἐψηφισασθε
, ποτερον ἰστε ὁτι ἐσται οὑ ἑνεκα πραττειν διανοεισθε ἁ ἐψηφισασθε , οὐκ οἰομαι ἀν φησαι ὑμας . τι δ
ἐδεηθη ἐξετασεως , ἀλλα ὡσπερ προτερον ἐν τῳ φανερῳ παντες ἐψηφισασθε , ὁποτε με ὑπενοησατε βουλεσθαι , το αὐτο και
9999702 σκληρη
γινεται , ἐξ εὐχροου δε πελιδνη , ἐκ μαλθακης δε σκληρη , ἐξ εὐκαμπτου δε ἀκαμπτος , ὡστε ταχεως ἀποπνιγεσθαι
τῃ κοπρῳ αἱματωδεα και ἰωδεα ὑπερχεται , ἡ δε γαστηρ σκληρη , και ὁ σπλην καθα λιθος ἐστιν . Οὑτος
9999701 ἐφυλαξε
ἐχουσιν , ὁτι Πομπηιῳ κατ ' αὐτου συνεμαχουν , ὁμως ἐφυλαξε πλην της ἐν Κομανοις ἱερωσυνης , ἡν ἐς Λυκομηδην
! ! ! ! ! ] ! αδε ! ! ἐφυλαξε ! [ ! ! ] μηδεμτιπαρ ! ! [
9999701 χαλκῳ
δαμεις ἐν δηϊοτητι . βη δε δια προμαχων κεκορυθμενος αἰθοπι χαλκῳ , ἀμφι δ ' ἀρ ' αὐτῳ βαιν '
α , ὀξουϲ # α : ἑψε το παν ἐν χαλκῳ ϲκευει , μελιτωδει δε χρω δια μοτων . Ἀλλο
9999694 ἀριϲτολοχιαϲ
# α γϼ . η , γεντιανηϲ # α , ἀριϲτολοχιαϲ μακραϲ και ϲτρογγυληϲ ⋖ δ # ∠ ʹ ,
ἐχουϲηϲ , ἡν καλουϲι κοραλλιον , # ∠ ʹ , ἀριϲτολοχιαϲ μακραϲ # δ και ϲτρογγυληϲ # δ . ἡ
9999688 ὀλιγῃ
ἐπι Θρᾳκης : μερη δηλονοτι . τῃ παρουσῃ δυναμει : ὀλιγῃ οὐσῃ ἀνωθεν στρατιᾳ ἐσβεβληκοτων : ὡστε τον Περδικκαν μεταξυ
λειοτριβηθενταϲ , ἠ ᾠῳ ὁλῳ χρηϲτεον μετα ῥοδινου και ϲυν ὀλιγῃ κηρωτῃ , ἠ ϲτυπτηριᾳ και ψυλλιῳ ϲυν κοριαννῳ ἠ
9999688 Ὀδυσσεα
τρυφερον κατακρημνιζει . και Ἀντινοος δ ' ὁ λεγων προς Ὀδυσσεα οἰνος σε τρωει μελιηδης αὐτος οὐκ ἀπειχετο του πωματος
τον μεν δη Ἀχιλλεα φησιν ἐπαξιως ὑμνησθαι , τον δε Ὀδυσσεα μειζονως . και ὁποσα δε Σθενελου τε και Παλαμηδους
9999687 ἐξηλθε
, εὐθυς [ Γαδατας ] ὁ εὐνουχος τα ἐνδον καταστησας ἐξηλθε προς τον Κυρον , και τῳ νομῳ προσκυνησας εἰπε
ἡμας . ὁ δε ταυτα μαθων και ὑπερζεσας τωι θυμωι ἐξηλθε μετα δορατος και εὐθεως ἀκοντιζει το δορυ κατ '
9999685 νεα
και τελεσφορουσι την ἐν ἑκαστοις φυσιν δολιχευειν παρασκευαζοντες , ὡς νεα παλαιοις ἐπανθειν και ἐπακμαζειν προς χορηγιας ἀφθονους των δεομενων
του θεου φυλακτεα . Πατερ , πιθου μοι , κεἰ νεα παραινεσω . Τον ἀνδρ ' ἐασον τονδε τῃ θ
9999683 Μαρδονιῳ
Αὐτος δε θωμασας τον λογον εἰπειν προς αὐτον : Οὐκων Μαρδονιῳ τε ταυτα χρεον ἐστι λεγειν και τοισι μετ '
οὐδε οἱ πατερες ὑμων ὑπηκουσαν μηδενι , μητε Ξερξῃ μητε Μαρδονιῳ μητε Δαρειῳ μητε ἀλλῳ τινι , και ὁτι μηδε
9999679 ὁλῳ
φερει νιφετον , κρυμως δε φοβευμαι . εἰαρ ἐμοι τριποθητον ὁλῳ λυκαβαντι παρειη , ἁνικα μητε κρυος μηθ ' ἁλιος
ὁλης ἡμερας και νυκτος ἐλαιον καταντλειν θερμον , ὑποβεβλημενου δερματος ὁλῳ τῳ σωματι : γυμνος γαρ ἐπ ' αὐτου κατεκειμην
9999678 κρεα
ἀγριων ὀλιγα ποικιλιας χαριν διδοσθω , παντα δε τα διδομενα κρεα , συμπεπτωκοτα ἐστω μεχρι δυοιν ἡμερων ἐν χειμωνι μαλιστα
, περιφραδεως δ ' ἐρυσαντο . οὐδεις δε περιφραδεως ἐξελκει κρεα , ἀλλα μαλλον ὀπτᾳ . . αὐταρ ἐπει ποσιος
9999677 πικραϲ
. το δε γιγγιδιον ὁμοιον ἐϲτι τῳ ϲκανδικι ϲτυφουϲηϲ και πικραϲ οὐκ ὀλιγηϲ μετεχον ποιοτητοϲ : ἐϲτι δε και εὐϲτομαχον
ϲυνθετον ἐχετωϲαν δυναμιν ἐκ τε τηϲ χαλαϲτικηϲ και λεπτομερουϲ και πικραϲ και τηϲ ϲτυφουϲηϲ . Τοιϲ μεν κριτικωϲ γιγνομενοιϲ ῥιγεϲιν
9999673 τυγχανῃ
ἀγαλλεται παρα πλανητας παντας Ἑρμου ἀστηρ ταχυτατος , ἀν ἐξαυγος τυγχανῃ : ἐπαν γαρ ἐκ των πλανητων και ἀλλος χρηματισῃ
: εὐνοια δ ' ἑκουσιος , μεχρι ἀν των δικαιων τυγχανῃ , διαρκεστατον ἐστι . Σκοπω δε κἀκεινο , εἰ
9999672 κυριευσῃ
κατα το λογικον , θυμικον και ἐπιθυμητικον . ὁταν οὐν κυριευσῃ το λογικον του θυμικου και ἐπιθυμητικου , τοτε εὐρυθμως
. ἐαν δε ὁ γαμοστολος γενηται προς Κρονον και αὐτος κυριευσῃ του δαιμονος ἠ Ἀρης , ἀγαμοι μενουσιν . ἐαν
9999672 Πατροκλῳ
οὐν λεγεσθαι , ὁτι χρησθαι αὐτοις μελλει εἰς τον ἐπι Πατροκλῳ ἀγωνα προς τα ἐναντια τοις τραυμασιν ἀγωνισματα . ὑπεξαιρουμενος
: ὁ ἀστερισκος , ὁτι ἐντευθεν μετενηνεκται εἰς τον ἐπι Πατροκλῳ ἀγωνα ἐπ ' Ὀδυσσεως τρεχοντος . . . Ν
9999669 ἐθαρρησε
αἱπερ ἠσαν ἀρισται πολεις των ταυτῃ , Πυθεας δ ' ἐθαρρησε τοσαυτα ψευσασθαι . των δε Σαντονων πολις ἐστι Μεδιολανιον
ὑφ ' ἁπαντων ὠψαι . καιτοι ὁστις χιλιων πολιτων ἀποθανοντων ἐθαρρησε , τι οὑτος παθειν ὑπο των ζωντων δικαιος ἐστιν
9999669 ἰατρῳ
ἀγγειον , θερμον σε οὐ λειψει . † Εὐτραπελος τις ἰατρῳ λεγει : Πολλους ἀνθρακας ἐχω . κἀκεινος ἐφη :
προγνωσεως προεθετο διαλεχθηναι ; και λεγομεν ὁτι πασα σημειωσις τῳ ἰατρῳ ἀπο των παροντων ἠτοι ἐνεστωτων ἀποδεικνυται . και γαρ
9999668 ἡλιῳ
ἰσως ἐξηρκει : περι γαρ μονης ταυτης των ὑφ ' ἡλιῳ πολεων ἠρισαν και καταλαμβανουσι την ἀκροπολιν ὡσπερ ἐπι μοναρχιᾳ
λυθηναι ψυξαϲ ἐπιπαϲϲε θειου ἀπυρου # α και καταχριε ἐν ἡλιῳ ἠ ἐν βαλανειῳ . τινεϲ ἁμα τῃ ῥοδοδαφνῃ και
9999668 Κορινθιῳ
' ἀπ ' ἀγκυλης ἐπονομαζους ' ἁμα ἱησι λαταγας τῳ Κορινθιῳ πεει . προς του Σολωνος και Δρακοντος οἱσι νυν
ἀλλον οὐδεν τι χειρονα αὐτων . Εὐδαμιδας Κορινθιος Ἀρεταιῳ τῳ Κορινθιῳ και Χαριξενῳ τῳ Σικυωνιῳ φιλοις ἐκεχρητο εὐποροις οὐσι πενεστατος
9999666 φορη
ἠν δε ἐπιταϲιν ἰϲχῃ ὁ εἰλεοϲ , παντων ἀνω ἡ φορη , πνευματων , φλεγματοϲ , χοληϲ : ἐμουϲι γουν
και το παγερον ἰϲχει . ἠν μεν ὠν ξυνεπειγῃ ἡ φορη , ἁπαξ τηϲ ἡμερηϲ προ τηϲ προϲαρϲιοϲ δοτεον :
9999661 δα
ὁ λοιπος πεντε δα των ηων : τα δε πεντε δα των ηων δεκα ὀγδοα εἰσι . . Ἐαν τε
καθως ἐν τοις ἑξης εἰρησεται , ὡς τα μεν εἰς δα παρακειμενα τοις εἰς δον ὀξυνεται , τα τε ὁμοφωνουντα
9999660 σχοινῳ
φυεται ἐν Κρητῃ μονῃ : ἐχει δε τα φυλλα ὁμοια σχοινῳ και τας ῥαβδους και τον καρπον : μικροτερα δε
και θειον ἐπιβαλλειν , ἐπειτα φλογωθεντα φακελλον και ἐξαψαντα ἐπαφιεναι σχοινῳ ἐπι την χελωνην . Τα δε τοιαυτα προτεινομενα ἀπο
9999660 Φοινικῃ
οὑ και ξοανον εἰναι μαλα σεβασμιον και ναον ζυγοφορουμενον ἐν Φοινικῃ : παρα δε Βυβλιοις ἐξαιρετως θεων ὁ μεγιστος ὀνομαζεται
κερδος ἐν δικαστηριοις οὑτοσι Παλλαδιος . διαφυγων μεν τας ἐν Φοινικῃ χορειας , τῳ πονειν δε ἡσθεις πλεον ἠ τῳ
9999658 εὐρεα
ἐπηρετμοι και ἑταιροι , οἱ κεν μιν πεμποιεν ἐπ ' εὐρεα νωτα θαλασσης . ὡς ἐφατ ' Ἀτρεϊδης , δουρικλειτος
πολεμοιο κυδοιμος . Ὡς δ ' ὁτ ' ἀν ' εὐρεα ποντον ἐρημαιῃ περι νησῳ ἀνθρωπων ἀπατερθεν ἐεργμενοι ἀσχαλοωσιν ἀνερες
9999656 ϲτυρακοϲ
ἀνακοπτε και ὑπαλειφε τον ὁλμον . Προπολεωϲ # Ϛ , ϲτυρακοϲ # β , μαϲτιχηϲ # α , τερεβινθινηϲ #
κοϲτου ἀνα # Ϛʹ ἀμωμου φυλλου ναρδοϲταχυοϲ ἀνα # β ϲτυρακοϲ καρποβαλϲαμου ἀνα # γʹ ὀποβαλϲαμου # γʹ βραθυοϲ #
9999655 Καλαϊς
Πυθωνος ἀγωνι : Καστωρ σταδιον , πυξ Πολυδευκης , δολιχον Καλαϊς , ὁπλιτην Ζητης , δισκον Πηλευς , παλην Τελαμων
του Καλυδωνιου και Ἡρακλης ἀποκτεινων τους παιδας τους Ἀκτορος , Καλαϊς δε και Ζητης τας Ἁρπυιας Φινεως ἀπελαυνουσιν : Πειριθους
9999655 τυχῃς
Δικαιον εὐ πραττοντα μεμνησθαι θεου . Δικαιος ἰσθι ἱνα δικαιων τυχῃς . Δυναται το πλουτειν και φιλανθρωπους ποιειν . Δις
ἀγαθου τε σοι γιγνηται συλληπτωρ και , ἀν τι σφαλλομενος τυχῃς , εὐνοϊκως ἐγγυθεν βοηθῃ σοι ; Ἐγωγε , ἐφη
9999655 Σικυωνιῳ
αὐτῳ λεγεται την παλην καθα δη και το παγκρατιον τῳ Σικυωνιῳ Σωστρατῳ : και γαρ τον Λεοντισκον καταβαλειν μεν οὐκ
λαμβανομενον ὠφελει , ταυτα και κατα του δερματος ἐπιτιθεμενον ἁμα Σικυωνιῳ ἠ παλαιῳ ἐλαιῳ . τα δε πλειονος θερμοτητος δεομενα
9999652 Σιμωνιδῃ
. δικαια εἰναι ταυτα δοκει Πλατωνι τε τῳ Ἀθηναιῳ και Σιμωνιδῃ τῳ Κειῳ . ὁ γαρ Ἀθηναιος τον Κειον ἐρομενου
λεγειν . Ἀλλα μεντοι , ἠν δ ' ἐγω , Σιμωνιδῃ γε οὐ ῥᾳδιον ἀπιστεινσοφος γαρ και θειος ἀνηρτουτο μεντοι
9999650 ἐγραψα
λογῳ και τῳ γραφω το γραφειν παρακεισεται , τῳ τε ἐγραψα το γραψαι . . Ἀλλ ' ἐστιν γε προς
δεκαπλασιον . ταυτ ' ἐγω οὐχι δεδοικως σου τας ἀπειλας ἐγραψα , ἀλλ ' οὐ βουλομενος σε δι ' ἐμε
9999645 ἀτμιδα
και ἀνθρακων διαπυρων , ἑως μηκετι πομφολυγιζῃ μηδε λιπαριαν ἠ ἀτμιδα ἀνιῃ . θρυπτεται δ ' εὐχερως μη κατακεκαυμενος .
, οἱον ἀλφιτων δεδευμενων ὑδατι ἠ ὀξυκρατῳ ἠ ἀρτῳ θερμῳ ἀτμιδα ἀνιεντι , ψηλαφιᾳ των ἀκρων χρωμενοι , καταπλαττοντες τε
9999645 νικῃ
συνιστατο , ὁ δε Καισαρ και ὁ Ἀντωνιος ἐπι τῃ νικῃ τῃ περι Φιλιππους ἐθυον τε λαμπρως και τον στρατον
σφισιν ἐσεσθαι το ἐτι λοιπον ἐπι τῃ κατα Δυρραχιον γενομενῃ νικῃ : το δ ' ἐναντιον αἰσχιστον εἰναι , καταλιπειν
9999644 ἀλωπεκιαϲ
δε δερμα αὐτου καυθεν ξηραντικωτερον τε και διαφορητικωτατον γινεται : ἀλωπεκιαϲ γουν μετα πιϲϲηϲ ὑγραϲ καταχριομενον ἰαται . του δε
δριμεια . ἑτεροϲ δε κεφαλην ὁλην λαγωου καιων ἐχρητο προϲ ἀλωπεκιαϲ μετα ϲτεατοϲ ἀρκειου . αἱ δε των ἐχιδνων κεφαλαι
9999642 θρυαλλιδα
ἀδικουντων διαφυλαττον . θαττον γουν των ἐπιορκειν τις ἐπιχειρουντων ἑωλον θρυαλλιδα φοβηθειη ἀν ἠ την του πανδαματορος κεραυνου φλογα :
, ἐξω Ἑλληνες . θεμελια και θεμελιον οὐδετερως Ἀττικοι . θρυαλλιδα Ἀττικοι , ἐλλυχνιον Ἑλληνες . και Ἡροδοτος κεχρηται .
9999639 Ἰσχομαχε
ὠφελεισθαι νομιζωσιν . Ἀταρ ἐννοω γε , ἐφην , ὠ Ἰσχομαχε , ὡς εὐ τῃ ὑποθεσει ὁλον τον λογον βοηθουντα
χοιρους ἐκτρεφειν . Λεγεις συ , ἐφην ἐγω , ὠ Ἰσχομαχε , τῃ ἀσθενεστερᾳ γῃ μειον δειν το σπερμα ἐμβαλειν
9999636 ϲανδαραχηϲ
θαψιαϲ ⋖ γ , ἀρϲενικου ⋖ α ∠ ʹ , ϲανδαραχηϲ ⋖ γ , μελιτοϲ το ἀρκουν : χρω ,
ὀξουϲ λεαναϲ χρω , ἠ ῥητινηϲ τερεβινθινηϲ ⋖ α , ϲανδαραχηϲ το διπλαϲιον ἁμα ἐπιτιθει τῃ ῥιζῃ του ὀνυχοϲ :
9999636 Φρυγιᾳ
ἀγαθον . Πρωτον δε φασιν Ῥεαν ἡσθεισαν τῃ τεχνῃ ἐν Φρυγιᾳ μεν τους Κορυβαντας , ἐν Κρητῃ δε τους Κουρητας
ὁτε δη και ἐθητευσεν ἐν Θετταλιᾳ παρα Ἀδμητῳ και ἐν Φρυγιᾳ παρα Λαομεδοντι , παρα τουτῳ μεν γε οὐ μονος
9999636 γλαυκα
της χλοερας κομης ἀπονασθαι , ἀλλ ' οὐν την γε γλαυκα μη τουτο τοις ὀρνεοις ποιειν παραινειν μηδε φυτου βλαστῃ
θεους εἰναι . Ἐαν δε τις εἰς γναθιον λιθον γλυψῃ γλαυκα το ὀρνεον και ὑπο τους ποδας αὐτου γλαυκον τον
9999636 Κλεανδρῳ
τε τοις κοθορνοις μετεωρισας . ἐχρησατο δε ὑποκριτῃ πρωτα μεν Κλεανδρῳ , ἐπειτα δε καθο δευτερον αὐτῳ προσηψε Μυωνισκον τον
. Ὡς δε και Ἱπποκρατεα τυραννευσαντα ἰσα ἐτεα τῳ ἀδελφεῳ Κλεανδρῳ κατελαβε ἀποθανειν προς πολι Ὑβλῃ , στρατευσαμενον ἐπι τους
9999633 ἑνοϲ
πτυαδεϲ αἱ μεγιϲται πηχων δυο , αἱ δε χελιδονιαι πηχεωϲ ἑνοϲ , κατα δε χροαν των χελιδονιων εἰϲιν ὁμοιαι ,
και [ ψογοϲ ] ? : κρεαιδια δυ ' ἐξ ἑνοϲ ποιουϲι και χορδηϲ τομουϲ ἐκ του ] ? μεϲου
9999632 γλευκινῳ
θαλποντων οἱον ἐϲτι το ἀνηθινον ἠ κικινον : μυροιϲ δε γλευκινῳ ἠ ϲουϲινῳ ἠ ἰρινῳ ἠ ἀμαρακινῳ , τροφαιϲ δε
Ψυλλος ὁ ἐν τοις αἰγιαλοις εὑρισκομενος ἑψηθεις ἐν ῥοδινῳ ἠ γλευκινῳ ὠταλγιαις ὠφελει . ψυλλους δε θαλασσιους ἐαν ζεσῃς ἐν
9999632 δωκε
δ ' Ἀθηναιη πεπνυμενῳ ἀνδρι δικαιῳ , οὑνεκα οἱ προτερῃ δωκε χρυσειον ἀλεισον : αὐτικα δ ' εὐχετο πολλα Ποσειδαωνι
συνωνυμιαν κλιμαξ , ὡς ἐχει το Ὁμηρικον , Ἡφαιστος μεν δωκε Διϊ Κρονιωνι ἀνακτι : αὐταρ ἀρα Ζευς δωκε διακτορῳ
9999630 Περσικῃ
το ἐθνικον Ἐλπιανος . Ἐλυμαια , χωρα Ἀσσυριων προς τῃ Περσικῃ , της Σουσιδος ἐγγυς . οἱ οἰκουντες Ἐλυμαιοι .
τον χαλκηρη στολον , ἠτοι το ἐμβολον , ἐν νηϊ Περσικῃ δηλονοτι . στολος δε λεγεται το ἐμβολον παρα το
9999630 ὀρεα
και Ἠμαθιην ” ἐρατεινην σευατ ' ἐφ ' ἱπποπολων Θρῃκων ὀρεα „ νιφοεντα : ἐξ Ἀθοω δ ' ἐπι ποντον
γαρ ἐπι κακοτροπον ἐμολε τοτε βιον ἀδικομηχανῳ τεχνῃ ; τις ὀρεα βαθυκομα ταδ ' ἐπεσυτο βροτων ; ῥηματα τε κομψα
9999630 Περσικῳ
: τον δε Μαζηνην ἐπαρχειν νησου τινος των ἐν τῳ Περσικῳ κολπῳ : καλεισθαι δε την νησον Ὀαρακτα : εἰς
. . Ϙδ ι ∠ ʹ : ἐν δε τῳ Περσικῳ κολπῳ Ἀπφανα νησος , ἡτις ἐπεχει μοιρ . πα
9999629 σκληρᾳ
ἑκαστον πλεθρον ἐργασιας ἀρκειν ἑπτα , ἐν δε τῃ πανυ σκληρᾳ ὀκτω . και το πλεθρον δε των παλαιων ἀμπελων
θαλασσης . ἐριβρομου νεφελας στρατος : τον ὀμβρον φησι , σκληρᾳ μεταφορᾳ χρησαμενος διθυραμβωδως , παροσον πολλων νεφων εἰς ταὐτο
9999629 ἀηθη
Διος τεχνης , ἑαυτῳ δε εἰργαζετο καινας ὁδους και πλουν ἀηθη , ἐδεδουλωτο δε πλατανῳ και ἐθαυμαζε το δενδρον .
ἀτμους ἀφελκεται , καμνοντα δε τα σωματα και δια την ἀηθη του περιεχοντος τροπην νοσουντα λοιμικοις παθεσιν ἀναλουται . Των
9999627 ναρθηκα
αἰθιοπικον , και μελανθιον ἐν οἰνῳ λευκῳ διδοναι . Ἠ ναρθηκα ξυσας , ὁσον ὀξυβαφον , και πρασου χυλον ,
ἐνθεντα δει μαστιγουσθαι τον περι την ἀγοραν κακουργουντα . και ναρθηκα δ ' ἀν εἰποις , Πλατωνος μεν και ναρθηκοφορους
9999627 ὡροσκοπῃ
ἐναντιῳ αὑτου τριγωνῳ εὑρετικος γινεται , ἐαν δε ἐν τουτοις ὡροσκοπῃ ἀνευρετον δηλοι το κλεμμα . Ἐφ ' ὡν δε
ἑκουσιως ὑποστρεφουσιν , ἐαν δε της Σεληνης ἐν Κριῳ οὐσης ὡροσκοπῃ Λεων ἠ Τοξοτης ἠ Ἰχθυες ἠ Διδυμοι οὐχ εὑρεθησεται
9999625 ὀξυμελιτοϲ
μετ ' ἀψινθιου διδοναι και ὑϲϲωπον γληχωνα πηγανον μετ ' ὀξυμελιτοϲ και ἁλων . ἐπειτα και καϲτοριῳ την κεφαλην ἐπιχριειν
ἡ τεφρα των χαλκειων καταπλαττομενη ϲυν ὠμῃ λυϲει δι ' ὀξυμελιτοϲ , και ὁ του κενταυριου χυλοϲ ἐξωθεν ἐπιτιθεμενοϲ και
9999625 ὡροσκοπῳ
τους γονεις ποιουσιν . ὁ Ἡλιος δυνων , διαμετρος τῳ ὡροσκοπῳ , χωρισμον γονεων ποιει . το αὐτο δε Σεληνη
ἐσονται τα τοιαυτα προφασει μεγιστανων : εἰ δε ἐν τῳ ὡροσκοπῳ , ἐξ ἰδιας κινησεως και ἀγωνος και οἰκειου ἐργου
9999624 Κυριῳ
, μη φθονειτε , μνημονευοντες ὁτι πασα σαρξ ἀποθανειται . Κυριῳ δε ὑμνον προσφερετε , τῳ παρεχοντι τα καλα και
τεκειν τον Ἰωσηφ , δωδεκα ἐτη ἐστειρευσε : και προσηυξατο Κυριῳ μετα νηστειας δωδεκα ἡμερας : και συλλαβουσα ἐτεκε με
9999623 ἐθελησῃ
δε και ὑποτακτικως ἐν τοις συμφωνοις : ὁταν δε ἐκφωνειν ἐθελησῃ ἠ κριναι την ἑτερου προφοραν , τοτε περι το
τους φυγοντας ; Και μαλα , ἠνπερ ἡ ἱερεια μοι ἐθελησῃ προς ὀλιγον χρησαι την ὁρμιαν ἐκεινην και το ἀγκιστρον
9999623 ὀδυνηϲ
ἀναγκη , και ὀπιου μικτεον ἐλαχιϲτον , χωριϲ δε μεγιϲτηϲ ὀδυνηϲ παραιτητεον τα ναρκωτικα . εἰ δε μετρια ἡ φλεγμονη
ἐκτεινουϲιν μεν το ϲκελοϲ τελεωϲ , οὐ καμπτουϲιν δε χωριϲ ὀδυνηϲ του γονατοϲ , οὐδε προκοπτειν ἐπι τα ἐμπροϲ δυνανται
9999622 κομμεωϲ
: ῥοαϲ ἀνθουϲ των κυτινων , χαλκανθου , ἀκακιαϲ , κομμεωϲ ἀνα ⋖ δ , ϲτιμμεωϲ , κηκιδοϲ ἀνα ⋖
ἀποκεκομμενοιϲ , βραγχιωϲιν , ἀναφορικοιϲ . τραγακανθηϲ ⋖ Ϛ , κομμεωϲ ⋖ Ϛ , ϲμυρνηϲ ⋖ α , λιβανου ⋖
9999620 κραδιῃ
και χωρος ἐφεστιος , ἐνθ ' ἐγενοντο , σταζει ἐνι κραδιῃ γλυκερον γανος , οὐδ ' ἀρα μουνοις πατρις ἐφημεριοισι
ὡς μη Πριαμος ἰδοι υἱον , μη ὁ μεν ἀχνυμενῃ κραδιῃ χολον οὐκ ἐρυσαιτο παιδα ἰδων , Ἀχιληϊ δ '
9999619 φαρυγγα
μεντοι τα ἀκεα ἑτερωθι λελεξεται . Θεραπεια των κατα την φαρυγγα λοιμικων παθων . Πη μεν ξυνη και τωνδε προϲ
εὐκερως τε και λευκος και βεβηκως ἠδη και βαθυς την φαρυγγα και πιων τον αὐχενα και ἱλαρον βλεπων ἐς την
9999618 ἐτολμησε
Γλυκεραν . ἐν Ῥωσῳ δε και εἰκονα χαλκην αὐτης στησαι ἐτολμησε . Λυσιας δε ἐν τῳ προς Λαιδα φησι :
Δι ' ὁ και τοσουτων γενομενων των συσταντων , οὐδεις ἐτολμησε καταμηνυσαι την πραξιν . Φασι δε τινες ὀλιγον προ
9999618 Δωριεα
δε αὐτοις Κλεομβροτον . ἐπει δε ἀπεθανεν Ἀναξανδριδης , Λακεδαιμονιοι Δωριεα και γνωμην Κλεομενους και τα ἐς πολεμον ἀμεινονα εἰναι
του βωμου του Διος : διο και ποιησαι εἰς αὐτον Δωριεα τον ποιητην ταδε : τοιος ἐην Μιλων , ὁτ
9999617 ἠϋκομοιο
κειτο γαρ ἐν νηεσσι ποδαρκης διος Ἀχιλλευς κουρης χωομενος Βρισηϊδος ἠϋκομοιο , την ἐκ Λυρνησσου ἐξειλετο πολλα μογησας Λυρνησσον διαπορθησας
εὑρε μαχης ἐπ ' ἀριστερα δακρυοεσσης διον Ἀλεξανδρον Ἑλενης ποσιν ἠϋκομοιο θαρσυνονθ ' ἑταρους και ἐποτρυνοντα μαχεσθαι , ἀγχου δ
9999615 νεφροιϲ
και ϲτυφεϲθαι τον οὐρητικον πορον . ταυτα των ἐν τοιϲ νεφροιϲ λιθων τεκμηρια τελειοιϲ μαλλον ἀνδραϲι γινομενων : ἡ δε
, και δηλονοτι θερμοτητοϲ μετεχει , ᾑ και τουϲ ἐν νεφροιϲ λιθουϲ ἡ ῥιζα θρυπτει : και ψωραϲ και τραχυτηταϲ
9999614 Μελαμποδα
. κὠ τοξοτας Ἡρακλεης καλλιστ ' ὑπαυλην κἀ μεγασθενης Ἀσαναια Μελαμποδα τ ' Ἁρπολυκον τε ἀρχοι μεν γαρ † κοθρασιων
ὑπο τουτου παιδευθεντες ἡρωες , ὁσα τε εἰς Ἀριστεα και Μελαμποδα και Πολυειδον ἀναφερεται . παρα δε Αἰγυπτιοις ἠν μεν
9999612 Μεγαρεα
και ἐδειτο αὐτου συστησας Φιλωνδαν , ἀνδρα το μεν γενος Μεγαρεα , μετοικουντα δ ' Ἀθηνησιν , πιστως δε τουτῳ
. ἠν δε σχολη φιλοσοφων Μεγαρικων λεγομενη , διαδεξαμενων Εὐκλειδην Μεγαρεα Σωκρατικον , ὡς Στραβων ἐνατῃ . το θηλυκον ἐπι
9999611 ὑψηλα
λιτης ὑφης το καλλιον ἐποικιλαν , ἀντι δε εὐτελων δωματιων ὑψηλα τερεμνα και λιθων πολυτελειαν ἐμηχανησαντο και γυμνην τοιχων ἀμορφιαν
. Εὐμενεται : εὐμενεις εὐμενεστατοι . ὀλυμπια : ἀθανατα ἠ ὑψηλα . τειχεα : ὀχυρωματα . Περιμετρα : μεγαλα .
9999611 ὠφειλε
ἀπηλιωτης και το ἀπηθειν . ὁθεν και ἐπτυσχλοι , ὁ ὠφειλε δια του φ και του θ . και γαρ
εἰποι , ὁτι τουτῳ τῳ λογῳ οὐτε ἡ γαστερος γενικη ὠφειλε συγκοπτεσθαι και γενεσθαι γαστρος , οὐ γαρ ἐχει εὐθειαν
9999610 αἰφνιδιῳ
γαρ [ οὐχ ] οὑτω , δεησει πλεονασμῳ της θαλαττης αἰφνιδιῳ γενομενῳ την ἐπικλυσιν συμβαινειν , καθαπερ ἐν ταις ἀναβασεσι
ὡς ἐπι πολυ το ἡττον ἐχειν , αἱ δε τῳ αἰφνιδιῳ και παρ ' ἐλπιδα χωρησαντι * λογισμῳ τε ἀσφαλει
9999608 γαμῳ
πολλα βουλευομενοις παραμυθησασθαι τον χρησμον ὡς οἱον τε και συζευξαι γαμῳ τους παιδας , ὡς τουτο και του θεου βουλομενου
σου ὀντος ἡ φιλονικια των παρθενων των ἐπιδοξαζομενων τῳ σῳ γαμῳ ἀπωλετο : ἁμιλλα κοραις : φιλονικια ἐναντιωσις ἑνεκεν των
9999608 πυνθανῃ
περι αὐτων διαπερανθηναι . Τι γαρ βουλεται τα ἀσημα ὀνοματα πυνθανῃ : τα δε οὐκ ἐστιν ἀσημα , ὁ συ
ἐπιστολην ἐμαυτῳ γεγραφθαι νομισας ἀποκρινουμαι σοι αὐτα τἀληθη ὑπερ ὡν πυνθανῃ . Οὐδε γαρ ἀν εἰη πρεπον Πυθαγοραν μεν και
9999607 ὀπισσω
δε νησος σκηπτρα τε πατρος ἐμειο παρεσσεται , ἠν και ὀπισσω δη ποτε νοστησας ἐθελῃς ἀψορρον ἱκεσθαι : ῥηιδιως δ
δε χαλινους γαμφηλῃς ἐβαλον , κατα δ ' ἡνια τειναν ὀπισσω κολλητον ποτι διφρον . ὁ δε μαστιγα φαεινην χειρι
9999606 χονδρῳ
ἀκανθων . Εὑρισκεται δ ' ἐν τῃ κεφαλῃ αὐτου λιθος χονδρῳ παρομοιος ἁλος , ὁς καλλιστα ποιει προς τεταρταιας νοσους
, ὡϲ ἐξυδατουντα τουϲ χυμουϲ , χρηϲτεον δε ἐν τροφῃ χονδρῳ ὠοιϲ ῥοφητοιϲ ἀρτοιϲ ϲεμιδαλιταιϲ και χοιρειοιϲ ποϲι και ἀκροκωλιοιϲ
9999605 βαθοϲ
αἱ ἑλμινθεϲ ὑποβιβαζοιντο κατω . εἰ δε ϲαπειϲαι κατα το βαθοϲ μη ἐκκρινοιντο , ἀλλα μαλλον ἀναθυμιαϲειϲ ἐργαζοιντο , δει
και την ἐν τῳ βαθει ὑλην ἐφελκεται και ἐμψυχει το βαθοϲ και πολλακιϲ ἱδρωταϲ ἠνεγκεν ἐξατμιϲαι το πολυ των δριμεων
9999605 Μιθριδατῃ
οὑτω μεν και Φιμβριας ἀπεθανε , πολλα την Ἀσιαν ἐπι Μιθριδατῃ λελυμασμενος . και αὐτον ὁ Συλλας ἐφηκε τοις ἀπελευθεροις
ἐφεισασθε . ἐφ ' οἱς ἐδοτε μεν τινα και αὐτῳ Μιθριδατῃ δικην , ἀπιστῳ τε ἐς ὑμας γενομενῳ και φονου
9999604 γνωμῃ
τιμης ἀφαιρειν ἐδοκει , και ταυτα της καλλιονος μοιρας ἠν γνωμῃ θεων . ὁτε γουν ἀφῃρεθης την του βαδιζειν ὁποι
τε γελωτα . τοιαυτη δε ποσις σωματι τ ' ὠφελιμος γνωμῃ τε κτησει τε : καλως δ ' εἰς ἐργ
9999602 ὑγιεα
οὐς ἐκτεταμενου του ἀγκωνος οὐ μαλλον δυνανται , ὡσπερ την ὑγιεα , οὐδε παραγειν ἐνθα και ἐνθα ὁμοιως . τα
θερμαινομενος : και οὐτε ἑλκος ἑξει ὑπο της θερμασιης , ὑγιεα τε ξηρανθεντα τα φλεβια . Ἠν δε βουλῃ μητε
9999602 θυμῳ
ποιητης προσηψεν ἑαυτῳ , την δ ' ἀποτομον ἀπειλην τῳ θυμῳ του ἡγεμονος ἐξαπινης οὐδεν προδηλωσας περιεθηκεν : ἐψυχετο γαρ
ψυχης . . . . , , ἐπιηρ ' ἀνα θυμῳ . . εἰ μη τις γρηυς ἐστι παλαιη ,
9999598 ἠλπισε
, θαυμαστης δε της ῥωμης , ὁστις ταυτα πρωτος πεισειν ἠλπισε και οὐκ ἀπεγνω πραγμα τοσουτον : θαυμαστης δε και
γε ὁ μεν τυχων ἐπι του κατορθωσαντος και ἐπιτυχοντος ὁ ἠλπισε λεγεται , ὁ δε ὑπονοησας ἐπι του προαισθομενου το
9999598 Πηλεα
Εὐρωπην . ἐπιτιμωντες δε τινι φασιν μη δειν τον Οἰνεα Πηλεα ποιειν . ἐγω δε ἑνα των ἀρχαιων μαγειρων τεθαυμακα
αὐτος ὑπερ αὑτου φρασει . γην γαρ λιπων Φαρσαλον ἠδε Πηλεα μενω ' πι λεπταις ταισιδ ' Εὐριπου ῥοαις ,
9999598 σπασμωδεα
ὀξειῃσι κεφαλαλγιῃσι , και τῃσι ναρκωδεσι μετα βαρεος , ἐθελει σπασμωδεα γινεσθαι . Κεφαλαλγιην λυει πυον δια ῥινων , ἠ
Ξυμβαινει δε τοισι τοιουτοισι , και ἐμετους ἐπιγινεσθαι και τα σπασμωδεα ἐπι τελευτῃ , και ἐνιους κλαγγωδεας εἰναι , και
9999598 Ἀκαδημιᾳ
ὡς ἀν μηδεν των πανταχου σοφως εὑρημενων διαλαθῃ τους ἐν Ἀκαδημιᾳ φιλοσοφουντας . Οἰον και περι της ὑλης πῃ μεν
μεν Ἀριστοτελης ἐν Λυκειῳ ἐπαιδευεν , ὁ δε Ξενοκρατης ἐν Ἀκαδημιᾳ : ὑστερον δε τοις μεν ὁ τοπος ἐξελιπε και
9999597 δραχμῃ
παιδων ἀλλον καθισταντων ἐντος δεκα ἡμερων , ἠ ζημιουσθων ἑκαστος δραχμῃ της ἡμερας , μεχριπερ ἀν τοις παισιν καταστησωσι τον
ὀντων χρηματων , ὁποσα δανεισμῳ συμβαλλει τις , οὑτος τῃ δραχμῃ ἑκαστου μηνος ἐπωβελιαν κατατιθετω , δικας δε εἰναι τουτων
9999596 φονευω
. . . ἀνδροκτασιας : ἐκ του κτω , το φονευω , παραγωγον κτημι , ὁ μελλων κτησω ἐκτηκα ἐκταμαι
ἀρεσκων . . . . ἀπεκτατο : κτω , το φονευω , παραγωγον κτημι ἐκταμαι ἐκταμην ἐκτασο ἐκτατο και μετα
9999596 Περσιδι
και Βιθυνιας περι τον Ῥυνδακα . ἐστι και ἀλλη ἐν Περσιδι . ὁ πολιτης Μιλητοπολιτης και το θηλυκον ἡ Μιλητοπολιτις
ἐσται λογιζομενος καθολικον το γυναικοπληθης ὁμιλος δια πασας τας ἐν Περσιδι γυναικας , ἠ προς το ἐσεται ὑποστιξον , ἱν
9999595 σφεα
μελεα διαταμοντας ὡς μεγιστα κομιζειν ἐς ταυτα τα χωρια και σφεα θεντας ἀγχου των νεοσσιεων ἀπαλλασσεσθαι ἑκας αὐτεων : τας
. ἰομεν αὐτις ἑκαστοι ἐπι σφεα : οὐχ ὑγιως το σφεα κειται , ἰσοδυναμει γαρ τῳ σφα ἐπι τριτου προσωπου
9999594 Σοφοκλεα
ποιησαι τα μελη και την διαθεσιν Εὐριπιδην ἐν Μηδειᾳ και Σοφοκλεα τον Οἰδιπουν . . Φ . , : ἐνθα
ἠν : ὁθεν Ξενοφανης κιμβικα αὐτον προσαγορευει . Γ και Σοφοκλεα και Σιμωνιδην διεσυρεν ὡς μικρολογους . μηποτε ἐδοκει Γ
9999594 φευγε
ἀναγκαν † : τᾳ δε χολᾳ το προσωπον ἀμειβετο , φευγε δ ' ἀπο χρως ὑβριν † τας ὀργας †
ἱμερτῳ κρατι καθαπτομενος ἀντρον ἐσω στειχοντες ὁμορροθοι . ἀλλα τυ φευγε , φευγε , μεθεις ὑπνου κωμα καταγρομενον . Ἀ
9999593 ᾠκισθη
' αἰγος . ” ναπαι οἱ ὀρεινοι τοποι . νασθη ᾠκισθη . ναυλοχον εὐδιον , ἐν ᾡ αἱ ναυς λοχωσι
ὁτι θεσεως ἑνεκα και ῥᾳστωνης και πολις . . . ᾠκισθη . κρατιστον δε ὁπερ ἐφη τας ἀρετας παρουσας τας
9999593 σκληρῳ
βουληται . Πως οὐν , ἐφασαν , δυνησονται παλαιειν ἐν σκληρῳ και δασει οὑτως ; ὁ δ ' εἰπε :
περιτεταμενον , και τουτοις μαρτυρησουσι τα ἐναντια : τῳ γαρ σκληρῳ ἀντικειται το μαλακον , τῳ περιτεταμενῳ το χαλαρον ,
9999590 ἐθη
' ἑπου χωρας τροποις : ὁτι δει τα ἑκαστης χωρας ἐθη μιμεισθαι τον ἐν ἑκαστῃ διατριβοντα . Ἀλλ ' οὐκ
παρακαταθεμενων , ἀλλα και πολεις και χωραν και πολιτειαν και ἐθη και νομους και την ἐπωνυμιαν αὐτην του γενους ,
9999590 ἱερᾳ
κατα τον ὁρκον και τῳ θεῳ και τῃ γῃ τῃ ἱερᾳ και χειρι και ποδι και φωνῃ και πασιν οἱς
γαλακτοϲ χρηϲαμενοϲ ἐπι τρειϲ ἡμεραϲ καθαιρε τῃ δια τηϲ κολοκυνθιδοϲ ἱερᾳ και δευτερον και τριτον : μετα δε ταϲ καθαρϲειϲ
9999589 σκοπῳ
πανταχου κατασκευαζει κακεμφατως , ὡσπερ εἰρη - ται ἀκολουθως τῳ σκοπῳ . ΠΕΜπτη μετα ταυτην ἀντιθεσις : ἀλλ ' ἀποστερησεις
καματων , ὠ συκοφαντα , κἀν ἀτοπα τυγχανῃ γιγνομενα , σκοπῳ τῳ του δραματος δοκιμαζεται , κἀν φαυλην ἐχῃ την
9999589 Ἀχαιιδα
. προσβολην ] ἐπελευσιν . θ Ἀχαιιδα ] Ἑλληνικην . Ἀχαιιδα ] Ἀχαιικην . Ἀχαιιδα ] Ἀργειαν . Ἀχαιιδα ]
ἐν τῳ κυτει ὡς ἐν γαστρι μητηρ . Ἀχαιιδα : Ἀχαιιδα λεγει ἠ την Θεσσαλιαν ἠ την Ἑλλαδα . βελτιον
9999588 λεαναϲ
ὀξει ἐν ξυλινῳ ϲκευει καταχριε . Ἀλλο . ϲπυραθουϲ αἰγοϲ λεαναϲ καταχριε και ἐπιδηϲον : τουτο ποιει πρωϊ και δειληϲ
μεγεθοϲ . ἀλλο : | ἐξεραμα κυνοϲ ἀραϲ ξηρανον και λεαναϲ θεϲ ἐν πυξιδι και χρω ὡϲ καλλιϲτῳ προϲ λυϲϲοδηκτουϲ
9999587 ἀδελφῳ
ᾐ και τουτοις εὐφραινεσθαι τῃ τε γυναικι και τῳ ταυτης ἀδελφῳ . και οὐκ ἀποχρη ταυτα , ἀλλ ' ἐπι
οὐδε ἐχρησμῳδησε πωποτε Ἀμαστριανῳ ἀνδρι . ὁποτε δε και ἐτολμησεν ἀδελφῳ συγκλητικου χρησμῳδησαι , καταγελαστως ἀπηλλαξεν , οὐχ εὑρων οὐτε
9999584 ἠρκεσθη
γινεσθαι τα ἐξαρθρηματα . οὐ μονον δε ταυταις ἡ φυσις ἠρκεσθη , ἀλλα και συνδεσμοις ἐδησεν το ἀρθρον : και
δυναστης και πλειστον ἰσχυσας των καθ ' αὑτον βασιλεων οὐκ ἠρκεσθη ταις παρα της τυχης δωρεαις , ἀλλ ' ἐπιβαλομενος

Back