μανδατα της καθοσιωσεως , εὐ : εἰ δε μηγε , ἐγγραφως ἐπι σχολης δια του ἰδικου ἀρχοντος εἰπειν ταυτα .
διπλουν ἐφη τον ὑμνον γινεσθαι τοις νικηταις , τον μεν ἐγγραφως ἀπο των ποιητων , τον δε ἀπο φημης των
9999978 νομισαντα
ἐς κορακας . ὁ δε Αἰσωπος μυθικως κολοιον μεγαν , νομισαντα τοις κοραξιν ὁμοιον εἰναι , προς αὐτους πολευθηναι :
πολλοις κεχρημενον και το δια τους τροπους εὐδοκιμειν οὐ χειρον νομισαντα του δια τους λογους . καιτοι συ πεμπειν αὐτον
9999975 ποσι
κυων οὑτος τι ἐθελει ; περιεισι γαρ με προσκνυζομενος τοις ποσι και παρεχων το οὐς ἁπαλον τε και πρᾳον .
ἐξεσσυτ ' ἀυτμη : ὡς των μαρναμενων μεγ ' ὑπαι ποσι γαια πελωρη ἐβραχε , θεσπεσιου δε δι ' ἠερος
9999975 ἀποδεικτικου
λογων , του τε συνακτικου και του ἀληθους και του ἀποδεικτικου , εἰ μεν τις ἐστιν ἀποδεικτικος , οὑτος πολυ
ἀποδεικτικον , διαλεκτικον , σοφιστικον , και περι μεν του ἀποδεικτικου διδασκει ἐν τοις Ὑστεροις ἀναλυτικοις , περι δε διαλεκτικου
9999975 ἀμαρακον
και μελιλωτινον λαλων και ῥοδα προσσεσηρως : ὠ φιλων μεν ἀμαρακον , προσκυνων δε σελινα , γελων δ ' ἱπποσελινα
κεκαυμενον ἐλαια αἰγειρου τα ἀνθη και ἡ ῥητινη ἀκορον ἀμωμον ἀμαρακον ἀμμι ἀνηθον κεκαυμενον ἀνιϲον ἀρκευθοϲ ἀϲαρου ἡ ῥιζα βραθυ
9999974 συστελλουσι
ἐπει οἱ Αἰολεις , ἡνικα μακρᾳ παραληγεται ἡ κλητικη , συστελλουσι την ἐσχατην , οὐ μην και ἀναβιβαζουσι τον τονον
και ἡ γαστηρ , οὐ συναιρουσι το μηκος , ἀλλα συστελλουσι και στενουσι την εὐρυτητα , και παρ ' αὐτου
9999974 βραχειαι
ὡδε μεν ὡς κατ ' αὐτον νοσησαντος ἀεικινητου μερους , βραχειαι πανυ της σωτηριας ἐλπιδες φαινονται . ἀντικειται γαρ παντος
, οὐδε μακρηγοριαν πω του ἀνδρος ἐν ἐπιστολῃ εὑρον , βραχειαι γαρ και ἀπο σκυταλης πασαι . και μην και
9999974 δοκουσι
ἐστιν ἡ ὀρεινη , καλειται δε και αὑτη Ταυρος . δοκουσι δε αἱ Χελιδονιαι κατα Κανωβον πως πιπτειν : το
καιρῳ τοις ζωσι κεισθαι πεπιστευται . και τοσουτῳ γε μοι δοκουσι τον Σολωνα παρελθειν τον ἀρχηγετην ὡσθ ' ὁ μεν
9999974 αὐτοδιδακτον
τῳ δε κατ ' εὐμοιριαν φυσεως αὐτηκοον και αὐτομαθη και αὐτοδιδακτον κτησαμενῳ την ἀρετην βραβειον ἀναδιδοται χαρα : του δ
εἱνεκα , χαριν . Ἐσσεται : ἐγκειται , ἀκολουθει . αὐτοδιδακτον : φυσικον , αὐτοφυες . Μαλακη : μαλακη ἀπο
9999974 ἀναγραφαις
ἀγαθον νενομισται . και ταυτην ηὐξατο τις ἐν ταις ἱεραις ἀναγραφαις πατηρ υἱῳ , τῳ ἀφρονι Ἠσαυ ὁ ἀριστος Ἰσαακ
Ἱεροσολυμα τον νεων κατασκευασασθαι , μεχρι μεν τουτων ἠκολουθησε ταις ἀναγραφαις , ἐπειτα δε δους ἐξουσιαν αὑτῳ , δια του
9999974 διδακτον
χαλασον , και συγχωρησον ἐξ ὑποθεσεως αὐτο σκοπεισθαι , εἰτε διδακτον ἐστιν εἰτε ὁπωσουν . λεγω δε το ἐξ ὑποθεσεως
σωζομεναι δι ' ἑης ἀλκης . . . τοις δε διδακτον ἐδωκε φαους γνωρισμα λαβεσθαι : τους δε και ὑπνωοντας
9999974 σκηναις
της γης ὑπ ' αὐτου δεδῃωμενης . μενοντες δε ὑπο σκηναις αὐτοσχεδιοις , οἱ δε πλειστοι ὑπο γυμνῳ τῳ ἀερι
διπτυχους νεκρους στειχουσα θαπτε : δεσποτων δ ' ὑμας χρεων σκηναις πελαζειν , Τρωιαδες : και γαρ πνοας προς οἰκον
9999974 κολοιων
και των ὀρνεων τας φωνας συνιεμεν , των κορακων ἠ κολοιων και των ἀλλων ζῳων , οἱον βατραχων ἠ τεττιγων
μεν προθεντας ταυτα εἰτα ἀναχωρειν . και τα μεν των κολοιων νεφη των ὁρων ἐξω καταμενειν , δυο δε ἀρα
9999974 παραλλαγης
, ὡς ὑπο της εἰς [ βαθος ] [ ] παραλλαγης . το ? δε [ περι ] ? [
αὐτων διαφορας και ἐκ της περι τας συστασεις των σωματων παραλλαγης . περι μεν οὐν τας γενεσεις , ὁτι των
9999973 κληρονομησεις
, ὡς ἡ τυχη θελει . εἰτ ' ἀν εἰπῃ κληρονομησεις , ὡς παρ ' αὐτου την κληρονομιαν εἰληφοτες εὐχαριστουμεν
ὀψει θανατον ἐπικερδη θ νικησεις . ἀγωνιζου ἑως τελους ι κληρονομησεις ταχεως α οὐχ εὑρησεις δανεισασθαι β τεξεται καλον και
9999973 ἀναγραφουσι
ἰατρικην ἐκ τοιουτων συνταγων λεγουσιν εὑρησθαι : ὁτι δε ἁς ἀναγραφουσι τινες συνταγας πολλου γελωτος εἰσι μεσται , και τοις
μοι ὁ λογος παρελθειν , ἁ περι του Πωρου τουτου ἀναγραφουσι : προς διαβασει γαρ του Μακεδονος ὀντος και ξυμβουλευοντων
9999973 σαρκων
ἑλκωσις ἐν τῳ βαθει των μυκτηρων μεχρι των καλουμενων ἡθμοειδων σαρκων , πυωδες και δυσωδες ὑγρον ἀφιεισα , την αἰσθησιν
του λογιζεσθαι και | μεταλλοιωσαντες εἰς την ἀψυχον και ἀκινητον σαρκων φυσινἐγενοντο ” γαρ οἱ δυο εἰς σαρκα μιαν ”
9999973 κοιμηθηναι
διοτι ἐλεγεν : οὐ προσηκει ἀνδρι θεοσεβει προ των γαμων κοιμηθηναι μετα της γυναικος αὐτου . Και ἀνεστη Ἰωσηφ τῳ
, και σου δεομαι μη στεφανουσθαι μονον , ἀλλα και κοιμηθηναι ἐπ ' αὐτων , και γαρ ἐστιν ἰδειν μεν
9999973 ἀναγραφην
. ἡμεις δ ' ἀφεμενοι τουτων των λογων ἐπι την ἀναγραφην των κατα μερος πεπραγμενων τρεψομεθα . Διων γαρ ἐκ
λογους των ἱστορικων ἐξελεγξαντες , τοις μαλιστα συμφωνουσιν ἀκολουθον την ἀναγραφην πεποιημεθα . Περι μεν οὐν Αἰθιοπων των προς τῃ
9999973 ἀπαραιτητον
δει . ὁ τε γαρ προλαβων , | ὡς οὐκ ἀπαραιτητον ἀλλ ' εὐμενες δι ' ἡμεροτητα φυσεως ἐστι το
εἰς την οἰκιαν ἀπεκτεινε . το μεν οὐν πικρον και ἀπαραιτητον της των πατερων ὀργης εἰς υἱους ἀδικουντας και μαλιστ
9999972 ἀπαγγειλαντων
ἐπεθετο τουτων ἡμαρτεν οὐδενος . Δυο νεανισκων κεκονιμενων και ἀγγελιαν ἀπαγγειλαντων . Ὁτι Ὁμηρος πρωτος περι της ἐν τοις πολεμοις
. ἀνελθοντων δε των πρεσβεων και την εὐποριαν των Ἐγεσταιων ἀπαγγειλαντων , συνηλθεν ὁ δημος περι τουτων . προτεθεισης δε
9999972 ὀξεως
οὑτος σε μεν οὐδε δοκει ὁραν , ἐμε δε οὑτως ὀξεως [ ἀτεχνως ] και ῥᾳδιως κατειδεν ὡστε ἀσεβειας ἐγραψατο
την ἀδελφην εἰς γαμον . Οὑτος ἀνωρθωσε τα πραγματα , ὀξεως ἠδη κειμενα και πεπτωκοτα . Των τε γαρ προςοικουντων
9999972 ἀναξιως
τοιαυτα ἡμιν οἱ νεοι σπουδῃ ἀκουοιεν και μη καταγελῳεν ὡς ἀναξιως λεγομενων , σχολῃ ἀν ἑαυτον γε τις ἀνθρωπον ὀντα
, ὡς φαυλως αὐτοις προσφερομενας : ἐγω δε ἐπειπερ ἁπαξ ἀναξιως ὡν ἐπολιτευσαμην ἠτυχησα , και κατηγορων ἀλλων αὐτος ἑαλων
9999972 συγγραμματα
' ἀσκοπῳ οὐτ ' ἀκυλιστῳ Πρωταγορῃ : ἐθελον δε τεφρην συγγραμματα θειναι , ὁττι θεους κατεγραψ ' οὐτ ' εἰδεναι
και Καλλιμαχον ἐν τῳ των παντοδαπων συγγραμματων Πινακι ἀναγραψαντα πλακουντοποιικα συγγραμματα Αἰγιμιου και Ἡγησιππου και Μητροβιου , ἐτι δε Φαιτου
9999972 γραφαις
πραγματικου , το λεγομενον μεν οἰκονομικον , ἐν ἁπασαις δε γραφαις ἐπιζητουμενον , ἐαν τε φιλοσοφους προεληται τις ὑποθεσεις ἐαν
και ῥᾳδιως ὀχλον ἀγοντες , ἠν ἀντιπεσῃ καιρος , ἐν γραφαις τε και εἰσαγγελιαις και τιμηματι και τῳ ξυλῳ .
9999972 ἀφλεγμαντου
, ἀπο της τριτης παρακολλησαι τον κολπον , ἐμπλαστρου κολλητικης ἀφλεγμαντου ἐπιτιθεμενης : ἐπι δε των τελειων καλλιστα παρακολλᾳ τους
οὐσης της προπτωσεως , ἐναιμου δε της ὑστερας βλεπομενης και ἀφλεγμαντου , προπερικλυσαντα μεν το σπλαγχνον ὑδατι ψυχρῳ ἠ [
9999972 μετεωροι
και πικροτηϲ ἐρυγαι ἀηδειϲ και βρομωδειϲ και πνευματοϲ δυϲωδια ὑπνοι μετεωροι και ἀηδειϲ ἐμπνευματωϲειϲ ϲτροφοι εἰλεοι : πληθωρικαϲ τε και
τε και εὐχωλη πελεν ἀνδρων , ὀλλυντων τε και ὀλλυμενων μετεωροι : ἠγουν ἐν τῳ πελαγει ὀντες . ʃ ἀποροι
9999972 θεραπευθηναι
αὐτος ἁμα κρισει . Ἀλκιππος , ἐχων αἱμοῤῥοϊδας , ἐκωλυετο θεραπευθηναι : θεραπευθεις ἐμανη : πυρετου ὀξεος ἐπιγενομενου , ἐπαυσατο
ὀλιγῳ ὑϲτερον . ἑτερα δε νουϲηματα ἐϲτιν , οἱϲι καιροϲ θεραπευθηναι ἁπαξ τηϲ ἡμερηϲ , και ὁπηνικα γε , οὐδεν
9999972 ἀποφατικην
τηνικαυτα ἀνομοιοσχημονας ἐχουσα τας προτασεις δια το [ εἰς ] ἀποφατικην εἰναι την ὑπαρχουσαν , καταφατικην δε την ἐνδεχομενην ,
τινες τισιν ἀντιστρεφουσι , μη ἀντιστρεφειν μεν ἑαυτῃ την καθολου ἀποφατικην ἐνδεχομενην εἰπομεν , ὑπερεθεμεθα μεντοι την αἰτιαν ἀποδωσειν ,
9999972 μελικρατου
πλειοναϲ ὁϲον κοχλιαρια β καθ ' ἑκαϲτην ἡμεραν μετα του μελικρατου πινομενον . Ἐκ των Ἀϲκληπιαδου προϲ ἐπιληπτικουϲ . ὀξαλιδα
παχεα και φλεγματωδη : πληθος δ ' ἐξαρκει τετρωβολον μετα μελικρατου . Τα μεν οὐν κατω καθαιροντα , ὁσα ἐγω
9999972 ἰσχυρου
το καθελειν το Μεγαρεων πινακιον . ἀπισχυρισαμενοι : ἀπ ' ἰσχυρου ποιησαμενοι ʃ ἰσχυρως ἀπαγορευσαντες . προσφερεσθαι : ὁμιλειν .
Κυκνος μεν προθυμουμενος φονευσαι τον Ἡρακλεα , τον υἱον του ἰσχυρου Διος , ἐῤῥιψε δορυ ἐν τῃ ἀσπιδι αὐτου :
9999972 τρισχιλιας
Ζηνωνα δε κωλυσαι λαβειν . φασι δε και Ἀντιγονον αὐτῳ τρισχιλιας δουναι . ἡγουμενον τε των ἐφηβων ἐπι τινα θεαν
νυμφιοις ἐκδοθηναι δημοσιαι της πολεως τον γαμον ἐγγυωσης και προικα τρισχιλιας δραχμας ἑκατεραι ψηφισαμενης : Λυσιμαχωι δε τωι υἱωι μνας
9999972 συστατικας
ἐν δε τῳ λεγειν οἱ τε ὁροι ἀποδιδονται δηλοι τας συστατικας . Ὡδε τινες φασι και προς τας δυο λεγειν
φιλων ἐρανισθεντα εἰς Αἰγυπτον ἀπαραι μετα Χρυσιππου του ἰατρου , συστατικας φεροντα παρ ' Ἀγησιλαου προς Νεκταναβιν : τον δε
9999972 πυρετου
πολυ βελτιω μετα τον παροξυϲμον τον κατα την ἀρχην του πυρετου φανειται ϲοι . και εἰ λουομενοιϲ δε αὐτοιϲ μητε
ὡς παιγνια και ἀστραγαλους ἀφαιρουμενους , και ἀποθανειται ὡς ὑπο πυρετου και λιθου , οὐδεν ἀγανακτων προς τους ἀποκτειννυντας .
9999972 ἀποτομως
χρησαμενοι , δικαιως ἀν ἐτυχον και οὑτοι θεοθεν ἀσπλαγχνιας , ἀποτομως ποινηλατουμενοι , ὁτι και Θεῳ αὐτῳ προσκεκρουκοτες ἑαλωσαν .
καπνῳ ὑδωρ φερειν κατασβεννυναι . εἰωθε μεντοι ταις παραβολαις χρησθαι ἀποτομως , οὐ λεγων το καθαπερ . ἑτεροι δε φασιν
9999972 ἐλευθεροις
εὐτελης . μοθωνας γαρ ἐκαλουν οἱ Λακωνες τους παρεπομενους τοις ἐλευθεροις : ἐστι δε και γενος ὀρχησεως . ΓΘ ἀλλως
τους Αἰτωλους αὑτοις βοηθειν , ἐπει και ὁ Κασσανδρος αὐτοις ἐλευθεροις οὐσιν ἐπεχειρει , ὡς ἐν αὐτῳ τῳ λογῳ γιγνεται
9999972 ἀποθνησκουσι
ἀπολλυνται : ἐκ δε των ἀλλων ἐμπυηματων οἱ νεωτεροι μαλλον ἀποθνησκουσι . Ὁκοσοι δε των ἐμπυων καιονται ἠ τεμνονται ,
δη ἐτραπησαν δια του ναπους εἰς τον ποταμον . και ἀποθνησκουσι μεν τρισχιλιοι ἐν τῃ φυγῃ , ζωντες δε ὀλιγοι
9999971 ἀποσιτοι
οἱ πυρετοι , και ὑποστροφωδεες αὐτικα βραχεῃσιν ὑποστροφῃσιν : και ἀποσιτοι , και ἑφθοι , και ἀσωδεες , και καρδιαλγεες
οὐ λιην : οὐδε τα βησσομενα δυσκολως : οὐδ ' ἀποσιτοι , ἀλλα και διδοναι πανυ ἐνεδεχετο . Πυρετοισι φρικωδεσι
9999971 ἀστερα
' ἀπο του Μ ἀπογειου ἐπι τον κατα το Κ ἀστερα των λοιπων εἰς το ἡμικυκλιον , ὡς προκειται ,
οἱς κουρη Θειαντις ἐναισιμα ἐργα προφαινει , αὐτις δ ' ἀστερα καλον ἐρισθενεος Κρονιωνος ἠ Παφιης ἠ φαιδρον ἐυσκοπον Ἑρμαωνα
9999971 ἐλλογιμος
: ὡν ἑκατερος Ζηνωνι ἑκατον μνας τελεσας σοφος τε και ἐλλογιμος γεγονεν . Ἀλλα μα Δι ' οὐκ ἐχω .
εἰ μεν σοι ὑπαρχει φυσει ῥητορικῳ εἰναι , ἐσει ῥητωρ ἐλλογιμος , προσλαβων ἐπιστημην και μελετην : ὁτου δ '
9999971 ἀποτυγχανειν
τουτο ποιει , ” μελετω , “ εἰπεν , ” ἀποτυγχανειν . “ αἰτων τινακαι γαρ τουτο πρωτον ἐποιησε δια
ἀργαλεωτατῃ νοσῳ , ἐπαιρομενοι . προς γαρ τῳ του τελους ἀποτυγχανειν ἐτι μετ ' οὐ μικρας βλαβης μεγαλην αἰσχυνην ὑπομενουσιν
9999971 ἀπονεμουσι
κλεψωσιν ἠ ἀρνησωνται ἠ χρεωκοπησωσιν ἠ ἁρπασωσιν ἠ λεηλατησωσι μοιρας ἀπονεμουσι τοις βωμοις , οἱ δυσκαθαρτοι , το μη δουναι
μυθος προς ἀνδρας οἱτινες ἀπο κινδυνου διασωθεντες τοις εὐεργεταις τοιαυτας ἀπονεμουσι χαριτας . Λυκος δε ποτ ' ἀρας ἀρνιον ἐκ
9999971 ζητουσι
σε : Δυναται μεν ἐπι του ἐποπος λεγειν , οὑτοι ζητουσι σε ἐπιτριψαι δια την ὀψιν : δυναται δε και
πασαις ταις Κατηγοριαις συμβαλλεται , εἰ και ταις Ἀριστοτελους . ζητουσι δε δια τι το πλειστον μερος του χρησιμου προεταξε
9999971 ἀσθενεστεραι
και προ του παθειν ἀποσκευαζονται την ἀλογιαν , αἱ δε ἀσθενεστεραι μολις ἐκ της προς αὐτην την γενεσιν κοινωνιας εἰς
δ ' ἀν αὐτο μαλακισθεν ἀπαγορευσῃ την οἰκειαν ἐνεργειαν , ἀσθενεστεραι μεν αἱ πεψεις γινονται : πεψεων δε ἀσθενων οὐρα
9999971 ὁρμηθηναι
μεγεθος ἐν Ἑλλησιν ἠ βαρβαροις ἀπεδειξατο . ἐνθεν και αὐτος ὁρμηθηναι φημι ἐς τηνδε την ξυγγραφην , οὐκ ἀπαξιωσας ἐμαυτον
' Ἡδυλος ἐστιν εἰθ ' ὁστισουν : φησι μεν γαρ ὁρμηθηναι τας ἐλαφους Κωρυκιης ἀπο δειραδος , ἐκ δε Κιλισσης
9999971 τειχισαντες
τε και ἐλευθερουν τας Ἀθηνας , Λειψυδριον το ὑπερ Παιονιης τειχισαντες , ἐνθαυτα οἱ Ἀλκμεωνιδαι παν ἐπι τοισι Πεισιστρατιδῃσι μηχανωμενοι
Σχεδιος και Ἐπιστροφος οἱ του Ἰφιτου του Ναυβολου παιδες ᾠκησαν τειχισαντες αὐτην . των Ναυβολειων : Ναυβολου παις Ἰφιτος ,
9999971 κομισαντες
των ἐν τῃ δευτερᾳ ἀποδειξει ἐμπεριεχομενων λεκτων , και τριτην κομισαντες των ἐν τῃ τριτῃ , και τεταρτην των ἐν
δε ἑξακοσιαι συνελεχθησαν . Τῃσι μεν νυν στηλῃσι ταυτῃσι Βυζαντιοι κομισαντες ἐς την πολιν ὑστερον τουτων ἐχρησαντο προς τον βωμον
9999971 πιστευσαντας
δια το και πλειους διεψευσθαι της ἀληθειας ἐν τουτοις , πιστευσαντας τῃ Φιλινου γραφῃ . Οὐ μην ἀλλ ' εἰ
δε μηνυσεως ὑπο του Μηνυκιου τους παροντας ἐν τῳ συνεδριῳ πιστευσαντας ἀληθη τα λεγομενα εἰναι , γνωμην ἀποδειξαμενου των πρεσβυτερων
9999971 προϋπαρχουσης
τας κατ ' αὐτας ἐνεργειας ἀποδιδουσων . και της μεν προϋπαρχουσης τροφης ἐν τοις ἀγγειοις οὐδαμως καταναλισκομενης . της δ
κινδυνων , ἀλλα και το πληθος εἰς εὐνοιαν μειζονα της προϋπαρχουσης παρεστησατο . οὑτος μεν οὐν παλιν εἰς ἀνελπιστους κινδυνους
9999971 λειοτατα
μεχρι ποσης συστασεως ἑψε : εἰτα ἐπιβαλλε ἀμμωνιακον και βδελλιον λειοτατα και ὁταν τακῃ , ἐπιβαλλε ἰξον και ἐπιπασσε λιθαργυρον
ῥευματιϲμοϲ , οἰνανθην λειοτατην και ἀκακιαν και μαϲτιχην ἰϲα ἑκαϲτα λειοτατα ποιηϲαϲ , ἐπιβαλλε ὠου το πυρρον ὁϲον ἐξαρκει ,
9999971 φιλοτιμεισθαι
αὐτων διεφερετε , οὐδεν ἰσως ἐδει καθ ' ἑν τουτο φιλοτιμεισθαι και σκοπειν ὁπως κρειττους δοξετε . νυν δε οὐθεν
ἀνθρωπινον τι πεπονθοτα , ἀποτρεπετε δ ' ἐπι τοις αὐτοις φιλοτιμεισθαι ὡς ἀνηκεστα ἡμαρτηκοτα . Νικοκλης ὁ Συρακουσιος γυναικος ἀποθανουσης
9999971 ἀναγκαια
ἀκουσιου και ἑκουσιου εἰπειν : πρωτον δε λεγει , ὁτι ἀναγκαια ἡ περι αὐτων θεωρια τοις περι ἀρετης ἐπισκοπουσι και
, ὁτι των ἡδεων των ποιουντων ἡδονην τα μεν εἰσιν ἀναγκαια , ἀναγκαιον ἐστι και ἡδυ . ἐστι γαρ και
9999971 ὑπερσυντελικου
γινεται . Το τετυπεναι χρονου μεν ἐστι μεσου παρακειμενου και ὑπερσυντελικου : γινεται δε και τουτο ἀπο του τριτου των
των τεσσαρων παρῳχημενων , παρατατικου τε φημι και παρακειμενου και ὑπερσυντελικου και ἀοριστου , ὁσοι μεν εἰχον την μετοχην εἰς
9999971 πιστευσαντες
ὡσπερ ἐνεχυρον αὐτο τουτ ' ἐχοντες ἐπαρθηναι και τουτῳ μαλιστα πιστευσαντες ἁμαρτειν , οὐ τῳ δια τελους κρατησειν της πολεως
' ἀγνοησαιεν ὁσῳ λαμπροτερος και μειζων ἀνηρ , τοσουτῳ προχειροτερον πιστευσαντες αὐτῳ , μηδε ἡν οὐ θεμις οὐδεν φλαυρον ἀκουσαι
9999971 συμπληρωτικον
ἀν εἰη ἀτοπον ; Ἡ λαλια κεφαλης μεν ἐχει τι συμπληρωτικον και βαρους ἐμποιητικον : ἐστι δε και δυναμεως καταλυτικη
δε κυμινον και δια την πληκτικην ἀποφοραν της κεφαλης ἐστι συμπληρωτικον . Ἀφθης δε γενομενης μικρας μεν ἐσχαρας οὐσης μελιτι
9999971 ἀνακτησασθαι
ἀπο της χθεσινης διαρροιας τον στομαχον ἡμων θελει τῳ ὀξει ἀνακτησασθαι . ” και μετα το πιειν αὐτους προς δυο
λοφου τους τοτε κατοικουντας Σικελους : διο δη φασκοντες πατρῳαν ἀνακτησασθαι χωραν και περι ὡν εἰς τους ἑαυτων προγονους ἐξημαρτον
9999971 προσεποιησατο
ἐν χρονῳ τοσουτῳ ἐχοντος ἐκεινου τον κληρον , οὐδεις πωποτε προσεποιησατο οὐδ ' ἠμφεσβητησε της κληρονομιας ἐκεινῳ . Τελευτησαντος δε
την ἀδελφην , διαπραττομενος τηλικαυτα ἑνα μαρτυρα παρειναι αὑτῳ Πυρετιδην προσεποιησατο , και τουτου ἐκμαρτυριαν ἐπ ' ἐκεινῃ τῃ δικῃ
9999971 γονιμος
στενοτατος αὐτος ἑαυτου , τετταρων : οὐτι γε μην θηριων γονιμος , εἰθ ' Ἡρακλεους ἀνακαθηραμενου τον Ποντον , ὡς
πλειοσι μιγνυμενη και τροπον ἰδιαιτερον , οἱον εἰ ζωσα και γονιμος ἠδη γινεται των ὁμοιων . ἐτι δε προτερα ταυτης
9999971 διηκουσαν
εὐρυχωριαν ἐχοντος και παντος ὑπαρχοντος ἀργου δια την ἐν αὐτῳ διηκουσαν ἁλμυριδα τοσουτον συνεβη ὑπο των ἱππεων ἐξαιρεσθαι κονιορτον ὡστε
' ὡς πρεσβυτεραν αὐτων και ἀρχικωτεραν προειληφοτα , οὐ μην διηκουσαν δι ' αὐτων , ἀλλα προτεταγμενην προ των ἰδιων
9999971 γραμματικοις
, καθαπερ και τας ἀντωνυμιας και την καλουμενην παρα τοις γραμματικοις προσηγοριαν . οὐ μεντοι φαινεται τουτο λογον τινα ἐχειν
ταυτα μεν εἰρηται περι των ῥηματων της ἀπαρεμφατου παρα τοις γραμματικοις λεγομενης ἐγκλισεως , δι ' ὡν και μονων εἰωθαμεν
9999971 τροχαϊκου
και τροχαϊκου πενθημιμερους : το δευτερον ἐξ ἰαμβικης βασεως και τροχαϊκου ἑφθημιμερους : τα δε ἑξης δυο ἰαμβικα τριμετρα ἀκαταληκτα
παρα τον τελευταιον ποδα . το δʹ μικτον ἐκ διμετρου τροχαϊκου και ἡμισεος ἐπους . το εʹ τροχαϊκον τριμετρον βραχυκαταληκτον
9999971 κιναιδος
τι του χθιζου αὐτῳ ζωμου ἐγκατεμεμικτο . και ὁ γε κιναιδος , ὁ συνεδρος , οὐκ ἀμουσως ποτε και εἰς
στρουθωδης . ὁ δε Διδυμος μητερα Κλεοκριτου , ὁτι ὡς κιναιδος κωμῳδειται . ἐν δε τοις μυστηριοις της Ῥεας μαλακοι
9999971 ἐγχειρησιν
γενομενου του σκληρωματος πλησιον της ἑδρας , ὑπερτιθεσθαι δει την ἐγχειρησιν : προς δε τῳ ὀσχεῳ [ της ἑδρας ]
ἀναλεξαμενος . δια την ἐξ ἀγνοιας τοινυν συμβασαν τῳ νεῳ ἐγχειρησιν ἐπισκεπτεον ἀν εἰη , τι ποτε βουλεται ἡ ῥηθεισα
9999971 βουλευσεως
και βουλευεται , ἡ δε φυσις ἀπο της ἀρχης ἀπροσδεης βουλευσεως . Και δει του παντος την διοικησιν και τον
, δωροξενιας δωρων , συκοφαντιας , ψευδοκλητειας , ψευδεγγραφης , βουλευσεως , ἀγραφιου , μοιχειας . εἰσαγουσι δε και δοκιμασιας
9999971 ξηραινουσι
και στομωματος , ὀνομαζουσι δε τινα και ἡλιτιν λεπιδα . ξηραινουσι μεν οὐν ἰσχυρως ἁπασαι , διαφερουσι δ ' ἀλληλων
ἐκπνεει , το δε ψυχρον ἐπαγεται . Ἀρτοι θερμοι μεν ξηραινουσι , ψυχροι δε ἡσσον , ἑωλοι δε τι ἡσσον
9999971 βουλευτηριον
ὁμονοουντων τινα βοηθειαν εὑρασθε ὑμεις περι μεσας νυκτας εἰς το βουλευτηριον συνελθοντες ; ἡπερ ὠνησεν ὁμολογουμενως παντα τα πραγματα και
. . . . . ἀλλ ' ἐστιν εὐστοχον τι βουλευτηριον ταὐτοματον . ἐπηρεαστικον γε τι ταὐτοματον ἐστι τῳ βιῳ
9999971 τολμησαντα
αὐτον κατα Δημοσθενους , ὡς κατα της πολιτειας την ἱεροσυλιαν τολμησαντα . τριτον : θαῤῥει μεν οὐν , ὡς ἐοικεν
οὑτω νενομικα των δικαιων καταμελειν , ὡς ἀθῳον τουτον τηλικαυτα τολμησαντα διαδραναι την δικην . ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ . Οὐ νυν δε
9999971 γεωργιαν
και νηνεμιας χειμωνας τε και γαληνας , οἱ δε κατα γεωργιαν , ὡσπερ εὐκαρπιαν και ἀπαρπιαν αὐχμους τε και ἐπομβριας
τῳ χαλκῳ προς τουτο ἐχρωντο , ὡς τῳ σιδηρῳ προς γεωργιαν , δια τινος βαφης τον χαλκον στερροποιουντες ὀντα φυσει
9999971 καθαιρεσει
φιλεριν και λογων πιθανοτητας ὡσπερ τινας συμβολας και ἐρανους ἐπι καθαιρεσει του καλου ποριζοντα και ἀκρατῳ φλεγομενον και καταμεθυοντα ἀρετης
, ὁσα δη ἐγκωμιαζομεν ἠ ψεγομεν . δει δε μη καθαιρεσει των ἐξεταζομενων αὐξειν τα ἡμετερα , οὑτω γαρ οὐ
9999971 ἀναγεγραφθαι
, οὐτε τον τοπον , ἐν ὡι συμβαινει την συνθηκην ἀναγεγραφθαι , διεσαφησεν ἡμιν οὐτε τους ἀρχοντας τους δειξαντας αὐτωι
ἡκιστα και δια τουτο χρονον τον αὐτον της φαντασιας ἀμφοτεροις ἀναγεγραφθαι . ὁ μεν οὐν ἀρχιοινοχοος οἰνοφλυγιαν , ὁ δε
9999971 ἁρμονικος
„ . κρουμα , διασχεσιν . εἰσουμενα ἐπι Ἀριστοξενους λεπτοετι ἁρμονικος . Ἐνεπισκηψασθαι και Ἐγγυην καταβολης . καταδικασθεντων τινων δημευεσθαι
και τἀποβαινον : ὀξυ το περικομμ ' , ἀφες . ἁρμονικος , οὐ μαγειρος . ἐπιτεινον το πυρ . ὁμαλιζετω
9999971 κομισαμενοι
παρον εὐ διαθειναι ἠβουλοντο . και οὐν αὐτικα τα πιστα κομισαμενοι προς Ναρσου , ὡς οὐδεν αὐτοις των προγεγενημενων ἑνεκα
τοινυν Αἰνιοι ἐδεισαν και ἀφηκαν τον ἑαλωκοτα . και ἐκεινοι κομισαμενοι ὡς ἑνα των κηδεστων ᾠχοντο ἀπιοντες . σπανιως δε
9999971 προσηνεγκεν
ἱππεων τους λοιπους , ὁσους εἰχε , τολμηρως τοις πολεμιοις προσηνεγκεν . οἱ δε πολυ πληθος ἐκ του κονιορτου ἐπιεναι
του μη τον ὑπευθυνον στεφανουσθαι ὁ μεν Αἰσχινης το ῥητον προσηνεγκεν , ὁ δε Δημοσθενης το μεν ῥητον ἐσιωπησε παντελως
9999971 ἀμφιβολος
, ὡς ὑπονοουσι παρ ' Ὁμηρῳ κεισθαι , ἡ γραφη ἀμφιβολος οὐσα οὐκ ἐᾳ διισχυριζεσθαι . Φιλοχορος δε φησι και
Μνησιγενους ἐποιησεν Ὁμηρον . ὁμοιως δε και κατα την πατριδα ἀμφιβολος δια το ἀπιστηθηναι ὁλως εἰναι θνητον τῳ μεγεθει της
9999970 γραμματικων
ὁ δειπνοσοφιστης Λαρηνσιος , ἀλλος δε τις φησιν ὁτι ἐθος γραμματικων παισι περι παντων των προβαλλομενων λεγειν : εἰδος φυτου
οὐκ ἐπεθετο , ἀλλα γαρ ἐμοιγε δοκει οὐδεν ἐλαττον των γραμματικων οὐ δευτερος ἠ των ῥητορων , δι ' ὡν
9999970 ἀναγραφης
ἐναπο - γραφεται . πρωτος δε [ ὁ ] της ἀναγραφης τροπος ὁ δια των αἰσθησεων : αἰσθανομενοι γαρ τινος
διασωθηναι . ὁ δε Ἰαμβουλος [ οὑτος ] ταυτα τε ἀναγραφης ἠξιωσε και περι των κατα την Ἰνδικην οὐκ ὀλιγα
9999970 τελικου
ἀφαιρεσεως γαρ ἡδε και οὐκ αὐτοθεν καταλαμβανεται . του δε τελικου το ποιητικον , ὁτι το μεν προ του πραγματος
περας . ὁμοιως δε , φησι , και ἐπι του τελικου αἰτιου οὐ δυνατον ἐστιν ἀπειριαν εἰναι , βαδισιν μεν
9999970 ἀποδοκιμαζειν
διδασκει ἡ τεχνη : μαλλον δε τεχνῃ ἀνεγκλητον το ἐπιτηδειως ἀποδοκιμαζειν τα μη ὀφειλοντα ἑπεσθαι . ἐκρατιστευσεν ] σημειωσαι ὡς
γεγενημενην , δι ' ἡν οὐ δυναμενοι αἱρεισθαι τι ἠ ἀποδοκιμαζειν καταληγομεν εἰς ἐποχην . ὁ δε ἀπο της εἰς
9999970 πεφεισμενως
ἐν αὐτοις τοις ἀναγκαιοις ἀποτομως τῳ λογῳ χρωμενος , ἀλλα πεφεισμενως και σχηματιζομενος τα πρεποντα , ὁ δ ' ἀνδρι
συχνα : οὐ μετεβαλλεν : ἐφλεβοτομηθη : σιτια και ποτα πεφεισμενως : περιπατοι ἐκ προσαγωγης : οἰνος μελας λεπτος :
9999970 γεγενημενην
λαμπροτεραν οὐχ ὁτι Καρχηδονιοις ἀλλ ' οὐδ ' ἀλλοις τοιαυτην γεγενημενην ῥᾳδιως ἀν εὑροις περι τουτους τους χρονους , και
παρακαλων μητε την Ἑλλαδα χωλην μητε την πολιν ἑτεροζυγα περιιδειν γεγενημενην . . . , : ὁ δε ποιητης Ἰων
9999970 Περσεως
ἀστρων συμφωνουντων ἀλληλοις των δυο συνταγματων , περι δε του Περσεως διαφορου της ἀναγραφης οὐσης , εὐλογως ὁ Ἀρατος ,
Σκηπιωνα , ὁπηνικα ξυνειπετο τῳ Αἰμυλιῳ κατα του Μακεδονος στρατηγουντι Περσεως : ξυνεπραττε γαρ τἀδελφῳ και τας ταξεις καθιστα και
9999970 νοουσι
Βασις ἀγλαϊας ] * Το βασις οἱ μεν τον ῥυθμον νοουσι : της γαρ κιθαρας ὁ ῥυθμος ἀκουει , ἠγουν
τους φιλους και ἀποθανοντας : ἐγω δε οὐ πειθομαι τοις νοουσι κακως τα της φυσεως καλα , ἡπερ οὐν εἰ
9999970 βουλευσαι
εἰπειν δ ' ἐν τῳ δημῳ οὐκ ἐξην αὐτοις οὐδε βουλευσαι . Τουτων ἠσαν οὑτοι ἀτιμοι : αὑτη γαρ ἠν
εἰς χρειαν της σης καταστησαι βοηθειας , ὁπως ἀφεις το βουλευσαι γνωμην ἐχῃ το κηδος συναψασθαι . θορυβου γαρ ἡκοντος
9999970 σπονδειου
γαρ εἰναι πανυ φημι δικην ” διμετρον ἐξ ἀναπαιστου , σπονδειου και δυο ἀναπαιστων : το ιθʹ “ οὐκ εἰναι
σπονδειου : το νεʹ ἐκ βʹ σπονδειων , δακτυλου και σπονδειου : το νϘʹ ἐκ σπονδειου , ἀναπαιστου και αὐ
9999970 ἀπαρασκευος
ἀλογως ἡμας φησι δουλωσαμενους τους ἐνθαδε ἐλευθερουν , ξυμφορος ἡμιν ἀπαρασκευος ὠν και χρηματα μονον φερων , τα δε ἐνθαδε
δε ὁ ἐπι μηδενι τινι διαπρεπων . . . . ἀπαρασκευος ἀπαρασκευαστου διαφερει . ὁ μεν γαρ δι ' ἑαυτου
9999970 νομοθετης
τιμην ἀμφοτεροις ἀπονεμουσαν οὐχ ἡττον ἀναγνον ἠ εὐαγη κρινας ὁ νομοθετης ἀπο του θειου βωμου κατεβιβασε : το γαρ αἰσχρον
γνωμην του νομοθετου οὑτως : ὁτι μισει την βιαν ὁ νομοθετης , οὐ το ἐργον μονον σκοπων , ἀλλα και
9999970 πεφροντικως
, διανεμει πασι τοις χρησομενοις θειος λογος ἐξ ἰσου , πεφροντικως | διαφεροντως ἰσοτητος . μαρτυρει δε Μωυσης λεγων :
προσπεπονθεναι τι δει τον μη τα παραδοθεντα λυμανουμενον . ὁ πεφροντικως αὑτου γαρ οὐκ ἐσται κακος . ἐπειτ ' ἐπαν
9999970 πινακων
μεν αὐξειν , τα δε μειουν προς τας των ὑποτιθεμενων πινακων εὐρυχωριας . Οὐ παρα πολυ δε ἐσται της ἀληθειας
τας των ἀκρων κυκλων παραλλαγας , ἐπι δε ἑκαστου των πινακων οὐκ ἐτι . Διο και κατα τον λογον του
9999970 ἐπλευσαν
ἐπαγει . ἀρχεται δε της ἱστοριας , δι ' ἡν ἐπλευσαν οἱ Ἀργοναυται . θεσφατον δε μεμοιραμενον , χρησμῳδηθεν .
ὑπερ της Λεοντινων ἐλευθεριας , οἱς βοηθουντες δια τους ὁρκους ἐπλευσαν εἰς ἐκεινους τους τοπους , δια δε μηκος του
9999970 ἀναγκασθεις
νηπιων καταλειφθεντων οὐχ ἑκων , ἀλλ ' ὑπο των πραγματων ἀναγκασθεις : ἐπειδη τον μεν παππον ὑμων οἱ της βασιλειας
ἀλλ ' ἀκων , δια την συμφοραν την του στρατοπεδου ἀναγκασθεις καταμειναι και βοηθησαι : ἁ δε ὁ Ὀδυσσευς ,
9999970 μετονομασθηναι
μεν Σικυωνος την Ἀσωπιαν , ἀπο δε Κορινθου την Ἐφυραιαν μετονομασθηναι . Κορινθον δε οἰκουσι Κορινθιων μεν οὐδεις ἐτι των
ὁτ ' οὐπω τελειος ἐγεγενητο , ἀλλ ' ἐτι πριν μετονομασθηναι τα μετεωρα ἐφιλοσοφει , ἐπισταμενη ὁτι οὐκ ἀν δυναιτο
9999970 ἐρρωμενην
ποτ ' ἐχει την της τεχνης δυναμιν . Και μαλα ἐρρωμενην , ὠ Σωκρατες , ἐν γε δη πληθους συνοδοις
, και φθειρεται : ἀλλ ' ἐαν ἐπιστησῃς αὐτῳ ψυχην ἐρρωμενην , ἀμελει της νοσου , και ὑπερφρονει του κακου
9999970 σποδος
εἰναι στοιχειον , ὡσπερ δοκει πολλοις των ἀνθρωπων γη και σποδος . ἀλλα και ὁ ποιητης τουτο λεγει ἀλλ '
ξυμμιξαντα και ἑψησαντα , λιπαρον διδοναι ἐκλειχειν . Ὀφθαλμων : σποδος πεπλυμενη , λιπαρῳ πεφυρημενη , ὡς σταις μη ὑγρον
9999970 ἰσχιαδικους
τα ἐναιμα τραυματα , σπασματα , ῥηγματα , τιλμους , ἰσχιαδικους , λιθιωντας και ὁσα περι την κεφαλην παθη ,
. Ἡ δε κοπρος αὐτου λεια συν οἰνῳ θερμῳ ποθεισα ἰσχιαδικους ἰαται τους πανυ ἐσχατως ἐχοντας και κοιλιακους ὁμοιως .
9999970 γεγραφθαι
τον νομον τον περι των χρηματων και ὁτι τουτον ἐχρην γεγραφθαι τον νομον ἀρχηθεν τον ἀξιουντα κτεινειν τους μοιχους .
και προκαταστασις γενησεται της διηγησεως , ὁτι μητε ἐκεινον ἐχρην γεγραφθαι τον νομον τον περι των χρηματων και ὁτι τουτον
9999970 σπονδειος
μακρας και βραχειας , – ˘ , οἱον ἠτορ : σπονδειος ἐκ δυο μακρων , – – , οἱον ἡρως
χωλον , ὁταν τις ἐν τῃ τελευταιᾳ των περιττων χωρᾳ σπονδειος ἐμπεσῃ . χαριεστερα δ ' αὐτου τομη ἡ εἰς
9999970 τροφεια
. . ἀλλ ' ἠ θανων πληρωσει και ἀποδωσει τα τροφεια τῃ χθονι , ἠγουν ἀποδωσει τας της ἀνατροφης χαριτας
ἀγαθων . Ποθεν οὐν ἠρξατο σοι τα προς την πολιν τροφεια ; και τινες αἱ πρωται των ἀμοιβων ; ἠδη
9999970 λεγουσης
ἡμερας μεν ἡσυχαζει , νυκτωρ δε ᾀδει . της δε λεγουσης ὡς οὐ ματην τουτο πραττει , ἡμερας γαρ ποτε
λευκον και ἐστιν οὐ λευκον : της γαρ καταφασεως της λεγουσης ἐστι λευκον οὐκ ἐστιν ἀποφασις ἡ ἐστιν οὐ λευκον
9999970 Ἀρχιου
: ὑπο φιληδονιας γαρ και ἀκρασιας και οὑτος μετ ' Ἀρχιου πλεων εἰς Σικελιαν , ὁτ ' ἐμελλε κτιζειν Συρακουσας
ἐντελεστατα δε διειλεκται περι των διαψηφισεων , ὡς γεγονασιν ἐπι Ἀρχιου ἀρχοντος , Ἀνδροτιων ἐν τῃ Ἀτθιδι και Φιλοχορος ἐν
9999970 συγχωρησαντες
μη δυνωμεθα παντη το ὑπο του κατηγορου λεγομενον , ἀλλα συγχωρησαντες ἐλαττωσωμεν αὐτο , ὡς ἐν τῳ προς Λεπτινην „
των ἀνηκεστων οὐδεν . κἀκεινοι ταυτα προκαλουμενων ἡμων μετριασουσι και συγχωρησαντες τῃ πολει νεας ἀρχας ἀποδειξαι και τα προς τον
9999970 φυλαις
διθυραμβοποιον . εἰρηται γαρ ὁτι ἐγκυκλια διδασκουσιν . ὡς ταισι φυλαις : Ἑκαστη γαρ φυλη Διονυσου τρεφει διθυραμβοποιον . Λεωτροφιδῃ
ὑπερ νικης θαυμαστη , οὐχ ὑπερ μεγαλων μεν των ταις φυλαις εἰς αὐτους ἀνηλωμενων , μανιᾳ δε το πραγμα ἐοικε

Back